Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 497/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αριθμός Απόφασης  497/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαριάννα Μπέη, Εφέτη, που ορίστηκε απ’ τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση :

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…………» και το δ.τ. «……», με ΑΦΜ ……., που εδρεύει στον Πειραιά, οδός …….., και εκπροσωπείται νόμιμα απ’ τον δεύτερο εκκαλούντα, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου Άννας Καραγιάννη του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά (ΑΜ ΔΣΠ ….) με δήλωση κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, 2) ………, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας του δικηγόρου Άννας Καραγιάννη του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά (ΑΜ ΔΣΠ ….) με δήλωση κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και 3) …………., με ΑΦΜ ………, που παραστάθηκε με τη δικηγορική της ιδιότητα με δήλωση  κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ  : Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………, νομίμως εκπροσωπουμένης, που δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ : Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» που εδρεύει στη …… Αττικής, ………., με ΑΦΜ …. και με αρ. ΓΕΜΗ …., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσας απ’ την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015 και την Πράξη 118/19-5-2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε απ’ την υπ’ αρ. 153/8-1-2019 Πράξη, δυνάμει της με αρ. 207/1/29-11-2016 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντίκλητου  της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…….» (………..), με έδρα το ………. Ιρλανδίας (……….) με αρ. καταχώρησης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας …………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, δυνάμει του από 18 Ιουνίου 2021 Ιδιωτικού Συμφωνητικού Διαχείρισης Απαιτήσεων, που αποτελεί περίληψη της από 8-4-2021 Σύμβασης Μακροπρόθεσμης Διαχείρισης, ως τροποποιήθηκε, καταχωρηθέν νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 22-6-2021 με αρ. πρωτ. …/22-6-2021 στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 14 του άρ. 10 του Ν. 3156/2003, ως ισχύει, και του υπ’ αρ. ………./15-6-2021 Ειδικού Πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «………» (ΑΦΜ …. και ΓΕΜΗ ….), με έδρα την Αθήνα, οδός …….., νομίμως εκπροσωπουμένης (Επωφελούμενη),  υπό την ιδιότητά της ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας υπό την επωνυμία «………..» και ήδη μετονομασθείσας σε «. …….», με αρ. ΓΕΜΗ …. και ΑΦΜ ….  (Διασπώμενη),  κατόπιν διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρία – πιστωτικό ίδρυμα, εγκριθείσας της άνω διάσπασης με τη με αρ. πρωτ. ……/16-4-2021 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, που καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ και δημοσιεύθηκε στα στοιχεία της διασπώμενης και της επωφελούμενης με τις υπ’ αρ. πρωτ. …/16-4-2021 και …./16-4-2021 και ……/2-10-2020 Ανακοινώσεις αντίστοιχα,  δυνάμει της από 30 Απριλίου 2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 30-4-2020 με αρ. πρωτ. …/30-4-2020 στον τόμο … με αύξ. αρ.  …., σύμφωνα με  τις διατάξεις του άρ. 10 του ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρ. 3 του ν. 2844/2000, και ως αυτή συμπληρώθηκε συνεπεία της ανωτέρω καθολικής διαδοχής λόγω διάσπασης/απόσχισης, δυνάμει του από 20-4-2021 Παραρτήματος Μεταβολής της ως προς το πρόσωπο του Μεταβιβάζοντος, καταχωρηθέν νομίμως  στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 20η-4-2021 με αρ. πρωτ. …/20-4-2021 στον τόμο … με αύξ. αρ. …, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρ. 10 του Ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρ. 3 του Ν. 2844/2000,  η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου Σταυρούλας Παπαδήμα του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά με ΑΜ ΔΣΠ ………, μέλους της εδρεύουσας στην Αθήνα, οδός ……., Δικηγορικής Εταιρίας με την επωνυμία «ΜΟΥΡΓΕΛΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΙΑΣ», με ΑΜΔΣΑ …. και ΑΦΜ ….

Οι εκκαλούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 31-3-2021 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …../2021 έφεσή τους κατά της 138/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που κατατέθηκε στο παρόν Δικαστήριο με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……/2021, προσδιορίστηκε αρχικά για τις 5-5-2022 και γράφτηκε στο πινάκιο, μετά από αναβολή για τις 12-1-2023, μετά από νέα αναβολή για τις 16-11-2023 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.                 Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 3-3-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2022 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβασή της, που προσδιορίστηκε αρχικά για τις 5-5-2022 και γράφτηκε στο πινάκιο, μετά από αναβολή για τις 12-1-2023, μετά από νέα αναβολή για τις 16-11-2023 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο, όπου εκφωνήθηκαν νόμιμα με τη σειρά τους από το σχετικό πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλούντων παραστάθηκε με δήλωση κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις, η δε πληρεξούσια δικηγόρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας όπως παραπάνω αναφέρεται και κατέθεσε προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 31-3-2021 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../2021 έφεση των εκκαλούντων, που κατατέθηκε στο παρόν Δικαστήριο με ΓΑΚ/ ΕΑΚ/…./2021 και β) η από 3-3-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2022 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της παρεμβαίνουσας υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας και κατά των εκκαλούντων, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας και διότι έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ), πέραν του ότι η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της έφεσης, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που ανοίχθηκε με την υπό κρίση έφεση, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (ΑΠ 1426/2013, ΕφΑθ 4655/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).                 Η ένδικη έφεση κατά της 138/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ασκήθηκε νομότυπα  και παραδεκτά κατ’ άρ. 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ,  με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρ. 495 παρ.1 ΚΠολΔ) και την καταβολή του σχετικού παραβόλου (…………/ 2021) κατ’ άρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, και εμπρόθεσμα (518 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού απ’ το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης, η οποία δημοσιεύθηκε στις 14-1-2020, η δε έφεση κατατέθηκε στις 19-4-2021, όπως προκύπτει απ’ την οικεία πράξη κατάθεσης. Επομένως, φερόμενη νομίμως στο Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρ. 19 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στην συνέχεια ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία όπως και πρωτοδίκως (535 ΚΠολΔ).

Με την από 17-12-2014 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2014 ανακοπή τους, οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες ζητούν να ακυρωθεί, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους, η εκδοθείσα σε βάρος τους ……../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και η παρά πόδας αυτής από 26-11-2014 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη, η μεν πρώτη ως πρωτοφειλέτιδα, οι δε λοιποί ως εγγυητές, το ποσό των 273.095,13 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, ως χρεωστικό κατάλοιπο οριστικά κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, και να καταδικαστεί η καθ’ ης στη δικαστική τους δαπάνη.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι παραδεκτά σωρεύονται στο αυτό δικόγραφο κατ’ άρ. 218 παρ. 1 ΚΠολΔ α) ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την οποία πλήττεται η διαταγή πληρωμής με αίτημα την ακύρωσή της και β) ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, που βάλλει κατά της προσβαλλόμενης πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης με αίτημα την ακύρωσή της, ότι η ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα ως προς τη σωρευόμενη ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ εντός των δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών κατά τη διάταξη του άρ. 632 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, και ως προς τη σωρευόμενη ανακοπή του άρθρου 933 παρ. 1 ΚΠολΔ εντός της προθεσμίας του άρ. 934 παρ. 1 εδ. β περ. β ΚΠολΔ ως προς τους λόγους της ανακοπής που αφορούν στην απαίτηση, ότι είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο κατά τα άρθρα 625, 636 σε συνδυασμό με 632 παρ. 1 εδ. α, 584 ΚΠολΔ, δίκασε την ανακοπή κατά την εφαρμοζόμενη αυτεπάγγελτα κατ’ άρ. 591 παρ. 2 ΚΠολΔ, ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (άρ. 635 επ. ΚΠολΔ) και όχι κατά την τακτική διαδικασία κατά την οποία εισήχθη, την έκανε τυπικά δεκτή και στην ουσία τη δέχθηκε εν μέρει, ακυρώνοντας μόνο ως προς το ποσό των 5.251,79 ευρώ την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και την παρά πόδας αυτής επιταγή προς πληρωμή και επικυρώνοντας αυτές ως προς το εναπομείναν ποσό των 267.843,34 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εν μέρει νικητές και εν μέρει ηττηθέντες εκκαλούντες με την ένδικη έφεσή τους για κακή εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων,  ζητώντας να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και να  γίνει συνολικά δεκτή η ανακοπή τους. Τέλος, ζητούν να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική τους δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη, πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1260/2019, ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78 ΚΠολΔ. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς, είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1260/ 2019, ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος κατά την απουσία του, από τον υπέρ ου η παρέμβαση και αντιστρόφως (ΑΠ 192/2012, ΑΠ 1332/2011, ΑΠ 1230/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1145/2007, ΝοΒ 2007/1828, ΕφΘ 49/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 266/2021 Αρμ2021 416, ΕφΘεσ78/2017 Αρμ 2017 1156, ΕφΠειρ 111/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1250/2009 ΕλλΔνη 2012 790). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, ΤρΕφΔυτΜακ 19/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» προκύπτει ότι σε ανώνυμες εταιρίες, που εδρεύουν στην Ελλάδα, στους σκοπούς των οποίων συμπεριλαμβάνεται η διαχείριση απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις, αφού λάβουν ειδική προς τούτο άδεια, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, μπορεί να ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή/και πιστώσεων, οι οποίες δεν εξυπηρετούνται για διάστημα μεγαλύτερο των ενενήντα (90) ημερών. Οι μεταβιβαζόμενες αυτές απαιτήσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους, οι δε εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες ως άνω απαιτήσεις. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 4 Ν. 4354/2015 οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να εγείρουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του Ν. 4307/ 2014, οπότε δεν ενεργούν ως αντιπρόσωποι ή εκπρόσωποι της αναθέτουσας τράπεζας, αλλά «ιδίω ονόματι» (ΕφΘ 49/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η ανάθεση της διαχείρισης απαίτησης σε διαχειριστική εταιρεία κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας δεν προκαλεί ζήτημα στη νομιμοποίηση του πιστωτικού ιδρύματος να συνεχίσει τη δίκη ιδίω ονόματι. Διάφορη ερμηνεία θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 225 παρ. 2 ΚΠολΔ, από τη στιγμή που η διάθεση του επίδικου αντικειμένου δεν καταλύει τη νομιμοποίηση του αρχικού διαδίκου να συνεχίσει τη δίκη, πολλώ δε μάλλον όταν ανατίθεται σε τρίτο η διαχείρισή του (Παναγιώτης Κολοτούρος, Δικονομική αρμοδιότης των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων- άρθρον 2 του ν. 4354/2015, ΧρΙΔ 2019, 464 επ. Παναγιώτης Γιαννόπουλος, Η ΕΔΑΔΠ ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του ν. 4354/2015 Αρμ 2019/233 επ.). Άλλωστε, κατά την αυτή ως άνω διάταξη του άρθρου 2 παρ 4. Ν. 4354/2015, η κύρια διάδικος Τράπεζα δεν υποκαθίσταται αυτοδικαίως από την εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων στις εκκρεμείς δίκες, ούτε αντιπροσωπεύεται από αυτήν και εφόσον ο νόμος δεν ορίζει τον τρόπο με τον οποίο η τελευταία εισέρχεται στη δίκη, εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του ΚΠολΔ και για να εισέλθει η εταιρεία διαχείρισης στην εκκρεμή ήδη μεταξύ του οφειλέτη και της δανείστριας τραπεζικής εταιρείας δίκη και να μετάσχει σε αυτήν ως μη δικαιούχος διάδικος, πρέπει να ασκήσει παρέμβαση, η οποία έχει το χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, κατά τα ανωτέρω (ΕφΘ 49/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Παναγιώτης Γιαννόπουλος ό.π. σε Αρμ 2019 σελ. 256) Μεταξύ της κυρίας διαδίκου τραπεζικής εταιρείας και της αυτοτελώς υπέρ αυτής προσθέτως παρεμβαίνουσας εταιρείας διαχείρισης δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, όπως ήδη αναλύθηκε ανωτέρω (ΑΠ 368/2019 , ΑΠ 64/2017, ΕφΘ 49/2022, ΕφΛαρ 299/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………….»  