ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
τμήμα 4ο
Αριθμός απόφασης : 419/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως αυτό νόμιμα εκπροσωπείται από τον εδρεύοντα στην Αθήνα Υπουργό Οικονομικών (………….), το οποίο εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την Δικαστική Πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Ιωάννα Δρεσίου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Φοίβο Ιωαννίδη, (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 7-5-2018 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 4164/2019 απόφαση του άνω Δικαστηρίου.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 17-12-2021 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023 έφεσή του, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας.
Kατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως αναφέρθηκε, και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που είχαν προκαταθέσει.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 17-12-2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς, ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2023 εκκαλούντος – εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου κατά της με αρ. 4164/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δικάσθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της έφεσης δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι το Δημόσιο δεν προκαταβάλλει τέτοιο παράβολο (βλ. Μιχάλης και Άντα Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, έκδοση 2018, άρθρο 495, αρ. 19, σελ. 849765).
Ο ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε στην από 7-5-2018 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ότι έχει καταστεί κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου στην αγωγή αγροτεμαχίου κειμένου στην περιοχή «…..» της κτηματικής περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας, έκτασης 280 τ.μ., το οποίο κατά την κτηματογράφηση έχει καταγραφεί με ΚΑΕΚ ……… στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας. Ότι το άνω αγροτεμάχιο απέκτησε με παράγωγο τρόπο, με δωρεά εν ζωή κατά ψιλή κυριότητα, με το υπ΄αρ. …./23.4.2003 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ν. Ιωνίας …….., που μεταγράφηκε νόμιμα. από την ………… και κατά πλήρη κυριότητα μετά το θάνατο αυτής την 25.12.2012, ¨Ότι η δικαιοπάροχός της είχε αποκτήσει το άνω ακίνητο με εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή από τον σύζυγό της …………., που απεβίωσε την 18.3.2002, με βάση την με αρ. ……/1.2.1988 δημόσια διαθήκη αυτού, την κληρονομία του οποίου η τελευταία αποδέχθηκε με την με υπ. αρ. …/13.1.2003 δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Ν. Ιωνίας …….., που μεταγράφηκε νόμιμα. ¨Ότι στον τελευταίο είχε περιέλθει από αγορά από την ………, με το με αρ, ………./1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι η δικαιοπάροχος αυτού …….. με το υπ’ αριθ. ……/1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …….. με αύξοντα αριθμό ………, είχε αγοράσει ευρύτερη έκταση εμβαδού 95.987 τμ. από τους κληρονόμους του …….., όπως αυτοί αναφέρονται αναλυτικά εξειδικεύονται στην αγωγή, αμέσως μετά την αγορά της οποίας, προέβη σε κατάτμηση αυτής σε περισσότερα, αυτοτελή, αγροτεμάχια, σύμφωνα με το από Ιουλίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού …….. και μεταξύ αυτών και το επίδικο. ¨Ότι ο απώτερος δικαιοπάροχος αυτών ……….. είχε αποκτήσει το ήμισυ αυτής από κληρονομία του πατέρα του πατέρα του …….. το 1899, και την λοιπή από αγορά από τους ………… και ……. με το με αρ. …../17.3.1908 συμβόλαιο του συμβολαγραφούντος Ειρηνοδίκου Σαλαμίνας …….., που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι την ευρύτερη έκταση κατείχε τουλάχιστον από το έτος 1850 ο προαναφερόμενος …………, στην οποία ασκούσε σ΄αυτή πράξεις νομής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, την οποία καλλιεργούσε στάρι και κριθάρι, αρακά και αμπέλι, τις δε πράξεις νομής συνέχισαν οι κληρονόμοι αυτού, έως την οικοπεδοποίηση αυτής το, ενώ ουδέποτε η έκταση αυτή ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο ή ήταν δασική έκταση. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητά της και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε ως μη νόμιμη την ιστορική βάση της τακτικής χρησικτησίας και το αίτημα αναγνώριση της πλήρους κυριότητας της ενάγουσας, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή της, και αναγνώρισε ότι η ενάγουσα κατά το χρόνο σύνταξης του κτηματολογίου ήταν ψιλή κυρία του άνω ακινήτου και διέταξε τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο και ήδη εκκαλούν για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.
