ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 495/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του αιτούντος : ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λάζαρο Γιατράκο (ΑΜΔΣΠ : ……….), ο οποίος κατέθεσε σημείωμα.
Της καθ’ ης η αίτηση : Της Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρίας (Ι.Κ.Ε.) με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στον Πειραιά, ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, ΑΦΜ : …….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Μηχιώτη – Κακολίρη (ΑΜΔΣΑ : ……….), ο οποίος κατέθεσε σημείωμα.
Ο αιτών ζήτησε να γίνει δεκτή η από 25-7-2024 αίτησή του, που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης γενικό …/2024 και ειδικό …./2024 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. παρ. 1 και 2 του άρθρου 724 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πέμπτο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος την 1.1.2016 – άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015) ορίζεται ότι ο δανειστής μπορεί με βάση διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων, καθώς και με οριστική απόφαση να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση ή ορίζεται ότι πρέπει να καταβληθεί με τη διαταγή πληρωμής. Ο νεωτερισμός που επέφερε ο ν. 4335/2015 είναι ότι πρόσθεσε ως τίτλο για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης ή επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης την οριστική δικαστική απόφαση επιπλέον, τόσο του τίτλου της διαταγής πληρωμής που προβλέπει και προέβλεπε η διάταξη και πριν την τροποποίησή της, όσο και της δικαστικής απόφασης που διατάσσει την εγγραφή της προσημείωσης, που προβλέπει το άρθρο 1274 ΑΚ και που το άρθρο 706 ΚΠολΔ τη ρυθμίζει ως ασφαλιστικό μέτρο, αν συντρέξουν οι κατά νόμο προϋποθέσεις για την επιβολή ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 682 ΚΠολΔ). Επειδή η διαταγή πληρωμής δεν παρουσιάζει περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης από την οριστική απόφαση που δέχθηκε την αγωγή και διέγνωσε την ισχύ της επικαλούμενης χρηματικής αξίωσης του δανειστή, αλλά απεναντίας υπάρχει υπεροχή της τελευταίας, κρίθηκε αναγκαία από το νομοθέτη η εισαγωγή της υφιστάμενης ρύθμισης, με την οποία καθιερώνεται και η οριστική απόφαση ως τίτλος για την αυτοδύναμη εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και για την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης (βλ. αιτιολογική έκθεση Ν. 4335/2015). Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής και πλέον και η οριστική απόφαση, είναι, και μάλιστα αμέσως μόλις εκδοθεί, δίχως να χρειάζεται η προηγούμενη επίδοσή της στον οφειλέτη, τίτλος για την αυτοδύναμη εκ μέρους του δανειστή επιβολή και του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης και την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης (Μπέη, Η χρησιμότητα της αυτοδύναμης συντηρητικής κατάσχεσης με διαταγή πληρωμής, Δ 1979, σ. 350 – 351). Ο οφειλέτης όμως και στην περίπτωση αυτή δύναται να αμυνθεί ασκώντας την προβλεπόμενη κατ’ άρθρο 724 παρ. 2 ΚΠολΔ αίτηση αναστολής της εκτέλεσης της συντηρητικής κατάσχεσης, για συγκεκριμένους όμως πλέον και ρητά προβλεπόμενους στο άρθρο αυτό λόγους, ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής ή την οριστική απόφαση και σε περίπτωση άσκησης ένδικων μέσων, ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση (ΤριμΕφΑθ 950/2022, ΜονΕφΑθ 2669/2023, ΜονΕφΑθ 349/2022 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), το οποίο και θα εκδικάσει την εν λόγω αίτηση κατά τη διαδικασία του άρθρου 702 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, το δικαστήριο, προκειμένου να χορηγήσει την αιτηθείσα αναστολή, πρέπει να πιθανολογήσει την εξόφληση ή την ανυπαρξία της χρηματικής απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Σε περίπτωση μερικής εξόφλησης ή μερικής ανυπαρξίας της απαίτησης, δύναται να διατάξει μερική αναστολή, τον περιορισμό δηλαδή αντίστοιχα του ποσού για το οποίο επιβλήθηκε η συντηρητική κατάσχεση. Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την ολική αναστολή εκτέλεσης των ασφαλιστικών μέτρων, που έχουν ως τίτλο διαταγή πληρωμής ή οριστική απόφαση, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 724 ΚΠολΔ παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο, ανεξάρτητα από την όποια δυνατότητα μερικής αναστολής της εκτέλεσής τους ή και παράλληλα με αυτή, να περιορίσει την εκτέλεσή τους σε ορισμένα μόνον περιουσιακά στοιχεία, εφόσον πείθεται ότι τα στοιχεία αυτά είναι επαρκή για την εξασφάλιση της απαίτησης. Ο όρος «αναστολή» του ασφαλιστικού μέτρου που χρησιμοποιείται στην προκειμένη διάταξη (724 παρ. 2 ΚΠολΔ), έχει την έννοια της ανάκλησης του ασφαλιστικού μέτρου (ΜονΕφΑθ 2669/2023 ο.α, Βαθρακοκοίλη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 1996, υπό άρθρο 724, αριθ. 9). Εξάλλου, η δυνάμει διαταγής πληρωμής ή οριστικής απόφασης εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου, αποτελεί ασφαλιστικό μέτρο (ΜονΕφΑθ 1313/2022, ΕφΠατρ 983/2009 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, Κατράς σε Σύστημα Ασφαλιστικών μέτρων κλπ, έκδοση Γ΄, παρ. 54, Στ.5, σ. 330) και ανεξάρτητα από τον τρόπο που γράφτηκε (δηλαδή όχι δυνάμει δικαστικής απόφασης) η ανάκλησή του διατάσσεται με τις διατάξεις των ασφαλιστικών μέτρων. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015, τίτλο για την αυτοδύναμη εκ μέρους του δανειστή επιβολή και του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης (και της προσημείωσης), ως εξασφαλιστικό μέτρο για την ικανοποίηση της απαίτησης που του επιδικάστηκε, και δη για το ποσό που αυτή αφορά, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων (Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Κ.Πολ.Δ II, 2000, 724, αριθ. 1, όπου παραπομπές σε νομολογία) αποτελεί και η οριστική απόφαση, ακόμη και αν δεν είναι προσωρινώς εκτελεστή, αφού κάτι τέτοιο δεν απαιτείται κατά το άρθρο, και μάλιστα μόλις εκδοθεί, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη επίδοσή της στον οφειλέτη (ΤριμΕφΘεσ 2480/2017 ΕλλΔνη 2017. 1737 με παρατηρήσεις Κατρά, ΕλλΔνη 2017. 1741, ΜονΕφΛαρ 6/2019 ΕφΑΔ 2019. 87, Κράνη, Οι τροποποιήσεις του ΚΠολΔ – Ν. 4335/2015, Εισήγηση σε ημερίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης, Φραγκουδάκη, Η οριστική απόφαση ως τίτλος εγγραφής προσημείωσης υποθήκης και επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης μετά την τροποποίηση του άρθρου 724 ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015, ΝοΒ 67. 13, αντίθετα Ρόκας, Ζητήματα από την εφαρμογή του νέου άρθρου 724 ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 2017. 127). Τέθηκε λοιπόν, το ζήτημα, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση, εάν η διάταξη του άρθρου 724 παρ. 1 ΚΠολΔ, κάνοντας λόγο για «οριστική απόφαση», εννοεί μόνο την καταψηφιστική απόφαση ή και την αναγνωριστική ή διαπλαστική απόφαση βάσει της οποίας είναι δυνατή η εγγραφή προσημείωσης ή επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης. Κατά την μάλλον κρατούσα στην θεωρία άποψη, η οριστική απόφαση που μπορεί να ενεργοποιήσει τη δυνατότητα επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης και εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, κατ’ άρθρο 724 ΚΠολΔ, θα πρέπει, κατά τη νομική της φύση, να είναι καταψηφιστική, και όχι απλώς αναγνωριστική ή διαπλαστική (Δημ. Τσικρικά, γνωμοδότηση σε ΕΠολΔ 2018, Ι. Ρόκα, άρθρο-μελέτη σε ΕλλΔνη 2017. 1297-1303, Ι. Κατρά, παρατηρήσεις στην ΕφΘεσ 2480/2017, ΕλλΔνη 2017. 1742), άποψη που φαίνεται να ενστερνίζεται και μέρος της νομολογίας (ΕφΑθ 6451/2019, ΕφΑθ 2549/2019 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Υπέρ της ανωτέρω άποψης συνηγορεί η διατύπωση της εν λόγω διάταξης που σύμφωνα με το γράμμα της επιτρέπει την εγγραφή προσημειώσεων υποθήκης και τη συντηρητική κατάσχεση «για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση». Επίσης, στην αιτιολογική έκθεση, όπου γίνεται αναφορά σε οριστική και μη καταστάσα τελεσίδικη απόφαση ως τίτλο αυτοδύναμης επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης (ή εγγραφής προσημείωσης υποθήκης), κατ’ άρθρο 724 ΚΠολΔ, κατά την άποψη αυτή δεν εννοεί οποιαδήποτε απόφαση αλλά καταφάσκει αίτημα παροχής έννομης προστασίας, εννοώντας προφανώς την πρωτόδικη καταψηφιστική απόφαση. Κατ’ άλλη διατυπωθείσα άποψη, η οριστική απόφαση που εκδίδεται με πλήρη απόδειξη