ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 500/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Ε.Δ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………….., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α) Του εκκαλούντος: ………………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αννα Κοντοσέα (ΑΜ ΔΣΠ ……. ΔΕ Γ.Κοντοσέας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΔΣΠ ……), που κατέθεσε την από 18-09-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Των εφεσιβλήτων: 1) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<…………….>>, που εδρεύει στα …… Κρήτης (……….) και διατηρεί υποκατάστημα στον ……. Αττικής (………..) και ήδη της καθολικής διαδόχου αυτής λόγω συγχωνεύσεως δια απορροφήσεως, ήτοι της εταιρείας με την επωνυμία <<…………..>> και διακριτικό τίτλο <<………..>> που εδρεύει στην ……….. Αττικής (…………) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Της εταιρείας με την επωνυμία <<……….>>, που εδρεύει στα …… Κρήτης (…………) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ……., οι οποίες αμφότερες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ευαγγελία Παπαντωνοπούλου (ΑΜ ΔΣΑ …..).
Β) Των εκκαλουσών: 1) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<…………>>, που εδρεύει στα …… Κρήτης (………..) και ήδη της καθολικής διαδόχου αυτής λόγω συγχωνεύσεως δια απορροφήσεως, ήτοι της εταιρείας με την επωνυμία <<……….>> και διακριτικό τίτλο <<…………..>> που εδρεύει στην ….. Αττικής (……….) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Της εταιρείας με την επωνυμία <<………..>>, που εδρεύει στα …… Κρήτης (…………) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ….., οι οποίες αμφότερες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ευαγγελία Παπαντωνοπούλου (ΑΜ ΔΣΑ …..).
Του εφεσιβλήτου: ………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αννα Κοντοσέα (ΑΜ ΔΣΠ ….. ΔΕ Γ.Κοντοσέας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΔΣΠ …), που κατέθεσε την από 18-09-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο εκκαλών της υπό στοιχ. Α) έφεσης και εφεσίβλητος της υπό στοιχ. Β) έφεσης, άσκησε σε βάρος των εναγομένων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 16.12.2020 (με γεν.αριθ.κατάθ. …../2020 και αριθ.καταθ. δικογρ. …../2020) αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 1765/2022 οριστική απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, διατάσσοντας τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ο ενάγων και ήδη εκκαλών της υπό στοιχ. Α) έφεσης, με την από 20.10.2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …../21.10.2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …./21.10.2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./21.10.2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …./21.10.2022) έφεση και η εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες της υπό στοιχ. Β) έφεσης, με την από 07.04.2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …../07.04.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …../07.04.2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./07.04.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …../07.04.2023) έφεση, οι οποίες προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο της 16.11.2023 και μετά από νόμιμη αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν στη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 20.10.2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./21.10.2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …./21.10.2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/21.10.2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …./21.10.2022) έφεση και β) η από 07.04.2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./07.04.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …../07.04.2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./07.04.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/07.04.2023) έφεση, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 1765/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατ’αντιμωλία των διαδίκων, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον βάλλουν κατά της αυτής οριστικής αποφάσεως, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 246 και 524παρ.1 ΚΠολΔ, ΕφΑθ4299/2006 ΕλλΔνη 47 1508).
Οι κρινόμενες αντίθετες, από 20.10.2022 υπό στοιχ. Α) έφεση και από 07.04.2023 υπό στοιχ. Β) έφεση, που στρέφονται κατά της υπ’αριθ. 1765/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρ. 82 ΚΙΝΔ σε συνδ. με άρθρ. 591, 614, 621, 622 ΚΠολΔ), κατ’αντιμωλία των διαδίκων και έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 30.05.2022, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής (Εφ.Πειρ. 315/2023, Εφ.Πειρ. 2632/2023, www.efeteio-peir.gr). Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.
Ο ενάγων με την αγωγή του, όπως αυτή διορθώθηκε παραδεκτά με το δικόγραφο των προτάσεών του και με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρ. 224 εδ. β’ ΚΠολΔ), εξέθετε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε στον Πειραιά με τη δεύτερη εναγομένη, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, στο υπό ελληνική σημαία ΕΓ/ΟΓ πλοίο <<Π>>, με αριθμό νηολογίου Ρεθύμνου …, κόρων ολικής χωρητικότητας 9.850, με Διεθνές Διακριτικό Σήμα ….., το οποίο ανήκε κατά κυριότητα στην πρώτη εναγομένη και τον εφοπλισμό και διαχείριση του οποίου είχε αναλάβει η δεύτερη εξ αυτών. Οτι ειδικότερα εργάσθηκε από 15.9.2017 έως 15.1.2019, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά αμοιβαία συναινέσει του ιδίου και του Πλοιάρχου του πλοίου, από 9.4.2019 έως 1.11.2019, οπότε αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά αμοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου, από 2.6.2020 έως 9.6.2020 οπότε αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά διότι το πλοίο διέκοψε τα δρομολόγια του λόγω ετήσιας επιθεώρησης και από 15.6.2020 έως 15.9.2020 οπότε αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά λόγω διακοπής των δρομολογίων του πλοίου. Οτι κατά τις ανωτέρω ναυτολογήσεις του συμφώνησε να λαμβάνει τις προβλεπόμενες από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίες αποδοχές και επιπλέον την αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση, αμοιβή για την εκτέλεση εξπρές δρομολογίων και πλόων σε άγονη γραμμή, δώρα εορτών καθώς και κάθε άλλο επίδομα και αμοιβή που προβλέπεται στις ανωτέρω ΣΣΝΕ. Οτι το ένδικο πλοίο πραγματοποιούσε καθημερινά, με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά, τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια. Οτι καθ’όλη τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του, παρείχε τις υπηρεσίες της ειδικότητάς του, εργαζόμενος καθημερινά κατά μέσο όρο τουλάχιστον επί 14 ώρες και ότι διατηρεί σε βάρος των εναγομένων, απαιτήσεις για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες, διαφορά επί της αναλογίας των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα του έτους 2019 και δώρου Χριστουγέννων 2020, αμοιβή λόγω δρομολογίων εξπρές και αποζημίωση λόγω μη χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων, όπως οι επιμέρους απαιτήσεις εξειδικεύονται κατά είδος, χρόνο και ποσό στο αγωγικό δικόγραφο. Με βάση τα ανωτέρω ζητούσε, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εκάστη και δη η πρώτη εξ αυτών ως έχουσα την κυριότητα του πλοίου και δια αυτού και η δεύτερη ως εργοδότριά του και έχουσα τον εφοπλισμό του πλοίου, να του καταβάλουν, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, το συνολικό ποσό των 20.771,71 ευρώ, νομιμοτόκως από την τελευταία απόλυσή του (15.9.2020) άλλως επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστούν αυτές στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού απέρριψε τον ισχυρισμό περί κατά τόπον αναρμοδιότητος του Δικαστηρίου, που προέβαλαν νομίμως οι εναγόμενες, οι οποίες επικαλέσθηκαν ότι αρμόδια κατά τόπο προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς τυγχάνουν τα Δικαστήρια των Χανίων, κατόπιν συμφωνίας του ενάγοντος μετά των εναγομένων περί παρεκτάσεως της κατά τόπο αρμοδιότητος, κατ’ άρθρο 43 ΚΠολΔ, η οποία περιλήφθηκε στις ένδικες συμβάσεις ναυτολογήσεως, κρίνοντας άκυρη και δη αντίθετη στα χρηστά ήθη την περί παρεκτάσεως έγγραφη συμφωνία των διαδίκων, έκρινε νόμιμη και επαρκώς ορισμένη την αγωγή και ακολούθως έκανε αυτήν εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε τις εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 8.043,76 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της τελευταίας απόλυσής του, ήτοι από 15.9.2020 μέχρις εξοφλήσεως. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη με τις κρινόμενες εφέσεις τους και με τους διαλαμβανόμενους σε αυτές λόγους, οι οποίοι, κατά τη συνολική τους εκτίμηση, ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ο μεν ενάγων – εκκαλών της υπό στοιχ. Α) έφεσης με σκοπό να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρία η από 16.12.2020 αγωγή του, οι δε εναγόμενες – εκκαλούσες της υπό στοιχ. Β) έφεσης με σκοπό την απόρριψη της ανωτέρω αγωγής, αιτούμενα, αμφότερα τα διάδικα μέρη, να καταδικαστούν οι αντίδικοι αυτών στη δικαστική τους δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Ι]. Η κατά τόπο αρμοδιότητα του δικαστηρίου, που προσδιορίζεται από τα άρθρα 22 έως 41 Κ.Πολ.Δ. (νόμιμη δωσιδικία) αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και ο ενάγων βαρύνεται με την επίκληση (άρθρο 216 παρ. 2 εδάφ. β’ Κ.Πολ.Δ.) και την απόδειξη των στοιχείων εκείνων που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα αυτή, την οποία το Δικαστήριο εξετάζει και αυτεπάγγελτα (άρθρο 46 Κ.Πολ.Δ.). Η αυτεπάγγελτη έρευνα της κατά τόπον αρμοδιότητας περιορίζεται όταν ο εναγόμενος παραστεί κατά τη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα ένσταση αναρμοδιότητας, καθόσον στην περίπτωση αυτή θεωρείται πως υπάρχει σιωπηρή συμφωνία παρέκτασης της αρμοδιότητας (άρθρο 42 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Όταν ο ισχυρισμός του εναγομένου περί αποκλειστικής αρμοδιότητας άλλου δικαστηρίου θεμελιώνεται σε ρητή συμφωνία των διαδίκων περί παρεκτάσεως, δηλαδή σε περιστατικό διαφορετικό από τα εκτιθέμενα στην αγωγή που θεμελιώνουν τη νόμιμη δωσιδικία του δικαστηρίου, ο ισχυρισμός αυτός προτείνεται παραδεκτά μόνο κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 263 εδάφ. α’ του Κ.Πολ.Δ. – Α.Π. 703/2005, Εφ.Δωδ. 2/2014, Εφ.Αθ. 3159/2011, Εφ.Λαρ. 833/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), συνιστά άρνηση της σχετικής διαδικαστικής προϋποθέσεως και το βάρος αποδείξεως της συνδρομής της προϋποθέσεως αυτής φέρει ο ενάγων (βλ. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β΄ έκδοση, 2016, §20, αριθμ. 2, σελ. 146). Περαιτέρω, η σχετική περί παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας συμφωνία, δεσμεύει οπωσδήποτε τους απευθείας συμβαλλομένους (Εφ.Θεσ. 1312/2017, Εφ.Θεσ. 334/2009, Εφ.Αθ. 2523/2005, Μιχ. Μαργαρίτη – Αντ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, 2η έκδοση – 2018, υπ’ άρθρο 42, αριθ. 3, 4, υπ’ άρθρο 43, αριθ. 2) και παραμερίζει όχι μόνο τις συντρέχουσες αλλά και τις αποκλειστικές δωσιδικίες (Εφ.Πειρ. 640/2018), μεταξύ των οποίων και τη δωσιδικία της συνάφειας, έναντι της οποίας έχει προβάδισμα η δωσιδικία λόγω παρεκτάσεως [Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, Ι. 2000, υπ’ άρθρο 42, αριθ. 9 και υπ’ άρθρο 31, αριθ. 7, Μιχ. Μαργαρίτη – Αντ. Μαργαρίτη, ό.α, υπ’ άρθρο 31, αριθ. 3]. Η άνω συμφωνία αποτελεί δικονομική σύμβαση και πρέπει να είναι ρητή όταν πρόκειται για διαφορές για τις οποίες ισχύει αποκλειστική αρμοδιότητα (άρθρο 42 παρ. 1 εδάφ. 2 Κ.Πολ.Δ. – Α.Π. 423/2018, Α.Π. 1542/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), το δικαίωμα δε πρότασής της δεν υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 Α.