Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 502/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης :     502/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Ηλία Βασιλειάδη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε  από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Δημήτριο  Βέργο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚπολΔ.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 20.05.2019 και με αριθμό κατάθεσης ……../2019 αγωγή, κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ήδη εκκαλούντος, με την οποία ζητούσαν την αναγνώρισή της  ως αποκλειστικής κυρίας της άμεσης δικαιοπάροχου της  και της ιδιάς της ενάγουσας με αιτία κτήσης την κληρονομική διαδοχή του  ακινήτου που βρίσκεται στη θέση <<………..>> της κτηματικής περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας  και τη διόρθωση της αρχικής εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αμπελακίων Σαλαμίνας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την υπ αρ. 1701/2021 μη οριστική απόφαση και στη συνέχεια την υπ΄ αριθμό  3733/2022 οριστική απόφασή του, με την οποία αφού απέρριψε ό,τι έκρινε απορριπτέο, δέχθηκε κατά τα λοιπά την αγωγή ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν.

Την παραπάνω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με την από 18.01.2023, με Γ.Α.Κ. …/2023 και με Ε.Α.Κ. …/2023  κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 18.01.2023 έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 16.02.2023 με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …../2023, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παραπάνω διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 18.01.2023, με Γ.Α.Κ. …/2023 και με Ε.Α.Κ. …/2023 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 18.01.2023 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 16.02.2023 με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …/2023, έφεση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της εφεσίβλητης . ……………….., προς εξαφάνιση της υπ΄ αριθμό 3733/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατά της προηγηθείσας υπ’ αριθμ. 1701/2021 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που θεωρείται ότι έχει προσβληθεί μαζί με αυτήν, παρ’ ότι η ένδικη έφεση δεν στρέφεται και κατ’ αυτής (άρθρο 513 § 2 του ΚΠολΔ), που δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία δέχθηκε κατά τα κύρια αιτήματά της από 20.05.2019 (με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …/2019) αγωγή της νυν εφεσίβλητης  κατά του νυν εκκαλούντος. Η ανωτέρω έφεση έχει ασκηθεί νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 23.12.2022 (βλ. την σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……… επί του σώματος της απόφασης στον Υπουργό Οικονομικών), η δε έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλούμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 18.01.2023. Πρέπει, λοιπόν, η έφεση που αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ εισάγεται για να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ως άνω ενδίκου μέσου δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο site του Εφετείου Πειραιά, efeteio-peir.gr).

Με την από 20.05.2019 (με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …/2019) αγωγή, η ενάγουσα και νυν εφεσίβλητη  εκθέτει ότι κληρονόμησε τη μητέρα της …………., η οποία απεβίωσε στις 10.12.2017, δυνάμει ιδιόγραφης διαθήκης, ένα ακίνητο, κείμενο στη θέση <<……….>> στα …. Σαλαμίνας, εκτάσεως κατά τους αρχικούς τίτλους 430 τ.μ, κατά δε τη μέτρηση του κτημαστολογίου 422 τ.μ, έχοντας λάβει ΚΑΕΚ  γεωτεμαχίου ……/0/0, αποδείχθηκε, δε, την ανωτέρω κληρονομία δυνάμει της υπ΄ αριθμό …/2019 συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………., η οποία καταχωρήθηκε στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας. Περαιτέρω η ενάγουσα εκθέτει ότι η μητέρα της είχε αποκτήσει το ανωτέρω ακίνητο δυνάμει της υπ΄ αριθμόν …./199 συμβολαιογραφικής πράξης αγοράς της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., νομίμως μεταγεγραμμένης, από την  …………., η τελευταία, δε, απέκτησε τον ανωτέρω ακίνητο από την . ……………….. το γένος ……… δυνάμει της υπ΄ αριθμόν …/1968 συμβολαίου αγοράς του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., νομίμως μεταγραμμένου. Εν συνεχεία, εκτίθεται στην ένδικη αγωγή ότι η τελευταία απέκτησε το εν λόγω ακίνητο δυνάμει του υπ΄ αριθμόν …./1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., νομίμως μεταγραμμένου, ως τμήμα ευρύτερης έκτασης 95.987 τ.μ την οποία νέμονταν με καλή πίστη και διανοια κυρίου, ενώ προχώρησε σε κατάτμηση αυτής σε επιμέρους τμήματα προκειμένου να την πωλήσει. Αναφέρει, δε, η ενάγουσα ότι η ………. απέκτησε την προαναφερόμενη επίδικη έκταση από τους αναφερόμενους στην αγωγή κληρονόμους . ……………….. ., που απεβίωσε το έτος 1932, ο οποίος νέμονταν το ευρύτερο ακίνητο με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, καλλιεργώντας την με αμπέλια και εκμεταλευομενος αυτήν με κτηνοτροφία, ομοίως, δε, και οι αναφερόμενοι στην αγωγή κληρονόμοι του ……………. νέμονταν το ευρυτέρο ακίνητο, τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο, μέχρι το χρόνο μεταβίβασης του ευρύτερου ακινήτου στην  . ………………… Περαιτέρω, η ενάγουσα εκθέτει στην αγωγή της ότι ο ………… απέκτησε την ευρύτερη έκταση των 95.987 τμ, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου ως κληρονόμος του πατέρα του . ……………….., ο οποίος απεβίωσε το 1899, κατά το υπόλοιπο, δε, 1/2 εξ΄ αδιαιρέτου με το υπ αριθμόν ……./1908 συμβόλαιο αγοράς του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ………., νομίμως μεταγεγραμμένο, από τους ……. και ……., οι οποίοι το κληρονόμησαν από τον πατέρα τους ………. και ότι τόσο ο ………, πατέρας του …. ……………….., όσο και ο ……, πατέρας των … και … ……………….., νέμονταν το ευρύτερο ακίνητο, τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο, ήδη, πριν από το 1850, όταν η περιοχή της …. είχε ήδη διανεμηθεί στους κατοίκους της περιοχής προς εκμετάλλευση της για καλλιέργεια και για Βοσκή ζώων. Περαιτέρω, αναφέρεται στην ένδικη αγωγή ότι η έκταση των 95.987 τμ που απέκτησε η   ……………….. ήταν τμήμα ακόμα μεγαλύτερης έκτασης, καθότι είχε, ήδη, πριν την πώληση προς την …………., προηγηθεί πώληση άλλου τμήματος του προαναφερόμενου ευρύτερου ακινήτου, εκτάσεως 16 στρεμμάτων προς τον …………. το 1925. Εν συνεχεία, η ενάγουσα αναφέρει ότι το επίδικο ήταν πάντα τμήμα ευρύτερης ιδιωτικής έκτασης και ουδέποτε αυτή αποτελούσε δασική έκταση ή δημόσια έκταση και ότι οι δικαιοπάροχοι της ασκούσαν πάντα τις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις νομής, με καλή πίστη, διανοία κυρίου και με νόμιμο τίτλο καθώς και ότι η ίδια έχει αποκτήσει την πλήρη κυριότητα του επίδικου ακινήτου δυνάμει παράγωγου τρόπου άλλως, επικουρικώς,)δυνάμει πρωτότυπου τρόπου κτήσης της κυριότητας, ήτοι με τα προσόντα της τακτικής, άλλως, της έκτακτης χρησικτησίας, προσμετρώντας και το χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων της και στο δικό της χρόνο νομής και ότι μέχρι τις 11-9-1915 οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της συμπλήρωσαν τριάντα έτη νομής επί της ευρύτερης έκτασης, τμήμα της οποίας αποτελεί το επίδικο, ασκηθείσας με καλή πίστη, διανοία κυρίου, με αποτέλεσμα να είναι εσφαλμένη η καταχώρηση του εναγομένου ως δικαιούχου στο οικείο κτηματολογικό φύλλο. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, αναφέροντας ότι η αξία του επίδικου ανέρχεται στο ποσό των 23.000 ευρώ, η ενάγουσα ζητούσε : α) να αναγνωριστεί ότι η μητέρα της και δικαιοπάροχος της είναι κυρία του επίδικου ακινήτου δυνάμει του προαναφερόμενου συμβολαίου αγοράς, β) να αναγνωριστεί, ακολούθως, ότι η ενάγουσα είναι κυρία του επίδικου ακίνητου δυνάμει της ως άνω συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομιάς, γ) να διορθωθεί η εσφαλμένη κτηματολογικη εγγραφή ώστε να καταχωρηθεί στο οικείο κτηματολογικό φύλλο ότι η δικαιοπάροχος μητέρα της ενάγουσας είναι κυρία του επίδικου ακινήτου, αντί της εσφαλμένη εγγραφής ότι δικαιούχος αυτού είναι το εναγόμενο και, ακολούθως, να καταχωρηθεί ότι η ενάγουσα είναι κυρία του επίδικου ακινήτου, δ) να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την  υπ αρ. 1701/2021 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου, έκρινε  ότι η ένδικη αγωγή επιδόθηκε νόμιμα κι εμπρόθεσμα στο εναγόμενο τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία της εμπρόθεσμης καταχώρησης αντιγράφου της στο τηρούμενο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου και διέταξε επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομιστούν, επιμελεία της ενάγουσας, τυχόν εκδοθείσα απόφαση επί της με αριθμό …./2007 αγωγής, η οποία  είναι καταχωρημένη στο ανωτέρω κτηματολογικό φύλλο, πιστοποιητικό περί άσκησης ή μη ένδικων μέσων επί της τυχόν εκθοδείσας απόφασης ή σε περίπτωση μη εκδοσης απόφασης βεβαίωση από τη Γραμματεία  του Πρωτοβαθμίου  Δικαστηρίου σχετικά με τη δικαστική πορεία της αγωγής. Στη συνέχεια, η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 10.9.2021 και με αριθμό κατάθεσης ……../2021 αίτηση-κλήση, αφού προσκομίστηκαν τα ως άνω έγγραφα από την ενάγουσα ήτοι η υπ΄ αριθμόν 4844/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου  Δικαστηρίου επί της ανωτέρω αγωγής με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση και το με αριθμό …./27.9.2021πιστοποιητικό της γραμματείας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί μη κατάθεσης τακτικού ή έκτακτου ένδικου μέσου κατά αυτής.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι η ως άνω αγωγή είναι ορισμένη, και νόμιμη, στηριζόμενη, στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ.  2, 9 παρ.1 , 11,12,23 του ν. 2664/1998, και των άρθρων 513 , 369, 1033 , 1192 περ. 1 , 1721, 1774, 1193, 1195, 1199,  1041, 1042, 1045, 1051 ΑΚ, 68, 70, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ , πλην του υπό στοιχεία (β) και του δεύτερου σκάλους του υπό στοιχεία (γ) αιτήματος. Κατά το μέρος που η ως άνω αγωγή, κρίθηκε παραδεκτή, επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, έγινε δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ ουσιάν. Ειδικότερα, το Δικαστήριο αναγνώρισε με την εκκαλουμένη οριστική απόφαση του, την ενάγουσα αποκλειστική κυριά του ακινήτου με ΚΑΕΚ ……./0/0 που έχει καταχωρηθεί στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας, όπως περιγράφεται στην ως άνω απόφαση, με τίτλο κτήσης το υπ΄αρ. ……../1999 συμβόλαιο αγοράς της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας, ώστε να καταχωρισθεί το εμπράγματο δικαίωμά της ενάγουσας το ανωτέρω ΚΑΕΚ, με την καταχώριση στο κτηματολογικό φύλλο του ανωτέρω ΚΑΕΚ της ενάγουσας  ως αποκλειστικής κυρίας με τίτλο κτήσης το υπ΄αρ. …./1999 συμβόλαιο αγοράς της Συμβολαιογράφου Αθηνών . …., νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας και καταδίκασε το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας ποσού εκατό (100) ευρώ. Ήδη το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με την υπό κρίση έφεσή του ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και η υπ’ αριθμ. 1701/2021 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που θεωρείται ότι έχει προσβληθεί μαζί με αυτήν, παρ’ ότι η ένδικη έφεση δεν στρέφεται και κατ’ αυτής (άρθρο 513 § 2 του ΚΠολΔ)  και ακολούθως να απορριφθεί η από 20.05.2019  και με αριθμό κατάθεσης ………/2019  αγωγή της ενάγουσας και νυν εφεσίβλητης  για τους λόγους που αναφέρει και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και λανθασμένη εκτίμηση των αποδείξεων.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται γιατί δεν έγινε δεκτός ο και πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός του περί αοριστίας της αγωγής, όπως η αοριστία αυτή εντοπίζεται αφενός στην περιγραφή του επίδικου ακινήτου ως προς την ταυτότητα του και αφετέρου στην αναφορά του τρόπου κτήσης της κυριότητας επί του ακινήτου αυτού, τόσο ως προς τη βάση του παράγωγου όσο και ως προς τη βάση του πρωτότυπου τρόπου κτήσης κυριότητας .Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι το επίδικο ακίνητο  φέρεται στην αγωγή ως τμήμα ευρύτερου ακινήτου έκτασης 95.987 τ.μ, δυνάμει του υπ΄ αριθμό ………/15.6.1961 συμβολαίου αγοράς του τότε Συμβολαιογράφου Αθηνών . ……………….. ……… Ότι ως προς το επίδικο, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη  είχε  υποχρέωση να προσδιορίσει την ακριβή θέση και τον προσανατολισμό του επίδικου ακινήτου μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, με την επίκληση και την προσάρτηση στο αγωγικό δικόγραφο τοπογραφικού διαγράμματος που να απεικονίζει τη θέση και τα όρια του επιδίκου εντός της ευρύτερης έκτασης, ούτως ώστε να είναι δυνατό στο εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου επίδικου αντικειμένου. Ότι έτσι η σχετική παράλειψη,  κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος-εφεσίβλητου που δεν έγιναν δεκτοί πρωτοδίκως, επάγεται μη άλλως θεραπεύσιμη αοριστία της αγωγής. Επί του ισχυρισμού αυτού λεκτέα είναι τα εξής : Σύμφωνα με το άρθρο 6 §§ 2, 3 του ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο» (όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής), σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή που απευθύνεται ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία, έχει διττό χαρακτήρα (αναγνωριστικό – διορθωτικό), και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων επί του σχετικού ακινήτου και η διόρθωση της αντίστοιχης ανακριβούς εγγραφής. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου ειδικότερα περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 ΑΚ στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και, μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Συγκεκριμένα, όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ώστε να είναι δυνατόν στο μεν εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου και όχι ασαφούς επιδίκου αντικειμένου, στο δε δικαστήριο να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτέλεσης. Η ανωτέρω αοριστία δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή σχεδιαγράμματα, εάν δεν προσαρτώνται στην αγωγή. Η περιγραφή όμως του ακινήτου μπορεί να γίνει και με την αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα (Α.