για την ασφαλιστέα απαίτηση και συνεπώς παρέχει περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης σε σχέση με την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων (που αρκείται σε πιθανολόγηση), αποτελεί τίτλο για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης ή την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης, ακόμη και αν δεν είναι καταψηφιστική, αλλά αναγνωριστική απλώς της ασφαλιστέας απαίτησης (Δ. Κράνης, Αρμ. 2020, 2 και ο ίδιος σε Κεραμέα/ Κονδύλη/Νίκα, 2020, υπό άρθρο 724, σ. 223). Αιτιολογείται δε η άποψη αυτή εκ του γεγονότος ότι στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 4335/2015 αναφέρεται ότι η διαταγή πληρωμής «δεν παρουσιάζει περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης από την οριστική απόφαση που δέχθηκε την αγωγή και διέγνωσε την ισχύ της επικαλούμενης χρηματικής αξίωσης του δανειστή» και συνεπώς υπό την έννοια μόνο της διάγνωσης γίνεται με τη νέα ρύθμιση αναφορά σε οριστική απόφαση επιδικάζουσα την ασφαλιστέα απαίτηση (ΑΠ 251/2020 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, όπου αναδεικνύεται ο οικείος προβληματισμός χωρίς όμως να υιοθετείται συγκεκριμένη άποψη). Άλλωστε για την εγγραφή υποθήκης (ΑΚ 1263), όπως και για την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη (ΑΚ 1323 παρ. 2), αρκεί τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση για την ασφαλιστέα απαίτηση. Την τελευταία αυτή άποψη υιοθετεί και το Δικαστήριο τούτο, διότι, επιπλέον, σκοπός της διάταξης του άρθρου 724 ΚΠολΔ, είναι να αποτραπεί, μέσω της απαγόρευσης διάθεσης (άρθρο 715 παρ. παρ. 1, 4 ΚΠολΔ), ο επικείμενος κίνδυνος αποξένωσης του οφειλέτη από περιουσιακά του στοιχεία προς το σκοπό ματαίωσης της ικανοποίησης του δανειστή. Συγκεκριμένα, ο ως άνω επικείμενος κίνδυνος (άρθρο 682 παρ. 1 ΚΠολΔ) αποτελεί προϋπόθεση επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης, ανεξάρτητα από το αν η τελευταία επιβάλλεται κατόπιν δικαστικής απόφασης που τη διατάσσει (άρθρο 707 ΚΠολΔ), αρκούσης της πιθανολόγησης επικείμενου κινδύνου, ως προϋπόθεσης λήψης του ασφαλιστικού μέτρου (άρθρο 682 παρ. 1 ΚΠολΔ) ή αυτοδύναμα δυνάμει διαταγής πληρωμής ή οριστικής απόφασης, κατ’ άρθρο 724 ΚΠολΔ, η δε έλλειψη επικείμενου κινδύνου στην τελευταία περίπτωση θα αποδεικνύεται από τον οφειλέτη στο πλαίσιο αίτησης ανάκλησης του ασφαλιστικού μέτρου. Εξάλλου, στην περίπτωση που η εν λόγω απόφαση δεν έχει κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και ως εκ τούτου ο δανειστής δεν έχει δυνατότητα επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης, προκρίνεται ότι είναι επιβεβλημένη η διασφάλιση της μελλοντικής ικανοποίησης των απαιτήσεών του (όταν αποκτήσει εκτελεστό τίτλο) με την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης ή την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης. Μάλιστα, η χορήγηση στο δανειστή του δικαιώματος εγγραφής προσημείωσης υποθήκης προς το σκοπό της διασφάλισης της προνομιακής ικανοποίησης των απαιτήσεών του σε μελλοντικό χρόνο είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου κατά του οφειλέτη. Όπως γίνεται πλέον δεκτό, ακόμα και αν απορρίφθηκε αίτημα να κηρυχθεί η οριστική απόφαση προσωρινά εκτελεστή (ή αν δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα), δεν θίγεται η δυνατότητα εγγραφής προσημείωσης υποθήκης ή επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης με βάση την απόφαση αυτή, καθόσον η απόρριψη του αιτήματος αυτού εμποδίζει μεν την ικανοποίηση, μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης, της επίδικης απαίτησης, δεν εμποδίζει, όμως, τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, όπως είναι η προσημείωση υποθήκης και η συντηρητική κατάσχεση (ΤριμΕφΛαρ 190/2020 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΘεσ 2480/2017 ΕλλΔνη 2017. 1737 και Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 1313/2022 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 1033/2019 ΕφΑΔ 2020. 399, ΜονΕφΛαρ 6/2019 ΕφΑΔ 2019. 87 και Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 2647/2018 ΝοΒ 2018. 