Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 490/2024

Αριθμός   490/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α) ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:  …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ανδρέα Πηλαβάκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στην ……. και εκπροσωπείται νόμιμα, δεν εκπροσωπήθηκε δε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Β) ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «……..», πρώην  με την επωνυμία «……….» (…………) και διακριτικό τίτλο «………» (…………), η οποία εδρεύει στο …. Αττικής, με ΑΦΜ ….. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά και με αρ. ΓΕΜΗ …., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αριθμ. 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθμ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ (τ. Β’), η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……..» (………), που εδρεύει στο ….., Ιρλανδία, με αριθμό μητρώου ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα. Η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού, κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «…….» και το διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ …….., Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Αθηνών και με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ……….., κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις Ν. 3156/2003. Η «…………» όπως νομίμως εκπροσωπείται κατέστη καθολική διάδοχος της πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «………» λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της ως άνω νέας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας (άρθρο 16 ν. 2515/1997 και άρθρα 57 παρ. 3 και 59- 74 του ν. 4601/2019- υπ’αριθμ. .. και …./20.3.2020 Ανακοινώσεις Γ.Ε.ΜΗ), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Δέσποινα Στριγκώνη [ΣΙΟΥΦΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ].

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «…..» που εδρεύει στην Αθήνα με ΑΦΜ …., Δ.ΟΎ ΦΑΕ Αθηνών (Γ.Ε.ΜΗ., με αριθμό …..), νόμιμα εκπροσωπούμενης ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «… ………. ….» (ΑΦΜ …, Αριθμός ΓΕΜΗ: ….), μετά την τροποποίηση της επωνυμίας της από «………….. (υπ’ αρ. 8195/03.08.2012 Φ.Ε.Κ.-Τεύχος Α.Ε. & Ε.Π.Ε.), λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας (άρθρο 16 ν. 2515/1997 και άρθρα 57 παρ. 3 και 59-74 του ν. 4601/2019-Ανακοινώσεις για καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ υπ’αριθμ….. και 31909/20.3.2020).

ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ………… η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Ανδρέα Πηλαβάκη (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Η υπό στοιχ Α εκκαλούσα-Β καθ΄ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση (……….) κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 8.6.2012 (αριθμ εκθ καταθ ……../2012) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2609/2016 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η  ενάγουσα και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούσα-Β καθ΄ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση με την από 12.1.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  …../2019-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………./2023) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 11η.1.2024, μετά δε από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ήδη υπό στοιχ.Β αυτοτελώς προσθετως παρεμβαίνουσα (ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….») κατέθεσε την από 4.3.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……./2024) εκουσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της υπό στοιχ Α εκκαλούσας- Β καθ΄ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της υπό στοιχ Β αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά  ………..//2023 έφεση και η με   αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά  …//2024 αυτοτελής  πρόσθετη  παρέμβαση  πρέπει  να  συνεκδικαστούν,  καθώς τελούν μεταξύ  τους σε σχέση κύριου και παρεπόμενου (άρθρα  246 και 79 -93 ΚΠολΔ).

Από την υπ΄αριθμόν ……../4-10-2023 έκθεση επίδοσης του  δικαστικού  επιμελητή,  ………., που προσκομίζει  και επικαλείται  η  εκκαλούσα   προκύπτει ότι η συζήτηση της έφεσης για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 11-1-2024 έγινε με επιμέλεια της ιδίας (εκκαλούσας). Κατά την δικάσιμο αυτή η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας  κατά την οποία η  εφεσίβλητη τραπεζική εταιρία ούτε εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου. Επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην δοθέντος ότι η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο μετά από αναβολή της υπόθεσης ισχύει ως κλήτευση  όλων των διαδίκων (άρθρο 226 παρ 4 και 498 παρ 2 ΚΠολΔ).  Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 παρ 4 ΚΠολΔ).

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ, αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης που περατώνει τη δίκη, και κατά την διάταξη του άρθρου 518 παρ 2 ΚΠολΔ, αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι δύο έτη, που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη. Η διάταξη αυτή ισχύει από 1-1-2016 σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο  ένατο παρ 2 του ν 4335/2015. Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλουμένη υπ΄αριθμόν 2609/2016 αποφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξεδόθη στις 30-11-2016 και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς στις 15-1-2019, ήτοι μετά πάροδο διετίας από της δημοσιεύσεως  αυτής.  Ως εκ τούτου ασκήθηκε εκπρόθεσμα και πρέπει ν΄απορριφθεί ως απαράδεκτη. Πρέπει δε, να σημειωθεί ότι το γεγονός ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε, επιμελεία της εφεσίβλητης στις 14-12-2018 (βλ υπ΄αριθμόν …../2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας ………), ήτοι μετά την πάροδο της  προαναφερόμενης διετούς προθεσμίας,  ουδόλως αναβιώνει ή επιμηκύνει την προθεσμία άσκησης έφεσης η οποία συμπληρώθηκε την 30-11-2018 (σχετ.  ΑΠ 1516/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση και  συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της άσκησής της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου, ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011). Εξάλλου, ως προς τους αναγκαίους ομοδίκους που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (βλ. ΑΠ 368/2019, ΑΠ 727/2017).