Κ. (Α.Π. 1288/1994, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 640/2018, ό.α, Εφ.Αθ. 4609/2012, Εφ.Αθ. 4467/2010, Εφ.Αθ. 717/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Από τις διατάξεις των άρθρων 37, 42 ως 44 και 74 ΚΠολΔ εξάλλου, προκύπτει ότι, προϋπόθεση της δωσιδικίας της προσωπικής ταυτότητας του δικαίου επί περισσοτέρων ομοδίκων είναι η ύπαρξη ενός τουλάχιστον ομοδίκου, για τον οποίο υπάρχει εκ του νόμου γενική ή ειδική δικαιοδοσία. Αντιθέτως, όταν κάποιος από τους ομοδίκους έχει συμφωνήσει με τον ενάγοντα παρέκταση της τοπικής αρμοδιότητας κάποιου δικαστηρίου, η συμφωνία αυτή δεσμεύει μόνο τον ίδιο και όχι και τους λοιπούς ομοδίκους τους, οι οποίοι δεν μετείχαν στη συμφωνία περί παρεκτάσεως (βλ. σχετ. ΕφΑθ 10033/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μητσόπουλος, ΠολΔικ Τ. Α σελ. 244. 256. Γαζής- Μητσόπουλος. Γνωμ. ΝοΒ 38. 1145 επ., Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ άρθρο 37 άρθ. 9 και άρθρο 42 αριθ. 17. επί απλής ομοδικίας, ομοίως Γέσιου-Φαλτσή, Η Ομοδικία στην Πολ. Δίκη σελ. 76-77, αντιθ. Κεραμεύς, AστΔικ. Δίκαιο Γεν. Μέρος. 1986, σελ. 71 επ.). Η χρήση δε δικονομικού δικαιώματος υπό τινός των διαδίκων κατ΄ αντίθεση προς όσα επιτάσσει το άρθρο 116 ΚΠολΔ, δεν οδηγεί σε ακυρότητα ή απαράδεκτο της επιχειρουμένης διαδικαστικής πράξεως, αλλά, ενδεχομένως, σε επιβολή ποινής στον διάδικο, κατά το άρθρο 205 ΚΠολΔ, ή σε επιβολή ποινής τάξεως στον πληρεξούσιο δικηγόρο ή ακόμη σε επιδίκαση αποζημιώσεως (ΑΠ 639/2012 ΕλλΔνη 2013.1345). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου, συνάγεται ότι, γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι, η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμένα νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης (ΑΠ 776/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕΠ 954/2004 ΕΝΔ 32.342, ΕφΠειρ 110/2013 ΕΝΔ 2013.10). Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΕφΠειρ 228/2013 ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση της ύπαρξης εφοπλισμού του πλοίου, η έννοια του εφοπλιστή δεν έχει συνέπεια την υποβολή του στις ευθύνες του πλοιοκτήτη, αλλά ο κύριος του πλοίου ευθύνεται δια του πλοίου για τις υποχρεώσεις του εφοπλιστή, όχι, όμως, και το αντίστροφο. Ο εφοπλιστής, δηλαδή, ευθύνεται μόνο για τις δικαιοπραξίες του ιδίου ή του πληρεξουσίου του και του πλοιάρχου, στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, όπως και για τις αδικοπραξίες των προστηθέντων του πλοιάρχου και πληρώματος κατ’ άρθρο 84 ΚΙΝΔ (ΕΠ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 408/2008 ΕΝΔ 2009.19, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.388, Κ.Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1975, σελ.165, Δ.Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1982, σελ.292, Λ.Γεωργακόπουλου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.2006, παρ.19), αλλά όχι παραλλήλως με τον πλοιοκτήτη, αφού δεν είναι κατά νόμο δυνατή (νοητή) η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια παράλληλη ευθύνη τους, καθότι η ανάληψη τέτοιων υποχρεώσεων από τον κύριο του πλοίου αντιστρατεύεται την ίδια την έννοια του εφοπλισμού (ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 408/2008 ό.π.). Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (ΑΠ 689/2013 ΕΝαυτΔ 2013.183). Στην περίπτωση που ο δανειστής στρέφεται κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνον ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται, εκ του νόμου, για την απαίτηση αυτή, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και παραρτημάτων του. Έτσι, δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού, o οποίος είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (ΑΠ 776/2010 ΕΝΔ 2011.314, ΑΠ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.1436, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 479/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 582/2014 ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝαυτΔ 2012.269, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 37/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 795/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 746/2003 ΕΝΔ 2003.365, βλ. και Ι.Ρόκα/Γ.Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδ. 2015, σελ.71, §135, όπου προκρίνεται ως ορθότερη η άποψη της πραγματοπαγούς ευθύνης του κυρίου του πλοίου, από την οποία πηγάζει αξίωση in rem scriptae, που έχει ενοχική φύση, βλ.ΑΠ 669/1989 ΝοΒ 38.994, με σημείωση Φ.Δωρή). Η δε αγωγή, για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός για την ικανοποίηση του δανειστή από το πλοίο, πρέπει να στρέφεται και κατά του κυρίου του πλοίου (ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, Αρμ 2007.549, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΑΠ 1103/1996 ΕλλΔνη 38.1134, ΑΠ 581/1996 ΕλλΔνη 1998.573, ΑΠ 991/1991 ΕΕμπΔ 1992.369, ΕφΠειρ 228/2013, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 37/2011, ΕφΠειρ 795/2010 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003,453, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.390). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 66 παρ. 2, 84 παρ. 2, 105, 106 παρ. 2α΄ του ν. 3816/1958 (ΚΙΝΔ), σε συνδυασμό προς το άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ, επί κοινής εναγωγής της κυρίας του πλοίου και του εφοπλιστή, δεν συντρέχει καμία από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ περιπτώσεις αναγκαστικής ομοδικίας (πρβλ. ΑΠ 1236/2007 επί εργατικού ατυχήματος, ΕΠ 1109/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η σύμβαση ναυτολόγησης [η οποία διακρίνεται της ιδιότυπης θεμελιούμενης στο άρθρο 361 ΑΚ σύμβασης ναυτικής εργασίας, που καταρτίζεται μεταξύ του ναυτικού και του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ή του αντιπροσώπου αυτών και αποσκοπεί στη μέλλουσα επιβίβαση του ναυτικού σε ορισμένο πλοίο για την παροχή εργασίας έναντι αμοιβής την οποία και ακολουθεί] η οποία (σύμβαση ναυτολόγησης) καταρτίζεται, όπως συνάγεται σαφώς από τη διατύπωση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 53, 54 και 55 ΚΙΝΔ, μεταξύ του ναυτικού και του πλοιάρχου, που ενεργεί με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, για μεν τον ναυτικό είναι αυστηρώς προσωπική, για δε τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή δεν έχει προσωπικό χαρακτήρα, γιατί η εργασία προσφέρεται στην εκμετάλλευση του πλοίου (ΕΠ 1862/1988 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Δ. Καμβύση, Ιδιωτ. Ναυτ. Δικ. 1982 σελ. 138) και εμπίπτει στην έννοια της απαίτησης, που προέρχεται από τον εφοπλισμό (ΕΠ 704/2023 δημ. στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς www.efeteio-peir.gr, με αναφορά σε ΕΠ 1862/1988 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, πρβλ. ΕΠ 51/2016, ΕΠ 603/2015, ΕΠ 192/2015, ΕΠ 395/2014, ΕΠ 328/2014, ΕΠ 86/2014, ΕΠ 36/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, άπασες δεχόμενες ευθύνη του εφοπλιστή του πλοίου προς καταβολή απαιτήσεων του πληρώματος κατά τη διάρκεια του εφοπλισμού, παρά το γεγονός ότι παράλληλα δέχονται ότι τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας είχε καταρτίσει με τον ενάγοντα ναυτικό η πλοιοκτήτρια του πλοίου).
Με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχ. Β’ έφεσης, οι εκκαλούσες – εναγόμενες παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του κατ’εσφαλμένη κρίση, απέρριψε τον ισχυρισμό τους περί της κατά τόπον αναρμοδιότητάς του και προχώρησε στην εκδίκαση της αγωγής. Ο λόγος αυτός προβάλλεται παραδεκτά και επ΄αυτού λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Κατά την εκδίκαση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά τη δικάσιμο της 13.5.2021, οι εναγόμενες εταιρείες ισχυρίστηκαν ότι στις ένδικες συμβάσεις ναυτολόγησης του ενάγοντος περιλήφθηκε όρος με τον οποίο συμφωνήθηκε ότι για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας, αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο θα είναι το καθ’ύλην αρμόδιο δικαστήριο της πόλεως των Χανίων. Τον ισχυρισμό αυτό, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα πρακτικά συζήτησης, αρνήθηκε ο ενάγων, επικαλούμενος ισχυρισμό περί καταχρηστικότητας της εν λόγω συμφωνίας ως αντικείμενης στην καλή πίστη. Με την προσθήκη επί των προτάσεων που κατέθεσε μετά τη συζήτηση της αγωγής, ανέλυσε τον ως άνω, περί καταχρηστικότητας της συμφωνίας, ισχυρισμό, εκθέτοντας ότι ο σχετικός περί παρέκτασης όρος, που περιλήφθηκε στις συμβάσεις ναυτολογήσεώς του, τυγχάνει άκυρος διότι κατά τη συνομολόγησή του, η εργοδότρια εταιρεία εκμεταλλεύθηκε την ανάγκη του για εργασία, επιπλέον δε ότι ο όρος αυτός δεσμεύει υπέρμετρα την ελευθερία του να διεκδικήσει μέσω της δικαστικής οδού, τις απαιτήσεις του από τη σύμβαση ναυτολόγησης, μεταφέροντας το πεδίο της δικαστικής διαμάχης σε έναν άγνωστο για αυτόν τόπο και στερώντας του την ευχέρεια να ασκήσει τις αξιώσεις του στα Δικαστήρια του Πειραιά, όπου λειτουργούν ειδικά τμήματα για την επίλυση ναυτικών διαφορών, συγκροτούμενα από δικαστικούς λειτουργούς με μακρά εμπειρία στο χειρισμό ναυτικών υποθέσεων και όπου δικηγορούν έμπειροι περί τις ναυτεργατικές διαφορές νομικοί παραστάτες. Επίσης ισχυρίστηκε ότι ο όρος αυτός δεν αποτέλεσε προϊόν ελεύθερης διαπραγμάτευσης αλλά σύμβαση προσχώρησης και ότι ακόμη και εάν κατανοούσε την δεσμευτικότητα του επίδικου όρου της σύμβασής του και αρνούνταν να τον αποδεχθεί, δεν θα προσλαμβάνονταν από την εργοδότρια εταιρεία, στερούμενος έτσι των απολύτως αναγκαίων μέσων για τη συντήρηση του ίδίου και της οικογενείας του. Επιπρόσθετα ισχυρίστηκε ότι οι εναγόμενες επικαλούνται τον παραπάνω όρο, με μοναδικό σκοπό να δυσχεράνουν τη θέση του κατά τη διεκδίκηση των ενδίκων αξιώσεών του, διότι η μετάβασή του στην πόλη των Χανίων, η οποία αποτελεί άγνωστον γι’αυτόν τόπο, συνεπάγεται την υποβολή του σε δυσανάλογες οικονομικές δαπάνες και την επιλογή νομικών συμπαραστατών τους οποίους δεν γνωρίζει. Επίσης ισχυρίστηκε ότι η οικονομική του κατάσταση είναι δυσχερής, καθόσον μετά την τελευταία αποναυτολόγησή του, δεν ναυτολογήθηκε εκ νέου, αλλά, έχοντας τις ελάχιστες προϋποθέσεις, υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης και αναμένει την απόφαση απονομής σύνταξης. Αντίθετα, ισχυρίστηκε ότι η δικονομική θέση των εναγομένων δεν δυσχεραίνεται, διότι πλην της καταστατικής τους έδρας στην πόλη των Χανίων, διαθέτουν εγκατάσταση στον Πειραιά από όπου διεξάγουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και τη διαχείριση των πλοίων τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε τον ισχυρισμό των εναγομένων περί κατά τόπον αναρμοδιότητάς του για την εκδίκαση της ένδικης αγωγής, με την αιτιολογία ότι η εν λόγω δικονομική σύμβαση περί καθορισμού του τοπικά αρμόδιου Δικαστηρίου, είναι άκυρη ως αντικείμενη στα χρηστά ήθη και ότι η πρώτη εναγομένη εκμεταλλευόμενη την ανάγκη του ενάγοντος να εργασθεί, προέβη στη συνομολόγησή της, δεσμεύοντας υπερβολικά την ελευθερία του να διεκδικήσει μέσω της δικαστικής οδού τις ενδεχόμενες απαιτήσεις του από τις συμβάσεις ναυτολόγησής του, μεταφέροντας τον τόπο της δικαστικής διαμάχης σε έναν άγνωστο γι’αυτόν τόπο, στον οποίο καθίσταται δυσχερής ο δικαστικός αγώνας, κυρίως για οικονομικούς λόγους, αφού ο ίδιος είναι κάτοικος Νέας Φιλαδέλφειας Αττικής, ενώ η πρώτη εναγομένη διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά και δεν υφίσταται δικονομική βλάβη από την εκπροσώπησή της στα Δικαστήρια του Πειραιά. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του ενάγοντος, επαναφέρονται με τις ένδικες προτάσεις του και είναι νόμιμοι (άρθρα 178, 179 ΑΚ, 262§1 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ – ΑΠ 1158/2000 ΕλλΔνη 2001.1292 = ΔΕΝ 2001.22 = ΕΕργΔ 2002.416 = ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω στην ουσία τους.