Π 53/2023 , 9/2020, ΑΠ 119/2018, ΑΠ 1597/2018). Περαιτέρω , από το συνδυασμό των άρθρων 974,1045, 1046 και 1094 ΑΚ, 1,3,4 παρ. 1, 6 παρ 1, 2,3,9,10 και 11 του Ν. 2664/1998, που ρυθμίζει τη λειτουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, 70, 117, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο αγωγής διόρθωσης ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο αναφορικά με τη λέξη “άγνωστος” ως δικαιούχου κυριότητας ακινήτου, με επικαλούμενη αιτία κτήσης από τον ενάγοντα-πραγματικό δικαιούχο κυριότητας την έκτακτη χρησικτησία, η οποία είναι πρωτίστως αναγνωριστική κυριότητας με παρεπόμενο το διαπλαστικό αίτημα της διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών, απαιτείται να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο: α) ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και δη έκτακτη χρησικτησία κατά το χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή και είχε τέτοια κυριότητα στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο, ήτοι την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου, καθόσον κρίσιμος χρόνος για την έναρξη εμπραγμάτου δικαιώματος που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή όπως καθορίζεται με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ για τις παλιές κτηματογραφήσεις και μετέπειτα με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και ήδη με τον Ν. 4512/2018 για τις νέες κτηματογραφήσεις με απόφαση του ΔΣ του ΝΠΔΔ “Ελληνικό Κτηματολόγιο” και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998. (ΑΠ 1412/2021, ΑΠ 239/2021, ΑΠ 582/2018, ΑΠ 148/2016). Για την επίκληση τη κυριότητας αποκτηθείσας με έκτακτη χρησικτησία αρκεί να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο ότι ο ενάγων επί εικοσαετία και μέχρι την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή όπου κείται το επίδικο ακίνητο συνεχώς ασκεί τη φυσική εξουσίαση επί του ακινήτου με διάνοια κυρίου (νομή), δηλ. να αναφέρει εμφανείς υλικές πράξεις επ’ αυτού, που να είναι δηλωτικές της βούλησής του να εξουσιάζει τούτο και οι οποίες ποικίλλουν ανάλογα με τον κατά τη βούλησή του προορισμό του ακινήτου, όπως είναι ενδεικτικά η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η εκμίσθωση σε τρίτο, η φύλαξή του, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του, η ανέγερση κτισμάτων κ.α., αν δε πρόκειται για αστικό ακίνητο η ενοικίαση σε αυτό και γενικά οι αρμόζουσες στην φύση του πράξεις εξουσίασης, χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. (ΑΠ 911/2019, ΑΠ 336/2019). β) περιγραφή του επιδίκου γεωτεμαχίου και δη αναφορά του Κωδικού Αριθμού Ειδικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) και γ) την ανακριβή εγγραφή που περιέχεται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου γεωτεμαχίου και συγκεκριμένα ότι στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας “άγνωστος”. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, το επίδικο ακίνητο που βρίσκεται στη  θέση <<………..>> της κτηματικής περιφέρειας Αμπελάκια Σαλαμίνας , συνολικής έκτασης 430 τ.μ κατά τον αρχικό τίτλο του με αριθμό …../1968 συμβολαίου αγοράς του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………… , μέτρων 424,02 κατά τον τίτλο με αριθμό ……./1999 συμβολαίου αγοράς της συμβολαιογράφου Αθηνών ……..  και 422 τ.μ κατά την καταμέτρηση του κτηματολογίου, έχοντας λάβει ΚΑΕΚ  γεωτεμαχίου ……../0/0 . Το επίδικο ακίνητο φαίνεται στον αριθμόν 9 του Ζ οικοδομικού τετραγώνου  (Ο.Τ Ζ ) στο από Ιουλίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του Μηχανικού …….. , αντίγραφο του οποίου είναι προσαρτημένο στο υπ αριθμό …../1961 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. και συνορεύει βόρια με πλευρά μήκους 20 μέτρων με το με αριθμό 8 αγροτεμάχιο του ίδιου τετραγώνου και σχεδιαγράμματος με αριθμό ΚΑΕΚ …….0, ανατολικά   με πλευρά – πρόσοψη μήκους 16,95 μέτρων με ιδιωτική οδό με αριθμό ΚΑΕΚ ………0 , νότια με πλευρά – πρόσοψη 22,905 μέτρων με αριθμό ΚΑΕΚ με πλευρά μήκους 20 μέτρων με το με αριθμό 8 αγροτεμάχιο του ίδιου τετραγώνου και σχεδιαγράμματος με αριθμό ΚΑΕΚ ………0 και δυτικά με πλευρά 25,05 μέτρων με ιδιοκτησία αγνώστου με ΚΑΕΚ ……..0.Συνεπώς το επίδικο, περιγράφεται στην αγωγή επαρκώς κατά θέση, είδος, έκταση και όρια, με αναφορά μάλιστα και των όμορων ακινήτων, κυρίως όμως αναφέρεται το ΚΑΕΚ του ίδιου του επίδικου, επιπλέον δε έχει ενσωματωθεί στο αγωγικό δικόγραφο το απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος εντός του οποίου εμφαίνεται το εν λόγω ακίνητο και προσδιορίζονται οι συντεταγμένες του. Επομένως το επίδικο ακίνητο περιγράφεται στην αγωγή με τρόπο κατά τον οποίο δεν γεννάται αμφιβολία ως προς τη θέση και την ταυτότητά του . Συνεπώς ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οπότε το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης που ομοίως αφορά σε αοριστία της αγωγής, το εκκαλούν υποστηρίζει ότι η ενάγουσα  και ήδη εφεσίβλητη δεν προσδιορίζει στο δικόγραφο της αγωγής σαφώς τον τρόπο κτήσης της κληρονομίας αλλά αντίθετα γίνεται επίκληση επικουρικών τρόπων επαγωγής αποδοχή διαφορετικά μη αποποίησης,  αφετέρου δε, ενόψει του χρόνου θανάτου του   ……………….. το έτος 1932 ο κληρονόμος δεν υπεισήρχετο στην κληρονομία δια της αποδοχής και της μεταγραφής, αλλά οι εξωτικοί κληρονόμοι καθώς και οι κατιόντες του κληρονομούμενου εφόσον δεν είναι υπεξούσιοι για να αποκτήσουν την κληρονομία πρέπει να αναμειχθούν στην κληρονομία εκδηλώνοντας διανοία κληρονόμου. Εξάλλου η ενάγουσα δεν προσδιορίζει κατά τόπο και χρόνο τις συγκεκριμένες πράξεις νομής που διενήργησε στο επίδικο, ούτε και τα χρονικά διαστήματα άσκησής τους κατά το κρίσιμο νομικώς χρονικό διάστημα της τριαντακονταετίας έως την 11.9.1915 και αν μπορεί να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον των δικαιοπαρόχων του μέχρι την εισαγωγή του αστικού κώδικα την 23.2.1946. Και το σκέλος αυτό του πρώτου λόγου έφεσης τυγχάνει απορριπτέο, διότι  η ενάγουσα διαλαμβάνει   στο αγωγικό δικόγραφο όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για να θεμελιώσει το δικαίωμα κτήσης κυριότητας με παράγωγο τρόπο αλλά και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ως προς την επικουρική βάση της αγωγής περί κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, περιγράφεται η άσκηση συγκεκριμένων διακατοχικών πράξεων,  ήτοι υλικών πράξεων νομής επί του επιδίκου ακινήτου από τους προκτήτορες της ενάγουσας, αφού γίνεται λόγος ότι εκ των δικαιοπαρόχων της οι ……………….. ασκούσαν πράξεις νομής διάνοιά κυρίου όπως καλλιέργεια και βοσκή ζώων, η δε……………….. που αγόρασε από τους τελευταίους το μεγαλύτερο ακίνητο , μέρος του οποίου αποτελεί το επίδικο προέβη σε κατάτμηση αυτού και μεταπώληση τμημάτων σε τρίτους. Περαιτέρω προσδιορίζονται οι απώτατοι δικαιοπαροχοι της ενάγουσας, …………. και ……….. , οι οποίοι ήδη πριν το έτος 1850 ασκούσαν καλόπιστα πράξεις νομής , έχοντας μέχρι το θάνατο του ο καθένας το ½ εξ΄ αδιαιρέτου επί της κυριότητας, νομής και κατοχής αυτού , μετά δε το θάνατο του……………….. το 1899, τον κληρονόμησε ο γιος του ……….. στο μερίδιο ½ εξ αδιαιρέτου επί της κυριότητας, νομής και κατοχής επί του επιδίκου ακινήτου, εν ώ το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου του ίδιου δικαιώματος φέρεται να το απέκτησε με αγορά από τος κληρονόμους του … ……………….. το έτος 1908. Περαιτέρω αναφέρεται στην αγωγή ότι ο ……. κληρονόμησε  τον πατέρα του . ……………….. το έτος 1899 όπως και ότι οι ………. και … …………………κληρονόμησαν το δικό τους πατέρα … και ότι όλοι αυτοί εκμεταλλεύονταν την ευρύτερη έκταση με καλλιέργειες και βοσκή ζώων, η ίδια δε εκμετάλλευση της επίδικης έκτασης γίνονταν από  την επανάσταση του 1821 και από τους διαδόχους τους μέχρι τη δεκαετία του 1950, εκ των στοιχείων δε αυτών προκύπτει ότι οι ανωτέρω κληρονόμοι αναμείχθηκαν ο καθένας στην  κληρονομιαία περιουσία του πατέρα του προβαίνοντας στις παραπάνω πράξεις εκμετάλλευσης της ως άνω έκτασης , χωρίς να χρειάζεται να εκτίθεται η ανάμειξη τους στην κληρονομία αυτή με πανηγυρικό τρόπο. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και έκρινε ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη ως προς την επικουρική της βάση και συνεπώς ο πρώτος και τέταρτος λόγος της υπό κρίση έφεσης τυγχάνει απορριπτέος .

