ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 420/2024
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α Του εκκαλούντος: Του e-ΕΦΚΑ, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Νικόλαο Κλησιάρη και
Των εφεσίβλητων: 1) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…… », που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2) Του ……….. ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Β ) Εκουσίως αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας: Της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «……..», και διακριτικό τίτλο «……..» που εδρεύει στη ……. Αττικής επί της ………. με ΑΦΜ …., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσας εν προκειμένω δυνάμει της από 8.10.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία « ……….» με έδρα στο …….. της Ιρλανδίας, η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……. » που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Ελένης Ζαννιά, μέλους της Δικηγορικής εταιρείας Νικόλαος Ανδρικόπουλος και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία.
Της υπερ’ ής η πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητης: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………… », που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………..,, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και
Του καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση-εκκαλούντος : Του νομικού προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (e-ΕΦΚΑ), που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού ……….. όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του. που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κλησιάρη.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ: Τον ……., κάτοικο ………… Αττικής, επί της οδού ……. ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Το εκκαλούν ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (e-ΕΦΚΑ)» είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά των εφεσίβλητων στην έφεσή του την από 21-12-2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2018) ανακοπή κατά του συνταχθέντος από την Συμβολαιογράφο Αθηνών …… υπ’ αριθ. ……../9.11.2018 πίνακα κατάταξης δανειστών. Επίσης το μη διάδικο Ελληνικό Δημόσιο, είχε ασκήσει ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου την με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2018 ανακοπή κατά της στην παρούσα δίκη, πρώτης εφεσίβλητης και κατά της υπαλλήλου του πλειστηριασμού και της ……., δικαστικής επιμελήτριας και κατά του ίδιου ως άνω πίνακα κατάταξης. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την 2450/2019 απόφασή του (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών) συνεκδίκασε τις παραπάνω ανακοπές απέρριψε την ανακοπή του Ε.Φ.Κ.Α. και ήδη εκκαλούντος και έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου μεταρρυθμίζοντας τον πίνακα κατάταξης. Την παραπάνω απόφαση προσβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν με την από 2.6.2021, κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2021 και με Ε.Α.Κ. …../2021 έφεση και ακολούθως επικυρωμένο αντίγραφο της έφεσης για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 12.7.2021 με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ…../2021, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η 6.10.2022 και μετά από αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος. Περαιτέρω, η εταιρία με την επωνυμία «……….», άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» και κατά του εκκαλούντος την από 8.5.2023 (με Γ.Α.Κ…/2023 και Ε.Α.Κ. ………./2023) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Οι υποθέσεις συνεκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από τα οικεία πινάκια α.α. 14 και 21 στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκαν.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καθού η πρόσθετη παρέμβαση-εκκαλούντος δεν κατέθεσε προτάσεις για την συζήτηση της πρόσθετης παρέμβασης .