1658 και Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ,). Δηλαδή, ο νομοθέτης, αλλά και η πρόσφατη προεκτιθέμενη νομολογία, αποσυνδέει τη νέα ρύθμιση από την εκτελεστότητα της οριστικής απόφασης, και συνεπώς, κατά την άποψη τούτου του Δικαστηρίου, και από τον καταψηφιστικό της χαρακτήρα, ως τίτλου, κατά το άρθρο 724 ΚΠολΔ (ΤριμΕφΑθ 1814/2023, ΤριμΕφΑθ 950/2022, ΜονΕφΑθ 2669/2023, ΜονΕφΑθ 1313/2022, ΜονΕφΑθ 349/2022 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, Δ. Κράνης, ο.α, σ. 225). Εξάλλου, με δεδομένο ότι τα ασφαλιστικά μέτρα αποσκοπούν, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 682 παρ. 1 ΚΠολΔ, στην εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης για να αντιμετωπισθεί επείγουσα περίπτωση ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κατ’ άρθρο 724 παρ. 2 ΚΠολΔ αναστολή εκτέλεσης των ασφαλιστικών μέτρων που στηρίζονται σε οριστική απόφαση [για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου και η ανάκληση αυτών (ασφαλιστικών μέτρων)] δικαιολογείται όχι μόνον όταν η ασφαλιζόμενη απαίτηση έχει εξοφληθεί ή είναι ανύπαρκτη, αλλά και όταν δεν πιθανολογείται επικείμενος κίνδυνος ή επείγουσα περίπτωση για την επιβολή τους, εφαρμοζόμενη η ως άνω διάταξη του άρθρου 724 παρ. 2 ΚΠολΔ αναλογικά (Δ. Κράνη, Συντηρητική κατάσχεση χρηματικής απαίτησης στα χέρια τρίτου με τίτλο διαταγή πληρωμής, ΕλλΔνη 56, 975-986, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμ.ΚΠολΔ, τόμος Δ΄, υπό άρθρο 724, παρ. 7, σ. 263). Απαιτώντας ο νόμος επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση, εννοεί προφανώς την ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης για έκτακτη δικαστική προστασία του διαδίκου, δικαιολογημένη από τη συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών και συγκεκριμένα κινδύνου ματαίωσης της ικανοποίησης της απαίτησης λόγω πιθανολόγησης αποξένωσης του οφειλέτη από την κατασχετή περιουσία του, έτσι ώστε να είναι αδύνατη στο μέλλον η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν κάποτε ο δανειστής θα αποκτήσει τίτλο εκτελεστό, μετά τον τερματισμό της διαγνωστικής δίκης ή επείγουσα περίπτωση της παρούσας στιγμής, ως τέτοιας νοουμένης εκείνης, η οποία χρήζει άμεσης ρύθμισης με δικαστική παρέμβαση, λόγω ανάγκης για ταχεία προστασία του ουσιαστικού δικαιώματος, το οποίο πρέπει να ασφαλιστεί από το δικαιούχο, για να μην προξενηθεί, από τη βραδύτητα της επίλυσης της διαφοράς, ουσιώδης και αναπότρεπτος κίνδυνος (ΤριμΕφΠειρ 253/2024, ΜονΕφΠατρ 466/2021, ΜονΕφΠειρ 526/2020, ΜονΕφΑθ 300/2019 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).
II. Με την υπό κρίση αίτησή του, όπως παραδεκτά συμπληρώθηκε και διορθώθηκε με σχετική δήλωση του αιτούντος γενόμενη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο και περιλαμβανόμενη στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, καθώς και στο έγγραφο σημείωμά του (άρθρο 224 ΚΠολΔ), ο αιτών εκθέτει ότι η καθ’ ης η αίτηση Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρία (ΙΚΕ) με την επωνυμία «………….» και η ………… άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εναντίον του ίδιου (αιτούντος) και της Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρίας (ΙΚΕ) με την επωνυμία «Ζ………….» την από 11-3-2022 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2022 αγωγή τους, με την οποία ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι οι ανωτέρω εναγόμενοι υποχρεούνται να τους καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος σε εκάστη των εναγουσών ποινική ρήτρα ποσού 50.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, άλλως επικουρικά το ποσό των 4.274,50 ευρώ προς αποκατάσταση της ζημίας τους από πράξεις μεσιτείας, καθώς και το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση. Ακολούθως, ιστορεί ότι επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό 3566/2023 οριστική αναγνωριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), η οποία, αφού απέρριψε την αγωγή ως προς τη δεύτερη ενάγουσα ……… και ως προς τη δεύτερη εναγόμενη «.