ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός Αποφάσεως 501 /2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτη, που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιως και την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: ………. η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο ΚΙΑΟΥΛΙΑ, βάσει δηλώσεως.
Της εφεσίβλητης: Της εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στον Πειραιά, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ανδρέα Μαμαγκάκη.
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18-12-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2018 αγωγή της κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. 3964/2019 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγομένη με την από 19-2-2020 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2020 έφεσή της, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ………/2023, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση της εναγομένης κατά της υπ’ αριθμ. 3964/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε την εναντίον της από 18-12-2018 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2018) αγωγή της εφεσίβλητης έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 ΚΠολΔ), αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε την 21-1-2020 και η έφεση κατατέθηκε την 20-2-2020, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της έχει καταβληθει και το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό πληρωμής ………/2020 παράβολο) σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθει περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 471 και 477 ΑΚ συνάγεται σαφώς ότι στερητική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση που συνάπτεται με τον δανειστή, με την οποία κάποιος αναδέχεται ξένο χρέος, έτσι ώστε να υπεισέλθει αυτός στη θέση του οφειλέτη και ο τελευταίος να απαλλαγεί. Τούτο πρέπει να προκύπτει σαφώς από τη σύμβαση, με την οποία κάποιος υπόσχεται την εκπλήρωση ξένου χρέους, γιατί, διαφορετικά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 477 ΑΚ, ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται, αλλά παράγεται πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε την εκπλήρωση ξένου χρέους, ο οποίος ευθύνεται εις ολόκληρον με τον οφειλέτη, ήτοι υπόκειται σωρευτική αναδοχή χρέους. (ΑΠ 1770/2014, ΑΠ 557/1999). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με το σκοπό να γεννηθεί ενοχή, μη εξαρτώμενη από την αιτία του χρέους. Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, διότι η διάταξη του εδ. β` του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνον ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (“σε περίπτωση αμφιβολίας”). Κατά κανόνα, όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας κατ` άρθρο 361 ΑΚ, με το οποίο θεσπίζεται γενικώς η ελευθερία της σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικών για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενο τους να μην προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη. Έτσι είναι ισχυρή η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος του από ορισμένη αιτία, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 873-875 ΑΚ αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους. Αυτή καταρτίζεται ατύπως και μπορεί να είναι απλώς επιβεβαιωτική του υπάρχοντος χρέους, όταν τα μέρη δεν θέλησαν να δημιουργήσουν με αυτή νέα αυτοτελή ενοχή, αλλά απέβλεψαν είτε στη δημιουργία απλού αποδεικτικού μέσου με τη μορφή της εξώδικης ομολογίας (άρθ. 352 § 2 ΚΠολΔ) είτε στη διακοπή της παραγραφής (άρθ. 260 ΑΚ) ή σε ανάλογα νομικά αποτελέσματα κατά τα άρθρα λ.