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εισάγονται προς συζήτηση: α) η από 2.6.2021, κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και με Ε.Α.Κ. …/2021 και ακολούθως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 12.7.2021 με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ…../2021, κατά των εφεσίβλητων προς εξαφάνιση της με αριθμό 2450/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και β) η από 8.5.2023 (με Γ.Α.Κ…/2023 και Ε.Α.Κ. …/2023) εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της εταιρείας με την επωνυμία «……..», υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………… » και κατά του εκκαλούντος στην εκκρεμή έφεση, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της συνάφειάς τους, αφού αφορούν στην ίδια προσβαλλομένη απόφαση, υπάγονται στην ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και με τη συνεκδίκαση τους διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 80 επ., 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Κατά την εκφώνηση της παραπάνω έφεσης και πρόσθετης παρέμβασης από τη σειρά τους στο οικείο πινάκιο: Α) στην έφεση του ΝΠΔΔ, οι εφεσίβλητοι ήταν απόντες και δεν εκπροσωπήθηκaν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Όπως προκύπτει από την επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή σε ακριβή αντίγραφα της κρινόμενης έφεσης με τις σχετικές πράξεις κατάθεσης, την πράξη ορισμού αρχικής δικασίμου και κλήση σε αυτή για συζήτηση επιδόθηκε στους εφεσίβλητους νόμιμα κατ’ άρθρο 129 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 498 παρ.2 του ίδιου Κώδικα. Επομένως, οι παραπάνω εφεσίβλητοι θα δικασθούν ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν κι αυτοί παρόντες κατ’ άρθρο 524 παρ.4 εδ.1 του ΚΠολΔ, με τη διάκριση που θα γίνει ως προς την πρώτη εφεσίβλητη παρακάτω. Β) στην από 15.2.2023 πρόσθετη παρέμβαση, η υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά ήταν απούσα, ενώ ομοίως απόν λογίζεται και το καθού η πρόσθετη παρέμβαση το οποίο μεν παρέστη κατά την εκφώνηση της υπόθεσης αλλά δεν κατέθεσε προτάσεις. Από τις προσκομιζόμενες από την προσθέτως παρεμβαίνουσα υπ’ αριθ. Η …/10.5.2023, και ../10.5.2023 εκθέσεις επίδοσης που συνέταξε ο δικαστικός επιμελητής της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, διορισμένος στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……. και την υπ αριθ. …/10.5.2023 έκθεση επίδοσης που συνέταξε ο δικαστικός επιμελητής της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, διορισμένος στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………., αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της παραπάνω πρόσθετης παρέμβασης με πράξη ορισμού της αναφερόμενης ως άνω δικασίμου και κλήση σε αυτή για συζήτηση επιδόθηκε στην υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, στο καθού η πρόσθετη παρέμβαση και κοινοποιήθηκε στον έτερο εφεσίβλητο νόμιμα κατ’ άρθρο 129 παρ.1 κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 591 παρ.1 περ.β’ εδ.α’ του ΚΠολΔ, όπως η σχετική διάταξη εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη σύμφωνα με την παράγραφο 7 του ίδιου ως άνω άρθρου. Σχετικά με τη δικονομική θέση της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, όπως αυτή επηρεάζεται από την άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης και τις συνέπειες που έχει η παράσταση στη δίκη των λοιπών συμμετεχόντων στη δίκη, λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που, είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α’ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης”. Την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου οι εν λόγω εταιρίες αποκτούν ανεξάρτητα αν το πλαίσιο μεταβίβασης και διαχείρισης των απαιτήσεων στηρίζεται στον ν. 3156/2003, αλλά σημασία έχει το εάν πρόκειται για εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4354/2015 (στις οποίες ρητά έχει απονεμηθεί από το νόμο η ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου), ανεξαρτήτως δηλαδή αν η μεταβίβαση της απαίτησης από τον αρχικό δικαιούχο προς τον ειδικό διάδοχο (εταιρίες ειδικού σκοπού- ΕΑΑΔΠ) και ακολούθως η ανάθεση από αυτόν της διαχείρισης έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 ή με βάση το ν. 4354/2015 (Ολ. ΑΠ 1/2023 ΤΝΠ Νομος). Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση στις 16.4.2021 εγκρίθηκε και καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ η διασπαση της ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..», με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της διασπώμενης εταιρείας και εισφοράς του στην νεοσυσταθείσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……..» πράξη διάσπασης η οποία εγκρίθηκε με την με αριθμό πρωτοκόλλου …./16.4.1021 απόφαση της Διεύθυνσης Εταιρειών του Υπουργείου Ανάπτυξης και καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ. Με τη δημοσίευση της εγκριτικής απόφασης στις 16.4.2021 η ……… υπεισήλθε αυτοδικαίως ως καθολική διάδοχος της διασπώμενης στα στοιχεία του ενεργητικού αυτής, μεταξύ των οποίων και η επίδικη απαίτηση, για την οποία εκπλειστηριάστηκε περιουσία του οφειλέτη, και σε συνέχεια της οποία; συντάχθηκε ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης. Εν συνεχεία δυνάμει της από 25.06.2021 