Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 481/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

2ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης 481/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαριάννα Μπέη, Εφέτη, που ορίστηκε απ’ τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την κλήση-αίτηση :

 

ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) ……..,  και 2) της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στο ….., ………, νομίμως εκπροσωπουμένης απ’ τον . …..,  που παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας τους δικηγόρου Μαρίας Ντούμα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών  (ΑΜ ΔΣΑ …..) με δήλωση κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΑΙΤΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ -ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) …….., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Κωνσταντίνου Βραχνή του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΑΜ ΔΣΑ ……) με δήλωση κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και 2) …….., με ΑΦΜ …, που  παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Αθανασίου Τετώρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών  (ΑΜ ΔΣΑ ….).                Οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 3-9-2020 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……/16-9-2020 αγωγή τους κατά των εναγομένων, επί της οποίας εκδόθηκε η 3138/2021 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, οι ενάγοντες άσκησαν την από 13-1-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../2022 (Πρωτοδικείο Πειραιά) και ΓΑΚ/ΕΑΚ/……/2022 (Εφετείο Πειραιά) και οι εναγόμενες την από 10-3-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../2022 (Πρωτοδικείο Πειραιά) και ΓΑΚ/ΕΑΚ/……/2022 (Εφετείο Πειραιά). Επί των εφέσεων αυτών εκδόθηκε η 194/2023 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, αφού συνεκδικάστηκαν και έγιναν τυπικά δεκτές οι εφέσεις, απορρίφθηκε ως μη νόμιμος ο δεύτερος λόγος της από 10-3-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…./ 2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2022 έφεσης και κατά τα λοιπά αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης επί της ουσίας μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της εκκρεμούς δίκης που άρχισε με την ……. μήνυση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά. Ήδη, με την από 8-11-2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./ 2023 κλήση-αίτηση, που κατατέθηκε στο παρόν Δικαστήριο, οι καλούντες-αιτούντες-εκκαλούντες-εφεσίβλητοι ζήτησαν και προσδιορίστηκε νέα δικάσιμος, για την περαιτέρω συζήτηση των εφέσεων, αυτή που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της απ’ το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δηλώσεις κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308, 309, 513, 539 και 553 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οριστική απόφαση είναι εκείνη με την οποία τελειώνει η δίκη, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής ή άλλου εισαγωγικού δικογράφου και το δικαστήριο απεκδύεται κάθε άλλης εξουσίας στη δικαζόμενη υπόθεση. Αντίθετα, μη οριστικές αποφάσεις είναι εκείνες που παρασκευάζουν την υπόθεση, ώστε να καταστεί ώριμη για έκδοση οριστικής απόφασης. Σε περίπτωση σώρευσης περισσοτέρων βάσεων ή αιτημάτων, οπότε και τα αντικείμενα της δίκης είναι περισσότερα, το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει οριστική απόφαση για όσα αντικείμενα (βάσεις ή αγωγές) είναι ήδη ώριμα, αναβάλλοντας να αποφασίσει οριστικά για τα άλλα (άρθρο 308 παρ. 2 ΚΠολΔ). Η οριστική κρίση του δικαστηρίου συνήθως διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης, αλλά δεν αποκλείεται να περιέχεται και μόνο στο σκεπτικό, εφόσον όμως, στην τελευταία περίπτωση δεν περιορίζεται να εκφέρει απλώς σκέψεις για την βασιμότητα του εξεταζόμενου αιτήματος, αλλά αποφαίνεται με σαφήνεια, κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφιβολίας, για την παραδοχή ή απόρριψη αυτού. Τούτο συμβαίνει και όταν η απόφαση στο σκεπτικό της ρητώς απορρίπτει μία από τις περισσότερες βάσεις της αγωγής, ως μη νόμιμη και εξαιτίας αυτού δεν θέτει θέματα απόδειξης για την βάση αυτή, ενώ για τις υπόλοιπες, που έκρινε παραδεκτές και νόμιμες, θέτει θέματα απόδειξης για τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν, αναβάλλοντας την έκδοση της οριστικής απόφασης, μέχρι η υπόθεση να καταστεί ώριμη για οριστική κρίση. Και στην περίπτωση αυτή, που η απόφαση αποφαίνεται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση, δεν μπορεί να ανακληθεί μετά τη δημοσίευσή της από το δικαστήριο που την εξέδωσε, ενώ κατά το μέρος που δεν κρίνει οριστικά, μπορεί, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθεί σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που την εξέδωσε, εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση (ΑΠ 1344/2021, ΑΠ 964/2020, ΑΠ 687/2019, ΑΠ 1821/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως όταν εισάγεται κλήση για τη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, διότι μόνον στην περίπτωση αυτή δημιουργείται στάση της δίκης (ΑΠ 644/2018, ΑΠ 660/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1538/2010 ΝοΒ 2011, σελ. 775, ΑΠ 836/2010 ΝοΒ 2010, σελ. 2481). Κατά την ορθή δε, ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 309 εδ. β` ΚΠΟλΔ, πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν ισχύει ο ανωτέρω περιορισμός της αυτοτελούς ανάκλησης, στις περιπτώσεις εκείνες που με τη μη οριστική απόφαση διατάχθηκε ένα μέτρο, η εκτέλεση του οποίου είναι ανέφικτη ή τάχθηκε ένα εμπόδιο στη ροή της διαδικασίας, η αναμονή για την άρση του οποίου, προκειμένου να εξακολουθήσει και ολοκληρωθεί η διαδικασία, είναι μάταιη και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση αυτής και καθυστέρηση ικανοποίησης του δικαιώματος του δανειστή ή πρόκειται για περιπτώσεις προφανώς εσφαλμένης μη οριστικής απόφασης, που η εμμονή στην ισχύ της θα σήμαινε τη συνειδητή αναμονή μιας μάταιης διαδικασίας, οπότε η αίτηση ανάκλησης μπορεί να υποβληθεί παραδεκτά και με την κλήση για κατ’ ουσία συζήτηση της υπόθεσης, η εισαγωγή της οποίας δημιουργεί στάση δίκης (ΑΠ 926/2014 ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 1515/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 649/1996 ΕλλΔ/ νη 1998, σελ. 1555, ΕφΠειρ 709/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ε. Μπαλογιάννη / Μ. Γεωργιάδου σε Χαρ. Απαλαγάκη ΚΠΟΛΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 4η Έκδοση, Τόμος I, αρ. 2 και Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Τόμος I, άρθρο 309 αρ. 3). Εξάλλου, η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο δίκης, αλλά αποτελεί, αναλόγως του εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζητήσει τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικονομικής αξίωσης για την παροχή της προστασίας αυτής, με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια δικαστικά κρίση. Η οριστικότητα δε, της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κρίνεται αναφορικά με τη δικονομική αυτή αξίωση και όχι με το αίτημα του εφετήριου εγγράφου για παραδοχή της έφεσης (ΟλΑΠ 12/1989, ΑΠ 755/2012, ΑΠ 789/2009, ΑΠ 603/2008, ΑΠ 1721/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, από τη διάταξη του άρθρου 309 ΚΠολΔ, η οποία έχει εφαρμογή και στην κατ’ έφεση δίκη, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, συνδυαζόμενη και προς εκείνες των άρθρων 513 και 553 ΚΠολΔ που χαρακτηρίζουν ως οριστικές τις αποφάσεις που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή, προκύπτει ότι οριστική είναι ιδίως η απόφαση του εφετείου ως προς τη διάταξη αυτής, με την οποία, κατ’ αποδοχή λόγου έφεσης, γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται κύριο ή παρεμπίπτον αίτημα της αγωγής ή ανταγωγής, καθ’ όλες ή μερικές από τις βάσεις του, διότι έτσι απεκδύεται το δικαστήριο κάθε περαιτέρω εξουσίας ως προς το αίτημα αυτό της αγωγής ή ανταγωγής για τις αντίστοιχες βάσεις (ΑΠ 964/2020, ΑΠ 687/2019, ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 755/2012 ό.