Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 578/2018

Αριθμός     578/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή  Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα    Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 4-4-2017 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. ……., ειδ. αριθ. καταθ. …….)  έφεση του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος της από 21-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……) αγωγής κατά της με αριθμό 106/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η οποία δίκασε την παραπάνω αγωγή, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. του Κ.Πολ.Δ. που ακολουθείται για την επίλυση των διαφορών, που αφορούν μισθωτικές διαφορές, αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε με επιμέλεια του εφεσίβλητου – ενάγοντος στις 20-3-2017 στο εκκαλούν (βλ. επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….. επί της εκκαλουμένης) και η έφεση κατατέθηκε στην γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 6-4-2017 και δεν έχει παρέλθει διετία  από την έκδοσή της (άρθρα 19, 495 επ., 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 και 524 παρ. 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ.). Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί  περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της , με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος “καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική και οικονομική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη”. Με την διάταξη αυτή ανάγεται σε ατομικό δικαίωμα η συμμετοχή στην οικονομική ζωή της Χώρας και κατοχυρώνεται η οικονομική ελευθερία. Ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της οικονομικής και επιχειρηματικής ελευθερίας είναι η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 Α.Κ.), με την οποία, εκτός από την ελευθερία σύναψης ή μη σύναψης της σύμβασης και την ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου, καθιερώνεται το δικαίωμα των συμβαλλόμενων μερών να διαμορφώνουν ελευθέρως το περιεχόμενο της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού της καταβαλλόμενης αντιπαροχής, υπό τον όρο ότι δεν παραβιάζουν το νόμο ή τα χρηστά ήθη και δεν ασκούν το δικαίωμα τους αυτό καθ’ υπέρβαση των ορίων του, όπως αυτά διαγράφονται σύμφωνα με την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό του σκοπό (άρθρο 281 Α.Κ.). Με την ελευθερία των συμβάσεων, ως εκδήλωση του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας, δεν συμβιβάζεται κατ’ αρχήν, μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη, περιοριστική της ελευθερίας αυτής, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ελευθερία αυτή προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων ή ασκείται κατά παραβίαση του Συντάγματος ή ενέχει προσβολή των χρηστών ηθών, καθώς επίσης και κατά τις περιπτώσεις που ασκείται προς βλάβη της Εθνικής Οικονομίας (άρθρα 5 παρ. 1, 25 παρ. 3 και 106 παρ. 2 του Συντάγματος – Α.Π. 1465/2001). Επομένως, νομοθετική ρύθμιση η οποία παρεμβαίνει σε συμβατική σχέση για λόγους προστασίας της εθνικής οικονομίας εισάγοντας ακόμη και βλαπτική μεταβολή για το ένα μέρος, συνιστά εξαιρετικό δίκαιο, με το οποίο, σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας (Ολομ. Α.Π. 4/1998 και Ολομ. ΣτΕ 3037/2008, 3047/2006 1909/2001). Εξάλλου, με το αρθρ. 25 παρ. 1 (δ) του Συντάγματος, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της 71 Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή αυτή, που η νομολογία των δικαστηρίων, στο πλαίσιο του κράτους δικαίου, παγίως αναγνώριζε ως ισχύουσα και πριν ακόμη από την αναγωγή της σε ρητή συνταγματική έννοια, απαιτεί οι επιβαλλόμενοι από το νομοθέτη περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων να οριοθετούνται με βάση τα εννοιολογικά στοιχεία της προσφορότητας και της αναγκαιότητας του λαμβανόμενου μέτρου και της αναλογίας του προς τον επιδιωκόμενο με αυτό σκοπό (Ολομ. Α.