Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 593/2018

Αριθμός  593/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,   Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη και Γεώργιο Βερούση, Εφέτη-Εισηγητή,   και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες από 25-4-2016 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. ………) και από 22-7-2016 (γεν.αριθ. εκθ. καταθ. ……..) εφέσεις των διαδίκων των από 23-7-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. ……) και από 7-10-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. …..) αγωγών ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 324/2016 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο συνεκδίασε αντιμωλία των διαδίκων τις προαναφερόμενες αγωγές κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, στις 17-5-2016 και στις 26-7-2016 αντίστοιχα, καθόσον από τα έγγραφα, που περιέχονται στη δικογραφία, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της δεν έχει παρέλθει διετία. Επιπλέον, έχουν κατατεθεί τα οριζόμενα παράβολα σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του εφετηρίου. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές οι εφέσεις και να εξεταστούν  περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων τους με την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).

Από το άρθρο 1400 Α.Κ. προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της αξίωσης του συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου, ή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, αφότου τελέσθηκε ο γάμος και γ) η συμβολή, με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτής της περιουσίας του υπόχρεου. Για την τελευταία είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, το είδος της συμβολής, η αξία της και ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτής με την αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου. Η συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να συνίσταται όχι μόνον στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο, που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ο υπόχρεος σύζυγος και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις, που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του. Η αποτίμηση των υπηρεσιών του ενάγοντος, με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, απαιτείται, όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής. Στην περίπτωση αυτή, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος, που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων, που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν. Η χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών αυτών του δικαιούχου συζύγου μπορεί να προκύπτει και από την χρηματική αξία ενός υποθετικού εισοδήματος, που ο δικαιούχος θα αποκόμιζε αν, αντί για τις υπηρεσίες αυτές, ασκούσε ορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα, στην οποία θα μπορούσε να επιδοθεί και την οποία θυσίασε για χάρη της οικογένειας (ΑΠ 43/2015, ΑΠ 1059/2014). Ειδικότερα, όταν ο ενάγων δεν περιορίζεται στο μαχητό τεκμήριο του άρθρου 1400§1 εδ. β’ ΑΚ και στον καθιερούμενο με αυτό τεκμαρτό προσδιορισμό της συμβολής και του μεγέθους της στο 1/3, αλλά θεμελιώνει την αγωγή του, στον πραγματικό υπολογισμό και επικαλείται συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου του, με παροχές, οι οποίες συνιστούν ιδιαίτερους τρόπους εκπλήρωσης της υποχρέωσής του για συνεισφορά στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, τότε