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων, η οποία καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλάκειου Αθηνών την 28.06.2021, με αριθμό πρωτοκόλλου …./28.6.2021 στον τόμο …. και αύξοντα αριθμό …, η ως άνω εταιρεία όπως νόμιμα εκπροσωπείται, μεταβίβασε στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………» που εδρεύει στην Ιρλανδία, ως νόμιμα εκπροσωπείται επιχειρηματικές απαιτήσεις λόγω τιτλοποίησης μεταξύ των οποίων και η επίδικη. Ακολούθως, η τελευταία, ανέθεσε δυνάμει του από 25.06.2021 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων αντίγραφο του οποίου καταχωρήθηκε νομίμως στο Ενεχυροφυλάκειο Αθηνών με την υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου …/28.06.2021 πράξη καταχώρισης του εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003 στον τόμο .. και με αύξοντα αριθμό … , τη διαχείριση των απαιτήσεων και των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ως άνω σύμβαση διαχείρισης και των προσωπικών και εμπράγματων εξασφαλίσεων αυτής στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….» (η «……»), η οποία εδρεύει στη ……. Αττικής, επί της .., αριθμοί …….., με Α.Φ.Μ. …… και αριθμό Γ.Ε.ΜΗ ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται (η «Διαχειρίστρια» της απαίτησης), νομίμως αδειοδοτηθείσηςαπό την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθμόν 207/1/29.11.2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος) ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυνάμει των Διατάξεων του Ν. 4354/2015 και της Πράξης 118/19.05.2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθμόν 153/08.01.2019 Πράξη. Περαιτέρω, στις 17.09.2021, η ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, προέβη σε επανεκχώρηση (αποτιτλοποίηση- επαναμεταβίβαση), προς την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, μέρος των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι ένδικες απαιτήσεις, δυνάμει της από 17.09.2021 σύμβασης επανεκχώρησης επιχειρηματικών απαιτήσεων, καταχωρηθείσας και δημοσιευθείσας στο Δημόσιο Βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2020 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου …./30.09.2021, στον τόμο … με αριθμό … Εν συνεχεία, δυνάμει της από 08.10.2021 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, η οποία καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 11.10.2021, με αριθμό πρωτοκόλλου ../11.10.2021, στον τόμο … και αύξοντα αριθμό …., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 8 και 10 του Ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……..», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, μεταβίβασε στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία ………., με έδρα στην Ιρλανδία, επιχειρηματικές απαιτήσεις λόγω τιτλοποίησης, μεταξύ των οποίων και η επίδικη. Τέλος, η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεων και των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ως άνω σύμβαση και των προσωπικών και εμπράγματων εξασφαλίσεων αυτής στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» νόμιμα αδειοδοτηθείσας, όπως προαναφέρθηκε, κατά τα οριζόμενα στο από 08.10.2021 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων και σύμφωνα με την παρ. 14 του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, όπως ισχύει. Αντίγραφο του συμφωνητικού αυτού έχει καταχωρηθεί νομίμως στο Δημόσιο Βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2020 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με την υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου …./11.10.2021 πράξη καταχώρισης του εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003 στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό ….. Με την ιδιότητά της αυτή, η ως άνω εταιρεία παρεμβαίνει για να μη μεταρρυθμισθεί, κατόπιν της ένδικης έφεσης ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης στον οποίο έχει καταταγεί η υπέρ ης η παρέμβαση τράπεζα και αποβληθεί αυτή από τον πίνακα, έχει δε δημιουργηθεί μεταξύ της προσθέτως παρεμβαίνουσας και της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία. Από τα προσκομιζόμενα μετ΄ επικλήσεως από την προσθέτως παρεμβαίνουσα έγγραφα προκύπτει η επικαλούμενη ιδιότητα και το έννομο συμφέρον της για την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομική σκέψη, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη, κατ΄ άρθρα 80 και 83 του ΚΠολΔ,. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρων 76 παρ. 1,3 και 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί εφέσεως, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην, όμως, έχει κλητευθεί νομίμως είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικο, τότε η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αυτόν αναγκαίο ομόδικο (ΑΠ 756/2017, ΑΠ 681/2016 αμφότερες Δημοσίευση Νόμος), αφού, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο ομόδικο του (ΑΠ 368/2019, ΜονΕφΛαρ 305/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, εν προκειμένω, η υπέρ η πρόσθετη παρέμβαση-πρώτη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία πρέπει να δικασθεί ερήμην αλλά η συζήτηση να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδάφ. α` του ΚΠολΔ), καθώς θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα.