χ. 156, 272 § 2 ΑΚ, ή μπορεί να αποσκοπεί γενικότερα στην αποσαφήνιση και διασφάλιση της βασικής ενοχής από τυχόν ελαττώματα και ενστάσεις, από τις οποίες γίνεται έτσι ρητή ή σιωπηρή παραίτηση. Κατά κανόνα δε με την αιτιώδη αναγνώριση χρέους επιδιώκεται η δημιουργία νέας ενοχής, είτε παράλληλα προς την παλαιά είτε σε αντικατάσταση της παλαιάς (άρθρα 421, 436 ΑΚ) και απαλλαγμένης συνεπώς από τις ενστάσεις που μπορούσαν να προταθούν στο πλαίσιο εκείνης, η οποία, νέα ενοχή, δεν υπόκειται επίσης σε τύπο, εκτός εάν με τη σύμβαση αναγνωρίζεται υποχρέωση, για την ανάληψη της οποίας ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου, οπότε πρέπει να τηρηθεί ο τύπος αυτός και για τη σύμβαση αναγνώρισης (ΟλΑΠ 5/2016). Γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνωρίσεως υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση, και ειδικότερα όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνωρίσεως όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο. Στην πρώτη περίπτωση, αυτός που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του δεν μπορεί πλέον, κατά τα προαναφερόμενα, να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία (ΑΠ 51/2020, 1086/1017, 1424/2017, 1279/2012) και, για την πληρότητα της αγωγής, όσον αφορά την αιτία από την οποία προέρχεται το αναγνωρισθέν χρέος, αρκεί η παράθεση στο δικόγραφο αυτής όσων πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζομένης ενοχής, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία γι` αυτήν (ΑΠ 1424/2017, 1279/2012, 523/2001). Γενικότερα αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας της συγκεκριμένης σύμβασης, αν η επερχόμενη με αυτή αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντος χρέους αντικαθιστά ή όχι την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και αν στην περίπτωση αυτή ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις που αφορούν την αρχική σχέση, η οποία όμως πρέπει να είναι έγκυρη κατ` άρθρο άρθρ. 437 ΑΚ (ΟλΑΠ 5/2016, ΑΠ 999/2022, ΑΠ 1259/2021, ΑΠ 759/2021, ΑΠ 51/2020, ΑΠ 294/2018, ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 598/2017, ΑΠ 65/2015, ΑΠ 1095/2013, ΑΠ 713/2012, Α.Π. 1279/2012, ΑΠ 1224/2010, ΑΠ 1432/2005, ΑΠ 1666/2003, ΑΠ 523/2001, ΕφΑθ 5907/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την από 18-12-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εξέθετε ότι δυνάμει της από 13.2.2002 Σύμβασης Παραχώρησης (η οποία μετά την από 24.6.2016 τροποποίηση και κωδικοποίησή της κυρώθηκε με τον νόμο 4404/2016 –ΦΕΚ Α 126/8.7.2016), που καταρτίσθηκε μεταξυ αυτής και του Ελληνικού Δημοσίου έχει το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης των γηπέδων, των κτιρίων και υποδομών που περιλαμβάνονται στην Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος. Ότι δυνάμει διαδοχικών αποφάσεων του Δ.Σ. της ενάγουσας από το έτος 2005 έως και το έτος 2014 παραχωρούνταν έναντι ανταλλάγματος υπαίθριος χώρος στην Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος προς την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………», με μοναδική εταίρο και διαχειρίστρια την εναγομένη. Ότι η εν λόγω εταιρεία από το σύνολο των αναλογούντων ανταλλαγμάτων για την χρήση του παραχωρούμενου χώρου καθώς και από την παροχή ύδατος και ηλεκτρικού ρεύματος για τον ίδιο χώρο οφειλε στην ενάγουσα στις 31-12-2015 το συνολικό ποσό των 220.391,72 ευρώ. Ότι στις 16.3.2016 καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.Μ.Η. ο τελικός ισολογισμός πέρατος εκκαθάρισης της προαναφερομενης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και διεγράφη αυτή από το Γ.Ε.Μ.