Με τον πρώτο λόγο και τέταρτο λόγο της έφεσης το εκκαλούν αιτιάται ότι η αγωγή είναι αόριστη : α) ως προς την περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, καθώς παρέλειψε να προσδιορίσει την ακριβή θέση του εντός του ευρύτερου ακινήτου της δικαιοπαρόχου της……………., β) ως προς τον ακριβή προσδιορισμό των πράξεων νομής της ενάγουσας και των δικαιοπαρόχων της και ιδίως των απώτερων δικαιοπαρόχων αυτής …………….,……………. του οποίου δεν προσδιορίζεται και ο τρόπος υπεισέλευσης στην κληρονομία του πατέρα του. Ωστόσο το ακίνητο όπως περιγράφεται στην αγωγή, είναι αυτοτελές, οριζόμενο με τον μοναδικό αριθμό που έλαβε στο κτηματολόγιο και όχι τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ενώ δεν είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός της θέσης αυτού στο μείζον ακίνητο (των 95.987 τ.μ.) που είχε αποκτήσει η απώτερη δικαιοπάροχος της ενάγουσας ……………., αφού αυτό αποτελεί το αντικείμενο της δίκης. Με δεδομένο δε ότι η ενάγουσα επικαλείται ότι ουδέποτε το επίδικο ήταν δημόσιο κτήμα δεν ήταν απαραίτητο να αναφέονται οι προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας υπό το του βρδ δίκαιο, αλλά μόνο η παράγωγη κτήση κυριότητας με αναγωγή στον πρωτότυπο τρόπο έως το χρόνο της έκτακτης χρησικτησίας του ΑΚ (εφόσον υπάρξει αμφισβήτηση και η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία (βλ. ΑΠ 1125/2018). Το δικόγραφο φέρει επιπλέον τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία κατά τον ΑΚ, αλλά και κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, καθώς η ενάγουσα επικαλείται με σαφήνεια συγκεκριμένες, εμφανείς και υλικές πράξεις νομής με καλή πίστη των δικαιοπαρόχων αυτής, Επίσης αναφέρονται με σαφήνεια οι εμφανείς προς τους τρίτους διακατοχικές πράξεις, τις οποίες άσκησαν διαχρονικώς στο επίδικο με διάνοια κυρίων και καλή πίστη ο ενάγων (επιτήρηση φύτευση δέντρων) και προηγουμένως στην μείζονα έκταση από την οποία αυτό προήλθε, διαδοχικώς οι κατονομαζόμενοι δικαιοπάροχοί του από το έτος 1850 (γεωργικές καλλιέργειες βόσκηση ζώων) και προσδιορίζεται επίσης ο τρόπος που κατέστησαν αυτοί καθολικοί/ ειδικοί διάδοχοι ο καθένας του επόμενου έως τον ενάγοντα. Eπισημαίνεται ότι η αναφορά ως δικαιοπαρόχου της κοινότητας Αμπελακίων δεν ενέχει αντίφαση, αλλά έγινε επικουρικώς δεδομένου ότι στηρίζονταν σε συμβολαιογραφικούς τίτλους, ότι η επίδικη έκταση τους ανήκε, με την καλλιέργεια της γης με στάρι, κριθάρι, αρακά και αμπέλι συνεχώς από το έτος 1850 μέχρι το 1962, οπότε οικοπεδοποιήθηκε η ευρύτερη περιοχή και το επίδικο ακίνητο οριοθετήθηκε και ως οικόπεδο, και μεταβιβάσθηκε στην ενάγουσα. Επομένως, η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, ώστε ο πρώτος και ο τέταρτός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Το εναγόμενο – εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με το πέμπτο λόγο της έφεσής του επαναφέρει τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει στον πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επικουρικά, προβάλλοντας ένσταση ιδίας κυριότητας που, προβάλλοντας ένσταση ιδίας κυριότητας, επικαλούμενο ότι απέκτησε το επίδικο αγροτεμάχιο ως τμήμα του υπ’ αριθ. ……. δημοσίου κτήματος συνολικής έκτασης 288.190 μ2, : α) «δικαιώματι πολέμου», διότι αποτελούσε δημόσια γαία, που ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, β) άλλως ανήκε στους Οθωμανούς υπηκόους και κατελήφθη από αυτό την 21-1/3-2-1830, γ) άλλως αποτελούσε από το έτος 1820 και τουλάχιστον έως το έτος 1998 δημόσια δασική έκταση, όπως έχει καταγραφεί στις αεροφωτογραφίες του έτους 1945 χωρίς να συνιστά ιδιωτική έκταση, που να εμπίπτει στις εξαιρετικές διατάξεις του ν. 3208/2003., δ) άλλως, διότι αποτελούσε λιβάδι ή βοσκότοπο κατά την 3/15-12-1833, ε) άλλως με τα προσόντα της τακτικής άλλως έκτακτης χρησικτησίας νεμόμενο αυτό με καλή πίστη από την Ελληνική Επανάσταση του έτους 1821 μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής στ) άλλως, διότι ήταν αδέσποτο κατά την 21-6/10-7-1837, χωρίς να απαιτείτο η κατάληψή του. Οι ισχυρισμοί αυτοί του Ελληνικού Δημοσίου, έχουν έρεισμα στις διατάξεις 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”,1, 2 και 3 του β.