Αριθμός 579 /2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 26-5-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) έφεση της ανακόπτουσας της από 20-12-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) ανακοπής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 868/2015 οριστικής απόφασης του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω ανακοπή κατά την τακτική διαδικασία έχει ασκηθεί στις 29-5-2015 νομότυπα και εμπρόθεσμα καθόσον από τα έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και επίσης δεν έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον έχουν κατατεθεί το οριζόμενα παράβολα σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του εφετηρίου. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).
Με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: “Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου”. Η αρχή της ισότητας, η οποία καθιερώνεται με το άρθρο αυτό του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοιες καταστάσεις ή σχέσεις ή κατηγορίες προσώπων να μην τις μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο, είτε με τη μορφή ενός χαριστικού μέτρου ή προνομίου που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με την επιβολή μιας αδικαιολόγητης επιβάρυνσης ή της αφαίρεσης δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από γενικότερο κανόνα, εκτός εάν η ιδιαίτερη ρύθμιση υπαγορεύεται από ειδικές περιστάσεις που τη δικαιολογούν ή επιβάλλεται από λόγους γενικοτέρου, κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, δημιουργουμένης διαφορετικά ανισότητας στη νομοθετική μεταχείριση της αυτής κατηγορίας. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, ο οποίος είναι έλεγχος ορίων και όχι έλεγχος της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη η ευχέρεια να ρυθμίζει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μια από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν την εκδήλως άνιση μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες ή την αυθαίρετη εξομοίωση προσώπων που τελούν υπό ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες. Και μπορεί μεν, σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης να θεσπίζει αποκλίσεις από τη συνταγματική αρχή της ισότητας, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, είναι πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 24,25/2006, ΟλΣτΕ 1286/2012). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος “καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη”. Με τη διάταξη αυτή ανάγεται σε ατομικό δικαίωμα η συμμετοχή στην εν γένει οικονομική δραστηριότητα και κατοχυρώνεται η οικονομική ελευθερία. Ιδιαίτερη εκδήλωση της οικονομικής ελευθερίας είναι η ελευθερία των συμβάσεων, προεχόντως, όπως αυτή εκφράζεται στο άρθρο 361 ΑΚ, η οποία, εκτός από την ελευθερία της σύναψης ή μη της σύμβασης και την ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλόμενου, περιλαμβάνει και την ελευθερία διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης. Με την ελευθερία των συμβάσεων, ως εκδήλωση του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας, δεν συνάδει, κατ’ αρχήν, οποιαδήποτε μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη, περιοριστική της ελευθερίας αυτής, εκτός εάν μια τέτοια επέμβαση δικαιολογείται από το ότι η άσκηση της ελευθερίας προσβάλλει δικαιώματα τρίτων ή προσκρούει σε άλλες διατάξεις του Συντάγματος ή ενέχει προσβολή των χρηστών ηθών ή, τέλος, αποβαίνει σε βάρος της εθνικής οικονομίας (άρθρα 25 παρ.3 και 106 παρ.2 του Συντάγματος, ΟλΑΠ 33/2002, 4/1998). Η συνδρομή περιστατικών, τα οποία, κατ’ εξαίρεση, καθιστούν δικαιολογημένη μια επέμβαση του νομοθέτη, περιοριστική του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας, ερευνάται από τα δικαστήρια και κρίνεται αυτοτελώς σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ύστερα από στάθμιση των συνθηκών, υπό τις οποίες αφενός καταρτίσθηκε και λειτούργησε ο επίμαχος συμβατικός δεσμός και αφετέρου εκδηλώθηκε η συνταγματικώς αμφισβητούμενη νομοθετική παρέμβαση (πρβλ. ΟλΑΠ 6/2015). Ακόμη περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του Συντάγματος, “η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος”, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το άρθρο πρώτο του Ν.