Κατά τα άρθρα 1-3 του Οθωμανικού “Νόμου περί των γαιών” της 7ης Ραμαζάν 1274 (έτους εγίρας)/1856 “Kanunname-i arazi” (οθΝπΓαιών) οι γαίες διακρίνονται στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες: α. Τις γαίες καθαρής ιδιοκτησία (mulk, arazi-i memluke) (οικόπεδα, οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες κτλ), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβιβάσεως, β. τις δημόσιες γαίες (arazi-i empiriye) (τα καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσιάσεως (tassaruf), γ. τις αφιερωμένες γαίες (arazi-i mevkufe), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, δ. τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (arazi-i metruke) (δημόσιοι δρόμοι, πλατείες κτλ), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο και ε. τις νεκρές γαίες (arazi-i mevat) (βουνά, ορεινά και πετρώδη μέρη, αδέσποτα), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε, δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο. Μετά την απελευθέρωση και δυνάμει του από 1.2.1830 Πρωτοκόλλου “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος”, των από 3/22.2.1830, 4/16.6.1830 και 19.6/1.7.1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, της από 26.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και της Υψηλής Οθωμανικής Πύλης, και του άρθρου 16 του ν. της 21.6/10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ως διαδόχου του Οθωμανικού Δημοσίου: 1) οι δημόσιες γαίες (μιριγιέ), η κυριότητα των οποίων πριν από την απελευθέρωση ανήκε στο Σουλτάνο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ) και όσες άλλες γαίες ανήκαν στο Οθωμανικό Δίκαιο, 2) με “πολεμικό δικαίωμα”, τα ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) των Οθωμανών ιδιωτών, τα οποία κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα (δηλαδή έως τις 3/2/1830) είτε εγκαταλείφθηκαν από τους απελθόντες στο εξωτερικό Οθωμανούς κυρίους τους και καταλήφθηκαν από το Δημόσιο είτε δεσμεύθηκαν από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η διαδοχή, όμως, αυτή δεν έθιξε τα εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών, τα οποία είχαν ήδη αποκτηθεί επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) και τα δικαιώματα εξουσίασης (τεσσαρούφ), τα οποία είχαν αποκτηθεί επί των δημοσίων γαιών κατά το οθωμανικό δίκαιο. Περαιτέρω, εξαιτίας της προαναφερθείσας γενικής διαδοχής του Ελληνικού Δημοσίου στα δικαιώματα επί των δημοσίων γαιών, αλλά και της απόκτησης κυριότητας επί των γαιών καθαρής ιδιοκτησίας “δικαιώματι πολέμου” θεσπίσθηκε μαχητό τεκμήριο κυριότητας υπέρ αυτού, σύμφωνα με το οποίο το Ελληνικό Δημόσιο τεκμαίρεται ότι έχει αποκτήσει δικαίωμα κυριότητας επί των ανωτέρω κτημάτων με πρωτότυπο τρόπο, αρκεί να επικαλεστεί και να αποδείξει, επί μεν των δημοσίων γαιών της Ηπειρωτικής Ελλάδος και της Πελοποννήσου ότι αυτές περιήλθαν στην κυριότητά του ως διαδόχου του Οθωμανικού Δημοσίου, επί δε των γαιών καθαρής ιδιοκτησίας, ότι τις απέκτησε λόγω της κατάληψης ή της δήμευσής τους. Ο τρόπος όμως αυτός της απόκτησης κυριότητας, θα πρέπει να στηρίζεται στη θετική επίκληση και απόδειξη από το Δημόσιο των γεγονότων που το θεμελιώνουν, και όχι στην αρνητική επίκληση της όποιας ελλείψεως παρουσιάζουν οι τίτλοι που επικαλείται ο ιδιώτης για τη θεμελίωση της δικής του κυριότητας, διότι από την ύπαρξη μίας τέτοιας έλλειψης δεν τεκμαίρεται η ύπαρξη κυριότητας του Δημοσίου. Περαιτέρω όσον αφορά τα Οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα, κατά τον χρόνο διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους, (3-2-1830), εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά παραχωρηθέντων, εν συνεχεία, βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική, η Εύβοια και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, όσα μεν εξ αυτών ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πωλήσεώς τους εντός προθεσμίας σε Έλληνες.  ( ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 368/2015 , Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ ) . Περαιτέρω, τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, να ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο με το άρθρο 16 του νόμου της 21.06/03.07.1837 “Περί διοικήσεως κτημάτων”, με το οποίο ορίστηκε ότι: “Όλα τα παρ’ ιδιωτών, ή κοινοτήτων, μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα, και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα, ή τα εγκαταλελειμμένα από των κληρονόμων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμέναι απαιτήσεις, ανήκουν εις το δημόσιον.”. Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του α.ν. 1539/1938 και μετά την ισχύ του Α.Κ. με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βζρδ των ν. 1, 23 Πανδ. (47.1), Εισ. 47 (2. 1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, δηλαδή, των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του ν. 21.06/03.07.1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκαταλείψεώς του, δηλαδή, απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβιβάσεως του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτή αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βζρδ, δεν απαιτούνταν ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή αυτού, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του Α.Κ.. Ο νόμος “Περί διακρίσεως κτημάτων” τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βζρδ, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα, λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν “δικαιώματι πολέμου”, ανεξαρτήτως της καταλήψεώς τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Ελληνικό Δημόσιο ή τις Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (Α.Π. 590/2019, Α.Π. 1840/2017). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του β.δ. της 15.12.1833 “Περί διορισμού του φόρου βοσκής, και του διά τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833 και 1834”, που έχει ισχύ νόμου, “Όλα τα λιβάδια, διά την επικαρπίαν των οποίων δεν έχει τις παρουσιάση έγγραφον (ταπί) εκδοθέν επί Τουρκικής εξουσίας, θεωρούνται ως δημόσια και η νομή αυτών μένει ως και μέχρι τούδε εις το δημόσιον”. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και, επομένως, και σε αυτές, στις Κυκλάδες, που δεν ανήκαν σε ιδιώτες και είχε, κατά τα προαναφερθέντα, καταστεί κύριό τους το Ελληνικό Δημόσιο (Α.Π. 783/2016). Τούτο προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. ΚΘ της 31.01/18.02.1864 “Περί βοσκησίμων γαιών”, με την οποία ορίζεται ότι το Ελληνικό Δημόσιο, ως και οι Κοινότητες, διατηρούν ανέπαφα τα δικαιώματα όσα προ της εποχής ταύτης είχαν επί των αμφισβητουμένων λιβαδιών άνευ βλάβης των παρά τρίτων αποκτηθέντων δικαιωμάτων, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. ΨΝΖ της 27.03/01.04.1880 “Περί κοινοτικών και εθνικών λιβαδιών” κατά την οποία το Ελληνικό Δημόσιο, ως προς τα εθνικά, και οι Κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λιβάδια, διατηρούν έναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκησίμων τόπων, επί των οποίων γίνονταν έως το έτος 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων (Α.Π. 516/2021, Α.Π. 987/2017). Επομένως, η ανωτέρω διάταξη του β.δ. του έτους 1833 εισήγαγε για τα λιβάδια, που υπήρχαν πριν την ισχύ του διατάγματος αυτού στα όρια του Ελληνικού Κράτους και τα οποία δεν αναγνωρίστηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες, μαχητό τεκμήριο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Δηλαδή, προϋπόθεση εφαρμογής του ως άνω τεκμηρίου είναι το διεκδικούμενο να ήταν λιβάδι κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος του παραπάνω διατάγματος (Α.Π. 34/2019, Α.Π. 987/2017). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ.1 κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4) 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ.3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος βζρδ, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Εισ.Ν.Α.Κ., έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, όταν τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά τον χρόνο που αυτές ίσχυαν, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν ασκήσεως νομής επ’ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στον χρόνο της δικής του νομής και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν.20, 12 Πανδ. (5.8) ν. 27 Πανδ. (18.1), 10, 15 παρ.3, 17 και 48 Πανδ.(41.3), 3 και 5 παρ.1 Πανδ. (41.10), 109 Πανδ. (50.16) και 2 παρ.7 και 1 Πανδ. (51.4) καλή πίστη εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι, με την κτήση της νομής του πράγματος, δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου, ενώ προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του έως τις 11.09.1915, για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα (δάσος, χορτολιβαδική έκταση). Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.09.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (Α.Π. 284/2021, Α.Π. 1840/2017, Α.Π. 783/2016). Εξ ετέρου κατά τα άρθρα 1, 2 και 3 του β.δ. της 17.11/01.12.1836 “Περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίζεται η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου επί κάθε εκτάσεως που αποτελούσε, πριν την έναρξη της ισχύος του, δάσος, εξαιρέσει μόνον εκείνων των δασικών εκτάσεων για τις οποίες υφίσταται έγγραφη απόδειξη Τουρκικής Αρχής, ότι, πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, ανήκαν σε ιδιώτες, όπως και εκείνων οι οποίες ανήκαν σε ιδιωτικά χωριά και, υπό την προϋπόθεση, ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υποβλήθηκαν στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση οι σχετικοί περί ιδιοκτησίας τίτλοι, εντός της από το άρθρο 3 οριζόμενης ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευσή του (01.12.1836). Με τις διατάξεις αυτές, θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, τεκμήριο κυριότητας, σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του ως άνω διατάγματος, στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίστηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικούμενου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο ενάρξεως ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.32), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14) ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του βζρδ, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν τις 23.02.1946), μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει, να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο νομής και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.06/10.07.1837 “Περί διακρίσεως κτημάτων”, συνάγεται ότι έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, όπως είναι τα δάση, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί έως τις 11.09.1915, όπως τούτο προκύπτει, αφενός μεν από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ (4068)/1912 “Περί αναστολής παραγραφών, προθεσμιών και δικαστικών εν γένει πράξεων εν καιρώ επιστρατείας” και των διαταγμάτων, που εκδόθηκαν με βάση τη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτού αφετέρου δε από τη διάταξη του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.04/16.05.1926 “Περί διοικητικής αποβολής από των …, περί απαγορεύσεως λήψεως προσωρινών μέτρων κατά του Δημοσίου και της … κλπ.”. Πλην όμως, προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, έως τις 11.09.1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.09.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (Α.Π. 385/2021, Α.Π. 850/2019).