Στην προκειμένη περίπτωση η εταιρία με την επωνυμία «…………..» η οποία είχε αρχικά την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο  «………..» και η οποία  εδρεύει στο ……… Αττικής,  επί της οδού  ………,  με  αυτοτελές δικόγραφο  που φέρει ειδικό  αριθμό καταθ. ………//2024 στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά  ισχυριζόμενη ότι είναι εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις,  της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….» που εδρεύει στο …… της Ιρλανδίας (……….),  η οποία κατέστη  ειδική  διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας «…………» λόγω μεταβίβασης σ΄αυτήν απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης  απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν 3156/2003   μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η απορρέουσα από την ένδικη έννομη σχέση, άσκησε ως μη δικαιούχος διάδικος, το πρώτον ενώπιον του  Εφετείου Πειραιά,  αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και ζήτησε να απορριφθεί η ανωτέρω έφεση και να επικυρωθεί η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής.  Η  αυτοτελής αυτή παρέμβαση   ασκείται   παραδεκτά το πρώτον  ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 80 και 83  ΚΠολΔ) και  έχει  επιδοθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι  τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν την συζήτηση της έφεσης   (άρθρο 591 παρ 1β ΚΠολΔ)   τόσο στην εκκαλούσα   όσο και στην εφεσίβλητη  τραπεζική εταιρεία «………….» που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού ……….  (βλ. υπ΄αριθμόν  …/15-3-2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας …….  και υπ΄αριθμόν  …../15-3-2024 έκθεση επίδοσης, αντίστοιχα, του δικαστικού επιμελητή ……..). Από τα έγγραφα, όμως, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 14-7-2010 και με αριθμό ……. σύμβασης  χορήγησης προσωπικού – καταναλωτικού δανείου που συνήφθη ανάμεσα στην καθ΄ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα και την τραπεζική εταιρεία «……. ………..» η τελευταία χορήγησε στην πρώτη δάνειο ύψους 88.100 ευρώ διάρκειας 240 μηνών. Μετά πάροδο εξ (6)  μηνών  η δανείστρια Τράπεζα επικαλούμενη  καθυστερηση στην πληρωμή των ληξιπρόθεσμων μηνιαίων δόσεων  προέβη σε καταγγελία της σύμβασης και κάλεσε την εκκαλούσα να καταβάλει το σύνολο του οφειλόμενου ποσού ανερχόμενο στις 25-1-2011 σε 85.890,87 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Ακολούθως η δανείστρια Τράπεζα κατέθεσε αίτηση στο Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραια διώκοντας την έκδοση διαταγής πληρωμής επί της οποίας εξεδόθη η υπ΄αριθμόν ……/2012 διαταγή πληρωμής με την οποία επιτάχθηκε η εκκαλούσα να καταβάλει στην δανειστρια Τράπεζα το ποσό των 85.890,87 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Κατά της διαταγής αυτής η καθ΄ης η διαταγή πληρωμής και ήδη εκκαλούσα άσκησε την με αριθμό καταθ. ……../2012 ανακοπή ζητώντας την ακύρωση της. Κατά την εκδίκαση της ανακοπής η ανακόπτουσα δεν παραστάθηκε με συνέπεια να εκδοθεί ερήμην της η υπ΄αριθμόν 2609/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (εκκαλουμένη) με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής η ανακόπτουσα άσκησε την ένδικη έφεση για την οποία αρχικά ορίσθηκε δικάσιμος η 11-1-2024 κατά την οποία η συζήτηση αυτή αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας  κατά την οποία παραστάθηκε ως αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα η εταιρεία «………» η οποία είχε αρχικά την επωνυμία «……..» και τον διακριτικό τίτλο  «……….» ισχυριζόμενη ότι είναι εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις,  της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….» που εδρεύει στο ……… της Ιρλανδίας (…………),  η οποία κατέστη  ειδική  διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας «………» λόγω μεταβίβασης σ΄αυτήν απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης  απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν 3156/2003 μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η απορρέουσα από την ένδικη έννομη σχέση. Προς απόδειξη της ιδιότητας της αυτής η προσθέτως παρεμβαίνουσα ισχυρίστηκε: α) ότι  δυνάμει της από 13-7-2020 σύμβασης εκχώρησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που καταρτίστηκε μεταξύ της «……….»  