Η. Ότι μετά από επαναυπολογισμό των αναταλλαγμάτων και μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ της ………… και της εναγομένης συμφωνήθηκε ότι η οφειλή της άνω εταιρείας ανέρχεται στο ποσό των 83.382,44 ευρω για το χρονικό διάστημα μεχρι τον Δεκέμβριο του 2015. Ότι την 22.9.2017 υπεγράφη μεταξύ της εναγομένης και της ………… ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης οφειλής – διακανονισμού και ρυθμίσεων ανεξόφλητων οφειλών και αναδοχής χρέους, το οποίο ενσωματώνεται στην αγωγή, διά του οποίου η εναγομένη- ανάδοχος του χρέους ανεδέχθη το μετά από επανυπολογισμό και διαπραγματεύσεις οφειλόμενο ποσό χρέους της μονοπρόσωπης ΕΠΕ και ειδικότερα το οφειλόμενο για το χρονικό διάστημα έως τον Δεκέμβριο του 2015 ποσό των 83.382,44 ευρώ και το οφειλόμενο για το έτος 2016 ποσό των 1721,46 ευρώ και αναγνώρισε τα άνω ποσά, δηλώνοντας ρητώς ότι παραιτείται από οποιαδήποτε ένσταση προσβολής του ιδιωτικού συμφωνητικού. Ότι, περαιτέρω συφωνήθηκε η εφάπαξ εξόφληση του ποσού των 1721,46 ευρώ με την υπογραφή του συμφωνητικού (σημειώνεται ότι το ποσό των 1721,46 ευρώ δεν είναι ήδη επιδικο) και η αποπληρωμή του υπόλοιπου ποσού των 83.382,44 ευρώ εντος περιόδου τριών ετών από την υπογραφή του συμφωνητικου κατά τον οριζόμενο στο συμφωνητικό τρόπο. Ότι, επιπλέον, συμφωνήθηκε πως σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής δύο δόσεων η ρύθμιση ακυρώνεται, και η συνολική οφειλή των υπολειπομένων δόσεων της αναδόχου του χρέους καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή. Ότι σε εκτέλεση του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού η εναγομένη κατέβαλε πέντε δόσεις των 800,00 ευρώ εκάστη ήτοι συνολικώς κατέβαλε το ποσό των 4.000,00 ευρώ, με τελευταία καταβολή στις 10.1.2018, χωρίς να προβεί έκτοτε σε περαιτέρω καταβολη. Ότι η εναγομένη παρά την κατά τα παραπάνω αναγνώριση της οφειλής της, αρνείτο να της καταβάλει το υπολοιπο του οφειλομένου ποσού ύψους 79.382,44 (83.382,44 – 4.000,00) ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 79.382,44 ευρώ νομιμοτόκως από 10.2.2018, οπότε κατέστη ληξιπρόθεσμο κι απαιτητό το σύνολο της οφειλής, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής, μέχρις εξοφλήσεως, και να καταδικασθεί στην δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμον 3964/2019 απόφασή του διά της οποίας, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως δέχθηκε αυτήν και ως κατ’ουσίαν βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεσή της για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή του νόμου και διώκει την εξαφάνισή της εκκαλουμένης, ώστε να απορριφθεί η αγωγή.
Με τον δεύτερο λογο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη προέβη σε εσφαλμενο νομικο χαρακτηρισμό της συμβάσεως που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων κρίνοντας ότι πρόκειται για αφηρημένη αναγνώριση χρέους, ενώ πρόκειται για στερητική αναδοχή χρέους και ότι ως εκ τούτου η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, διότι δεν μνημονεύεται αναλυτικώς η οφειλή της ΕΠΕ που ανεδέχθη και δη τα κατ’ ιδίαν κονδύλια της εναντίον της αξιώσεως της ……….., αλλά γίνεται αναφορά σε ηλεκτρονικά τηρούμενες καρτέλες εκτός του ιδιωτικού συμφωνητικου στις οποίες αυτό παραπέμπει. Ο ισχυρισμος αυτός είναι απορριπτεος ως μη νόμιμος, διότι η προκειμένη αγωγή στηρίζεται στην αιτιώδη αναγνώριση χρέους. Εν προκειμένω, υπό τα εκτιθέμενα καταρτίσθηκαν δύο συμβάσεις, πρώτα η στερητική αναδοχή χρέους και εν συνεχεία η εναγομένη -ανάδοχος του χρέους- ανεγνώρισε την οφειλή, ήτοι καταρτίσθηκε αιτιώδης αναγνώριση χρέους με συμβατική παραίτηση από τις ενστάσεις. Βασίμως μεν παραπονείται η εναγομένη ότι δεν