ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός: 432/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……… , για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Ηλία Βασιλειάδη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ 1. ……… 2. ………, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Δημήτριο Βέργο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚπολΔ.
Οι εφεσίβλητες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 31-7-2018 και με αριθμό κατάθεσης ………/2018 αγωγή, κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ήδη εκκαλούντος, με την οποία ζητούσαν την αναγνώρισή τους ως συγκυρίων, κατά ποσοστό ½ εξ΄ αδιαιρέτου εκάστη επί ακινήτου ευρισκομένου στη Νίκαια Πειραιά και τη διόρθωση της αρχικής εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την υπ αρ. 1039/2021 μη οριστική απόφαση και στη συνέχεια την υπ΄ αριθμό 2866/2022 οριστική απόφασή του, με την οποία αφού απέρριψε ό,τι έκρινε απορριπτέο, δέχθηκε κατά τα λοιπά την αγωγή.
Την παραπάνω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με την από 14.10.2022, με Γ.Α.Κ…../2022 και με Ε.Α.Κ. …./2022 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 18.10.2022 έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 02.11.2022 με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …./2022, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παραπάνω διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 514 ΚΠολΔ δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται. Η διάταξη αυτή αποβλέπει στην απαγόρευση της επανειλλημένης χρήσης του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά της ίδιας απόφασης. Προϋποθέσεις της εφαρμογής της είναι α) να έχει ασκηθεί προηγούμενη έφεση, β) να πλήττεται με αυτή, όπως και με την προηγούμενη, η ίδια απόφαση και γ) να ασκείται από τον ίδιο διάδικο. Η απαγόρευση του ανωτέρω άρθρου δεν ισχύει και επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης έφεσης από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης, όταν ο εκκαλών παραιτήθηκε από το δικόγραφο της πρώτης προτού συζητηθεί η βασιμότητα της μεταγενέστερης έφεσής του. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 295 παρ. 1, 297 και 299 ΚΠολΔ, που, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζονται και στην κατ’ έφεση δίκη, προκύπτει, ότι ο εκκαλών μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της έφεσης, χωρίς τη συναίνεση του εφεσίβλητου, πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης. Η παραίτηση γίνεται ή με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, που μπορεί να γίνει και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου και επιφέρει αντίστοιχη (αναλόγως του περιεχομένου και της έκτασής της) κατάργηση της δίκης (ΟλΑΠ 20/1999, Άρειος Πάγος 1779/2008, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 114/2019), που σε κάθε περίπτωση έχει ως αποτέλεσμα ότι η έφεση θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και καταργείται η κατ’ έφεση δίκη. Ως δικόγραφο νοείται κάθε έγγραφο που συντάσσεται από το διάδικο ή το δικαστικό πληρεξούσιό του, για την πιστοποίηση των διαδικαστικών πράξεων που ενεργούν ή από το δικαστήριο, το οποίο έγγραφο, κατ’ άρθρο 118 ΚΠολΔ, είτε υποβάλλεται στο δικαστήριο, είτε επιδίδεται από τον ένα στον άλλο διάδικο. Όπως δε προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 295 και 299 ΚΠολΔ, η νομότυπη παραίτηση από το δικόγραφο της εφέσεως ανατρέπει αναδρομικά τις δεκτικές παραιτήσεως δικονομικές και ουσιαστικές έννομες συνέπειες που επάγεται η άσκησή της, ήτοι καταλύει αναδρομικά τη διαδικαστική πράξη της εφέσεως (ΑΠ 224/2015, ΑΠ 1853/2005 «ΝΟΜΟΣ», Εφ. Αθ. 1168/2021 )
Στην προκείμενη περίπτωση, το εκκαλούν παραιτήθηκε νομότυπα από το δικόγραφο της από 17-10-2022 με αρ.εκ.κατ. …../2022 έφεσης κατά της με αριθμό 2866/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την από 18.10.2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ …/…/2022 δήλωση παραίτησης η οποία επιδόθηκε στις εφεσίβλητες την 20.10.2022, όπως προκύπτει από την με αριθμό …../20.10.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …. …. , κατ΄ άρθρα 294, 295, 296, 297, 522 και 524 ΚΠΟΛΔ. Συνεπώς η από 17-10-2022 με αρ.εκ.κατ. …/2022 έφεση θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε. Ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων περί του ότι η από 18.10.2022, με Γ.Α.Κ…./2022 και με Ε.Α.Κ. …../2022 υπό κρίση έφεση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον κατά τους ισχυρισμούς τους, δεν έλαβε χώρα νομότυπη παραίτηση από το δικόγραφο της αρχικώς ασκηθείσας από 17-10-2022 (με αρ.εκ.κατ. ……./2022) έφεσης, διότι δεν προσκομίστηκε η σχετική γνωμοδότηση της τριμελούς επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1βν.4831/2021 (Α 1708) Οργανισμού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος. Τούτο διότι, μετά την παραδεκτή και νόμιμη παραίτηση του εκκαλούντος αυτού από το δικόγραφο της πρώτης έφεσης, συγχωρείται η άσκηση της δεύτερης έφεσης, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Η δε προβλεπόμενη στο άρθρο 6 παρ. 1βν.4831/2021 (Α 1708) Οργανισμού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνωμοδότηση της τριμελούς επιτροπής για την παραίτηση από το ασκηθέν ένδικο μέσο, δεν τίθεται ως προϋπόθεση για το παραδεκτό ή το νόμιμο της παραίτησης από το ασκηθέν ένδικο μέσο από τον κώδικα πολιτικής δικονομίας ή από άλλο ειδικό νόμο αλλά προβλέπεται από τον Οργανισμό λειτουργίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, χωρίς να προβλέπεται οποιαδήποτε έννομη συνέπεια για το παραδεκτό ή και το νόμιμο της παραίτησης από το δικόγραφο της ασκηθείσας έφεσης σε περίπτωση παράλειψης λήψης ή προσκομιδή της .
Η από 14.10.2022, με Γ.Α.Κ…./2022 και με Ε.Α.Κ. …/2022 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 18.10.2022 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 02.11.2022 με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …/2022, έφεση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου κατά των εφεσίβλητων , ……. και ………., προς εξαφάνιση της υπ΄ αριθμό 2866/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατά της προηγηθείσας υπ’ αριθμ. 1039/2021 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που θεωρείται ότι έχει προσβληθεί μαζί με αυτήν, παρ’ ότι η ένδικη έφεση δεν στρέφεται και κατ’ αυτής (άρθρο 513 § 2 του ΚΠολΔ), που δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία δέχθηκε κατά τα κύρια αιτήματά της από 31-7-2018 (με Γ.Α.Κ. …/2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) αγωγή των νυν εφεσίβλητων κατά του νυν εκκαλούντος. Η ανωτέρω έφεση έχει ασκηθεί νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 27.9.2022 (βλ. την σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………. επι του σώματος της απόφασης στον Υπουργό Οικονομικών), η δε έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλούμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 18.10.2022. Πρέπει, λοιπόν, η έφεση που αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ εισάγεται για να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ως άνω ενδίκου μέσου δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο site του Εφετείου Πειραιά, efeteio-peir.gr).