άσκησε με ιδιαίτερο δικόγραφο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, μετά την αναβίωση της εκκρεμοδικίας με την άσκηση της ένδικης έφεσης, την από 3-3-2022 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή και κατά των εκκαλούντων – ανακοπτόντων, ισχυριζόμενη ότι έχει καταστεί διαχειρίστρια της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, και εντολοδόχος και ειδικός πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της  εταιρείας με την επωνυμία «……..» (……..), με έδρα το ……… Ιρλανδίας (………..) και αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιριών της Ιρλανδίας ………., ειδικής διαδόχου της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρίας. Με την παρέμβασή της δε αυτή η άνω διαχειρίστρια εταιρία ζήτησε, ως μη δικαιούχος διάδικος, έχουσα έννομο συμφέρον, να απορριφθεί η έφεση των εκκαλούντων και συνακόλουθα η ανακοπή τους.  Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι μετά την άσκηση της ένδικης ανακοπής απ’ τους ανακόπτοντες σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……..», δυνάμει της από 30-4-2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, που συνήφθη μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή «…….» με δ.τ. “……..” με αρ. ΓΕΜΗ …. και ΑΦΜ …., και της εταιρείας με την επωνυμία «………» (……….), με έδρα το ……. Ιρλανδίας (………..) και αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιριών της Ιρλανδίας 657125, που καταχωρήθηκε νόμιμα με αρ. πρωτ. …/30-4-2020 στο δημόσιο βιβλίο του άρ. 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με τη σχετική πράξη καταχώρησης του εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρ. 10 παρ. 8 ν. 3156/2003, στον τόμο … με αριθμό …, η οποία επέχει θέση αναγγελίας κατ’ άρ. 10 παρ. 10 Ν. 3156/2003, η πρώτη μεταβίβασε στη δεύτερη  απαιτήσεις της από επιχειρηματικά, ομολογιακά, ανακυκλούμενα ναυτιλιακά και άλλα δάνεια και πιστώσεις της μεταβιβάζουσας, μετά των παρεπόμενων και διαπλαστικών δικαιωμάτων και μη, και των εξασφαλίσεων αυτών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και οι απαιτήσεις της απ’ την ………../14-8-2001 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό  που σύναψε με τους ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες. Ακολούθησε η διάσπαση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……..» με αρ. ΓΕΜΗ …… (η «Διασπώμενη») δι’ απόσχισης του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της με τη σύσταση νέας εταιρίας – πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «………» (η «Επωφελούμενη»), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2515/1997 και των άρθρων 54 παρ. 3, 57 παρ. 3, 59-74 και 140 παρ. 3 του ν. 4601/2019 και του άρ. 145 του ν. 4261/2014, η εγκριτική απόφαση επί της οποίας (45089/16-4-2021 απόφαση της Δνσης Εταιρειών του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων) καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ στις 16-4-2021 με κωδικό αριθμό ……… και έλαβε αριθμό ΓΕΜΗ ….. Η άνω διάσπαση με την 45089/16-4-2021 εγκριτική απόφαση καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ και δημοσιεύθηκε στα στοιχεία της Διασπώμενης και της Επωφελούμενης  με τις με αρ. πρωτ. 45116/16-4-2021 και 45123/16-4-2021 Ανακοινώσεις αντίστοιχα. Απ’ τη δημοσίευση δε της εγκριτικής απόφασης της διάσπασης με απόσχιση κλάδου στο ΓΕΜΗ στις 16-4-2021  η «Επωφελούμενη» υποκαταστάθηκε δυνάμει καθολικής διαδοχής στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, εννόμων σχέσεων και εν γένει δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της «Διασπώμενης», που εμπίπτουν στον κλάδο τραπεζικής δραστηριότητας και εισφέρθηκαν στην «Επωφελούμενη» σύμφωνα με την ……/7-4-2021 πράξη διάσπασης του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γεώργιου …….., μεταξύ των οποίων και τα περιουσιακά στοιχεία, έννομες σχέσεις και εν γένει δικαιώματα που απορρέουν απ’ τη Σύμβαση Πώλησης.  Κατόπιν τούτου επήλθε τροποποίηση του με αρ. πρωτ. 165/30-4-2020 Εντύπου Δημοσίευσης Συμβάσεων του άρ. 10 παρ. 8 του Ν. 3156/03 ως προς το όνομα του Μεταβιβάζοντος και το από 20-4-2021 Παράρτημα Μεταβολής της Σύμβασης ως προς το εν λόγω στοιχείο καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 20-4-2021 με αρ. πρωτοκ. …/20-4-2021 στον τόμο … με αύξ. αρ. ….. Έκτοτε η «Επωφελούμενη» υπεισήλθε στη θέση της «Διασπώμενης» για όλες τις έννομες σχέσεις δανείων και πιστώσεων που είχαν μεταβιβασθεί στην άνω αλλοδαπή εταιρία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις απ’ την ……../14-8-2001 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό που είχε συναφθεί με τους ανακόπτοντες. Επομένως, η ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία κατέστη δικαιούχος της επίμαχης απαίτησης και δη της ………../14-8-2001 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την ανακοπή …../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως ειδική διάδοχος της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη κατ’ άρθρο 325 του ΚΠολΔ. Στη συνέχεια, με το από 18-6-2021 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων, που αποτελεί περίληψη της από 8-4-2021 Σύμβασης Μακροπρόθεσμης Διαχείρισης, που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 22-6-2021 με αρ. πρωτ. …/22-6-2021 στον τόμο … με αύξ. αρ. …, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 14 του άρ. 10 του Ν. 3156/2003, ως ίσχυε και του ……./15-6-2021 Ειδικού Πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., η αποκτήσασα την απορρέουσα απ’ την ……../14-08-2001  σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό απαίτηση, εταιρία «……….», ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεων και των δικαιωμάτων που απορρέουν απ’ αυτή και των προσωπικών και εμπράγματων εξασφαλίσεών της, στην προσθέτως παρεμβαίνουσα. Κατά συνέπεια, η ένδικη πρόσθετη παρέμβαση, που ασκήθηκε από τη διαχειρίστρια εταιρεία με την επωνυμία «…………..» έχει χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 83 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Ασκήθηκε δε παραδεκτά και νόμιμα κατ’ άρθρα 80 και 83 του ΚΠολΔ το πρώτον στην προκειμένη δίκη, που ανοίχθηκε με την ένδικη έφεση, απ’ την άνω εταιρεία, που είχε έννομο συμφέρον να παρέμβει αυτοτελώς ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης, που απορρέει από την παραπάνω δανειακή σύμβαση, με αποτέλεσμα μεταξύ της κύριας διαδίκου εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, καθόσον η ισχύς της εκδοθησόμενης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής παραγόμενο δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνουν και την ειδική διάδοχο της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή, μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας (και συγκεκριμένα μετά την αναβίωση αυτής με την άσκηση της υπό κρίση έφεσης), αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………». Αρμοδίως δε και παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών σύμφωνα με τα άρθρα 632 παρ. 2, 937 παρ. 3,614 επ. ΚΠολΔ (άρθρα 31 παρ. 1, 81 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), τυγχάνει δε νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 80, 83 και 182 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 455 επ. ΑΚ, 10 και 14 Ν. 3156/2003 «Ομολογιακά δάνεια, Τιτλοποίηση απαιτήσεων και απαιτήσεων από ακίνητα και άλλες διατάξεις». Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί αυτή περαιτέρω και κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ασκηθείσας πρόσθετης παρέμβασης με τις κάτωθι αυτής πράξεις κατάθεσης και προσδιορισμού δικασίμου για την αρχική ημερομηνία της 5ης -5-2022, έχει επιδοθεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1 ΚΠολΔ, με επιμέλειά της στην εφεσίβλητη-υπέρ ης η παρέμβαση σύμφωνα με τη με αριθμό …/16-3-2022 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………. Ομοίως, προκύπτει ότι η εφεσίβλητη  κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρ. 271 παρ. 1-2, 274 παρ. 2 α, 524 παρ. 1 ΚΠολΔ) και για την συζήτηση της ένδικης έφεσης κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο, όπως προκύπτει απ’ την …./20-4-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., απ’ τους επισπεύδοντες τη συζήτηση αυτής εκκαλούντες. Η εφεσίβλητη-υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε με νόμιμο τρόπο κατά την εκφώνηση της έφεσης και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, και δεν έλαβε μέρος κατά τη συζήτηση αυτών, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, πλην, όμως, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα-αναγκαία  ομόδικό της και η συζήτηση της υπόθεσης πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα.

Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, που έχει τίτλο «προστασία καταναλωτών», όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το Ν. 3587/2007 και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού (ΟλΑΠ 15/2007), οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως, από την οποία αυτή εξαρτάται. Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., συνεπεία διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ιδίου ως άνω άρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., θεωρουμένων κατ’ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών (ΑΠ 1463/2017). Σύμφωνα όμως με την παρ. 8 του άνω άρθρου (2) του ίδιου Ν. 2251/1994 ο προμηθευτής δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ιδίου ως άνω Ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητος του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του Ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 828/2018). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το Ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σε αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των Γ.Ο.Σ. τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών, με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του Ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους. Έτσι, υπάγονται στην προστασία του Ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών (ΑΠ 699/2023, ΑΠ 633/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, με την ευρωπαϊκή Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16.2.1998 «σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/EΟK για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη», το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες. Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα την ΚΥΑ υπ’ αρ. Ζ1-178/13.2.2001 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της Υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 255 Β/9.3.2001) και την ΥΑ υπ’ αρ. Ζ1-798/25.6.2008 του Υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1353 Β/11.7.2008), από τις οποίες η πρώτη δεν αφορά επαγγελματικά αλλά καταναλωτικά δάνεια και ειδικότερα τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ενώ η δεύτερη, στην παρ. 1 περ. στ’ της οποίας ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις όρου που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 1331/2012). Στη συνέχεια, εκδόθηκε η Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 23.4.2008 «για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου», με βάση την οποία εκδόθηκε η ΚΥΑ ΖΙ-699/23.6.2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σκοπός της οποίας είναι, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της, «η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/EOK του Συμβουλίου». Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής της, στο άρθρο 2 της ανωτέρω ΚΥΑ ορίζεται, ότι οι διατάξεις αυτής εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης, πλην όμως ρητά εξαιρούνται πολλές συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και «οι συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000 ευρώ», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 3, στο οποίο αναφέρονται οι ορισμοί, που ισχύουν για την εφαρμογή της εν λόγω ΚΥΑ, ως «καταναλωτής» θεωρείται «κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα του». Με το άρθρο 24 αυτής, καταργήθηκε από την έναρξης ισχύος της η κοινή υπουργική απόφαση Φ1983/1991 (ΦΕΚ 172 Β`), όπως τροποποιήθηκε από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις Φ15353/1994 (ΦΕΚ 947 Β’) και Ζ1178/2001 (ΦΕΚ 255 Β’). Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι και η ανωτέρω ΚΥΑ αφορά μόνο καταναλωτικά δάνεια, με την προϋπόθεση μάλιστα οι σχετικές δικαιοπραξίες να καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής αυτής, και όχι επαγγελματικά όπως είναι η σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Εξάλλου, ο Γ.Ο.Σ. που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του όρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ’ απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή- δανειολήπτη, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ’ επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 1138/2020, ΑΠ 1438/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 6 και 8 του Ν. 2251/1994, 181 και 200 ΑΚ συνάγεται ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ’ αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός Γ.Ο.Σ, γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται καταρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 του ΑΚ (ΑΠ 1060/2019, ΑΠ 105/2019).

Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 585 παρ. 2, 632 και 633 ΚΠολΔ, λόγο ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής αποτελεί και η επίκληση ουσιαστικής ενστάσεως (διακωλυτικής ή αποσβεστικής εν όλω ή εν μέρει), εξαιτίας της οποίας, όταν εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, είτε είχε καταλυθεί η οφειλή, την οποίαν αυτή αφορά είτε ήταν άκυρη η δικαιοπραξία, από την οποία πήγαζε. Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά κατά τα προεκτεθέντα φέρει χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 1395/2021, ΑΠ 999/2019), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άνω άρθρου (633 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 333/2019, ΑΠ 1349/2013). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας, αφού κανένας λόγος, νομικός ή άλλος, δεν επιβάλλει την καθολική ακύρωσή της (ΑΠ 1138/2020, ΑΠ 387/2020, ΑΠ 196/2020, ΑΠ 1060/2019). Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, η ακυρότητα του Γενικού Όρου Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.) δεν καθιστά την απαίτηση ανεκκαθάριστη (ΑΠ 633/2023, ΑΠ 123/2023).

Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου απορρίπτοντας ως μη νόμιμο το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής τους, το οποίο επαναφέρουν, και, συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, είναι ακυρωτέα αναφορικά με την επιδικασθείσα απαίτηση, διότι ο όρος της δανειακής σύμβασης που προβλέπει τον υπολογισμό των τόκων με βάση το έτος 360 ημερών είναι άκυρος και καταχρηστικός και προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994, καθώς ως καταναλωτές δεν πληροφορούνται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, όπως θα έπρεπε να προσδιορίζεται κατά το άρθρο 243 παρ. 3 ΑΚ, δημιουργείται δε  μια πρόσθετη επιβάρυνση σε βάρος τους, αφού για κάθε ημέρα επιβαρύνονται με κατά 1,3888% περισσότερο τόκους, με αποτέλεσμα να έχουν ζημιωθεί κατά το συνολικό ποσό των εννιακοσίων πενήντα επτά ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (957,35€). Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτέθηκαν στην τελευταία κατά σειρά άνω νομική σκέψη, διότι οι ανακόπτοντες δεν προσβάλλουν συγκεκριμένα κονδύλια των τηρηθέντων λογαριασμών για την αναφερόμενη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, δηλαδή δεν πλήττουν συγκεκριμένα ποσά κονδυλίων των λογαριασμών, με τα οποία επιβαρύνθηκαν κατά τον υπολογισμό τόκων με βάση έτος 360 ημερών, ούτε προσδιορίζουν αντίστοιχα για κάθε παράνομη χρέωση τα ποσά με τα οποία έπρεπε να επιβαρυνθούν κατά τον υπολογισμό των τόκων με βάση το έτος 365, το γεγονός δε ότι αναφέρουν ότι επιβαρύνθηκαν με το ποσό των 957,35  ευρώ απ’ την εφαρμογή του σχετικού όρου και τον υπολογισμό των τόκων με βάση το έτος των 360 ημερών,  δεν μπορεί να θεραπεύσει την έλλειψη των παραπάνω στοιχείων για το ορισμένο του προβληθέντος πρόσθετου λόγου της ανακοπής τους,  αφού από τα παρατιθέμενα στην ανακοπή στοιχεία δεν καθίσταται δυνατό να εξάγει το Δικαστήριο με μαθηματικούς υπολογισμούς το αμφισβητούμενο ποσό (ΑΠ 633/2013, ΑΠ 123/2013). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον σχετικό λόγο ως νόμω αβάσιμο, και όχι ως απαράδεκτο, με την αιτιολογία ότι το έτος των 360 ημερών προβλέπεται για ρύθμιση τόκων σε σχέσεις πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως εν προκειμένω, και απαγορεύεται μόνο σε συναλλαγές, που γίνονται με μέσα ηλεκτρονικής  πληρωμής και ιδίως στις σχέσεις μεταξύ του εκδότη και κατόχου πιστωτικής κάρτας.  Όμως, αν και ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, η αιτιολογία της απόρριψης είναι εσφαλμένη, το σφάλμα δε αυτό επιδρά στην έκταση του δεδικασμένου, που απορρέει από την απόφαση και επομένως δεν αρκεί η αντικατάσταση της αιτιολογίας με την ορθή (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), γιατί η ορθή αιτιολογία οδηγεί σε διαφορετικό κατ’ αποτέλεσμα, διατακτικό, η θέση δε των εκκαλούντων καθίσταται ευνοϊκότερη και γι’ αυτό το παρόν δικαστήριο έχει την εξουσία να απορρίψει τον ως άνω λόγο ανακοπής ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας. Επομένως, αφού το δικαστήριο έχει την εξουσία να ελέγξει και αυτεπαγγέλτως (χωρίς την προβολή ειδικού παραπόνου) το παραδεκτό – ορισμένο του συγκεκριμένου λόγου ανακοπής (1ος – πρώτο σκέλος), μπορεί να τον απορρίψει ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, έστω και αν οι ανακόπτοντες – εκκαλούντες παραπονούνται, για την απόρριψή του ως νόμω αβάσιμου (ΕφΛαρ 187/2022, ΕφΘεσσ 1218/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 123/2013 Δικογραφία 2013. 505, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδοση Ε’, 2003, παρ.855, σελ. 333-334 και παρ. 902 σελ. 344). Συνακόλουθα,  πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και από ουσιαστική άποψη ο πρώτος λόγος της έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτό, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στους εκκαλούντες (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), ανεξάρτητα από την τελική έκβαση της υπόθεσης (ΑΠ 532/2016, ΕφΑθ 2271/2024, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και στη συνέχεια, αφού κρατηθεί και δικασθεί η ανακοπή ως προς τον αντίστοιχο λόγο της (1ος λόγος– πρώτο σκέλος),  πρέπει να απορριφθεί λόγω αοριστίας και να επικυρωθεί η διαταγή πληρωμής.

Από τις διατάξεις του άρθ. 626 § 2 ΚΠολΔ, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθ. 216 § 1 περ. α΄ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθ. 623 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών, που να εξατομικεύουν την απαίτηση, καθόσον αφορά στο αντικείμενο, το είδος και τον τρόπο γέννησής της και που να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου, κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 15/2007). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, με την οποία ζητείται το κατάλοιπο ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθ’ ου η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας, ότι ο λογαριασμός αυτός έκλεισε με ορισμένο κατάλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών της βιβλίων και ότι το απόσπασμα αυτό, στο οποίο εμφαίνεται όλη η κίνηση του λογαριασμού από την υπογραφή της σύμβασης μέχρι το κλείσιμο του λογαριασμού (και το οποίο αποτελεί έγγραφο κατά την έννοια του άρθ. 623 ΚΠολΔ), επισυνάπτεται στην αίτηση, οπότε και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται σ’ αυτήν και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, ούτε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, από το οποίο προέκυψε το κατάλοιπο, όπως το επιτόκιο υπερημερίας ή το συμβατικό επιτόκιο, βάσει των οποίων κινήθηκε ο λογαριασμός, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο συνημμένο στην αίτηση αντίγραφο ή απόσπασμα του λογαριασμού, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της πιστοδότριας τράπεζας (ΑΠ 370/2012 ΕΕμπΔ 2012, 630, ΑΠ 1391/2011 ΕλλΔνη 2011, 1369, ΑΠ 1512/2006, ΑΠ 192/2005, ΑΠ 925/2002, ΕφΑθ 2102/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3791/2008 ΕλλΔνη 2009, 205, ΕφΑθ 1646/2006 ΕλλΔνη 2007, 627). Εξάλλου, αν αναγνωρίστηκε  το κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού, δεν απαιτείται να αναφέρονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής τα σχετικά κονδύλια του λογαριασμού, αλλά πρέπει να γίνεται ειδική επίκληση της αναγνώρισης (ΑΠ 1850/2011 ΝοΒ 2012, 1226, ΑΠ 192/2005 ΕλλΔνη 2006, 460, ΕφΑθ 604/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3984/2011, ΔΕΕ 2011, 1276). Τέλος, η τυχόν ενσωμάτωση στο κεφάλαιο παράνομων χρεώσεων, τόκων και ανατοκισμών, δεν αναιρεί το εκκαθαρισμένο της απαίτησης και τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής, καθώς δεν θίγει την επιβαλλόμενη βεβαιότητα της απαίτησης ούτε προσθέτει αίρεση ή προθεσμία σ’ αυτή (Ποδηματά ΕρμΚΠολΔ Κεραμέας – Κονδύλης Νικάς, άρθρο 624 ΚΠολΔ, σημ. 10, σελ. 1165). Έτσι, για την πληρότητα του ισχυρισμού ότι η απαίτηση είναι ανεκκαθάριστη είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός των κατ’ ιδίαν αμφισβητούμενων κονδυλίων (ΑΠ 161/2020, ΑΠ 999/2019, ΕφΛαρ 94/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ενιαία κρινόμενο, οι εκκαλούντες επαναφέρουν το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής τους, διαμαρτυρόμενοι για την κατά κακή εφαρμογή του νόμου απόρριψη αυτού. Ειδικότερα, οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι στα προσκομισθέντα απ’ την καθ’ ης αποσπάσματα απ’ τα μηχανογραφικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία της λείπει η αναλυτική κίνηση των τηρηθέντων λογαριασμών για τα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα από την υπογραφή της σύμβασης, 14-8-2001, μέχρι τις 30-9-2012, που επήλθε η υποτιθέμενη έγγραφη αναγνώριση του προσωρινού υπολοίπου από μέρους της πρώτης εξ αυτών, η οποία, σε κάθε περίπτωση δεν δεσμεύει τους δεύτερο και τρίτη ανακόπτοντες που δεν την υπέγραψαν, αλλά και κατά το επόμενο χρονικό διάστημα από 1-10-2012 μέχρι το κλείσιμο του λογαριασμού στις 5-9-2014, με αποτέλεσμα η απαίτηση να είναι ανεκκαθάριστη, η δε διαταγή πληρωμής αόριστη. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, όσον αφορά στο ορισμένο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον τα επικαλούμενα απ’ τους ανακόπτοντες ως ελλείποντα στοιχεία, και δη τα επιμέρους κονδύλια χρεοπιστώσεων του λογαριασμού κίνησης τόσο για το χρόνο πριν την αναγνώριση του υπολοίπου όσο και για τον μεταγενέστερο αυτής χρόνο και μέχρι το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, δεν αποτελούν, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, εφόσον αυτά παρατίθενται στα επισυναφθέντα στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής αποσπάσματα των λογαριασμών, που αποτελεί το τυπικό προαπαιτούμενο της έκδοσης διαταγής πληρωμής, και που πληρούται εν προκειμένω, όπως συνομολογούν οι εκκαλούντες. Περαιτέρω, όσον αφορά στο ανεκκαθάριστο της απαίτησης, ο λόγος της ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος, καθώς οι εκκαλούντες  δεν εκθέτουν αν στα ελλείποντα, κατά τους ισχυρισμούς τους, χρονικά διαστήματα απ’ τα συνοδεύοντα την αίτηση διαταγής πληρωμής αποσπάσματα  των τηρηθέντων λογαριασμών, υπήρξαν κινήσεις, ούτε προσβάλλουν ειδικά συγκεκριμένα κονδύλια. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο με το σκεπτικό ότι τα επικαλούμενα από τους ανακόπτοντες στοιχεία δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, και, εν συνεχεία, ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεχόμενο ότι στο σχετικό απόσπασμα παρατίθεται η κίνηση των λογαριασμών που τηρήθηκαν προς εξυπηρέτηση της σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού για το μετά την 30-9-2012 χρονικό διάστημα, αφού για το προηγούμενο χρονικό διάστημα υπήρξε ανεπιφύλακτη αναγνώριση από μέρους της πρώτης ανακόπτουσας του μέχρι τότε δημιουργηθέντος σε βάρος της χρεωστικού υπολοίπου, που δέσμευε κατά τον όρο 25.2 της υπογραφείσας σύμβασης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό και τους λοιπούς ανακόπτοντες. Με την κατ’ ουσία απόρριψη του άνω λόγου της ανακοπής, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν και ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, έσφαλε ως προς την αιτιολογία, το σφάλμα δε αυτό επιδρά στην έκταση του δεδικασμένου, που απορρέει από την απόφαση και επομένως δεν αρκεί η αντικατάσταση της αιτιολογίας με την ορθή (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), γιατί η ορθή αιτιολογία οδηγεί σε διαφορετικό κατ’ αποτέλεσμα, διατακτικό, η θέση δε των εκκαλούντων καθίσταται ευνοϊκότερη και γι’ αυτό το παρόν δικαστήριο έχει την εξουσία να απορρίψει τον ως άνω λόγο ανακοπής ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως βάσιμος και από ουσιαστική άποψη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτό και στη συνέχεια, αφού κρατηθεί και δικασθεί η ανακοπή και ως προς τον σχετικό λόγο της (1ος  λόγος- δεύτερο σκέλος), που στρέφεται κατά της διαταγής πληρωμής, πρέπει να απορριφθεί λόγω αοριστίας  ως προς το ανεκκαθάριστο της απαίτησης, και να επικυρωθεί η διαταγή πληρωμής.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το 6ο σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής τους, το οποίο επαναφέρουν. Με τον σχετικό δε λόγο της ανακοπής τους, αφού εκθέτουν ότι το συμβατικό επιτόκιο που εφάρμοσε η καθ’ ης όπως και το επιτόκιο υπερημερίας υπερέβαιναν το ανώτατο νόμιμο ύψος, όπως αυτό καθοριζόταν απ’ το επιτόκιο δικαιοπρακτικού τόκου της ΕΚΤ, ισχυρίζονται ότι στην από 4-11-2014 αίτηση της καθ’ ης για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, όπως και στα αποσπάσματα που η καθ’ ης ενσωμάτωσε σ’ αυτή για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, δεν αναφέρεται το ύψος του συμβατικού επιτοκίου, το οποίο είχε συμφωνηθεί κυμαινόμενο, το εφαρμοσθέν επιτόκιο, το επιτόκιο υπερημερίας, ούτε ο ανά μήνα επιβληθείς ανατοκισμός των τηρηθέντων λογαριασμών, ώστε να είναι εφικτή η εύρεση των αξιούμενων συμβατικών τόκων  και υπερημερίας, ως και των κονδυλίων ανατοκισμού, με αποτέλεσμα η αίτηση να είναι αόριστη και η  απαίτηση της καθ’ ης ανεκκαθάριστη, οι ίδιοι δε να έχουν χρεωθεί παράνομα με ποσά, των οποίων το ύψος αδυνατούν να προσδιορίσουν. Όσον αφορά στην αοριστία της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής και το ανεκκαθάριστο της απαίτησης, ο κρινόμενος λόγος της ανακοπής τυγχάνει μη νόμιμος  και ως εκ τούτου απορριπτέος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, αφού τα επικαλούμενα από τους ανακόπτοντες ως ελλείποντα στοιχεία δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής και της σχετικής αίτησης προς έκδοση αυτής, αλλά ούτε και των αποσπασμάτων των εμπορικών βιβλίων της, βάσει των οποίων εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, καθώς, όπως εκτέθηκε, δεν απαιτείται για την έγγραφη απόδειξη και για το εκκαθαρισμένο της απαίτησης που ενσωματώνεται σε διαταγή πληρωμής, από σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, να αναφέρεται το ύψος του επιτοκίου που εφαρμόσθηκε από την τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε το οικείο σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής αναφορικά με την αοριστία της αίτησης διαταγής πληρωμής και το εκκαθαρισμένο της απαίτησης, έστω και σιωπηρά, δεν έσφαλε και ορθά το νόμο εφάρμοσε, παρά τα όσα αβάσιμα οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται. Κατά το μέρος δε που ο λόγος της ανακοπής αφορά στις παράνομες χρεώσεις των ανακοπτόντων από μέρους της καθ’ ης, με επιτόκια πέραν των νομίμων και παράνομο ανατοκισμό, ο λόγος της ανακοπής είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού οι ανακόπτοντες δεν προσδιορίζουν τα επιμέρους προσβαλλόμενα κονδύλια των τηρηθέντων λογαριασμών, όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά την επικαλούμενη παράνομη επιβολή των υπέρογκων επιτοκίων, ώστε να κριθεί σε σχέση με το ύψος τους, η συμβολή τους στην κύρια οφειλή.  Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον σχετικό λόγο της ανακοπής ως αόριστο, ορθά το νόμο εφάρμοσε και ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση, αποτελούν και τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, κατόπιν συμφωνίας των συμβληθέντων μερών (ΑΠ 621/2018, ΕφΠειρ 399/2020, ΕφΔυτΜακ 25/2019, ΜΕφΛαρ 499/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η συμφωνία μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του πιστούχου οφειλέτη, κατά την οποία το απόσπασμα του τηρούμενου από την τράπεζα λογαριασμού θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της αξίωσης της τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να διατάξει αποδείξεις σε βάρος της, είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση και δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη (ΑΠ 1022/2003, ΕλλΔ/νη 45, 90, ΑΠ 925/2002, ΕλλΔ/νη 38, 1794), εναπόκειται δε στον πιστούχο οφειλέτη να αμφισβητήσει το ύψος των επιμέρους κονδυλίων πιστοχρέωσης, που περιέχονται στα αποσπάσματα, αλλά φέρει ο ίδιος το βάρος της απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί η πιστοδότρια τράπεζα να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει το οικείο θέμα απόδειξης (ΕφΑΘ 3791/2008, ΕφΑΔ 2009/216). Ο όρος δε αυτός δεν συγκαταλέγεται αυτοδίκαια στις καταχρηστικές ρήτρες του άρθρου 2 παρ. 1 Ν. 2251/1994 και ιδίως στην περίπτωση κζ΄ αυτού, δεδομένου ότι δεν αναστρέφεται το βάρος απόδειξης, στο μέτρο που η απόδειξη της οφειλής συντελείται από την τράπεζα, που εκπληρώνει το σχετικό δικονομικό της βάρος (άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ) με τη χρήση και προσκομιδή του αποδεικτικού μέσου του αποσπάσματος από τα εμπορικά βιβλία της, το οποίο (απόσπασμα) αντλεί την αποδεικτική του δύναμη από τον συγκεκριμένο ΓΟΣ και, επιπρόσθετα, δεν αποκλείεται το δικαίωμα ανταπόδειξης εκ μέρους του δανειολήπτη, οπότε θα εισαγόταν πράγματι ανεπίτρεπτος περιορισμός των αποδεικτικών του μέσων (ΑΠ 313/2021, ΕφΑθ 147/2022, ΕφΚρ 13/2021,  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το απόσπασμα δε αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου. Ως εκ τούτου, αναφορικά με την αποδεικτική δύναμη των εν λόγω αποσπασμάτων, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, με την οποία ζητείται το κατάλοιπο σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθ` ου η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται: α) ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε πως, το ποσό αυτό, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας, β) ότι ο λογαριασμός που τηρήθηκε σε εξυπηρέτηση της σύμβασης, έκλεισε με ορισμένο κατάλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών της βιβλίων και γ) ότι το απόσπασμα αυτό, στο οποίο εμφαίνεται όλη η κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης μέχρι και το κλείσιμο αυτού (και το οποίο αποτελεί έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ), επισυνάπτεται στην αίτηση (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 872/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον έβδομο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους κατά το πρώτο σκέλος του και ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου απέρριψε τον άνω λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο εκθέτουν ότι ο όρος της σύμβασης με τον οποίο συμφωνείται ότι τα αντίγραφα ή αποσπάσματα της τράπεζας αποτελούν πλήρη απόδειξη, είναι άκυρος ως καταχρηστικός. Ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος, διότι ο όρος με τον οποίο συμφωνείται ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, αφενός μεν δεν συγκαταλέγεται αυτοδίκαια στις καταχρηστικές ρήτρες του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, αφετέρου δε, αποτελεί έγκυρη δικονομική συμφωνία, αφού δεν περιορίζει υπέρμετρα το βάρος απόδειξης και δεν στερεί απ’ τους ανακόπτοντες το δικαίωμα ανταπόδειξης, πράγμα που, εν προκειμένω, δεν επικαλούνται οι εκκαλούντες. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον άνω λόγο της ανακοπής με την ίδια αιτιολογία, ορθά το νόμο εφάρμοσε και πρέπει ο έβδομος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Σε συνέχεια των ανωτέρω, με τον τέταρτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμο το δεύτερο λόγο της ανακοπής τους κατά το τρίτο σκέλος του, το οποίο και επαναφέρουν, διατεινόμενοι ότι ο συμπεριληφθείς στη σύμβαση πίστωσης με αρ. 9.4 όρος, με τον οποίο ορίζεται ότι ο πιστούχος και ο εγγυητής αναγνωρίζουν ότι τα κατά τον τρόπο που περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο του όρου αυτού εκδιδόμενα αντίγραφα ή αποσπάσματα του λογαριασμού θα αποτελούν πλήρη απόδειξη των κατ’ αυτών απαιτήσεων της Τράπεζας, παραιτούμενοι από κάθε δικαίωμα αμφισβητήσεώς τους, είναι άκυρος και καταχρηστικός, αντιβαίνων στο άρ. 372 ΑΚ. Ο όρος ότι τα αποσπάσματα του λογαριασμού της εφεσίβλητης αποτελούν πλήρη απόδειξη, όπως ειπώθηκε ήδη κατά την εκτίμηση του αμέσως προηγηθέντος έβδομου λόγου της έφεσης, αποτελεί έγκυρη δικονομική σύμβαση. Πέραν τούτου, όμως, ο επιπρόσθετος όρος ότι ο πιστούχος/εγγυητής δεν δικαιούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο των αποσπασμάτων αυτών, υπέχει υπέρμετρη δέσμευση της βούλησης του συμβαλλόμενου, τυχόν δε αμφισβήτηση κονδυλίων, που περιέχονται στα αποσπάσματα, μπορεί να γίνει με ορισμένο λόγο ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής (ΕφΠειρ 189/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τον συγκεκριμένο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες αμφισβητούν τις καταγραφές α) στις 20-12-2013 του ποσού των 8.342,5 ευρώ, β) στις 24-12-2013 του ποσού των 1.052,50 ευρώ του τηρηθέντος λογαριασμού …….., και, επιπλέον, εκθέτουν ότι η καθ’ ης στις 19-9-2021 έσπασε το δανειακό λογαριασμό σε δύο λογαριασμούς και τους χορήγησε  το ποσό των 103.000 ευρώ στο λογαριασμό ………. μη πιστώνοντας, όμως, το ποσό αυτό ολόκληρο στον άλλο λογαριασμό, παρά μόνο κατά το ποσό των 81.989,40 ευρώ, με αποτέλεσμα να υφίσταται διαφορά ποσού 21.011 ευρώ, που δεν φαίνεται σε κανέναν λογαριασμό. Ο λόγος αυτός, ενιαία ερευνώμενος, καθώς αφορά σε αμφισβήτηση συγκεκριμένων κονδυλίων απ’ τους εκκαλούντες, νόμιμος ων, τυγχάνει ερευνητέος ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.