πρόκειται για αφηρημενη αναγνώριση χρέους, όμως, η αγωγή δεν είναι αόριστη διότι στηριζεται στην αιτιώδη αναγνώριση χρέους. Εν προκειμένω η σαφής βούληση των μερών είναι να οφείλεται το τελικό ποσό των 83.382,44 ευρώ, χωρις να απαιτείται ειδικότερη παράθεση των επιμέρους οφειλομένων κονδυλίων των αναλογούντων ανταλλαγμάτων για την χρήση του παραχωρηθέντος χώρου καθώς και από την παροχή ύδατος και ηλεκτρικού ρεύματος για τον ίδιο χώρο από την σύμβαση μεταξύ της εφεσίβλητης και της άνω ΕΠΕ, όπως θα απαιτείτο εάν δεν γινόταν και αιτιώδης αναγνωριση χρέους. Παγίως δε γίνεται δεκτόν ότι όταν σκοπός της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους είναι, μεταξύ άλλων, και ο καθορισμός του ύψους της οφειλής, δεν επιτρέπεται η επάνοδος των μερών στο ύψος της οφειλής, αφού το ύψος εκείνου που αναγνωρίσθηκε με την αιτιώδη αναγνώριση είναι το εφεξής οφειλόμενο (ΑΠ 678/2010, ΑΠ 713/2012, ΑΠ 595/1999, ΑΠ 1224/2010). Στην περίπτωση αυτή, για την πληρότητα της αγωγής, όσον αφορά την αιτία από την οποία προέρχεται το αναγνωρισθέν χρέος, αρκεί η παράθεση στο δικόγραφο αυτής όσων πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζόμενης ενοχής, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία γι` αυτήν ( ΑΠ 999/2022, ΑΠ 759/2021, ΑΠ 1279/2012, ΑΠ 523/2001, ΑΠ 863/1996). Με το περιεχόμενο και το αίτημα αυτό η αγωγή, είναι αρκούντως ορισμένη, αφού περιέχονται σ` αυτή τα απαιτούμενα στοιχεία, για την αξίωση του αιτούμενου ποσού με βάση την επικαλούμενη σύμβαση αιτιώδους αναγνωρίσεως χρέους, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αρχή της παρούσας σκέψης, καθόσον γίνεται επίκληση κατάρτισης σύμβασης αιτιώδους αναγνώρισης χρέους εκ μέρους της εναγομένης, δημιουργικής νέας αυτοτελούς ενοχής ανεξάρτητης από την υποκείμενη αιτία,ρυθμίζεται δε ο τρόπος καταβολής της αναγνωρισθείσης οφειλής (χρόνος και επιμέρους ποσά) καθώς και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτή καθίσταται απαιτητή, δηλαδή εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που πληρούν την έννοια της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, (άρθρο 361 ΑΚ). Επομένως, ο δεύτερος λόγος, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρά το νόμο παρέλειψε να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, είναι αβάσιμος.
Από την υπ’ αριθμ. …./20.3.2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………… ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., που ελήφθη με πρωτοβουλία της ενάγουσας κατόπιν νομίμου κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως της εναγομένης (υπ’ αριθμ. …./15.3.2019 έκθεση επιδόσεως της διορισμένης στο Εφετείο Πειραιώς δικαστικής επιμελήτριας ……..), την υπ’ αριθμ. …./2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ……… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που ελήφθη με πρωτοβουλία της εναγομένης κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της εναγουσας (υπ’ αριθμ. ……./28.3.2019 έκθεση επιδόσεως του διορισμένου στο Εφετείο Αθηνών δικαστικού επιμελητή ……….), ως και την συνεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των μετ’ επικλήσεως νομίμως προσκομιζομένων υπό των διαδίκων εγγράφων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ) είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 13.2.2002 Σύμβασης Παραχώρησης (η οποία μετά την από 24.6.2016 τροποποίηση και κωδικοποίησή της κυρώθηκε με τον νόμο 4404/2016 –ΦΕΚ Α 126/8.7.2016), που καταρτίσθηκε μεταξυ του Ελληνικού Δημοσίου και της ενάγουσας, παραχωρήθηκε στην τελευταία το αποκλειστικό δικαίωμα κατοχής, χρήσης, διαχειρισης, συντήρησης, βελτίωσης και εκμετάλλευσης των γηπέδων, των κτιρίων και υποδομών, που περιλαμβάνονται στην Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος. Μεταξυ των χώρων της χερσαίας λιμενικής ζώνης εκμεταλλεύσεως της ……… περιλαμβανεται και υπαίθριος χώρος επιφανείας 655 τ.