δ. της 17/29-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών” και 1 του Β. Δ/τος 3/15.12.1833 και αποτελούν ενστάσεις, καθώς προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, αφού συνιστούν γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας της ενάγουσας και όχι απλώς αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ώστε το Δημόσιο οφείλει να τους αποδείξει (ΑΠ 1118/2023, ΑΠ 1182/2018, ΑΠ 946/2017, ΑΠ 148/2016, ΑΠ 148/2016, ΑΠ 112/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 349/2020, ΕφΠειρ 436/2019, 437/2019). Όμως, ο πρώτος (α) ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, με δεδομένο ότι η Αττική και η νήσος Σαλαμίνα δεν κατακτήθηκε διά των όπλων, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 1132/2020, ΑΠ 769/2020, ΑΠ 832/2020, ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019 www.areiospagos.gr). Ο ισχυρισμοί (β), και (στ) είναι απορριπτέοι ως αόριστοι, διότι το εναγόμενο δεν επικαλείται τα αναγκαία για την θεμελίωση αυτών περιστατικά (ποιός ήταν ο οθωμανός κύριος του επιδίκου ή πότε έγινε εγκατάλειψη της νομής του επιδίκου από τον μέχρι τότε κύριο με πρόθεση παραιτήσεως από του δικαιώματος κυριότητας) αρκούμενο σε απλή επανάληψη του πραγματικού των διατάξεων, χωρίς οποιοδήποτε περαιτέρω προσδιορισμό. Οι λοιποί ισχυρισμοί υπό στοιχ. (γ) και (δ) είναι ορισμένοι και νόμιμοι, καθώς αρκούσε για το ορισμένο αυτών η επίκληση ότι το επίδικο συνιστούσε δημόσιο δάσος ή λιβάδι ή βοσκότοπος πριν τη σύσταση του Ελληνικού κράτους, με δεδομένο το τεκμήριο επ’ αυτών του Ελληνικού Δημοσίου. Νόμιμος επίσης είναι και ο ισχυρισμός περί τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας (άρθρα 1045 ΑΚ, τακτική χρησικτησία με νόμιμο τίτλο την κατάληψη εγκαταλελειμένου υπό το βρδ δίκαιο). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τους άνω ισχυρισμούς υπό στοιχ. (γ) και (δ) και ως αόριστους έσφαλε ως προς την ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου. Σημειώνεται ότι το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατά την έρευνα του σχετικού λόγου έφεσης του εναγόμενου, αν κρίνει ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ένσταση ως αόριστη, δεν μπορεί να προβεί σε εξέταση του ουσιαστικά βασίμου αυτής, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, διότι με τον τρόπο αυτό υπερβαίνει τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης , εφόσον επί απόρριψης αγωγής ή ένστασης κατ’ ουσίαν το διατακτικό είναι διάφορο κατά το αποτέλεσμα (ΑΠ 829/2007, ΑΠ 135/2003 ΕλΔ 44.1320, ΑΠ 1253/2002 ΕλΔνη 44.163, ΜΕφΠειρ 26/2020, ΜΕφΠειρ 499/2014, ΕφΑθ 3135/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 435/2009 ΕΦΑΔ 2009.456, Πανταζόπουλος σε ΕρμΚΠολΔ2 Κεραμέας/Κονδύλης/ Νίκας 2020 αρ.3). Κατόπιν αυτών, πρέπει, αφού γίνει δεκτός, κατά τα ανωτέρω, ως ουσιαστικά βάσιμος ο πέμπτoς λόγος έφεσης, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά το μεταβιβασθέν με την έφεση μέρος και το παρόν Δικαστήριο, αφού κρατήσει την υπόθεση και δικάσει την αγωγή, κατά το μέρος που αυτή κρίθηκε νόμιμη, στην συνέχεια να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα της παραπάνω ένστασης του εναγόμενου.
Από την εκτίμηση των εγγράφων που προσκομίζονται με νόμιμη επίκληση από τους διαδίκους, χωρίς όμως να ληφθούν υπόψη οι ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει η εφεσίβλητη – ενάγουσα, καθώς στις προτάσεις της στο παρόν Δικαστήριο επικαλείται αυτές αορίστως με τα στοιχεία των μαρτύρων, χωρίς να προσδιορίζει τον αριθμό τους, το δημόσιο λειτουργό που τους εξέτασε (Ειρηνοδίκη, συμβολαιογράφο Δικηγόρο) ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή ότι αυτός παραστάθηκε, ώστε να μην κάνει ειδική επίκληση αυτών (ΑΠ 383/2023, Α.Π. 18/2021, Α.Π. 26/2020, Α.Π. 204/2017 www.areiospagos.gr), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο κείμενο, εκτός σχεδίου πόλης και εκτός οικισμού, στη θέση …. της κτηματικής περιφέρειας Σεληνίων της δημοτικής ενότητας Αμπελακίων του Δήμου Σαλαμίνας, αποτυπωμένο στο από Οκτώβριο του 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού πολιτικού μηχανικού ….., 280) που φαίνεται με τα αλφαβητικά κεφαλαία στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α στο από Οκτωβρίου 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού …… και συνορεύει σύμφωνα με αυτό, Βόρεια με ιδιοκτησία ….. επί πλευράς Α-Δ μέτρων είκοσι (20,00), Νότια με ιδιοκτησία ……. επί πλευράς Β-Γ μέτρων είκοσι (20,00), Ανατολικά με ιδιοκτησία ……… επί πλευράς Α-Β μέτρων δέκα τεσσάρων (14,00) και Δυτικά με δρόμο (………….) επί προσώπου Γ-Δ μέτρων δέκα τεσσάρων (14,00), με ισόγεια οικία εμβαδού 57,66 τετρ. Το ίδιο κατά την μέτρηση και καταχώρισή του στη βάση του Εθνικού Κτηματολογίου φέρει ΚΑΕΚ ……. και συνορεύει κατά τις κτηματολογικές αποτυπώσεις, βόρεια με το ακίνητο με ΚΑΕΚ ……., Ανατολικά με ακίνητο που φέρει ΚΑΕΚ ……., Νότια με το ακίνητο με ΚΑΕΚ ……. και Δυτικά με ……… πλάτους 8,00 μέτρων. με ΚΑΕΚ ………, δυτικά με ΚΑΕΚ ………… και ΚΑΕΚ …….. και νότια με οδό. Το ακίνητο αυτό απέκτησε η ενάγουσα κατά ψιλή κυριότητα, με με το υπ΄αρ. …./23.4.2003 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ν. Ιωνίας ……., που μεταγράφηκε νόμιμα, από την ……….. Η τελευταία είχε αποκτήσει το ίδιο ακίνητο, με εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή από τον σύζυγό της …….., που