ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 521/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Δ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», η οποία εδρεύει στο ………. Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξουσία δικηγόρος της Ευαγγελία Μηλολιδάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……, τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Στέφανος Λύρας, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών – εφεσίβλητος, ………., ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 20.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………./21.12.2021 αγωγή, σε βάρος της ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης εταιρείας, επί της οποίας, συζητήσεως γενομένης την 12.4.2022, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθμό 3532/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.
Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγομένη, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….», με την από 03.01.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου …/…/03-01-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……./13-01-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 21.09.2023, οπότε αυτή δεν εισήχθη προς συζήτηση λόγω ανωτέρας βίας, επαναπροσδιορίσθηκε δε αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 260 παρ.4 του ΚΠολΔ, με τη με αριθμό 75/27.9.2023 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.
Την ίδια απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προσβάλλει και ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων, …… ……., με την από 08.02.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……../24-02-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……./28-02-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 21.09.2023, οπότε αυτή δεν εισήχθη προς συζήτηση λόγω ανωτέρας βίας, επαναπροσδιορίσθηκε δε αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 260 παρ.4 του ΚΠολΔ, με τη με αριθμό 75/27.9.2023 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 03.01.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου …/03-01-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……../13-01-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Α έφεση] και β) από 08.02.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……/24-02-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………/28-02-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Β έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 3532/21.11.2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 20.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………/21.12.2021 αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η ανωτέρω αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από της δημοσιεύσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως στις 21.11.2022, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε, οι ένδικες εφέσεις, αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή τους (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ. α΄ του N.2172/1993), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.
ΙΙ. Ο ενάγων, …………, με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίσθηκε ότι, κατόπιν συμβάσεων ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία «………..», ναυτολογήθηκε οκτώ (8) φορές με την ειδικότητα της Θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, χρονικά διαστήματα, εντός της χρονικής περιόδου από 9.12.2019 έως 1.11.2021, στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά – οχηματαγωγά (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοία «ΚΠ» (πρώτη και τρίτη των ενδίκων ναυτολογήσεων), «ΦΠ» κοχ 21094,52 (δεύτερη, τέταρτη, πέμπτη, έβδομη και όγδοη των ενδίκων ναυτολογήσεων) και «ΚΠΣ» κοχ 26172,2,92 (έκτη των ενδίκων ναυτολογήσεων), αντί συμφωνηθείσας αμοιβής των προβλεπομένων αποδοχών (μηνιαίου μισθού και επιδομάτων) από τη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) για τα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019. Ο ίδιος ισχυρίσθηκε περαιτέρω ότι, ενόψει των ανωτέρω συμβάσεων, ναυτολογήθηκε και εργάσθηκε καθόλα τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, με την ανωτέρω ειδικότητα, παρείχε δε τις υπηρεσίες του στα εν λόγω πλοία, που εκτελούσαν καθημερινά, κατά τον ένδικο χρόνο, τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο δρομολόγια μεταξύ ελληνικών λιμένων, εργαζόμενος στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, η οποία διήρκησε από 9.12.2019 έως 10.2.2020, επί δέκα έξι ώρες (16) ημερησίως κατά το χρονικό διάστημα από 9.12.2019 έως 25.1.2020 και επί δέκα τρεις (13) ώρες ημερησίως κατά το χρονικό διάστημα από 26.1.2020 έως 10.2.2020, στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, η