π., ΑΠ 4/2007 ΕλλΔ/νη 2007, σελ. 429, ΑΠ 661/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το αποτέλεσμα αυτό διατυπώνεται με σχετική διάταξη στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί την ουσία της απόφασης και περιέχει τη θέληση και διαταγή του δικαστηρίου ή, όπως προαναφέρθηκε, και μόνο στο σκεπτικό, αλλά ρητώς και σαφώς, κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφιβολίας για την παραδοχή ή απόρριψη του εξεταζόμενου αιτήματος ή δικαιώματος (ΑΠ 964/2020 ό.π.), χωρίς να μην περιορίζεται στην εκφορά απλών σκέψεων (ΑΠ 2152/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), λήγει δε, με την έκδοση της εν μέρει αυτής οριστικής απόφασης η εκκρεμοδικία (Μακρίδου σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα άρθρο 308 αρ. 10). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 309 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό μ’ αυτές των άρθρων 513 και 553 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η απόφαση του εφετείου, που μπορεί να είναι συγχρόνως οριστική και μη οριστική, είναι μη οριστική μεν και ως προς τον απορριφθέντα λόγο έφεσης για κάποια βάση και το από αυτής κύριο ή παρεμπίπτον αίτημα της αγωγής ή ανταγωγής, όταν το εφετείο από άλλο λόγο έφεσης για τη βάση αυτή και το αίτημα τούτο διατηρεί την εξουσία του προς περαιτέρω εξέτασή τους, είτε διότι αποδέχθηκε τον άλλο τούτο λόγο έφεσης και εξετάζει περαιτέρω τη βάση και το από αυτής αίτημα, είτε διότι δεν αποφάνθηκε για την παραδοχή ή απόρριψη του άλλου λόγου αυτού και διατηρεί έτσι, την εξουσία προς εξέτασή του. Είναι δε, οριστική η απόφαση για κάποια βάση και το από αυτής κύριο ή παρεμπίπτον αίτημα της αγωγής ή ανταγωγής, όταν το εφετείο απορρίπτει όλους τους λόγους έφεσης για τη βάση αυτή και το αίτημα αυτό ή δέχεται την έφεση και, μετά από εξέταση της υπόθεσης, απορρίπτει ή δέχεται τη βάση αυτή και το αίτημά της (ad hoc ΑΠ 57/1976 ΝοΒ 1976, σελ. 598, σχετ. ΑΠ 374/1981 ΝοΒ 1981, σελ. 1545, ΑΠ 1148/1980 ΝοΒ 1981, σελ. 527 και ΑΠ 920/1977 ΝοΒ 1978, σελ. 723 και Βασ. Βαθρακοκοίλης Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ κατ’ άρθρο, Τόμος Β`, άρθρο 309, αρ. 49-51, σελ. 415). Αντίθετα, δεν είναι οριστική και επομένως μπορεί να ανακληθεί από το ίδιο δικαστήριο η απόφασή του, με την οποία έκρινε παραδεκτή την έφεση και ερευνώντας την ουσία δέχθηκε ως αποδειχθέντα ορισμένα στοιχεία της αγωγής, ακολούθως δε, αναβάλλοντας την οριστική κρίση του επί της ουσίας, διέταξε συμπληρωματικές αποδείξεις, αφού από την κρίση αυτή δεν κωλύεται η επανεξέταση, σε άλλη στάση της δίκης, των όσων έχουν κριθεί, ακόμη δε και του παραδεκτού της έφεσης ως προς έναν ή όλους τους διαδίκους (ΑΠ 755/2012 ό.π., ΑΠ 358/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 885/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).                Με την από 8-11-2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../ 2023 κλήση φέρονται προς περαιτέρω συζήτηση α) η από 13-1-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../2022 (Πρωτοδικείο Πειραιά) και ΓΑΚ/ΕΑΚ/…./2022 (Εφετείο Πειραιά) έφεση των καλούντων – αιτούντων – εκκαλούντων και β) η από 10-3-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2022 (Πρωτοδικείο Πειραιά) και ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …./2022 (Εφετείο Πειραιά) έφεση των καθ’ ων η κλήση-αίτηση- εκκαλουσών, μετά την έκδοση της 194/2023 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, αφού συνεκδικάστηκαν, έγιναν τυπικά δεκτές οι άνω εφέσεις και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος ο δεύτερος λόγος της από 10-3-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/…./2022 έφεσης, κατά τους λοιπούς λόγους, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης επί της ουσίας, μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της εκκρεμούς δίκης που άρχισε με την …….. μήνυση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά, με το σκεπτικό ότι η ιστορική αιτία, αλλά και η κύρια βάση της αγωγής είναι η αδικοπραξία συνιστάμενη στις φερόμενες εκ μέρους των εναγομένων τελεσθείσες αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες υπάρχει εκκρεμής δίκη κατά την έννοια του άρθρου 250 ΚΠολΔ, η οποία επηρεάζει ουσιωδώς την ουσιαστική έρευνα της υπό κρίση διαφοράς, αφού οι προβαλλόμενοι εκ μέρους των εναγόντων ισχυρισμοί (βιοτικό συμβάν) ταυτίζονται με τα πραγματικά περιστατικά της υποβληθείσας μήνυσης σε βάρος των εναγομένων, με αφορμή την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη. Το αίτημα δε των καλούντων συνίσταται στην ανάκληση της μη οριστικής απόφασης με αρ.  194/2023 του Δικαστηρίου τούτου, προκειμένου να συζητηθούν περαιτέρω οι ως άνω εφέσεις, διότι αφενός μεν υπάρχει κίνδυνος μεγάλης καθυστέρησης καθώς η ποινική υπόθεση βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της ανάκρισης αφετέρου δε υπάρχει κίνδυνος παραγραφής των ένδικων αξιώσεών τους, που απορρέουν από  αδικήματα διαπραχθέντα το 2018, σε κάθε δε περίπτωση διότι δεν υπάρχει δέσμευση του αστικού δικαστηρίου απ’ την ποινική απόφαση ούτε δεσμός προδικαστικότητας των δύο δικών ούτε κάποια άλλη εξάρτηση της εκκρεμούσας πολιτικής δίκης απ’ την ποινική δίκη.  Ως προς το παραδεκτό και βάσιμο της ένδικης κλήσης γίνονται δεκτά τα εξής : Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 250 ΚΠολΔ, αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το Δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία. Η εφαρμογή της ρύθμισης αυτής, η οποία ομοίως είναι δυνητική για το Δικαστήριο, προϋποθέτει την ύπαρξη εκκρεμούς ποινικής αγωγής, η οποία να επηρεάζει κατ’ οποιονδήποτε τρόπο τη διάγνωση της ένδικης αστικής διαφοράς, χωρίς να απαιτείται και σχέση εξάρτησης από προδικαστικό ζήτημα, υπό την έννοια ότι τα συγκροτούντα την υπόσταση της τελεσθείσας πράξης πραγματικά περιστατικά, ασκούν ουσιώδη επιρροή αναφορικά με τα θεμελιωτικά της αστικής δικαιολογητικής σχέσης περιστατικά. Ως εκκρεμής νοείται η ποινική αγωγή, εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη δια της εκ μέρους του Εισαγγελέα Πρωτοδικών είτε παραγγελίας κύριας ανάκρισης ή προανάκρισης είτε της εισαγωγής της υπόθεσης με απευθείας κλήση του κατηγορούμενου στο ακροατήριο, χωρίς να αρκεί η υποβολή έγκλησης ή μήνυσης, ούτε η διενέργεια, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, προκαταρκτικής εξέτασης ως προς τη διάπραξη του εγκλήματος (ΑΠ 537/2012 ΝοΒ 2012 σελ. 2359, ΕφΛαμ 56/2013 δημ. Nόμος, ΕφΛαρ 351/2012 Δικογραφία 2012.714, ΕφΘεσ 457/2011 Αρμ 2011.1022). Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο τούτο με την 194/2023 μη οριστική απόφασή του  ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ουσίας της υπόθεσης μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της εκκρεμούς δίκης που άρχισε με την ………. μήνυση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά, την οποία κατέθεσαν οι ενάγοντες σε βάρος των εναγομένων ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, με αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά ίδια μ’ αυτά που συγκροτούν την ιστορική βάση της με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/16-9-2020 αγωγής τους. Συνεπεία της μήνυσής τους αυτής ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των εναγομένων, με τις επιμέρους διακρίσεις, για τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσης κατ’ εξακολούθηση, της απάτης τετελεσμένης και σε απόπειρα από την οποία επιδιώχθηκε και επιτεύχθηκε περιουσιακό όφελος και αντίστοιχα προξενηθείσα ζημία ιδιαίτερα μεγάλη, και άμεση συνέργεια στην πράξη της απάτης, με χρόνους τέλεσης 1/12/2017-23/2/2018. Σύμφωνα με το από 9-5-2024 με αρ. πρωτ. …../2024 πιστοποιητικό πορείας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, η ποινική υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της ανάκρισης (στο 2ο ανακριτικό τμήμα), όπου βρισκόταν και κατά το χρόνο δημοσίευσης της άνω μη οριστικής απόφασης (3-4-2023). Κατόπιν τούτων, καθίσταται σαφές ότι με την μη οριστική απόφαση 194/2023 του Δικαστηρίου τούτου, τάχθηκε ένα εμπόδιο στη ροή της διαδικασίας, που καθιστά μάταιη την αναμονή για την ολοκλήρωσή της, προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση αυτής και καθυστέρηση ικανοποίησης του δικαιώματος των εναγόντων – εκκαλούντων – εφεσίβλητων (εφόσον αποδειχθεί βάσιμο), λαμβανομένου υπόψη του χρόνου γέννησης της αξίωσης και του χρόνου παραγραφής της και του γεγονότος ότι η έκβαση της ποινικής δίκης δεν δεσμεύει