ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 506/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας – εναγόμενης: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» που εδρεύει στον ….. Αττικής, οδός …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Βαονάκη (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Της εφεσίβλητης – ενάγουσας: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» που εδρεύει στον ……. Αττικής, οδός ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Παυλή (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 18.06.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ../2020 και ειδικό ../2020 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1246/2023 οριστική απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή. Η εκκαλούσα – εναγόμενη προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 08.05.2023 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/08.05.2023 και ειδικό …../08.05.2023, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/10.05.2023 και ειδικό …/10.05.2023, για τη δικάσιμο της 16.11.2023 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1246/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού δικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έγινε δεκτή η από 18.06.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό …./2020 αγωγή. Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα – εναγόμενη την 02.05.2023 (βλ. τη σχετική από 02.05.2023 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή …….. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της υπ’ αριθ. 1246/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η δε κρινόμενη από 08.05.2023 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./08.05.2023 και ειδικό …/08.05.2023 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα – εναγόμενη το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Η ενάγουσα στην από 18.06.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2020 και ειδικό …/2020 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε ότι δραστηριοποιείται στον κλάδο της μεταφοράς εμπορευμάτων και ότι η εναγόμενη εταιρεία έχει επίσης ως αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας τις μεταφορές, ότι στο πλαίσιο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, συνήψε προφορικά, κατά το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του έτους 2018 έως τον Ιούλιο του έτους 2019, με την εναγόμενη διαδοχικές συμβάσεις μεταφοράς οδικώς ή αεροπορικώς, διαφόρων φορτίων, το βάρος των οποίων προσδιορίζεται στην αγωγή, από τις εκτιθέμενες στην αγωγή χώρες και τους υποδειχθέντες εκάστοτε από την εναγόμενη τόπους φόρτωσης, προς τους υποδειχθέντες από την τελευταία τόπους εκφόρτωσης είτε στην Ελλάδα, είτε σε χώρες του εξωτερικού, δυνάμει των οποίων ανέλαβε την υποχρέωση να μεταφέρει τα εν λόγω εμπορεύματα, η δε εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή της, ανάλογα με την εκάστοτε προσφερόμενη υπηρεσία μεταφοράς, καταβλητέα από την έκδοση εκάστου τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, ότι σε εκτέλεση των ανωτέρω συμβάσεων παρείχε στην εναγόμενη υπηρεσίες μεταφοράς, οδικώς ή αεροπορικώς, από την 27.11.2018 έως την 16.07.2019, για τις οποίες εξέδωσε τα εκτιθέμενα στην αγωγή τιμολόγια παροχής υπηρεσιών με αριθμούς 1 έως 42, συνολικού ποσού 52.810,29 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, στα οποία αναγράφεται το είδος και το συνολικό βάρος του φορτίου, ο τόπος και οι ημερομηνίες φόρτωσης και εκφόρτωσης, ο συνολικός ναύλος, καθώς και διάφορες άλλες χρεώσεις, ήτοι τέλη συναλλαγματικής διαφοράς, διατακτική, πρακτορειακά, τοπικά έξοδα για έκδοση φορτωτικής, για απασχόληση, για έκδοση δήλωσης φορτίου αεροπορικής πτήσης (AMS), για εργατικά, για έξοδα αεροδρομίου, για έξοδα αεροδρομίου για έλεγχο επικίνδυνου φορτίου και για οδική μεταφορά, έξοδα άφιξης για διατακτική, για πρακτορειακά και για έξοδα αεροδρομίου, δικαίωμα