Περαιτέρω , το εκκαλούν με τον δεύτερο λόγο έφεσης επαναφέρει με τις κατ’ έφεση προτάσεις του κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, τους ισχυρισμούς που είχε προβάλλει πρωτοδίκως περί του ότι τα από το ίδιο διαλαμβανόμενα περί ιδίας αυτού κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου  συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και ότι η ενάγουσα  ήδη εφεσίβλητη φέρει  το βάρος να αποδείξει   ότι είναι μη νόμιμα. Ο ως άνω λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος διότι οι στηριζόμενοι στις παραπάνω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αγωγής, όπως προεκτέθηκε, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας της ενάγουσας και όχι αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, τις οποίες φέρει το βάρος να αποδείξει το ίδιο με εξαίρεση τον ισχυρισμό του ότι το επίδικο αποτελεί δημόσιο δάσος, ιδιότητα, την οποία εφόσον αρνείται η ενάγουσα, φέρει αυτή το βάρος ανταπόδειξης (βλ. ΑΠ 893/2020 δημ. στην areiospagos.gr, ΑΠ 148/2016, ΑΠ 847/2013 δημ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 93/2022 στην efeteio-peir.gr, ΜονΕφΠειρ 470/2021 στην efeteio-peir.gr, ΜονΕφΠειρ 694/2020, efeteio-peir.gr). Πιο αναλυτικά ως προς τους παραπάνω ισχυρισμούς που προβάλλει το εκκαλούν-εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο περί ιδίας αυτού κυριότητας στο επίδικο και ως προς τις νομικές αιτίες που επικαλείται, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο της 21.1/3.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6/1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κων/λεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 26.6/10.7.1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” προκύπτει, ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Δημοσίου, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες) Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και τα όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο. Ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κων/λεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά, τη διάρκεια της τρίτης Τούρκικης κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από 25.5.1827 έως 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους (Οθωμανούς και Έλληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδος και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κων/λεως (ΑΠ 1354/2013). Εξ ετέρου κατά τα άρθρα 1,2 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίζεται η κυριότητα του Δημοσίου επί κάθε έκτασης που αποτελεί, πριν την έναρξη της ισχύος του, δάσος, εξαιρέσει μόνον εκείνων των δασικών εκτάσεων για τις οποίες υφίσταται έγγραφη απόδειξη Τουρκικής Αρχής, ότι πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες, όπως και εκείνων οι οποίες ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία και, υπό την προϋπόθεση, ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υποβλήθηκαν στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση οι σχετικοί περί ιδιοκτησίας τίτλοι, εντός της από το άρθρο 3 οριζόμενης ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευσή του (29.11.1836). Με τις διατάξεις αυτές, θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, τεκμήριο κυριότητας, σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του ως άνω διατάγματος, στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίστηκε νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν.8 παρ. 1 κωδ. (7.32), ν.9 παρ.1 πανδ. (50.14) ν.76 παρ. 1 πανδ. (18.1) και ν.7 παρ. 3 πανδ. (23.3) του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν τις 23.2.1946), μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ` αυτού, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει, να συνυπολογίσει στο δικό του χρόνο νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.6/3.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, συνάγεται ότι έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, όπως είναι και τα δάση, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915, όπως τούτο προκύπτει, αφενός από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και αφετέρου του άρθρου 21 του ΝΔ της 22.4/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”. Πλην όμως προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, μέχρι τις 11.9.1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Εξ ετέρου κατά το άρθρο 1045 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί μία συνεχή εικοσαετία. Νομέας κατά το άρθρο 974 του ίδιου κώδικα είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο ακίνητο, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερόμενων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά. Ο διάδικος που προβάλλει χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση, η περιμάνδρωση, η περιτοίχιση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του κ.α. χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 του β.δ. της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, που έχει ισχύ νόμου, όλα τα λειβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) και που έχει εκδοθεί επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και που δεν ανήκαν σε ιδιώτες και είχε, καταστεί κύριος τους το Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 160/2014). Επίσης, τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο με το άρθρο 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 “περί διοικήσεως κτημάτων”, με το οποίο ορίστηκε “ότι όλα τα παρ` ιδιωτών ή μόνο τούτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα καθώς και τα των …ακλήρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένοι απαιτήσεις, ανήκουν στο Δημόσιο”. Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου των ν. 1, 23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2. 1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, δηλαδή των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του ν. 21.6/10.7.1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψής του, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραίτησης αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραίτησης από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν ΒΡΔ, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός “περί διακρίσεως κτημάτων” τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν “δικαιώματι πολέμου”, ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΠ 1840/2017). Οι στηριζόμενοι στις παραπάνω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αγωγής, όπως προεκτέθηκε, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας της ενάγουσας και όχι αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση αυτών των ισχυρισμών (καταλυτικών ενστάσεων), έπρεπε να αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών του και εντεύθεν της απόρριψής τους τις φέρει εκείνο (Δημόσιο) και όχι ο ενάγων(ΑΠ 1182/2018, στην ΤΝΠ Νόμος). Κατ’ εξαίρεση, εάν το Δημόσιο προβάλλει ότι το επίδικο είναι δημόσιο δάσος περιελθόν σ` αυτό ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, οπότε τεκμαίρεται ότι έχει επ` αυτού κυριότητα, ο ενάγων μπορεί να αρκεστεί στην άρνηση της ιδιότητας του επιδίκου ως δάσους και ως δημοσίου κτήματος, προς απόκρουση του ισχυρισμού της κυριότητος του Δημοσίου σ` αυτό, πλην όμως λόγω του υφισταμένου τεκμηρίου κυριότητος βαρύνεται με την απόδειξη του αρνητικού του ισχυρισμού ότι το επίδικο δεν φέρει το χαρακτήρα δάσους ή δασικής έκτασης (Α.Π 1182/2018, στην ΤΝΠ Νόμος,  Α.Π 148/2016, ΑΠ 847/2013 δημ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μον.Εφ.Πειρ 193/2022 , Μον. Εφ. Πειρ 470/2021, Μον. Εφ. Πειρ. 694/2020 στην efeteio-peir.gr). Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και συνεπώς ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης τυγχάνει απορριπτέος.