απεβίωσε την 18.3.2002, με βάση την με αρ. …../1.2.1988 δημόσια διαθήκη αυτού, την κληρονομία του οποίου η τελευταία αποδέχθηκε με την με υπ. αρ. ……./13.1.2003 δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Ν. Ιωνίας ……., που μεταγράφηκε νόμιμα. Ο ……. είχε καταστεί κύριος του ιδίου ακινήτου με το με αρ. ………/1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ……., που μεταγράφηκε νόμιμα, από αγορά από την . ……………. και στο ίδιο ακίνητο ανήγειρε εξοχική οικία 57,66 τμ. Η τελευταία με το με αρ. ……/1961 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών . ……………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με αύξοντα αριθμό ….. Η . ……………. είχε καταστεί κυρία ευρύτερου ακινήτου εμβαδού 95.987 τμ. με το υπ’ αριθ. …../1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών . ……………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό ….. Την έκταση αυτή αμέσως μετά την αγορά της κατέτμησε αυτής σε περισσότερα, αυτοτελή, αγροτεμάχια, με βάση με το από Ιουλίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ………………, τα οποία διαχωρίζονταν από ιδιωτικές οδούς, ένα τα οποία είναι και το επίδικο Εξάλλου το επίδικο ακίνητο εμπίπτει. στο με αρ. ……. Δημόσιο κτήμα, έκτασης 280.180 τμ. και εντός της άνω έκτασης βρίσκεται και το ευρύτερο ακίνητο των 95.987 τμ., που αγόρασε η . ……………. από τους κληρονόμους ……………., όπως απεικονίζεται στο από 27-02-1939, τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου ……… (βλ. το από 10-4-2014 τοπογραφικό διάγραμμα του Τεχνικού Τμήματος της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς, σε συνδυασμό με το αριθ. πρωτ. ……./04-02-2013 έγγραφο του Τμήματος Δημόσιων Κτημάτων της ίδιας Υπηρεσίας). Όπως είναι γνωστό στο Δικαστήριο από προηγούμενες ενέργειές του, αποφάσεις του ιδίου Δικαστηρίου (Εφετείου Πειραιώς 340/2024, 298/2024, 467/2023, 571/2023, 624/2022, 16/2021, 776/2020, 349/2020, 437/2019), η . ……………. είχε καταστεί κυρία της ευρύτερης αυτής έκτασης, τόσο με παράγωγο όσο και πρωτότυπο τρόπο. Ειδικότερα, η . ……………. αγόρασε την έκταση από τους κληρονόμους του . ……………. ., ο οποίος απεβίωσε στις 22.5.1932, χωρίς να αφήσει διαθήκη και ήταν ζούσε ήταν κύριος και νομέας της έκτασης αυτής. Απώτατοι συννομείς της ως άνω έκτασης, η οποία ήταν τότε μεγαλύτερη κατά 16 ακόμη στρέμματα, (συνολικά 111.987 τμ) ήδη προ του έτους 1850 ήταν ο . ……………..και ο αδελφός του …. ο καθένας κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν την ως άνω ευρύτερη έκταση σαν βοσκοτόπια και τα ομαλά μέρη αυτής για την καλλιέργεια αμπέλου και μπιζελιών, ασκώντας πράξεις νομής με διάνοια συγκυρίων και καλή πίστη, ως γηγενείς κάτοικοι των Αμπελακίων. Με τον θάνατό του, ο οποίος επήλθε πριν το έτος 1908, ο ………. κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους δύο γιούς του, ….. και ….., οι οποίοι νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομία του που περιλάμβανε το παραπάνω μερίδιο του θανόντος στο ως άνω ακίνητο, με ανάμειξη τους στην κληρονομία και την άσκηση όμοιων πράξεων νομής, όμοιες με αυτές που ασκούσε ο κληρονομηθείς πατέρας τους. Το έτος 1899 πέθανε ο ως άνω ………… και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου κατά το ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό του επί της μείζονος έκτασης από τον υιό του . ……………., ο οποίος νόμιμα υπεισήλθε στην κληρονομιά του πατέρα του συνεχίζοντας να ασκεί τις ίδιες με αυτόν πράξεις νομής. Ο ………… στη συνέχεια αγόρασε και το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου ποσοστό της μείζονος έκτασης από τους προαναφερόμενους κληρονόμους του . ……………., ……. . και …….. δυνάμει του υπ’ αριθ. …../1908 συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό ….. Εδαφικό τμήμα 16.000 τμ. πώλησε το έτος 1925 δυνάμει του υπ’ αριθμ. …./29.3.1925 πωλητήριου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνος στον …….., οπότε απέμεινε το ακίνητο των 95.987 τμ., το οποίο περιήλθε με εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή στη σύζυγο και στα δέκα παιδιά του. Ειδικότερα ο ανωτέρω (…………… απεβίωσε την 22.5.1932 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγό του . ……………. κατά ποσοστό 450/1800 εξ αδιαιρέτου και τα δέκα τέκνα του …………….., κατά ποσοστό 135/1800 εξ αδιαιρέτου το καθένα, οι οποίοι αναμίχθηκαν στην κληρονομιά ασκώντας τις υλικές πράξεις νομής που προσιδίαζαν στη φύση του ακινήτου, όπως επίβλεψη, οριοθέτηση, παραχώρηση δικαιώματος ξύλευσης και βόσκησης, με καλή πίστη και την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαίωμα τρίτου. Η . ……………., απεβίωσε το έτος 1937, και οι ανωτέρω, τέκνα αυτής και του . ……………. κατέστησαν κληρονόμοι αυτής κατά ποσοστό 450/1800 ποσοστό συγκυριότητας της και συγκύριοι μεταξύ τους κατά ποσοστό 180/1800 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, λόγω κληρονομικής διαδοχής με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αναμειχθέντες στην κληρονομιά και ασκώντας τις ίδιες παραπάνω πράξεις νομής. Ο ………. απεβίωσε το έτος 1951 καταλίποντας μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους τη σύζυγο του . ……………., το γένος ………., και τα πέντε (5) τέκνα του: ….. ……………., oι οποίο οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά, ποσοστό 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου . ……………. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. …../1961 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών . ……………., που μεταγράφηκε νόμιμα. Κατά το έτος 1952, απεβίωσε από τους συγκύριους ο …….., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και συνεπώς εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους, τη σύζυγο του . ……………., το γένος ………., και τα έξι (6) τέκνα του: 1) ……………………, ενώ, κατά το έτος 1954 απεβίωσε και ο υιός του ……….. (6°ς), χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη μητέρα του . ……………., και τα πέντε (5) αδέλφια του, ………….., οι οποίοι αποδέχθηκαν, καταρχήν, την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά του συζύγου και πατέρα τους, ……………., για λογαριασμό τους, αλλά και για λογαριασμό του μεταποβιώσαντος υιού τους και αδελφού, αντίστοιχα, ……………., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού, αποτελούμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου ……………. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. …../1961 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών . ……………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, ακολούθως, αποδέχτηκαν την επαχθείσα κληρονομιά του υιού και αδελφού τους, . ……………., συγκείμενη από το 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/1961 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών . ……………., που μεταγράφηκε νόμιμα. Κατά το έτος 1958, απεβίωσε από τους συγκυρίους ο …………, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του και κατ’ επέκταση εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγο του .. ……………., το γένος …….., τα επτά (7) εν ζωή αδέλφια του: 1…………., τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (1951) αδελφού του . ……………. .: …………, και τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (1952) αδελφού του . ……………. ……..: ………., οι οποίοι αποδέχτηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά, συγκείμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου . ……………. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……./1961 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών . ……………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, Το έτος 1960 απεβίωσε από τους συγκύριους η ……….., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς, και κατ΄επέκταση εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, το σύζυγο της, ……….., και τα πέντε (5) τέκνα της: ………., οι οποίοι αποδέχτηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά, συγκείμενη από το 190/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό της κληρονομούμενης ……… επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. …../1961 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ….. ……………., που μεταγράφηκε νόμιμα. Την ως άνω έκταση των 95.987 τ.μ. νέμονταν όλοι οι ανωτέρω συγκληρονόμοι, οι οποίοι ανεπίληπτα και αδιατάρακτα ασκούσαν πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια συγκυρίων και ειδικότερα εκμεταλλεύονταν την ανωτέρω έκταση ως βοσκότοπο και καλλιεργούσαν τα ομαλά τμήματα αυτής με αμπέλια, έχοντας καταστεί συγκύριοι αυτής, δηλαδή οι: 1) …………. (190/1800), 2) ……… (190/1800), 3) …………. (190/1800), 4) ………(190/1800), 5) …….. (190/1800), 6) ……… (190/1800), 7) ………………. (45/1800), 8) …………….. (29/1800), 9) ………… (29/1800), 10) …….. (29/1800), 11) ………… (29/1800), 12) …………… (29/1800), 13) …………… (48,75/1800), 14) …………. (28,25/1800), 15) …………… (28,25/1800), 16) ………….. (28,25/1800), 17) ……….. (28,25/1800), 18) ………………… |28,25/1800), 19) ……………. (90/1800), 20) ………… (47,50/1800), 21) …………… (28,50/1800), 22) ………….. (28,50/1800), 23) ……………. (28,50/1800), 24) ………………… (28,50/1800), και 25) ……………… (28,50/1800), μέχρι τη μεταβίβασή της με πώληση στην …………., με το προαναφερόμενο με αρ. υπ’ αριθ. …../1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών . ……………., που μεταγράφηκε νόμιμα. Τα όρια του ακινήτου, το ½ του οποίου αγόρασε το έτος 1908 ο ……., ενώ ήδη κατείχε το υπόλοιπο ½, όπως αναφέρονται στο με αρ. ………/1908 συμβόλαιο είναι ανατολικώς αγρός …………….., δυτικώς Καμίνια και αγρός …………, αρκτικώς και μεσημβρινώς θάλασσα.. Το ίδιο ανατολικό όριο (κληρονόμοι ………) αναφέρεται και στον τίτλο κτήσεως της ….. ……………., ταυτίζονται επίσης το βόρειο και νότιο όριο (αρκτικώς – μεσημβρινώς), που είναι η θάλασσα (προς βορράν κόλπος Αμπελακίων και νότο θάλασσα Σεληνίων). Με δεδομένη τη σύμπτωση των ορίων αυτών, η έκταση που αγόρασε και στη συνέχεια κατέτμησε σε οικόπεδα και πώλησε σε τρίτους η ……………. είναι ως προς τα όριά της η ίδια έκταση που αγόρασε κατά το ½ εξ αδιαιρέτου ο …………, ενώ κατείχε ήδη το άλλο ½. η δε διαφοροποίηση στο εμβαδό (50 στρέμματα ως έγγιστα και 111.987 τμ. και στην περιγραφή του δυτικού ορίου σε σύγκριση με αυτό του συμβολαίου 1908) οφείλεται στο γεγονός ότι την εποχή εκείνη ήταν συνήθης η πρακτική να γίνεται ατελής περιγραφή των ακινήτων και να μη γίνεται ακριβής αποτύπωση του εμβαδού αυτών (βλ. τις παραδοχές της με αρ. 340/2024 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου). Κατά το από 27.3.1939 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών ………. όπου απεικονίζεται με αύξοντα αριθμό …. το δημόσιο κτήμα με …….., το οποίο έχει εμβαδό 288.190 τ.μ., εντός του οποίου, όπως εκτέθηκε οριοθετείται η ιδιοκτησία της . ……………., ο απώτερος δικαιοπάροχος αυτής …………………., φέρεται να κατέχει μία πολύ μικρή έκταση στο βόρειο τμήμα της Χερσονήσου, από το έτος 1928 μόλις 3.860 στρεμμάτων, με αύξοντα αριθμό … και στο υπόμνημα του άνω τοπογραφικού αναφέρεται ότι η έκταση από την οδό προς Σελήνια έως τον αγρό του ……… είχε κατατμηθεί σε 8 μεγάλα γήπεδα κι έκτοτε δημοπρατείτο από την Οικονομική Εφορία Σαλαμίνας. Συναφώς το εκκαλούν, προσκομίζει μεταξύ άλλων τα εξής έγγραφα : α) Το υπ’ αριθ. …../23.8.1927 έγγραφο της Αεροπορικής Άμυνας, με το οποίο παραγγέλλεται η κατάρτιση των πρωτοκόλλων καταμέτρησης και εκτίμησης, β) το υπ’ αριθ. ……/20.2.1929 έγγραφο της Αεροπορικής Άμυνας προς το Οικονομικό Έφορο Σαλαμίνας, από το οποίο προκύπτει ότι συντάχθηκαν οκτώ ισάριθμα πρωτόκολλα καταμέτρησης και εκτίμησης των οκτώ ισάριθμων γαιοτεμαχίων, γ) διακηρύξεις δημοπρασιών υπ’ αριθ. …/19.4.1932 και …/10.7.1934 του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνας και το από 16.9.1934 πρακτικό της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνας, ότι απέβη άγονη η άνω δημοπρασία.,ε) έγγραφα του Οικονομικού Εφόρου Μεγαρίδος προς τον Aστυνομικό Σταθμάρχη για τη φύλαξη της έκτασης του Δημοσίου στον κόλπο «….». Όμως όλα τα πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως που αφορούσαν την χερσόνησο Κυνόσουρας ακυρώθηκαν κατόπιν άσκησης ανακοπών με τις με αρ. 19, 20, 21,22,2425,26,27,29,30,31,36 και 38/1940 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας και μεταξύ αυτών το με αρ. 27/1940, που αφορούσε τον . ……………. . και μεταξύ των κληρονόμων του), το οποίο ακύρωσε το πρωτόκολλο γνωμοδοτήσεως της κατά το άρθρον 5 του Ν. 5595 Επιτροπής, με το οποίο του επέβαλε να πληρώσει ως μίσθωμα για τη χρήση τριάντα περίπου στρεμμάτων γης από την παραπάνω έκταση, το ποσό των 150 δραχμών για τα έτη 1928-1939. Με την τελευταία απόφαση κρίθηκε ότι ότι «εκ των κατατεθέντων νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων εν συνδυασμώ προς τα υπ’ αριθμ. …./1908 συμβόλαια του Συμ/φούντος Ειρηνοδίκου Σαλαμίνης …./1910 Συμ/φου Σαλαμίνος …….. και …./1925 συμβολαιογράφου Σαλαμίνος …. …. απεδείχθη ότι η έκτασις η αφορώσα τα ανακοπτόμενα Πρωτόκολλα μετ΄άλλης συνεχομένης προς δυσμάς εκτάσεως ανήκεν εις τον πάππον του ανακόπτοντος ……… κατεχομένη και νεμομένη υπ’ αυτού μέχρι του θανάτου του επισυμβάντος προ 50ετίας ότι περιήλθε αύτη εις τον υιόν του και πατέραν του ανακόπτοντος …. και τούτου δε αποβιώσαντος εν έτει 1932 εις τον ανακόπτοντα όστις έκτοτε κατέχη και νέμεται ταύτην ήτοι απεδείχθη ότι ο ανακόπτων είναι κύριος νομεύς και κάτοχος της εκτάσεως…». Αφού συνεπώς ακυρώθηκαν τα άνω πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως, δεν προκύπτει ότι την ευρύτερη έκταση το Ελληνικό Δημόσιο εκμίσθωνε για τη χρήση αυτής από τρίτους. Είναι ακόμα άξιο μνείας ότι οι Κοινότητες Αμπελακίων και Σεληνίων άσκησαν αγωγές κατά της . ……………. και ειδικότερα η Κοινότητα Σεληνίων, την από 5.8.1963 αγωγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς (αριθ. έκθ. κατ.: …./16-08-1963), ζητώντας να αναγνωρισθεί κυρία εδαφικού τμήματος εμβαδού 15 στρεμμάτων και 600 μέτρων, που είχε καταλάβει η εναγόμενη, ως κυρία (2) ακινήτων ακινήτων εμβαδών 456,250 και 6 στρεμμάτων, που είχε αποκτήσει, ως καθολική διάδοχος του Δήμου Σαλαμίνας και κατά τη σύσταση του ο Δήμος Σαλαμίνας και την από 15-04-1965 αγωγή της (αριθ. έκθ. κατ. …./05-05-1965), με όμοιο περιεχόμενο, αγωγές όμως που ουδέποτε συζητήθηκαν. Η κοινότητα Αμπελακίων άσκησε στο ίδιο Δικαστήριο την από 30-12-1964 αγωγή της κατά της .. ……………. (αριθ. έκθ. κατ. …../30-12-1964), με την οποία, αφού στήριζε την κτήση κυριότητας στα περιστατικά που τη στήριζαν και οι αγωγές της τότε Κοινότητας Σεληνίων, ζητούσε να αναγνωριστεί κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου τμήματος, εμβαδού 90 στρεμμάτων περίπου, το οποίο, με βάση τα διαλαμβανόμενα, είχε καταλάβει, χωρίς νόμιμο δικαίωμα, η εναγόμενη, καθώς και να υποχρεωθεί η τελευταία να της αποδώσει τη νομή αυτού. Η αγωγή όμως αυτή καταργήθηκε με εξώδικο συμβιβασμό (με αρ. αριθ. …./1969 ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 31/1969 απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. 