τη διάγνωση της προκείμενης αστικής διαφοράς. Κατόπιν τούτων, η από 8.6.2021 κλήση, κρίνεται παραδεκτή, αφού, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην ως άνω μείζονα σκέψη, η αίτηση ανάκλησης μπορεί να υποβληθεί παραδεκτά και με την κλήση για κατ’ ουσία συζήτηση της υπόθεσης, η εισαγωγή της οποίας δημιουργεί στάση δίκης, και βάσιμη. Συνακόλουθα, πρέπει να ανακληθεί η απόφαση 194/2023 του Δικαστηρίου τούτου, μόνο κατά τη διάταξή της, με την οποία διατάχθηκε η αναβολή της έκδοσης οριστικής απόφασης επί των με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…./2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/……/2022 εφέσεων, που συνεκδικάστηκαν, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η εκκρεμής ποινική δίκη με αφορμή τη με αρ. …… μήνυση. Η  επαναλαμβανόμενη δε συζήτηση επί των ανωτέρω εφέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, μετά την κρινόμενη κλήση, αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης συζήτησης, επί της οποίας εκδόθηκε η 194/2023 αναβλητική απόφαση, που δεν ανακαλείται κατά τις λοιπές διατάξεις της ως προς το τυπικά παραδεκτό των εφέσεων και την αβασιμότητα του δεύτερου λόγου της από 10-3-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/… και …/….. και …./2022 έφεσης (ΕφΑθ 885/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μιχ. Μαργαρίτης / Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Τόμος I, άρθρο 249 αρ. 7, Χρ. Τριανταφυλλίδης/Π. Ρεντούλης σε Χαρ. Απαλαγάκη ΚΠΟΛΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο, έκδοση 4ος, Τόμος 1, άρθρο 249, αρ. 6 και Καλ. Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη / Νίκα Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Τόμος I, άρθρο 249, αρ. 13).

Με βάση τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, παρέχεται αποζημίωση όταν τελείται αδικοπραξία ή θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη από το νόμο και επί πλέον προκαλείται ηθική βλάβη. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Έτσι το Δικαστήριο της ουσίας, αφού αναιρετικά ανέλεγκτα δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, κατά τις αρχές της εύλογης αποζημίωσης, χωρίς να είναι απαραίτητο να τάξει ειδική απόδειξη ως προς το ύψος της, αντλώντας, με βάση τον άνω σκοπό, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του «ευλόγου», εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια καθοριστικά στοιχεία είναι κυρίως, το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης, όπως η συμπεριφορά του υπεύθυνου μετά την τέλεση της αδικοπραξίας κ.λπ. Τα στοιχεία αυτά οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις), αλλά κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας (άρθρα 2 παρ.1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (ΟλΑΠ 9/2015, Ολ.ΑΠ 26/1995, ΑΠ 929/2020, ΑΠ 211/2017, ΑΠ 160/2017, ΑΠ 90/2017, ΑΠ 459/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 686/2023). Εξάλλου, και τα νομικά πρόσωπα, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, λόγω του ότι και αυτά είναι φορείς έννομων αγαθών, νομιμοποιούνται να ζητήσουν χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης, σε περίπτωση προσβολής αγαθών τους, όπως το όνομα, η φήμη, το κύρος τους ή η επαγγελματική υπόληψη και γενικά το εμπορικό μέλλον μιας εταιρείας. Όμως, η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, χωρίς αποδείξεις, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση (ΑΠ 146/2024, ΑΠ 691/ 2023, ΑΠ 15/2021, ΑΠ 382/2011, TNΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 2/2008 ΕΕμπΔ 2009, 898). Επομένως, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης τα προσβαλλόμενα νομικά πρόσωπα πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, να αναφέρουν, κατά τρόπο ορισμένο, τα θεμελιωτικά της προσβολής συγκεκριμένα περιστατικά, καθώς επίσης και να επικαλούνται και να αποδεικνύουν με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο συγκεκριμένη βλάβη, που να έχει υλική υπόσταση, διαφορετικά η αγωγή είναι, σύμφωνα με τις προδιαλαμβανόμενες διατάξεις των άρθρων 111 και 216 § 1 ΚΠολΔ, αόριστη (ΑΠ 691/2023 ό.π., ΑΠ 1239/ 2021 στην ιστοσελίδα του ΑΠ, ΑΠ 1048/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 932/2019 ΕΕμπΔ 2020, 223, ΑΠ 730/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 382/2011 ΝοΒ 2011, 2158, ΕλλΔνη 2011, 1009, ΑΠ 1265/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 488/1983 ΝοΒ 32, 268, ΑΠ 133/1981 ΝοΒ 30, 304, ΕφΑθ 1268/2024, ΕφΑθ 117/2024, ΕφΠειρ 159/2023, ΕφΑθ 966/2022, ΕφΑθ 152/2022, ΕφΑθ 327/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδης Απ., στην ΕρμΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, υπό άρθρ. 932 αρ. 13· Γεωργιάδης Γ., στη ΣΕΑΚ, έκδ. β΄, 2023, υπό άρθρ. 932 αρ. 22· Πατεράκης, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, έκδ. β΄, 2001, σελ. 131-133 και 285-286· Γεροντίδης, Η «υλική υπόσταση» της ηθικής βλάβης των εμπορικών εταιριών, ΕλλΔνη 2016, σελ. 1024 επ.).               Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες της με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2022 (Α) έφεσης και εφεσίβλητοι της με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …/2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../2022 (Β) έφεσης με τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …../16-9-2020 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επικαλούμενοι την εκ μέρους των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητων της υπό στοιχ. Α έφεσης και εκκαλουσών της υπό στοιχ. Β έφεσης, αδικοπρακτική συμπεριφορά, συνιστάμενη στην τελεσθείσα σε βάρος τους κακουργηματική απόπειρα απάτης και κακουργηματική πλαστογραφίας, ζήτησαν, όπως το αίτημα της αγωγής τους περιορίστηκε παραδεκτά, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον εκάστη, σε καθέναν εξ αυτών (εναγόντων) το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστη, στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 26.200 ευρώ ως αποζημίωση, ήτοι 20.000 ευρώ, που τους κατέβαλε πεισθείσα στις διαβεβαιώσεις τους, και 6.200 (5.000 ευρώ + ΦΠΑ) ευρώ, που δαπάνησε στη δικηγόρο της για τη σύνταξη και κατάθεση μήνυσης σε βάρος τους, όλα τα ποσά νομιμοτόκως απ’ την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, να απαγγελθεί η προσωπική κράτηση  των εναγομένων ως μέσο εκτέλεσης της καταψηφιστικής διάταξης και να καταδικαστούν οι τελευταίες στη δικαστική τους δαπάνη, που ανέρχεται στο ποσό των 8.000 ευρώ, σύμφωνα με το περιλαμβανόμενο στο αγωγικό δικόγραφο κατάλογο. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγομένων και ως ουσία αβάσιμο το αίτημα ποσού 6.200 (5.000 +ΦΠΑ) ευρώ, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή στην ουσία της, αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν, εις ολόκληρον εκάστη, ως χρηματική ικανοποίηση για την προκληθείσα ηθική βλάβη στον ενάγοντα το ποσό των 500 ευρώ και στην ενάγουσα το ποσό των 800 ευρώ και υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλουν, εις ολόληρον η καθεμία, στην ενάγουσα το ποσό των 20.000 ευρώ ως αποζημίωση, νομιμοτόκως όλα τα παραπάνω ποσά απ’ την επίδοση της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, καταδίκασε τις εναγόμενες σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, την οποία όρισε στο ποσό των 700 ευρώ.                  Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 520 παρ. 1 και 522 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το έγγραφο της έφεσης πρέπει, μεταξύ των άλλων, να περιέχει αίτηση και τους λόγους αυτής. Και ως προς μεν την αίτηση, αυτή υπάρχει και είναι ορισμένη εάν ζητείται η εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης απόφασης ως προς όλες ή μερικές από τις διατάξεις της, σχετικά με το αιτητικό της αγωγής, οι δε λόγοι έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Στα τελευταία ανάγεται και η πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται από τη μνεία ότι εξ αυτής οδηγήθηκε το δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο εξαιτίας του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ) επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, κατ’ άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 1183/1995 ΕπιθΙΚΑ 30 (1996) σελ. 193, ΑΠ 512/1994 Ε.Δ 36 (1995) σελ. 170).