Από την παραδεκτή επισκόπηση των από 19.5.2018, 9.4.2019, 2.6.2020 και 15.6.2020 εγγράφων συμβάσεων ναυτικής εργασίας, τις οποίες ο ενάγων κατήρτισε με την πρώτη εναγομένη, προκύπτει ότι σε αυτές περιλήφθηκε ο κάτωθι όρος: <<Κατά ρητή συμφωνία των μερών, η παρούσα σύμβαση και οι εκ της υπηρεσίας του ναυτικού στο Πλοίο ή εξ αφορμής αυτής πάσης φύσεως διαφορές, θα διέπονται αποκλειστικά από το Ελληνικό Δίκαιο και υπάγονται αποκλειστικά στα καθ ύλην αρμόδια Δικαστήρια της πόλεως των Χανίων – Ελλάδα αποκλειομένης σε κάθε περίπτωση της εφαρμογής οποιουδήποτε αλλοδαπού Δικαίου και την αρμοδιότητα οποιωνδήποτε αλλοδαπών Δικαστηρίων>>. Οι εναγόμενες επικαλούμενες τον όρο αυτό, ο οποίος περιέχεται στις ανωτέρω έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που καταρτίσθηκαν ενόψει των ναυτολογήσεων του ενάγοντος, ισχυρίζονται ότι, έχει συνομολογηθεί έγκυρη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία αποκλειστικής αρμοδιότητος των Δικαστηρίων της πόλεως των Χανίων. Παράλληλα αποδείχθηκε, όπως ο ενάγων, οικονομικά ασθενές μέρος των ενδίκων συμβάσεων ναυτολογήσεως, αναφέρει και δεν αμφισβητείται ειδικώς από τις εναγόμενες, ότι η ναυτολόγησή του, έλαβε χώρα στην πόλη του Πειραιά, όπου καταρτίσθηκαν και οι ανωτέρω έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατοικεί στη …………. Αττικής, όπου εκτείνεται η δικαιοδοσία των Δικαστηρίων του Πειραιά για την εκδίκαση ναυτικών διαφορών (άρθρ. 51 παρ.2 Ν.21721993) καθώς λειτουργεί ειδικό τμήμα ναυτικών διαφορών, ενώ παράλληλα, αποδείχθηκε ότι, στα πλαίσια των ενδίκων ναυτολογήσεων, δεν προέκυψε παροχή εργασίας του ενάγοντος στην πόλη των Χανίων, εφόσον το ένδικο πλοίο, κατά τον επίδικο χρόνο, δεν προσέγγισε αυτό το λιμάνι. Η πρώτη εναγομένη, με την οποία ο ενάγων κατήρτισε τις ανωτέρω τέσσερις έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, διατηρεί υποκατάστημα στην περιφέρεια του παρόντος Δικαστηρίου, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση και δεν αμφισβητείται ειδικώς από τις εναγόμενες. Εν όψει των ανωτέρω, η εφαρμογή εν προκειμένω της δικονομικής συμβάσεως περί καθορισμού ως τοπικά αρμοδίου για τις ένδικες διαφορές, του Δικαστηρίου των Χανίων, κρίνεται υπέρμετρα δεσμευτική για τον ενάγοντα – ασθενές μέρος των επιδίκων συμβάσεων ναυτικής εργασίας, εφόσον μετά από μακρό χρόνο από τη λήξη των ενδίκων συμβάσεων εργασίας, θα αναγκασθεί να υποβληθεί σε υπερβολικά έξοδα προς διεκδίκηση των ενδίκων απαιτήσεών του, αφού ληφθεί υπόψη και το ύψος αυτών, ενώ παράλληλα οι εναγόμενες δεν στερούνται της υπεράσπισής τους, δεδομένου μάλιστα ότι η πρώτη εξ αυτών διατηρεί υποκατάστημα στην περιφέρεια του παρόντος Δικαστηρίου, η ένδικη δε διαφορά, πέραν της έδρας των εναγομένων, ουδεμία άλλη σχέση έχει με την πόλη των Χανίων. Όμοια κρίνοντας κατ’ αποτέλεσμα η εκκαλουμένη απόφαση, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ) ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε αρμόδιο κατά τόπο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο λόγω του τόπου κατάρτισης των ενδίκων συμβάσεων ναυτολογήσεως (άρθρο 33 ΚΠολΔ) και απέρριψε τον αντίθετο ισχυρισμό των εναγομένων. Πρέπει, επομένως, ο υπό κρίση πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης (υπό στοιχ. Β) των εναγομένων, να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.
ΙΙ]. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1, 13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ. 1 της ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.2019) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2019», του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα: οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 της ως άνω ΣΣΝΕ.
ΙΙΙ]. Από την διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ 2019, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Αντιθέτως, το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 20 της ως άνω ΣΣΝΕ μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων δώρων εορτών (ΜονΕφΠειρ. 676/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204). Ακόμη, δεν συνυπολογίζονται τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), καθόσον αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των μηνιαίων αποδοχών, αφού κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ δεν καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας που προσφέρεται, αλλά «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα» (Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 194/2022, Εφ.Πειρ. 423/2021, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr), ούτε η αμοιβή για εκτέλεση έξτρα εργασιών, εάν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα (Εφ.Πειρ. 237/2016, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 434/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, π.ρ.β.λ. και Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 543/2022, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς).
ΙV]. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των δώδεκα (12) ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή, αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι (6) ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 170 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής” (ΕΠ 71/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει έξι (6) ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι (6) τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί έξι (6) ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του, προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.546/2016 ΕΝΔ 44.323). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, για τον προσδιορισμό της οφειλόμενης πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως έξι (6) ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, εννοείται για τα δρομολόγια της εν λόγω εβδομάδας. Εν τούτοις, δεν καθίσταται απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη η αγωγή του εργαζομένου, με την οποία αυτός, έχοντας αξίωση λήψης πρόσθετης αμοιβής για πρόωρη αναχώρηση του πλοίου που εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως για περισσότερες της μίας εβδομάδας στα πλαίσια του χρόνου ναυτολόγησής του, υπολογίζει όλες τις ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου, καθόλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, διότι εν τέλει και ο τρόπος αυτός υπολογισμού στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγει, εφόσον βάση προσδιορισμού της πρόσθετης αμοιβής, αποτελεί το πηλίκον της διαιρέσεως των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου με τον αριθμό 8. Είτε οι ώρες πρόωρης αναχώρησης ληφθούν σε εβδομαδιαία βάση και ακολούθως, αφού διαιρεθούν με τον αριθμό 8, γίνει άθροιση του πηλίκου των διαιρέσεων όλων των επιμέρους εβδομάδων απασχόλησης του εργαζομένου, είτε απευθείας όλες οι ώρες πρόωρης αναχώρησης διαιρεθούν με τον αριθμό 8, οδηγούν κατ’ αποτέλεσμα στον ίδιο αριθμό δρομολογίων. Εξάλλου, για την εφαρμογή της παραπάνω § 7, στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.).
V] Στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3).
Από την επανεκτίμηση των υπ’αριθ. …/12.5.2021, …../12.5.2021 και …/12.5.2022 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …………, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …, που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος της υπό στοιχ. Α) έφεσης – εφεσίβλητου της υπό στοιχ. Β) έφεσης, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων – εφεσιβλήτων της υπό στοιχ. Α) έφεσης – εκκαλουσών της υπό στοιχ. Β) έφεσης, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (βλ.υπ’αριθ. …./6.5.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …… και υπ’αριθ. ……/7.5.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Κρήτης, με έδρα το Πρωτοδικείο Χανίων, . ……), της υπ’αριθ. …/11.5.2021 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος ……., ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς, ……., κατ’αρθρο 158 παρ. 4 του ν. 4764/2020, που λήφθηκε με την επιμέλεια των εναγομένων – εκκαλουσών της υπό στοιχ. Β) έφεσης – εφεσιβλήτων της υπό στοιχ. Α) έφεσης, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, του ενάγοντος – εφεσίβλητου της υπό στοιχ. Β) έφεσης – εκκαλούντος της υπό στοιχ. Α) έφεσης (βλ. υπ’αριθ. ……/6.5.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……… με επίδοση της σχετικής κλήσεως στην υπογράφουσα την ένδικη αγωγή (σχετικά άρθρο 96, 100 και 143 παρ.1 του ΚΠολΔ) Δικηγόρο, Άννα Κοντοσέα, έστω κι αν η επίδοση έλαβε χώρα προ της συζητήσεως αυτής, εφόσον η ανωτέρω υπογράφουσα την αγωγή δικηγόρος, κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο, θεωρείται, μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο πληρεξουσία και αυτοδικαίως αντίκλητος του ενάγοντος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στην ανοιγείσα με την αγωγή δίκη, στις οποίες περιλαμβάνεται και η κλήση των εναγομένων, για να παραστούν κατά τη λήψη ένορκης βεβαίωσης (ΑΠ 1330/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, χωρίς το γεγονός ότι οι ενόρκως υπέρ του ενάγοντος βεβαιώντες ………. και …….., τυγχάνουν αντίδικοι των εναγομένων, επειδή έχουν ασκήσει εναντίον τους άλλη, δική τους, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΜονΕφΠειρ. 509/2022, αδημ.), όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενες στα πλαίσια του δεύτερου λόγου της έφεσης (υπό στοιχ. Β) αυτών, καθώς επίσης και το γεγονός ότι ο ενόρκως βεβαιών μάρτυρας των εναγομένων τυγχάνει εργαζόμενος της δεύτερης εναγομένης, να αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων του, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο ενάγων, σε συνδυασμό με όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανεξάρτητα αν αυτά πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ. 