Π. 10/2003). Δηλαδή, για να είναι σύμφωνοι με την παραπάνω αρχή της αναλογικότητας οι επιβαλλόμενοι από το νόμο περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων, πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια και συγκεκριμένα να είναι α) κατάλληλοι, δηλαδή πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαίοι, δηλαδή να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό και γ) αναλογικοί υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν (Ολομ. Α.Π. 43/2005). Επομένως, ως συνταγματική αρχή που θέτει όρια στους περιοριστικούς των ατομικών δικαιωμάτων νόμους, απευθύνεται μεν κατ’ αρχήν στο νομοθέτη, όμως η επίκληση της είναι αντίστοιχα δυνατή και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, στην περίπτωση προπάντων που ο κοινός νομοθέτης είτε έχει παραβιάσει την αρχή αυτή, θεσπίζοντας με νόμο υπέρμετρους περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων, οπότε ο δικαστής, ελέγχοντας τη συνταγματικότητα του νόμου, οφείλει να μην εφαρμόσει αυτόν κατά τη ρητή επιταγή του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, είτε έχει παραλείψει να ασκήσει τις συνταγματικές του υποχρεώσεις, καταλείποντας κενό, οπότε η αρχή της αναλογικότητας καλείται επικουρικά σε εφαρμογή (Ολομ. Α.Π. 6/2009). Δηλαδή άμεσος αποδέκτης της επιταγής για σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας είναι ο κοινός νομοθέτης, όταν αυτός θεσπίζει περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων με βάση τη συνταγματική επιφύλαξη υπέρ του νόμου, την οποία και υλοποιεί, όχι δε και ο δικαστής, ο οποίος πάντως οφείλει να ελέγχει αν η αρχή αυτή έχει τηρηθεί και σε αρνητική περίπτωση να αρνείται την εφαρμογή του νόμου ως αντισυνταγματικού (Ολομ. Α.Π. 27/2008, Α.Π. 123/2010). Υπό την έννοια αυτή η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας δεν ιδρύει αυτοτελή λόγο αναίρεσης (Α.Π. 350/2009), αλλά προϋποτίθεται η ύπαρξη λόγου αναίρεσης για κακή εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που προσβάλλεται ως αντισυνταγματικός, οπότε κατά το σχετικό έλεγχο θα κριθεί και η συμφωνία του με την αρχή αυτή. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων “παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός κράτους, όπως θέση εν ισχύι νόμους, ους ήθελε κρίνη αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον, ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”. Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην κατά τα ανωτέρω προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και μάλιστα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Στην κατά τα ανωτέρω έννοια του όρου “περιουσία” του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθώς και στην έννοια του όρου “ιδιοκτησία” του άρθρου 17 του Συντάγματος, εμπίπτουν και οι αξιώσεις των εκμισθωτών από τις συμβάσεις μισθώσεως, είτε αυτές αφορούν το καταβαλλόμενο μίσθωμα είτε τη συμφωνηθείσα μεταξύ των μερών αναπροσαρμογή. Έτσι, σύμφωνα, με τη ρύθμιση της ως άνω διεθνούς συνθήκης, μέσω της ισχύος νόμου είναι δυνατόν να επέρχεται απόσβεση ή κατάργηση δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί με προγενέστερο νόμο, μόνον εφόσον, η κατάργηση ή απόσβεση επιβάλλεται για λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος ή ωφέλειας, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων, αφού διαφορετικά η έναντι του κοινού νομοθέτη προστασία των περιουσιακών αυτών δικαιωμάτων θα έμενε χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα (βλ. για τα προαναφερόμενα και Ολομ. Α.Π. 6/2007, Ολομ. Α.Π. 40/1998). Με το άρθρο 21 του Ν. 4002/2011 “Τροποποίηση της Συνταξιοδοτικής Νομοθεσίας του Δημοσίου – Ρυθμίσεις για την ανάπτυξη και τη δημοσιονομική εξυγίανση – Θέματα αρμοδιότητας Υπουργείων Οικονομικών, Πολιτισμού και Τουρισμού και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης” (ΦΕΚ 180Α/22- 08-2011), προβλέφθηκε η μείωση, από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, κατά 20%, όλων των μισθωμάτων μισθώσεων στις οποίες μισθωτής είναι το Δημόσιο και οι φορείς του Δημόσιου Τομέα. Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, το νέο μίσθωμα ορίζεται στο ύψος εκείνου που καταβαλλόταν τον Ιούλιο του 2010, μειωμένο κατά 20%. Περαιτέρω, ορίζεται στην ανωτέρω διάταξη ότι, σε περίπτωση κατά την οποία τα μισθώματα αυτά έχουν αναπροσαρμοσθεί (αυξηθεί) μετά την 1-7-2010, η αναπροσαρμογή αυτή καταργείται και η καταβληθείσα συμψηφίζεται με τα οφειλόμενα μισθώματα, ενώ μέχρι την 30-6-2013 απαγορεύεται οποιαδήποτε αναπροσαρμογή τους. Επίσης με το άρθρο 2 του Ν. 4081/2012 “Περιστολή Δημοσίων δαπανών, ρύθμιση θεμάτων δημοσιονομικών ελέγχων και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 184 Α/27-09-2012), προβλέφθηκε νέα κλιμακωτή μείωση από 1-10-2012, όλων των μισθωμάτων μισθώσεων στις οποίες μισθωτής είναι το Δημόσιο και οι φορείς του Δημόσιου Τομέα. Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, η νέα μείωση για ποσό μηνιαίου μισθώματος έως τα χίλια (1.000) ευρώ, ανέρχεται σε ποσοστό 10%, ενώ κατά την παρ. 4 του ανωτέρω άρθρου τα αναπροσαρμοσμένα ως άνω μισθώματα δεν επιτρέπεται να αυξηθούν πριν την 1-1-2015. Η κατά τα ανωτέρω νομοθετική παρέμβαση σε υφιστάμενες ενοχικές σχέσεις και η περαιτέρω κατάργηση των πιο πάνω ενοχικών αξιώσεων, ναι μεν αφορά όλους τους εκμισθωτές ακινήτων για τη στέγαση δημοσίων υπηρεσιών και δεν είναι αντίθετη με την αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε είναι αντίθετη με την αρχή της ισότητας των δημοσίων βαρών του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, γιατί δεν αφορά συνεισφορά σε δημόσια βάρη, ούτε αφορά άσκηση δικαιώματος για να αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, αλλά είναι αντίθετη στα άρθρα 5 και 17 του Συντάγματος και 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Όμως, η νομοθετική αυτή παρέμβαση σε υφιστάμενες ενοχικές σχέσεις, όπως προκύπτει από τη διατύπωση των ως άνω διατάξεων, τη γενικότητα τους και τους λόγους θέσπισης τους, αφορά πρόσκαιρο εξαιρετικό δίκαιο, που εντάσσεται στην κατάσταση ανάγκης που βιώνει η ελληνική οικονομία, που καταλαμβάνει όλες τις συμβάσεις μίσθωσης που έχει συνάψει το νομικό πρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου αλλά και όλοι οι φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ανεξαρτήτως των ειδικών συνθηκών και των όρων που τις διέπουν, με μοναδική εξαίρεση την περίπτωση μισθώσεων στις οποίες οι εκμισθωτές είχαν οικειοθελώς συμφωνήσει και προβεί σε μείωση του μισθώματος πριν την ισχύ του νόμου, ο οποίος εκ τούτου καταλαμβάνει τις περιπτώσεις μισθώσεων στις οποίες οι εκμισθωτές δεν συναινούν οικειοθελώς στην μείωση. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας των ως άνω διατάξεων προκύπτει, άλλωστε, από την περιορισμένη χρονική τους ισχύ και αποσκοπεί στην προσαρμογή των ισχυόντων συμβατικών όρων στις νέες συνθήκες, για λόγους προστασίας επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, ήτοι για τη διασφάλιση της δημοσιονομικής ισορροπίας του Κράτους με την περικοπή των δημοσιονομικών εξόδων του (οι συγκεκριμένες διατάξεις είναι άλλωστε ενταγμένες σε νομοθέτημα που περιέχει διατάξεις για τη δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας). Η ως άνω νομοθετική επέμβαση σε συνεστημένη συμβατική σχέση είναι επιτρεπτή ως εξαιρετικό μέτρο περιορισμού ατομικών δικαιωμάτων από ενοχική σχέση, διότι με τις ως άνω διατάξεις του Ν. 4002/2011 και του Ν. 4081/2012 αποσκοπείται η άρση των επιβλαβών για το δημόσιο συμφέρον συνεπειών των συμβάσεων μισθώσεως στεγάσεως δημοσίων υπηρεσιών, προς αντιμετώπιση της συντρέχουσας οξείας δημοσιονομικής κρίσης και του κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας. Ειδικότερα, στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4002/2011 αναφέρεται, μεταξύ άλλων “και όσον αφορά τις μισθώσεις μεταξύ ιδιωτών, η αγορά, λόγω της ευελιξίας της και της έλλειψης γραφειοκρατίας ευκολότερα ή λιγότερο εύκολα προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες. Στις μισθώσεις όμως ακινήτων που μισθωτής είναι το Δημόσιο η γραφειοκρατική διαδικασία και η ακαμψία της αγοράς επιβάλλει την προσαρμογή των μισθωμάτων που καταβάλλει το Δημόσιο και οι φορείς του δημοσίου τομέα κατά το λόγο μείωσης της μισθωτικής αξίας των ακινήτων λόγω των προαναφερόμενων απρόβλεπτων και έκτακτων συνθηκών”. Επίσης, στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4081/2012, αναφέρεται, μεταξύ άλλων “εν προκειμένω είναι σαφές και προφανές ότι οι εξαιρετικές και απρόβλεπτες συνθήκες στις οποίες έχει περιέλθει η χώρα λόγω της οξύτατης οικονομικής κρίσης, επιβάλλουν, προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας και τάξης, τη λήψη