Κατά της εκκαλουμένης απόφασης παραπονούνται με τον πρώτο λόγο (με διπλό σκέλος η δεύτερη εκκαλούσα) της έφεσής τους για λόγους αναγόμενους σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων (πραγματικά σφάλματα), αναφερόμενες με ειδικό και ορισμένο τρόπο στο κεφάλαιο της υπαιτιότητάς τους και η ενάγουσα ειδικά στη συμμετοχική της ενέργεια, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να απορριφθεί η αγωγή και να καταδικασθούν οι εφεσίβλητοι στην δικαστική τους δαπάνη. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, η πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων, ως λόγος έφεσης, επαρκώς προσδιορίζεται από τη μνεία ότι εξαιτίας αυτής το δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, το δε εφετείο λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, κατ’ άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα. Συνεπώς, ο κατά τα άνω λόγος έφεσης είναι ορισμένος και παραδεκτός και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα αυτού κατά την ίδια διαδικασία.

Με το προεκτεθέν όμως περιεχόμενο η αγωγή, ως προς το κονδύλιο της ηθικής βλάβης της ενάγουσας τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη, διότι δεν περιέχει τα αναγκαία στοιχεία για τη διαδικαστική της πληρότητα και τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης, καθόσον η ενάγουσα δεν αναφέρει εάν η ηθική της βλάβη συνδέεται με συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση, ούτε επιπλέον αναφέρει τη μεταβολή της επιχειρηματικής και περιουσιακής της κατάστασης, πριν και μετά την παρεμβολή της αδικοπραξίας, ώστε να προκύπτει η διαφορά που αυτή προκάλεσε και η οποία συνιστά τη συγκεκριμένη βλάβη (ΑΠ 1346/2000 ΔΕΕ 2001, 735, ΕφΑθ 953/2023 ΕλλΔνη 2024, 530), δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε, στα νομικά πρόσωπα δεν αναγνωρίζεται ενδιάθετο συναίσθημα και εσωτερικός κόσμος, που να δικαιολογεί ipso iure χρηματική ικανοποίηση λόγω της προσβολής της εμπορικής πίστης και της επαγγελματικής υπόληψης. Πιο συγκεκριμένα, η ενάγουσα, για να προσδιορίσει την ηθική βλάβη, που, κατά τους ισχυρισμούς της, προήλθε από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, επικαλείται την απομείωση της περιουσίας της και της εμπορικής της πίστης και οικονομικής της δυνατότητας. Η επίκληση, όμως, των ανωτέρω στοιχείων είναι γενική και αφηρημένη, αφού, πλην των αναφορών αυτών, η ενάγουσα δεν εκθέτει συγκεκριμένα, ενέχοντα υλική υπόσταση, περιστατικά, που να συνδέονται αιτιωδώς με την επικαλούμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων, τα οποία να έβλαψαν τελικά την επαγγελματική της φήμη, την πίστη και εν γένει την επαγγελματική της υπόσταση, ικανά να προκαλέσουν λ.χ. απομείωση των οικονομικών μεγεθών της, μείωση των εσόδων της, απώλεια υφιστάμενων ή νέων πελατών, διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης, έστω προσωρινή, ή αναστολή προπαρασκευαστικών επαγγελματικών δράσεών της και τελικά να οδήγησαν σε απαξίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών/δραστηριοτήτων της, ως τέτοιων (ΑΠ 730/2015, ΑΠ 382/2011, ΑΠ 1216/1997 ΕλλΔνη 39, 573, ΕφΑθ 2407/2023, ΕφΑθ 2191/2023, ΕφΑθ 152/2022, ΕφΑθ 400/2022, ΕφΠειρ 33/2021, ΕφΛαρ 85/2017, ΕφΘεσ 626/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Χωρίς την επίκληση της συγκεκριμένης βλάβης, δεν είναι δυνατόν να οριοθετηθούν από το Δικαστήριο τα αποδεικτέα θέματα ούτε και οι εναγόμενοι να αμυνθούν αποτελεσματικά κατά της αγωγής, αφού στερούνται από την δυνατότητα να αντικρούσουν το κύριο κεφάλαιό αυτής, ήτοι την ύπαρξη και το ποσό της αξιούμενης ηθικής βλάβης της ενάγουσας, σε περίπτωση που η αγωγή ήθελε κριθεί ορισμένη και νόμιμη. Οι ελλείψεις αυτές του δικογράφου, εξάλλου, κατά πάγια θέση της νομολογίας, δεν μπορούν να θεραπευθούν ούτε με τις προτάσεις στον πρώτο βαθμό ούτε με παραπομπή σε έγγραφα, που το περιεχόμενό τους δεν συμπεριλαμβάνεται στην αγωγή (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 119/2018, AΠ 1004/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κάτι που, σε κάθε περίπτωση, ουδόλως έλαβε χώρα στην κρινόμενη υπόθεση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε την αγωγή ορισμένη κατά το μέρος αυτό και στη συνέχεια νόμιμη και κατ’ ουσίαν βάσιμη, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του νόμου και για το λόγο αυτό, σύμφωνα και με τις προεκτιθέμενες σκέψεις, πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά την ως άνω διάταξή της, με την οποία κρίθηκε η αγωγή ως προς το ανωτέρω κονδύλιο ορισμένη και νόμιμη, και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει και δικάσει την αγωγή κατά το εν λόγω κονδύλιο (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ), να την απορρίψει ως αόριστη χωρίς ειδικό παράπονο, δεδομένου ότι με την κρινόμενη έφεση οι εκκαλούσες – εναγόμενες ζητούν την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης, κατά το νόμο και την ουσία (ΕφΑΘ 1404/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, πρέπει να επιστραφεί το παράβολο της έφεσης στις εκκαλούσες κατ’ άρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ

Από όλα τα έγγραφα που νομίμως και μετ’ επίκλησης προσκομίζουν οι διάδικοι, και για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό κατ’ άρ. 529 ΚΠολΔ, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και τα μη συνοδευόμενα από επίσημη μετάφραση κατ’ άρ. 454 ΚΠολΔ  στην ελληνική γλώσσα συντεταγμένα στην αγγλική γλώσσα έγγραφα των διαδίκων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα και εκτιμώνται ελεύθερα κατά το άρθρο 340 παρ. 1 ΚΠολΔ, αφού δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενοι από τις διατάξεις των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ περιορισμοί του εμμάρτυρου μέσου (ΑΠ 124/2023, ΕφΘεσ 1194/2024, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απ’ την …/2-12-2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ……. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………, που προσκομίζεται μετ’ επίκλησης απ’ τους ενάγοντες-εκκαλούντες και λήφθηκε με πρωτοβουλία τους μετά από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο σύμφωνα με τις …. και …/23-11-2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης ……….., σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος, ως μοναδικός Διευθυντής του ΔΣ της ιδρυθείσας στις 6-2-2006 ενάγουσας σύμφωνα με το από 4-1-2016 πρακτικό έκτακτης συνεδρίασης του ΔΣ αυτής, που αποτελείται απ’ τον μονομέτοχο, ενάγοντα, κατά τον από 7-2-2006 Εσωτερικό Κανονισμό της. Τον Δεκέμβριο του 2017 ο ενάγων λόγω της ανάγκης χρηματοδότησης της επιχείρησής του, ήλθε μέσω των κοινών γνωστών του, ………., συμβούλου επιχειρήσεων, και ………., επιχειρηματία, σε επαφή με την πρώτη εναγομένη, η οποία εμφανιζόταν ως νόμιμη εκπρόσωπος και ιδιοκτήτρια της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……» με έδρα την Αθήνα (οδός ……) με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών στον τομέα επενδύσεων και χρηματοδοτήσεων. Κατά τη συνάντησή τους αυτή η πρώτη εναγομένη του παρέστησε ότι μπορούσε να εξασφαλίσει για την ενάγουσα δάνειο ύψους 78.000.000 ευρώ απ’ τον εδρεύοντα στο Ισραήλ επενδυτικό όμιλο με την επωνυμία «…..», που εκπροσωπείτο απ’ τον ……, τον οποίο γνώριζε στενά η δεύτερη εναγομένη, θυγατέρα της πρώτης εναγομένης, λόγω της υψηλόβαθμης θέσης που κατείχε ως Προϊσταμένη επενδύσεων στην ….. Τράπεζα και ο οποίος της είχε εμπιστευτεί την εκπροσώπηση του επενδυτικού ομίλου στην Ελλάδα. Ειδικότερα, η πρώτη εναγομένη ισχυρίστηκε στον ενάγοντα ότι μέρος του δανείου ύψους 5 εκ. ευρώ ήταν ήδη εγκεκριμένο και διαθέσιμο προς άμεση εκταμίευση για τον δανειολήπτη, ότι ήταν κατατεθειμένο στον τραπεζικό λογαριασμό της ιδίας στην ….. Τράπεζα από προηγούμενη δανειοδότηση άλλου πελάτη της, που ματαιώθηκε λόγω κατάσχεσης του προς υποθήκευση ακινήτου του καθώς και ότι επειγόταν να ανεύρει δανειολήπτη και να εκταμιεύσει άμεσα το ποσό απ’ το λογαριασμό της λόγω επικείμενου ελέγχου αυτού απ’ την Τράπεζα της Ελλάδος. Επιπλέον, η πρώτη εναγομένη ισχυρίστηκε ότι θα μπορούσε ο ενάγων, ενεργώντας για λογαριασμό της ενάγουσας, να εισπράξει άμεσα το ποσό του δανείου εάν της προκατέβαλε το ποσό των 20.000 ευρώ και ότι η αμοιβή του ομίλου ύψους περίπου 268.000 ευρώ θα παρακρατείτο κατά την εκταμίευση του ποσού των 5 εκ. ευρώ απ’ το λογαριασμό της χωρίς να απαιτείται η εξ ιδίων καταβολή του ποσού αυτού απ’ τους ενάγοντες. Πεισθείς στις ανωτέρω παραστάσεις της πρώτης εναγομένης, ο ενάγων, ενεργώντας  ως νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας, στις 26-1-2018 κατάρτισε με την εκπροσωπούμενη απ’ την πρώτη εναγομένη εταιρία με την επωνυμία  «………», την από 25-1-2018 έγγραφη σύμβαση παροχής υπηρεσιών σύμφωνα με την οποία : « Ι.1. Η «Παρέχουσα» δραστηριοποιείται ως παρέχουσα τις υπηρεσίες της σε φυσικά και νομικά πρόσωπα τα οποία επιθυμούν να ανεύρουν χρηματοδότηση προς στήριξη των επιχειρηματικών και επενδυτικών τους σχεδίων. Ειδικότερα, αντικείμενό της είναι να ανευρίσκει και να υποδεικνύει αλλοδαπά κεφάλαια («funds»), τα οποία δύνανται να στηρίξουν χρηματοδοτικά σχέδια σχετικά με αυτά που επιθυμεί ο λήπτης να υλοποιήσει. 2. Ο «Λήπτης» επιθυμεί να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για την υλοποίηση και στήριξη των επιχειρηματικών σχεδίων, και προς το σκοπό αυτό επιθυμεί την ανεύρεση αλλοδαπού fund, το οποίο θα δύναται και θα επιθυμεί να στηρίξει σχέδια με αυτά που ο ίδιος επιθυμεί να υλοποιήσει. 3. Προς το σκοπό αυτό ο «Λήπτης» αναθέτει στην «Παρέχουσα» να απευθυνθεί στο ή στα συνεργαζόμενα με αυτή funds της αλλοδαπής που θα του τα υποδείξει, να προετοιμάσει καταλλήλως τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και εν γένει στοιχεία, και να διαμεσολαβήσει από το στάδιο της αρχικής επικοινωνίας, μέχρι του σημείου που θα έλθει η προσφορά ή η έγκριση χορήγησης πίστωσης απ’ τον οργανισμό στο «Λήπτη». Με το άρθρο 4 της σύμβασης ορίστηκε ότι τα έξοδα της διαδικασίας έγκρισης προς την «Παρέχουσα» ανέρχονται στο ποσό των 20.000 ευρώ, ενώ με το άρ. 5 της σύμβασης συμφωνήθηκε ότι «Για την αποπληρωμή της ως άνω ιδίας συμμετοχής ρητά συμφωνείται ότι θα παρακρατηθεί το ως άνω ποσό 268.000 ευρώ από το Fund κατά την εκταμίευση της χρηματοδότησης». Τέλος, ως προς τη διαδικασία που θα ακολουθείτο, ορίστηκε ότι «Ο “Λήπτης” οφείλει να παραδώσει στην “Παρέχουσα” κάθε στοιχείο που η ίδια θα του ζητήσει, ώστε να εκκινήσει η διαδικασία με τις πρώτες επαφές με το fund. Εν συνεχεία, η «Παρέχουσα» εκπονεί το business plan του «Λήπτη», με βάση τα στοιχεία που της παρέχει ο τελευταίος, και ετοιμάζει κάθε άλλο απαραίτητο συνοδευτικό στοιχείο που απαιτεί το fund. Αυτονοήτως ο «Λήπτης» ενημερώνεται και αποδέχεται ότι η μη παροχή βοήθειας, σε όποιο βαθμό και εάν αυτή λάβει χώρα, δύναται να επηρεάσει αρνητικά το τελικό αποτέλεσμα. Μετά την προετοιμασία του συνόλου των απαραίτητων εγγράφων και στοιχείων, η «Παρέχουσα» αποστέλλει την αίτηση του λήπτη στο Fund, η απάντηση του οποίου συνήθως λαμβάνει χώρα εντός 15 ημερών από την παραλαβή εκ μέρους του των στοιχείων. Η διαδικασία τελικής έγκρισης του επιχειρηματικού σχεδίου του «Λήπτη» από το fund διαρκεί περίπου ένα (1) ημερολογιακό μήνα από την επόμενη αποστολής των απαραίτητων εγγράφων σε αυτό. Μετά την αποστολή προς την «Παρέχουσα» από το fund της τελικής έγκρισης η «Παρέχουσα» προσκαλεί τον «Λήπτη» να λάβει γνώση της έγκρισης και να αποδεχθεί τους όρους της. Στο σημείο παράδοσης της έγκρισης και των όρων της, ολοκληρώνεται η παροχή της υπηρεσίας απ’ την «Παρέχουσα» προς το «Λήπτη» κατά τα ανωτέρω λεπτομερώς διαλαμβανόμενα, και από το σημείο εκείνο και έπειτα, η «Παρέχουσα» φέρνει σε επαφή λήπτη και fund, ώστε να συναφθεί η σύμβαση μεταξύ λήπτη και fund». Για την καταβολή του ποσού των 20.000 ευρώ της αμοιβής της η πρώτη εναγομένη κοινοποίησε στον ενάγοντα τα στοιχεία του με αρ. ………… λογαριασμού της ιδίας (Beneficiary Customer : ………….) στην …… Τράπεζα, στην παρατήρηση δε του τελευταίου ότι δεν επρόκειτο για λογαριασμό της φερόμενης ως αντισυμβαλλόμενης και εκδίδουσας το με αρ. ……/25.1.2018 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών εταιρίας με την επωνυμία “………….”, αλλά για προσωπικό λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, ενημερώθηκε από την τελευταία μέσω ηλεκτρονικού μηνύματός της ότι δεν δύναται να λάβει σε κανέναν άλλο λογαριασμό χρήματα, ειδικά