για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής του, με την οποία ζητεί από τον εναγόμενο, να του αποδώσει το μέρος της αύξησης της περιουσίας του, που προέρχεται από τη δική του συμβολή, πρέπει: α) να καθορίζει τη δαπάνη που απαιτήθηκε, για την πραγματοποίηση της περιουσιακής αύξησης του εναγόμενου, β) να αποτιμά τις παροχές του, προς τον εναγόμενο, καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο έγιναν και γ) να καθορίζει είτε α) το ποσό το οποίο όφειλε, με βάση τις δυνάμεις του, να συνεισφέρει, στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, αφού οι παραπάνω παροχές, μόνον κατά το μέρος που υπερβαίνουν το ποσό της οφειλόμενης συνεισφοράς, αποτελούν συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση του εναγόμενου και παρέχουν δικαίωμα απόδοσης και όχι στο σύνολο τους, έτσι ώστε, από το λόγο της αξίας των παροχών, κατά το μέρος, που υπερβαίνουν την οφειλόμενη συνεισφορά, προς τη δαπάνη που απαιτήθηκε, για την πραγματοποίηση της περιουσιακής επαύξησης του εναγόμενου, να προκύπτει το αιτούμενο με την αγωγή ποσοστό συμμετοχής του ενάγοντος σε αυτήν, είτε β) το πέραν της εκ των διατάξεων των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ αναλογούσας υποχρεωτικής συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ποσό της συμβολής αυτού (ενάγοντος) στην επικαλουμένη επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, για το ορισμένο της σχετικής (υπό στοιχ.β) επικλήσεως μη απαιτουμένης ούτε της αναφοράς του ύψους των συνολικών οικογενειακών αναγκών ούτε του κατά ποσό προσδιορισμού της συνεισφοράς, στην οποία υποχρεούται ο ενάγων (ΑΠ 1511/2005, ΑΠ 43/2015, ΑΠ 825/2015). Όταν όμως η αξίωση στηρίζεται στην τεκμαρτή συμβολή, τότε, μοναδική προϋπόθεση έχει, την επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου, κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία, και μόνον, ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, προσδιορίζοντας την τυχόν αρχική, κατά την τέλεση του γάμου περιουσία του εναγόμενου και την τελική, κατά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης περιουσία του, καθώς και την αξία σε χρήμα και των δύο, κατά το χρόνο αυτό και ειδικότερα, για την περίπτωση της συμπλήρωσης τριετούς διάστασης, την αξία της. περιουσίας κατά το χρόνο παροχής της έννομης προστασίας, δηλαδή της άσκησης της αγωγής. Άρα, στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη της συμβολής του καθ’ εαυτήν, ούτε του ποσοστού της, επομένως δε ούτε του ποσού της οφειλόμενης συνεισφοράς του, αν έχει συμβάλει με παροχές που συνιστούν εκπλήρωση της υποχρεώσεως για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας (ΑΠ 1155/2017, ΑΠ 825/2015 ΑΠ 1173/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 411/2004 ΕλλΔνη 2004.1355).

Με την από 23-7-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. ……) αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ιστορεί ότι με την εναγομένη ήταν σύζυγοι και ήδη από το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2010 βρίσκονται σε διάσταση. Ότι η εναγομένη, κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου τους την 8-1-1989, δεν είχε ατομική περιουσία, ενώ από το έτος 1990 περιήλθε στην κυριότητά της λόγω γονικής παροχής το ειδικότερα περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο, του οποίου η αξία ανέρχονταν κατά τον χρόνο κτήσης στο ποσό των 29.347 ευρώ. Ότι η συνολική σωζόμενη περιουσία της εναγομένης κατά το χρόνο συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης ανέρχονταν στο ποσό των 