εξαιρετικών μέτρων, που θα συμβάλουν στην περιστολή των δημοσίων δαπανών. Το εν λόγω μέτρο είναι απολύτως συναφές με το αντικείμενο της σύμβασης, καθώς, μειώνοντας το καταβαλλόμενο μίσθωμα, εξοικονομούνται ακριβώς από τη μείωση αυτή δημόσιοι πόροι”. Έτσι, όπως προκύπτει και από τις εισηγητικές εκθέσεις των ως άνω νόμων, με τις ως άνω διατάξεις επιχειρείται ο εξορθολογισμός, η αναγωγή δηλαδή στο προσήκον μέτρο, των μισθωμάτων που καταβάλει το Δημόσιο και οι φορείς του δημόσιου τομέα για μισθώσεις ακινήτων που έχουν συναφθεί πριν από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2010, ώστε να ανταποκρίνονται στη μισθωτική αξία των ακινήτων και να μην καθίσταται η εκτέλεση της μισθωτικής σύμβασης υπέρμετρα δυσμενής μονομερώς σε βάρος του Δημοσίου, ενόψει των δυσμενών οικονομικών συνθηκών που διέρχεται η χώρα. Άλλωστε, διατηρείται παράλληλα το δικαίωμα των εκμισθωτών να προσφύγουν στα αρμόδια δικαστήρια και να αμφισβητήσουν το ύψος και τη μείωση του μισθώματος και να ζητήσουν τη δικαστική αναπροσαρμογή του στο ύψος του δυνάμενου να επιτευχθεί υπό καθεστώς ελεύθερης μισθώσεως μισθώματος, πράγμα που κατοχυρώνει τυχόν δυσανάλογο περιορισμό των δικαιωμάτων τους από τη σύμβαση μισθώσεως και βρίσκεται σε συνάρτηση με το Σύνταγμα. Κατά συνέπεια οι ως άνω διατάξεις, αρχικά του άρθρου 21 του Ν. 4002/2011 και στη συνέχεια του άρθρου 2 του Ν. 4081/2012, ως εξαιρετικό μέτρο, ενόψει αφενός μεν του ορατού κινδύνου πτώχευσης της χώρας και αφετέρου του σκοπού που εξυπηρετούν, δεδομένου ότι αποσκοπούν στην άρση επιβλαβών για το δημόσιο συμφέρον συνεπειών, ναι μεν εισάγουν περιορισμούς σε ατομικά δικαιώματα και αντίκεινται προς την αρχή της επιχειρηματικής και οικονομικής ελευθερίας, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας είναι η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων και προς την αρχή της προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων και των νομίμως κεκτημένων οικονομικών συμφερόντων (άρθρα 5 παρ. 1,106 παρ. 2, 17 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ), πλην όμως δεν παραβιάζουν την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, που απαιτεί οι επιβαλλόμενοι από το νομοθέτη περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων να οριοθετούνται με βάση τα εννοιολογικά στοιχεία της προσφορότητας και της αναγκαιότητας του λαμβανόμενου μέτρου και της αναλογίας του προς τον επιδιωκόμενο με αυτό σκοπό (Ολομ. Α.Π. 10/2003), αφού οι με αυτές επιβαλλόμενοι ως εξαιρετικό μέτρο περιορισμοί στην οικονομική ελευθερία και στα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα των εκμισθωτών ακινήτων για τη στέγαση δημοσίων υπηρεσιών κρίνονται κατάλληλοι και πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαίοι, γιατί συνιστούν μέτρο, το οποίο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τους ιδιώτες εκμισθωτές και αναλογικοί υπό στενή έννοια, γιατί τελούν σε εύλογη σχέση με τον ως άνω επιδιωκόμενο σκοπό και η αναμενόμενη απ’ αυτούς ωφέλεια δεν υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν, αλλά αντίθετα συνάδουν με αυτήν (αρχή αναλογικότητας), γιατί ήταν και πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη της δημοσιονομικής ισορροπίας και τάξης στην περίοδο της οξύτατης οικονομικής κρίσης που διέρχεται η Χώρα και ως εκ τούτου κρίνονται συνταγματικές (ΑΠ 1281/2015 ΧρΙδΔ 2016.38).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 21-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι είναι επικαρπωτής κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου του ενός ακινήτου που βρίσκεται στον Πειραιά και περιγράφεται στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι το παραπάνω ακίνητο είχε εκμισθωθεί από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του στο εκκαλούν για τη στέγαση δημόσιας υπηρεσίας και έχει υπεισέλθει ο ίδιος (ο εφεσίβλητος) στη μισθωτική σύμβαση της οποίας η διάρκεια έληξε στις 30-6-2014 και έκτοτε παρατάθηκε σιωπηρά. Ότι μετά την ψήφιση του ν. 4081/2011 και συγκεκριμένα από την 1-10-2012 το μηνιαίο μίσθωμα που ελάμβανε κατά το προαναφερόμενο ποσοστό υπέστη την ειδικότερα αναφερόμενη στην αγωγή του μείωση. Έτσι, επικαλούμενος την αντισυνταγματικότητα του προαναφερόμενου ν. 