οποία διήρκησε από 2.5.2020 έως 12.10.2020, επί δέκα (10) ώρες ημερησίως, κατά το χρονικό διάστημα από 2.5.2020 έως 24.5.2020, επί δέκα έξι ώρες (16) ημερησίως κατά τα χρονικά διαστήματα από 25.5.2020 έως 10.6.2020 και από 10.9.2020 έως 11.10.2020 και επί δέκα τρεις (13) ώρες ημερησίως κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2020 έως 9.9.2020, πλην των αναφερομένων στην αγωγή ημερών, οπότε το πλοίο εκτελούσε και πρόσθετο ημερήσιο δρομολόγιο, οπότε ο ενάγων εργάσθηκε επί δέκα επτά (17) ώρες ημερησίως, στα πλαίσια της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, η οποία διήρκησε από 12.10.2020 έως 2.11.2020, επί δέκα τρεις (13) ώρες ημερησίως, στα πλαίσια της τέταρτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, η οποία διήρκησε από 27.11.2020 έως 7.1.2021, επί δέκα έξι (16) ώρες ημερησίως, στα πλαίσια της πέμπτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, η οποία διήρκησε από 1.3.2021 έως 2.3.2021, επί δέκα έξι (16) ώρες ημερησίως, στα πλαίσια της έκτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, η οποία διήρκησε από 3.3.2021 έως 15.3.2021, επί δέκα έξι (16) ώρες ημερησίως, στα πλαίσια της έβδομης των ενδίκων ναυτολογήσεων, η οποία διήρκησε από 16.3.2021 έως 8.7.2021, επί δέκα έξι (16) ώρες ημερησίως κατά το χρονικό διάστημα από 16.3.2021 έως 25.3.2021 και επί δέκα τρεις (13) ώρες ημερησίως, κατά το χρονικό διάστημα από 26.3.2021 έως 8.7.2021 και στα πλαίσια της όγδοης των ενδίκων ναυτολογήσεων, η οποία διήρκησε από 2.8.2021 έως 1.10.2021, επί δέκα τρεις (13) ώρες ημερησίως, κατά το χρονικό διάστημα από 2.8.2021 έως 1.10.2021, πλην των αναφερομένων στην αγωγή ημερών, οπότε το πλοίο εκτελούσε και ημερήσια δρομολόγια οπότε εργαζόταν επί δέκα επτά (17) ώρες ημερησίως, κατά το χρονικό διάστημα από 10.10.2021 έως 15.10.2021 και από 24.10.2021 έως 29.10.2021 και επί δέκα έξι ώρες (16) ημερησίως, κατά τα χρονικά διαστήματα από 2.10.2021 έως 9.10.2021, από 16.10.2021 έως 23.10.2021 και από 30.10.2021 έως 1.11.2021. Με βάση τα περιστατικά αυτά και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι, απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των συμφωνημένων αποδοχών του, που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις ημέρες Κυριακής, Σαββάτου και αργιών, το σύνολο των αναλογούντων στον χρόνο εργασίας του επιδομάτων εορτών, χωρίς να λάβει αποζημίωση απολύσεως λόγω της μονομερούς, εκ μέρους του πλοιάρχου των ανωτέρω πλοίων, καταγγελίας της τρίτης και τέταρτης των ενδίκων ναυτολογήσεών του, συνεπεία διακοπής των πλόων των ανωτέρω πλοίων, ανερχομένης στις αποδοχές δεκαπέντε ημερών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 72 επ. του ΚΙΝΔ, καθώς επίσης και το σύνολο της δικαιούμενης από αυτόν αμοιβής για δρομολόγια εξπρές που εκτέλεσε το πλοίο ΦΠ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, ζητούσε, όπως παραδεκτά, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις του [άρθρα 223, 295§1 και 297 ΚΠολΔ], να του επιδικαστεί, δι’ αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, καταψηφιστικώς το ποσό των ευρώ 22.323,13 για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησής του κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, Σαββάτου και αργιών στα πλαίσια ναυτολόγησής του στο πλοίο ΚΠΣ, καθώς επίσης, κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του, εντός του έτους 2021, στο πλοίο ΦΠ, για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 2020 καθόν χρόνο ήταν ναυτολογημένος στο πλοίο ΚΠΣ, για αναλογία επιδομάτων εορτών έτους 2021 αμοιβής δρομολογίων εξπρές καθόν χρόνο ήταν ναυτολογημένος στο πλοίο ΦΠ και για αποζημίωση απολύσεως συνεπεία της καταγγελία της τέταρτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, αφετέρου δε αναγνωριστικώς, το συνολικό ποσό των ευρώ 25.984,10 για απαιτήσεις του στα πλαίσια των ναυτολογήσεών του στο πλοίο ΚΠ και κατά το έτος 2020 στο πλοίο ΦΠ για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησής του κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, Σαββάτου και αργιών, αναλογίας Δώρων εορτών 2021, για αμοιβή για δρομολόγια εξπρές που εκτέλεσε ΦΠ και για τη δικαιούμενη υπ’ αυτού αποζημίωση απολύσεως λόγω της μονομερούς, εκ μέρους του πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου, καταγγελίας της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεών του την 2.11.2020. Τα ανωτέρω ποσά, ο ενάγων αξίωσε νομιμότοκα από της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του την 1.11.2021, άλλως από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής. Ζητούσε, τέλος, να υποχρεωθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 3532/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αφού έγινε δεκτή, ως