1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), σε μερικά των οποίων θα γίνει ειδική μνεία παρακάτω, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, καθώς και με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφα τους (άρθρα 264 εδάφ. β, 352 παρ. 1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε στον Πειραιά με την πρώτη εναγομένη, ο ενάγων, Ελληνας απογεγραμμένος ναυτικός, με αριθμό ναυτικού φυλλαδίου Η – 11345, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, στο υπό ελληνική σημαία ΕΓ/ΟΓ πλοίο <<Π>>, με αριθμό νηολογίου Ρεθύμνου …., κόρων ολικής χωρητικότητας 9.850, με Διεθνές Διακριτικό Σήμα …., το οποίο ανήκε κατά κυριότητα στην πρώτη εναγομένη, ενώ η δεύτερη εξ αυτών είχε αναλάβει τον εφοπλισμό και τη διαχείριση του πλοίου. Ειδικότερα εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο από 15.9.2017 έως 15.1.2019, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά αμοιβαία συναινέσει του ιδίου και του Πλοιάρχου, από 9.4.2019 έως 1.11.2019, οπότε αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά αμοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου, από 2.6.2020 έως 9.6.2020 οπότε αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά διότι το πλοίο διέκοψε τα δρομολόγια του λόγω ετήσιας επιθεώρησης και από 15.6.2020 έως 15.9.2020 οπότε αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά λόγω διακοπής των δρομολογίων του πλοίου. Καθ’ όλα τα ανωτέρω επίδικα χρονικά διαστήματα ναυτολογήσεων του ενάγοντος, οι όροι της εργασίας του και ιδίως το ύψος των καταβαλλόμενων σε αυτόν αποδοχών διέπονταν από τους όρους της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019 (η οποία κυρώθηκε με την Υ.Α. 2242.5-1.5/56040/2019, που δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. Β’ 3170/12-8-2019, εφαρμοζομένη αναδρομικά), όπως ισχυρίζεται ο ενάγων και δεν αμφισβητείται ειδικώς από τις εναγόμενες. Εξάλλου, από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα αμοιβών κατά βαθμό και ειδικότητα και τις σχετικές διατάξεις περί των αποδοχών των ναυτικών προκύπτει ότι με τη ΣΣΝΕ του έτους 2019 οι αποδοχές του θαλαμηπόλου ανέρχονταν σε 1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,98 ευρώ Χ 30) + 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.469,82 ευρώ Χ 1/22 = 66,81 ευρώ Χ 5 ημέρες = 334,05 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,98 Χ 5) = 99,9 ευρώ]. Ακόμη, από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο του άρθρου 13 παρ. 6 προκύπτει ότι, προκειμένου περί θαλαμηπόλου, η υπερωριακή αμοιβή ορίστηκε αντίστοιχα σε 8,70 ευρώ (με προσαύξηση 25%) για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και 10,44 ευρώ (με προσαύξηση 50%) για κάθε ώρα εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Περαιτέρω, ο ενάγων, υπό την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, ο οποίος εντάσσεται κατ’άρθρο 3 β.δ.683/1960 στο προσωπικό γενικών καθηκόντων, τελούσε υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσης στην οποία ανήκε και βοηθούσε αυτόν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ στα καθήκοντά του περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, η επιμέλεια της καθαριότητας, της συντήρησης και της ευπρέπειας των ανατιθέμενων σε αυτόν ενδιαιτημάτων των θέσεων και δη του διαμερίσματος του πλοίου όπου βρίσκονταν οι καμπίνες και οι τουαλέτες των καμπινών των επιβατών, η παραλαβή των επιβατών από το χώρο υποδοχής του πλοίου, η μεταφορά των αποσκευών τους και η τακτοποίησή τους στις καμπίνες, επιπλέον δε η απασχόλησή του στο εστιατόριο <<self service>> του πλοίου, επιμελούμενος την ευπρέπεια και καθαριότητα του χώρου καθώς και την εξυπηρέτηση των πελατών κατά τη διάρκεια λειτουργίας της τραπεζαρίας και η εκτέλεση εργασιών καθαριότητας και ευπρεπισμού των εσωτερικών κοινόχρηστων χώρων του πλοίου. Κατά το ένδικο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο <<Π>>, αυτό πραγματοποίησε τα κάτωθι δρομολόγια: I) κατά τη χρονική περίοδο από 2.1.2019 έως 7.1.2019, αναχώρησε την Τετάρτη από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 14.00 μ.μ. και πραγματοποίησε στάσεις στα λιμάνια της Μήλου (άφιξη 19.00 μ.μ. – αναχώρηση 19.20 μ.μ.) και της Θήρας (άφιξη 22.50 μ.μ. – αναχώρηση 23.20 μ.μ.), την ημέρα της Πέμπτης στα λιμάνια της Ανάφης (άφιξη 01,05 π.μ. – αναχώρηση 01.25 π.μ.), της Κάσου (άφιξη 06.05 π.μ. – αναχώρηση 06.25 π.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 07.50 π.μ. – αναχώρηση 08.20 π.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 09.20 π.μ. – αναχώρηση 09.35 π.μ.), της Χάλκης (άφιξη 11.35 π.μ. – αναχώρηση 11.50 π.μ.) και κατέπλευσε στο λιμάνι της Ρόδου περί ώρα 13.50 μ.μ., απ’ όπου αναχώρησε περί ώρα 16.00 μ.μ. και αφίχθη στα λιμάνια της Χάλκης (άφιξη 18.00 μ.μ. – αναχώρηση 18.15 μ.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 20.15 μ.μ. – αναχώρηση 20.30 μ.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 21.30 μ.μ. – αναχώρηση 22.15 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 23.45 μ.μ. – αναχώρηση 23.59 μ.μ.), την Παρασκευή στα λιμάνια της Ανάφης (άφιξη 04.50 μ.μ. – αναχώρηση 05.10 π.μ.), της Θήρας (άφιξη 06,4ο μ.μ. – αναχώρηση 07.30 π.μ.), της Μήλου (άφιξη 11.01 π.μ. – αναχώρηση 11.15 π.μ.) και κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά την Παρασκευή περί ώρα 16.15 μ.μ. Την ιδια ήμερα αναχώρησε και πάλι απο το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 21.00 μ.μ. και προσέγγισε την ημέρα του Σαββάτου τα λιμάνια της Μήλου (άφιξη 01.50 π.μ. – αναχώρηση 02.10 π.μ.), της Θήρας (άφιξη 05.50 π.μ. – αναχώρηση 06.40 π.μ.), της Ανάφης (άφιξη 08.15 π.μ. – αναχώρηση 08.30 π.μ.), του Ηρακλείου (άφιξη 12.40 μ.μ. – αναχώρηση 13.40 μ.μ.), της Σητείας (άφιξη 16.40 μ.μ. – αναχώρηση 17.05 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 19.35 μ.μ. – αναχώρηση 2-.1 μ.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 21.30 μ.μ. – αναχώρηση 22.10 μ.μ.) και του Διαφανίου (άφιξη 23.10 μ.μ. – αναχώρηση 23.25 μ.μ.), ενώ την Κυριακή τα λιμάνια της Χάλκης (άφιξη 01.25 π.μ. – αναχώρηση 01.40 μ.μ.) και αφίχθη στο λιμάνι της Ρόδου περί ώρα 03.40 π.μ., απ’ όπου αναχώρησε περί ώρα 06.00 π.μ. και προσέγγισε τα λιμάνια της Χάλκης (άφιξη 08.00 π.μ. – αναχώρηση 08.20 π.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 10.20 π.μ. – αναχώρηση 10.35 π.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 11.35 π.μ. – αναχώρηση 12.15 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 13.45 μ.μ. – αναχώρηση 14.10 μ.μ.), της Σητείας (άφιξη 16.45 μ.μ. – αναχώρηση 17.05 μ.μ.), του Ηρακλείου (άφιξη 20.05 μ.μ. – αναχώρηση 21.05 μ.μ.) και τη Δευτέρα, 7.1.2019 έφθασε στο λιμάνι της Θήρας (άφιξη 00.05 π.μ. – αναχώρηση 01.05 π.μ.), της Μήλου (άφιξη 04.45 π.μ. – αναχώρηση 05.5 π.μ.) και κατέπλευσε στον Πειραιά περί ώρα 10.05 π.μ. II) Κατά τη χρονική περίοδο από 8.1.2019 μέχρι 25.2.2019 αναχωρούσε την Τρίτη από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 20.30 μ.μ., πραγματοποιώντας στάσεις την Τετάρτη στα λιμάνια της Μήλου (άφιξη 01.30 π.μ. – αναχώρηση 01.50 π.μ.), της Σαντορίνης (άφιξη 05.30 π.μ. – αναχώρηση 06.30 π.μ.), της Ανάφης (άφιξη 08.05 π.μ. – αναχώρηση 08.25 π.μ,), της Κάσου (άφιξη 13.10 μ.μ. – αναχώρηση 13.25 μ.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 15.00μ.μ. – αναχώρηση 15.40 μ.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 16.40 μ.μ. – αναχώρηση 16.55 μ.μ.), της Χάλκης (άφιξη 18.55 μ.μ. – αναχώρηση 19.10 μ.μ.) και κατέπλεε στη Ρόδο περί ώρα 21.10 μ.μ. Την Πέμπτη αναχωρούσε από τη Ρόδο περί ώρα 07.00 π.μ. και πραγματοποιούσε στάσεις στα λιμάνια της Χάλκης (άφιξη 09.00 π.μ. – αναχώρηση 09.20 π.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 11.20 π.μ. – αναχώρηση 11.40 π.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 12.40 μ.μ. – αναχώρηση 13.20 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 14.55 μ.μ. – αναχώρηση 15.10 μ.μ.), της Ανάφης (άφιξη 20.00 μ.μ. – αναχώρηση 20.20 μ.μ.), της Σαντορίνης (άφιξη 21.55 μ.μ. – αναχώρηση 22.55 μ.μ.), την Παρασκευή στο λιμάνι της Μήλου (άφιξη 02.35 π.μ. – αναχώρηση 02.50 π.μ.) και κατέπλεε στον Πειραιά περί ώρα 07.50 π.μ., απ’ όπου αναχωρούσε εκ νέου περί ώρα 18.00 μ.μ., πραγματοποιούσε στάση στη Μήλο (άφιξη 23.00 μ.μ. – αναχώρηση 23.30 μ.μ.), το Σάββατο προσέγγιζε τα λιμάνια της Σαντορίνης (άφιξη 03.10 π.μ. – αναχώρηση 04.10 π.μ.), της Ανάφης (άφιξη 05.45 π.μ. – αναχώρηση 06.00 π.μ.), του Ηρακλείου (άφιξη 10.00 π.μ. – αναχώρηση 11.00 π.μ.), της Σητείας (άφιξη 14.00 μ.μ. – αναχώρηση 14.20 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 17.00 μ.μ. – αναχώρηση 17.20 μ.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 18.55 μ.μ. -19.35 μ.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 20.35 μ.μ. – αναχώρηση 20.50 μ.μ.) και της Χάλκης (άφιξη 22.50 μ.μ. – αναχώρηση 23.10 μ.μ.) και κατέπλεε στη Ρόδο την Κυριακή περί ώρα 01.10 π.μ., απ’ όπου απέπλεε περί ώρα 03.00 π.μ. κι έκανε στάσεις στη Χάλκη (άφιξη 05.00 π.μ. – αναχώρηση 05.20 π.μ.), στο Διαφάνι (άφιξη 07.20 π.μ. – αναχώρηση 07.40 π.μ.), στην Κάρπαθο (άφιξη 08.40 π.μ. – αναχώρηση 09.20 π.μ.), στην Κάσο (άφιξη 10.55 π.μ. – αναχώρηση 11.15 π.μ.), στη Σητεία (άφιξη 13.55 μ.μ. – αναχώρηση 14.15 μ.μ.), στο Ηράκλειο (άφιξη 17.15 μ.μ. – αναχώρηση 18.15 μ.μ.) και στην Ανάφη (άφιξη 22.15 μ.μ. – αναχώρηση 22.30 μ.μ.). II!) Κατά τις χρονικές περιόδους από 9.4.2019 έως 22.4.2019, από 30.4.2019 έως 10.6.2019 και από 10.9.2019 μέχρι 31.10.2019 αναχωρούσε κάθε Τρίτη από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 20.30 μ.μ., πραγματοποιώντας στάσεις την Τετάρτη στα λιμάνια της Μήλου (άφιξη 1.30 π.μ. – αναχώρηση 01.50 π.μ.), της Σαντορίνης (άφιξη 05.30 π.μ. – αναχώρηση 06.30 π.μ.), της Κάσου (άφιξη 13.10 μ.μ. – αναχώρηση 13.25 μ.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 15.00 μ.μ. – αναχώρηση 15.40 μ.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 16.40 μ.μ. – αναχώρηση 16.55 μ.μ.), της Χάλκης (άφιξη 18.55 μ.μ. – αναχώρηση 19.10 μ.μ.) και κατέπλεε στη Ρόδο περί ώρα 21.10 μ.μ. Κάθε Πέμπτη αναχωρούσε από τη Ρόδο περί ώρα 07.00 π.μ. και πραγματοποιούσε στάσεις στα λιμάνια της (άλκης (άφιξη 09.00 π.μ. – αναχώρηση 09.20 π.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 11.20 π.μ. – αναχώρηση 11.40μμ.), της Καρπάθου (άφιξη 12.40 μ.μ. – αναχώρηση 13.20 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 14.55 μ.μ. – αναχώρηση 15.10 μ.μ.), της Σαντορίνης (άφιξη 21.55 μ.μ. – αναχώρηση 22.55 μ.μ.), κάθε Παρασκευή στο λιμάνι της Μήλου (άφιξη 02.35 π.μ. – αναχώρηση 02.50 π.μ.) και κατέπλεε στον Πειραιά περί ώρα 07.50 .μ., απ’ όπου αναχωρούσε εκ νέου περί ώρα 18.00 μ.μ., πραγματοποιούσε στάση στη Μήλο (άφιξη 23.00μ.μ. – αναχώρηση 23.30 μ.μ.), κάθε Σάββατο προσέγγιζε τα λιμάνια της Σαντορίνης (άφιξη 03.10 π.μ. – αναχώρηση 04.10 π.μ.), του Ηρακλείου (άφιξη 10.00 π.μ. – αναχώρηση 11.00 π.μ.), της Σητείας (άφιξη 14.00 μ.