…….», έκανε εν μέρει δεκτή αυτή (αγωγή) ως προς τον αιτούντα και αναγνώρισε ότι ο τελευταίος υποχρεούται να καταβάλει στην καθ’ ης η αίτηση το συνολικό ποσό των 23.902,59 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφλησή της, ήτοι 20.000 ευρώ για ποινική ρήτρα και 2.228,59 ευρώ για μη αποδοθείσα αμοιβή και 1.674,00 ευρώ για συνδρομές άλλων μεσιτών, ενώ επίσης, καταδίκασε τον αιτούντα σε μέρος των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης ποσού 770,00 ευρώ, καταδίκασε την ενάγουσα …….. στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του αιτούντος ποσού 1.000,00 ευρώ και καταδίκασε τις ενάγουσες εις ολόκληρον έκαστην στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης «……..» ποσού 1.000,00 ευρώ. Ακόμα, αναφέρει ότι κατά της ως άνω απόφασης ο ίδιος (αιτών) άσκησε την από 13-3-2024 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου …./2024 και ΓΑΚ/ΕΑΚ του παρόντος Δικαστηρίου …/…/2024 έφεσή του, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί την 21-11-2024, η δε υπόθεση έχει πλέον μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Στη συνέχεια, εκθέτει ότι πριν την υποβολή της κρινόμενης αίτησής του η καθ’ ης, με τίτλο την ανωτέρω με αριθμό 3566/2023 οριστική αναγνωριστική απόφαση, επέβαλε συντηρητική κατάσχεση στις χρηματικές απαιτήσεις, που ο αιτών διατηρεί ή πρόκειται να αποκτήσει στο μέλλον προς τις ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες με την επωνυμία ………………, εις χείρας των οποίων ως τρίτων επιβλήθηκε η ένδικη συντηρητική κατάσχεση, δυνάμει του από 30-1-2024 κατασχετηρίου εγγράφου της καθ’ ης, που επιδόθηκε τόσο στον αιτούντα όσο και στις ως άνω τράπεζες ως τρίτες και με το οποίο οι τελευταίες επιτάσσονται να μην καταβάλλουν το συντηρητικώς κατασχεθέν ποσό των 27.215,78 ευρώ στον αιτούντα, αλλά να το κρατήσουν, ποσό το οποίο περιλαμβάνει το προαναφερόμενο ποσό, το οποίο αναγνώρισε ως οφειλόμενο η εκκαλουμένη απόφαση πλέον τόκων και εξόδων. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η ένδικη συντηρητική κατάσχεση είναι άκυρη, διότι 1) ο τίτλος, βάσει του οποίου επιβλήθηκε, ως οριστική αναγνωριστική δικαστική απόφαση και όχι ως καταψηφιστική, δεν αποτελεί νόμιμο τίτλο επιβολής έγκυρης συντηρητικής κατάσχεσης και 2) η συντηρητική κατάσχεση επιβλήθηκε χωρίς να υφίσταται επικείμενος κίνδυνος ματαίωσης της ικανοποίησης της απαίτησης της καθ’ ης, καθώς ο ίδιος (αιτών) διαθέτει ακίνητη περιουσία κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αίτηση, η αξία της οποίας, που υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ, επαρκεί προς εξασφάλιση της απαίτησης, που αναγνωρίστηκε πρωτοδίκως, ενώ και η διατήρηση της συντηρητικής κατάσχεσης είναι ιδιαιτέρως επιζήμια για τον ίδιο και τα μέλη της οικογενείας του και ιδίως για τα δύο ενήλικα τέκνα του, τα οποία εξακολουθούν να εξαρτώνται οικονομικά από τον ίδιο (αιτούντα), και καθότι δεσμεύει τον αιτούντα υπέρμετρα στην καθημερινή διαβίωσή του. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί, κατά τη δέουσα εκτίμηση, να ανασταλεί η ενέργεια (εκτελεστότητα) της με αριθμό 3566/2023 οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που ήδη έχει εκκληθεί, ως τίτλου αυτοδύναμης επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ως άνω ασκηθείσας έφεσής του, άλλως να ανακληθεί, κατ’ άρθρο 724 παρ. 2 ΚΠολΔ, η επιβληθείσα σε βάρος του και εις χείρας των ως άνω τραπεζών ως τρίτων συντηρητική κατάσχεση δυνάμει του από 30-1-2024 κατασχετηρίου εγγράφου για το ποσό των 27.215,78 ευρώ, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της ως άνω έφεσής του. Ζητεί ακόμα να καταδικαστεί η καθ’ ης στα δικαστικά του έξοδα. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αίτηση παραδεκτά και αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο, που έχει καταστεί δικαστήριο της κύριας δίκης, ως εκ της άσκησης ενώπιον του της από 13-3-2024 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2024 έφεσης του αιτούντος κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 3566/2023 οριστικής απόφασης, η οποία (έφεση) προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της 21ης-11-2024 (άρθρο 724 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 697 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), χωρίς να απαιτείται ταυτόχρονη συζήτηση της αίτησης με την κύρια υπόθεση (ΤριμΕφΠειρ 253/2024 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Πλην όμως, κατά το μέρος που η αίτηση εισάγει αίτημα αναστολής εκτελεστότητας της με αριθμό 3566/2023 