έκδοσης φορτωτικής, τέλη εισόδου και ζυγιστικά, εργατικά, έξοδα εισαγωγής, εργατικά αεροπορικής εταιρείας, έξοδα εσωτερικής μεταφοράς, έκδοση φορτωτικής, τέλη αεροπορικής εταιρείας, εργατικά τέλη, τοπικά τέλη και τέλη εξόδου, ότι η εναγόμενη δεν της έχει καταβάλει το σύνολο των οφειλόμενων αμοιβών της, ποσού 52.810,29 ευρώ, ενώ της κατέβαλε τμηματικώς το ποσό των 24.609,22 ευρώ, το οποίο καταλογίστηκε προς ολοσχερή εξόφληση των τιμολογίων με αριθμούς 1 έως και 16, και εξακολουθεί να της οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 24.854,74 ευρώ, το οποίο αρνείται να της εξοφλήσει, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, και το οποίο προκύπτει μετά την αφαίρεση του συνολικού ποσού των 2.441,13 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στα εκτιθέμενα στην αγωγή χρεωστικά τιμολόγια που εξέδωσε η εναγόμενη σε βάρος της για υπηρεσίες μεταφοράς που αυτή της παρείχε, καθώς και του συνολικού ποσού των 905,20 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στα εκτιθέμενα στην αγωγή πιστωτικά τιμολόγια που η ίδια εξέδωσε στο όνομα της εναγόμενης. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, κατά μεν την κύρια βάση της αγωγής της που στηρίζεται στις καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις μεταφοράς οδικώς ή αεροπορικώς, κατά δε την επικουρική βάση αυτής που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επικαλούμενη ότι η εναγόμενη κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της, αφού χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες της χωρίς να της καταβάλει το σύνολο των οφειλόμενων αμοιβών της, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ως άνω ποσό των 24.854,74 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της ημερομηνίας έκδοσης εκάστου τιμολογίου, άλλως από την επόμενη της παρέλευσης τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης εκάστου τιμολογίου, κατ’ άρθρο 4 παρ. 2(α) του π.δ. 166/2003, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1246/2023 οριστική απόφασή του, αφού απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά την επικουρική βάση της και αφού έκρινε αυτή ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361 και 681 επ. του ΑΚ και των άρθρων 176, 191 παρ. 2, 907 και 908 παρ. 1 του ΚΠολΔ, στη συνέχεια έκανε δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 24.854,74 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της ημερομηνίας έκδοσης εκάστου τιμολογίου (δήλη ημέρα), ενώ κήρυξε την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των 12.000,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα – εναγόμενη με την κρινόμενη από 08.05.2023 έφεσή της για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολό της η εναντίον της αγωγή.
Η σύμβαση μεταφοράς εμπορευμάτων, με την οποία ο μεταφορέας αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταφέρει ορισμένα πράγματα από έναν τόπο σε άλλον, αντί της συμφωνηθείσας αμοιβής (κομίστρου), φέρει το χαρακτήρα της σύμβασης μίσθωσης έργου, ως αποβλέπουσα σε ορισμένο αποτέλεσμα, που συνίσταται στην εκτέλεση της μεταφοράς χωρίς βλάβη ή απώλεια. Η σύμβαση αυτή εάν αφορά σε εσωτερική μεταφορά, ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 95 έως 107 ΕμπΝ και ιδίως από αυτήν του άρθρου 104 του ΕμπΝ, ενώ εφαρμόζονται σε αυτή συμπληρωματικά, για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις αυτές, εκείνες των άρθρων 681 επ. ΑΚ (ΑΠ 1669/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 860/1987 ΕΕμπΔ 1989. 214, ΕφΑθ 5439/2013 ΔΕΕ 2013. 1186, ΕφΠατρ 721/2005 ΔΕΕ 2006. 1173, ΜονΕφΠειρ 28/2023 ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών σαφώς προκύπτει ότι εφόσον ο μεταφορέας εκπλήρωσε την από τη σύμβαση μεταφοράς αναληφθείσα υποχρέωση προς μεταφορά και παράδοση των πραγμάτων, ο αποστολέας ή ο παραλήπτης υποχρεούται στην καταβολή του συμφωνηθέντος κομίστρου (ΑΠ 167/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1669/2011 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΕυβ 142/2018 ΝΟΜΟΣ). Εάν η σύμβαση αφορά σε διεθνή οδική μεταφορά εμπορευμάτων, διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων της Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης για τη Διεθνή Μεταφορά Εμπορευμάτων Οδικώς (CMR), η οποία κυρώθηκε με το Ν. 559/1977. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 της σύμβασης αυτής, οι διατάξεις της εφαρμόζονται σε κάθε σύμβαση μεταφοράς πραγμάτων οδικώς, με αντάλλαγμα, όταν κατά την σύμβαση ο τόπος παραλαβής και ο τόπος παράδοσης, βρίσκονται σε δύο διαφορετικές χώρες, από τις οποίες, τουλάχιστον η μια έχει προσχωρήσει στη σύμβαση (ΜονΕφΑθ 29/2024 ΝΟΜΟΣ), ασχέτως του τόπου διαμονής και της εθνικότητας των συμβαλλόμενων μερών (ΑΠ 1714/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1164/2018 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΕυβ 142/2018 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 1022/2017 ΝΟΜΟΣ) και ανεξαρτήτως εάν εκείνος, ο οποίος με την ανωτέρω σύμβαση ανέλαβε τη μεταφορά των εμπορευμάτων, διατηρεί επιχείρηση μεταφοράς ή εκτέλεσε αυτή εντελώς περιστασιακώς ή ανέθεσε την εκτέλεσή της σε υπομεταφορέα ή δεν έχει δικά του αυτοκίνητα και αναθέτει ακολούθως την εκτέλεσή της σε τρίτον (ΕφΠειρ 963/1990 ΝΟΜΟΣ). Η Σύμβαση αυτή τυποποιεί τους όρους, που διέπουν τις συμβάσεις διεθνούς οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων, ειδικότερα σε σχέση προς τα χρησιμοποιούμενα για τις μεταφορές αυτές έγγραφα και την ευθύνη του μεταφορέα. Αντιθέτως, δεν περιλαμβάνει ρυθμίσεις σχετικές με την ευθύνη του αντισυμβαλλόμενου του μεταφορέα. Εφόσον, επομένως, δεν ρυθμίζεται ειδικά με τη Σύμβαση αυτή το ζήτημα της αξίωσης του μεταφορέα κατά του παραλήπτη για την αμοιβή του, θα ισχύσουν όσα ισχύουν και για τις εθνικές μεταφορές, θα εφαρμοσθούν, δηλαδή, οι διατάξεις του ΕμπΝ και συμπληρωματικά οι διατάξεις των άρθρων 681 επ. του ΑΚ (πρβλ. ΑΠ 1714/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3957/2006 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 100/2020 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 της Συμβάσεως της 29ης Ιανουαρίου 1930, η οποία υπογράφηκε στη Βαρσοβία και κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Α.Ν. 596/1937, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο της Χάγης της 28.09.1955 και κυρώθηκε με το Ν.Δ. 4395/1964, και στη συνέχεια συμπληρώθηκε με την υπογραφείσα στη Γουαδαλαχάρα από 18.09.1961 σύμβαση που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 766/1971, καθώς και τα υπ’ αριθ. 1, 2 και 4 Πρωτόκολλα του Μόντρεαλ, που υπογράφηκαν το 1945 και κυρώθηκαν με το Ν. 1778/1988, η σύμβαση αυτή εφαρμόζεται σε κάθε διεθνή εναέρια μεταφορά προσώπων, αποσκευών ή εμπορευμάτων, που εκτελείται δι’ αεροπλοίου επ’ αμοιβή (εδ. α’). Επίσης, εφαρμόζεται εξίσου επί των δωρεάν εκτελουμένων δι’ αεροπλοίου μεταφορών, υπό επιχειρήσεως εναέριων μεταφορών (εδ. β’), δηλαδή έμπορο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με σύνηθες επάγγελμα τις εναέριες μεταφορές. Χαρακτηρίζεται διεθνής μεταφορά, κατά την έννοια της συμβάσεως, κάθε μεταφορά που διενεργείται δυνάμει συμβάσεως μεταφοράς, που συνάπτει ο μεταφορέας, που συμβάλλεται στο όνομά του (συμβατικός μεταφορέας), έστω και αν η μεταφορά εκτελείται από τρίτο συμβατικώς εξουσιοδοτημένο μεταφορέα στο σύνολό της (πραγματικός μεταφορέας) και στην οποία διεθνή μεταφορά, συμφώνως προς τα υπό των μερών συμφωνηθέντα, το σημείο της αναχωρήσεως και το σημείο του προορισμού, ανεξαρτήτως εάν λάβει χωράν διακοπή της μεταφοράς ή μεταφόρτωση, ευρίσκονται είτε επί του εδάφους δύο συμβαλλομένων μερών, είτε επί του εδάφους ενός μόνον μέρους, εφόσον συμφωνήθηκε σημείο σταθμεύσεως εντός του εδάφους άλλου Κράτους και αν ακόμη το Κράτος αυτό δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 της ως άνω σύμβασης της Γκουνταλαχάρα (ΑΠ 190/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1875/2022 