Περαιτέρω, δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο της δικογραφίας ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε από ή προς το εκκαλούν, η δε εκκαλούμενη δημοσιεύθηκε στις 15.7.2019 και το εκκαλούν άσκησε την κατ’ αυτής έφεση με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ στις 12.7.2021, ήτοι πριν παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα. Επομένως, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ, Κατάθεση εκ μέρους του εκκαλούντος στην ως άνω έφεση του παράβολου που προβλέπεται με το άρθρο 495 παρ. 3 KΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του ν.δ. της 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος των νόμων των δικών του Δημοσίου» και την αναλογικώς εφαρμοζόμενη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, διάταξη του άρθρου 30 του ν.δ. 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», ως και την διάταξη του άρθρου 62 παρ. 3 περ. Θ΄ του ν. 4387/2016.
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εισήχθησαν α) η από 21-12-2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018) ανακοπή του εκκαλούντος κατά του συνταχθέντος από την Συμβολαιογράφο Αθηνών …….. υπ’ αριθ. …./9.11.2018 πίνακα κατάταξης δανειστών και β) η με αριθμό έκθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …../2018 ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου, κατά της στην παρούσα δίκη, πρώτης εφεσίβλητης και κατά της υπαλλήλου του πλειστηριασμού και της …….., δικαστικής επιμελήτριας και κατά του ίδιου ως άνω πίνακα κατάταξης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκδικάζοντας τις ως άνω ανακοπές απέρριψε την ανακοπή του νυν εκκαλούντος ως μη νόμιμη, ενώ έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπής του Ελληνικού Δημοσίου και μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης ώστε να καταταγούν συμμέτρως οι Α ΔΟΥ Πειραιά, η ΔΟΥ Πλοίων και η ΔΟΥ Πύργου πέραν των ποσών για τα οποία κατετάγησαν και για το ποσό των 382,0 ευρώ, το οποίο αφορούσε έξοδα που προαφαιρέθηκαν, ενώ συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων
Με την κρινόμενη έφεση παραπονείται το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (e-ΕΦΚΑ) ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ανακοπή του. Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη δεν έκανε δεκτή την ανακοπή του, ώστε να καταταγεί προνομιακά και οριστικά στο ποσό των 24.193 ευρώ, πλέον του ποσού για το οποίο έχει καταταγεί, με ισόποση αποβολή των καθών για τις αναγγελθείσες και μη καταταγείσες απαιτήσεις του. Ο ως άνω λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, καθώς δεν αποδίδεται συγκεκριμένο σφάλμα στην κρινόμενη απόφαση,
Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του, το εκκαλούν αιτιάται την εκκαλούμενη ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε τον λόγο της ανακοπής του περί εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, καθώς έπρεπε η κατάταξη στον πίνακα να γίνει κατά τα ισχύοντα προ του ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η επίμαχη αναγκαστική εκτέλεση διενεργήθηκε με βάση επιταγή προς πληρωμή που επιδόθηκε στους οφειλέτες- καθ’ων ο πλειστηριασμός πριν την 1.1.2016. κι επομένως κατά το δίκαιο αυτό έπρεπε να κριθεί η ύπαρξη και έκταση των προνομίων. Επί του λόγου αυτού λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του Συντάγματος, ορίζεται ότι “η αυθεντική ερμηνεία των νόμων ανήκει στη νομοθετική λειτουργία”, ενώ, με τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι “νόμος που δεν είναι πράγματι ερμηνευτικός ισχύει μόνο από τη δημοσίευση του”, αποκλείοντας έτσι την αναδρομικότητα του “ψευδοερμηνευτικού” νόμου. Το δικαίωμα που παρέχεται με την ως άνω συνταγματική διάταξη στη νομοθετική εξουσία για έκδοση ερμηνευτικών νόμων, υφίσταται μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία ο ερμηνευόμενος νόμος είναι ασαφής και, λόγω της ασάφειάς του, προέκυψαν ή μπορούσαν να προκύψουν διαφωνίες στη νομική επιστήμη ή στις δικαστικές αποφάσεις για την αληθή έννοιά του. Την ύπαρξη της προϋπόθεσης αυτής, δηλαδή, της ανάγκης ερμηνείας, οπότε η ισχύς του ερμηνευτικού νόμου ανατρέχει στο χρονικό σημείο έναρξης της ισχύος του ερμηνευόμενου νόμου, δικαιούνται να ελέγξουν τα δικαστήρια (ΟλΑΠ 1, 2/2014, ΟλΑΠ 22/1997, ΟλΑΠ 10/1990). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.3 του ν. 4335/2015 “Μεταβατικές και άλλες διατάξεις” ορίζεται ότι “οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2016. Ομοίως, οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο όγδοο του παρόντος…) εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη ισχύος του, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου ένατου του παρόντος”. Ενόψει της ως άνω ειδικής διάταξης, που ορίζει, χωρίς διάκριση, ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2016, προέκυψε διχογνωμία, κυρίως στη θεωρία αλλά και στη νομολογία, αναφορικά με το νομικό ζήτημα της κατάταξης των προνομίων από απόψεως διαχρονικού δικαίου. Ειδικότερα, κατά μία άποψη, τα προνόμια των απαιτήσεων κρίνονται, κατά πάγια νομολογία, σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακα κατάταξης και, συνεπώς, και υπό το ν. 4335/2015 ως προς το ζήτημα της κατάταξης των προνομίων, εφόσον ο πίνακας κατάταξης καταρτίστηκε μετά την 1-1-2016, εφαρμοστέες τυγχάνουν, σε κάθε περίπτωση, οι διατάξεις περί προνομίων, όπως ισχύουν μετά την ισχύ του ως άνω νόμου, ανεξάρτητα δηλαδή από το νομικό καθεστώς, το οποίο ίσχυε, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.3, κατά το χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και υπό το οποίο διενεργήθηκε η εκτέλεση και ο πλειστηριασμός. Κατ` άλλη άποψη, ενόψει της πιο πάνω ειδικής διάταξης, οι τροποποιήσεις που επήλθαν με το ν. 4335/2015, εφαρμόζονται μόνον αν η επιταγή προς πληρωμή που οδήγησε στην επίτευξη του διανεμητέου πλειστηριάσματος επιδόθηκε μετά την 1-1-2016, δηλαδή κρίσιμος πρέπει να θεωρηθεί ο χρόνος που διενεργήθηκε η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση και, ως εκ τούτου, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, επιδόθηκε πριν την 1.1.2016, εφαρμόζεται για την κατάταξη των δανειστών το προϊσχύσαν δίκαιο. Ήδη, όμως, με τη διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, το οποίο φέρει τον τίτλο “Ερμηνευτική διάταξη ως προς το χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις”, ορίστηκε στο εδ. α` αυτού ότι κατά την αληθή τους έννοια οι διατάξεις του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (δηλαδή οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος αυτός στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, στο δε εδ. β` ότι για την κατάταξη των πιστωτών στην παραπάνω περίπτωση λαμβάνεται υπόψη το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, που, ενόψει των προεκτεθέντων, είναι γνήσια ερμηνευτική και ως εκ τούτου έχει αναδρομική δύναμη (ΑΠ 1457/2022, ΑΠ 1820/2022, ΑΠ 224/2022), το προϊσχύσαν δίκαιο εφαρμόζεται σε όλα τα ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης, περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάταξης των δανειστών στο σχετικό πίνακα, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, επιδόθηκε πριν την 1.1.2016. Ο χαρακτήρας της διάταξης αυτής ως γνήσιας ερμηνευτικής (και όχι “ψευδοερμηνευτικής”) προκύπτει από το ότι με αυτή δεν αντικαθίστανται οι προηγούμενες διατάξεις, αλλά, όπως ρητώς αναφέρεται στο κείμενό της, αποδίδεται με αυτήν, κατά τρόπο σαφή, “η αληθής έννοια” των προγενέστερων αυτών διατάξεων, προς αποσαφήνιση της