μ στην Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος, τον οποίον η ενάγουσα παραχωρούσε έναντι ανταλλάγματος από το έτος 2005 έως και το έτος 2014 δυνάμει διαδοχικών αποφάσεων του Διοικητικου Συμβουλίου της ενάγουσας (υπ’ αριθμ. 365/15.12.2005, 73/15.3.2007, 149/9.7.2009, 112/12.10.2010, 77/4.10.2011, 59/15.5.2012, 123/19.12.2012, 72/18.6.2013, 172/11.12.2013, 179/23.12.2014 αποφάσεις του Δ.Σ. της εναγουσας) προς την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………» η οποία ήταν επιχείρηση γενικών επισκευών πλοίων δραστηριοποιούμενη εντός της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης Περάματος. Μοναδική εταίρος και διαχειρίστρια της άνω εταιρείας ήταν η εναγομένη έως τις 16.3.2016, οπότε καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.Μ.Η. ο τελικός ισολογισμός πέρατος εκκαθάρισης της προαναφερομενης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και διεγράφη από το Γ.Ε.Μ.Η.. Η ανωτέρω εταιρεία, λόγω μη καταβολής του συνόλου των αναλογούντων ανταλλαγμάτων για την χρήση του παραχωρούμενου χώρου καθώς και των οφειλών της από την παροχή ύδατος και ηλεκτρικού ρεύματος για τον ίδιο χώρο, όφειλε στην ………….. την 31-12-2015, συνολικο ποσο 220.391,72 ευρώ. Κατόπιν διαπραγματεύσεων που έλαβαν χώρα κατά το χρονικο διάστημα από τον Μάρτιο του 2016 εως τον Σεπτέμβριο του 2017 και επαναυπολογισμού του χρέους της ως άνω μονοπροσωπης εταιρείας συμφωνήθη μεταξύ της ………… και της εναγομένης ότι η οφειλή της μονοπρόσωπης ΕΠΕ μεχρι 31-12-2015 ανέρχεται σε 83.382,44 ευρώ και στις 22.9.2017 καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων το από 22.9.2017 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης – διακανονισμού και ρυθμίσεων ανεξόφλητων οφειλών και αναδοχής χρέους, διά του οποίου η εναγομένη – ανάδοχος του χρέους, αφού ανεδέχθη το μετά από τον ανωτέρω επαναυπολογισμό οφειλόμενο ποσό της μονοπρόσωπης ΕΠΕ, αναγνώρισε την οφειλή της, δηλώνοντας ρητώς ότι παραιτείται από οποιαδήποτε ένσταση προσβολής του ιδιωτικού συμφωνητικού. Ειδικότερα με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό συμφωνήθηκαν τα εξής: «.. Η ανάδοχος του χρέους ήταν η μοναδική εταίρος της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………..»… Η …….. είχε παραχωρήσει από παλαιότερα στην ανωτέρω εταιρεία υπαίθριο χώρο στην Επισκευαστική Ζώνη Περάματος, ο οποίος ήταν επιφανείας 655 τ.μ. Η ανωτέρω παραχώρηση παρατεινόταν αδιαλείπτως ετησίως δυνάμει αποφάσεων των αρμοδίων οργάνων της …………., οι οποίες ανέγραφαν τους όρους της παραχώρησης και καθόριζαν το εκάστοτε αντάλλαγμα… Η ανωτέρω εταιρεία λόγω μη καταβολής του συνόλου των αναλογούντων ανταλλαγματων για τη χρήση του παραχωρούμενου χώρου καθώς και των οφειλών της από την παροχή νερού, ηλεκτρικού, όφειλε στην ………. την 31 Δεκεμβρίου 2015 συνολικά το ληξιπρόθεσμο ποσό των 220.391,72 ευρώ, οι δε οφειλές της του 2016 ανέρχονταν στο ληξιπρόθεσμο ποσό των 1.721,46 ευρώ, όπως προκύπτει από τον αναλυτικό καθολικο πελάτη ανά τιμολόγιο και την καρτέλα οφειλών πελάτη, που τηρούνται ηλεκτρονικά στην …….. και αποτελούν την βάση της απαίτησής της. Τα παραπάνω ληξιπρόθεσμα ποσά των οφειλών της ανωτέρω εταιρείας η ανάδοχος του χρέους αναγνωρίζει ανεπιφύλακτα. Με την υπ’ αριθμ. απόφαση 53/9-3-2016 του Διοικητικού Συμβουλίου …….., η οποία εγκρίθηκε και με την από 1-4-2016 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης …………, αποφασίστηκε πλαίσιο διακανονισμού