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 681 και 694 του ΑΚ προκύπτει ότι για το ορισμένο, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, της αγωγής του ενάγοντος εργολάβου για την καταβολή της αμοιβής του, οφείλει αυτός να επικαλεστεί στο δικόγραφό του τη σύμβαση, το έργο που συμφωνήθηκε, το είδος και το ύψος της αμοιβής και ότι εκτέλεσε προσηκόντως την υποχρέωση που τον βαρύνει με την παράδοση του έργου (ΑΠ 1184/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 703/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 597/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 682/2010 ΝΟΜΟΣ). Η αμοιβή του εργολάβου μπορεί να ορίζεται κατά την κατάρτιση της σύμβασης με πολλούς τρόπους, ήτοι κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα έργου, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικά, χρονικά, με ποσοστά ή και να καταλείπεται ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού (ΑΠ 897/2019 ΝΟΜΟΣ). Εάν η αμοιβή έχει συμφωνηθεί κατά μονάδα των εργασιών που θα εκτελεσθούν, ο εργολάβος οφείλει να επικαλεσθεί στην αγωγή του ποια είναι αυτή κατά μονάδα κάθε εργασίας και ποιες ποσότητες στις συμφωνηθείσες μονάδες από κάθε εργασία εκτελέσθηκαν (ΑΠ 1462/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 314/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1539/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 508/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1336/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 412/1993 ΕλλΔνη 1995. 376, ΕφΛαρ 102/2012 Δικογραφία 2012. 500, ΕφΠατρ 517/2002 ΑχαΝομ 2003. 53). Εάν συμφωνήθηκε το σύστημα καθορισμού της αμοιβής κατά χρονικές μονάδες, που αναφέρονται στη χρονική έκταση του αποτελέσματος και ειδικότερα στον προσδιορισμό ορισμένου ποσού ανά ώρα μέχρι την ολοκλήρωση του έργου, προκειμένου να εξαχθεί η συνολική αμοιβή του εργολάβου, μετά την εκτέλεση του έργου ή τμήματος αυτού, πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των ωρών που απαιτήθηκαν για την εκτέλεσή του με το συμφωνηθέν ανά ώρα ποσόν. Καταβάλλεται δε η αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 694 του ΑΚ, κατά την παράδοση του έργου, εκτός αν η παράδοση τούτου συμφωνήθηκε κατά τμήματα, που καθένα αποτελεί και αυτοτελές έργο, οπότε καταβάλλεται με την παράδοση κάθε τμήματος ή αυτοτελούς έργου. Επομένως η αγωγή, με την οποία ο εργολάβος ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του, οφείλει να προσδιορίζει τη συμφωνία για την αμοιβή με ένα από τους παραπάνω τρόπους (ΑΠ 162/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 233/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 882/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 346/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 257/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 485/2020 ΝΟΜΟΣ). Μόνο όταν η αμοιβή του εργολάβου καταλείπεται ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού, ο καθορισμός αυτής θα γίνει είτε κατ’ άρθρα 371 – 373 του ΑΚ, είτε με αντικειμενικά στοιχεία, όπως με τις τυχόν ισχύουσες διατιμήσεις ή την ειθισμένη αμοιβή, αυτή, δηλαδή, η οποία συνηθίζεται υπό τις ίδιες συνθήκες τόπου, χρόνου κλπ. να καταβάλλεται σε εργολάβους της ίδιας κατηγορίας για όμοιες εργασίες (ΑΠ 941/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 372/2014 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της εφέσεως το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 μέχρι 527 του ίδιου κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών με την έφεση παραπονιέται διότι η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ, της αντικαταστάσεως των αιτιολογιών της εκκαλούμενης αποφάσεως, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη, και μάλιστα χωρίς ειδικό γι’ αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 356/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1951/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 162/2013 ΕλλΔνη 2013. 168, ΕφΑθ 1531/2011 ΔΕΕ 2011. 936, ΕφΑθ 3289/2009 ΝΟΜΟΣ). Αντίστοιχα λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος επί εφέσεως του εναγόμενου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά το νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία, ολικά ή κατά ένα μέρος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως αόριστη ή ως αβάσιμη κατά νόμο κ.λ.π. αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι’ αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντα (ΑΠ 1436/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42. 925, ΕφΠειρ 77/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4924/2012 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 20/2018 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν λειτουργικά αρμόδιο για την εκδίκαση της κρινόμενης διαφοράς, δεδομένου ότι, υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, δεν πρόκειται για ναυτική διαφορά, αφού δεν συντρέχει κανένα από τα οριζόμενα στο νόμο στοιχεία για τον χαρακτηρισμό της ως τέτοιας (βλ. ΕφΠειρ 723/2014 ΝΟΜΟΣ), και ειδικότερα η υπό κρίση διαφορά δεν πηγάζει από πράξεις, όπως αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 51 παρ. 1 του Ν. 2172/1993, αλλά αντιθέτως από τις καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων διαδοχικές συμβάσεις μεταφοράς διαφόρων φορτίων, οδικώς ή αεροπορικώς, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εκκαλούσας – εναγόμενης που διαλαμβάνεται στον πρώτο λόγο της υπό κρίσης έφεσης. Ωστόσο η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, κατά την κύρια βάση της ελέγχεται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθόσον δεν περιέχονται σ’ αυτή όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 681 και 694 του ΑΚ, που είναι αναγκαία για την άμυνα της εναγόμενης και για τη δυνατότητα εκ μέρους του Δικαστηρίου υπαγωγής των ιστορουμένων πραγματικών περιστατικών στις ανάλογες διατάξεις του νόμου, καθώς και για τον έλεγχο της βασιμότητας των αγωγικών ισχυρισμών, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα, αναφορικά με τις εκτελεσθείσες από την ενάγουσα για λογαριασμό της εναγόμενης διεθνείς οδικές μεταφορές, για τις οποίες αυτή εξέδωσε τα εκτιθέμενα στην αγωγή τιμολόγια παροχής υπηρεσιών με αριθμούς 1, 10,19 και 31, δεν εξειδικεύεται το έργο που εκτέλεσε η ενάγουσα, αφού δεν προσδιορίζονται οι επιμέρους συμφωνίες οδικής μεταφοράς των εμπορευμάτων, τα εκτελεσθέντα δρομολόγια από το αναφερόμενο στην αγωγή κράτος προς την Ελλάδα, το μέσο, με το οποίο εκτελέσθηκαν οι μεταφορές, που παραδίδονταν τα εμπορεύματα και υπό ποιους όρους, αλλά αρκείται στη γενικόλογη αναφορά ότι επρόκειτο για οδική μεταφορά με αφετηρία τη Φινλανδία και προορισμό την Αθήνα, στοιχεία που θα έπρεπε να προσδιορίζονται για την επαρκή περιγραφή του εκτελεσθέντος έργου, αφού επιδρούν στον καθορισμό της φερόμενης ως συμφωνηθείσας κατ’ αποκοπή αμοιβής της ενάγουσας, δεδομένου ότι το έργο του μεταφορέα είναι ακριβώς η διαμετακόμιση εμπορευμάτων από τόπο σε τόπο. Όσον αφορά στις εκτελεσθείσες από την ενάγουσα για λογαριασμό της εναγόμενης διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, για τις οποίες αυτή εξέδωσε τα εκτιθέμενα στην αγωγή λοιπά τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, δεν προσδιορίζονται καθόλου οι συμφωνηθείσες διαδικασίες μεταφοράς των εμπορευμάτων, τα εκτελεσθέντα δρομολόγια από τα αναφερόμενα στην αγωγή κράτη προς την Ελλάδα, οι τόποι και οι όροι παράδοσης των εμπορευμάτων, ούτε ο τρόπος υπολογισμού της εργολαβικής αμοιβής της ενάγουσας, που αποτελεί το αντικείμενο της δίκης, και συγκεκριμένα εάν είχε συμφωνηθεί αμοιβή της ενάγουσας κατ’ αποκοπή, είτε κατά μονάδα εργασίας, και στην περίπτωση αυτή δεν διευκρινίζεται ποιες ποσότητες στις συμφωνηθείσες μονάδες από κάθε εργασία εκτελέσθηκαν. Αντιθέτως, γίνεται γενικόλογη αναφορά στην αγωγή περί συμφωνημένου ναύλου, ο οποίος προσδιορίζεται είτε κατ’ αποκοπή, είτε με χρέωση ανά κιλό