οριστικής αναγνωριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς την αυτοδύναμη δυνατότητα επιβολής, βάσει αυτής, συντηρητικής κατάσχεσης, τυγχάνει απαράδεκτη ως άνευ (δικαιοδοτικού) αντικειμένου και ως εκ τούτου απορριπτέα, δοθέντος ότι στην προκειμένη περίπτωση έχει ήδη επέλθει η έννομη συνέπεια, την οποία επιχειρεί να αποτρέψει ο αιτών, που είναι η μη επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης στους τραπεζικούς λογαριασμούς του με τίτλο την ως άνω οριστική και ήδη εκκαλουμένη απόφαση, αφού η συντηρητική κατάσχεση έχει ήδη επιβληθεί δια της επιδόσεως του από 30-1-2024 κατασχετηρίου εγγράφου στον αιτούντα και στις ως άνω τράπεζες ως τρίτες, κατά τρόπο ώστε να μην νοείται πλέον (προληπτική) αναστολή εκτελεστότητας αυτής. Μη νόμιμο και απορριπτέο είναι και το αίτημά της να ανακληθεί κατ’ άρθρο 724 παρ. 2 ΚΠολΔ η επιβληθείσα δυνάμει του ένδικου κατασχετηρίου εγγράφου συντηρητική κατάσχεση εις χείρας των πιο πάνω τρίτων ανώνυμων τραπεζικών εταιριών λόγω βλάβης του αιτούντος, εφόσον ο τελευταίος δεν επικαλείται μερική ή ολική εξόφληση, ανυπαρξία ή απόσβεση της χρηματικής απαίτησης της καθ’ ης, δανείστριας, που αναγνωρίστηκε με τη με αριθμό 3566/2023 οριστική αναγνωριστική απόφαση, προς εξασφάλιση της οποίας λήφθηκε, ως ασφαλιστικό μέτρο, η επιβολή της ένδικης συντηρητικής κατάσχεσης. Μη νόμιμος και απορριπτέος είναι και ο πρώτος λόγος της υπό κρίση αίτησης, ήτοι του μη νόμιμου τίτλου της εις χείρας τρίτων ένδικης συντηρητικής κατάσχεσης λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα της εκτελεσθείσας με αριθμό 3566/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθόσον κατά την άποψη που κρίνεται ορθότερη από το Δικαστήριο τούτο και αναπτύχθηκε στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη, η οριστική απόφαση, έστω και αναγνωριστική, παρέχει περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης, σε σχέση με την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, που αρκείται απλώς σε πιθανολόγηση και συνεπώς, αποτελεί η οριστική αναγνωριστική απόφαση νόμιμο τίτλο επιβολής από το δανειστή χρηματικής απαίτησης, συντηρητικής κατάσχεσης στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου, για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση (άρθρο 724 παρ. 1 ΚΠολΔ). Αρκεί στην περίπτωση αυτή η οριστική αναγνωριστική απόφαση για την ασφαλιστέα απαίτηση, λαμβανομένου υπόψη και του σκοπού της διάταξης του άρθρου 724 ΚΠολΔ, που είναι να αποτραπεί ο επικείμενος κίνδυνος αποξένωσης του οφειλέτη από περιουσιακά του στοιχεία προς το σκοπό ματαίωσης της ικανοποίησης του δανειστή. Κατά συνέπεια, είναι νόμιμη η επιβολή ασφαλιστικού μέτρου συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτων σε βάρος του αιτούντος, με τίτλο την οριστική αναγνωριστική με αριθμό 3566/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία). Κατά τα λοιπά, η αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 682 παρ. 1, 697, 702 παρ. 1, 724 και 176 ΚΠολΔ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα (δεν εξετάστηκε μάρτυρας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου), που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), πιθανολογούνται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η καθ’ ης η αίτηση Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρία (ΙΚΕ) με την επωνυμία «……….» και η ………… άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εναντίον του αιτούντος και της Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρίας (ΙΚΕ) με την επωνυμία «…………» την από 11-3-2022 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2022 αγωγή τους, με την οποία ζήτησαν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του αιτούντος, προσωπικά και υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης των εναγόμενων, καθώς και της τελευταίας να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος, σε κάθε ενάγουσα, τη συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα, που κατέπεσε, ποσού 50.000 ευρώ, άλλως επικουρικά να καταβάλουν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον έκαστος σε κάθε ενάγουσα το ποσό των 4.274,50 ευρώ προς αποκατάσταση της ζημίας τους από πράξεις μεσιτείας, καθώς και