4081/2012, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι το οφειλόμενο από το εκκαλούν μίσθωμα, δεν υπέστη μείωση και να υποχρεωθεί το εκκαλούν να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 3.570,32 ευρώ που αντιστοιχεί στη διαφορά των οφειλομένων, πριν την μείωση, μισθωμάτων και των ήδη καταβληθέντων με το νόμιμο τόκο που κάθε επιμέρους μίσθωμα κατέστη απαιτητό, καθώς και να καταδικαστεί το εκκαλούν στη δικαστική του δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατά το μέρος που εκκαλείται, αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 5 παρ.1, 106 παρ. 2 του Συντάγματος, 574, 595, 340, 346, 361 του ΑΚ, 44 πδ 34/1995, 907, 908 παρ. 1, 910 παρ. 2 και 176 του Κ.Πολ.Δ, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη κρίνοντας τον ν 4081/2012 ως αντισυνταγματικό και αφού αναγνώρισε ότι το οφειλόμενο στον εφεσίβλητο μίσθωμα ανέρχονταν στο ποσό που καταβάλλονταν πριν την 1-10-2012, υποχρέωσε το εκκαλούν να καταβάλει στον εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 3.570,32 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή και συμψήφισε στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση το εκκαλούν εναγόμενος και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να απορριφθεί η αγωγή καθώς και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στη δικαστική του δαπάνη. Όμως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη η παραπάνω αγωγή ήταν απορριπτέα ως μη νόμιμη καθόσον σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη η μείωση του μισθώματος που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο με τη διάταξη του άρθρου 2 ν. 4081/2012 αποτελεί ως εξαιρετικό μέτρο περιορισμό στην οικονομική ελευθερία και στα περιουσιακής φύσεως δικαιώματά του ως εκμισθωτή ακινήτου για τη στέγαση δημοσίων υπηρεσιών, ήταν όμως κατάλληλη και πρόσφορη για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, γιατί συνιστούν μέτρο, το οποίο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τους ιδιώτες εκμισθωτές και αναλογικοί υπό στενή έννοια, γιατί τελούν σε εύλογη σχέση με τον ως άνω επιδιωκόμενο σκοπό και η αναμενόμενη απ’ αυτούς ωφέλεια δεν υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν, αλλά αντίθετα συνάδουν με αυτήν (αρχή αναλογικότητας), γιατί ήταν και πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη της δημοσιονομικής ισορροπίας και τάξης στην περίοδο της οξύτατης οικονομικής κρίσης που διέρχεται η Χώρα και ως εκ τούτου κρίνεται συνταγματική. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ως αντισυνταγματική την παραπάνω διάταξη και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ΄ουσίαν αναγνωρίζοντας ότι το οφειλόμενο ποσό του μισθώματος ανέρχονταν σε αυτό που καταβάλλονταν πριν την ισχύ του νόμου 4081/2012 και υποχρεώνοντας το εκκαλούν να καταβάλει στον εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 3.570,32 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου δεδομένου ότι η νομική αοριστία της αγωγής, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου που ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το ουσιαστικό δικαστήριο (ΑΠ 362/2008 ΝοΒ.2008.1883). Συνακόλουθα, αφού γίνει  δεκτή η έφεση ως κατ΄ουσίαν βάσιμη, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και αφού κρατηθεί και δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό η υπόθεση (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη. Επίσης τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν  (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από  4-4-2017 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. …….., ειδ. αριθ. καταθ. ……..)  έφεση του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος της από 21-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) αγωγής κατά της με αριθμό 106/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 106/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ουσίαν επί της από 21-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) αγωγής.

Απορρίπτει την ως άνω αγωγή.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  14 Σεπτεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εφεσιβλήτου.

Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