μ. – αναχώρηση 14.20 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 17.00 μ.μ. – αναχώρηση 17.20 μ.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 18.55 μ.μ. -19.35 μ.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 20.35 μ.μ. – αναχώρηση 20.50 μ.μ.) και της Χάλκης (άφιξη 22.50 μ.μ. – αναχώρηση 23.10 μ.μ.) και κατέπλεε στη Ρόδο κάθε Κυριακή περί ώρα 01.10 π.μ., απ’ όπου απέπλεε περί ώρα 03.00 π.μ. κι έκανε στάσεις στη Χάλκη (άφιξη 05.00 π.μ. – αναχώρηση 05.20 π.μ.), στο Διαφάνι (άφιξη 07.20 π.μ. – αναχώρηση 07.40 π.μ.), στην Κάρπαθο (άφιξη 08.40π.μ. – αναχώρηση 09.20 π.μ.), στην Κάσο (άφιξη 10.55 π.μ. – αναχώρηση 11.15 π.μ.), στη Σητεία (άφιξη 13.55 μ.μ. – αναχώρηση 14.15 μ.μ.), στο Ηράκλειο (άφιξη 17,15 μ.μ. – αναχώρηση 18.15 μ.μ.) και τη Δευτέρα στη Σαντορίνη (άφιξη 00.05 π.μ. – αναχώρηση 01.05 π.μ.), στη Μήλο (άφιξη 04.45 π.μ. – αναχώρηση 05.05 π.μ.) και κατέπλεε στον Πειραιά περί ώρα 10.05 π.μ. IV) Κατά την πασχαλινή περίοδο από 22.4.2019 έως 30.4.2019 αναχώρησε τη Μ. Δευτέρα από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 20.30 μ.μ., εκτέλεσε στάσεις τη Μεγάλη Τρίτη στα λιμάνια της Μήλου (άφιξη 01.30 π.μ. – αναχώρηση 01.50 π.μ.), της Σαντορίνης (άφιξη 05.30 π.μ. – αναχώρηση 06.30 π.μ.), της Κάσου (άφιξη 13.10 μ.μ. – αναχώρηση 13.25 μ.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 15.00 μ.μ. – αναχώρηση 15.40 μ.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 16.40 μ.μ. – αναχώρηση 16.55 μ.μ.), της Χάλκης (άφιξη 18.55 μ.μ. – αναχώρηση 19.10 μ.μ.) και κατέπλευσε στη Ρόδο περί ώρα 21.10 μ.μ. Τη Μεγάλη Τετάρτη αναχώρησε από τη Ρόδο περί ώρα 07.00 π.μ. και προσέγγισε τα λιμάνια της Χάλκης (άφιξη 09.00 π.μ. – αναχώρηση 09.20 π.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 11.20 π.μ. – αναχώρηση 11.40 π.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 12.40 μ.μ. – αναχώρηση 13.20 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 14,55 μ.μ. – αναχώρηση 15.10 μ.μ.), της Σαντορίνης (άφιξη 21.55 μ.μ. – αναχώρηση 22.55 μ.μ.), τη Μεγάλη Πέμπτη το λιμάνι της Μήλου (άφιξη 02.35 π.μ. – αναχώρηση 02.50 π.μ.) και κατέπλευσε στον Πειραιά περί ώρα 08.00 π.μ., απ’ όπου αναχώρησε και πάλι περί ώρα 18.00 μ.μ., έκανε στάση στη Μήλο (άφιξη 23.00 μ.μ. – αναχώρηση 23.30 μ.μ.), τη Μεγάλη Παρασκευή έκανε στάση στα λιμάνια της Σαντορίνης (άφιξη 03.10 π.μ. – αναχώρηση 04.10 π.μ.), του Ηρακλείου (άφιξη 10.00 π.μ. – αναχώρηση 11.00π.μ.), της Σητείας (άφιξη 14.00 μ.μ. – αναχώρηση 14.20 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 17.00 μ.μ. – αναχώρηση 17.20 μ.μ ), της Καρπάθου (άφιξη 18.55 μ.μ. -19.35 μ.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 20.35 μ.μ. – αναχώρηση 20.50 μ.μ.) και της Χάλκης (άφιξη 22.50 μ.μ. – αναχώρηση 23.10 μ.μ.) και το Μεγάλο Σάββατο κατέπλευσε στη Ρόδο περί ώρα 00.59 π.μ., απ’ όπου αναχώρησε την Κυριακή του Πάσχα περί ώρα 23.00 μ.μ. κι έκανε στάσεις τη Δευτέρα της Διακαινησίμου στη Χάλκη (άφιξη 01.00 π.μ. – αναχώρηση 01.20 π.μ.), στο Διαφάνι (άφιξη 03.20 π.μ. – αναχώρηση 03.40 π.μ.), στην Κάρπαθο (άφιξη 04.40 π.μ. – αναχώρηση 05.20 π.μ.), στην Κάσο (άφιξη 6.55 π.μ. – αναχώρηση 7.15 π.μ.), στη Σητεία (άφιξη 9.55 π.μ. – αναχώρηση 10.15 π.μ.), στο Ηράκλειο (άφιξη 13.15 μ.μ. – αναχώρηση 14.15 μ.μ.) και στη Σαντορίνη (άφιξη 20.05 π.μ. – αναχώρηση 21.05 π.μ.), ενώ την Τρίτη στη Μήλο (άφιξη 00.45 π.μ. – αναχώρηση 01.05 π.μ.) και κατέπλευσε στον Πειραιά περί ώρα 10,05 π.μ. V) Κατά τη χρονική περίοδο από 10.6.2019 έως 9.9.2019 αναχωρούσε κάθε Δευτέρα από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 18.00 μ.μ., εκτελούσε στάσεις την Τρίτη στα λιμάνια της Σαντορίνης (άφιξη 02.00 π.μ. – αναχώρηση 03.00 π.μ.), της Κάσου (άφιξη 09.50 π.μ. – αναχώρηση 10.10 π.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 11.45 π.μ. – αναχώρηση 12.30 μ.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 13.30 μ.μ. – αναχώρηση 13.50 μ.μ.), της Χάλκης (άφιξη 16.00 μ.μ. – αναχώρηση 16.20 μ.μ.) και κατέπλεε στη Ρόδο περί ώρα 18.30 μ.μ., απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 20.00μ.μ., προσέγγιζε τη Χάλκη (άφιξη 22.10 μ.μ. – αναχώρηση 22.30 μ.μ.), την Τετάρτη τα λιμάνια του Διαφανίου (άφιξη 00.40 π.μ. – αναχώρηση 01.00 π.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 02.00 π.μ. – αναχώρηση 02.30 π.μ.), της Κάσου (άφιξη 03.40 μ.μ. – αναχώρηση 04.00 π.μ.), της Σητείας (άφιξη 06.45 π.μ. – αναχώρηση 07.00 π.μ.), του Ηρακλείου (άφιξη 10.00 π.μ. – αναχώρηση 12.00), της Σητείας (άφιξη 15.00 μ.μ. – αναχώρηση 15.20 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 18.05 μ.μ. – αναχώρηση 18.25 μ.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 20.00 μ.μ. – αναχώρηση 20.30 μ.μ.) και του Διαφανίου (άφιξη 21,30 μ.μ. – αναχώρηση 21.50 μ.μ.), την Πέμπτη το λιμάνι της Χάλκης (άφιξη 00.01 π.μ. – αναχώρηση 00.20 π.μ.), κατέπλεε στη Ρόδο περί ώρα 02.30 π.μ. και αναχωρούσε και πάλι περί ώρα 08.00 π.μ. για τα λιμάνια της Χάλκης (άφιξη 10.10 π.μ. – αναχώρηση 10.30 π.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 12.40 μ.μ. – αναχώρηση 13.00 μ.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 14.00 μ.μ. – αναχώρηση 14.50 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 16.25 μ.μ. – αναχώρηση 16.45 μ.μ.), της Σαντορίνης (άφιξη 23.30 μ.μ. – αναχώρηση 00.10 π.μ.) και την Παρασκευή επέστρεφε στον Πειραιά περί ώρα 08.10 π.μ. Αναχωρούσε το ίδιο απόγευμα περί ώρα 18.00 μ.μ. για το λιμάνι της Μήλου (άφιξη 23.10 μ.μ. – αναχώρηση 23.30 μ.μ.) και το Σάββατο έκανε στάση στα λιμάνια της Σαντορίνης (άφιξη 03.20 π.μ. – αναχώρηση 04.20 π.μ.), του Ηρακλείου (άφιξη 10.20 π.μ. – αναχώρηση 11.20 π.μ.), της Σητείας (άφιξη 14.20 μ.μ. – αναχώρηση 14.40 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 17.25 μ.μ. – αναχώρηση 17.45 μ.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 19.20 μ.μ. – 20.10 μ.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 21.10 μ.μ. – αναχώρηση 21.20 μ.μ.) και της Χάλκης (άφιξη 23.30 μ.μ. – αναχώρηση 23.50 μ.μ ). Την Κυριακή κατέπλεε στη Ρόδο περί ώρα 01.55 π.μ., απ’ όπου αναχώρησε περί ώρα 03.20 π.μ. κι έκανε στάσεις στη Χάλκη (άφιξη 05.30 π.μ. – αναχώρηση 05.50 π.μ.), στο Διαφάνι (άφιξη 08.00 π.μ. – αναχώρηση 08.20 π.μ.), στην Κάρπαθο (άφιξη 09.20 π.μ. – αναχώρηση 10.20 π.μ.), στην Κάσο (άφιξη 12.00 π.μ. – αναχώρηση 12.20 π.μ.), στη Σητεία (άφιξη 15.05 π.μ. – αναχώρηση 15.30 π.μ.), στο Ηράκλειο (άφιξη 18.30 μ.μ. – αναχώρηση 19.40 μ.μ.).
VI) Κατά το χρονικό διάστημα από 2.6.2020 μέχρι 9.6.2020 απέπλευσε την Τρίτη, 2.6.2020, από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 20.30 μ.μ., πραγματοποιώντας στάσεις την Τετάρτη στα λιμάνια της Μήλου (άφιξη 01.30 π.μ. – αναχώρηση 01.50 π.μ.), της Σαντορίνης (άφιξη 05.30 π.μ. – αναχώρηση 06.30 π.μ.), της Ανάφης (άφιξη 08.05 π.μ. – αναχώρηση 08.25 π.μ,), της Σητείας (άφιξη 12.35 μ.μ. – αναχώρηση 12.55 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 15.35 μ.μ. – αναχώρηση 15.50 μ.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 17.25 μ.μ. – αναχώρηση 18.05 μ.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 19.05 μ.μ. – αναχώρηση 19.20 μ.μ.), της Χάλκης (άφιξη 21.20 μ.μ. – αναχώρηση 21.35 μ.μ.) και κατέπλευσε στη Ρόδο περί ώρα 23.35 μ.μ. Την Πέμπτη αναχώρησε από τη Ρόδο περί ώρα 07.00 π.μ. και πραγματοποίησε στάσεις στα λιμάνια της Χάλκης (άφιξη 09.00 π.μ. – αναχώρηση 09.20 π.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 11.20 π.μ. – αναχώρηση 11.40 π.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 12.40 μ.μ. – αναχώρηση 13.20 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 14.55 μ.μ. – αναχώρηση 15.10 μ.μ.), της Σητείας (άφιξη 17.50 μ.μ. – αναχώρηση 18.10 μ.μ.), της Ανάφης (άφιξη 22.20 μ.μ. – αναχώρηση 22.40 μ.μ.), την Παρασκευή στο λιμάνι της Σαντορίνης (άφιξη 00.15 π.μ. – αναχώρηση 01.15 μ.μ.), της Μήλου (άφιξη 04.55 π.μ. – αναχώρηση 05.15 π.μ.) και κατέπλευσε στον Πειραιά περί ώρα 10.15 π.μ., απ’ όπου αναχώρησε εκ νέου περί ώρα 18.00 μ.μ., πραγματοποίησε στάση στη Μήλο (άφιξη 23.00μ.μ. – αναχώρηση 23.30 μ.μ.), το Σάββατο προσέγγισε τα λιμάνια της Σαντορίνης (άφιξη 03.10 π.μ. – αναχώρηση 04.10 π.μ.), της Ανάφης (άφιξη 05.45 π.μ. – αναχώρηση 06.00 π.μ.), του Ηρακλείου (άφιξη 10.00π.μ. – αναχώρηση 11.00 π.μ.), της Σητείας (άφιξη 14.00 μ.μ. – αναχώρηση 14.20 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 17.00 μ.μ. – αναχώρηση 17.20 μ.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 18.55 μ.μ. – αναχώρηση 19.35 μ.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 20.35 μ.μ. – αναχώρηση 20.50 μ.μ.) και της Χάλκης (άφιξη 22.50 μ.μ. – αναχώρηση 23.10 μ.μ.) και κατέπλευσε στη Ρόδο την Κυριακή περί ώρα 01.10 π.μ., απ’ όπου απέπλευσε περί ώρα 03.00π.μ. της Δευτέρας, πραγματοποιώντας στάσεις στη Χάλκη (άφιξη 05.00 π.μ. – αναχώρηση 05.20 π.μ.), στο Διαφάνι (άφιξη 07.20 π.μ. – αναχώρηση 07.40 π.μ.), στην Κάρπαθο (άφιξη 08.40 π.μ. – αναχώρηση 09.20 π.μ.), στην Κάσο (άφιξη 10.55 π.μ. – αναχώρηση 11.15 π.μ.), στη Σητεία (άφιξη 13.55 μ.μ. – αναχώρηση 14.15 μ.μ.), στο Ηράκλειο (άφιξη 17.15 μ.μ. – αναχώρηση 18.15 μ.μ.) και στην Ανάφη (άφιξη 22.15 μ.μ. – αναχώρηση 22.30 μ.μ.), ενώ την Τρίτη, 9.6.2020 προσέγγισε τα λιμάνια της Σαντορίνης (άφιξη 00.05 π.μ. – αναχώρηση 01.05 π.μ.), της Μήλου (άφιξη 04.45 π.μ. – αναχώρηση 05.05 π.μ.) και κατέπλευσε στον Πειραιά περί ώρα 10.05 π.μ. VII) Κατά τη χρονική περίοδο από 15.6.2020 έως 6.9.2020, αναχωρούσε κάθε Δευτέρα από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 18.00 μ.μ., εκτελούσε στάσεις την Τρίτη στα λιμάνια της Σαντορίνης (άφιξη 02.15 π.μ. – αναχώρηση 03.00 π.μ.), της Ανάφης (άφιξη 04.45 π.μ. – αναχώρηση 05.00 π.μ.), της Σητείας (άφιξη 09.25 π.μ. – αναχώρηση 09.45 π.μ.), της Κάσου (άφιξη 12.35 μ.μ. – αναχώρηση 12.55 μ.μ.), των Πηγαδίων (άφιξη 14.35 μ.μ. – αναχώρηση 15.15 μ.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 16.20 μ.μ. – αναχώρηση 16.40 μ.μ.), της Χάλκης (άφιξη 18.50 μ.μ. – αναχώρηση 19.00 μ.μ.) και κατέπλεε στη Ρόδο περί ώρα 21.10 μ.μ., απ όπου αναχωρούσε περί ώρα 23.15 μ.μ., προσέγγιζε την Τετάρτη τα λιμάνια της Χάλκης (άφιξη 01.30 μ.μ. – αναχώρηση 01.45 μ.μ ), του Διαφανίου (άφιξη 03.55 π.μ. – αναχώρηση 04.10 π.μ.), των Πηγαδίων (άφιξη 05.15 π.μ. – αναχώρηση 05.35 π.μ.), της Κάσου (άφιξη 07.15 π.μ. – αναχώρηση 07.35 π.μ.), της Σητείας (άφιξη 10.25 π.μ. – αναχώρηση 10.45 π.