Από την επανεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων και από την με αριθμό ………/23.9.2019 ένορκη βεβαίωση που λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά ………. που προσκομίζουν η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου (βλ σχετικά  την υπ αρ. ……/6.9.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……..) και από όλα τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζονται μετ΄ επικλήσεως, για μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα από την κρίση του Δικαστηρίου για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,  σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), καθώς και όσα συνομολογούν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο, κείμενο στη θέση <<……….>> στα Αμπελάκια Σαλαμίνας,  βρίσκεται εκτός του εγκεκριμένου σχεδίου, έχει έκταση κατά τον τίτλο κτήσης 424,02 τμ, κατά νεότερη, δε, και ακριβέστερη μέτρηση, το αγροτεμάχιο αυτό έχει έκταση 427,83 τμ και έχει λάβει στα βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας ΚΑΕΚ ………./0/0. Εμφαίνεται με τον αριθμό 9 του Ζήτα (Ζ) οικοδομικού τετραγώνου, στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του Μηχανικού …………., συνορεύει, δε, Βόρεια με το με αριθμό 8 αγροτεμάχιο του ιδίου τετραγώνου και σχεδιαγράμματος επί πλευράς μήκους 20 μέτρων, ανατολικά με ιδιωτική οδό επί προσώπου μήκους 16,95 μέτρων, νότια με ιδιωτική οδό επίσης επί προσώπου μήκους 26,05 μέτρων, δυτικά με ιδιοκτησία αγνώστων γειτόνων επί πλευράς μήκους μέτρων 26,05. Κατά, δε, τον τίτλο κτήσης, το ανωτέρω αγροτεμάχιο εμφαίνεται με τον αριθμό 9 του Ζήτα (Ζ) Οικοδομικού Τετραγώνου και με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα ΓΔΕΖΓ στο από Μαΐου 1999 (15-5-1999) τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………., έχει έκταση 424,02 τμ, βρίσκεται εκτός σχεδίου, συνορεύει, δε, Βόρεια με πλευρά ΓΔ μήκους 19,99 μέτρων με το με αριθμό 8 αγροτεμάχιο του ιδίου τετραγώνου και σχεδιαγράμματος ιδιοκτησίας ……….., νοτιοανατολικά σε πρόσωπο ΕΖ μήκους 21,99 μέτρων με την οδό ……… πλάτους 9,50 μέτρων, ανατολικά σε πρόσωπο ΔΕ μήκους 16,81 μέτρων με οδό πλάτους 8,00 μέτρων και δυτικά με πλευρά ΓΖ μήκους 25,85 μέτρων με ιδιοκτησία αγνώστου. Κατά νεότερη, δε, και ακριβέστερη μέτρηση, το αγροτεμάχιο αυτό έχει έκταση 427,83 τμ, εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα ΑΒΓΔΑ στο από Μαρτίου 2019 τοπογραφικό διάγραμμα της τοπογράφου πολιτικού μηχανικού ………., βρίσκεται εκτός σχεδίου, συνορεύει, δε, σύμφωνα με αυτό Βόρεια με πλευρά Β-Γ μήκους μέτρων 20,10 με όμορη ιδιοκτησία της αποβιωσάσης, νότια σε πρόσωπο Α-Δ μήκους 22,08 μέτρων με αγροτική οδό ….. πλάτους 9,00 μέτρων, ανατολικά σε πρόσωπο Γ-Δ μήκους 16,83 μέτρων με αγροτική οδό πλάτους 7,50 μέτρων και δυτικά με πλευρά Α-Β μήκους 25,71 μέτρων με ιδιοκτησία αγνώστου. Η  ενάγουσα και νυν εφεσίβλητη κληρονόμησε το επίδικο ακίνητο, δυνάμει της από 12.8.2017 ιδιόγραφης διαθήκης της αποβιωσάσης την 10.12.2017 μητέρας της, ……….  που δημοσιεύτηκε νόμιμα με το με αριθμό …./2018 πρακτικό συνεδριάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιά ένα ακίνητο. Η ενάγουσα αποδείχθηκε  την ανωτέρω κληρονομία δυνάμει της υπ΄ αριθμό ……/2019 συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Πειραιά …….., η οποία καταχωρήθηκε στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας. Το ως άνω  ακίνητο είχε περιέλθει στη  μητέρα της ενάγουσας, δυνάμει της υπ΄ αριθμόν ………/199 συμβολαιογραφικής πράξης αγοράς της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., νομίμως μεταγεγραμμένης, στη δε δικαιοπαροχο της  …….. , είχε  περιέλθει με αγορά από την …………. δυνάμει της υπ΄ αριθμόν …./1968 συμβολαίου αγοράς του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……, νομίμως μεταγραμμένου. Στην ως άνω απώτερη δικαιοπάροχο . ……………….. το εν λόγω ακίνητο είχε περιέλθει δυνάμει του υπ΄ αριθμόν …../1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, νομίμως μεταγραμμένου, ως τμήμα ευρύτερης έκτασης 95.987 τ.μ από τους κληρονόμους του . ………………… Εκείνη, ακολούθως, προέβη σε κατάτμηση της ανωτέρω έκτασης, σύμφωνα με το από Ιουλίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ………., σε δενδροφύτευση και σε πώληση των επιμέρους αγροτεμαχίων. Ένα, δε, εκ των ανωτέρω αγροτεμαχίων, στα οποία κατέτμησε την ευρύτερη έκταση η . ……………….. είναι και το προπεριγραφόμενο και επίδικο ακίνητο. Απώτατοι συννομείς της ως άνω έκτασης ήδη προ του έτους 1850 ήταν ο ……………, κατά το 1/2 εξ΄ αδιαιρέτου και ό ……. κατά το υπόλοιπο 1/2 εξ΄ αδιαιρέτου, οι οποίοι ενεργούσαν επ’ αυτού πράξεις φυσικής εξουσίασης και νομής με καλή πίστη, ήτοι πιστεύοντας ότι δεν προσέβαλαν τη κυριότητα τρίτου και  διάνοια συγκυριών όπως καλλιέργεια και βόσκηση ζώων. Σημειωτέον ότι η επίδικη έκταση ποτέ δεν υπήρξε δημόσια δασική έκταση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εναγόμενο, γεγονός που είχε κριθεί από το 1945, οπότε ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της επί των διαφιλονικούμενων δασών Επιτροπής της νήσου Σαλαμίνας. Με την απόφαση της αυτή, η Επιτροπή αναγνώρισε ως ιδιωτικά τα δάση της νήσου Σαλαμίνας, εκτός εκείνων που ανήκουν στη διαλελυμένη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου, καθώς κι εκείνων που είχαν καταχωρηθεί στα Βιβλία δημοσίων κτημάτων στα οποία δεν ανήκε η ως άνω μείζων έκταση των 111.987 τ.μ. Η ενάγουσα προσκομίζει μετ΄ επικλήσεως και το υπ΄ αριθμόν ……/1845 έγγραφο του Συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκου Σαλαμίνας …….. στο οποίο αναφέρεται ότι το Υπουργείο Οικονομικών εφοδίασε τον κτηματία της περιοχής …. με το υπ αρ. αριθμόν ……../1845 έγγραφο, με το οποίο τον ειδοποιεί, ως κτηματία και κάτοικο της περιοχής, ως πληρεξούσιο των. κατοίκων της νήσου Σαλαμίνας, ότι αναγνωρίζεται ως ιδιοκτησία τους, όχι μόνο τα ακίνητα που βρίσκονται στα δάση αλλά και στα ορεινά μέρη, εκτός από αυτά που ανήκουν στη διαλελυμένη Μονή του Αγίου Νικολάου, ως ανωτέρω, έγγραφο που δικαιολογεί μεταξύ άλλων την  καλή πίστη των απώτερων δικαιοπαρόχων της ενάγουσας, μελών της οικογένειας ……………….., ότι ασκούσαν τη νομή τους σαν κύριοι, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι ο ….  πέθανε και κληρονομήθηκε από τους δύο υιούς του, … και … ……………….., οι οποίοι νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομιά του, με ανάμειξη σε αυτήν, συνεχίζοντας τις ίδιες πράξεις νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, όπως ο προκτήτορας τους.  Το έτος 1899 πέθανε και ο………………… και κληρονομήθηκε κατά το ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό του ½ εξ΄ αδιαιρέτου επί της μείζονος έκτασης, σύμφωνα με το Βυζαντινορωμαικό δίκαιο από τον μοναδικό ενήλικο κληρονόμο του, τον υιό του . ……………….., ο οποίος απέκτησε τη συννομή στη μείζονα έκταση κατά το παραπάνω κληρονομηθέν από αυτό μερίδιο, έχοντας καλή πίστη και διάνοια κυρίου και συνεχίζοντας τις ίδιες διακατοχικές πράξεις νομής που ασκούσε ο πατέρας του και έτσι  νόμιμα υπεισήλθε στην κληρονομιά αυτού. Ο ίδιος ο ………..· στη συνέχεια αγόρασε και το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου ποσοστό της μείζονος έκτασης από τους προαναφερόμενους κληρονόμους του……………….., ….και …. ……………….., δυνάμει του υπ΄ αρ. ………/1908 συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ……., νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. .., α.α. …), δηλαδή απέκτησε τη συννομή με νόμιμο συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή, απορριπτομένων των περι του αντιθέτου ισχυρισμών του εκκαλούντος . Έτσι ο ως άνω …………., ο οποίος πέθανε το 1932, από το χρόνο που περιήλθε στην κατοχή του η μείζονα έκταση, τμήμα της οποίας είναι και το επίδικο ακίνητο, ασκούσε επ΄ αυτής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, τις προσιδιάζουσες στην φύση του ακινήτου πράξεις φυσικής εξουσίασης, ήτοι καλλιεργούσε αφενός αμπέλια στο ομαλό μέρος αυτής και χρησιμοποιούσε για κτηνοτροφία το υπόλοιπο τμήμα της όλης έκτασης. Η ως άνω μείζονα έκταση των 95.987 τ.