81/1969 απόφαση, και την υπ’ αριθ. πρωτ. …./10-06-1969 και κατόπιν, δυνάμει της υπ’ αριθ. 17802/1969 απόφασης της Νομαρχίας Πειραιώς, μετά την καταβολή από την τότε εναγόμενη προς την Κοινότητα Αμπελακίων ποσού 200.000 δρχ. Ακόμα το έτος 1969 με την Ε13862/5745/2.8.1969 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών κι Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Δ 167/13.9.1969) κηρύχθηκε απαλλοτρίωση στη Χερσόνησο Κυνόσουρας στο βόρειο τμήμα αυτής καταλαμβάνοντας και τμήμα του ……. (βλ. το από 18.10.2011 τοπογραφικό διάγραμμα των αγρονόμου τοπογράφου ………… και τοπογράφου μηχανικού ……… της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς) για την επέκταση της χερσαίας ζώνης του λιμένα του Πειραιά, υπέρ και με δαπάνες του ΟΛΠ. Διενεργήθηκε επίσης απαλλοτρίωση και στο νότιο τμήμα με την ΚΥΑ 342/175/16.2.1972 (ΦΕΚ 45/25.2.1972), η οποία ανακλήθηκε με την με αρ ΚΥΑ 4159/2170/Ν 11549/20.4.1975. Οι αποφάσεις κήρυξης απαλλοτρίωσης μεταγράφηκαν κανονικά στις μερίδες των φερόμενων ως ιδιοκτητών και μεταξύ αυτών της . ……………., (αναγνωρίστηκε δικαιούχος της αποζημίωσης με την με αρ. 44/1971 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων (πρώτη απαλλοτρίωση) και στην με αρ. 93/1974 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου που καθόρισε προσωρινή τιμή μονάδος αποζημίωσης), αλλά και του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας . …….. Έπεται ότι αν επρόκειτο για αδιαμφισβήτητη έκταση που ανήκε στο Δημόσιο, δεν θα παρίστατο ανάγκη καθόλου να κηρυχθούν οι άνω απαλλοτριώσεις. Με αφορμή την πρώτη απαλλοτρίωση διενεργήθηκε έρευνα για τα δικαιώματα του Δημοσίου και τις καταπατήσεις εκτάσεων στη Χερσόνησο Κυνόσουρας, από την οποία προέκυψε ότι, εκτός από τις ίδιες τις καταχωρήσεις στα βιβλία δημοσίων κτημάτων, δεν κατέστη δυνατό να τεκμηριωθούν με άλλο τρόπο δικαιώματα του Δημοσίου, καθώς δεν υπήρχε καταχωρημένος τίτλος κτήσεως του Δημοσίου, ούτε στο βιβλίο δημοσίων κτημάτων, ούτε στο υποθηκοφυλακείο (βλ. το με αρ. πρωτ. …../3.8.1974 έγγραφο του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνας …..). Κατόπιν αυτών είναι σαφές ότι εκτός από την καταχώρηση του επιδίκου (και της ευρύτερης έκτασης που αυτό βρίσκεται) ως Δημοσίου κτήματος, δεν υπάρχει αποδεικτικό στοιχείο για τον τρόπο απόκτησης κυριότητας του Δημοσίου, αλλά ούτε επιπλέον προκύπτει ότι το Δημόσιο με τα όργανά του άσκησε ποτέ διακατοχικές πράξεις στην έκταση αυτή, ώστε δεν αναιρείται η παραδοχή ότι η απώτερη δικαιοπάροχος της ενάγουσας . ……………. είχε καταστεί κυρία της ευρύτερης αυτής των 95.987 τμ. με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο, τόσο υπό τον ΑΚ όσο και το βρδ δίκαιο. Όσον αφορά τον ισχυρισμό του εκκαλούντος (γ) ότι αποτελούσε δασική έκταση πρέπει να σημειωθούν τα εξής : Σύμφωνα το με αριθμ. πρωτ. …../14.6.2018 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Πειραιώς το επίδικο γεωτεμάχιο εμπίπτει σε ευρύτερη εκχερσωμένη έκταση με κωδικό ΔΑ …., δασική έκταση στις Α/Φ του 1945, ενώ κατά το χρόνο σύνταξης των δασικών χαρτών του 1998 εμφανίζεται έχει άλλη μορφή. Όμως δεν γίνεται καμία εξειδίκευση, όσον αφορά το είδος, τη μορφή και την πυκνότητα της δασικής βλάστησης, που υπήρχε το έτος 1945. Επιπλέον όπως είναι γνωστό επίσης από άλλες ενέργειες του παρόντος Δικαστηρίου (απόφαση με αρ. 340/2024 του Εφετείου Πειραιώς, στα πλαίσια της οποίας είχε διεξαχθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνωμοσύνη) ολόκληρη η έκταση που αγόρασε η ……………. το έτος 1961 όπως προκύπτει από τις αερφοφωτογραφίες του έτους 1945, συνιστούσε χορτολιβαδική έκταση αποτελούμενη από φρυγανική (μη ξυλώδη), ποώδη ή αυτοφυή βλάστηση ή από δασική μεν βλάστηση, που δεν συνιστούσε όμως δασοβιοκοινότητα εξαιτίας και της εξαιρετικά μικρής συγκόμωσης που δεν υπερβαίνει το 5%. Παράλληλα η ανωτέρω έκταση δεν περικλείεται από δάση ή άλλες δασικές εκτάσεις παρά γειτνιάζει (σε όλες τις κατευθύνσεις) με άλλα κτήματα με χρήση αγροτική και θάλασσα. Τα ίδια (ως προ το μη δασικό χαρακτήρα της ευρύτερης έκτασης) έχουν γίνει δεκτά και με την με αρ. 571/2023 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με βάση την έκθεση φωτοερμηνείας του δασολόγου ……….., που