Με την από 31-7-2018 και με αριθμό κατάθεσης ……/2018 αγωγή, οι ενάγουσες και νυν εφεσίβλητες υποστήριζαν ότι δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, ασκώντας πράξεις νομής (χρήση ως κατοικία) προσμετρώντας στον χρόνο νομής τους τον χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων του, τυγχάνουν πλήρεις και αποκλειστικές συγκυρίες, κατά ποσοστό ½ εξ΄ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, εκτάσεως 204 τμ, με την επ΄ αυτού παλαιά οικία εκτάσεως 65 τ.μ , κείμενου επί των οδών ……… και ……. του δήμου Νίκαιας, το οποίο, συνορεύει ανατολικώς με την οδό …., νοτίως με ιδιωτική οδό ……. εκτεινόμενη ως την ιδιοκτησία ….. και …….. περί τα δέκα μέτρα , δυτικώς με ιδιοκτησία ….. και ……., και βορείως με ιδιοκτησία ……., έχει καταχωρηθεί στα βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Νίκαιας με ΚΑΕΚ …….., εμφαίνεται στο σχετικό απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του Ο.Κ.Χ.Ε καθώς και στον σχετικό χάρτη του Εθνικού Κτηματολογίου, ως <<αγνώστου ιδιοκτήτου>>(τα οποία ενσωματώνουν στην αγωγή). Ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα ευρύτερης έκτασης, το οποίο περιήλθε στη νομή του αρχικού τους δικαιοπάροχου, …….., δυνάμει του με αριθμό …./4.1.1940 προσυμφώνου αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Πειραιώς . …….. και ότι αν και η ανωτέρω πώληση ουδέποτε έλαβε χώρα, μετά την κατάρτιση του ανωτέρω προσυμφώνου, ο …. … εγκαταστάθηκε στη νομή του το ανωτέρω ακίνητο και παρέδωσε τη νομή του επίδικου οικοπέδου, στην κόρη του, (μητέρα των εναγουσών), ενόψει του γάμου της, όπου οι δικαιοπάροχοι των εναγουσών … και ………, ανήγειραν την οικογενειακή στέγη όπου κατοικούσαν με την οικογένεια τους, έχοντας εξαρχής ηλεκτροδότηση, ύδρευση και αποχέτευση. Ότι στη νομή του ανωτέρω ακινήτου τους διαδέχθηκαν οι ενάγουσες, κατά ποσοστό ½ εξ΄ αδιαιρέτου εκάστη, κατόπιν παραχώρησης από τους γονείς τους, το έτος 1972 στο οποίο συμφώνησαν ότι θα διαμένουν τόσο οι ίδιοι όσο και τα άγαμα αδέρφια τους μέχρι και αυτά να παντρευτούν. Ότι, η πρώτη ενάγουσα αποχώρησε από το επίδικο, λόγω του γάμου της, τέλη του 1971, ενώ η υπόλοιπη οικογένεια της εξακολούθησε να διαμένει στο επίδικο μέχρι να παντρευτούν και τα υπόλοιπα αδέρφια της, η δε δεύτερη ενάγουσα διέμεινε στο επίδικο έως το 1979 που παντρεύτηκε. Ότι, η δικαιοπάροχός μητέρα τους διέμεινε στο επίδικο έως το 2009, καθότι ο πατέρας τους …….. απεβίωσε, ήδη, από το έτος 1972, ενώ σε αυτό διέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, ο άγαμος αδερφός των εναγουσών …………, ο οποίος απεβίωσε το έτος 2011. Ότι η πρώτη ενάγουσα το έτος 1987 με παραχώρησε με σύμβαση χρησιδανείου τη χρήση μέρους του επιδίκου στον αδελφό της, ………., προκειμένου να το χρησιμοποιήσει μέχρι το έτος 1992 ως συνεργείο αυτοκινήτων . Συνεπώς έχουν καταστεί πλέον αποκλειστικές συγκύριες αυτού κατά ποσοστό ½ εξ΄ αδιαιρέτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, νομής και κατοχής με διάνοια συγκυρίων από το έτος 1940. Ότι το ανωτέρω ακίνητο εμφαίνεται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο των κτηματολογικών βιβλίων του κτηματολογικού γραφείου Νίκαιας ως ιδιοκτησία “άγνωστου ιδιοκτήτη”. Ενόψει των ανωτέρω οι ενάγουσες ζητούσαν : α) να αναγνωρισθούν συγκύριες, κατά ποσοστό ½ εξ΄ αδιαιρέτου εκάστη, β) να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Νίκαιας, ώστε να καταχωρισθεί το εμπράγματο δικαίωμά του στο ανωτέρω ΚΑΕΚ, γ) να υποχρεωθεί ο προϊστάμενος του κτηματολογικού γραφείου Νίκαιας να προβεί σε όλες τις απαραίτητες διορθώσεις. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ αρ. 1039/2021 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου, έκρινε ότι η ένδικη αγωγή επιδόθηκε νόμιμα κι εμπρόθεσμα στο εναγόμενο τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία της εμπρόθεσμης καταχώρησης αντιγράφου της στο τηρούμενο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου και διέταξε επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομιστούν, επιμελεία των εναγουσών, πρόσφατο κτηματολογικό φύλλο και πρόσφατο κτηματολογικό διάγραμμα του επίδικου ακινήτου και τυχόν εκδοθείσα, επί της με αριθμό κατάθεσης …../2001 στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά αγωγής, απόφαση και πιστοποιητικό του Γραμματέα του αρμόδιου Δικαστηρίου από το οποίο να προκύπτει η έκδοση ή μη οριστικής ή τελεσίδικης απόφασης επί της ως άνω αγωγής ή πιστοποιητικό ματαίωσης της συζήτησης και μη έκδοσης απόφασης επί της ανωτέρω αγωγής. Στη συνέχεια, η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 7-6-2021 και με αριθμό κατάθεσης ………/2021 αίτηση-κλήση, αφού προσκομίστηκαν τα ανωτέρω έγγραφα από τις ενάγουσες, ήτοι: α) το υπ αρ. …./27-5-2021 πιστοποιητικό της Γραμματείας Πρωτοδικείου Πειραιά σύμφωνα με το οποίο η συζήτηση της Πειραιά αγωγής έχει ματαιωθεί και δεν έχει επανέλθει με κλήση για νέα συζήτηση, ούτε έχει εκδοθεί απόφαση επι αυτής και β) το υπ αρ. …../4-6- 2021 αντίγραφο κτηματολογικού φύλλου και το υπ αρ. ……/4-6-2021 απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του επίδικου ακινήτου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι για το παραδεκτό της αγωγής έχουν προσκομιστεί όλα τα απαιτούμενα έγγραφα, ότι η ως άνω αγωγή είναι ορισμένη , και νόμιμη, στηριζόμενη, στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1, 2 ν. 2664/1998, 974, 976, 980 παρ. 1, 999, 1000, 1045, 1051 ΑΚ, 68, 70, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος να διαταχθεί ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου να προβεί στην αιτούμενη διόρθωση, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο. Κατά το μέρος που η ως άνω αγωγή, κρίθηκε παραδεκτή, επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, έγινε δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ ουσιάν. Ειδικότερα, το Δικαστήριο αναγνώρισε με την εκκαλουμένη οριστική απόφαση του, τις ενάγουσες συγκύριες, κατά ποσοστό ½ εξ΄ αδιαιρέτου εκάστη του ακινήτου με ΚΑΕΚ …….. , στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Νίκαιας, όπως περιγράφεται στην ως άνω απόφαση, διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Νίκαιας, ώστε να καταχωρισθεί το εμπράγματο δικαίωμά των εναγουσών στο ανωτέρω ΚΑΕΚ, με την καταχώριση στο κτηματολογικό φύλλο του ανωτέρω ΚΑΕΚ των εναγουσών ως συγκυρίων, κατά ποσοστό 50 %, εκάστη, δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας. Ήδη το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με την υπό κρίση έφεσή του ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και η υπ’ αριθμ. 380/2021 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που θεωρείται ότι έχει προσβληθεί μαζί με αυτήν, παρ’ ότι η ένδικη έφεση δεν στρέφεται και κατ’ αυτής (άρθρο 513 § 2 του ΚΠολΔ) και ακολούθως να απορριφθεί η από 31-7-2018 και με αριθμό κατάθεσης ………/2018 αγωγή των εναγουσών και νυν εφεσίβλητων για τους λόγους που αναφέρει και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και λανθασμένη εκτίμηση των αποδείξεων.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται γιατί δεν έγινε δεκτός ο και πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός του περί αοριστίας της αγωγής, όπως η αοριστία αυτή εντοπίζεται αφενός στην περιγραφή του επίδικου ακινήτου ως προς την ταυτότητα του και αφετέρου στην αναφορά του τρόπου κτήσης της κυριότητας επί του ακινήτου αυτού, τόσο από τον ίδιες τις ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες, όσο και από τους φερόμενους ως απώτερους και απώτατους δικαιοπαρόχους του. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι το επίδικο ακίνητο εμβαδού 204 τ.μ. φέρεται στην αγωγή ως τμήμα ευρύτερου ακινήτου το οποίο περιήλθε στη νομή του αρχικού τους δικαιοπάροχου, ……, δυνάμει του με αριθμό …./4.1.1940 προσυμφώνου αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …… Ότι ως προς το επίδικο, οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες είχαν υποχρέωση να αναφέρουν το εμβαδόν της ευρύτερης έκτασης και να προσδιορίσουν τη θέση του επίδικου ακινήτου μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ούτως ώστε να είναι δυνατό στο εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου επίδικου αντικειμένου. Ότι αντίθετα οι ενάγουσες δεν προσδιόρισαν με την ασκηθείσα αγωγή τους, την έκταση του αρχικού ευρύτερου ακινήτου, ούτε τη θέση του επίδικου εντός της ευρύτερης έκτασης, αλλά ούτε καν το ειδικότερο τμήμα της ευρύτερης περιοχής, όπου βρίσκεται το επίδικο. Ότι έτσι η σχετική παράλειψη, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος-εφεσίβλητου που δεν έγιναν δεκτοί πρωτοδίκως, επάγεται μη άλλως θεραπεύσιμη αοριστία της αγωγής. Επί του ισχυρισμού αυτού λεκτέα είναι τα εξής : Σύμφωνα με το άρθρο 6 §§ 2, 3 του ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο» (όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής), σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή που απευθύνεται ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία, έχει διττό χαρακτήρα (αναγνωριστικό–διορθωτικό), και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων επί του σχετικού ακινήτου και η διόρθωση της αντίστοιχης ανακριβούς εγγραφής. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου ειδικότερα περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 ΑΚ στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και, μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Συγκεκριμένα, όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ώστε να είναι δυνατόν στο μεν εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου και όχι ασαφούς επιδίκου αντικειμένου, στο δε δικαστήριο να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτέλεσης. Η ανωτέρω αοριστία δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή σχεδιαγράμματα, εάν δεν προσαρτώνται στην αγωγή. Η περιγραφή όμως του ακινήτου μπορεί να γίνει και με την αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα (Α.Π 53/2023, 9/2020, ΑΠ 119/2018, ΑΠ 1597/2018). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 974,1045, 1046 και 1094 ΑΚ, 1,3,4 παρ. 1, 6 παρ 1, 2,3,9,10 και 11 του Ν. 2664/1998, που ρυθμίζει τη λειτουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, 70, 117, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο αγωγής διόρθωσης ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο αναφορικά με τη λέξη “άγνωστος” ως δικαιούχου κυριότητας ακινήτου, με επικαλούμενη αιτία κτήσης από τον ενάγοντα-πραγματικό δικαιούχο κυριότητας την έκτακτη χρησικτησία, η οποία είναι πρωτίστως αναγνωριστική κυριότητας με παρεπόμενο το διαπλαστικό αίτημα της διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών, απαιτείται να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο: α) ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και δη έκτακτη χρησικτησία κατά το χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή και είχε τέτοια κυριότητα στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο, ήτοι την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου, καθόσον κρίσιμος χρόνος για την έναρξη εμπραγμάτου δικαιώματος που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή όπως καθορίζεται με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ για τις παλιές κτηματογραφήσεις και μετέπειτα με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και ήδη με τον Ν. 4512/2018 για τις νέες κτηματογραφήσεις με απόφαση του ΔΣ του ΝΠΔΔ “Ελληνικό Κτηματολόγιο” και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998. (ΑΠ 1412/2021, ΑΠ 239/2021, ΑΠ 582/2018, ΑΠ 148/2016). Για την επίκληση τη κυριότητας αποκτηθείσας με έκτακτη χρησικτησία αρκεί να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο ότι ο ενάγων επί εικοσαετία και μέχρι την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή όπου κείται το επίδικο ακίνητο συνεχώς ασκεί τη φυσική εξουσίαση επί του ακινήτου με διάνοια κυρίου (νομή), δηλ. να αναφέρει εμφανείς υλικές πράξεις επ’ αυτού, που να είναι δηλωτικές της βούλησής του να εξουσιάζει τούτο και οι οποίες ποικίλλουν ανάλογα με τον κατά τη βούλησή του προορισμό του ακινήτου, όπως είναι ενδεικτικά η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η εκμίσθωση σε τρίτο, η φύλαξή του, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του, η ανέγερση κτισμάτων κ.α., αν δε πρόκειται για αστικό ακίνητο η ενοικίαση σε αυτό και γενικά οι αρμόζουσες στην φύση του πράξεις εξουσίασης, χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. (ΑΠ 911/2019, ΑΠ 336/2019). β) περιγραφή του επιδίκου γεωτεμαχίου και δη αναφορά του Κωδικού Αριθμού Ειδικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) και γ) την ανακριβή εγγραφή που περιέχεται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου γεωτεμαχίου και συγκεκριμένα ότι στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας “άγνωστος”. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, το επίδικο ακίνητο που βρίσκεται στη Νίκαια Πειραιά, περιγράφεται στην αγωγή επαρκώς κατά θέση, είδος, έκταση και όρια, με αναφορά μάλιστα και των όμορων ακινήτων, κυρίως όμως αναφέρεται το ΚΑΕΚ του ίδιου του επίδικου, επιπλέον δε έχει ενσωματωθεί στο αγωγικό δικόγραφο το απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος εντός του οποίου εμφαίνεται το εν λόγω ακίνητο και προσδιορίζονται οι συντεταγμένες του. Επομένως το επίδικο ακίνητο περιγράφεται στην αγωγή με τρόπο κατά τον οποίο δεν γεννάται αμφιβολία ως προς τη θέση και την ταυτότητά του. Συνεπώς ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οπότε το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο στην ουσία του. Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης που ομοίως αφορά σε αοριστία της αγωγής, που έχει ως βάση της αγωγής τους για την από αυτές κτήση της κυριότητας του επίδικου ακινήτου την έκτακτη χρησικτησία, το εκκαλούν υποστηρίζει ότι οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες δεν προσδιορίζουν στο δικόγραφο της αγωγής κατά χρόνο και κατά είδος συγκεκριμένες υλικές εμφανείς διακατοχικές πράξεις επί του επίδικου, τις οποίες διενήργησε στο επίδικο ο φερόμενος απώτατος δικαιοπάρπχος το είδος των πράξεων νομής, ούτε και τα χρονικά διαστήματα άσκησής τους κατά το κρίσιμο νομικώς χρονικό διάστημα της τριαντακονταετίας έως την 11.9.1915 και αν μπορεί να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον των δικαιοπαρόχων του μέχρι την εισαγωγή του αστικού κώδικα την 23.2.1946. Και το σκέλος αυτό του πρώτου λόγου έφεσης τυγχάνει απορριπτέο, διότι οι ενάγουσες διαλαμβάνουν στο αγωγικό δικόγραφο όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για να θεμελιώσει το δικαίωμα κτήσης κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Οι ενάγουσες δεν επικαλούνται παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου, οπότε δεν υποχρεούνται για το ορισμένο της αγωγής της να επικαλεστούν συγκεκριμένες υλικές εμφανείς διακατοχικές πράξεις των δικαιοπαρόχων τους επί του επιδίκου, το είδος των πράξεων νομής, ούτε το πρόσωπο του ασκούντος τις διακατοχικές πράξεις και τα χρονικά διαστήματα