βούλησης του νομοθέτη και, εντεύθεν, προς άρση της διχοστασίας που είχε επικρατήσει στη θεωρία και τη νομολογία, κατά την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 977 του KΠολΔ και 156 του ΠτΚ στις ήδη εκκρεμούσες διαδικασίες της αναγκαστικής εκτέλεσης και της πτώχευσης για το κρίσιμο θέμα του διαχρονικού δικαίου, σχετικά με την κατάταξη των εργατικών απαιτήσεων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και στην πτωχευτική διαδικασία. Συνεπώς, το χρονικό σημείο έναρξης της ισχύος της ως άνω ερμηνευτικής διάταξης ανατρέχει στο χρόνο ισχύος των ανωτέρω ερμηνευόμενων διατάξεων. Συνακόλουθα, ως προς τις διαδικασίες, τις οποίες καταλαμβάνει η ως άνω ερμηνευτική διάταξη, από τη γραμματική της διατύπωση συνάγεται ότι τα άρθρα 977 του KΠολΔ και 156 του ΠτΚ, όπως τροποποιήθηκαν ανωτέρω, δεν εφαρμόζονται σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτελέσεως, που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις, που είχαν ήδη κηρυχθεί πριν από τις 19-8-2015 (ΑΠ 17/2022, ΑΠ 1151/2021). Ως επιταγή νοείται εκείνη που στηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, η οποία αρχίζει με την επιβολή κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, όχι δε τυχόν προηγούμενες επιταγές, κατόπιν των οποίων δεν επακολούθησε κατάσχεση εντός έτους ή και άλλες περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών τους συνεπειών (άρθρο 926 παρ. 2 KΠολΔ), ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εκείνες από τις οποίες εγκύρως παραιτήθηκε ο επισπεύδων (ΑΠ 739/2023 ΤΝΠ Νομος και ΑΠ 224/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1151/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 47/2022 στην efeteio-peir.gr, ΜονΕφΠειρ 231/2022, ΜονΕφΠειρ 139/2022 αμφότερες στην efeteio-peir-gr, ΜονΕφΠατρ 32/2022 στην ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των εγγράφων που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι παριστάμενοι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της πρώτης εφεσίβλητης και σε εκτέλεση των με αριθμούς ../2015, ../2015, ../2015, ../2015, ../2014 και …/2014 διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών διενεργήθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., ο αναγκαστικός πλειστηριασμός του ½ ποσοστού εξ αδιαιρέτου ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στον Πειραιά επί της οδού . …., ιδιοκτησίας κατά το ως άνω ποσοστό του …….., μη διαδίκου στην παρούσα δίκη- καθ’ού η εκτέλεση, το οποίο κατασχέθηκε δυνάμει της με αριθμό …./2016 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια στο Εφετείο Αθηνών …… και συντάχθηκε προς τούτο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού η υπ’ αριθ. ……./2018 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού. Στην προκειμένη περίπτωση, οι επιταγές προς εκτέλεση που στηρίζουν την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, με τη σύνταξη και του ένδικου πίνακα κατάταξης, είναι αυτές (επιταγές) που επιδόθηκαν στον οφειλέτη την 31-10-2016 και όχι αυτές που επιδόθηκαν από την 8.1.2015 έως την 27.2.2015, όπως ισχυρίζεται το εκκαλούν, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται, ούτε, σε κάθε περίπτωση, προκύπτει ότι μετά την τελευταία και εντός έτους από αυτή, επακολούθησαν και άλλες πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών της συνεπειών. Συγκεκριμένα από τις πρώτες επιταγές που επιδόθηκαν στον οφειλέτη κατά τις ημερομηνίες 8.1.2015 και 27.2.2015 είχε περάσει έτος μέχρι την ένδικη κατάσχεση που έγινε με την υπ΄ αρ…./ 15.12.2016 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια στο Εφετείο Αθηνών ………. και άρα αυτές είχαν αποβάλλει την ισχύ της και δεν μπορούσαν να στηρίξουν περαιτέρω πράξεις εκτέλεσης. Επομένως, κρίσιμη επίδοση επιταγής προς