Δ. 53 της 19/20-9-1974 και έχει αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ (άρθρο. 28 παρ. 1 του Συντάγματος), ορίζεται ότι: “Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφέλειας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέσει εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”. Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα δικαιώματα “περιουσιακής φύσης”, καθώς και τα κεκτημένα “οικονομικά συμφέροντα” (ΟλΑΠ 40/1998, ΟλΣτΕ 3405/2014). Όμως δεν έχει εφαρμογή η συνταγματική διάταξη περί προστασίας της ιδιοκτησίας (άρθ. 17 Συντ.), οσάκις με τα προνόμια θίγεται η, από το εμπράγματο δικαίωμα της υποθήκης, πηγάζουσα εξουσία προτίμησης (προνόμιο), καθόσον η συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας δεν επεκτείνεται και στα δικαιώματα εμπράγματης ασφάλειας, ώστε να καλύπτονται και οι με αυτές ασφαλιζόμενες ενοχικές απαιτήσεις. Και τούτο γιατί η εμπράγματη ασφάλεια, ενεχυρική ή υποθηκική αποτελεί μεν και αυτή εμπράγματο δικαίωμα, δεν συνιστά όμως αυθύπαρκτο και αυτοτελές δικαίωμα δηλαδή καθ’ αυτό υφιστάμενο και υπάρχον αλλά παρεπόμενο και εξαρτημένο, συνυφασμένο κατά την υπόστασή του προς την, δι’ αυτού, εξασφαλιζόμενη ενοχική απαίτηση, την οποία προϋποθέτει και με την οποία συναποσβήνεται και τέλος δεν παρέχει εξουσία χρήσεως και καρπώσεως του πράγματος αλλά δικαίωμα αξιοποιήσεως και δυνατότητα αποκτήσεως χρηματικής ποσότητας για ικανοποίηση αυτού προνομιακή με την εκποίηση του αντικειμένου της. Η προστασία που παρέχεται με τις ανωτέρω διατάξεις δεν είναι απόλυτη, αφού είναι επιτρεπτή η επιβολή νομοθετικών περιορισμών, εφόσον αυτοί είναι αντικειμενικοί και δικαιολογούνται από λόγους γενικοτέρου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος. Όρος, όμως, της παραδοχής των περιορισμών αυτών αποτελεί και ο σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας. Η αρχή αυτή, ως γενική αρχή του δικαίου, αναγνωριζομένη παγίως από τη νομολογία των δικαστηρίων, ως απορρέουσα από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ.1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος 1975, αλλά και των άρθρων 6 παρ. 1, 8 παρ. 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και πριν από την αναγωγή της σε ρητή συνταγματική έννοια με την αναθεώρηση του Συντάγματος 1975, δια του από 6/17 Απριλίου 2001 Ψηφίσματος της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, με το οποίο αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 25 αυτού, διέπει την όλη δημοσία δράση και δεσμεύει το νομοθέτη, το δικαστή και τη διοίκηση. Όλα τα μέσα άσκησης της κρατικής εξουσίας, ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη, πρέπει να πληρούν τα τρία κριτήρια της, να είναι δηλαδή α) κατάλληλα, ήτοι πρόσφορα για την πραγμάτωση του επιδιωκομένου σκοπού, β) αναγκαία, ώστε να προκαλούν τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό στον ιδιώτη ή το κοινό και τέλος γ) εν στενή έννοια αναλογικά, να τελούν δηλαδή σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της επερχόμενης εξ αυτών βλάβης. (ΟλΑΠ 1/2015, 6/2009). Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) κατοχυρώνεται το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας και της δίκαιης δίκης, οι διατάξεις δε αυτές δεν αποκλείουν τη θέσπιση από τον κοινό νομοθέτη κανόνων και προϋποθέσεων, που να περιορίζουν την άνω προστασία, εφ’ όσον οι προϋποθέσεις αυτές συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, δεν υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων συνεπάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας. Εξάλλου, η μακρόχρονη διατήρηση της ισχύος ενός ευνοϊκού για ορισμένη κατηγορία προσώπων καθεστώτος δεν αποτελεί, κατά το Σύνταγμα, πρόσκομμα για τη μεταβολή του, δεδομένου ότι ένας γενικός περιορισμός της νομοθετικής λειτουργίας, στηριζόμενος σε μόνο το επισφαλές κριτήριο του ευνοϊκού για ορισμένη κατηγορία προσώπων χαρακτήρα μιας υφισταμένης ρύθμισης θα κατέληγε, ενόψει της ευρύτητάς του, στη διαιώνισή της και θα οδηγούσε, περαιτέρω, στην παράλυση της δράσης του νομοθέτη και στη ματαίωση της, κατά το Σύνταγμα, αποστολής του να ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις, σύμφωνα με τις επιταγές του δημοσίου συμφέροντος, όπως αυτές διαμορφώνονται