340.269 ευρώ αφαιρουμένης της προσωπικής του περιουσιακής επαύξησης, όπως κάθε ειδικότερο κονδύλιο αναγράφοντα στο δικόγραφο της αγωγής, ενώ η συνεισφορά του, όπως ειδικότερα αναγράφεται στην αγωγή, στην παραπάνω επαύξηση της περιουσίας της εναγομένης ανέρχονταν σε ποσοστό 79%. Ζήτησε δε με την παραπάνω αγωγή του να υποχρεωθεί η εναγομένη με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 268.812 ευρώ που αντιστοιχεί στη συμβολή του στην επαύξηση της περιουσίας της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και επικουρικά κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό καθώς και να καταδικαστεί η τελευταία στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Περαιτέρω με την από 7-10-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. ……) αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η εναγομένη της 23-7-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. ……) αγωγής ιστορεί ότι βρίσκεται σε διάσταση με το σύζυγό της (εναγόμενο) ήδη από το έτος 2010 και ότι ο τελευταίος, κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου τους, στερούνταν περιουσιακών στοιχείων ενώ, κατά την πάροδο της τριετίας από την διάσπαση της έγγαμης σχέσης τους, είχε αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία χρηματικής αξίας 265.047,14 ευρώ κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, στην οποία επαύξηση της περιουσίας η ενάγουσα συνέβαλε κατά ποσοστό του 1/3 ήτοι κατά το ποσό των 88.394,05 ευρώ. Ζήτησε δε με την παραπάνω αγωγή της να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να της καταβάλει το παραπάνω ποσό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση καθώς και να καταδικαστεί στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων τις παραπάνω αγωγές, και κατά το μέρος που εκκαλείται,  αφού έκρινε τις αγωγές νόμιμες, στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 1400, 340, 345 του ΑΚ,176, 907 και 908 του Κ.Πολ.Δ. στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτές τις αγωγές ως κατ΄ουσίαν βάσιμες, υποχρεώνοντας αφενός την εναγομένη της από 23-7-2013 (αριθ. εκθ. καταθ……..) αγωγής να καταβάλει στον ενάγοντα της παραπάνω αγωγής το ποσό των 17.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση καθώς και το ποσό των 800 ευρώ, που αφορούσε στα δικαστικά του έξοδα και αφετέρου υποχρέωσε τον εναγόμενο της από 7-10-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. ……) αγωγής να καταβάλει στην ενάγουσα της παραπάνω αγωγής το ποσό των 6.400 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και επέβαλε στον παραπάνω εναγόμενο τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, της οποίας όρισε στο ποσό των 400 ευρώ.  Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις τους οι διάδικοι των παραπάνω αγωγών για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή τους καθώς και να καταδικαστεί έκαστος των  εφεσιβλήτων εκάστης έφεσης στη δικαστική δαπάνη εκάστου των εκκαλούντων.

Από την εκτίμηση των  ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, τις με αριθμούς …… και …… ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Κυθήρων, τις με αριθμούς  ……… ένορκες βεβαιώσεις, ενώπιον της συμβολαιογράφου Κυθήρων ……. και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :  Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες της Ορθόδοξης Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας στις …….. Κυθήρων, στις 8-1-1989, από τον οποίο απέκτησαν δύο ενήλικα ήδη τέκνα. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων, οι οποίοι δεν είχαν επιλέξει το σύστημα της κοινοκτημοσύνης, διακόπηκε το Φεβρουάριο του έτους 2010 και έκτοτε οι διάδικοι ζουν χωριστά. Ήδη κατά το χρόνο άσκησης των συνεκδικαζομένων αγωγών είχε συμπληρωθεί τριετής διάσταση της έγγαμης σχέσης των διαδίκων, ενώ η λύση του γάμου τους, που απαγγέλθηκε με την με αριθμό 1450/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δεν είχε καταστεί αμετάκλητη κατά την άσκηση των παραπάνω αγωγών. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα, κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου της με τον εκκαλούντα στερούνταν περιουσιακών στοιχείων, ενώ κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους η εκκαλούσα απέκτησε λόγω γονικής παροχής από τον πατέρα της, δυνάμει του με αριθμό ……. συμβολαίου της συμβολαιογράφου Κυθήρων …….., που μεταγράφηκε νόμιμα, ένα ακίνητο –οικόπεδο εμβαδού 285 τ.μ., που βρίσκεται στο οικοδομικό τετράγωνο με αριθμό . του οικισμού ….. της Κοινότητας … Κηθύρων αντικειμενικής αξίας 6.300.000 δρχ. Κατά το χρόνο κτήσης του παραπάνω ακινήτου είχε ήδη ανεγερθεί σε αυτό ο φέρων σκελετός οικοδομής από οπλισμένο σκυρόδεμα, συνολικής επιφάνειας 333 τ.μ. η οποία (οικοδομή) αποτελούνταν από υπόγειο, ισόγειο και άνωθεν του ισογείου όροφο. Το παραπάνω περιουσιακό στοιχείο, ανεξαρτήτως της αξίας του, λόγω της χαριστικής αιτίας που αποκτήθηκε, δεν λαμβάνεται υπόψη στην επαύξηση της περιουσίας της εκκαλούσας. Ακόμη αποδεικνύεται ότι μέχρι το έτος 1994 κατασκευάστηκαν στο ισόγειο της παραπάνω οικοδομής τέσσερα δωμάτια με κουζινάκι και αποχωρητήριο, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για εκμίσθωση κατά τους θερινούς μήνες. Μέχρι το έτος 2001 αποπερατώθηκε και η κατασκευή του πρώτου ορόφου εμβαδού 100 τ.μ., που έκτοτε αποτέλεσε τη συζυγική οικία των διαδίκων καθώς και του υπογείου όπου εγκαταστάθηκε το λεβητοστάσιο και διαμορφώθηκαν χώροι για αποθήκη και στάθμευση οχημάτων. Επίσης, έγινε διαμόρφωση  του ακάλυπτου χώρου σε κήπο  και κατασκευάστηκε  υπόγεια δεξαμενή. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι, κατά το χρόνο συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης της έγγαμης σχέσης των διαδίκων, η συνολική αξία της οικοδομής, όπως διαμορφώθηκε μετά την αποπεράτωσή της, λαμβανομένων υπόψη της θέσης, έκτασης και χρήσης της,  ανέρχονταν στο ποσό των 200.000 ευρώ. Από το ποσό αυτό πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 100.000 ευρώ, στο οποίο ανερχόταν κατά τον ίδιο χρόνο η αξία του οικοπέδου και του σκελετού της οικοδομής που δεν υπολογίζονται στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων, ως αποκτηθέντα από χαριστική αιτία.  Το παραπάνω δεν αναιρείται από την από 30-9-2014 εκτίμηση της αξίας του αρχιτέκτονα μηχανικού  ………, ο οποίος εκτιμά το σύνολο του ακινήτου (οικοπέδου και οικοδομής) στο ποσό των 353.000 ευρώ, στην οποία αφενός δεν αναφέρεται η αξία  του φέροντος οργανισμού και αφετέρου, κατά το χρόνο εκτίμησης της αξίας του ακινήτου (2013) η αντικειμενική αξία του όλου ακινήτου (οικοπέδου και οικοδομής) ανερχόταν στο ποσό των 162.516,90 ευρώ, η δε αγοραία αξία της οικοδομής, αφαιρουμένης της αξίας του φέροντος οργανισμού, δεν υπερέβαινε κατά τον ως άνω χρόνο, το ποσό των 100.000 ευρώ, λόγω της επελθούσας οικονομικής κρίσης. Συνεπώς, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, επήλθε επαύξηση της περιουσίας της εκκαλούσας κατά το ποσό των 100.000 ευρώ. Επιπλέον, αποδεικνύεται ότι για την αποπεράτωση της παραπάνω οικοδομής δαπανήθηκε το ποσό των 24.000.000 δραχμών περίπου, και συγκεκριμένα