και ρυθμίσεων ανεξόφλητων οφειλών των δραστηριοποιούμενων επιχειρήσεων εντός της Ναυπογοεπισκευαστικής Ζώνης Περάματος, δια επανυπολογισμού των ανταλλαγμάτων μέχρι 31-12-2015 διαμόρφωση νέου τιμολογίου για στεγασμένους και υπαιθριους χώρους, διαγραφή του ποσού που θα προκύψει από την διαφορά του επαναϋπολογισμού του ανταλλάγματος και της υφιστάμενης οφειλής, διακανονισμού του εναπομείναντος (μετα την ανωτέρω διαγραφή) ποσού οφειλής σε μηνιαίες έντοκες δόσεις από την ημερομηνία έναρξης του διακανονισμού και η ανάκληση οφειλών που τυχόν έχουν αποσταλεί στην εφορία, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην ισχυουσα νομοθεσία. Μετά από τον ανωτέρω επαναϋπολογισμό των ανταλλαγμάτων και μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, συμφωνήθηκε να καταβληθεί στην ……. και αναλογία φόρου εισοδήματος, που έχει ήδη καταβάλει η ……… στην Δ.Ο.Υ ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ από τα ανταλλάγματα παραχώρησης χρήσης που όφειλε να τις έχει καταβάλει η ανωτέρω εταιρεία και δεν κατέβαλε. Το ποσό του αναλογούτος φόρου αθροιζόμενο με το εναπομείναν ποσό που προέκυψε από την διαφορά του επαναϋπολογισμού του ανταλλάγματος και της υφιστάμενης οφειλής της ανωτέρω εταιρείας μέχρι 31-12-2015 ανέρχεται σε 83.382,44 ευρώ, όπως προκύπτει από τις καταστάσεις του Οικονομικού Τμήματος της ………, τις οποίες η ανάδοχος του χρέους αποδέχεται και αναγνωρίζει ανεπιφύλακτα, θα εξοφληθεί ως κατωτέρω…….Αναδοχή χρέους α) Την οφειλή της εταιρείας «…………..» μέχρι 31-12-2015, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τον επαναυπολογισμό των ανταλλαγμάτων μαζί με τον αναλογούντα ως ανωτέρω περιγραφόμενο φόρο, δηλαδή του ποσού των 83.382,44 ευρώ αναδέχεται δια του παρόντος η αναδοχος του χρεους και υπεισέρχεται αυτή στην θέση της ως οφειλέτης της ……….., κατ’ άρθρο 471 ΑΚ, αναγνωρίζοντας και συνομολογώντας ως συνολική οφειλή της προς την ……. μέχρι 31-12-2015 το ποσο των 83.382,44 ευρώ, η οποία θα διακανονισθεί ως κατωτέρω, δηλώνοντας ρητά ότι παραιτείται από οποιαδήποτε ένσταση προσβολής του παροντος….» . Με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό συμφωνήθηκαν επίσης ότι το επίδικο ποσό των 83.382,44 ευρώ που οφείλει η εταιρεία στην …….. μέχρι 31-12-2015 (το ποσό των 1.721,46 ευρώ για οφειλές του 2016 εξοφλήθη εφαπαξ με την υπογραφή του συμφωνητικού) μετά τον επανυπολογισμό των ανταλλαγμάτων μαζί με τον αναλογούντα φόρο και μετά την ανωτέρω αναδοχή χρέους θα εξοφλείτο από την ανάδοχο του χρέους εντός τριών περίπου ετών, ως εξής: α) για τους πρώτους 18 μήνες, σε 18 μηνιαίες άτοκες δόσεις, των 800 ευρώ εκάστη, με την πρώτη δόση να εξοφλείται με την υπογραφή του παρόντος και τις υπόλοιπες 17 δόσεις να εξοφλούνται την 10η εκάστου μηνός, β) το εναπομείναν ποσό των 68.982,44 ευρώ να εξοφληθεί σε 18 μηνιαίες άτοκες δόσεις, των 3.832,36 ευρώ έκαστο κατ’ ανώτατο όριο στο τέλος της περιόδου των τριών ετών είτε με εφάπαξ καταβολή την 10η Μαρτίου 2020 είτε εναλλακτικά με περιοδικές καταβολές έναντι σύμφωνα με την δυνατότητα του οφειλέτη.Ρητώς επίσης συμφωνήθηκε ότι αν η ανάδοχος του χρέους καθυστερήσει την πληρωμή δύο δόσεων, ακυρώνεται η ρυθμιση, παύει να ισχύει ο διακανονισμός και η ενάγουσα έχει το δικαίωμα να επιδιώξει την είσπραξη της συνολικης οφειλής των υπολειπόμενων δόσεων της αναδόχου του χρέους, καθόσον όλες οι υπολειπόμενες δόσεις καθίστανται ληξιπρόθεσμες και απαιτητές. Τέλος τα συμβαλλόμενα μέρη δήλωσαν ρητώς ότι παραιτούνται από οποιαδήποτε ένσταση τους και λόγο προσβολής του συμφωνητικού. Από το κείμενο του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού σαφώς προκύπτει, ότι, εν προκειμένω