από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες (ΣτΕ 6/1999), και, ειδικότερα, να ασκεί την παρεχομένη σε αυτόν ευχέρεια κατά την εφαρμογή του κρατικού οικονομικού προγραμματισμού (ΣτΕ 490/2000). Κατ’ ακολουθίαν όλων των παραπάνω συνάγεται ότι, σε περίπτωση συνδρομής σοβαρού λόγου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, είναι επιτρεπτός ο περιορισμός των πάσης φύσης δικαιωμάτων, εάν υπό τις δεδομένες συνθήκες κρίνεται αναγκαίος και πρόσφορος για την εξυπηρέτηση του δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος και συμβατός με την αρχή της αναλογικότητας (ΣτΕ 493/2015). Η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε το έτος 2010 να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής σε στενή συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Δ.Ν.Τ.). Στα πλαίσια αυτά δημοσιεύτηκε ο Ν. 3863/2010 “Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις”, με το άρθρο 41 του οποίου τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, με το άρθρο αυτό (παρ. 1 και 5) ορίζονται τα εξής: “1. Στις διατάξεις της περίπτωσης 3 του άρθρου 975 ΚΠολΔ, όπως έχει συμπληρωθεί με το άρθρο 31 του Ν. 1545/1985 (ΦΕΚ 91 Α’ ) υπάγονται και οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων εφόσον προέκυψαν έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης. Η περίπτωση 6 του ίδιου άρθρου του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 16 του Ν. 2972/2001 (ΦΕΚ 291 Α’ ), καταργείται, αναριθμουμένων των επομένων περιπτώσεων…5. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή σε πλειστηριασμούς που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη…”. Στη συνέχεια ακολούθησε ο Ν. 3994/2011 με το άρθρο 56 του οποίου ορίζεται ότι: “η περίπτωση 3 του άρθρου 975 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: Οι απαιτήσεις που έχουν ως βάση τους την παροχή εξαρτημένης εργασίας, οι απαιτήσεις των δασκάλων, καθώς και οι απαιτήσεις από αμοιβές, έξοδα και αποζημιώσεις των δικηγόρων είτε αμείβονται κατά υπόθεση είτε με πάγια περιοδική αμοιβή, εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού. Οι αποζημιώσεις λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις των δικηγόρων για αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης έμμισθης εντολής κατατάσσονται στην τάξη αυτή ανεξαρτήτως του χρόνου στον οποίο προέκυψαν. Στην ίδια τάξη υπάγονται και οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας γενικής γραμματείας κοινωνικών ασφαλίσεων, εφόσον προέκυψαν έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης. Η διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά, κατά το άρθρο 977, γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξεως αυτής”, ενώ με τη μεταβατική διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 72 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι: “5. Οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση, διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν μετά την έναρξη της ισχύος του. Τα άρθρα 959 παρ. 2, 963 και 975 παρ. 3 του ΚΠολΔ εφαρμόζονται και επί πλειστηριασμών, που θα διενεργηθούν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι απαιτήσεις των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον προέκυψαν μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης, κατατάσσονται στην τρίτη τάξη των γενικών προνομίων από την έκτη τάξη, που κατατάσσονταν μέχρι τότε και η διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά (1/3 και 2/3), κατά το άρθρο 977 ΚΠολΔ, όταν δηλαδή συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια επί του αντικειμένου της εκτέλεσης, γίνεται μετά την ικανοποίηση της τάξης αυτής. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3863/2010 η κατάταξη των απαιτήσεων αυτών των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης στην τρίτη τάξη, θεωρήθηκε αναγκαία, καθόσον κρίθηκε ότι από τη μέχρι τότε ισχύουσα σειρά κατάταξης των απαιτήσεων αυτών στην έκτη τάξη των γενικών προνομίων δημιουργούνταν πολλά οικονομικά προβλήματα στους ασφαλιστικούς οργανισμούς, των οποίων κύρια πηγή εσόδων αποτελούν οι εισφορές εργαζόμενων και εργοδοτών, δεδομένου ότι οι απαιτήσεις τους ικανοποιούνταν σπανίως, αφού προηγούνταν οι απαιτήσεις των υπολοίπων προνομιούχων δανειστών. Ειδικότερα, με την άνω αιτιολογική έκθεση διατυπώθηκε η διαπίστωση ότι η αποστέρηση των ασφαλιστικών εισφορών από τους οικείους φορείς έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής η πληρωμή των προβλεπόμενων από τη νομοθεσία τους παροχών (ασθένειας και σύνταξης) στους ασφαλισμένους και στους συνταξιούχους τους. Ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, του μεγαλύτερου ασφαλιστικού φορέα μισθωτών της χώρας, όπου, σύμφωνα με την νομοθεσία που το διέπει, οι ασφαλιστικές εισφορές αποτελούν προέκταση του μισθού, του κοινωνικού καλούμενου μισθού και ως εκ τούτου πρέπει να καταβάλλονται υπέρ του Ιδρύματος μαζί με το μισθό. Η αρχή αυτή διατυπώνεται στην εισηγητική έκθεση του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α’) και διαπνέει το σύνολο των διατάξεών του, που επιβάλλουν αυστηρές κυρώσεις σε όσους καθυστερούν την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών. Η κατάταξη των απαιτήσεων του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, (όπως και των λοιπών ασφαλιστικών οργανισμών) στην έκτη θέση των προνομίων έχει το αποτέλεσμα να ικανοποιούνται σπανίως οι αναγγελλόμενες απαιτήσεις του, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η εκπλήρωση της αποστολής του Ιδρύματος (πληρωμή συντάξεων και λοιπών παροχών προς τους ασφαλισμένους), δεδομένου ότι κατά ρητή επιταγή του νόμου, (άρθρο 26 παρ. 7 του α.ν. 1846/1951-ΦΕΚ 179 Α721-6-1951) η μη καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών από τον εργοδότη, δεν συνεπάγεται για τον ασφαλισμένο στέρηση ή μείωση των δικαιωμάτων του σε παροχές. Για τους λόγους αυτούς, προτάθηκε η υπαγωγή στην τρίτη τάξη των προνομίων του άρθρου 975 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (δηλαδή μαζί με τις απαιτήσεις που έχουν σαν βάση τους την παροχή εξαρτημένης εργασίας, καθώς και των αποζημιώσεων λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας) και των απαιτήσεων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, ώστε αυτές να ικανοποιούνται συμμέτρως με τις απαιτήσεις των εργαζομένων”. Ενόψει όλων αυτών, οι διατάξεις των άρθρων 41 παρ. 1 και 5 Ν. 3863/2010 και 56 και 72 παρ.5 Ν. 3994/2011, με τις οποίες τροποποιήθηκαν τα άρθρα 975 και 977 ΚΠολΔ, δεν αντιβαίνουν στο Σύνταγμα και ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1, 5 παρ.1, 17 παρ.1, 20 παρ.1, 25 παρ.1, στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.3 και 14 του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών Δικαιωμάτων, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, καθώς και στις συνταγματικές αρχές της νομικής ασφάλειας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Τούτο διότι η ένταξη με αυτές του προνομίου των απαιτήσεων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης στην τρίτη τάξη των γενικά προνομιούχων δανειστών, εφόσον προέκυψαν μέχρι τον πλειστηριασμό ή την κήρυξη της πτώχευσης και η ικανοποίησή τους πριν από τη διαίρεση του πλειστηριάσματος στα ποσοστά του 1/3 και των 2/3, κατ’ άρθρο 977 ΚΠολΔ, στην περίπτωση που συντρέχουν με απαιτήσεις ενυπόθηκων ή και προσημειούχων δανειστών, έστω και εάν οι απαιτήσεις των τελευταίων έχουν γεννηθεί και ασφαλισθεί με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης πριν από την άνω νομοθετική μεταβολή, αποτελεί ρύθμιση, που εισάγεται με νόμο απρόσωπο, η οποία επιβάλλεται από λόγους γενικοτέρου κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος και όχι από απλό ταμειακό συμφέρον. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί απρόσφορη ούτε μη αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν, δεδομένου ότι πριν την τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 975 ΚΠολΔ, δημιουργούντο, κατά τα προαναφερόμενα, στην πράξη σοβαρά οικονομικά προβλήματα στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, των οποίων κύρια πηγή εσόδων αποτελούν οι εισφορές εργαζόμενων και εργοδοτών, με αποτέλεσμα να είναι δυσχερής η εκπλήρωση της αποστολής τους, που συνίστατο στην καταβολή συντάξεων και άλλων παροχών στους ασφαλισμένους τους, ούτε δημιουργείται ανισότητα όμοιων περιπτώσεων διότι δεν πρόκειται για όμοιες περιπτώσεις, εφόσον στη μία περίπτωση υπάρχουν προνομιακές απαιτήσεις και στην άλλη όχι. Τέλος, δεν αντιβαίνει ούτε στη διάταξη του άρθρου 20 §1 του συντάγματος, στο μέτρο που η κατάταξη γενικών ειδικών προνομιούχων και εγχειρόγραφων δανειστών είναι ρητά καθορισμένη από το νόμο και με τη διάταξη του άρθρου 979 παρ. 2 ΚΠολΔ παρέχεται το δικαίωμα σε οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης (ΑΠ 2033/2017, 1632/2017). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 585, 933 και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν ο λόγος ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης συνίσταται σε απλή αμφισβήτηση και άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαιτήσεως του καθ’ ου, που έχει καταταγεί ή του προνομίου της, για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής αρκεί μόνο η άρνηση αυτή, δεδομένου ότι ο καθ’ ου η ανακοπή βαρύνεται με την επίκληση και την απόδειξη των παραγωγικών της απαιτήσεως του ή του προνομίου της πραγματικών γεγονότων. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, ο καθ’ ου η ανακοπή οφείλει, κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση, να επικαλεσθεί, κατά τρόπο ορισμένο (και να αποδείξει), την ύπαρξη, το περιεχόμενο και το μέγεθος της απαιτήσεως του, για την οποία έχει καταταγεί, καθώς και τον προνομιακό χαρακτήρα της (ΑΠ 1031/13, 404/03). Αν ο καθ’ ου η ανακοπή δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, η ανακοπή γίνεται δεκτή. Η ανωτέρω άρνηση ή αμφισβήτηση της υπάρξεως της απαιτήσεως, για την οποία έγινε η κατάταξη, μπορεί να γίνει και στην περίπτωση ακόμη που αυτή αποδεικνύεται έναντι του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη από έγγραφα, τα οποία έχουν αποδεικτική δύναμη έναντι αυτού, γιατί η αποδεικτική αυτή δύναμη τους δεν δεσμεύει και τους δανειστές που αναγγέλθηκαν (ΑΠ 1501/2006, ΑΠ 370/2014). Παράλληλα, με την ανακοπή των άρθρων 979-980 ΚΠολΔ προσβάλλεται η ενώπιον του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου διαδικασία της κατάταξη και όχι η μέχρι του πλειστηριασμού διαδικασία της εκτελέσεως. Κάθε ανακόπτων αμφισβητεί και προσβάλλει για ορισμένους λόγους την κατάταξη άλλων δανειστών επιδιώκων την κατάταξη του στη θέση τους. Οι ανωτέρω λόγοι δύναται να ανάγονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, εφόσον αναφέρονται στις απαιτήσεις των αναγγελθέντων δανειστών, είτε στο δικονομικό δίκαιο) εφόσον αφορούν τη διαδικασία της κατατάξως από της αναγγελίας και μέχρι της σύνταξης του πίνακα κατάταξες. Οσάκις ο ανακόπτων προσβάλλει την καταταγείσα απαίτηση του καθού η ανακοπή διά πραγματικών ισχυρισμών που αποτελούν την ιστορική βάση ενστάσεων, φέρει το βάρος απόδειξης αυτών, εφόσον ο καθού η ανακοπή αρνείται την αλήθεια των υπό του ανακόπτοντος επικαλουμένων ισχυρισμών, κατά το άρθρο δε 262 παρ. 1 ΚΠολΔ η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν (ΑΠ 1441/2017) .
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 20-12-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) ανακοπή της η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι με επίσπευση του αναφερόμενου στην ανακοπή επισπεύδοντα δανειστή εκπλειστηριάσθηκαν τα ειδικότερα περιγραφόμενα στην ανακοπή ακίνητα του και συντάχθηκε ο ανακοπτόμενος πίνακας κατάταξης. Ότι στον ανωτέρω πίνακα κατάταξης κατατάχθηκε το καθού η ανακοπή για το σύνολο του διανεμητέου πλειστηριάσματος, μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, και η ανακόπτουσα, ως προσημειούχος δανείστρια του καθού η εκτέλεση, αν και ανήγγειλε εμπρόθεσμα την απαίτησή της, δεν κατετάγει. Ζητούσε δε με την παραπάνω ανακοπή της, για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους της, να μεταρρυθμιστεί ο ανακοπτόμενος πίνακας κατάταξης με σκοπό να καταταγεί η εκκαλούσα στο σύνολο του πλειστηριάσματος. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την ανακοπή ως αβάσιμη. Κατά της παραπάνω απόφαση παραπονείται με τη κρινόμενη έφεσή της η εκκαλούσα για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή της και να καταδικαστούν το εφεσίβλητο στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Με τον πρώτο λόγο ανακοπής η εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι είχε απαίτηση κατά του καθού η εκτέλεση συνολικού ποσού 342.270,24 ευρώ για το οποίο είχε εγγράψει προσημείωση υποθήκης και αναγγέλθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού που συνέταξε τον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης. Ότι το εφεσίβλητο, ανήγγειλε τια απαιτήσεις του σε βάρος του καθού η εκτέλεση και κατατάχθηκε οριστικά για το σύνολο του πλειστηριάσματος πλην όμως η εκκαλούσα αμφισβητεί τις αναγγελθείσες απαιτήσεις. Ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής είναι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, νόμιμος και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ ουσία. Από την εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της με αριθμό …….. έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθηνών ……. εκπλειστηριάσθηκαν τα περιγραφόμενα στην παραπάνω έκθεση ακίνητα του οφειλέτη της εκκαλούσας έναντι του συνολικού ποσού των 95.510 ευρώ, τα οποία κατακυρώθηκαν στην τελευταία (εκκαλούσα) Στη συνέχεια, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης για το εναπομείναν ποσό του πλειστηριάσματος ύψους 88.971,02 ευρώ κατετάγει, δυνάμει του ανακοπτόμενου πίνακα κατάταξης, το εφεσίβλητο. Η εκκαλούσα είχε απαίτηση κατά του καθού η εκτέλεση συνολικού ποσού 342.270,24 ευρώ για το οποίο είχε εγγράψει προσημείωση υποθήκης στα παραπάνω ακίνητα. Το εφεσίβλητο ανήγγειλε τις απαιτήσεις του σε βάρος του καθού η εκτέλεση, στον υπάλληλο του πλειστηριασμού προσκομίζοντας ταυτόχρονα και τους πίνακες χρεών του τελευταίου (καθού η εκτέλεση). Όπως προκύπτει από τους παραπάνω πίνακες, αναφέρονται σ΄αυτούς τόσο η βεβαίωση της οφειλής, η ιδιότητα του καθού η εκτέλεση ως προς την αιτία της οφειλής καθώς και αναλυτικά το χρονικό διάστημα για το οποίο βεβαιώθηκε έκαστο κονδύλιο. Ενόψει των παραπάνω, αποδεικνύεται πλήρως η απαίτηση του εφεσιβλήτου, δεδομένου ότι η εκκαλούσα δεν αμφισβητεί ειδικότερα κονδύλια όπως αυτά αναγράφονται στους προσκομιζόμενους από το εφεσίβλητο πίνακες χρεών των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται. Συνεπώς είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής.
Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής η εκκαλούσα επικαλείται αντισυνταγματικότητα του άρθρου 41 ν. 3863/2010 δυνάμει του οποίου το εφεσίβλητο κατατάσσεται προνομιακά έναντι των προσημειούχων δανειστών. Ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον πριν την τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 975 ΚΠολΔ, δημιουργούντο, στην πράξη σοβαρά οικονομικά προβλήματα στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, των οποίων κύρια πηγή εσόδων αποτελούν οι εισφορές εργαζόμενων και εργοδοτών, με αποτέλεσμα να είναι δυσχερής η εκπλήρωση της αποστολής τους, που συνίστατο στην καταβολή συντάξεων και άλλων παροχών στους ασφαλισμένους τους, ούτε δημιουργείται ανισότητα όμοιων περιπτώσεων διότι δεν πρόκειται για όμοιες περιπτώσεις, εφόσον στη μία περίπτωση υπάρχουν προνομιακές απαιτήσεις και στην άλλη όχι και επιπλέον δεν αντιβαίνει ούτε στη διάταξη του άρθρου 20 §1 του συντάγματος, στο μέτρο που η κατάταξη γενικών ειδικών προνομιούχων και εγχειρόγραφων δανειστών είναι ρητά καθορισμένη από το νόμο και με τη διάταξη του άρθρου 979 παρ. 2 ΚΠολΔ παρέχεται το δικαίωμα σε οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης. Συνεπώς, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια με άλλες αιτιολογίες τις οποίες το παρόν Δικαστήριο αντικαθιστά, απορρίπτοντας την ανακοπή ως αβάσιμη δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με την έφεση είναι απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ΄ουσιαν αβάσιμη και να καταδικαστεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183, 176 του Κ.Πολ.Δ. και 22 παρ.2 ν. 3696/1957) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση της έφεσής της παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 26-5-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) έφεση της ανακόπτουσας της από 20-12-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. ………) ανακοπής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 868/2015 οριστικής απόφασης του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος εκάστου της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για καθένα.
Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από την εκκαλούσα, κατά την κατάθεση της έφεσής της, των παραβόλων υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 14 Σεπτεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