το ποσό των 12.000.000 δραχμών για την αποπεράτωση του ισογείου και υπογείου, τη διαμόρφωση κήπου και πρασιάς, την κατασκευή δεξαμενής ακαθάρτων (βόθρου) και υπόγειας δεξαμενής και το ποσό των 12.000.000 δραχμών περίπου για τον πρώτο όροφο, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο εργασιών της οικοδομής, που ο εκκαλών προσκομίζει, ενώ δεν αποδεικνύεται η δαπάνη μεγαλύτερων των προαναφερόμενων για την αποπεράτωση της οικοδομής. Ακόμη αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών συνέβαλε στην αποπεράτωση της οικοδομής συνεισφέροντας με την προσωπική του εργασία στον ελαιοχρωματισμό της, τη διαμόρφωση του κήπου της οικοδομής και την εκτέλεση μικροεργασιών από μέρους του, οι οποίες αποτιμώνται στο ποσό των 3.000.000 δραχμών. Επομένως, το συνολικό κόστος της οικοδομής ανέρχεται στο ποσό των 27.000.000 δραχμών. Επίσης, αποδεικνύεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης για την αποπεράτωση της οικοδομής διατέθηκε από τον πατέρα της εκκαλούσας, ο οποίος είχε και την οικονομική δυνατότητα,  οι σχετικές εργασίες δε άρχισαν αμέσως μετά την τέλεση του γάμου των διαδίκων. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι ο πατέρας της εκκαλούσας ήταν οικονομικός μετανάστης στην Αυστραλία, κατά το διάστημα που εκτελούνταν οι εργασίες, και προέβη σε σταδιακή δραχμοποίηση συναλλάγματος, ποσού 17.000.000 δρχ.(βλ. προσκομιζόμενα γραμμάτια βεβαίωσης αγοράς συναλλάγματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος κατά το διάστημα από 1991 έως 2000), μέρος του οποίου (13.500.000 δρχ.) διέθεσε για την αποπεράτωση της οικοδομής. Το παραπάνω ποσό, ενόψει του μεγέθους του δεν αποδεικνύεται ότι αναλώθηκε αποκλειστικά για την αντιμετώπιση προσωπικών αναγκών του πατέρα της εκκαλούσας,  αφού ο τελευταίος κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα κάλυπτε τις προσωπικές του οικογενειακές ανάγκες τόσο από τη μηνιαία σύνταξή του όσο και από την είσπραξη μισθώματος από την εκμίσθωση ακινήτου (διαμερίσματος) στην … Αθηνών. Άλλωστε αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος κατέθεσε σε κοινό λογαριασμό των διαδίκων κατά τα έτη 1994 και 1995, το ποσό των 35.000 δολαρίων Αυστραλίας (βλ την από 9-4-201 Ο βεβαίωση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος), το οποίο αντιστοιχούσε σε ποσό 5.500.000 δραχμών, όπως συνομολογεί ο εκκαλών, και επιπλέον κατέθεσε σε λογαριασμό του εκκαλούντος, το ποσό των 3.000.000 δραχμών (βλ αποδείξεις της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος), προκειμένου να αποπερατωθεί η οικοδομή. Επίσης, όπως και ο εκκαλών συνομολογεί, ο πατέρας της εκκαλούσας κατά το έτος 1994 προέβη σε πώληση ακινήτου, που διατηρούσε στην Αυστραλία, αντί του ποσού των 25.000.000 δρχ., και επομένως, είχε την οικονομική δυνατότητα να βοηθήσει οικονομικά τη θυγατέρα του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι και ο εκκαλών κατά το έτος 1992, κατά την έναρξη σχεδόν των οικοδομικών εργασιών, προέβη σε πώληση ακινήτου του (βλ το υπ’ αριθμ. ….. συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Κυθήρων … …), αντί του ποσού των 2.000.000 δραχμών και το παραπάνω ποσό αποδεικνύεται ότι διατέθηκε  από τον τελευταίο για τις εργασίες ανεγέρσεως της οικοδομής της ενάγουσας. Άλλο ποσό, πλην των 2.000.000 δρχ., δεν αποδείχθηκε ότι διατέθηκε από τον εκκαλούντα για την αποπεράτωση της οικοδομής, ενόψει των αυξημένων οικογενειακών του υποχρεώσεων. Επομένως από το ποσό των 27.000.000 δραχμών, που απαιτήθηκε για την αποπεράτωση της οικοδομής, το ποσό των 