καταρτίσθηκαν δύο συμβάσεις. Αρχικώς καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων στερητική αναδοχή χρέους, όπως προκύπτει από την ρητή παραπομπή στο άρθρο 471 ΑΚ, δυνάμει της οποίας η τελευταία ανεδέχθη το μετά από επαναυπολογισμό και διαπραγματεύσεις οφειλόμενο ποσό της μονοπρόσωπης ΕΠΕ, της οποίας, κατά τα εις την σύμβαση συνομολογηθέντα, η εναγομένη ήταν η μόνη εταίρος. Εν συνεχεία καταρτίσθηκε σύμβαση αναγνώριση χρέους διά της οποίας η εναγομένη ανεγνώρισε την οφειλή της. Η σύμβαση αυτή είναι αιτιώδης, καθόσον μνημονεύεται σαφώς η αιτία, η οποία είναι το χρέος που ανεδέχθη η εναγομένη με την αμέσως προηγηθείσα αναδοχή χρέους. Η αιτιώδης αναγνώριση χρέους καταρτίσθηκε εγγράφως και εν συνεχεία για την εξόφληση του αναγνωρισθεντος χρέους συνεφωνήθη το μεν καταβολή με δόσεις, το δε ότι σε περίπτωση μη τηρήσεως των όρων η ……… δικαιούται να απαιτήσει του σύνολο του συμφωνηθέντος χρέους. Περαιτέρω συνεφωνήθη ότι η αναγνώριση χρέους είναι απρόσβλητος από ενστάσεις, ήτοι η εναγομένη παραιτήθηκε από τις ενστάσεις που μπορούσε να προτείνει. Η σαφής δικαιοπρακτική βούληση των διαδίκων ήταν να καταρτισθεί με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό αιτιώδης αναγνώριση χρέους, που παράγει νέα ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκειμένη αιτία της αναδοχής από την εναγομένη του χρεους της μονοπρόσωπης ΕΠΕ, που προερχόταν από την έναντι ανταλλαγματος παραχωρηση χρήσης του υπαίθριου χώρου επιφανείας 655 τ.μ στην Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος, με παραίτηση από ενστάσεις που την αφορούσαν. Τούτο σαφώς συνάγεται από το περιεχόμενο του ανωτέρω εγγράφου, στο οποίο αφενός γίνεται μνεία της αιτίας του χρέους, αφετέρου κανονίζεται και ο τρόπος εξόφλησής του. Η σαφής βούληση των συμβαλλομένων μερών ήταν να οφείλεται το τελικο ποσό των 83.382,44 ευρώ και τούτο συνάγεται από το γεγονός ότι εγινε παραιτηση από την υποκείμενη αιτία.
Περαιτέρω απεδείχθη ότι η εναγομένη έναντι της ως άνω αναγνωρισθείσας από αυτήν οφειλής κατέβαλε μόνον τις πέντε πρώτες δόσεις στις 22.9.2017, 9.10.2017, 10.11.2017, 11.12.2017 και 10.1.2018, ήτοι συνολικώς το ποσό των 4.000 ευρώ (800 ευρώ Χ 5 δόσεις), έκτοτε δε αρνείτο να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό. Σύμφωνα με ρητό συμβατικό όρο με την καθυστέρηση πληρωμής δύο δόσεων, ακυρώνεται η ρυθμιση, παύει να ισχύει ο διακανονισμός και η ……… έχει το δικαίωμα να επιδιώξει την είσπραξη της συνολικης οφειλής των υπολειπόμενων δόσεων της αναδόχου του χρέους, οι οποίες καθίστανται ληξιπρόθεσμες και απαιτητές. Επομενως η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το υπόλοιπο του οφειλομενου ποσό ύψους 79.382,44 (83.382,44 – 4.000) ευρώ. Περαιτέρω η εκκαλούσα ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο εφέσεως ότι η περιεχόμενη στις ως άνω συμβάσεις δήλωση βουλήσεώς της είναι ελαττωματική και ακυρωτέα διότι εγινε υπό το κράτος της αναγκης να προσυπογράψει κάποιος άλλος από την εταιρεία που να έχει σχέση με αυτήν και αυτός κατά τους ιθύνοντες της ενάγουσας ήταν η εναγομένη υπό την άνω πλασματική ιδιότητά της, μονότι η ίδια ήταν μόνο τυπικά διαχειρίστρια, ενώ στην πραγματικότητα ο εν τοις πράγμασιν διαχειριστής ήταν ο σύζυγος της και στην συνέχεια και εκκαθαριστής αυτής εναντίον του οποιου η αγωγή θα έπρεπε να στραφεί. Ο ως άνω ισχυρισμός ο οποίος τείνει να θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 178, 179 ΑΚ, δεν είναι νόμιμος διοτι υπο τα εκτιθεμενα αληθη υποτιθέμενα, ανάγεται στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεώς της να προβεί στην εν θεματι αναγνώριση χρέους για να στηρίξει επαγγελματικως τον συζυγό