και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….», η οποία καταχωρίστηκε με αριθμό πρωτοκόλλου …../2020 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών  στον τόμο … και με αριθμό ….. η τελευταία απέκτησε από την ανώνυμη εταιρεία «……….» όλες τις απαιτήσεις και τα δικαιώματα της που απορρέουν από την υπ΄αριθμόν ………./1-7-2011 σύμβαση. Ωστόσο εκ του με αριθμό …./2020 προαναφερόμενου εγγράφου προκύπτει ότι συνεβλήθη η  «……….»  και όχι η «………», ενώ δεν προκύπτει η ταυτότητα της υπ΄αριθμόν ………./1-7-2011 σύμβαση καθώς η επίδικη φέρει αριθμό …… β) ότι  η εταιρεία  «…………..» ανέθεσε την διαχείριση των απαιτήσεων και των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ένδικη σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας (κύριας και πρόσθετης) και των προσωπικών και εμπραγμάτων εξασφαλίσεων αυτής στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………»  και τον διακριτικό τίτλο «……..» δυνάμει της από 13-7-2020 σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων αντίγραφο της οποίας έχει καταχωρηθεί στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν 2844/2020 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτ. …./14-7-2020. Ωστόσο εκ του υπ΄αριθμόν πρωτ. …../14-7-2020 εγγράφου προκύπτει ότι η εταιρεία «……..»  ανέθεσε όλες τις υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης  τιτλοποιουμένων απαιτήσεων  από συμβάσεις στεγαστικού δανείου στην εταιρεία «…………» και όχι στην εταιρεία «………», ενώ δεν πρόκειται για πιστωτική κάρτα, αλλά για δάνειο. γ) ότι στις 13-4-2021  η εταιρεία ειδικού σκοπού  «……..»  προέβη σε επανεκχώρηση προς την τραπεζική εταιρεια με την επωνυμια  «……..»  μέρους των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων στις οποίες περιλαμβάνεται και η επίδικη  και η μεταβίβαση αυτή καταχωρήθηκε στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτ. …./13-4-2021 στον τόμο … και με αριθμό ….. Ωστόσο, εκ του υπ΄αριθμόν πρωτ. …../13-4-2021 εγγράφου προκύπτει ότι η εταιρεία «………» εκχώρησε επιχειρηματικές απαιτήσεις στην εταιρεία «……..». Κατόπιν  αυτών δεν δύναται να σχηματιστεί  δικανική πεποίθηση σχετικά με το ότι η προσθέτως παρεμβαίνουσα «……….»  είναι διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εδρεύουσας  στο ……. Ιρλανδιάς αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού «……..», η οποία κατέστη διάδοχος της εταιρείας «………» κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις  απαιτήσεων  μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η επίδικη. Ως εκ τούτου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμη. Συνακόλουθα, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι η προσθέτως παρεμβαίνουσα τελεί σε αναγκαστική ομοδικία με την απολειπόμενη εφεσίβλητη εταιρεία και επομένως, ότι η τελευταία αντιπροσωπεύεται απ΄αυτήν (σχετ. ΑΠ 368/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Διάταξη περί δικαστικών εξόδων ως προς την εφεσίβλητη τραπεζικη εταιρεία δεν πρέπει να περιληφθεί στην απόφαση καθώς η τελευταία δεν παραστάθηκε και ως εκ τούτου δεν υπεβλήθη σε έξοδα. Επίσης, διάταξη περί δικαστικών εξόδων ως προς την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση δεν πρέπει να περιληφθεί στην απόφαση αφού τόσο η έφεση όσο και η πρόσθετη παρέμβαση απορρίφθηκαν.  Πρέπει, όμως, να ορισθεί  το παράβολο ερημοδικίας για την πε­ρίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της  αποφάσεως από την εφεσίβλητη  (αρθρ. 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατα τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος,   πρέπει να διαταχθεί και η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 ΚΠολΔ) λόγω της απόρριψης της έφεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την  με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά  ……./2019 έφεση και την  με  αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ………//2024  αυτοτελή  πρόσθετη  παρέμβαση.

Δικάζει ερήμην  της εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Απορρίπτει την έφεση.

Απορρίπτει την πρόσθετη παρέμβαση

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 16 Οκτωβρίου 2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