Απ’ όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επαναπροσκομίζουν προκύπτει ότι δυνάμει της υπ’ αρ. ………./14-8-2021 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η οποία καταρτίστηκε εγγράφως στη Γλυφάδα μεταξύ της δικαιοπαρόχου της καθ’ ης, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……..» και την πρώτη ανακόπτουσα ως πιστούχο, όπως αυτή διαμορφώθηκε με την από 28-12-2010 πρόσθετη πράξη, ανοίχθηκε υπέρ της πιστούχου πίστωση ποσού 120.000.000 δρχ, ήτοι 352.164,34 ευρώ, εξυπηρετούμενη με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό με τους ειδικότερους περιλαμβανόμενους σ’ αυτή όρους και συμφωνίες. Στη συνέχεια με τις από 4-6-2002, 29-12-2003 και 27-1-2009 πρόσθετες πράξεις αύξησης της πίστωσης, που συμφωνήθηκε ρητά ότι αποτελούσαν ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο με την ως άνω αρχική σύμβαση πίστωσης και διέπονταν απ’ τους περιλαμβανόμενους σ’ αυτή όρους και συμφωνίες, η πίστωση αυξήθηκε κατά το ποσό των 147.835,66 ευρώ, 250.000,00 ευρώ και 650.000,00 ευρώ αντίστοιχα και έτσι συνολικά το ύψος της πίστωσης ανήλθε σε 1.400.000,00 ευρώ. Την από την πιστούχο τήρηση των όρων της άνω σύμβασης πίστωσης και την απ’ αυτή εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεών της και την ολοσχερή και εμπρόθεσμη πληρωμή κάθε χρεωστικού υπολοίπου του ή των λογαριασμών που θα τηρούνταν για την εξυπηρέτησή της, εγγυήθηκαν εγγράφως προς την καθ’ ης οι δεύτερος και τρίτη ανακόπτοντες.  Η πρώτη ανακόπτουσα έκανε χρήση της άνω πίστωσης και τηρήθηκαν για την εξυπηρέτησή της α) ο υπ’ αρ. ……… λογαριασμός, το χρεωστικό υπόλοιπο του οποίου, ύψους 694.908,57 ευρώ στις 30-9-2012, αναγνώρισε ανεπιφύλακτα η πρώτη ανακόπτουσα με το από 3-1-2013 έγγραφό της και β) ο ……. λογαριασμός. Οι λογαριασμοί αυτοί στη συνέχεια έλαβαν τους αριθμούς …….. και ……. αντίστοιχα. Στις 5-9-2014 η καθ’ ης έκλεισε τους λογαριασμούς και κατήγγειλε τη σύμβαση και τους λογαριασμούς που την εξυπηρετούσαν, οι οποίοι εμφάνιζαν χρεωστικό κατάλοιπο 166.597,79 ευρώ και 106.497,34 ευρώ αντίστοιχα, ήτοι συνολικό χρεωστικό κατάλοιπο 273.095,13 ευρώ, το οποίο στη συνέχεια, μετά από αίτημά της, της επιδικάστηκε με την προσβαλλόμενη ……./2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, νομιμότοκα απ’ τις 6-9-2014 πλέον τόκων και εξόδων. Οι ανακόπτοντες αμφισβητούν τις ακόλουθες καταγραφές στους τηρηθέντες στα πλαίσια της σύμβασης πίστωσης λογαριασμούς και συγκεκριμένα α) την καταγραφή του ποσού των 8.342,51 ευρώ στις 20-12-2013 στον ……….. λογαριασμό με αντιλογισμό την ίδια ημέρα και β) την καταγραφή του ποσού των 1.052,50 ευρώ στις 24-12-2013 στον ίδιο λογαριασμό με αντιλογισμό την ίδια ημέρα. Απ’ το περιεχόμενο των αποσπασμάτων των μηχανογραφικώς τηρούμενων εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης, όπου εμφανίζεται η κίνηση των εν λόγω τηρηθέντων ……. (και εν συνεχεία ……) και …….. (και εν συνεχεία ……) λογαριασμών, προκύπτει ότι στον πρώτο εξ αυτών στις 20-12-2013 καταγράφεται διπλή εκταμίευση του ποσού των 8.342,51 ευρώ στον πίνακα χρέωσης και αντιλογισμός (διόρθωση) εκταμίευσης ποσού 8.342,51 ευρώ στον πίνακα πίστωσης, με συνέπεια να έχει υπολογιστεί ως εκταμιευθέν το ποσό των 8.342,51 ευρώ μία φορά. Την εκταμίευση του ποσού αυτού οι ανακόπτοντες δεν την αμφισβήτησαν. Ομοίως, όσον αφορά στο ποσό των 1.052,50 ευρώ, προκύπτει καταγραφή εκταμίευσής του στις 24-12-2013, καταβολής του στις 24-12-2013, και με την ίδια ημερομηνία αντιλογισμός (διόρθωση) καταβολής του, ήτοι μη καταβολή του, με συνέπεια τη χρέωση των ανακοπτόντων κατά το αντίστοιχο ποσό. Οι ανακόπτοντες δεν αμφισβητούν τη μη καταβολή από μέρους τους του εν λόγω ποσού. Πλέον τούτων, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καθ’ ης στις 19-9-2013 έσπασε το δανειακό λογαριασμό σε δύο λογαριασμούς και τους χορήγησε το ποσό των 103.000 ευρώ στο λογαριασμό ……………, πιστώνοντας, όμως, μόνον το  ποσό των 81.989,40 ευρώ εξ αυτού, με αποτέλεσμα να υφίσταται διαφορά ποσού 21.011 ευρώ σε βάρος τους. Όσον αφορά στο ποσό των 103.000 ευρώ, απ’ το απόσπασμα του ………. λογαριασμού, προκύπτει ότι στις 19-9-2013 εκταμιεύθηκε πράγματι το εν λόγω ποσό απ’ τον επίμαχο λογαριασμό, πράγμα που οι ανακόπτοντες δεν αμφισβητούν. Περαιτέρω, προκύπτει ότι την αυτή ημερομηνία πιστώθηκε στον λογαριασμό ………. το ποσό των 81.981,40 ευρώ ως καταβολή, πλην, όμως, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι οι δύο καταγραφές συνδέονται λογιστικά. Κατόπιν των ανωτέρω, ο άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει αναπόδεικτος και ο σχετικός λόγος της έφεσης απορριπτέος ως αβάσιμος.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975 «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχόμενη εις ποσοστό ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του μόνου ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς Τράπεζες, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή οφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτή, δεν προβλέπεται μεν ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά και δεν απαγορεύεται, η συμβατική μετακύληση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτόν. Η ρυθμιστική ισχύς του παραπάνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύληση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 – ήδη ανερχομένου σε 0,60% ετησίως με βάση το άρθρο 19 Ν. 3152/2003 – για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της Τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύληση αυτής (εισφοράς) στον δανειολήπτη, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου. Εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, που μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο, πράγμα, που δεν συμβαίνει στην περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του Ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό (ΑΠ 123/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019 ΕΠολΔ 2019, 423, ΑΠ 430/2005 ΕΕμπΔ 2005, 354). Η εισφορά δε αυτή ουσιαστικά προσαυξάνει το ποσοστό του επιτοκίου, λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (ΑΠ 123/2023, ΑΠ 1369/2022, ΑΠ 669/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσης, οι ανακόπτοντες – εκκαλούντες, πλήττοντας την εκκαλουμένη απόφαση επικαλούμενοι ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε ως νομικά αβάσιμο το τέταρτο και πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής τους, που αφορά την μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 και τον ανατοκισμό της, τα επαναφέρουν. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες και νυν εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί,  διότι στη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής περιλαμβάνεται ο όρος 20.1, κατά τον οποίο παράνομα μετακυλίεται η εισφορά του Ν. 128/1975 σ’ αυτούς και ο οποίος τυγχάνει άκυρος και καταχρηστικός ως όρος συναλλαγής, κατ’ εφαρμογή δε αυτού η οφειλή τους επιβαρύνθηκε όχι μόνο με παράνομες χρεώσεις με την εν λόγω εισφορά αλλά και με ανατοκισμό αυτής, με αποτέλεσμα η απαίτηση να καθίσταται ανεκκαθάριστη. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, ενιαία κρινόμενος, όσον αφορά στην μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 στους ανακόπτοντες αλλά και τον ανατοκισμό αυτής, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, είναι επιτρεπτή η μετακύλιση της παραπάνω εισφοράς από την Τράπεζα στον οφειλέτη – δανειολήπτη, αλλά και η κεφαλαιοποίηση των τόκων, καθώς και ο συνυπολογισμός της εισφοράς στον ανατοκισμό κατά τη διαμόρφωση του οριστικού καταλοίπου της πίστωσης, χωρίς μάλιστα, για το κύρος της σχετικής συμφωνίας της μετακύλησης, να απαιτείται στη δανειακή σύμβαση η αναφορά αιτίας, αφού η μετακύλιση μπορεί να συνάγεται ακόμα και εμμέσως όταν στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του Ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου. Αναφορικά δε με το σκέλος αυτού, με το οποίο οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, επικαλούμενοι τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, περί της ακυρότητας του όρου μετακύλησης της εισφοράς του Ν. 128/1975 και ανατοκισμού αυτής ως καταχρηστικού, ο λόγος είναι απορριπτέος ομοίως ως νομικά αβάσιμος καθώς, σύμφωνα με την ίδια ως άνω νομική σκέψη, οι πιο πάνω διατάξεις του Ν. 2251/1994 δεν είναι εφαρμοστέες στην ένδικη υπόθεση. Τούτο δε διότι ο σχετικός όρος (Γ.Ο.Σ.) της επίδικης σύμβασης, ελεγχόμενος μόνο από άποψη διαφάνειας, κρίνεται στην ένδικη περίπτωση έγκυρος και διαφανής, αφού, όπως αναφέρεται στο δικόγραφο της ανακοπής αλλά και στην έφεση στην ανάπτυξη του οικείου λόγου, στην επίμαχη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση των δανειοληπτών με την εισφορά του Ν. 128/1975, αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, με συνέπεια οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης να έχουν ικανοποιηθεί. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον λόγο της ανακοπής (κατά τα προαναφερόμενα σκέλη του) με τις αυτές αιτιολογίες, οι οποίες, όπου κρίνεται αναγκαίο, συμπληρώνονται παραδεκτά, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, με την παρούσα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα με τον πέμπτο λόγο της έφεσης  είναι αβάσιμα και ως εκ τούτου απορριπτέα.