φορτίου, και στη συνέχεια προστίθενται διάφορες άλλες χρεώσεις, όπως τέλη συναλλαγματικής διαφοράς, διατακτική, πρακτορειακά, τοπικά έξοδα για έκδοση φορτωτικής, για απασχόληση, για έκδοση δήλωσης φορτίου αεροπορικής πτήσης (AMS), για εργατικά, για έξοδα αεροδρομίου, για έξοδα αεροδρομίου για έλεγχο επικίνδυνου φορτίου και για οδική μεταφορά, έξοδα άφιξης για διατακτική, για πρακτορειακά και για έξοδα αεροδρομίου, δικαίωμα έκδοσης φορτωτικής, τέλη εισόδου και ζυγιστικά, εργατικά, έξοδα εισαγωγής, εργατικά αεροπορικής εταιρείας, έξοδα εσωτερικής μεταφοράς, έκδοση φορτωτικής, τέλη αεροπορικής εταιρείας, εργατικά τέλη, τοπικά τέλη και τέλη εξόδου, χωρίς, όμως, να εξειδικεύεται η αιτία και ο τρόπος υπολογισμού των αναγραφόμενων συνολικών ποσών. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζεται ούτε για ποιο λόγο έγιναν οι εν λόγω χρεώσεις, εάν δηλαδή αποτελούσαν μέρος της συμφωνηθείσας αμοιβής της ενάγουσας, ούτε πως προέκυψαν τα ποσά αυτών, ούτε ποια ήταν η μονάδα χρέωσης, όγκος, βάρος ή κάποια άλλη ή συνδυασμός χαρακτηριστικών, λ.χ. χρέωση για απασχόληση και για εργατικά, χωρίς να εξειδικεύεται το είδος της εργασίας, πόσοι εργάτες εργάσθηκαν και πώς εξάγονται τα αιτούμενα ποσά, λ.χ. χρέωση για οδική μεταφορά, χωρίς να εξειδικεύεται πότε έγινε η οδική μεταφορά σε συνδυασμό με την αεροπορική μεταφορά και με ποιο μέσο εκτελέσθηκε. Τέλος, δεν εξειδικεύεται στο αγωγικό δικόγραφο πως προκύπτει το αιτούμενο ποσό των 24.854,74 ευρώ, το οποίο φέρεται να της οφείλει η εναγόμενη, αφού η ενάγουσα, μετά την αφαίρεση του ποσού των 2.441,13 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στα αναφερόμενα στην αγωγή χρεωστικά τιμολόγια που εξέδωσε η εναγόμενη σε βάρος της για υπηρεσίες μεταφοράς που αυτή της παρείχε, οι οποίες, όμως, ουδόλως προσδιορίζονται, προβαίνει σε αφαίρεση του ποσού των 905,20 ευρώ, το οποίο φέρεται να αντιστοιχεί στα αναφερόμενα στην αγωγή πιστωτικά τιμολόγια που η ίδια εξέδωσε στο όνομα της εναγόμενης, χωρίς, όμως, να προσδιορίζεται η αιτία και ο τρόπος υπολογισμού των αναγραφόμενων ποσών των πιστωτικών τιμολογίων. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ορισμένη την αγωγή κατά την κύρια βάση της και στη συνέχεια έκανε αυτή δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένου ότι, αφού η εκκαλούσα – εναγόμενη ζητεί την απόρριψη της εναντίον της αγωγής, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο σύνολό της στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και τούτο έχει την εξουσία, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, να εξετάσει αυτεπάγγελτα και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, το παραδεκτό και τη νομιμότητα των αγωγικών αιτημάτων που έγιναν δεκτά ως παραδεκτά και νόμιμα πρωτοδίκως και να απορρίψει αυτά, ως αόριστα ή μη νόμιμα. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της και αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί η από 18.06.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2020 και ειδικό …../2020 αγωγή κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, να απορριφθεί αυτή κατά την κύρια και κατά την επικουρική βάση της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Περαιτέρω, λόγω της νίκης της εκκαλούσας πρέπει να επιστραφεί σε αυτήν το κατατεθειμένο παράβολο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν, αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 08.05.2023 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1246/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 1246/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 18.06.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2020 και ειδικό …../2020 αγωγή.
Απορρίπτει την αγωγή.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. …./2023, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα, μεταξύ των διαδίκων, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 30.10.2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