μ.), του Ηρακλείου (άφιξη 13.50 μ.μ. – αναχώρηση 15.05 μ.μ.), της Σητείας (άφιξη 18.10 μ.μ. – αναχώρηση 18.30 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 21.20 μ.μ. – αναχώρηση 21.40 μ.μ.) και των Πηγαδίων (άφιξη 23.20 μ.μ. – αναχώρηση 23.40 μ.μ.), την Πέμπτη τα λιμάνια του Διαφανίου (άφιξη 00.45 π.μ. – αναχώρηση 01.05 π.μ.), της Χάλκης (άφιξη 03.15 π.μ. – αναχώρηση 03.30 π.μ.), κατέπλεε στη Ρόδο περί ώρα 05.40 π.μ. και αναχωρούσε και πάλι περί ώρα 08.00 π.μ. για τα λιμάνια της Χάλκης (άφιξη 10.10 π.μ. – αναχώρηση 10.25 π.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 12.35 μ.μ. – αναχώρηση 12.50 μ.μ.), των Πηγαδίων (άφιξη 13.55 μ.μ. – αναχώρηση 14.35 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 16.15 μ.μ. – αναχώρηση 16.35 μ.μ.), της Σητείας (άφιξη 19.25 μ.μ. – αναχώρηση 19.45 μ.μ.), την Παρασκευή τα λιμάνια της Ανάφης (άφιξη 00.10 π.μ. – αναχώρηση 00.25 π.μ.), της Σαντορίνης (άφιξη 02.05 π.μ. – αναχώρηση 03.05 π.μ.) και κατέπλεε στον Πειραιά περί ώρα 11.10 π.μ., κατέπλεε εκ νέου περί ώρα 18.00 μ.μ. για το λιμάνι της Μήλου (άφιξη 23.20 μ.μ. – αναχώρηση 23.40 μ.μ.) και το Σάββατο έκανε στάση στα λιμάνια της Σαντορίνης (άφιξη 03.30 π.μ. – αναχώρηση 04.40 π.μ.), της Ανάφης (άφιξη 06.25 π.μ. – αναχώρηση 06.40 π.μ.), του Ηρακλείου (άφιξη 10.50 π.μ. – αναχώρηση 12.00), της Σητείας (άφιξη 15.05 μ.μ. – αναχώρηση 15.25 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 18.15 μ.μ. – αναχώρηση 18.35 μ.μ.), των Πηγαδίων (άφιξη 20.15 μ.μ. – αναχώρηση 21.05 μ.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 22.10 μ.μ. – αναχώρηση 22.30 μ.μ.). Την Κυριακή προσέγγιζε τα λιμάνια της Χάλκης (άφιξη 00.40 π.μ. – αναχώρηση 00.55 π.μ.), κατέπλεε στη Ρόδο περί ώρα 03.05 π.μ., απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 04.00 π.μ. κι έκανε στάσεις στη Χάλκη (άφιξη 06.15 π.μ. – αναχώρηση 06.30 π.μ.), στο Διαφάνι (άφιξη 08.40 π.μ. – αναχώρηση 08.55 π.μ.), στα Πηγάδια (άφιξη 10.00 π.μ. – αναχώρηση 10.50 π.μ.), στην Κάσο (άφιξη 12.30 μ.μ. – αναχώρηση 12.50 μ.μ.), στη Σητεία (άφιξη 15.40 μ.μ. – αναχώρηση 16.00 μ.μ.), στο Ηράκλειο (άφιξη 19.05 μ.μ. – αναχώρηση 20.15 μ.μ.) και τη Δευτέρα στην Ανάφη (άφιξη 00.25 π.μ. – αναχώρηση 00.40 π.μ.), στη Σαντορίνη (άφιξη 02.25 π.μ. – αναχώρηση 03.25 π.μ.), στη Μήλο (άφιξη 07.20 π.μ. – αναχώρηση 07.40 π.μ.) και κατέληγε στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 12.55 μ.μ. VIII) Κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.2020 μέχρι 15.9.2020 αναχωρούσε κάθε Τρίτη από το λιμάνι αφετηρίας, τον Πειραιά, περί ώρα 20.30 μ.μ. και πραγματοποιούσε στάσεις την Τετάρτη στα λιμάνια της Μήλου (άφιξη 01.30 π.μ. – αναχώρηση 01.50 π.μ.), της Σαντορίνης (άφιξη 05.30 π.μ. – αναχώρηση 06.30 π.μ.), της Σητείας (άφιξη 12.35 μ.μ. – αναχώρηση 12.55 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 15.35 μ.μ. – αναχώρηση 15.50 μ.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 17.25 μ.μ. – αναχώρηση 18.05 μ.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 19.05 μ.μ. – αναχώρηση 19.20 μ.μ.), της Χάλκης (άφιξη 21.20 μ.μ. – αναχώρηση 21.35 μ.μ.) και κατέπλεε στη Ρόδο περί ώρα 23.35 μ.μ., απ’ όπου αναχωρούσε και πάλι την Πέμπτη περί ώρα 07.00 π.μ. και προσέγγιζε τα λιμάνια της Χάλκης (άφιξη 09.00 π.μ. – αναχώρηση 09.20 π.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 11.20 π.μ. – αναχώρηση 11.40 π.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 12.40 μ.μ. – αναχώρηση 13.10 μ.μ.), της Κάσου (άφιξη 14.55 μ.μ. – αναχώρηση 15.10 μ.μ.) και της Σητείας (άφιξη 17.50 μ.μ. – αναχώρηση 18.10 μ.μ.), την Παρασκευή έκανε στάσεις στα λιμάνια της Σαντορίνης (άφιξη 00.15 π.μ. – αναχώρηση 01.15 π.μ.), της Μήλου (άφιξη 04.55 π.μ. – αναχώρηση 05.15 π.μ.) και κατέπλεε στον Πειραια περί ώρα 10.15 π.μ., απ’ όπου αναχωρούσε εκ νέου περί ώρα 18.00 μ.μ., κάνοντας στάσεις στη Μήλο (άφιξη 23.00 μ.μ. – αναχώρηση 23.30 μ.μ.), την ημέρα του Σαββάτου στη Σαντορίνη (άφιξη 03.10 π.μ. – αναχώρηση 04.10 π.μ.), στο Ηράκλειο (άφιξη 10.00 π.μ. – αναχώρηση 11.00 π.μ.), στη Σητεία (άφιξη 14.00 μ.μ. – αναχώρηση 14.20 μ.μ.), στην Κάσο (άφιξη 17.00 μ.μ. – αναχώρηση 17.20 μ.μ.), στην Κάρπαθο (άφιξη 18.55 μ.μ. – αναχώρηση 19.35 μ.μ.), στο Διαφάνι (άφιξη 20.35 μ.μ. – αναχώρηση 20.50 μ.μ.), στη Χάλκη (άφιξη 22.50 μ.μ. – αναχώρηση 23.10 μ.μ.), την Κυριακή κατέπλεε στη Ρόδο περί ώρα 01.10 π.μ. και αναχωρούσε περί ώρα 03.00 π.μ., με προορισμό το λιμάνι του Πειραιά, όπου αφικνείτο περί ώρα 10.05 π.μ. της Δευτέρας, έχοντας εκτελέσει στάσεις στα λιμάνια της Χάλκης (άφιξη 05.00 π.μ. – αναχώρηση 05.20 π.μ.), του Διαφανίου (άφιξη 07.20 π.μ. – αναχώρηση 07.40 π.μ.), της Καρπάθου (άφιξη 08.40 π.μ. – αναχώρηση 09.20 π.μ.), της Κάσου (άφιξη 10.55 π.μ. – αναχώρηση 11.15 π.μ.), της Σητείας (άφιξη 13.55 μ.μ. – αναχώρηση 14.15 μ.μ.), του Ηρακλείου (άφιξη 17.15 μ.μ. – αναχώρηση 18.15 μ.μ.), της Σαντορίνης (άφιξη 00.05 π.μ. – αναχώρηση 01.05 π.μ.) και της Μήλου (άφιξη 04.45 π.μ. – αναχώρηση 05.05 π.μ.). Η εκτέλεση των ως άνω δρομολογίων δεν αμφισβητείται από τις εναγόμενες, ούτε πλήττεται με λόγο έφεσης από τους διαδίκους. Η χρονική διάρκεια της καθ’ ημέραν εργασίας του ενάγοντος κατά τα παραπάνω διαστήματα δεν ήταν επακριβώς καθορισμένη, αλλά επηρεαζόταν από την αυξομείωση της κίνησης των επιβατών και των οχημάτων καθώς και από τις συνθήκες κάθε φορά της ναυτικής αποστολής του πλοίου. Ο εξετασθείς με επιμέλεια του ενάγοντος μάρτυρας …………, ο οποίος απασχολήθηκε ως θαλαμηπόλος στο ίδιο πλοίο από το έτος 2011 έως το έτος 2020 και είχε προσωπική αντίληψη για το χρόνο κατά τον οποίο ο ενάγων εργάσθηκε ως θαλαμηπόλος διαμεριστής, κατέθεσε ότι οι διαμεριστές θαλαμηπόλοι, τους θερινούς μήνες ήταν πέντε και μαζί τους εργάζονταν και τρεις επίκουροι, εκτός από τις περιόδους αυξημένης επιβατικής κίνησης, οπότε εργάζονταν τέσσερις επίκουροι. Οι εν λόγω θαλαμηπόλοι, αναλάμβαναν εργασία μισή ώρα πριν τον κατάπλου του πλοίου σε κάθε λιμάνι, απασχολούμενοι με την αποβίβαση και επιβίβαση των επιβατών και εργάζονταν έως και μισή ώρα μετά τον απόπλου του πλοίου από το ενδιάμεσο λιμάνι, με την τακτοποίηση των επιβατών. Ως προς τα λιμάνια Πειραιώς και Ρόδου, ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ότι οι διαμεριστές θαλαμηπόλοι απασχολούνταν στην επιβίβαση επί δύο ώρες στο λιμάνι του Πειραιά και επί μία ώρα στο λιμάνι της Ρόδου. Επίσης κατέθεσε ότι ο κάθε διαμεριστής, είχε υπό την ευθύνη του συγκεκριμένες καμπίνες, διότι κάθε μέρα ο Προϊστάμενος θαλαμηπόλος εξέδιδε πλάνο καθαρισμού καμπινών ανάλογα με τις χρησιμοποιούμενες κλίνες. Ο ενάγων, κατά κανόνα, είχε υπό την ευθύνη του περίπου 27 δίκλινες καμπίνες και συνολικά 54 κλίνες, με την προετοιμασία και καθαριότητα των οποίων απασχολούνταν καθημερινά, ιδίως δε κατά τη θερινή περίοδο, ενόψει της πληρότητας του πλοίου, συχνά και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, εφόσον οι εν λόγω καμπίνες μέχρι το τέλος του ταξιδίου χρησιμοποιούνταν εκ νέου. Επιπροσθέτως, εν πλω, οι εν λόγω διαμεριστές θαλαμηπόλοι εκτελούσαν και εργασίες καθαριότητας στους κοινόχρηστους χώρους του πλοίου. Στα λιμάνια Πειραιά και Ρόδου, όπου το πλοίο παρέμενε αρκετές ώρες, γίνονταν εργασίες γενικής καθαριότητας, στις καμπίνες και σε όλους τους κοινόχρηστους χώρους του πλοίου, στις οποίες μετείχε και ο ενάγων. Όσον αφορά στην εργασία του ενάγοντος στο εστιατόριο self service, ο εν λόγω μάρτυρας, κατέθεσε ότι, το εστιατόριο λειτουργούσε τρεις ώρες το μεσημέρι και δύο ώρες το βράδυ και ότι ο ενάγων μετέβαινε στο χώρο του εστιατορίου μισή ώρα πριν από τη λειτουργία του και απασχολούνταν στις εργασίες προετοιμασίας και ελέγχου των τραπέζιών και του χώρου, ενώ παρέμενε εκεί και μετά το κλείσιμο του εστιατορίου, εκτελώντας εργασίες καθαριότητας και ευπρεπισμού του χώρου, για περίπου μισή ώρα. Κατά τον εν λόγω μάρτυρα, ο ενάγων ως θαλαμηπόλος διαμεριστής εργαζόταν έως τις 22.00 ενώ προσερχόταν στην υποδοχή και κατά τις βραδινές ώρες στην επιβίβαση και αποβίβαση των επιβατών κάθε φορά που προσέγγιζαν κάποιο λιμάνι. Αντίθετα ο μάρτυρας των εναγομένων …………, ο οποίος υπηρέτησε ως προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος στο ανωτέρω πλοίο από τον μήνα Απρίλιο του 2019 και συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα, κατέθεσε ότι, ο ενάγων πράγματι εργαζόταν στις καμπίνες των επιβατών, στην υποδοχή αυτών κατά την επιβίβασή τους στο λιμάνι αφετηρίας και προορισμού και στο εστιατόριο self – service του πλοίου. Ειδικότερα, κατέθεσε ότι, όσον αφορά στην καθαριότητα των καμπινών των επιβατών, ο ενάγων ήταν υπεύθυνος για τον καθαρισμό ενός συγκεκριμένου αριθμού καμπινών του πλοίου και φρόντιζε για το άλλαγμα των κλινοσκεπασμάτων περίπου 45 κρεβατιών, το ξεσκόνισμα των καμπινών και το καθάρισμα του καθρέπτη του μπάνιου, πάντα με τη βοήθεια ενός επίκουρου θαλαμηπόλου, ο οποίος αναλάμβανε τον καθαρισμό του μπάνιου κάθε καμπίνας και το σκούπισμα της μοκέτας αυτής. Κατά τον εν λόγω μάρτυρα, οι συγκεκριμένες εργασίες καθαρισμού γίνονται πάντοτε μετά τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι του τελικού προορισμού, ακόμα και αν οι καμπίνες άδειαζαν σε κάποιο από τα ενδιάμεσα λιμάνια και οι εργασίες αυτές δεν διαρκούσαν ποτέ πάνω από δύο ώρες κάθε φορά. Επίσης κατέθεσε ότι, κατά τη χειμερινή περίοδο ο ενάγων καθάριζε τις καμπίνες επιβατών μία φορά, ενώ κατά την καλοκαιρινή περίοδο, συνήθως δύο φορές, στα τελικά λιμάνια κατάπλου. Ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι ο ενάγων απασχολούνταν στην υποδοχή των επιβατών κατά την επιβίβασή τους στο λιμάνι αφετηρίας και στο λιμάνι προορισμού, δηλαδή στα λιμάνια του Πειραιά και της Ρόδου, η δε υποδοχή των επιβατών ξεκινούσε δύο ώρες πριν τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι του Πειραιά και μία ώρα πριν τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι της Ρόδου. Στα ενδιάμεσα λιμάνια, οι θαλαμηπόλοι εργάζονταν στην υποδοχή, εκ περιτροπής και σε βάρδιες, γιατί η επιβατική κίνηση ήταν μικρή και δεν ήταν απαραίτητη η παρουσία όλων των θαλαμηπόλων. Ως προς τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντος στο εστιατόριο self – service του πλοίου, ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι, στην εν λόγω υπηρεσία εργάζονταν τρεις συνολικά θαλαμηπόλοι με τη συνδρομή δύο ή τριών επίκουρων, ο δε ενάγων αναλάμβανε υπηρεσία με το άνοιγμα του εστιατορίου και καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του ήταν υπεύθυνος για ένα συγκεκριμένο αριθμό τραπεζιών. Η εργασία του συνίστατο στο καθάρισμα των τραπεζιών ευθύνης του, κατά τη διάρκεια λειτουργίας του εστιατορίου, ενώ δεν απασχολούνταν με την καθαριότητα του εστιατορίου μετά το πέρας της λειτουργίας του, καταθέτοντας ότι, αυτή η εργασία είχε ανατεθεί στους επίκουρους θαλαμηπόλους. Επίσης κατέθεσε ότι το εστιατόριο λειτουργούσε συνήθως για μία ώρα το πρωί από τις 07.30 έως τις 08.30, το μεσημέρι από τις 12:00 έως ώρας 13.30 και το βράδυ από τις 19:00 έως ώρας 20:30, ενώ υπήρχαν δρομολόγια κατά τα οποία δεν άνοιγε ούτε η πρωινή ούτε η μεσημεριανή τραπεζαρία. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το ανωτέρω πλοίο εξυπηρετούσε ακτοπλοϊκή γραμμή με αυξημένη επιβατική κίνηση, ακόμη και τους χειμερινούς μήνες, αφού προσέγγιζε μεγάλο αριθμό λιμένων των Κυκλάδων, των Δωδεκανήσων και της Κρήτης, τη φύση και το αντικείμενο της απασχόλησης του ενάγοντος, τον επιμερισμό των εργασιών μεταξύ του προσωπικού γενικών καθηκόντων, την ύπαρξη της προβλεπόμενης σύνθεσης για το προσωπικό αυτό, τις ανάγκες που κάλυπτε το ανωτέρω πλοίο, συνεκτιμημένου και του γεγονότος ότι η δεύτερη εναγομένη αποδέχεται με τις προτάσεις της ότι κατέβαλε στον ενάγοντα σταθερά κάθε μήνα αμοιβή η οποία αντιστοιχούσε σε 35 ώρες υπερωριακής εργασίας, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής (όχι εξαιρετικής αλλά) καθημερινής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, καθ’ όλη τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του στο ανωτέρω πλοίο ήταν τις μεν καθημερινές και Κυριακές επί τέσσερις (4) ώρες την ημέρα, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες την ημέρα και όχι σε δεκατέσσερις (14) ώρες όπως ισχυρίζεται αυτός με την αγωγή του. Το γεγονός ότι το ως άνω πλοίο κατά τα επίδικα αυτά χρονικά διαστήματα είχε πλήρη την οργανική σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς το μέσον όρο της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος που πραγματοποιούνταν καθημερινά, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (Κ.Δ.Ν.Δ., Φ.Ε.Κ. Α261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (Εφ.Πειρ. 655/2022, Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 423/2021, www.efeteio-peir.gr), ενώ το γεγονός ότι η άνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν πλήρως στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η δεύτερη εναγομένη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο, καθώς και στις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (Εφ.Πειρ. 155/2023, Εφ.Πειρ. 577/2022, Εφ.Πειρ. 304/2020, Εφ.Πειρ. 274/2019, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 716/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), καθόσον είναι κοινώς γνωστό ότι οι ναυτικοί που υπηρετούν σε ένα πλοίο αποφεύγουν να διατυπώνουν επιφυλάξεις στις σχετικές καταστάσεις μισθοδοσίας ή υπερωριών, από το φόβο ότι μπορεί να δυσαρεστήσουν τον εργοδότη τους και να διακινδυνεύσουν τη θέση εργασίας τους. Εξάλλου, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 Α.Κ, 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (Α.Π. 587/2006, Εφ.Πειρ. 18/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 304/2020, www.efeteio-peir.gr). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων στα πλαίσια της ειδικότητας του θαλαμηπόλου, εργαζόταν στο άνω πλοίο επί 12 ώρες ημερησίως δεν έσφαλε στην κρίση του και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Οι διάδικοι με τους σχετικούς λόγους των εφέσεών τους, ο μεν ενάγων – εκκαλών της υπό στοιχ.Α) έφεσης, με τον πρώτο λόγο αυτής, με τον οποίο ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’εσφαλμένη κρίση δέχθηκε ότι η διάρκεια της ημερήσιας εργασίας του στο πλοίο ανέρχονταν σε 12 αντί για 14 ώρες που πράγματι απασχολούνταν, οι δε εναγόμενες – εκκαλούσες της υπό στοιχ. Β) έφεσης με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους, με τον οποίο ισχυρίζονται ότι ο ενάγων δεν εργαζόταν ημερησίως τις ώρες που επικαλείται στην αγωγή του, ούτε αυτές που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ότι σε κάθε περίπτωση για την όποια υπερωριακή του απασχόληση έχει αμοιφθεί, παραπονούνται μόνο για τον αριθμό των ωρών που πρωτοδίκως κρίθηκε ότι εργαζόταν υπερωριακώς ο ενάγων και δεν αμφισβητούν τις ημέρες εργασίας που δέχθηκε το πρωτοβάθμια Δικαστήριο, ούτε πλήττουν τα κεφάλαια του γενόμενου αριθμητικού υπολογισμού και της εξαγωγής των οικείων τελικών κονδυλίων. Ενόψει της ορθής, ως προεκτέθηκε, κρίσης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ως προς τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, οι ανωτέρω λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ο ίδιος (δεύτερος) λόγος έφεσης της υπό στοιχ. Β) έφεσης των εναγομένων, κατά το δεύτερο σκέλος του, κατά τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση διότι έλαβε υπόψη της τις μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος, τυγχάνει ωσαύτως απορριπτέος, εφόσον αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενες κλήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστούν κατά τη λήψη των ανωτέρω ενόρκων βεβαιώσεων, ενώ το γεγονός ότι οι εκ των εξετασθέντων μαρτύρων ………. και ………., βρίσκονται σε αντιδικία με τις εναγόμενες διότι έχουν εγείρει και αυτοί αγωγές σε βάρος τους, δεν αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), ούτε οι εν λόγω μάρτυρες εξαρτούν εκ του λόγου τούτου συμφέρον από την παρούσα δίκη, όπως οι ίδιες διατείνονται, ενόψει μάλιστα του ότι, ήδη η διάταξη του άρθρου 400 αρ. 3 ΚΠολΔ κατά το οποίο «Δεν εξετάζονται, όταν κληθούν ως μάρτυρες,1) …,2) …, 3) πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη», καταργήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015. Μετά ταύτα, με βάση την παραδοχή της εκκαλουμένης ως προς τον αριθμό των ωρών της εργασίας του ενάγοντος, ο τελευταίος δικαιούται: Α) Για τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2019 έως 15.1.2019, από 9.4.2019 έως 1.11.2019, από 2.6.2020 έως 9.6.2020 και από 15.6.2020 έως 15.9.2020: ι) για αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης τα Σάββατα και τις αργίες, για 43 Σάββατα και 11 αργίες, ήτοι συνολικά για 54 ημέρες, το ποσό των (54 ημέρες χ 12 ώρες χ 10,44 ευρώ αμοιβή υπερωριακής εργασίας =) 6.765,12 ευρώ και ιι) για αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές, για 269 καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των (269 ημέρες χ 4 ώρες χ 8,70=) 9.361,20 ευρώ και συνολικά το ποσό των 16.126,32 ευρώ, έναντι των οποίων έλαβε, όπως ο ίδιος συνομολογεί: α) για αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τις καθημερινές και Κυριακές το ποσό των 2.079,39 ευρώ, β) για αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τα Σάββατα, το ποσό των 2.817,23 ευρώ, γ) για αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τις αργίες το ποσό των 858,41 ευρώ και δ) για πρόσθετη υπερωριακή αμοιβή το ποσό των 3.017,02 ευρώ και συνολικά το ποσό των 8.772,05 ευρώ και επομένως δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των (16.126,32 – 8772,05=) 7.354,27 ευρώ. Περαιτέρω, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2019 έως και 15.1.2019 και από 9.4.2019 έως και 30.4.2019, με βάση την εφαρμοζόμενη ΣΣΝΕ 2019, ανέρχονταν στο ποσό των [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής + 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας + 84,33 ευρώ (1.204,77 χ 7%) επίδομα άγονης γραμμής + {(5 ημέρες Σαββάτου ήτοι 5/1, 12/1, 13/4, 20/4 και 27/4 και 4 αργίες ήτοι 1/1, 6/1, 26/4 και 29/4, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ήτοι συνολικά 9 ημέρες χ 12 ώρες χ 10,44 ευρώ =) 1.127,52 ευρώ + (27 ημέρες καθημερινές και Κυριακές χ 4 ώρες χ 8,70 ευρώ = ) 939,60 ευρώ = 2.067,12 ευρώ/36ημέρες επί 30 =)} 1.722,60 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης κατά το εν λόγω διάστημα (και όχι το ποσό των 2.063,28 ευρώ όπως αβάσιμα παραπονείται ο ενάγων με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του κατά το πρώτο σκέλος αυτού, ο οποίος τυγχάνει απορριπτέος ούτε η μηνιαία καταβαλλόμενη από την εργοδότρια κατ’αποκοπή αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση που αντιστοιχεί σε 35 ώρες εργασίας κατά τα Σάββατα και σε 31 ώρες εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές, όπως αβάσιμα παραπονούνται οι εναγόμενες με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους κατά το πρώτο σκέλος αυτού, ο οποίος επίσης τυγχάνει απορριπτέος) + 162,60 ευρώ (76,12 + 119,00 = 195,12/36 ημέρες χ 30) το οποίο, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις μισθοδοσίας για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, κατέβαλε η πρώτη εναγομένη στον ενάγοντα με την αιτιολογία <<ποσοστά θαλαμηπόλων>> ως αντάλλαγμα της εργασίας που παρείχε ανελλιπώς και το οποίο πρέπει να συνυπολογιστεί στις τακτικές του αποδοχές, κατά παραδοχή ως βάσιμου του δεύτερου λόγου του ενάγοντος, κατά το τρίτο σκέλος αυτού και απορριπτόμενου του ιδίου λόγου, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, με το οποίο ο ενάγων παραπονείται ότι δεν συνυπολογίστηκε το επίδομα ιματισμού προς εξεύρεση των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχ. ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας =] 4.509,34 ευρώ. Συνεπώς αυτός δικαιούται για αναλογία δώρου Πάσχα 2019, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα κατά το οποίο εργάστηκε 36 ημέρες, το ποσό των (μηνιαίες αποδοχές 4.509,34 ευρώ χ 1/2 χ 1/15 για κάθε οκταήμερο εργασίας χ 4,63 οκταήμερα=) 695,95 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 323,77 ευρώ και συνεπώς δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 372,18 ευρώ. Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, για το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 1.11.2019, κατά το οποίο ο ενάγων εργάστηκε 185 ημέρες, το ποσό των (μηνιαίες αποδοχές 4.509,34 ευρώ Χ 2/25 για κάθε δεκαεννιαήμερο χ 9,74 δεκαεννιαήμερα=) 3.513,71 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.615,59 ευρώ, όπως προκύπτει από τη σχετική απόδειξη μισθοδοσίας και ορθά δέχθηκε η εκκαλουμένη και συνεπώς δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 1.898,12 ευρώ. Οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα από 2.6.2020 έως 9.6.2020 και από 15.6.2020 έως 15.9.2020, με βάση την εφαρμοζόμενη ΣΣΝΕ 2019, ανέρχονταν σε [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής + 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας + 84,33 ευρώ (1.204,77 χ 7%) επίδομα άγονης γραμμής + {(13 ημέρες Σαββάτου ήτοι 6/6, 20/6, 27/6, 4/7, 11/7, 18/7, 25/7, 1/8, 8/8, 22/8, 29/8, 5/9 και 12/9 και 2 αργίες ήτοι 15/8 και 14/9 για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ήτοι συνολικά 15 ημέρες χ 12 ώρες χ 10,44 ευρώ =) 1.879,20 ευρώ + (86 ημέρες καθημερινές και Κυριακές χ 4 ώρες χ 8,70 ευρώ = ) 2.992,80 ευρώ = 4.872,00 ευρώ/101ημέρες επί 30 =)} 1.447,13 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης κατά το εν λόγω διάστημα (και όχι το ποσό των 2.063,28 ευρώ όπως αβάσιμα παραπονείται ο ενάγων με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του κατά το πρώτο σκέλος αυτού, ο οποίος τυγχάνει απορριπτέος ούτε η μηνιαία καταβαλλόμενη από την εργοδότρια κατ’αποκοπή αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση που αντιστοιχεί σε 35 ώρες εργασίας κατά τα Σάββατα και σε 31 ώρες εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές, όπως αβάσιμα παραπονούνται οι εναγόμενες με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους κατά το πρώτο σκέλος αυτού, ο οποίος επίσης τυγχάνει απορριπτέος) + 285,04 ευρώ (69,04+185,84+ 604,10+100,64= 959,62/101 ημέρες χ 30) το οποίο, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις μισθοδοσίας για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, κατέβαλε η πρώτη εναγομένη στον ενάγοντα με την αιτιολογία <<ποσοστά θαλαμηπόλων>> ως αντάλλαγμα της εργασίας που παρείχε ανελλιπώς και το οποίο πρέπει να συνυπολογιστεί στις τακτικές του αποδοχές, κατά παραδοχή ως βάσιμου του δεύτερου λόγου του ενάγοντος, κατά το τρίτο σκέλος αυτού και απορριπτόμενου του ιδίου λόγου, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, με το οποίο ο ενάγων παραπονείται ότι δεν συνυπολογίστηκε το επίδομα ιματισμού προς εξεύρεση των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχ. ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας =] 4.356,31 ευρώ. Συνεπώς αυτός δικαιούται για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020, κατά το οποίο εργάστηκε 101 ημέρες, το ποσό των (μηνιαίες αποδοχές 4.356,31 ευρώ Χ 2/25 για κάθε δεκαεννιαήμερο χ 5,32 δεκαεννιαήμερα=) 1.854,05 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 883,67 ευρώ, όπως προκύπτει από τη σχετική απόδειξη μισθοδοσίας και ορθά δέχθηκε η εκκαλουμένη και συνεπώς δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 38 ευρώ, το οποίο πρέπει να καταβληθεί σε αυτόν με το νόμιμο τόκο από την 1.1.2021 (για την εκ του νόμου τασσόμενη ημέρα καταβολής του δώρου Χριστουγέννων, ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες βλ. Ολ.Α.Π. 40/2002, A.Π. 286/2013, Μον.Εφ.Πειρ. 59/2004 Μον. Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), κατά παραδοχή ως βάσιμου του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγομένων (υπό στοιχ. Β) κατά το δεύτερο σκέλος αυτού με το οποίο πλήττει την εκκαλουμένη, καθ’ό μέρος επιδίκασε στον ενάγοντα την αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020 με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της εργασιακής του σχέσης (15.9.2020). Περαιτέρω, από τις προσκομισθείσες νόμιμα από τις εναγόμενες, αποδείξεις μισθοδοσίας, αποδείχθηκε ότι το έτος 2019 το πλοίο εκτέλεσε το μήνα Ιανουάριο 0,60 εξπρές δρομολόγια, το μήνα Ιούλιο 0,70 εξπρές δρομολόγια, το μήνα Αύγουστο 0,60 εξπρές δρομολόγια και το μήνα Σεπτέμβριο 0,40 εξπρές δρομολόγια, ήτοι συνολικά 2,3 εξπρές δρομολόγια, για τα οποία ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως αμοιβή το ποσό των (4.509,34 χ 1/30 = 150,32 χ 2,3 εξπρές δρομολόγια =) 345,72 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 164,22 ευρώ, όπως προκύπτει από τις σχετικές αποδείξεις μισθοδοσίας και ορθά δέχθηκε η εκκαλουμένη και συνεπώς δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 181,50 ευρώ. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι το έτος 2020 το πλοίο εκτέλεσε το μήνα Ιούνιο 0,80 εξπρές δρομολόγια, το μήνα Ιούλιο 2,1 εξπρές δρομολόγια και το μήνα Αύγουστο 4,2 εξπρές δρομολόγια, ήτοι συνολικά 7,1 εξπρές δρομολόγια, για τα οποία ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως αμοιβή το ποσό των (4.356,31 χ 1/30 = 145,21 χ 7,1 εξπρές δρομολόγια =) 1.031,00 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 507,51 ευρώ, όπως προκύπτει από τις σχετικές αποδείξεις μισθοδοσίας και ορθά δέχθηκε η εκκαλουμένη και συνεπώς δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 523,49 ευρώ, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος (υπό στοιχ. Α), κατά το πρώτο, δεύτερο και τέταρτο σκέλος αυτού, με τον οποίο παραπονείται ότι για την εξεύρεση των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του με σκοπό τον υπολογισμό του επιδόματος εξπρές δεν συνυπολογίστηκαν το επίδομα ιματισμού και η μηνιαία αναλογία των δώρων εορτών καθώς και ότι συνυπολογίστηκε μικρότερος μέσος όρος υπερωριακής εργασίας, απορριπτόμενου ωσαύτως του τέταρτου λόγου της έφεσης των εναγομένων (υπό στοιχ. Β) με τον οποίο παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη κατά τον υπολογισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος με σκοπό την εξεύρεση της αμοιβής του για δρομολόγια εξπρές, δεν υπολόγισε ορθά τον μέσο όρο της υπερωριακής του εργασίας και κατά παραδοχή του ανωτέρω (τρίτου) λόγου της υπό στοιχ. Α) έφεσης κατά το τρίτο σκέλος αυτού, με τον οποίο ο ενάγων παραπονείται ότι η εκκαλουμένη, για τον ίδιο λόγο, δεν συνυπολόγισε στις τακτικές του αποδοχές το μέσο όρο από τα ποσοστά που ελάμβανε για την εργασία του στο μπαρ του πλοίου. Περαιτέρω, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του, ο ενάγων δικαιούνταν να λάβει για το έτος 2019, 2 διανυκτερεύσεις το μήνα Μάιο, 2 διανυκτερεύσεις το μήνα Ιούνιο, 1 διανυκτέρευση το μήνα Ιούλιο, 1 διανυκτέρευση το μήνα Αύγουστο, 1 διανυκτέρευση το μήνα Σεπτέμβριο και 2 διανυκτερεύσεις το μήνα Οκτώβριο [μη συνυπολογιζομένων συνεπώς των μηνών Ιανουαρίου και Απριλίου του έτους 2019 που δεν εργάστηκε καθ’ολη τη διάρκειά τους, κατά παραδοχή ως βάσιμου του πέμπτου λόγου της έφεσης (υπό στοιχ. Β) των εναγομένων μόνο κατά το σκέλος με το οποίο πλήττει την εκκαλουμένη επειδή έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται αποζημίωση μη χορήγησης διανυκτέρευσης και για τους μήνες αυτούς και απορριπτόμενου αυτού κατά τα λοιπά], έλαβε όμως, όπως συνομολογεί, 1 διανυκτέρευση τον μήνα Μάιο και επομένως δικαιούνταν να λάβει 8 διανυκτερεύσεις. Οι εναγόμενες δεν προσκομίζουν το ημερολόγιο του πλοίου ώστε να αποδείξουν τον ισχυρισμό τους ότι ο ενάγων έλαβε τις διανυκτερεύσεις που δικαιούνταν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ενώ από τις αποδείξεις πληρωμής αποδεικνύεται ότι δεν του χορηγήθηκε η δικαιούμενη αντί της διανυκτέρευσης αποζημίωση. Σημειωτέον ότι αβάσιμος κρίνεται ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι το πλοίο διανυκτέρευσε σε συγκεκριμένες ημερομηνίες στο λιμάνι του Πειραιά και ότι ο ενάγων είχε τη δυνατότητα να αποχωρήσει, καθώς η διανυκτέρευση εκτός πλοίου δεν γίνεται με πρωτοβουλία των μελών του πληρώματος αλλά με άδεια του Πλοιάρχου, η οποία καταγράφεται στο ημερολόγιο του πλοίου. Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται να λάβει για αποζημίωση μη χορηγηθείσας άδειας διανυκτέρευσης για το έτος 2019, το ποσό των (1.204,77 ευρώ/22 ημέρες = 54,76 ευρώ χ 8 διανυκτερεύσεις =) 438,16 ευρώ. Επίσης για το έτος 2020, ο ενάγων δικαιούνταν να λάβει 1 διανυκτέρευση το μήνα Ιούλιο και 1 διανυκτέρευση το μήνα Αύγουστο [μη συνυπολογιζομένων συνεπώς των μηνών Ιουνίου και Σεπτεμβρίου του έτους 2020 που δεν εργάστηκε καθ’ολη τη διάρκειά τους], ήτοι 2 διανυκτερεύσεις, τις οποίες δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε ούτε ότι του χορηγήθηκε η δικαιούμενη αντί της διανυκτέρευσης αποζημίωση. Συνεπώς δικαιούται να λάβει για αποζημίωση μη χορηγηθείσας άδειας διανυκτέρευσης για το έτος 2020, το ποσό των (1.204,77 ευρώ/22 ημέρες = 54,76 ευρώ χ 2 διανυκτερεύσεις =) 109,52 ευρώ.
Κατ’ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν και μη ανατραπέν μέρος της για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η μεν πρώτη ως κυρία του πλοίου, μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και έως την αξία αυτού, η δε δεύτερη ως ασκούσα τον εφοπλισμό και την οικονομική εκμετάλλευση αυτού να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (7.354,27 + 372,18 + 1.898,12 + 970,38 + 181,50 + 523,49 + 438, 16 + 109,52 =) 11.847,62 ευρώ, όλα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολόγησης του ενάγοντος, ήτοι από 16.09.2020, μέχρις εξοφλήσεως εκτός από το κονδύλιο του δώρου Χριστουγέννων 2020, το οποίο οφείλεται νομιμότοκα από την 01.01.2021, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω. Τέλος, ενόψει του ότι με την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής με την οποία καθορίσθηκαν τα δικαστικά έξοδα πρέπει αυτά, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων αυτών του ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.
Δέχεται αυτές τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν, κατά τα ειδικότερα στο σκεπτικό.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, υπ’ αριθμ. 1765/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.
Κρατεί και δικάζει την από 16.12.2020 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……/2020) αγωγή.
Δέχεται αυτήν εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη.
Υποχρεώνει τις εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, τη μεν πρώτη ως κυρία του πλοίου, μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και έως την αξία αυτού, τη δε δεύτερη ως ασκούσα τον εφοπλισμό και την οικονομική εκμετάλλευση αυτού, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των έντεκα χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα επτά ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (11.847,62) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολόγησης του ενάγοντος, ήτοι από 16.09.2020, μέχρις εξοφλήσεως εκτός από το κονδύλιο του δώρου Χριστουγέννων 2020, το οποίο οφείλεται νομιμότοκα από την 01.01.2021.
Καταδικάζει τις εναγόμενες στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 29 Οκτωβρίου 2024.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