22.000.000 δρχ. κρίνεται ότι διατέθηκε από την εναγομένη από δωρεά του πατέρα της στην ίδια. Ακόμη δεν αποδεικνύεται ότι εκκαλών συνέβαλε στην αποπεράτωση της οικοδομής, πλέον των προαναφερθέντων και με οικονομίες, που είχε προ του γάμου του, εισοδήματα που προήλθαν από την εργασία του ως λιμενικού, χρήματα που προήλθαν από την πώληση του άνω ακινήτου του και με εξοικονόμηση δαπανών από προσωπική του εργασία πέραν αυτών ύψους 3000.000 δρχ, όπως προεκτέθηκε. Αντίθετα αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών πριν τη τέλεση του γάμου του είχε προβεί σε αγορά αυτοκινήτου και γεωργικού ελκυστήρα, για τις οποίες είχε αναλώσει τις όποιες οικονομίες του, δεδομένου ότι η πρόσληψή του στο λιμενικό σώμα έγινε μόλις 6 χρόνια προ του γάμου του και η οικογένεια του δεν είχε οικονομική επιφάνεια. Επίσης, τα έσοδα του εναγομένου από την εργασία του ως λιμενικού, αναλώνονταν για την αντιμετώπιση των οικογενειακών του δαπανών, δεδομένου ότι η εκκαλούσα σύζυγός του δεν εργαζόταν κατά τα πρώτα έτη του γάμου τους, καθώς ήταν επιφορτισμένη με την ανατροφή δύο ανηλίκων τέκνων. Συνεπώς, ενόψει του ότι το κόστος της αποπεράτωσης της οικοδομής ανερχόταν κατά το χρόνο της αποπεράτωσής της (2001) στο ποσό των 27.000.000 δρχ., η συμβολή του εκκαλούντος συνίστατο στο ποσό των 5.000.000 δραχμών δηλαδή σε ποσοστό 17% αυτού. Έτσι ο ενάγων συνέβαλε στην αύξηση της ανερχόμενης στο ποσό των 100.000 ευρώ, περιουσίας της εναγομένης, κατά ποσοστό 17%, έχει απαίτηση κατά της εναγομένης, ποσού 17.000 ευρώ (100.000 Χ 17%). Επίσης αποδείχθηκε, ότι, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους και έως το χρόνο, της συμπλήρωσης τριετούς διάστασής τους (Φεβρουάριος 2013), η εναγόμενη -ενάγουσα απέκτησε επίσης: 1) το έτος 2003το 50 % ενός καινούργιου αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής ΗΟΝDΑ, τύπου civic, αξίας, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής του εκκαλούντος, ενόψει της παλαιότητάς του, 800 ευρώ, β) το έτος 2007, έτερο ΙΧΕ αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής Toyota, 1.100 κ.ε., του οποίου η αξία, κατά τον άνω κρίσιμο χρόνο, ανερχόταν, ενόψει της παλαιότητάς του στο ποσό των 2.000 ευρώ ενώ δεν αποδείχθηκε ότι τα παραπάνω περιουσιακά στοιχεία της εκκαλούσας, αποκτήθηκαν με τη συμβολή του εκκαλούντος.  Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη κατά το χρόνο της παρόδου τριετίας από τη διάσταση, διατηρούσε το ποσό των 2.550 ευρώ, από την είσπραξη μισθωμάτων από τα δωμάτια που εκμίσθωνε κατά τους θερινούς μήνες. Κατά συνέπεια, η πραγματική αύξηση της περιουσίας, που απέκτησε η εκκαλούσα κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον εκκαλούντα, ανήλθε, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής του εκκαλούντα και κατά το χρόνο συζήτησης αυτής (ενόψει του ότι κανείς από τους διαδίκους δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει τυχόν επελθούσα διαφοροποίηση της αξίας των άνω περιουσιακών στοιχείων μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο), στο ποσό των 100.000,00 ευρώ, το οποίο αποτελεί την καθαρή τελική περιουσία της, ήτοι το, κατά την έννοια του νόμου, απόκτημά της, κατά τον κρίσιμο χρόνο. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών, κατά τη διάρκεια του γάμου τους και έως το κρίσιμο χρονικό σημείο της συμπλήρωσης τριών ετών από την έναρξη της διάστασης, απέκτησε τα παρακάτω αναφερόμενα κινητά και συγκεκριμένα :α) το 50 % ενός Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής ΗΟΝDΑ, τύπου civic, κυβισμού 1590 κ.