Με τον έκτο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον τρίτο κατά σειρά λόγο της ανακοπής τους, που απορρίφθηκε κατά τα λεγόμενά τους εσφαλμένα απ’ το πρωτόδικο δικαστήριο, και ισχυρίζονται ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, καθώς η σύμβαση πίστωσης στην οποία στηρίζεται, περιλαμβάνει άκυρους και καταχρηστικούς όρους, με βάση τους οποίους κατοχυρώθηκε το δικαίωμα της καθ’ ης να μεταβάλει κατά τη βούλησή της το επιτόκιο χωρίς προηγούμενη διαπραγμάτευση με τον  δανειολήπτη, ο οποίος εάν δεν αντιδράσει μέσα σε χρονικό περιθώριο τριάντα ημερών απ’ την γνωστοποίηση σ’ αυτόν της μεταβολής, θεωρείται ότι την αποδέχεται, και δη τους όρους με αρ. 6.4, 6.5, 6.6 και 6.10. Πλην, όμως, ο σχετικός λόγος τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον οι εκκαλούντες–ανακόπτοντες δεν προσδιορίζουν με το δικόγραφο της ανακοπής τους, εάν έγινε εφαρμογή των συγκεκριμένων όρων απ’ την καθ’ ης και σε ποια έκταση, ήτοι με ποιο ποσό τόκων επιβαρύνθηκαν κατά πόσο επηρεάστηκαν  οι επιμέρους χρεώσεις, που αναγράφονται στον τηρηθέντα σχετικώς λογαριασμό, όπως και ποιο θα ήταν το οφειλόμενο ποσό, εάν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 370/2012),  ώστε να δύναται το Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις και, σε περίπτωση ουσιαστικής παραδοχής του λόγου της ανακοπής, να ακυρώσει την πληττόμενη διαταγή πληρωμής κατά το υπερβάλλον ποσό των παράνομων επιβληθέντων τόκων. Τούτα δε διότι όταν ο λόγος ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε βάσει σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, στηρίζεται, στην ακυρότητα λόγω καταχρηστικότητας συγκεκριμένων γενικών όρων, ο ανακόπτων πρέπει να διευκρινίζει αν η έκδοση της επίμαχης διαταγής πληρωμής έγινε σε εκτέλεση οποιουδήποτε από αυτούς τους καταχρηστικούς όρους και να προσδιορίζει ότι συνεπεία των όρων αυτών επιβαρύνθηκε ο ίδιος ουσιωδώς σε συγκεκριμένη περίπτωση και δη με εξειδίκευση, ποσοτικοποίηση και προβολή κατ’ ορισμένο τρόπο της επιβάρυνσής του αυτής. Εξάλλου, η ευδοκίμηση του λόγου της ανακοπής ο οποίος στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι η δανειακή σύμβαση πάσχει ως προς ένα ή περισσότερους Γ.Ο.Σ. από ακυρότητα λόγω καταχρηστικότητας, εφόσον βεβαίως ο λόγος αυτός είναι ορισμένος, πλήττοντας συγκεκριμένο μέρος της απαίτησης – επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωση της διαταγής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα των Γ.Ο.Σ. μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 1138/2020, ΑΠ 308/2019, ΑΠ 105/2019, ΕφΛαρ 94/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την αυτή αιτιολογία απέρριψε τους άνω λόγους της ανακοπής, ορθά το νόμο εφάρμοσε και ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Με τον όγδοο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά κακή εφαρμογή του νόμου απέρριψε ως νόμω αβάσιμο τον τέταρτο κατά σειρά λόγο της ανακοπής τους κατά το σκέλος του που αφορά στον όρο της σύμβασης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό με αρ. 9.2, τον οποίο και επαναφέρουν, επικαλούμενοι ότι ο συγκεκριμένος όρος της σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο «ο πιστούχος συμφωνεί ότι οφείλει μέσα σε τριάντα ημέρες απ’ το τέλος κάθε τριμήνου ή άλλου διαστήματος κατά τα ανωτέρω να γνωστοποιεί εγγράφως κατά τρόπο που να εξασφαλίζει απόδειξη ότι δεν έλαβε αντίγραφο του λογαριασμού ή ότι διαφωνεί με το τρεχούμενο του αντιγράφου, που παρέλαβε», είναι άκυρος και συνακόλουθα πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, που στηρίχθηκε για την έκδοσή της στα προσκομισθέντα απ’ την καθ’ ης αποσπάσματα των ηλεκτρονικά τηρούμενων βιβλίων της. Με αυτό το περιεχόμενο, ο τέταρτος λόγος της ανακοπής, που αφορά στην πλασματική αναγνώριση του χρέους σε περίπτωση μη εναντίωσης του πιστούχου εντός της τασσόμενης προθεσμίας, τυγχάνει νόμω αβάσιμος, καθόσον η συμφωνία περί πλασματικής αναγνώρισης χρέους, η οποία είναι κατ’ αρχάς έγκυρη και δύναται να αποτελέσει θεμέλιο προς έκδοση διαταγής πληρωμής, δεν αντίκειται σε κάθε περίπτωση στις διατάξεις του ν. 2251/1994, αλλά μόνο στην περίπτωση που δεν παρέχεται η δυνατότητα ανταπόδειξης στον οφειλέτη, δεν επισημαίνεται με ευκρίνεια το εν λόγω γεγονός στον αντισυμβαλλόμενο της τράπεζας και δεν παρέχεται επαρκής χρόνος για την προβολή της εναντίωσης του οφειλέτη. Τίποτα, όμως, από τα ανωτέρω δεν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν  έχει αποκλειστεί το δικαίωμα ανταπόδειξης, η οικεία συμφωνία περιέχεται με ευκρίνεια ως όρος στη σύμβαση, αφού δεν  ισχυρίζονται το αντίθετο οι ανακόπτοντες, κατά τα λοιπά δε παρέχεται προθεσμία τριάντα (30) ημερών για την προβολή της εναντίωσης των οφειλετών, που ενόψει του είδους της σύμβασης και του εύρους του αντικειμένου της με βάση το ύψος της χορηγηθείσας πίστωσης, κρίνεται επαρκής χρόνος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον σχετικό λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο, ορθά το νόμο εφάρμοσε και ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης είναι αβάσιμος.

Κατά το άρθρο 178 ΑΚ, «δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση δε στα χρηστά ήθη, που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία, κρίνεται από το περιεχόμενό της, όχι μεμονωμένα από την αιτία που κίνησε τους συμβαλλόμενους να τη συνάψουν ή το σκοπό, στον οποίο αυτοί αποβλέπουν, αλλά του συνόλου των περιστάσεων και των συνθηκών, που τη συνοδεύουν. Κατά το άρθρο 179 ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του προηγούμενου άρθρου 178 «άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα, που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή». Όπως προκύπτει από το συνδυασμό αυτών των διατάξεων και εκείνων των άρθρων 174 και 180 ΑΚ, για να χαρακτηριστεί μία δικαιοπραξία ως αισχροκερδής – καταπλεονεκτική και, συνεπώς, άκυρη, λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τρία στοιχεία, δηλαδή α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία, του ενός από τους συμβαλλομένους και γ) εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του. Εξάλλου, εκμετάλλευση υπάρχει όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία) επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας όμως δεν είναι απαραίτητο, όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση της δεύτερης από τις πιο πάνω διατάξεις, να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνο του ενός από αυτά (ΑΠ 492/2004). Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Αν λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατά το άρθρο 179 ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλόμενου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σε αυτόν ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλόμενου, χωρίς να είναι αναγκαίο να έχει ροηγηθεί οποιαδήποτε ηθικά επιλήψιμη ενέργεια ή συμπεριφορά του συμβληθέντος που  αποσκοπεί στην επίτευξη της αισχροκέρδειας (ΑΠ 566/1989 ΕλλΔνη 1991.96). Ειδικότερα, φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου, και η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου, άλλως όταν, κατά την αντίληψη λογικού και έμπειρου στις συναλλαγές ανθρώπου, υπερβαίνει το φυσικό και επιτρεπτό κατά τη συναλλακτική καλή πίστη μέτρο. Η δυσαναλογία αυτή, η οποία διαπιστώνεται ενόψει των περιστάσεων και της φύσεως της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της κατάρτισής της (περιεχόμενο, σκοπός, αξία παροχών), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές παραστάσεις ή επιθυμίες των μερών, αποτελεί νομική έννοια, και ως εκ τούτου η κρίση περί της υπάρξεως αυτής ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΟλΑΠ 714/1973). Κατά την έννοια δε του νόμου, δεν αποκλείεται και μερική ακυρότητα της δικαιοπραξίας. Τούτο θα συμβεί εάν δύναται να προσδιοριστεί ακριβώς η μεταξύ της παροχής και των συνομολογηθέντων ή ληφθέντων περιουσιακών ωφελημάτων αναλογία, οπότε η δικαιοπραξία είναι αισχροκερδής μόνον κατά το υπερβάλλον (ΕφΑθ 404/1997 ΕλλΔνη 1998.154, ΜΠρΑθ 1384/2007 ΑρχΝ 2007/315, ΕρμΑΚ Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, άρθ. 179 αριθ. 4). ΙΙΒ.) Για να είναι ορισμένη η αγωγή αναγνώρισης ακυρότητας δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς-καταπλεονεκτικής (άρθρα 179 εδ. β και 180 ΑΚ), πρέπει να εκτίθεται στο δικόγραφο αυτής η κατάρτιση της σύμβασης, η αξία της παροχής και της αντιπαροχής για να μπορεί να διαπιστωθεί η μεταξύ τους δυσαναλογία, η επίτευξη της ωφέλειας με εκμετάλλευση της ανάγκης ή της κουφότητας ή της απειρίας του αντισυμβαλλόμενου καθώς και τα περιστατικά της ανάγκης ή της κουφότητας ή της απειρίας. Το στοιχείο της προφανούς δυσαναλογίας και τα υπόλοιπα στοιχεία του ορισμένου πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει εκείνος που ισχυρίζεται ότι η δικαιοπραξία είναι αισχροκερδής. (ΕφΑθ 5827/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον ένατο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται για την απόρριψη του πέμπτου κατά σειρά λόγου της ανακοπής τους (1ο και 2ο σκέλος) απ’ το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκθέτουν, επαναφέροντας το σχετικό λόγο, ότι η καθ’ ης εκμεταλλεύτηκε την απειρία τους σε νομικής και οικονομικής φύσης θέματα και αποκόμισε, με την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης, που περιέχει πληθώρα καταχρηστικών όρων, παράνομο όφελος. Ο λόγος αυτός όμως  τυγχάνει απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται κανένα πραγματικό περιστατικό, που να δύναται να κριθεί εάν υπάγεται στο πραγματικό του ανωτέρω κανόνα δικαίου και να μπορεί να επιφέρει την προβλεπόμενη σε αυτόν έννομη συνέπεια, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζεται αν αντικείμενο εκμετάλλευσης αποτέλεσε εν προκειμένω η ανάγκη, η κωφότητα, ή η απειρία τους, δεν αναφέρουν συγκεκριμένα στοιχεία ως προς τον τρόπο και τις ειδικότερες περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα η εν λόγω εκμετάλλευση από την αντισυμβαλλόμενη καθ’ ης σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης ανακόπτουσας αλλά και των εγγυητών, δεύτερου και τρίτης των ανακοπτόντων, ούτε εκθέτουν τις ειδικότερες εκείνες συνθήκες, υπό τις οποίες η εκμετάλλευση αυτή οδήγησε στη σύναψη της επίδικης σύμβασης, και συγκεκριμένα  ουδέν πραγματικό περιστατικό διαλαμβάνεται στην ανακοπή σχετικά με τις συνθήκες εκμετάλλευσης, ιδίως σε σχέση με τους βοηθούς εκπλήρωσης – προστηθέντες της Τράπεζας, που συναλλάχθηκαν με τους ανακόπτοντες, αλλά και τη γνώση στο πρόσωπο των εκπροσώπων της Τράπεζας, της ανάγκης, κωφότητας ή απειρίας των ανακοπτόντων, αφού οι τελευταίοι δεν επικαλούνται συγκεκριμένες ενέργειες, παραλείψεις ή «μεθοδεύσεις» των εκπροσώπων της Τράπεζας, οι οποίες είναι «μη ανεκτές» κατά τα κοινώς κρατούντα συναλλακτικά και χρηστά ήθη και έλαβαν χώρα εκ μέρους τους εν γνώσει και προς εκμετάλλευση των ανακοπτόντων, λόγω δε τούτων οι τελευταίοι προέβησαν στην κατάρτιση της σύμβασης και η Τράπεζα πέτυχε να συνομολογήσει για τον εαυτό της προφανώς μειωμένη αντιπαροχή έναντι της παροχής των ανακοπτόντων, αφού ως τέτοια συμπεριφορά δεν δύναται να θεωρηθεί μόνη η ύπαρξη επαχθών γι’ αυτούς όρων στη σύμβαση. Ουδεμία σύγκριση γίνεται μεταξύ της παροχής και της αντιπαροχής, ούτε παρέχεται κάποιο στοιχείο, ώστε να είναι δυνατό να στοιχειοθετηθεί ο σωρευτικά αξιούμενος όρος της φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και δη ως μίας δυσαναλογίας, που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως και ηθικώς αποδεκτό να αποκομίζει κάποιος όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου με ζημία άλλου (ΕφΠατρ 421/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτι περαιτέρω, οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν ούτε εάν υπήρχε, και σε καταφατική περίπτωση ποια συγκεκριμένη, αδήριτη και επιτακτική ανάγκη τους να καταρτίσουν την επίδικη σύμβαση πίστωσης. Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με όμοια αιτιολογία, που συμπληρώνεται απ’ την παρούσα, κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα, δεν έσφαλε και ο περί του αντιθέτου ένατος λόγος της έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως «δικαίωμα» νοείται αυτό που απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, θεωρείται δε ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκηση του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΑΠ 1225/2017, ΑΠ 553/2017, ΑΠ 206/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μόνο το γεγονός, ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό του δικαίωμα επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικο-οικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1504/2014, ΑΠ 106/2013, ΧρΙΔ 2013/584, ΑΠ 1352/2011 ΕΕμπΔ 2012/417, ΑΠ 1472/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί Οργανισμοί, που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ’ αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλόμενων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των Τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς, και για το λόγο αυτό, η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (178, 200, 288 ΑΚ) και να αποφεύγεται, αντίστοιχα, κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι, σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ’ αυτήν την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικά κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή, η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ’ αυτήν και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειες της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011, ΕφΑθ 5/2018, ΕφΑθ 327/2018).