εκτέλεση στη συγκεκριμένη περίπτωση για το ζήτημα της ισχύος των διατάξεων των άρθρων 975 και 977 του ΚΠολΔ και γενικότερα του διαχρονικού δικαίου των προνομίων ως προς τον ένδικο πίνακα κατάταξης, είναι αυτή που έγινε την 31-10-2016 και αναφέρεται στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης. Με βάση δε τα παραπάνω και εφόσον η κρίσιμη επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση στην παρούσα περίπτωση έγινε μετά την 1-1-2016, παρά την ισχύ της ως άνω διάταξης του άρθρου 43 του Ν. 4715/2020, η οποία είναι γνήσια ερμηνευτική με αναδρομική δύναμη και ως προς το ζήτημα της κατάταξης των δανειστών, δεν είναι δυνατό να τύχουν εφαρμογής κατά τη σύνταξη του ένδικου πίνακα κατάταξης οι ως άνω διατάξεις, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015. Επομένως, ορθά η υπάλληλος επί του πλειστηριασμού εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους με το ως άνω άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, με εν μέρει διαφορετικές αιτιολογίες, ήτοι συμπεριλαμβάνοντας στο σκεπτικό του πέραν των όσων προαναφέρθηκαν ότι η ύπαρξη και η έκταση των προνομίων κατάταξης κρίνεται με βάση το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης, οι οποίες αντικαθίστανται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Περαιτέρω, απορριπτέος τυγχάνει ο τρίτος λόγος έφεσης με τον οποίο το εκκαλούν ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, για το λόγο ότι εσφαλμένα έκρινε πως η ύπαρξη και η έκταση των προνομίων κρίνονται κατά το δίκαιο που ίσχυε τον χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης, και τούτο διότι η απόρριψη της ανακοπής του εκκαλούντος δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στην ως άνω αιτιολογία, η οποία ήδη αντικαταστάθηκε με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, αλλά και σε έτερη αιτιολογία που ανωτέρω εκτέθηκε, ήτοι ότι κρίσιμος χρόνος από την άποψη του διαχρονικού δικαίου είναι ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και μπορούσε να στηρίξει αυτοτελώς την απόρριψη της ανακοπής ως νόμω αβάσιμης. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 180, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σημειουμένου ότι, για τον υπολογισμό των δικαστικών εξόδων δεν τυγχάνει εφαρμογής, στην προκειμένη δίκη, το άρθρο 22 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 3693/1957, που προβλέπει περιορισμένο ύψος αυτών, διότι η νομική υπηρεσία του εκκαλούντος δεν διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΑΠ 144/2021, ΑΠ 559/2021, ΑΠ 1203/2019, ΑΠ 589/2015, ΑΠ 294/2014, ΑΠ 1362/2013), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Σημειώνεται ότι δεν ορίζεται παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τους απολιπόμενους διαδίκους, ενόψει του ότι στις δίκες περί την εκτέλεση δεν επιτρέπεται η άσκηση τέτοιου ένδικου μέσου (άρθρο 937 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΕφΠειρ 229/2020 ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ α) την από 2.6.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Γ.Α.Κ./ΕΑΚ/…/…./2021 έφεση και β) την από 8.5.2023 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Γ.Α.Κ/ ΕΑΚ……../2023 εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση ερήμην της εφεσίβλητων, την υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και το καθού η πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ ουσία την έφεση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τη δαπάνη της παριστάμενης αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, την οποία ορίζει, στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 30.8.2024 απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, με παρούσα την Γραμματέα
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