ε., με έτος πρώτης κυκλοφορίας το έτος 2003, το οποίο αγόρασε ο εναγόμενος το έτος 2003, αξίας  κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ενόψει της παλαιότητάς του και του ποσοστού συμμετοχής του στο ποσό των 800 ευρώ, β] Ένα Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής HYUNDAI, κυβισμού 1248 Κ.ε., έτους πρώτης κυκλοφορία το έτος 2012, αξίας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής στο ποσό των 5.000 ευρώ, γ] μία μεταχειρισμένη λέμβο, που αποκτήθηκε από τον εκκαλούντα το έτος 2004 και η αξία της κατά τον κρίσιμο χρόνο ανέρχονταν στο ποσό των 200 ευρώ, δ) ένα δίκυκλο μοτοποδήλατο 97 κ.ε., εργοστασίου κατασκευής ΗΟΝDΑ ASTREA, που αποκτήθηκε το έτος 2000, του οποίου η αξία κατά τον κρίσιμο χρόνο ανέρχονταν στο ποσό των  200 ευρώ. Επίσης, όπως συνομολογείται από τον εκκαλούντα, ο τελευταίος διατηρούσε κατά το χρόνο συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης με τη σύζυγό του σε  καταθετικούς λογαριασμούς σε εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα το συνολικό ποσό 25.000 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 6.200 ευρώ προέρχονταν από επιδότηση ελαιολάδου, που του καταβλήθηκε το έτος 2012. Τα παραπάνω περιουσιακά στοιχεία υπήρχαν κατά το χρόνο συμπλήρωσης της τριετίας από τη διάσταση, ενώ δεν αποδεικνύονται άλλα περιουσιακά στοιχεία του εκκαλούντος.  Έτσι, η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων, που ο τελευταίος κατείχε κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2013, οπότε συμπληρώθηκε η τριετής διάσταση, ανέρχεται κατά τον κρίσιμο χρόνο στο ποσό των 19.200 ευρώ, ποσό κατά το οποίο αυξήθηκε η περιουσία του μετά την τέλεση του γάμου του με την εκκαλούσα. Η απόκτηση της περιουσίας αυτής εκ μέρους του εκκαλούντος  έγινε με το εισόδημα από την εργασία του και τις αγροτικές ασχολίες του αλλά και με τη συνεισφορά της εκκαλούσας, ενώ δεν αποδείχθηκε συμβολή της ενάγουσας στην απόκτηση των οχημάτων ιδιοκτησίας του εκκαλούντος, εφόσον, αν συνέβαινε το αντίθετο, τούτο θα αποτυπωνόταν και στην κυριότητα εκάστου οχήματος. Επίσης, αποδεικνύεται ότι οι διάδικοι, μετά την τέλεση του γάμου τους, εγκαταστάθηκαν σε μισθωμένη οικία στο … Κυθήρων, ενώ, μετά την αποπεράτωση της οικοδομής της εκκαλούσας στην …….. Κυθήρων, το έτος 2001, εγκαταστάθηκαν στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου αυτής. Ο εκκαλών από την αρχή της έγγαμης συμβίωσης εργαζόταν ως λιμενικός, αλλά είχε και εισοδήματα από αγροτικά ακίνητα, που του είχε παραχωρήσει ο πατέρας του, ενώ η εκκαλούσα δεν εργαζόταν, ενόψει του ότι, κατά τα έτη 1989 και 1992 γεννήθηκαν τα τέκνα τους, και αυτή, ούσα επιφορτισμένη με τη φροντίδα τους, δεν είχε τη δυνατότητα, τουλάχιστον τα πρώτα έτη, για εργασία, αλλά από το έτος 1992 (που ολοκληρώθηκε το πρώτο διαμέρισμα στο ισόγειο της οικοδομής της) και ακολούθως το 1994, που ολοκληρώθηκαν όλα, ασχολούνταν κατά τους καλοκαιρινούς μήνες με την εκμίσθωση των άνω διαμερισμάτων, η οποία απαιτούσε συνεχή επίβλεψη και καθαριότητα. Επίσης, από το έτος 2001, που αποπερατώθηκαν οι εργασίες κατασκευής του πρώτου ορόφου της οικοδομής, το διαμέρισμα του εν λόγω ορόφου αποτέλεσε την οικογενειακή τους στέγη και επομένως, συνεισέφερε και με την εξοικονόμηση δαπανών για τη στέγαση της οικογενείας της, ενώ το έτος 2005, που ο πατέρας της εκκαλούσας μεταβίβασε στην τελευταία λόγω γονικής παροχής ένα διαμέρισμα στην περιοχή της …. Αθηνών, συνεισέφερε και το μίσθωμα αυτό στον οικογενειακό προϋπολογισμό, το οποίο ανερχόταν κατά μέσο όρο στο ποσό των 350 ευρώ μηνιαίως, όπως και τα έσοδα από τα αγροτικά της ακίνητα. Κατά την ανέγερση της παραπάνω οικοδομής της, που αποτέλεσε και τη συζυγική οικία, η ενάγουσα ασχολήθηκε η ίδια με την επιλογή των δομικών υλικών και τη διακόσμηση και επίβλεψη αυτής. Ακόμη, πέραν των ανωτέρω η εκκαλούσα, καθόλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, φρόντιζε και περιποιόταν το σύζυγό της και τα παιδιά τους ασχολούμενη καθημερινά με τις οικιακές εργασίες και την ανατροφή των κοινών τους τέκνων και διαχειρίζονταν με σύνεση τα έσοδα της οικογένειας. Οι υπηρεσίες αυτές υπήρξαν σημαντικές και υπερέβαιναν το μέτρο της υποχρέωσής της για συμβολή στις οικογενειακές ανάγκες. Έτσι, η εκκαλούσα συνέβαλε κατά τον παραπάνω τρόπο στην προαναφερόμενη επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου και η συμβολή της αυτή έγινε κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, αλλά απέδωσε καρπούς και κατά τη διάρκεια της τριετούς διάστασης. Επομένως, τεκμαίρεται ότι η συμβολή της ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εκκαλούντος ήτοι κατά το ποσό των 6.400 ευρώ, ενώ από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε από τον εκκαλούντα η μικρότερη ή μηδενική συμβολή της συζύγου του στην επαύξηση της περιουσίας του. Επιπλέον, όσον αφορά στην αναγραφή κατά ποσό της συνεισφοράς της εκκαλούσας, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, δεν απαιτείται στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον η αγωγή της αφορούσε στην τεκμαρτή συνεισφορά της, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου έφεσης περί αοριστίας της αγωγής της εκκαλούσας. Κατά ακολουθία των ανωτέρω αποδειχθέντων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη με αριθμό 324/2016 οριστική του απόφαση, έκανε εν μέρει δεκτές τις ανωτέρω αγωγές ως κατ’ουσίαν βάσιμες, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, υποχρεώνοντας αφενός την εναγομένη εφεσίβλητη να καταβάλει στον εκκαλούντα ενάγοντα το ποσό των 17.000 ευρώ και τον τελευταίο να καταβάλει στην ενάγουσα εκκαλούσα το ποσό των 6.400 ευρώ άπαντα τα ανωτέρω ποσά  με το νόμιμο τόκο από την  επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι των  εφέσεων καθώς και οι εφέσεις στο σύνολό τους ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις ως κατ΄ουσιαν αβάσιμες και να καταδικαστούν οι  εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου αντίστοιχα  για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183, 176 του Κ.Πολ.Δ. και 22 παρ.2 ν. 3696/1957), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης,  πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεση της έφεσής τους αντίστοιχα παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 25-4-2016 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. ……..) και από 22-7-2016 (γεν.αριθ. εκθ. καταθ. ………) εφέσεις των διαδίκων των από 23-7-2013 (αριθ. εκθ. καταθ……..  ) και από 7-10-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) αγωγών ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 324/2016 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν τις εφέσεις.

Επιβάλλει σε βάρος εκάστου των εκκαλούντων τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού  δικαιοδοσίας  την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για καθένα.

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες, κατά την κατάθεση της έφεσής τους,  παραβόλων  υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 26η Ιουλίου 2018  και δημοσιεύθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