άσκησής τους κατά το χρονικό διάστημα της τριαντακονταετίας έως την 11.9.1915, καθώς οι ενάγουσες δεν δέχονται ότι το επίδικο ανήκε στο παρελθόν στο Δημόσιο, αλλά ότι ο δικαιοπάροχος τους το παρέλαβε από τους ιδιώτες κυρίους και νομείς του. Ειδικότερα, στις σελίδες 3 και 4 του αγωγικού δικογράφου, οι ενάγουσες διαλαμβάνουν όλα τα παραπάνω στοιχεία και δη ότι : “Το παραπάνω αγροτεμαχίου περιήλθε στη νομή του αρχικού τους δικαιοπάροχου, ………, δυνάμει του με αριθμό ……./4.1.1940 προσυμφώνου αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… και ότι αν και η ανωτέρω πώληση ουδέποτε έλαβε χώρα, μετά την κατάρτιση του ανωτέρω προσυμφώνου, ο ……. παρέμεινε στη νομή του του ανωτέρω ακίνητου και συγκεκριμένα εγκατέστησε στη νόμη του επίδικού οικοπέδου, την 28η.10.1940, την κόρη του, (μητέρα των εναγουσών), ενόψει του γάμου της, με τον πατέρα των εναγουσών, όπου οι δικαιοπάροχοι των εναγουσών ……….. και ……., ανήγειραν την οικογενειακή στέγη, όπου κατοικούσαν με την οικογένεια τους, έχοντας εξαρχής ηλεκτροδότηση, ύδρευση και αποχέτευση. Ότι στη νομή του ανωτέρω ακινήτου τους διαδέχθηκαν οι ενάγουσες, κατά ποσοστό ½ εξ΄ αδιαιρέτου εκάστη, κατόπιν παραχώρησης από τους γονείς τους, το έτος 1972 στο οποίο συμφώνησαν ότι θα διαμένουν τόσο οι ίδιοι όσο και τα άγαμα αδέρφια τους μέχρι και αυτά να παντρευτούν. Ότι, η πρώτη ενάγουσα αποχώρησε από το επίδικο, λόγω του γάμου της, τέλη του 1971, ενώ η υπόλοιπη οικογένεια της εξακολούθησε να διαμένει στο επίδικο μέχρι να παντρευτούν και τα υπόλοιπα αδέρφια της, η δε δεύτερη ενάγουσα διέμεινε στο επίδικο έως το 1979 που παντρεύτηκε. Ότι, η δικαιοπάροχός μητέρα τους διέμεινε στο επίδικο έως το 2009, καθότι ο πατέρας τους ….. απεβίωσε, ήδη, από το έτος 1972, ενώ σε αυτό διέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, ο άγαμος αδερφός των εναγουσών ………, ο οποίος απεβίωσε το έτος 2011 και ότι η πρώτη ενάγουσα το έτος 1987 με παραχώρησε με σύμβαση χρησιδανείου τη χρήση μέρους του επιδίκου στον αδελφό της, …….., προκειμένου να το χρησιμοποιήσει μέχρι το έτος 1992 ως συνεργείο αυτοκινήτων. Συνεπώς έχουν καταστεί πλέον αποκλειστικές συγκύριες αυτού κατά ποσοστό ½ εξ΄ αδιαιρέτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, νομής και κατοχής με διάνοια συγκυρίων από το έτος 1940>>. Εξάλλου για το ορισμένο της ένδικης αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, δεν απαιτείτο να εκτίθενται, πέραν των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, και το αν το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας έναντι του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, αν δηλαδή, απέκτησαν κυριότητα επ΄ αυτού οι απώτεροι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας πριν από την 11-9-1915 ούτε αν εξαιρούνταν της χρησικτησίας, ως δημόσιο κτήμα, αφού οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβληθούν από το εναγόμενο (πρβλ. ΑΠ 1125/2018, ΕφΠειρ 533/2020 στις οποίες παραπέμπει η ΜονΕφΠειρ 127/2021 στην efeteio-peir.gr). Ούτε απαιτείτο για το ορισμένο της αγωγής να προσδιορίζεται ο ακριβής χρόνος κατά τον οποίο ασκήθηκε η κάθε πράξη νομής από τον ενάγοντα και καθέναν από τους δικαιοπαρόχους του. Ενόψει των ανωτέρω, τα όσα υποστηρίζει το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν ότι θα έπρεπε να εκθέτουν οι ενάγουσες για τους δικαιοπαρόχους τους και τις πράξεις νομής τους τυγχάνουν μη νόμιμα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και συνεπώς ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης τυγχάνει απορριπτέος .
Κατά τα άρθρα 1-3 του Οθωμανικού “Νόμου περί των γαιών” της 7ης Ραμαζάν 1274 (έτους εγίρας)/1856 “Kanunname-i arazi” (οθΝπΓαιών) οι γαίες διακρίνονται στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες: α. Τις γαίες καθαρής ιδιοκτησία (mulk, arazi-i memluke) (οικόπεδα, οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες κτλ), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβιβάσεως, β. τις δημόσιες γαίες (arazi-i empiriye) (τα καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσιάσεως (tassaruf), γ. τις αφιερωμένες γαίες (arazi-i mevkufe), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, δ. τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (arazi-i metruke) (δημόσιοι δρόμοι, πλατείες κτλ), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο και ε. τις νεκρές γαίες (arazi-i mevat) (βουνά, ορεινά και πετρώδη μέρη, αδέσποτα), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε, δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο. Μετά την απελευθέρωση και δυνάμει του από 1.2.1830 Πρωτοκόλλου “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος”, των από 3/22.2.1830, 4/16.6.1830 και 19.6/1.7.1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, της από 26.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και της Υψηλής Οθωμανικής Πύλης, και του άρθρου 16 του ν. της 21.6/10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ως διαδόχου του Οθωμανικού Δημοσίου: 1) οι δημόσιες γαίες (μιριγιέ), η κυριότητα των οποίων πριν από την απελευθέρωση ανήκε στο Σουλτάνο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ) και όσες άλλες γαίες ανήκαν στο Οθωμανικό Δίκαιο, 2) με “πολεμικό δικαίωμα”, τα ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) των Οθωμανών ιδιωτών, τα οποία κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα (δηλαδή έως τις 3/2/1830) είτε εγκαταλείφθηκαν από τους απελθόντες στο εξωτερικό Οθωμανούς κυρίους τους και καταλήφθηκαν από το Δημόσιο είτε δεσμεύθηκαν από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η διαδοχή, όμως, αυτή δεν έθιξε τα εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών, τα οποία είχαν ήδη αποκτηθεί επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) και τα δικαιώματα εξουσίασης (τεσσαρούφ), τα οποία είχαν αποκτηθεί επί των δημοσίων γαιών κατά το οθωμανικό δίκαιο. Περαιτέρω, εξαιτίας της προαναφερθείσας γενικής διαδοχής του Ελληνικού Δημοσίου στα δικαιώματα επί των δημοσίων γαιών, αλλά και της απόκτησης κυριότητας επί των γαιών καθαρής ιδιοκτησίας “δικαιώματι πολέμου” θεσπίσθηκε μαχητό τεκμήριο κυριότητας υπέρ αυτού, σύμφωνα με το οποίο το Ελληνικό Δημόσιο τεκμαίρεται ότι έχει αποκτήσει δικαίωμα κυριότητας επί των ανωτέρω κτημάτων με πρωτότυπο τρόπο, αρκεί να επικαλεστεί και να αποδείξει, επί μεν των δημοσίων γαιών της Ηπειρωτικής Ελλάδος και της Πελοποννήσου ότι αυτές περιήλθαν στην κυριότητά του ως διαδόχου του Οθωμανικού Δημοσίου, επί δε των γαιών καθαρής ιδιοκτησίας, ότι τις απέκτησε λόγω της κατάληψης ή της δήμευσής τους. Ο τρόπος όμως αυτός της απόκτησης κυριότητας, θα πρέπει να στηρίζεται στη θετική επίκληση και απόδειξη από το Δημόσιο των γεγονότων που το θεμελιώνουν, και όχι στην αρνητική επίκληση της όποιας ελλείψεως παρουσιάζουν οι τίτλοι που επικαλείται ο ιδιώτης για τη θεμελίωση της δικής του κυριότητας, διότι από την ύπαρξη μίας τέτοιας έλλειψης δεν τεκμαίρεται η ύπαρξη κυριότητας του Δημοσίου. Περαιτέρω όσον αφορά τα Οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα, κατά τον χρόνο διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους, (3-2-1830), εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά παραχωρηθέντων, εν συνεχεία, βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική, η Εύβοια και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, όσα μεν εξ αυτών ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πωλήσεώς τους εντός προθεσμίας σε Έλληνες. (ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 368/2015, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, να ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο με το άρθρο 16 του νόμου της 21.06/03.07.1837 “Περί διοικήσεως κτημάτων”, με το οποίο ορίστηκε ότι: “Όλα τα παρ’ ιδιωτών, ή κοινοτήτων, μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα, και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα, ή τα εγκαταλελειμμένα από των κληρονόμων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμέναι απαιτήσεις, ανήκουν εις το δημόσιον.”. Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του α.ν. 1539/1938 και μετά την ισχύ του Α.Κ. με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βζρδ των ν. 1, 23 Πανδ. (47.1), Εισ. 47 (2. 1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, δηλαδή, των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του ν. 21.06/03.07.1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκαταλείψεώς του, δηλαδή, απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβιβάσεως του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτή αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βζρδ, δεν απαιτούνταν ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή αυτού, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του Α.Κ.. Ο νόμος “Περί διακρίσεως κτημάτων” τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βζρδ, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα, λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν “δικαιώματι πολέμου”, ανεξαρτήτως της καταλήψεώς τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Ελληνικό Δημόσιο ή τις Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (Α.Π. 590/2019, Α.Π. 1840/2017). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του β.δ. της 15.12.1833 “Περί διορισμού του φόρου βοσκής, και του διά τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833 και 1834”, που έχει ισχύ νόμου, “Όλα τα λιβάδια, διά την επικαρπίαν των οποίων δεν έχει τις παρουσιάση έγγραφον (ταπί) εκδοθέν επί Τουρκικής εξουσίας, θεωρούνται ως δημόσια και η νομή αυτών μένει ως και μέχρι τούδε εις το δημόσιον”. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και, επομένως, και σε αυτές, στις Κυκλάδες, που δεν ανήκαν σε ιδιώτες και είχε, κατά τα προαναφερθέντα, καταστεί κύριό τους το Ελληνικό Δημόσιο (Α.Π. 783/2016). Τούτο προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. ΚΘ της 31.01/18.02.1864 “Περί βοσκησίμων γαιών”, με την οποία ορίζεται ότι το Ελληνικό Δημόσιο, ως και οι Κοινότητες, διατηρούν ανέπαφα τα δικαιώματα όσα προ της εποχής ταύτης είχαν επί των αμφισβητουμένων λιβαδιών άνευ βλάβης των παρά τρίτων αποκτηθέντων δικαιωμάτων, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. ΨΝΖ της 27.03/01.04.1880 “Περί κοινοτικών και εθνικών λιβαδιών” κατά την οποία το Ελληνικό Δημόσιο, ως προς τα εθνικά, και οι Κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λιβάδια, διατηρούν έναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκησίμων τόπων, επί των οποίων γίνονταν έως το έτος 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων (Α.Π. 516/2021, Α.Π. 987/2017). Επομένως, η ανωτέρω διάταξη του β.δ. του έτους 1833 εισήγαγε για τα λιβάδια, που υπήρχαν πριν την ισχύ του διατάγματος αυτού στα όρια του Ελληνικού Κράτους και τα οποία δεν αναγνωρίστηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες, μαχητό τεκμήριο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Δηλαδή, προϋπόθεση εφαρμογής του ως άνω τεκμηρίου είναι το διεκδικούμενο να ήταν λιβάδι κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος του παραπάνω διατάγματος (Α.Π. 34/2019, Α.Π. 987/2017). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ.1 κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4) 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ.3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος βζρδ, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Εισ.Ν.Α.Κ., έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, όταν τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά τον χρόνο που αυτές ίσχυαν, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν ασκήσεως νομής επ’ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στον χρόνο της δικής του νομής και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν.20, 12 Πανδ. (5.8) ν. 27 Πανδ. (18.1), 10, 15 παρ.3, 17 και 48 Πανδ.(41.3), 3 και 5 παρ.1 Πανδ. (41.10), 109 Πανδ. (50.16) και 2 παρ.7 και 1 Πανδ. (51.4) καλή πίστη εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι, με την κτήση της νομής του πράγματος, δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου, ενώ προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του έως τις 11.09.1915, για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα (δάσος, χορτολιβαδική έκταση). Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.09.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (Α.Π. 284/2021, Α.Π. 1840/2017, Α.Π. 783/2016). Εξ ετέρου κατά τα άρθρα 1, 2 και 3 του β.δ. της 17.11/01.12.1836 “Περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίζεται η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου επί κάθε εκτάσεως που αποτελούσε, πριν την έναρξη της ισχύος του, δάσος, εξαιρέσει μόνον εκείνων των δασικών εκτάσεων για τις οποίες υφίσταται έγγραφη απόδειξη Τουρκικής Αρχής, ότι, πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, ανήκαν σε ιδιώτες, όπως και εκείνων οι οποίες ανήκαν σε ιδιωτικά χωριά και, υπό την προϋπόθεση, ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υποβλήθηκαν στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση οι σχετικοί περί ιδιοκτησίας τίτλοι, εντός της από το άρθρο 3 οριζόμενης ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευσή του (01.12.1836). Με τις διατάξεις αυτές, θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, τεκμήριο κυριότητας, σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του ως άνω διατάγματος, στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίστηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικούμενου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο ενάρξεως ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.32), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14) ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του βζρδ, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν τις 23.02.1946), μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει, να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο νομής και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.06/10.07.1837 “Περί διακρίσεως κτημάτων”, συνάγεται ότι έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, όπως είναι τα δάση, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί έως τις 11.09.1915, όπως τούτο προκύπτει, αφενός μεν από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ (4068)/1912 “Περί αναστολής παραγραφών, προθεσμιών και δικαστικών εν γένει πράξεων εν καιρώ επιστρατείας” και των διαταγμάτων, που εκδόθηκαν με βάση τη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτού αφετέρου δε από τη διάταξη του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.04/16.05.1926 “Περί διοικητικής αποβολής από των …, περί απαγορεύσεως λήψεως προσωρινών μέτρων κατά του Δημοσίου και της … κλπ.”. Πλην όμως, προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, έως τις 11.09.1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.09.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (Α.Π. 385/2021, Α.Π. 850/2019).