είχε προσκομισθεί ως έγγραφο στα πλαίσια της δίκης αυτής. Εξάλλου το έτος 1845 ολοκληρώθηκαν στη νήσο Σαλαμίνα οι εργασίες της Επιτροπής, επί των διαφιλονικούμενων δασών, η οποία, με την υπ’ αριθ. 305/24-01-1845 απόφαση της, αναγνώρισε όλα τα δάση της νήσου ως ιδιωτικά, εκτός εκείνων που ανήκαν στη διαλελυμένη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου, γεγονός που επικυρώθηκε και με τη διάταξη του άρθρου 15 του Ν. 3208/2003. Στα τελευταία (δημόσια δάση) δεν περιλαμβάνεται το επίδικο γεωτεμάχιο (βλ. τα ανωτέρω έγγραφα). Είναι ακόμα άξιο μνείας το …….. Δημόσιο Κτήμα, μέρος του οποίου αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, και το επίδικο ακίνητο, καταγράφηκε το πρώτον ως δημόσια έκταση, συνολικού εμβαδού 288.180 τ.μ., περί τα τέλη της δεκαετίας του 1930, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε δασικό χαρακτήρα αυτού, καθώς στην περιθωριακή στήλη του οικείου Γενικού βιβλίου καταγραφής ως «Είδος Κτήματος», αναφέρεται ως «Τεμάχιον Γαιών». Συνεπώς δεν αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο και η ευρύτερη περιοχή του περιλαμβανόταν σε δημόσια δασική έκταση, αφού δεν ανήκε στα δημόσια δάση της διαλυμένης Μονής Αγίου Νικολάου, η δε καταχώρησή του ως Δημόσιο Κτήμα έγινε χωρίς καμία αναφορά στο δασικό του χαρακτήρα. Άλλωστε, προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου κυριότητας του εναγομένου επί δημόσιας δασικής έκτασης είναι η ιδιότητα του διεκδικούμενου ακινήτου ως δάσους, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ. της 17/29-11-1836 “Περί ιδιωτικών δασών” (βλ. ΑΠ 148/2016 σε www.areiospagos.gr). Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 21 παρ.13 του ν. 3208/2003 κατά την οποία στις ιδιοκτησιακές ρυθμίσεις του άνω νόμου δεν υπάγονται οι καταγεγραμμένες στα βιβλία δημοσίων κτημάτων του υπουργείου Οικονομικών ως δημόσια κτήματα, δεν αναφέρεται στα δάση της νήσου Σαλαμίνας, αφού γι΄αυτά υπάρχει ειδική ρύθμιση. Σε κάθε περίπτωση ο ως άνω ισχυρισμός, όπως και οι και ο ισχυρισμοί ότι το επίδικο ήταν λιβάδι ή βοσκότοπος, είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικώς αβάσιμοι, αφού από το αποδεικτικό υλικό δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο υπήρξε για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα λιβάδι ή βοσκότοπος, ήταν οθωμανικό κτήμα, ούτε άσκησε σ’ αυτό το εναγόμενο πράξεις νομής για διάστημα άνω των 20 ετών. Εξάλλου η περιοχή κηρύχθηκε σε κτηματογράφηση στο πλαίσιο εργασιών για την δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου σύμφωνα προς τον Ν. 2308/1995, με ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου την 13.1.2006 (ΦΕΚ 19/Β?13.1.2006) και κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης το επίδικο ακίνητο καταχωρήθηκε με ΚΑΕΚ όπως εκτέθηκε, ως ιδιοκτησία του εναγόμενου, όμως η αρχική αυτή εγγραφή του κτηματολογικού φύλλου είναι ανακριβής. Κατόπιν αυτών η αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως προς το οποίο μεταβιβάζεται στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να αναγνωρισθεί η ψιλή κυριότητα της ενάγουσας στο επίδικο γεωτεμάχιο και να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή, ώστε να εμφαίνεται ως ψιλή κυρία αυτού η ενάγουσα. Σε βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, λόγω της ήττας του πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά εξοδα της ενάγουσας των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, μειωμένα όμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 191 § 2, 183 ΚΠολΔ και 22 § 1 του ν. 3693/1957, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά στην ουσία της την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη, με αρ. 4164/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 7-5-2018 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2018 αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτή εν μέρει.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η ενάγουσα είναι ψιλή κυρία κατά το χρόνο των πρώτων εγγραφών του με αρ. ΚΑΕΚ ………. γεωτεμαχίου, που συνορεύει κατά τις κτηματολογικές αποτυπώσεις, βόρεια με το ακίνητο με ΚΑΕΚ ……., Ανατολικά με ακίνητο που φέρει ΚΑΕΚ …….., Νότια με το ακίνητο με ΚΑΕΚ ……… και Δυτικά με ……….. πλάτους 8,00 μέτρων. με ΚΑΕΚ ………., δυτικά με ΚΑΕΚ …………. και ΚΑΕΚ ……. και νότια με οδό.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα κτηματολογικά φύλλα, ώστε να αναγραφεί ως ψιλή κυρία αυτού η ενάγουσα με τίτλο κτήσης το υπ΄αρ. ……../23.4.2003 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ν. Ιωνίας ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) €.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 30.8.2024.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