μ. συνόρευε ανατολικά με κτήμα κληρονόμων …, δυτικά με κληρονόμους …, … και αγνώστους, βόρεια με θάλασσα, Κόλπο Αμπελακίων και αγνώστους και νότια με θάλασσα Σεληνίων. Ο ως άνω αποβιώσας χωρίς διαθήκη ………… κληρονομήθηκε από την σύζυγό του …. και τα τέκνα του ………., . ……………….. ., . ……………….. ., ……….., . σύζυγο ………., …….., τον υιό του . ……………….. . που πέθανε το έτος 1951, τον υιό του . ……………….. . που πέθανε το έτος 1958, τη θυγατέρα του . ……………….. . που πέθανε το έτος 1960 και τον υιό του . ……………….. . που πέθανε το έτος 1952 και οι οποίοι τον κληρονόμησαν η μεν σύζυγος του ….. κατά τα τετρακόσια πενήντα χιλιοστά οκτακοσιοστά (450/1800) εξ αδιαιρέτου, έκαστος δε εκ των δέκα προαναφερόμενων τέκνων κατά εκατόν τριάντα πέντε χιλιοστά οκτακοσιοστά (135/1800) εξ΄ αδιαιρέτου της ανωτέρω περιγραφόμενης έκτασης, οι δε ως ανω κληρονόμοι του νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομιά. Τη δε θανούσα κατά το έτος 1937 χωρίς διαθήκη ………… κληρονόμησαν τα πιο πάνω δέκα (10) τέκνα της, κατ’ ισομοιρίαν, δηλαδή κατά τα 45/1800 εξ αδιαιρέτου έκαστος και η μερίδα έκαστου από αυτούς επί της ως άνω μείζονος έκτασης ανήλθε στα 180/1800 εξ αδιαιρέτου, οι δε ως άνω κληρονόμοι της νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομιά αυτής, αναμειχθέντες στην κληρονομία και συνεχίζοντας τις ίδιες ως άνω πράξεις νομής της δικαιοπαρόχου τους. Το έτος 1940 (7-3-1940) σε βάρος του …….. εκδόθηκε το από 7.3.1940 πρωτόκολλο αποζημίωσης για τη χρήση δημόσιου κτήματος για έκταση 3 στρεμμάτων, κείμενων στη θέση Βάρβαρη για τα έτη 1928-1939, το οποίο, με την με αριθμό 27/1940 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας επί ανακοπής του ……….. ακυρώθηκε καθώς κρίθηκε ότι : << εκ των κατατεθέντων νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων εν συνδυασμώ προς τα υπ΄ αριθμό ../1908 συμβόλαια του Συμ/φουντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνης ………, …/1910 Συφ/φου Σαλαμίνος ……. και …./1925 Συφ/φου Σαλαμόνος ……….. απεδείχθη ότι η έκτασις η αφορώσα τα ανακοπτόμενα πρωτόκολλα μετ΄ άλλης συνεχόμενης προς δυσμάς εκτάσεωςω άνηκε εις τον πάπον του ανακόπτοντος ………. κατεχόμενη και νεμόμενη υπ΄ αυτού μέχρι του θανάτου, επισυμβάντος προ πεντηκονταετία  ότι αυτή περιήλθε εις τον υιό του και πατέρα του ανακόπτοντος …………. και τούτου δε αποβιώσαντος εν έτει 1932 εις τον ανακόπτοντα όστις έτοτε κατέχει και νέμεται ταύτη, ήτοι απεδείχθη ότι ο ανακόπτων είναι κύριος, νομεύς και κάτοχος της εκτάσεως..… >> . Επομένως, τα όσα υποστηρίζει το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν προς υποστήριξη της δικής του κυριότητας περί άσκησης διακατοχικών πράξεων στο επίδικο ακίνητο, όπως προκύπτει από την έκδοση πλήθους πρωτοκόλλων καθορισμού αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση κτημάτων του Δημοσίου σε Βάρος του ………………..-δικαιοπαρόχου της μητέρας της ενάγουσας κατά το έτος 1940, δεν αποδίδουν τη συνολική εικόνα της ανωτέρω αντιπαράθεσης μεταξύ του……………….. και του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς ο πρώτος ως ανακόπτων, ισχυριζόμενος ότι αυτός ήταν ο κύριος της παραπάνω έκτασης, κέρδισε τη δίκη σε Βάρος του Ελληνικού Δημοσίου με την ανωτέρω απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τον  αποβιώσαντα το έτος 1952 ………… χωρίς διαθήκη, κληρονόμησαν η σύζυγος του …………… και τα τέκνα του ………… Ο τελευταίος, ήτοι ο ……., πέθανε χωρίς διαθήκη το έτος 1954 και τον κληρονόμησαν η μητέρα του . ……………….. και οι αδελφοί του ………., οι οποίοι κληρονόμοι και αποδέχθηκαν την κληρονομιά τόσο του . ……………….., όσο και του . ……………….., δυνάμει των υπ΄ αρ. …….. και … του έτους 1961 πράξεων του Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. που μεταγράφηκαν νόμιμα. Τον αποβιώσαντα χωρίς διαθήκη το έτος 1951 . ………………… κληρονόμησαν  η σύζυγος του ………. και τα τέκνα του …………… οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά του ως άνω αποβιώσαντος δυνάμει της υπ’ αρ. ………/1961 πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……. που νόμιμα μεταγράφηκε. Τον αποβιώσαντα χωρίς διαθήκη και χωρίς τέκνα το έτος 1958 ……. κληρονόμησαν η σύζυγος του …………….. κατά το 1 /4 εξ αδιαιρέτου και κατά το άλλο 1 /4 εξ αδιαιρέτου τον κληρονόμησαν οι αδελφοί του ………………. και τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του …….., ………….., οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά του ως άνω αποβιώσαντος δυνάμει της υπ’ αρ. ……./1961 πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……. που νόμιμα μεταγράφηκε. Την αποβιώσασα το έτος 1960 ……… κληρονόμησαν ο σύζυγος της …….. κατά το 1/4 εξ΄ αδιαιρέτου και κατά τα υπόλοιπα 3/4 εξ αδιαιρέτου τα τέκνα της ……….. και …….. οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά με την με αριθμό ……./1961 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……. που νόμιμα μεταγράφηκε. Την ως άνω έκταση των 95.987 τ.μ. νέμονταν οι ανωτέρω συγκληρονόμοι οι οποίοι, με καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάραχτα ασκούσαν πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια συγκυριών, όπως επίβλεψη, οριοθέτηση, παραχώρηση δικαιώματος βόσκησης και ξύλευσης, με καλή πίστη και την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαίωμα τρίτου έως και τη μεταβίβασή της, αιτία πωλήσεως, στην ως άνω …….., δυνάμει του υπ’ αρ. ../1961 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………. Ομοίως η . ……………….. συνέχισε να ασκεί στο ίδιο ακίνητο με καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάρακτα πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια κυρίας. Πρέπει, δε, να αναφερθεί ότι στην κυριότητα του   ……………….. ανήκε μεγαλύτερη έκταση, 111.987 τμ, από την οποία αυτός μεταβίβασε τμήμα 16.000 τμ λόγω πώλησης στον …., το έτος 1925, οπότε απέμεινε το ακίνητο των 95.987 τμ, το οποίο οι διάδοχοι του πώλησαν στην – ……………….. το 1961. Στο υπ΄ αριθμόν …./1908 συμβόλαιο αγοράς με το οποίο ο ….. απέκτησε το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου του ευρύτερου κτήματος, το ευρύτερο ακίνητο περιγράφεται ως αγρός, στην περιφέρεια της Σαλαμίνας, εκτάσεως 50 στρεμμάτων, συνορευόμενο ανατολικά με αγρό ……, δυτικά με καμίνια και αγρό ……., Βόρεια και νότια με θάλασσα. Από την επισκόπηση, δε, του υπ΄ αριθμόν …../1908 συμβολαίου προκύπτει ότι ο αγρός που περιγράφεται σε αυτό ταυτίζεται με το ακίνητο της …. ……………….., το οποίο απέκτησε με το υπ΄ αριθμόν ……/1961 συμβόλαιο, χωρίς να δημιουργείται αμφισβήτηση προς τούτο τόσο από την περιγραφή του ευρύτερου ακινήτου στο υπ αρ. …/1908 συμβόλαιο ως έκταση «50 στρεμμάτων ως έγγιστα», όσο και από τη διαφοροποίηση του δυτικού ορίου στην περιγραφή του ακινήτου στο υπ΄ αρ. …./1961 συμβόλαιο με αυτή του υπ΄ αριθμόν ……/1908 συμβολαίου καθώς, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, την εποχή εκείνη ήταν συνήθης πρακτική να γίνεται ατελής περιγραφή των ακινήτων χωρίς σταθερά σημεία και λοιπά προσδιοριστικά στοιχεία και χωρίς τοπογραφικά διαγράμματα. Μετά τη σύνταξη του ως άνω συμβολαίου η . ……………….. προέβη σε κατάτμηση της όλης έκτασης σε αγροτεμάχια, ρυμοτομώντας αυτήν σε οικοδομικά τετράγωνα  αγροτεμαχίων και ιδιωτικούς δρόμους που εμφανίζονται στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του Μηχανικού …….. Τα αγροτεμάχια αυτά μεταπωλούσε σε τρίτους.  Αποδείχθηκε, δε, ότι η απώτερη δικαιοπάροχος της μητέρας της ενάγουσας ……….., από τότε που απέκτησε το επίδικο ακίνητο, προχώρησε σε καταμέτρηση, φύτευση δένδρων, και φυτών, αποψίλωση, περίφραξη ενώ σε ολόκληρη την ευρύτερη κατατμηθείσα περιοχή, οι αποκτήσαντες τα επιμέρους αγροτεμάχια προχώρησαν, ομοίως, σε καταμετρήσεις, απεικονίσεις σε σχέδια, περιφράξεις, φύτευση, ανέγερση αυθαιρέτων χτισμάτων ήδη από το 1962, στα οποία χορηγήθηκαν παροχές κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΟΤΕ κτλπ), ασκώντας, ακολούθως, με καλή πίστη και διάνοια  κυρίου πράξεις συντήρησης αυτών. Το έτος 1964 η κοινότητα Αμπελακίων άσκησε την από 30.12.1964 (υπ΄ αριθμό …/30.12.1964)  αγωγή κατά της απώτερου δικαιοπαρόχου της μητέρας της ενάγουσας . ……………….. για το ακίνητο των 95.987 τμ, ζητώντας να αναγνωριστεί κυρία εκτάσεως 90 στρεμμάτων, ισχυριζόμενη ότι αυτή την είχε παρανόμως ιδιοποιηθεί. Τελικώς, η ανωτέρω δίκη καταργήθηκε με τον υπ αρ. ……./1969 εξώδικο συμβολαιογραφικό συμβιβασμό μεταξύ των διαδίκων, ο οποίος εγκρίθηκε με την υπ αρ. 31/1969 απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου και την υπ αρ. 17802/1969 απόφαση της Νομαρχίας Πειραιά, όπως τροποποιήθηκε με την υπ΄ αριθμό πρωτ. 2496/4.2.1970 απόφαση. Με βάση τον παραπάνω συμβιβασμό, η Κοινότητα παραιτήθηκε από το δικαίωμα της ως άνω αγωγής και συναίνεσε στη διαγραφή αυτής από τα οικεία βιβλία διεκδικήσεων,    η  . …………….. κατέβαλε στην Κοινότητα το ποσό των διακοσίων (200.000) δραχμών. Εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι από το έτος 1845, τη νομή στο ακίνητο εμβαδού 111.987 τ.μ., και από το έτος 1925, λόγω πώλησης στον ……., εμβαδού 95.987 τ.μ., ασκούσαν οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας …… και …………. την οποία ουδέποτε είχαν απωλέσει . Κατά τα ως άνω εκτιθέμενα, κατά το έτος 1964, η νομή τους αυτή αμφισβητήθηκε από την Κοινότητα Αμπελακίων. Επομένως, κατά το κρίσιμο χρόνο της 11.9.1915 ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας ……………. είχε καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και δη με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του Βυζαντινορωμαικού δικαίου, καθώς κατά την ημερομηνία αυτή είχε συμπληρώσει με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των άμεσων δικαιοπαρόχων του, τους οποίους  διαδέχθηκε στη νομή,  30 ετή καλόπιστη νομή επ΄ αυτού.