Περαιτέρω, το εκκαλούν με τον τρίτο λόγο έφεσης υποστηρίζει ότι τα παραπάνω από το ίδιο διαλαμβανόμενα περί ιδίας αυτού κυριότητας συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και ότι οι ενάγουσες, ήδη εφεσίβλητες φέρουν το βάρος να αποδείξουν είναι μη νόμιμα, καθώς οι πιο πάνω ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αγωγής, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας των εναγουσών και όχι αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ώστε τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση αυτών των ισχυρισμών (καταλυτικών ενστάσεων), έπρεπε να αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 893/2020 δημ. στην areiospagos.gr, ΑΠ 148/2016, ΑΠ 847/2013 δημ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 694/2020, efeteio-peir.gr, ΜονΕφΠειρ 470/2021 στην efeteio-peir.gr), με εξαίρεση τον ισχυρισμό του ότι το επίδικο αποτελεί δημόσιο δάσος, ιδιότητα, την οποία εφόσον αρνούνται οι ενάγουσες φέρουν αυτές το βάρος ανταπόδειξης (βλ. ΑΠ 893/2020 δημ. στην areiospagos.gr, ΑΠ 148/2016, ΑΠ 847/2013 δημ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 93/2022 στην efeteio-peir.gr, ΜονΕφΠειρ 470/2021 στην efeteio-peir.gr, ΜονΕφΠειρ 694/2020, efeteio-peir.gr). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και συνεπώς ο τρίτος λόγος της υπό κρίση έφεσης τυγχάνει απορριπτέος.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμο τον επικουρικό ισχυρισμό του περί του ότι η επίδικη έκταση ανήκει στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του Ελληνικού Δημοσίου βάσει του άρθρου 1 του από 3/15-12-1833 β. δ/τος (ΦΕΚ 40/1833), που είχε ισχύ νόμου και ως αόριστο τον επικουρικό ισχυρισμό του περί του ότι η επίδικη έκταση ανήκει στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του Ελληνικού Δημοσίου βάσει των άρθρων 1, 2 και 3 του από 17/29-11-1836 β. δ/τος (νόμου) “περί ιδιωτικών δασών”, ως δημόσιο δάσος. Ειδικότερα, το εναγόμενο και νυν εκκαλούν με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου πρόβαλε τον ισχυρισμό τον οποίο επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου περί του ότι η μείζονα έκταση των 64.600 τ.μ που έχει καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα με ΑΒΚ …. και επομένως και εντός αυτής εμπίπτον επίδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα, νομή και κατοχή του Δημοσίου δυνάμει της από 26.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και της Υψηλής Οθωμανικής Πύλης και των από 3/22.2.1830, 4/16.6.1830 και 19.6/1.7.1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου πρωτότυπα ως ανήκουσα στο Οθωμανικό Δημόσιο, ως γαία καθαρής ιδιοκτησίας μη κατεχόμενη με ταπί άλλως ως αδέσποτη, άλλως βάσει των άρθρων 1, 2 και 3 του από 17/29-11-1836 β. δ/τος (νόμου) “περί ιδιωτικών δασών”, ισχυριζόμενο ότι από του έτους 1820 αποτελούσε δημόσια δασική έκταση άλλως βάσει του άρθρου 1 του από 3/15-12-1833 β. δ/τος (ΦΕΚ 40/1833), που είχε ισχύ νόμου σαν λιβάδι ή βοσκότοπος . Συνεπώς , ο ισχυρισμός αυτός κατά το σκέλος του περί επίκλησης των διατάξεων των άρθρων 1, 2 και 3 του από 17/29-11-1836 β. δ/τος (νόμου) “περί ιδιωτικών δασών”, τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος διότι το εναγόμενο αρκείται στην επανάληψη του πραγματικού των διατάξεων του νόμου και αντιφατικά επικαλείται ότι το επίδικο αποτελεί από το έτος 1820 δημόσιο δάσος. Κατά τα λοιπά, ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος κατά το μέρος που επικαλείται κτήση κυριότητας του επιδίκου ακινήτου << δικαιώματι πολέμου>> και όχι κατά τον επικουρικό ισχυρισμό περί κτήσης κυριότητας βάσει του άρθρου 1 του από 3/15-12-1833 β. δ/τος (ΦΕΚ 40/1833), που είχε ισχύ νόμου σαν λιβάδι ή βοσκότοπος, κατά το οποίο πρέπει να γίνει δεκτός και, συνεπώς, η επίδικη αγωγή, ως προς αυτό το κεφάλαιο έπρεπε να γίνει δεκτή ως νόμιμη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που την απέρριψε την ως άνω επικουρική βάση ως μη νόμιμη έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και πρέπει, δεκτού γενομένου του σχετικού σκέλους του δεύτερου λόγου έφεσης, ως βάσιμου κατ’ ουσίαν, να γίνει δεκτή η έφεση ως προς το κεφάλαιο αυτό, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ως προς το κεφάλαιο αυτό, να κρατηθεί η υπόθεση, να κριθεί νόμιμη η αγωγή στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις και να εξεταστεί κατά το σκέλος αυτό, κατ΄ ουσίαν.
Από την επανεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων και δη από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την με αριθμό 1039/2021 συνεκκαλουμένη μη οριστική απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου πρακτικά, τις υπ αρ. …/13-11-2018 και …./13-11-2018 ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νίκαιας …… που προσκομίζουν οι ενάγουσες, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου (βλ σχτ την υπ αρ. …./8-11-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……..), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υπ΄ αρ. …./13-11-2018, …../13-11-2018 και …./13-11-2018 ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νίκαιας ……, ως μη νόμιμες, καθόσον δεν αναφέρεται σε αυτές η ώρα εξέτασης των μαρτύρων (βλ. ΕφΠατρ 403/1985 ΑχΝομ 1986.258, ΠΠρΑΘ 772/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ] και από όλα τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζονται μετ΄ επικλήσεως, για μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα από την κρίση του Δικαστηρίου για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), καθώς και όσα συνομολογούν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει του με το υπ αρ. ……./1940 συμβολαιογραφικού προσυμφώνου του Συμβολαιογράφου …….., οι ………., …….. και ……. υποσχέθηκαν να πουλήσουν κατ΄ ισομοιρία στους ……. και στο …. ένα οικόπεδο , κείμενο στο δήμο ……, επί της οδού …….. και ήδη μετονομασθείσας σε οδό …. και …., συνολικής εκτάσεως 1270 τετραγωνικών τεκτονικών πήχεων, που συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία ……. επί πλευράς μέτρων 23,50, δυτικά με οδό …. επί πλευράς μέτρων 11, βόρεια με προέκταση οδού ….. και ήδη …. επί πλευράς μέτρων 40 και νότια με αντιπλημμυρικά έργα ρεύματος ή προεκτάσεως οδού …….. επί όμοιας πλευράς που είχε περιέλθει σε αυτούς δυνάμει της με αριθμό ……../1905 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης της Συμβολαιογράφου Πειραιά …….. , νομίμως μεταγραμμένη στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιά. Το ανωτέρω ακίνητο απεικονίζεται στο από Νοεμβρίου 2018 τοπογραφικό διάγραμμα της αγρονόμου- τοπογράφου μηχανικού ……. με τα γράμματα ΑΒΓΖΗΘΕΑ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο …….. δεν προέβη στην κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου αγοράς του ακινήτου μετά των πωλητών, επειδή οι ως άνω πωλητές υπαναχώρησαν λίγο μετά την υπογραφή του προσυμφώνου και επέστρεψαν την καταβληθείσα προκαταβολή των 35.000 δραχμών που είχε καταβάλλει ο …, με την επίκληση νομικών ελαττωμάτων του επιδίκου αλλά και της ευρύτερης περιοχής λόγω της διεκδίκησής της από το Ελληνικό Δημόσιο. Αν και η ανωτέρω πώληση ουδέποτε έλαβε χώρα , μετά την κατάρτιση του ανωτέρω προσυμφώνου, ο …… παρέλαβε στη νομή του το ανωτέρω ακίνητο και έκτοτε το νεμόταν και συγκεκριμένα από το έτος 1940 παρέδωσε τη νομή τμήματος του ανωτέρω ακινήτου, εκτάσεως 204 τμ, κείμενου επί των οδών …… και ……… του δήμου Νίκαιας, στο Ο.