από το εξωτερικό, ότι χρησιμοποιεί τον λογαριασμό αυτό για χρονικό διάστημα τριετίας χωρίς ποτέ να αντιμετωπίσει φορολογικό ή νομικό κώλυμα και ότι στον εν λόγω λογαριασμό έχουν «δεσμευτεί και τα του δανείου», όπως προκύπτει απ’ τα από 26-1-2018 ηλεκτρονικά μηνύματα που αντάλλαξαν ο ενάγων και η πρώτη εναγομένη. Πεισθείς απ’ τις εν λόγω εξηγήσεις της πρώτης εναγομένης, ο ενάγων μετέφερε αυθημερόν για λογαριασμό της ενάγουσας μέσω της τράπεζας …. στον υποδειχθέντα απ’ την πρώτη εναγομένη παραπάνω τραπεζικό λογαριασμό το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, σύμφωνα με το από 30-1-2018 αποδεικτικό συναλλαγής της τράπεζας …… Στις 15-2-2018 η πρώτη εναγομένη απέστειλε προς τον ενάγοντα τα προωθημένα μέσω της δεύτερης εναγομένης έγγραφα του ισραηλινού επενδυτικού ομίλου «…..», ήτοι σχέδιο της Πρότασης Χρηματοδότησης, το με αρ. ……. τιμολόγιο τελών αίτησης για την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών ποσού 262.500 ευρώ και Οδηγίες Εμβάσματος για τη λήψη δανείου. Μεταξύ των περιεχομένων στο σχέδιο Πρότασης Χρηματοδότησης όρων συναλλαγής αναφερόταν και ότι «Η …. ή ο ιδιοκτήτης του έργου θα κληθούν να καταβάλουν ένα ποσό ύψους 262.500 ευρώ μετά την υπογραφή της παρούσας  πρότασης ως αποδοχή της ……….. Η αξία των τελών αυτών απαιτείται για το άνοιγμα φακέλου για την έκδοση εγγυητικής επιστολής αναμονής (SBLC), η οποία απαιτείται για τη δημιουργία της αξίας χρηματοδότησης που απαιτείται για το έργο και την καταβολή των διαχειριστικών τελών που απαιτούνται για τα μηνύματα πρωτοκόλλου swift μεταξύ της εκδότριας τράπεζας και της τράπεζας χρηματοδότησης. Τα εν λόγω τέλη, ύψους 262.500 ευρώ, πρέπει να καταβληθούν, το αργότερο την 20η Φεβρουαρίου 2018. Εντός 2 τραπεζικών εργάσιμων ημερών από την καταβολή των ανωτέρω  τελών, θα δοθεί η σύμβαση δανείου με τους ίδιους όρους, όπως αυτούς που περιέχονται στην πρόταση αυτή για υπογραφή από την ….…». Αντιληφθείς ο πρώτος ενάγων την αναντιστοιχία του Σχεδίου Πρότασης με όσα η πρώτη εναγομένη του είχε παραστήσει και είχαν περιληφθεί στη μεταξύ τους σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών αναφορικά με το ποσό των 262.500 ευρώ, διαμαρτυρήθηκε στην πρώτη εναγομένη, η οποία τον καθησύχασε ότι παρά τα όσα αναφέρονταν στο Σχέδιο Πρότασης Χρηματοδότησης, το εν λόγω ποσό θα καταβαλλόταν απ’ το ήδη κατατεθειμένο ποσό των 5 εκ. ευρώ του προσωπικού της λογαριασμού στην ….. Τράπεζα χωρίς να απαιτηθεί η εξ ιδίων καταβολή του ποσού απ’ τον ενάγοντα. Επιπλέον, του απέστειλε προς υπογραφή συντεταγμένη και προδιατυπωμένη στην αγγλική γλώσσα επιστολή, που απευθυνόταν στον εκπρόσωπο του επενδυτικού ομίλου ……., επιβεβαιωτική της δέσμευσης περί πληρωμής (pre-advice-letter), στην οποία ο ενάγων φερόταν να διαβεβαιώνει τον αντισυμβαλλόμενό του ότι η μεταφορά του ποσού των 262.500 ευρώ θα λάβει χώρα στον υποδειχθέντα απ’ τον τελευταίο λογαριασμό του στην τράπεζα Bank of …. (………..) απ’ τον προαναφερόμενο τηρούμενο απ’ την πρώτη εναγομένη τραπεζικό λογαριασμό της στην ….. ΤΡΑΠΕΖΑ. Ο ενάγων επέστρεψε την επιστολή αυτή υπογεγραμμένη, μαζί με τα υπογεγραμμένα απ’ τον ίδιο με αρ. ……… «τιμολόγιο τελών αίτησης για την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών» ποσού 262.500 ευρώ και «Οδηγίες Εμβάσματος για τη λήψη δανείου». Στις 20-2-2018 και ενώ πλησίαζε η ορισθείσα ημερομηνία καταβολής του ποσού των 262.500 ευρώ προς τον ……., η πρώτη εναγομένη απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις του πρώτου ενάγοντος τον ενημέρωσε ότι τα χρήματα θα αποστέλλονταν από άλλον λογαριασμό, διότι η ίδια και ο προσωπικός της λογαριασμός δεν έπρεπε να φαίνεται ότι εμπλέκονται στην όλη διαδικασία, όπως προκύπτει απ’ το από 20-2-2018 ηλεκτρονικό μήνυμα της πρώτης εναγομένης προς τον ενάγοντα), ενώ στις 23-2-2018 του απέστειλε το από 23-2-2018 παραστατικό εμβάσεως της αμοιβής του ομίλου του ποσού των 262.500 ευρώ απ’ τον με αρ. ……. λογαριασμό υποκαταστήματος της Τράπεζας ….. στη Βουλγαρία και όχι απ’ τον προαναφερόμενο τηρούμενο στην ….. ΤΡΑΠΕΖΑ προσωπικό της λογαριασμό. Την 1η Μαρτίου 2018 ο εκπρόσωπος του ισραηλινού επενδυτικού ομίλου …….. επικοινώνησε για πρώτη φορά προσωπικά με τον ενάγοντα και του ανέφερε ότι είχε λάβει απ’ τη δεύτερη εναγομένη ένα παραστατικό εμβάσεως της αμοιβής του ομίλου με ημερομηνία 23-2-2018 στον υποδειχθέντα απ’ τον ίδιο λογαριασμό του χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί, όμως, η αναφερόμενη σ’ αυτό κατάθεση, αποστέλλοντάς του παράλληλα ηλεκτρονικά το εν λόγω έγγραφο καθώς και την επιβεβαιωτική επιστολή που είχε αποσταλεί απ’ τη δεύτερη εναγομένη προς αυτόν. Τότε ο ενάγων διαπίστωσε ότι επρόκειτο για πλαστά έγγραφα που είχαν καταρτίσει και αποστείλει στον …… οι εναγόμενες. Πιο συγκεκριμένα, το παραστατικό εμβάσεως της αμοιβής του ομίλου, που είχε αποσταλεί ηλεκτρονικά στον ….. απ’ τη δεύτερη εναγομένη, φερόταν να αφορά μεταφορά του χρηματικού ποσού των 262.500 ευρώ από τον τηρούμενο απ’ την ενάγουσα στην τράπεζα … στο Hong Kong τραπεζικό λογαριασμό, τον οποίο διαχειριζόταν ο πρώτος ενάγων, χωρίς, όμως, να έχει πραγματοποιηθεί ποτέ τέτοια μεταφορά, ενώ η επιβεβαιωτική επιστολή που φερόταν να έχει συντάξει και αποστείλει ο ενάγων ανέφερε ότι η πληρωμή του ποσού των 262.500 ευρώ θα γινόταν απ’ τον υπ’ αρ. ….. λογαριασμό της ενάγουσας   στην τράπεζα …. στο Hong Kong και όχι απ’ τον λογαριασμό της πρώτης εναγομένης στην … ΤΡΑΠΕΖΑ, όπως αναφερόταν στη γνήσια επιβεβαιωτική επιστολή που είχε υπογράψει ο ενάγων. Κατόπιν τούτων, ο ενάγων διαπίστωσε ότι οι παραστάσεις της πρώτης εναγομένης ως προς την ύπαρξη του εκταμιευμένου σε προσωπικό της λογαριασμό στην ….. Τράπεζα ποσού των 5 εκ. ευρώ ως προϊόντος ματαιωθέντος δανεισμού και ως προς την καταβολή (μεταφορά) του χρηματικού ποσού των 262.500 ευρώ απ’ τον εν λόγω λογαριασμό προς τον ……… με την εκταμίευση του δανείου, στις οποίες στηρίχθηκε ο ενάγων για να καταρτίσει την από 25-1-2018 σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών με την πρώτη εναγομένη, ήταν ψευδείς, διότι το ποσό των 5  εκ. ευρώ δεν βρισκόταν στη διάθεση της πρώτης εναγομένης ούτε σε άλλο λογαριασμό της ιδίας ή της εκπροσωπούμενης απ’ την ίδια