Ώστε κατά τα προαναφερθέντα συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος χρόνος έκτακτης χρησικτησίας σε Βάρος του εναγόμενου επί του επιδίκου ακινήτου και τμήματος του με ….. δημοσίου κτήματος, τόσο κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, όσο και κατά τις διατάξεις του μετέπειτα ισχύσαντος Αστικού Κώδικα υπέρ της μητέρας της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι το ανωτέρω ακίνητο είχε καταχωριστεί ως τμήμα της ευρύτερης περιοχής γνωστής ως δημόσιο κτήμα με κωδικό Καταγραφής …….. πλην, όμως, η Οικονομική Εφορία Σαλαμίνας με το με αριθμό …../1974 έγγραφο της προς το Υπουργείο Οικονομικών και τη Γενική Διεύθυνση Φορολογίας, κοινοποιούμενο και στην Επιθεώρηση Δημοσίων Κτημάτων, πιστοποιεί ότι στο Βιβλίο καταχωρήσεως δημοσίων κτημάτων δεν φέρεται καταχωρημένος ο τίτλος κτήσης του εναγόμενου επί του κτήματος με κωδικό …….., ούτε φέρεται το ανωτέρω κτήμα στην μερίδα του εναγόμενου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, ούτε προκύπτει ο τίτλος βάσει του οποίου το εναγόμενο απέκτησε κυριότητα επί αυτού. Ενισχυτικό, δε, των ανωτέρω αποδειχθέντων  το επίδικο δεν αποτελεί δημόσιο κτήμα αποτελεί το γεγονός ότι, το έτος 1969, και δυνάμει της ΚΥΑ Ε13862/5745/2-8-1969 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, κηρύχθηκε απαλλοτρίωση με δαπάνες του ΟΛΠ υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, σε έκταση της περιοχής …. Σαλαμίνας, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο, όπως τούτο προκύπτει από το από 5-5-2005 έγγραφο της ΟΛΠ ΑΕ, απευθυνόμενο στη Δ/νση Δασών Πειραιά και στο οποίο υπάρχει συνημμένο σχεδιάγραμμα με την απαλλοτριωθείσα έκταση, όπου σημαίνεται το επίδικο ακίνητο. Το γεγονός αυτό δεν θα συνέβαινε εάν η έκταση ανήκε στο Δημόσιο, για την οποία θα αρκούσε πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, εφόσον κρινόταν ότι η απαλλοτριωθείσα έκταση είχε παρανόμως καταπατηθεί. Εν συνεχεία, δε, δυνάμει της ΚΥΑ Ε 4159/2170/Ν 11549 των υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, η απαλλοτρίωση ανακλήθηκε. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι  και με το υπ΄ αριθμό ……/1845 έγγραφο του Συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκου Σαλαμίνας …….  στο οποίο αναφέρεται ότι το Υπουργείο Οικονομικών εφοδίασε τον κτηματία της περιοχής ……. με το υπ΄ αριθμόν …../1845 έγγραφο με το οποίο τον ειδοποιεί ως κτηματία και κάτοικο της περιοχής, ως πληρεξούσιο των κατοίκων της νήσου Σαλαμίνας ότι αναγνωρίζεται ως ιδιοκτησία τους όχι μόνο τα ακίνητα που βρίσκονται στα δάση αλλά και στα ορεινά μέρη, εκτός που από αυτά που ανήκουν στη διαλυμένη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου.  Αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση ποτέ  δεν υπήρξε δημόσια δασική έκταση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν, γεγονός που είχε κριθεί ήδη από το έτος 1945, οπότε ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της Επιτροπής επί των διαφιλονικούμενων δασών της νήσου Σαλαμίνας  η οποία αναγνώρισε ως ιδιωτικά τα δάση της νήσου Σαλαμίνας, πλην όσων ανήκαν στη διαλυμένη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου και όσων είχαν καταχωριστεί στα βιβλία δημοσιών κτημάτων. Συνακόλουθα, κατά τα προαναφερόμενα συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος χρόνος έκτακτης χρησικτησίας σε βάρος του εναγομένου επί του επίδικου τμήματος κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ενώ οι διάδοχοι του……………….. στη νομή του ακινήτου παρέμειναν κύριοι αυτού με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων τους με έκτακτη χρησικτησία τόσο με βάση τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου όσο και με βάση το άρθρο 1051 του Αστικού Κώδικα. Συνεπώς, αφού αποδείχθηκε ότι ο……………….. είχε καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου έναντι του Ελληνικού Δημοσίου στις 11.9.1915, δεν εμποδίζονται οι διάδοχοι αυτού στη νομή του εν λόγω ακινήτου να επικαλεστούν αρχικά με βάση το Ελληνορωμαϊκό δίκαιο και μετά την εισαγωγή του Αστικού κώδικα, με βάση το άρθρο 1051 του Αστικού Κώδικα προσμέτρηση στη δική τους νομή του χρόνου νομής των δικαιοπάροχων τους, καθώς η κυριότητα για το εκκαλούν στο επίδικο ακίνητο είχε απωλεσθεί ήδη στις 11.9.1915 , χωρίς να ανακτηθεί από αυτό και δεν μπορεί να επικαλεστεί έναντι των κληρονόμων του……………….. το απαράγραπτο των εμπράγματων δικαιωμάτων του. Εξάλλου η κυριότητα του υιού του και κληρονόμου του……………….. κρίθηκε κατά το έτος 1940 με την με αριθμό 27/1940 απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας κατόπιν άσκησης ανακοπής κατά του από 7 Μαρτίου 1940 πρωτοκόλλου γνωμοδοτήσεως της κατά το άρθρο 5 του Ν. 5595 Επιτροπής, με την οποία  το Ελληνικό Δημόσιο επιχείρησε να επιβάλει μίσθωμα στον ανακόπτοντα για άνευ δικαιώματος χρήσης δικής του γης κατά την περίοδο 1928-1939, πλην όμως το ως άνω πρωτόκολλο ακυρώθηκε όπως ακυρώθηκαν και μεταγενέστερα πρωτόκολλα. Η καλή πίστη ήδη των……………….. και του……………….. ότι δεν καταπατούν δημόσια δασική έκταση στηρίζονταν όπως προαναφέρθηκε επί των διαφιλονικούμενων δασών Επιτροπής της νήσου Σαλαμίνας, η οποία αναγνώρισε ως ιδιωτικά τα δάση της νήσου Σαλαμίνας, πλην όσων ανήκαν στη διαλυμένη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου και όσων είχαν καταχωριστεί στα βιβλία δημοσιών κτημάτων. Στα τελευταία ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι συμπεριλαμβάνονταν η ευρύτερη τότε έκταση των 111.987 τ.μ που ανήκαν στην οικογένεια ………………… Ενόψει των ανωτέρω, ορθά το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις  και ορθά, αν και θα πρέπει να συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης με αυτές της παρούσας, κατ΄ άρθρο 534 ΚπολΔ και ορθά αναγνώρισε την ενάγουσα αποκλειστική κυριά του ακινήτου με ΚΑΕΚ ……../0/0 που έχει καταχωρηθεί στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας, όπως περιγράφεται στην ως άνω απόφαση, με τίτλο κτήσης το υπ΄αρ. ……./1999 συμβόλαιο αγοράς της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας και ακολούθως διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας, ώστε να καταχωρισθεί το εμπράγματο δικαίωμά της ενάγουσας το ανωτέρω ΚΑΕΚ, με την καταχώριση στο κτηματολογικό φύλλο του ανωτέρω ΚΑΕΚ της ενάγουσας  ως αποκλειστικής κυρίας με τίτλο κτήσης το υπ΄αρ. …/1999 συμβόλαιο αγοράς της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθούν οι τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγοι έφεσης και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ ουσία στο σύνολο της και  τα δικαστικά έξοδα της εναγουσας  και ήδη εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας  να επιβληθούν γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματός της, σε βάρος του ηττηθέντος εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 του ν. 3693/1957, όπως ισχύει μετά την υπ’ αριθ. 134423/8-12-1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών – Δικαιοσύνης (ΦΕΚ ΒΊ1/20-1-1993, ΕφΑΘ 4959/2010, ΕλΔ/νη 2011, 568), που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 (ΑΠ 436/2001, ΕλΔ/νη / 43, 397), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 18.01.2023, με Γ.Α.Κ. …./2023 και με Ε.Α.Κ. ../2023 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 18.01.2023 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 16.02.2023 με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …/2023, έφεση  προς εξαφάνιση της υπ΄ αριθμό 3733/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της προηγηθείσας υπ’ αριθμ. 1701/2021 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  που εκδόθηκε  αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της  εφεσιβλήτης, του παρόντος  βαθμού  δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των διακοσίων  (200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 29 Οκτωβρίου 2024

H ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