Τ. …., το οποίο έχει καταχωρηθεί στα βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Νίκαιας με ΚΑΕΚ …….. και το οποίο, στο προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα, απεικονίζεται με τα γράμματα ΑΒΓΔΕΑ και συνορεύει κατά την πλευρά ΔΕ με την οδό ………, κατά την πλευρά ΕΑ με την οδό …, κατά την πλευρά ΑΒ με τις ιδιοκτησίες …. και …., κατά την πλευρά ΒΓΔ με τις ιδιοκτησίες …. και κληρονόμων ….., στην κόρη του …, μητέρα των εναγουσών, ενόψει του γάμου της με τον ……. . Έκτοτε, οι γονείς των εναγουσών … και ….., αφού έκτισαν την οικία τους, κατοικούσαν στο ανωτέρω ακίνητο μαζί με την οικογένεια τους, έχοντας εξαρχής ηλεκτροδότηση, ύδρευση και αποχέτευση, όπως προκύπτει από το υπ΄ αρ. ……./27-7-2007 έγγραφο της ΔΕΗ σύμφωνα με το οποίο η αρχική ηλεκτροδότηση του επίδικου ακινήτου έλαβε χώρα στις 21-4-1949 ως οικία και το υπ αρ. …./13- 9-2007 έγγραφο της ΕΥΔΑΠ ότι το επίδικο ακίνητο υδροδοτήθηκε το πρώτον πριν το 1950). Το έτος 1971 περί τα τέλη, οι γονείς των εναγουσών αποφάσισαν να παραχωρήσουν σε εκάστη αυτών, κατ΄ ισομοιρία, τη νομή του επίδικου ακινήτου ως προίκα, πλην όμως συμφώνησαν ότι στο επίδικο ακίνητο θα εξακολουθήσουν να διαμένουν τόσο οι γονείς των εναγουσών όσο και τα άγαμα αδέρφια τους μέχρι και αυτά να παντρευτούν. Κατά τα συμφωνηθέντα η πρώτη ενάγουσα αποχώρησε από το επίδικο, λόγω του γάμου της, τέλη του έτους 1971, ενώ η υπόλοιπη οικογένεια της εξακολούθησε να διαμένει στο επίδικο μέχρι να παντρευτούν και τα υπόλοιπα αδέρφια, η δε δεύτερη ενάγουσα διέμεινε στο επίδικο έως το έτος 1979, οπότε παντρεύτηκε, ενώ η μητέρα των εναγουσών εξακολούθησε να διαμένει στο επίδικο μέχρι το έτος 2009 και μετά το θάνατο του συζύγου της και πατέρα των εναγουσών ……… που έλαβε χώρα το έτος 1972 . Τα ανωτέρω περί παραμονής της μητέρας των εναγουσών στο επίδικο ακίνητο αποδεικνύονται και από την από το έτος 1989 ειδοποίηση του δήμου Νίκαιας προς την μητέρα και δικαιοπάροχο των εναγουσών για εξόφληση οφειλής σχετικά με την κατασκευή αγωγού αποχέτευσης του επίδικου και τα από 20-3-1980 έγγραφα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που απευθύνονταν στην μητέρα των εναγουσών στα οποία αναφερόταν ως διεύθυνση της τελευταίας το επίδικο ακίνητο και από τα έγγραφα των ΔΕΚΟ για τις συνδέσεις για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και νερού και την τηλεφωνική σύνδεση, τις δηλώσεις φόρου εισοδήματος που υπέβαλε η μητέρα των εναγουσών προς την αρμόδια ΔΥΟ, όπου δήλωνε ό,τι φιλοξενείται από τις ενάγουσες στο επίδικο ακίνητο, ενώ σε αυτό διέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του και ο άγαμος αδερφός των εναγουσών ………, ο οποίος απεβίωσε το έτος 2011. Αποδείχθηκε, δε, ότι η πρώτη ενάγουσα κατήρτισε το 1987 σύμβαση χρησιδανείου με τον αδερφό της …….. , προκειμένου να του παραχωρήσει την πίσω αυλή για να τη χρησιμοποιήσει για 3 έως 5 έτη ως συνεργείο αυτοκινήτων. Μετά τη λήξη του πενταετούς διάρκειας χρησιδανείου, και παρότι η πρώτη ενάγουσα καλούσε τον αδερφό της ….. να της αποδώσει τη νομή του ακινήτου, εκείνος εκδήλωσε πρόθεση αντιποίησης της νομής της. Προς επίλυση, δε, της δικαστικής τους αντιδικίας , η πρώτη ενάγουσα και ο αδερφός των εναγουσών ….., κατήρτισαν το από 9-2-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο συμφωνούσαν ότι ο πατέρας τους …… έλαβε ως προίκα από τον παππού των εναγουσών …….. το ακίνητο, εκτάσεως 204 τμ, κείμενο στη Νίκαια Αττικής, επί των οδών ……., το οποίο περιήλθε στις ενάγουσες, κατ΄ ισομοιρία κι εξ΄ αδιαιρέτου, ως προς το δικαίωμα νομής, στα τέλη του 1971, και ότι, έκτοτε, οι ενάγουσες νέμονταν το επίδικο ακίνητο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κληρονόμοι του ιδιώτη …….. το έτος 1947 άσκησαν κατά του …….. αγωγή για την αναγνώρισή τους ως συγκυρίων του επιδίκου ακινήτου , επικαλούμενοι ότι αυτό περιλαμβανόταν σε ευρύτερη έκταση 61 στρεμμάτων, κείμενα στη θέση <<….. >> Πειραιά , την οποία είχε αποκτήσει ο ….. από τον …… με το με αριθμό ……/1904 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Πειραιά …….. και ότι ο εν λόγω πωλητής το είχε αποκτήσει με τη σειρά του με το με αριθμό …../1904 συμβόλαιο του ιδίου συμβολαιογράφου, ως τμήμα έκτασης 2.500 στρεμμάτων κείμενη στη θέση «…….» αγορασθείσα από τον ……. στον οποίο είχε περιέλθει με την με αριθμό ……../1892 κατακυρωτική έκθεση. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε ερήμην των εναγόντων η με αριθμό 1964/1947 απόφαση του δικαστηρίου με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εν συνεχεία οι ενάγοντες κατέθεσαν ανακοπή στα πλαίσια της οποίας το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε κύρια παρέμβαση διεκδικώντας το επίδικο. Έκτοτε εκδόθηκαν οι με αριθμούς 86/1949 και 26076/1959 προδικαστικές αποφάσεις που διέτασσαν τη διεξαγωγή αποδείξεων και δη την εξέταση μαρτύρων, η οποία διήρκεσε μέχρι το έτος 1969, χωρίς να ολοκληρωθούν και ουδέποτε εκδόθηκε οριστική απόφαση στην υπόθεση. Δυνάμει της με αριθμό 465/1981 απόφασης του Εφετείου Πειραιά η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη απορρίφθηκε η από 20.12.1979 έφεση που άσκησε το Δημόσιο κατά της με αριθμό 1869/1979 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η υπ αρ. ……/1969 αγωγή του νυν εναγόμενου κατά των ……, ….. χήρας ….., αγωγή του Ελληνικού Δημοσίου, με αίτημα την αναγνώριση κυριότητας σε ακίνητο φερόμενο ως κείμενο εντός του ΑΒΚ…το οποίο βρίσκεται μεταξύ των οδών … (πρώην …), …, … και … του δήμου Νίκαιας με εμβαδόν 490,60 τμ, το οποίο παραχωρήθηκε, ως τμήμα ευρύτερης έκτασης, από το Ελληνικό Δημόσιο, δυνάμει των υπ αρ…./1880 και …./1881 παραχωρητηρίων του, στον ……, απώτερο δικαιοπάροχο των εναγόμενων επί της υπ αρ. …/1969 αγωγής, που δεν εμπίπτει στην έκταση γης του Δημοσίου που κατέλαβε αυτός αυθαίρετα 78.941 τμ, που βρίσκεται σε άλλη θέση μακριά από το επίδικο στην υπ αρ. …/1969 αγωγή ακίνητο, το οποίο περιήλθε στο …., δυνάμει της υπ αρ. …/1892 εκθέσεως κατακυρωτικής περίληψης του Συμβολαιογράφου Πειραιά ……. και, ακολούθως, τούτο περιήλθε στους …. και …… δυνάμει των υπ αρ. …/1904 και …/1904 συμβολαίων του Συμβολαιογράφου Πειραιά …….. Ειδικότερα, κρίθηκε τελεσιδίκως ότι η μείζονα έκταση στην οποία περιλαμβάνονταν το τότε επίδικο – στην οποία περιλαμβάνεται και η νυν επίδικη έκταση, η οποία απέχει 92 τ.μ από το κέντρο του τότε επίδικου ακινήτου, όπως εμφαίνεται στο από Νοεμβρίου 2018 τοπογραφικό διάγραμμα, <<είχε παραχωρηθεί από το Δημόσιο σύμφωνα με το ν.ΥΛΑ/1871 <<περί διαθέσεως και διανομής της Εθνικής γης >> στους …….. και … δυνάμει των με αριθμούς …/1880 και …/1881 παραχωρητηρίων αντιστοίχως, δυνάμει δε του υπ΄ αριθμό …/1880 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς …. , ο …. είχε προπωλήσει στον …. την υπ΄ αυτού ως εθνικής δηλωθείσα και μετά ταύτα δια του δεύτερο των ανωτέρω παραχωρητηρίων παραχωρηθείσα εις αυτόν έκταση. Το ότι το επίδικον διαλαμβάνεται εις την δια των ανωτέρω παραχωρητηρίων και παραχωρηθείσα έκταση και δη εις ο κέντρο αυτής αποδεικνύεται κυρίως εκ της προμνησθείσης έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, καθ΄ην, παρ΄ όλον ότι δεν είναι δυνατή η προσαρμογή των ανωτέρω παραχωρητηρίων, επί του εδάφους, καθίσταται εφικτός ο εντοπισμός της εκτάσεως τούτων και τεκμαίρεται μετά βεβαιότητας ότι το επίδικο βρίσκεται εις το κέντρο αυτής … >>. Συνεπώς, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν αποδείχθηκε ότι εκδόθηκε απόφαση επί της ανωτέρω αναφερόμενης αγωγής για το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου και ότι κρίθηκε έκτοτε αδύνατο να πραγματοποιηθεί εφαρμογή επί εδάφους του με αριθμό …./1880 παραχωρητηρίου και των με αριθμό …/1904 και …./1904 συμβολαίων αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Πειραιά …. για τον ακριβή εντοπισμό των εκτάσεων που αφορούν, σε συνδυασμό με όσα