να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος σε καθεμία από τις ενάγουσες το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η με αριθμό 3566/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφενός απορρίφθηκε η αγωγή ως προς τη δεύτερη ενάγουσα ………… και ως προς τη δεύτερη εναγόμενη «……….», αφετέρου έγινε εν μέρει δεκτή αυτή (αγωγή) ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν ως προς τον αιτούντα και αναγνωρίστηκε ότι ο τελευταίος υποχρεούται να καταβάλει στην καθ’ ης η αίτηση το συνολικό ποσό των 23.902,59 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφλησή της, ήτοι 20.000 ευρώ για μειωμένη ποινική ρήτρα και 2.228,59 ευρώ για μη αποδοθείσα αμοιβή από μεσιτικές πράξεις και 1.674,00 ευρώ για οφειλόμενες συνδρομές άλλων μεσιτών, ενώ επίσης, καταδικάστηκε ο αιτών σε μέρος των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης ποσού 770,00 ευρώ, καταδικάστηκε η ενάγουσα …………. στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του αιτούντος ποσού 1.000,00 ευρώ και καταδικάστηκαν οι ενάγουσες εις ολόκληρον έκαστη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης «………» ποσού 1.000,00 ευρώ. Περαιτέρω, με βάση την εκκαλουμένη απόφαση (3566/2023), η καθ’ ης η αίτηση προέβη σε συντηρητική κατάσχεση στις χρηματικές απαιτήσεις που διατηρεί ή πρόκειται να δημιουργήσει στο μέλλον ο αιτών προς τις ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες με την επωνυμία ………….., εις χείρας των οποίων ως τρίτων επιβλήθηκε η συντηρητική κατάσχεση για το ποσό των 27.215,78 ευρώ, δυνάμει του από 30-1-2024 κατασχετηρίου εγγράφου της καθ’ ης, που επιδόθηκε τόσο στον αιτούντα όσο και στις ως άνω τράπεζες ως τρίτες και με το οποίο οι τελευταίες επιτάσσονται να μην καταβάλλουν το συντηρητικώς κατασχεθέν ποσό των 27.215,78 ευρώ στον αιτούντα, αλλά να το κρατήσουν, συμμορφούμενες προς τις επιταγές των άρθρων 724 παρ. 1 και 712 παρ. 1 ΚΠολΔ, ποσό το οποίο περιλαμβάνει το προαναφερόμενο ποσό, το οποίο αναγνώρισε ως οφειλόμενο η εκκαλουμένη απόφαση πλέον τόκων και εξόδων (23.902,59 + 2.543,19 + 770,00). Οι ως άνω τράπεζες, με τις δηλώσεις τους ως τρίτες ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών (βλ. τις δηλώσεις τρίτου, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η καθ’ ης, με την επισήμανση ότι η προσκομιζόμενη δήλωση της «…………» ως τρίτης αφορά σε άλλη υπόθεση), ήδη δήλωσαν κατ’ άρθρο 985 ΚΠολΔ τα συντηρητικώς κατασχεθέντα ποσά στους σχετικούς λογαριασμούς του αιτούντος, τα οποία δεν υπερβαίνουν το συνολικό ποσό των 413,32 ευρώ. Κατά της ως άνω απόφασης, που αποτελεί το νόμιμο τίτλο για την επιβολή της ένδικης συντηρητικής κατάσχεσης, ο αιτών ήδη άσκησε την από 13-3-2024 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ……../2024 και ΓΑΚ/ΕΑΚ του παρόντος Δικαστηρίου …………./2024 έφεσή του, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 21ης-11-2024. Εξάλλου, ο αιτών ισχυρίζεται ότι είναι κύριος σημαντικής ακίνητης περιουσίας, η οποία επαρκεί για την εξασφάλιση της ένδικης απαίτησης, όπως αυτή αναγνωρίστηκε πρωτοδίκως, την οποία (απαίτηση) σε κάθε περίπτωση αρνείται με την ένδικη έφεσή του. Ως προς τον προβαλλόμενο αυτό ισχυρισμό αναφορικά με την ακίνητη περιουσία του τελευταίου, λεκτέα τα ακόλουθα: Ο αιτών, κάτοικος Πειραιώς, είναι κύριος α) ποσοστού 18,75 % εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας σε οριζόντια ιδιοκτησία επιφάνειας 62,86 τ.μ., σε υπόγειο οικοδομής κείμενης στην …… στην οδό …….., ελεύθερου βαρών, καθώς και β) ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας και ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου ψιλής κυριότητας σε οριζόντια ιδιοκτησία επιφάνειας 107,60 τ.μ. στον πρώτο όροφο της ίδιας ως άνω οικοδομής, το οποίο είναι βεβαρημένο με υποθήκη εγγραφείσα την 20-6-2006 υπέρ της «……….», για ασφαλιζόμενη απαίτηση ποσού 141.250 ευρώ, προερχόμενη από σύμβαση στεγαστικού δανείου, που πιθανολογείται ότι εξυπηρετείται κανονικά. Επίσης, ο αιτών είναι κύριος γ) ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας και ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου ψιλής κυριότητας σε οριζόντια ιδιοκτησία επιφάνειας 107,60 τ.