Με τον 10ο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον πέμπτο κατά σειρά λόγο της ανακοπής τους κατά το 3ο σκέλος του, που, κατά τους ισχυρισμούς τους απορρίφθηκε εσφαλμένα απ’ το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως μη νόμιμος. Πιο συγκεκριμένα, οι ανακόπτοντες εκθέτουν στην ανακοπή τους κατά την ανάπτυξη του οικείου λόγου ότι εξυπηρετούσαν κανονικά τη σύμβαση απ’ το 2001 έως το 2009, ότι η επελθούσα γενική οικονομική κρίση το 2009 επηρέασε αρνητικά οικονομικά την ανακόπτουσα-πιστούχο, η οποία παρά ταύτα κατάφερε να μειώσει την οφειλή της απ’ το ποσό του 1.400.000 ευρώ το 2009 στο ποσό των 273.095,13 ευρώ το 2014, καθώς και ότι ενώ απ’ τον Σεπτέμβριο του 2014 ζητούσαν απ’ την καθ’ ης να ρυθμίσει το χρέος τους ευρισκόμενοι σε έγγραφη ηλεκτρονική επικοινωνία μαζί της και αποστέλλοντας στον αρμόδιο υπάλληλό της όποιο στοιχείο τους ζητούσε για την οικονομική τους κατάσταση, η τελευταία επέδειξε αδιαλλαξία και αιφνιδιαστικά προέβη στην καταγγελία της σύμβασης πίστωσης στις 5-9-2014, ενόσω οι ανακόπτοντες ανέμεναν να οριστεί συνάντησή τους με τους εκπροσώπους της. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, όμως, και αληθή υποτιθέμενα δεν στοιχειοθετούν καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης να καταγγείλει τη σύμβαση και να εισπράξει την απαίτησή της, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένα στοιχεία, όπως από διαβεβαιώσεις των υπαλλήλων της (της καθ’ ης) ότι θα επέλθει η ρύθμιση της οφειλής τους ή ότι η καθ’ ης θα εξαντλήσει όλα τα δυνατά περιθώρια ρύθμισης αυτής, ούτε από αναφορά σε συγκεκριμένες προτάσεις ρύθμισης, τις οποίες διαπραγματεύονταν με την καθ’ ης ή σε συγκεκριμένα οικονομικά μεγέθη,  ώστε να δημιουργηθεί σ’ αυτούς εύλογα η πεποίθηση ότι η καθ’ ης δεν θα ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά της για να εισπράξει την απαίτησή της, ή να διαφαίνεται ακόμη και ότι η καθ’ ης η ανακοπή δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος είσπραξης της απαίτησής της, δικαίωμα που είναι συνυφασµένο µε τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτή μπορούσε και είχε δικαίωμα να αποφασίσει, συνεκτιμώμενου και του γεγονότος ότι, σύμφωνα µε τα ιστορούμενα στην ένδικη ανακοπή πραγματικά περιστατικά, η καθ’ ης η ανακοπή δεν έσπευσε σε άμεσο χρόνο, από την έναρξη της οικονομικής δυσπραγίας των ανακοπτόντων το 2009, να προβεί στην καταγγελία της σύμβασης πιστώσεως και την έκδοση της διαταγής πληρωμής, αλλά τήρησε στάση αναμονής μέχρι το 2014. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε ως μη νόμιμο τον άνω λόγο της ανακοπής με αιτιολογία που συμπληρώνεται απ’ την παρούσα, δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου, και ο δέκατος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Σύμφωνα με το άρθρο 862 ΑΚ, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί από το ευεργέτημα, που θεσπίζει η διάταξη, αλλά, μόνον, για την περίπτωση, κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα καταστεί αδύνατη από ελαφρά αμέλειά του, διότι, σε περίπτωση δόλου ή βαριάς αμέλειας, η σχετική συμφωνία θα προσέκρουε στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 332 ΑΚ και θα ήταν άκυρη, κατ’ άρθρο ΑΚ 174 (ΟλΑΠ 6/2000, ΑΠ 815/2021, ΑΠ 1137/2019, ΑΠ 1491/2018, ΑΠ 1886/2014, ΑΠ 419/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προϋποθέσεις της ελευθερώσεως του εγγυητή, κατ’ άρθρο 862 ΑΚ, είναι: α) η ικανοποίηση του δανειστή, ήτοι η καταβολή του χρέους να κατέστη αδύνατη εκ μέρους του πρωτοφειλέτη και β) η αδυναμία αυτή να οφείλεται σε δικό του (δανειστή) πταίσμα. Πταίσμα του δανειστή περί την είσπραξη της απαίτησης εκδηλώνεται είτε με ενέργειες – πράξεις, είτε με παραλείψεις, ένεκα των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη. Στην εγγύηση αορίστου χρόνου ειδικότερα, θεωρείται ότι υπάρχει πταίσμα του δανειστή (και) όταν αυτός αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος ή αμελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του πρωτοφειλέτη. Τέλος, εφόσον στον ΑΚ δεν περιλήφθηκε ορισμός της βαριάς αμέλειας, στο δικαστή της ουσίας εναπόκειται, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να κρίνει, πότε η αμέλεια είναι βαριάς μορφής, αξιολογική κρίση η οποία ελέγχεται αναιρετικά, με βάση τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 419/2013, ΑΠ 27/2010, ΑΠ 512/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, η αγωγή ή ανακοπή από την ως άνω διάταξη πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της και συγκεκριμένα πρέπει να εκθέτει τη συνδρομή δόλου ή βαριάς αμέλειας, καθώς και τα περιστατικά εκείνα, τα οποία, αντικειμενικούς ελεγχόμενα, συγκροτούν την έννοια αυτών, καθώς και ποια ήταν η οικονομική κατάσταση του πρωτοφειλέτη πριν γίνει αναξιόχρεος, δηλαδή ποια ήταν τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία που διέθετε και ποια η αξία τους, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι η έγκαιρη και ορθή συναλλακτικά συμπεριφορά του δανειστή θα είχε λογικά, ως αποτέλεσμα, την ικανοποίησή του, έχοντας και το βάρος απόδειξης των εν λόγω περιστατικών, προκειμένου έτσι να μπορέσει το Δικαστήριο να κρίνει το νόμω βάσιμο της ανωτέρω ένστασης και του σχετικού λόγου ανακοπής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 332 παρ. 1, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 862 ΑΚ, αλλά και ο καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ’ αυτής (ΟλΑΠ 6/2000, ΑΠ 267/2021, ΑΠ 1137/2019, ΑΠ 1886/2014, ΑΠ 419/2013, ΕφΑθ 2259/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον 11ο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες επαναφέρουν και ζητούν την αποδοχή του έκτου κατά σειρά λόγου της ανακοπής τους, ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς τους εσφαλμένα απορρίφθηκε απ’ το πρωτόδικο δικαστήριο. Ειδικότερα, επικαλούνται ότι οι δεύτερος και τρίτη εξ αυτών συμβλήθηκαν ως εγγυητές στη σύμβαση αλληλοχρέου λογαριασμού, με βάσει την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, και ζητούν την ακύρωσή της, λόγω απόσβεσης της εγγύησης, καθώς συντρέχει λόγος ελευθέρωσής τους, κατ’ άρθρο 862 ΑΚ, αφού η αδυναμία ικανοποίησης της καθ’ ης η ανακοπή τραπεζικής εταιρείας από την πρωτοφειλέτρια εταιρεία οφείλεται σε κάθε περίπτωση σε πταίσμα της και δη στην  αδιαλλαξία της και την επίδειξη ισχύος από μέρους της σε κάθε προσπάθεια και πρόταση που της υπέβαλαν για ένα ρεαλιστικό διακανονισμό της οφειλής τους λόγω της οικονομική τους δυσχέρεια, ενώ θα μπορούσε να επιδείξει ειλικρινή διάθεση να ρυθμίσει την οφειλή τους όπως επανειλημμένα της ζητούσαν, προσκομίζοντάς της όλα τα απαιτούμενα στοιχεία. Ο λόγος αυτός της ανακοπής κρίνεται απορριπτέος, ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, καθόσον ο σχετικός λόγος ανακοπής από τη διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της. Στην προκειμένη περίπτωση οι ανακόπτοντες ουδόλως αναφέρουν αρχικά εάν είχαν παραιτηθεί ή όχι απ’ το σχετικό ευεργέτημα, ώστε να εκτιμηθούν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρ. 862 ΑΚ. Έτι περαιτέρω ουδόλως εξειδικεύουν τις ενέργειες – πράξεις ή  παραλείψεις της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας, ένεκα των οποίων έγινε αδύνατη η ικανοποίησή της τελευταίας από την πρωτοφειλέτρια εταιρεία. Ειδικότερα δεν προσδιορίζουν ποια ήταν η οικονομική κατάσταση της πρωτοφειλέτριας κατά το χρόνο των διαπραγματεύσεων, πόσες και ποιες  προτάσεις ρύθμισης της οφειλής της υπέβαλε η πρωτοφειλέτρια στην καθ’ ης, σε ποιο χρόνο και με ποια στοιχεία, ώστε να εκτιμηθεί η επικαλούμενη από μέρους τους αδιαλλαξία της καθ’ ης, όπως και σε ποιο στάδιο βρίσκονταν οι διαπραγματεύσεις κατά το χρόνο καταγγελίας της σύμβασης, ώστε να μπορεί να αξιολογηθεί αν η συμπεριφορά της καθ’ ης θα μπορούσε να οδηγήσει στην ικανοποίησή της. Τα εν λόγω στοιχεία κρίνονται απαραίτητα, ώστε να είναι δυνατή η κρίση του Δικαστηρίου τόσο για την αδυναμία της πρωτοφειλέτριας, όσο και για τον αιτιώδη σύνδεσμο του επικαλούμενου πταίσματος της καθ’ ης η ανακοπή δανείστριας τράπεζας προς αυτήν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον σχετικό  λόγο της  ανακοπής ως ουσία αβάσιμο, έσφαλε ως προς την αιτιολογία, το δικαστήριο όμως έχει την εξουσία να ελέγξει και αυτεπαγγέλτως (χωρίς την προβολή ειδικού παραπόνου) το παραδεκτό – ορισμένο του συγκεκριμένου λόγου ανακοπής και να τον απορρίψει ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, έστω και αν οι ανακόπτοντες – εκκαλούντες παραπονούνται, για την απόρριψή του ως ουσία αβάσιμου. Συνεπώς, ο 11ος λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και από ουσιαστική άποψη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτό και στη συνέχεια, αφού κρατηθεί και δικασθεί η ανακοπή ως προς τον σχετικό λόγο ανακοπής, πρέπει κατά τούτον να απορριφθεί λόγω αοριστίας και να επικυρωθεί η διαταγή πληρωμής.