κρίθηκαν την με αριθμό 465/1981 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, περί του ότι το αποτελεί ιδιωτική έκταση η τότε επίδικη έκταση, αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο το οποίο σύμφωνα με το από Νοεμβρίου 2018 τοπογραφικό διάγραμμα της αγρονόμου – τοπογράφου μηχανικού ………, απέχει 92,90 μέτρα από το ακίνητο που αφορά η υπ αρ. 465/1981 απόφαση του Εφετείου Πειραιά που κατείχε ο ….. ήδη από το έτος 1940 εμπίπτει εντός της ευρύτερης έκτασης των 61 στρεμμάτων που ανήκε στον …….., δυνάμει του με αριθμό …../1904 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πειραιά ………. Από το από 1982 έγγραφο της Οικονομικής Εφορίας Αθηνών προκύπτει ότι το ακίνητο που αφορά η υπ αρ. 1869/1979 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και η υπ αρ. 465/1981 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, κατά τους ισχυρισμούς του εναγόμενου, εμπίπτει στο δημόσιο κτήμα με στοιχεία ΑΒΚ ….., κείμενο στη Νίκαια, περιβαλλόμενο από τις οδούς ………., ήτοι εντός του ίδιου δημοσίου κτήματος που, κατά τους ισχυρισμούς του εναγόμενου, εμπίπτει και το επίδικο ακίνητο. Τέλος, από το υπ αρ. 138β/13-1-1982 πρακτικό γνωμοδότησης του Β΄ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, νόμιμα εγκεκριμένο από τον Υπουργό Οικονομικών με την από 5-2-1983 επισημειωματική πράξη του, έγινε δεκτή από το εναγόμενο η υπ αρ. 465/1981 απόφαση του Εφετείου Πειραιά. Σύμφωνα, δε, με το υπ αρ. πρωτ. 2944/Β.4543/10-6-1982 έγγραφο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους προς τη Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών με κοινοποίηση στην Οικονομική Εφορία Δημοσίων Κτημάτων Αθηνών. Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο δεν απέδειξε την ιδιότητα του επιδίκου ως δημοσίου κτήματος, που περιήλθε με κάποιο νόμιμο τρόπο στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, και τον επικουρικό ισχυρισμό του ότι το επίδικο ήταν λιβάδι κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος του προαναφερομένου διατάγματος, απορριπτομένων των ενστάσεων περί ιδίας κυριότητας του εναγομένου ως ουσία αβάσιμων. Άλλωστε, κατά την κτηματογράφηση της περιοχής, το επίδικο ακίνητο δεν καταχωρήθηκε ως δημόσιο κτήμα αλλά ως «αγνώστου» ιδιοκτήτη. Συνεπώς, ως προερχόμενο από μία ιδιωτική έκταση το επίδικο ακίνητο τυγχάνει δεκτικό χρησικτησίας και οι ενάγουσες έχοντας χρησιδεσπόσει αυτήν με διάνοια συγκυριών σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου εκάστη εξ αυτών, εφεξής του έτους 1940, απέκτησαν με έκτακτη χρησικτησία το επίδικο οικόπεδο σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου εκάστη. Κατά την έναρξη λειτουργίας του κτηματολογίου στις 12.9.2005 το επίδικο ακίνητο έλαβε ΚΑΕΚ ……….. και καταχωρήθηκε ως αγνώστου ιδιοκτήτη, πλην όμως η εν λόγω καταχώρηση, κατόπιν όσων ανωτέρω αποδείχθηκαν, ελέγχεται ως ανακριβής, διότι κατά τον κρίσιμο χρόνο έναρξης, αποδείχθηκε ότι οι ενάγουσες είχαν αποκτήσει την εξ΄ αδιαιρέτου συγκυριότητα του επίδικου ακινήτου δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, νεμόμενες αυτό για περισσότερα από είκοσι έτη έως την άσκηση της αγωγής, προσμετρώντας και το χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων τους Για το λόγο αυτό πρέπει να αναγνωριστούν εξ αδιαιρέτου συγκύριες του επίδικου ακινήτου, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου. Τέλος, αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο έχει καταχωρηθεί ανακριβώς στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη». Ενόψει, δε, όλων των ανωτέρω, να αναγνωριστεί ότι οι ενάγουσες είναι εξ’ αδιαιρέτου συγκύριες, κατ ισομοιρία, του επίδικου ακινήτου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και να διαταχθεί η διόρθωση των πρώτων εγγραφών στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Συνεπώς, γενομένου δεκτού του δεύτερου λόγου έφεσης ως προς το προαναφερθέν κεφάλαιο θα πρέπει, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο αναγκαίως δε και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, τα οποία και θα επανακαθοριστούν. Για το ενιαίο, όμως, του τίτλου της εκτέλεσης, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανισθεί στο σύνολό της, ήτοι ως προς τo άνω κεφάλαιo κατά το οποίο έσφαλε, αλλά και ως προς εκείνα που δεν έσφαλε (μη προσβληθέντα και μη ανατραπέντα) και, ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει η άνω αγωγή να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι οι ενάγουσες είναι εξ’ αδιαιρέτου συγκύριες, κατ΄ ισομοιρία, του επίδικου ακινήτου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και να διαταχθεί η διόρθωση των πρώτων εγγραφών στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η από 14.10.2022, με Γ.Α.Κ…../2022 και με Ε.Α.Κ. …./2022 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 18.10.2022 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του Εφετείου στις 02.11.2022 με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …../2022, έφεση προς εξαφάνιση της υπ΄ αριθμό 2866/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατά της προηγηθείσας υπ’ αριθμ. 1039/2021 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και στη συνέχεια αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ) και δικασθεί στην ουσία η από 31-7-2018 και με αριθμό κατάθεσης ………/2018 αγωγή των εναγουσών κατά του εναγομένου, να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι οι ενάγουσες είναι εξ’ αδιαιρέτου συγκύριες, κατ΄ ισομοιρία, του επίδικου ακινήτου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και να διαταχθεί η διόρθωση των πρώτων εγγραφών στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εναγουσών και ήδη εφεσιβλήτων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματός τους, σε βάρος του ηττηθέντος εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 του ν. 3693/1957, σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 14.10.2022 , με Γ.Α.Κ…../2022 και με Ε.Α.Κ. …/2022 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 18.10.2022 και για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του Εφετείου στις 02.11.2022 με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …../2022, έφεση προς εξαφάνιση της υπ΄ αριθμό 2866/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατά της προηγηθείσας υπ’ αριθμ. 1039/2021 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που θεωρείται ότι έχει προσβληθεί μαζί με αυτήν, παρ’ ότι η ένδικη έφεση δεν στρέφεται και κατ’ αυτής (άρθρο 513 § 2 του ΚΠολΔ), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ΄ αριθμό 2866/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και την προηγηθείσα υπ’ αριθμ. 1039/2021 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί και δικάζει την 31-7-2018 και με αριθμό κατάθεσης ……../2018 αγωγή .
Δέχεται την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι οι ενάγουσες είναι εξ’ αδιαιρέτου συγκύριες, κατ΄ ισομοιρία, του ακινήτου με ΚΑΕΚ ………. στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Νίκαιας, όπως περιγράφεται στο σκεπτικό της παρούσας, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας.
Διατάσσει τη διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, του κτηματολογικού γραφείου Νίκαιας , ώστε στο καταχωρημένο στα οικεία κτηματολογικά φύλλα με ΚΑΕΚ ………, να αναγραφούν οι ενάγουσες ως συγκυρίες αυτού, εκάστη σε ποσοστό ½ εξ΄ αδιαιορέτου, δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, αντί του εσφαλμένου <<άγνωστος ιδιοκτήτης>>.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 3 Σεπτεμβρίου 2024.
H ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