εταιρίας. Λόγω δε της έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων στον εν λόγω λογαριασμό ο ενάγων διαπίστωσε ότι θα έπρεπε να καταβάλει το χρηματικό ποσό των 262.500 ευρώ εξ ιδίων στον επενδυτικό όμιλο, προκειμένου να προχωρήσει η διαδικασία δανειοδότησης. Επιπλέον, προκειμένου να κατευνάσει την ανησυχία του ενάγοντος, η πρώτη εναγομένη προέβη στην κατάρτιση του πλαστού αποδεικτικού μεταφοράς του χρηματικού ποσού των 262.500 ευρώ από άγνωστο φερόμενο ως τηρούμενο στο υποκατάστημα της Τράπεζας …. στη Βουλγαρία τραπεζικό λογαριασμό και στην κοινοποίησή του στον ενάγοντα, ενώ παράλληλα προκειμένου να παραπλανήσει και τον εκπρόσωπο του επενδυτικού ομίλου και να καθυστερήσει την επικοινωνία του με τον πρώτο ενάγοντα, που θα οδηγούσε στη διαλεύκανση της υπόθεσης, κατάρτισε και απέστειλε σ’ αυτόν, μέσω της δεύτερης εναγομένης, την πλαστή επιβεβαιωτική επιστολή θέτοντας στο τέλος του κειμένου της κατ’ απομίμηση την υπογραφή του ενάγοντος και το πλαστό αποδεικτικό μεταφοράς του ποσού των 262.500 ευρώ απ’ τον τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας προς το λογαριασμό του του εκπροσώπου του επενδυτικού ομίλου. Τα ανωτέρω ουδόλως αναιρούνται απ’ την από 11-4-2024 βεβαίωση του εκπροσώπου του ισραηλινού ομίλου ……., ενώ ενισχύονται απ’ την από 7-12-2020 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση που επέδωσε η πρώτη εναγομένη στους ενάγοντες, με την οποία τους καλούσε να τους επιστρέψει το ποσό των 20.000 ευρώ που της κατέβαλαν, υπό τον όρο παραίτησής τους απ’ τις αστικές και ποινικές αξιώσεις τους σε βάρος της ιδίας και της δεύτερης εναγομένης με την υπό κρίση αγωγή και την κατατεθείσα μήνυση σε βάρος τους. Με την άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά της η πρώτη εναγομένη, συνεπικουρούμενη απ’ τη θυγατέρα της, δεύτερη εναγομένη, η οποία ήταν εκπρόσωπος του ισραηλινού επενδυτικού ομίλου στην Ελλάδα, είχε προσωπική επαφή και επικοινωνία με τον …….., εκπρόσωπο του επενδυτικού ομίλου, και ενεργούσε ως διαβιβάστρια των εκατέρωθεν αποστελλόμενων εγγράφων και των αντίστοιχων δηλώσεων βούλησης των συμβαλλομένων, γνωρίζοντας τις ενέργειες της πρώτης εναγομένης  και με ενεργώντας με σκοπό ευόδωσης του κοινού σχεδίου τους, προκάλεσε στην ενάγουσα περιουσιακή βλάβη ύψους 20.000 ευρώ, συνιστάμενη στο ποσό που η τελευταία κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη ως αμοιβή για τη μεσολάβησή της για την κατάρτιση της σύμβασης χρηματοδότησής της υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες, την οποία πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εις ολόκληρον η καθεμία να καταβάλουν στην ενάγουσα, νομιμοτόκως απ’ την επίδοση της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση. Με τον δεύτερο λόγο της από 13-1-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../ 2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …../2022 έφεσής της η εκκαλούσα-ενάγουσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αναπόδεικτο το αίτημά της για την επιδίκαση σ’ αυτή στα πλαίσια της περιουσιακής βλάβης που της προκάλεσε η αδικοπραξία των εναγομένων, του ποσού των 6.200 (5.000 + ΦΠΑ)  ευρώ που κατέβαλε ως αμοιβή στην πληρεξούσια δικηγόρο της, ……., για τη μελέτη της υπόθεσης και τη σύνταξη μήνυσης σε βάρος των εναγομένων, για την οποία (αμοιβή) η εν λόγω δικηγόρος της εξέδωσε το από 18-11-2018 με αρ. 48 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών ποσού 5.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ για σύνταξη και κατάθεση μήνυσης κατά των εναγομένων. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 166 Κώδικα περί Δικηγόρων (ν. 4194/2013) για τη σύνταξη της μήνυσης σε βάρος των εναγομένων για τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσης κατ’ εξακολούθηση, της απάτης τετελεσμένης και σε απόπειρα από την οποία επιδιώχθηκε και επιτεύχθηκε περιουσιακό όφελος και αντίστοιχα προξενηθείσα  ζημία ιδιαίτερα μεγάλη και άμεση συνέργεια στην πράξη της απάτης, η καθοριζόμενη αμοιβή ανέρχεται στο ποσό των 139 ευρώ. Το κόστος δε για την κατάθεση της από 29-10-2018 μήνυσής τους ανήλθε στο ποσό των 50 ευρώ για το παράβολο υπέρ του Δημοσίου κατ’ άρ. 46 παλαιού ΚΠΔ και στο ποσό των 40 ευρώ για το τέλος πολιτικής αγωγής κατ’ άρ. 63 παλαιού ΚΠΔ, ως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το ν. 4620/2019. Επομένως, η συνολική δαπάνη, στην οποία υποβλήθηκε η ενάγουσα για τη σύνταξη και κατάθεση της μήνυσής της σε βάρος των εναγομένων ανέρχεται στο ποσό των 229 (139 + 50 + 40) ευρώ, το οποίο και πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστη, ως ζημία προερχόμενη απ’ την αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, νομιμοτόκως απ’ την επομένη επίδοσης της αγωγής. Η πέραν του ποσού αυτού αιτούμενη δαπάνη της ενάγουσας, ουδόλως αποδείχθηκε, στο δε προσκομιζόμενο με αρ. 48 από 18-11-2018 τιμολόγιο, το οποίο εκτιμάται ελεύθερα απ’ το Δικαστήριο, ως μη πληρούν τους όρους του νόμου έγγραφο, αφού δεν φέρει υπογραφή και όνομα του εκδότη του, αναγράφεται γενικά και αόριστα το συνολικό ποσό των 5.000 ευρώ για σύνταξη και κατάθεση της μήνυσης, πλέον ΦΠΑ 24%, χωρίς καμία περαιτέρω εξειδίκευση. Κατόπιν τούτου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε το εν λόγω κονδύλιο ως αβάσιμο στην ουσία του, έσφαλε, δεκτού γενομένου του δεύτερου λόγου της με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …/2022 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……/ 2022 έφεσης της εκκαλούσας. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων βίωσε θλίψη και στεναχώρια από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων σε βάρος του, για την απάμβλυση της οποίας δικαιούται ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, λαμβανομένων υπόψη ιδίως: α) των αναφερομένων παραπάνω συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, β) της έκτασης της ζημίας που υπέστη προσωπικά ως άτομο γ) της βαρύτητας του πταίσματος των υπόχρεων εναγόμενων, δ) της έλλειψης συνυπαιτιότητας του ιδίου και ε) της κοινωνικής και οικονομικής θέσης και κατάστασης των διαδίκων φυσικών προσώπων, το ποσό των 1.500,00 ευρώ, το οποίο δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια και κατά συνέπεια δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε στον ενάγοντα μικρότερο ποσό ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης σε βάρος των εναγομένων, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, κατά παραδοχή και του πρώτου λόγου της από 13-1-2022 με ΓΑΚ/ ΕΑΚ/…./2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2022 έφεσης των εκκαλούντων. Κατόπιν των ανωτέρω, αφού αποδείχθηκε η βασιμότητα των άνω λόγων της, η από 13-1-2022 με ΓΑΚ/ ΕΑΚ/……/2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2022 έφεση των εκκαλούντων τυγχάνει βάσιμη ως προς τα παραπάνω επιμέρους κονδύλια, πλην, όμως η εκκαλουμένη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί στο σύνολο της, ήτοι για το μέρος που έσφαλε αλλά και για το ορθό μέρος αυτής, για το ενιαίο της αναγκαστικής εκτέλεσης, να κρατηθεί και να δικαστεί η αγωγή απ’ το παρόν Δικαστήριο και να γίνει δεκτή εν μέρει, όπως παρακάτω θα εκτελεί. Με τον τρόπο δε αυτό, καθίσταται άνευ αντικειμένου ο τρίτος λόγος της εν λόγω έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι η δικαστική δαπάνη που τους επιδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι ευτελής σε σχέση με τον κατάλογο εξόδων που υποβλήθηκε με ελάχιστη ωριαία χρέωση και καθορισμό του χρόνου απασχόλησης, αφού κατόπιν της εξαφάνισης της εκκαλουμένης, θα γίνει επαναπροσδιορισμός των δικαστικών εξόδων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας. Με βάση όλα τα παραπάνω, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν, εις ολόκληρον εκάστη, στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των είκοσι χιλιάδων διακοσίων είκοσι εννέα (20.229) ευρώ ως ζημία προκληθείσα εκ της αδικοπραξίας και β) να  αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν, εις ολόκληρον εκάστη, στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο όλα τα παραπάνω ποσά από την επομένη επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και για τις δύο εφέσεις, πρέπει,  κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων (άρθρο 176, 178, 183, 190 παρ. 3 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ) κατά το μέρος της ήττας τους, όπως τούτα ειδικώς προσδιορίζονται στο διατακτικό, με την επισήμανση ότι αποδίδονται μόνο τα δικαστικά και εξώδικα έξοδα που ήταν απαραίτητα για τη διεξαγωγή και υπεράσπιση της δίκης, η επιστημονική εργασία και ο χρόνος που απαιτήθηκε καθώς και το είδος της υπόθεσης και η σπουδαιότητα της διαφοράς (άρθρα 178 § 1, 183, 189 § 2 και 191 § 2 ΚΠολΔ, 58 §§ 1 και 3 του Ν. 4194/2013), αφού ληφθεί υπόψη η αξία του επίδικου αντικειμένου, καθώς δεν γίνεται επίκληση ειδικής περί αυτών συμφωνίας. Η δε αναφορά στο αγωγικό αίτημα περί εξόδων ότι ζητείται η αμοιβή της πληρεξουσίας δικηγόρου των εναγόντων, που ανέρχεται για τη μελέτη της υπόθεσης, τη σύνταξη, κατάθεση και επίδοση της αγωγής με απαιτηθέντα συνολικό χρόνο απασχόλησης 100 ωρών, στο ποσό των 8.000 ευρώ (100 ώρες Χ 80 ευρώ/ώρα ελάχιστη χρονοχρέωση κατά τον Ν. 4194/2013), δεν αποτελεί κατάλογο εξόδων κατά την έννοια του νόμου (άρ. 190 ΚΠολΔ), αφού δεν αναφέρονται αναλυτικά τα κονδύλια κατ’ είδος και ποσό, αλλά καθορίζεται γενικά ένα  ενιαίο ποσό (ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα έκδ. 2000, άρ. 190, σελ. 430, στ. 2, ΕφΑθ 1918/1994, ΕλλΔνη 1994, 1687, 1688). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης  στους εκκαλούντες.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων τις από 13-1-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …../2022 (Πρωτοδικείο Πειραιά) και ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2022 (Εφετείο Πειραιά) και από 10-3-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../2022 (Πρωτοδικείο Πειραιά) και ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …../2022 (Εφετείο Πειραιά) εφέσεις.

ΑΝΑΚΑΛΕΙ  την απόφαση 194/2023 του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία έγιναν τυπικά δεκτές οι εφέσεις, απορρίφθηκε ο δεύτερος λόγος της από 10-3-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2022 (Πρωτοδικείο Πειραιά) και ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ../2022 (Εφετείο Πειραιά) έφεσης και αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης επί της ουσίας μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της εκκρεμούς ποινικής δίκης με αφορμή τη με αρ. ………. μήνυση μόνο κατά την τελευταία αναβλητική της έκδοσης οριστικής απόφασης διάταξη.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ ουσία την από 10-3-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../ 2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/…./2022 έφεση κατά τη διάταξη της εκκαλουμένης, που έκρινε ορισμένο το κονδύλιο της ηθικής βλάβης της ενάγουσας και ακολούθως το δέχθηκε ως ουσία βάσιμο.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ ουσία την από 13-1-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2022 έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στις εκκαλούσες του κατατεθέντος απ’ αυτές παράβολου της έφεσης υπέρ Δημοσίου.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στους εκκαλούντες του κατατεθέντος απ’ αυτούς παράβολου της έφεσης υπέρ Δημοσίου.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς το κονδύλιο της ηθικής βλάβης της ενάγουσας ως αόριστο.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν, εις ολόκληρον εκάστη στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, με το νόμιμο τόκο απ’ την επομένη επίδοσης της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι χιλιάδων διακοσίων είκοσι εννέα (20.229) ευρώ, με το νόμιμο τόκο απ’ την επομένη επίδοσης της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες στα δικαστικά έξοδα των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, και για τις δύο εφέσεις, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στις 8.10.2024

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 8.10.2024 με άλλη σύνθεση, λόγω μετάθεσης και αναχώρησης της Εφέτη, Μαριάννας Μπέη, αποτελούμενη απ’ την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, και με την ίδια Γραμματέα, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