της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον άνω ισχυρισμό έστω και με διαφορετική αιτιολογία (ότι δηλαδή ο ισχυρισμός αυτός που τέινει να θεμελιωθεί στην ελαττωματικότητα της δήλωσης βούλησης λόγω απειλής, 150 ΑΚ είναι αόριστος), δεν έσφαλε, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται από την εκκαλούσα, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο πραγματικός εταίρος και διαχειριστής της μονοπρόσωπης ΕΠΕ ήταν ο συζυγός της, …………. ο οποίος ακολούθως διορίσθηκε και εκκαθαριστής αυτής, και όχι η ιδία, στερείται εννόμου επιρροής, τοσούτον μάλλον όσον, αφού ενάγεται δι’ ίδιον χρέος, ήτοι το χρέος που αυτή ανεγνώρισε. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο με διαφορετικη εν μέρει αιτιολογία, (ότι δηλαδή η αξίωση της ενάγουσας στηρίζεται στην σύμβαση αναγνώρισης χρέους, η οποία λόγω της φύσης της είναι ανεξάρτητη με την προηγούμενη ιδιότητα της εναγομένης ως διαχειρίστριας της αρχικής οφειλέτριας εταιρείας ΕΠΕ), η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα, δεν έσφαλε, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται από την εκκαλούσα, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ακολούθως με τον τρίτο λόγο εφέσεως η εναγομένη παραπονείται ότι έσφαλε η εκκαλουμένη που έκρινε ότι αυτή (εναγομένη) ομολογεί τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, ενώ τους αρνήθηκε και γενικά και κατ΄ιδίαν. Ο εν λόγω ισχυρισμός είναι βάσιμος, αλλά δεν επάγεται άνευ ετέρου την εξαφάνιση της αποφάσεως, καθόσον το Εφετείο προέβη σε επανεκτίμηση των αποδείξεων και η απόφαση θα εκδοθεί επί τη βάσει των λοιπών αποδεικτικών μέσων, πλην της ομολογίας. Τέλος, ο περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης ισχυρισμός είναι αβάσιμος, καθόσον για την νομιμοποίηση των διαδίκων (άρθρο 68 ΚΠολΔ), η οποία συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, αρκούσε ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι οι εναγόμενοι είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών, που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό της, η μη απόδειξη των οποίων συνεπαγεται την απόρριψη της αγωγής ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης, η δε αμφισβήτηση και απόκρουση της νομιμοποίησης από τον εναγόμενο συνιστά άρνηση της αγωγής (ΑΠ 75/2018, ΑΠ 1397/2006 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγη ως βάσιμη και κατ’ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 79.382,44 ευρώ, νομιμοτόκως από 10-2-2018, οπότε κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το συνολικο χρέος μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Επομένως, το πρωτοβαθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη δέχθηκε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των των 79.382,44 ευρώ, νομιμοτόκως από 10-2-2018, ελαβε ορθο κατ’ αποτέλεσμα δαιτακτικό και πρέπει να απορριφθουν οι επιμέρους λόγοι εφέσεως, ως και η υπό κρίση έφεση εν συνόλω, αφού εν μέρει αντικατασταθούν και εν μέρει συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της διά των αιτιολογιών της παρούσας. Τέλος τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ μετά την απόρριψη της εφέσεως πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στον Δημόσιο Ταμείο (495 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τύποις και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του εις το σκεπτικό παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας την δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει σε χίλια (1.000,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 29 Οκτωβρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