μ. στο δεύτερο όροφο της ίδιας ως άνω οικοδομής, το οποίο είναι βεβαρημένο α) με προσημείωση υποθήκης εγγραφείσα την 12-5-2023 δυνάμει της με αριθμό ………./2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για ασφαλιζόμενη απαίτηση ποσού 30.000 ευρώ και β) με αναγκαστική κατάσχεση εγγραφείσα την 8-11-2023 δυνάμει της με αριθμό …./2023 κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιμελητή …….., για το ποσό των 32.872,79 ευρώ, αμφότερες υπέρ της εδρεύουσας στο ……….. Ιρλανδίας αλλοδαπής εταιρίας «……..». Ωστόσο, πιθανολογείται ότι η προρρηθείσα αλλοδαπή εταιρία δεν διατηρεί πλέον απαίτηση κατά του αιτούντος από την ανωτέρω διαταγή πληρωμής (βλ. τις καταχωρήσεις στο Ελληνικό Κτηματολόγιο και δη στο Κτηματολογικό Γραφείο Πελοποννήσου για τα ακίνητα με ΚΑΕΚ …….., ……… και ……. αντίστοιχα, την από 9-5-2024 βεβαίωση της «………», την εν λόγω σύμβαση στεγαστικού δανείου και την από 15-4-2024 κίνηση λογαριασμού του αυτού δανείου, την προλεχθείσα διαταγή πληρωμής, καθώς και την από 20-5-2024 βεβαίωση της εταιρίας «………..», για λογαριασμό της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας). Η δε αντικειμενική αξία της προαναφερθείσας ακίνητης περιουσίας του αιτούντος ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 145.681,67 ευρώ (βλ. την πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου / ΕΝΦΙΑ έτους 2024 από την ΑΑΔΕ). Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα παραπάνω εκτεθέντα, πρόκειται για ποσοστά εξ αδιαιρέτου σε υπόγειο διαμέρισμα ή διαμέρισμα πρώτου και δεύτερου ορόφου είτε πλήρους είτε ψιλής κυριότητας, στην ……, για τα οποία δεν αναμένεται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, σε περίπτωση επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του αιτούντος, εκδήλωση ενδιαφέροντος από υπερθεματιστή, πέραν του ότι το ένα από αυτά εξακολουθεί να είναι βεβαρημένο με υποθήκη υπέρ τράπεζας, όπως προαναφέρθηκε. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο αιτών περιορίζεται στην ένδικη αίτησή του να αναφέρει ότι είναι πατέρας δύο ενήλικων τέκνων, εκ των οποίων η θυγατέρα του είναι νέα δικηγόρος στο ξεκίνημα της καριέρας της και ο υιός του είναι φοιτητής και συνεπώς, αμφότεροι χρειάζονται ακόμα, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, την οικονομική στήριξη του πατέρα τους. Πλην όμως, ο αιτών – πέραν της προπεριγραφόμενης ακίνητης περιουσίας του – ουδέν αναφέρει για την εν γένει οικονομική και περιουσιακή κατάστασή του στον παρόντα ή και μελλοντικό χρόνο, ούτε άλλωστε προσκομίζει σχετικό με αυτά έγγραφο (πέραν της προαναφερθείσας πράξης ΕΝΦΙΑ από την ΑΑΔΕ), καθότι ουδέν μνημονεύει, ιδίως για τα εν γένει εισοδήματά του και τις τρέχουσες οικονομικές υποχρεώσεις του (εκτός της ως άνω δανειακής υποχρέωσης και της υποχρέωσης διατροφής των ενηλίκων τέκνων του, όπως επικαλείται), καθώς δεν διευκρινίζει αν εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας ή με άλλη μορφή εργασιακής σχέσης, ή είναι άνεργος, αν έχει άλλα έσοδα και σε καταφατική περίπτωση από ποια αιτία ή πηγή προέρχονται αυτά και σε ποιο ποσό κυμαίνονται κατά μήνα. Με βάση όμως, τις προδιαληφθείσες παραδοχές και αφού ληφθούν υπόψη α) το είδος και η αξία των εμπράγματων δικαιωμάτων του αιτούντος με τις προρρηθείσες επισημάνσεις, β) το μικρό ποσό, που κατασχέθηκε συντηρητικά στους τραπεζικούς λογαριασμούς του αιτούντος, σε σχέση με το μεγάλο ύψος της ένδικης απαίτησης, που αναγνωρίστηκε πρωτοδίκως και της οποίας επιδιώκεται η εξασφάλιση από την καθ’ ης με το επιβληθέν ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτων, γ) η απουσία κεφαλαίων, που αναμένεται να κατατεθούν στους συντηρητικώς κατασχεθέντες λογαριασμούς του αιτούντος, καθώς και δ) η πιθανολογούμενη εν γένει επισφαλής οικονομική κατάσταση του ίδιου, σαφώς δεν πιθανολογείται η έλλειψη επικείμενου κινδύνου ματαίωσης της ικανοποίησης της ένδικης απαίτησης της καθ’ ης, δανείστριας, και ως εκ τούτου, πρέπει η υπό κρίση αίτηση ανάκλησης της επιβληθείσας συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτων, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, καθότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 εδ. α, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 23η Οκτωβρίου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