Με τον 11ο λόγο της έφεσης επίσης, με έτερο σκέλος αυτού, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι κατά κακή εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ως αποδεικτικό στοιχείο για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής την από 3-1-2013 επιστολή, με την οποία φέρεται ότι αναγνώρισαν το έως την 30η-9-2012 χρεωστικό υπόλοιπο, καθώς η εν λόγω επιστολή αναγνώρισης είναι αόριστη και δεν μπορεί να θεμελιώσει αυτοτελή βάση έκδοσης διαταγής πληρωμής για το χρονικό διάστημα απ’ την υπογραφή της σύμβασης μέχρι τις 30-9-2012, απ’ το περιεχόμενό της δε δεν προκύπτει εάν η αναγνώριση αποτελούσε σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης οφειλής ή ήταν επιβεβαιωτική του χρέους, έτι δε περαιτέρω η πρώτη εξ αυτών την υπέγραψε υπό το κράτος καταγγελίας της σύμβασης δίχως η υπογραφή της αυτή να στοιχειοθετεί παραίτησή της απ’ τον έλεγχο της οφειλής (4ος κατά σειρά λόγος ανακοπής, 2ο σκέλος). Ο λόγος αυτός της ανακοπής, και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί  νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 140-142 ΑΚ, ήτοι σε πλάνη του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης ανακόπτουσαας που υπέγραψε την αναγνώριση του υπολοίπου, τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος καθώς απ’ όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν μετ’ επίκλησης οι διάδικοι αποδείχθηκε ότι στην υπ’ αρ. …/14-8-2001 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό που συνήφθη ανάμεσα στην δικαιοπάροχο της καθ’ ης «………», την πρώτη ανακόπτουσα ως πιστούχο  και του λοιπούς ανακόπτοντες ως εγγυητές, περιλαμβάνεται ο όρος 9 με το ακόλουθο περιεχόμενο : «9.1. Στο τέλος κάθε τριμήνου η Τράπεζα θα αποστέλλει στον Πιστούχο αντίγραφο του ή των λογαριασμών που θα αποδεικνύουν την κίνησή τους κατά το τρίμηνο αυτό, καθώς και το υπόλοιπο που θα προκύπτει κάθε τρίμηνο κατά το περιοδικό κλείσιμό τους. Αντίγραφο του ή των λογαριασμών θα δικαιούται η Τράπεζα να αποστέλλει στον Πιστούχο και για βραχύτερα ή μακρότερα χρονικά διαστήματα κατά την κρίση της ή όπως τυχόν έχει συμφωνηθεί. Ο Πιστούχος οφείλει, αφού ελέγξει τα κονδύλια του λογαριασμού, να αναγνωρίσει το υπόλοιπό του. Η αναγνώριση αυτή γίνεται με την επιστροφή, υπογεγραμμένου απ’ τον Πιστούχο, του αντιγράφου, επιστολής της Τράπεζας προς αυτόν που θα περιέχει το υπόλοιπο του λογαριασμού». 9.2. «Ο Πιστούχος συμφωνεί ότι οφείλει μέσα σε τριάντα (30) ημέρες απ’ το τέλος κάθε τριμήνου ή άλλου διαστήματος κατά τα ανωτέρω να γνωστοποιεί εγγράφως κατά τρόπο που να εξασφαλίζει απόδειξη, ότι δεν έλαβε αντίγραφο του ή των λογαριασμών ή ότι διαφωνεί με το τρεχούμενο του αντιγράφου που παρέλαβε. Στην περίπτωση που δε λάβει χώρα τέτοιο γεγονός, θεωρείται ότι ο Πιστούχος έλαβε το αντίγραφο του λογαριασμού ή ότι έλεγξε κατ’ άλλο τρόπο την καταχώρηση των κονδυλίων, την κίνηση και την ακρίβειά του και ότι αναγνώρισε τα κονδύλια και το υπόλοιπο του ή των λογαριασμών και κατά τη διάταξη του άρθρου 874 του Αστικού Κώδικα, παραιτούμενος ρητώς από κάθε δικαίωμά του να αμφισβητήσει το οριστικό κατάλοιπο που αναγνωρίζει από τώρα και συμφωνεί ότι το αντίγραφο που έτσι θα εξαχθεί από τα βιβλία της Τραπέζης, θα αποδεικνύει την απαίτησή της κατά τα συνομολογούμενα στους όρους  5.5 και 9.4 της αυτής σύμβασης». Με βάση τα ανωτέρω η καθ’ ης την 1η-10-2012  εξέδωσε έγγραφη ειδοποίηση προς την πρώτη ανακόπτουσα, πιστούχο εταιρία, με το ακόλουθο περιεχόμενο : «Κύριοι, Σύμβαση Πιστώσεως δι’ ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού Αριθ. … Λογαριασμός Αριθ. …….. Ο ανωτέρω λογαριασμός παρουσιάζει ΧΡΕΩΣΤΙΚΟ υπόλοιπο EUR 694.908,57 την 30/09/2012, εκ των οποίων EUR 694.908,57 λογιστικοποιημένα και EUR0,00 μη λογιστικοποιημένα. Στο υπόλοιπο αυτό περιλαμβάνονται τόκοι, προμήθειες, φόρος τραπεζικών εργασιών κλπ του Γ ΤΡΙΜΗΝΟΥ του έτους 2012 που έχουν αναλυτικά ως εξής : ΤΟΚΟΙ ΕΞ+ΕΙΣΦ 6,47, ΤΟΚΟΙ ΥΠΕΡ+ΕΙΣΦ 161,92, ΕΙΣΦ Ν. 128 (0,60%) 912,63, ΤΟΚΟΙ 13.917,54, ΤΟΚ ΤΟΚΩΝ+ΕΙΣΦ 94,01, ΣΥΝΟΛΟ EUR15.092,57. Παρακαλούμε να ελέγξετε το υπόλοιπο αυτό και να μας επιστρέψετε, νόμιμα υπογεγραμμένο, το επισυναπτόμενο αντίγραφο, το αργότερο μέσα σε 30 ημέρες από την ημερομηνία εκδόσεώς του. Αν περάσει η προθεσμία αυτή και δεν μας επιστρέψετε υπογεγραμμένο το επισυναπτόμενο αντίγραφο, σημαίνει ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού είναι εν τάξει και έγινε ανεπιφύλακτα δεκτό από σας». Ακολούθως, στις 3-1-2013 ο νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης ανακόπτουσας – πιστούχου,  προέβη σε έγγραφη αναγνώριση του υπολοίπου του με αριθμό …………. λογαριασμού, στην οποία ειδικότερα αναφερόταν ότι: «Κύριοι, αφού ελέγξαμε προσεκτικά όλα τα ποσά που πέρασαν στον ανωτέρω λογαριασμό μας κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, αναγνωρίζουμε το ανωτέρω υπόλοιπο χωρίς καμία επιφύλαξη ως ακριβές και σύμφωνο με τα βιβλία μας και τους όρους της μεταξύ μας σύμβασης πιστώσεως». Απ’ τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης ανακόπτουσας, κατά την υπογραφή της εν λόγω δήλωσης αναγνώρισης (3-1-2013), αντιλήφθηκε τόσο το περιεχόμενο, όσο και τις έννομες συνέπειες της δήλωσης του αυτής και δη ότι αναγνώριζε ως οφειλόμενα από την πιστούχο – πρώτη ανακόπτουσα στην καθ’ ης η ανακοπή κατά τις αντίστοιχες ημερομηνίες τα ποσά που αναφέρονταν στη σχετική του δήλωση, το δε ως άνω περιεχόμενο ήταν απολύτως σαφές ως προς την έννοια του της αναγνώρισης του χρεωστικού υπολοίπου που προέκυπτε από την κίνηση του τηρηθέντος λογαριασμού. Από κανένα δε στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο άνω νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης ανακόπτουοας προέβη στην ως άνω αναγνώριση υπολοίπου, λόγω ουσιώδους πλάνης και δη θεωρώντας ότι η καθ’ ης η ανακοπή του είχε θέσει την αναγνώριση αυτή ως προαπαιτούμενο για να μην προβεί άμεσα σε καταγγελία της σύμβασης, όπως αβάσιμα οι ανακόπτοντες διατείνονται. Σε συνέχεια των ανωτέρω οι εκκαλούντες προβάλλουν ότι κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι οι δεύτερος και τρίτη εξ αυτών δεσμεύονται ως εγγυητές απ’ την από 1-10-2012 επιστολή της καθ’ ης και τη συνακόλουθη από 1-3-2012 αναγνώριση του τότε καταλοίπου απ’ την πρώτη ανακόπτουσα, την οποία οι ίδιοι ουδέποτε υπέγραψαν. Και ο ισχυρισμός τους αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, καθόσον απ’ τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επίκλησης προσκομίζουν οι διάδικοι και δη απ’ το περιεχόμενο της με αρ. ……/14-8-2001 επίδικης σύμβασης πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό που συνήφθη ανάμεσα στην καθ’ ης και την πρώτη ανακόπουσα ως πιστούχο και τους λοιπούς ανακόπτοντες ως εγγυητές προκύπτει ότι στον όρο 25.2 ρητά προβλέπεται ότι «τον εγγυητή δεσμεύει αυτοδικαίως, κάθε αναγνώριση χρέους παρούσα ή μέλλουσα του Πιστούχου προς την Τράπεζα από τη σύμβαση χωρίς άλλη διατύπωση ή κοινοποίηση εκ μέρους της Τραπέζης προς αυτόν..». Συνακόλουθα ο ισχυρισμός  των δεύτερου και τρίτης των εκκαλούντων ότι δεν δεσμεύονται απ’ την από 1-3-2013 αναγνώριση υπολοίπου, στην οποία προέβη η πιστούχος, τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια με τα παραπάνω και απέρριψε τον 4ο λόγο της ανακοπής (2ο σκέλος) με την ίδια αιτιολογία, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο περί του αντιθέτου ενδέκατος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Με τον δωδέκατο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, ενώ έκανε δεκτό εν μέρει τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους κατά το τρίτο σκέλος του και τον δεύτερο λόγο κατά το δεύτερο σκέλος του, δεχόμενο ότι η καθ’ ης τους χρέωσε παράνομα με το ποσό των 5.251,79 ευρώ, εσφαλμένα δεν ακύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και την επιταγή στο σύνολό τους παρά μόνο κατά το ως άνω ποσό. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, αφού κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 1ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν δι’ αυτού βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλια της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα, ήτοι η μερική ακύρωση της διαταγής, δεδομένου ότι δεν συντρέχει λόγος, νομικός ή άλλος, για την ολική ακύρωσή της (ΑΠ 753/1995, ΕφΛαρ  22/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως εκτέθηκε και στην τέταρτη κατά σειρά νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας.

Κατόπιν των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει δεκτή και ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, καθώς ευδοκίμησαν οι προεκτεθέντες λόγοι της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη για την ενότητα της δικαστικής κρίσης στο σύνολό της. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί και δικαστεί η ανακοπή, πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της. Αφού, επομένως κατά τα προαναφερόμενα, απορρίπτεται η υπό κρίση ανακοπή, πρέπει να επικυρωθεί η …./2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (άρθρο 633 παρ. 1 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 31-3-2021 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2021 και με ΓΑΚ/ ΕΑΚ/………/2021 έφεση και την από 3-3-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……/2022 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση του υπ’ αριθμ. …../2021 ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ στους καταθέσαντες αυτό εκκαλούντες.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη 138/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 17-12-2014 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2014 ανακοπή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την …./2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στις 24.10.2024  

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 24.10.2024 με άλλη σύνθεση, λόγω μετάθεσης και αναχώρησης της Εφέτη, Μαριάννας Μπέη, αποτελούμενη απ’ την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, και με την ίδια Γραμματέα, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