ορισμένη, απορριφθείσας σχετικής περί του αντιθέτου ενστάσεως της εναγομένης και νόμιμη η ένδικη αγωγή, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341 εδ. α’, 345 εδ. α’, 346, 361, 648 επ. και 904 επ. του ΑΚ, 53, 54, 57, 60, 74, 75 και 76 του Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ., σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 3170/12-8-2019, της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς», 176, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. ε’ του ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί κηρύξεως προσωρινώς εκτελεστής της αποφάσεως, το οποίο απερρίφθη ως μη νόμιμο, κατά το αναγνωριστικό της μέρος, ακολούθως αυτή (ένδικη αγωγή), έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της και επιδικάσθηκε στον ενάγοντα καταψηφιστικώς το ποσό των ευρώ 10.101,78 και δη (α) το ποσό των ευρώ 481,10, ως υπόλοιπο οφειλομένης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις οκτώ [8] καθημερινές ημέρες, δύο [2] ημέρες Κυριακής, δύο [2] ημέρες Σαββάτου και μία [1] ημέρα αργία, που εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο «ΚΠΣ», διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ενάγων εργαζόταν επί δέκα τέσσερις [14] ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, απορριφθείσας της αγωγής ως αβάσιμης στην ουσία της καθό μέρος ο ενάγων αξίωνε αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση δέκα έξι [16] ωρών ημερησίως και αφού δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης για το ποσό των ευρώ 416,74, συμπεριλαμβανομένου και του ποσού των ευρώ 53,06 που αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα με αιτιολογία «προμήθειες θαλαμηπόλων», διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα το ποσό αυτό κατέβαλε η εναγομένη έναντι της αμοιβής του ενάγοντος για την τυχόν υπερωριακή του απασχόληση, (β) το ποσό των ευρώ 249,80, ως αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα έτους 2020, στα πλαίσια της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο ίδιο ως άνω πλοίο, (γ) το ποσό των ευρώ 2.977,68 ως υπόλοιπο οφειλομένης αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις εκατόν σαράντα τρεις [143] ημέρες καθημερινές, είκοσι εννέα [29] ημέρες Κυριακής, είκοσι εννέα [29] ημέρες Σαββάτου και εννέα [9] ημέρες αργίας που εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο «ΦΠ» κατά το έτος 2021, διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ενάγων εργαζόταν επί ένδεκα [11] ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, κατά τις δέκα εννέα [19] ημέρες Σαββάτου, έξι [6] ημέρες αργίας, εκατόν δέκα οκτώ [118] καθημερινές ημέρες και δέκα εννέα [19] ημέρες Κυριακής, οπότε το πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο από Πειραιά προς κάποιο εκ των λιμένων της νήσου Κρήτης με επιστροφή και επί δέκα τέσσερις [14] ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, κατά τις δέκα [10] ημέρες Σαββάτου, τρεις [3] ημέρες αργίας, είκοσι πέντε [25] καθημερινές ημέρες και δέκα [10] ημέρες Κυριακής, οπότε το πλοίο εκτελούσε επιπλέον του ανωτέρω δρομολογίου και επιπρόσθετο ημερήσιο δρομολόγιο, απορριφθείσας της αγωγής ως αβάσιμης στην ουσία της καθό μέρος ο ενάγων αξίωνε αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση δέκα τριών [13] ωρών ημερησίως, καθόν χρόνο το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Κρήτη με επιστροφή και δέκα έξι [16] ωρών ημερησίως, καθόν χρόνο το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε επιπλέον του ανωτέρω δρομολογίου (Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή) και επιπρόσθετο δρομολόγιο Πειραιάς – Κρήτη και δέκα επτά [17] ωρών καθόν χρόνο εκτελούσε πρόσθετο ημερήσιο δρομολόγιο και αφού δέχθηκε ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της την, περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης, για το ποσό των ευρώ 7.196,10, συμπεριλαμβανομένου και του ποσού που αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα με αιτιολογία «προμήθειες θαλαμηπόλων», διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα το ποσό αυτό κατέβαλε η εναγομένη έναντι της αμοιβής του ενάγοντος για την τυχόν υπερωριακή του απασχόληση, (δ) το ποσό των ευρώ 793,31 για 5,96 δρομολόγια εξπρές, διάρκειας άνω των δώδεκα ωρών που, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, εκτέλεσε το ανωτέρω πλοίο εντός του έτους 2021, (ε) το ποσό των ευρώ 2.705,79 για αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2021, (στ) το ποσό των ευρώ 915,10 για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 2021 και (ζ) το ποσό των ευρώ 1.996,60, ήτοι το ήμισυ του συνομολογηθέντος μισθού, ως αποζημίωση για την απόλυσή του, την 7.1.2021, λόγω διακοπής των πλόων του ανωτέρω πλοίου ΦΠ και αναγνωριστικώς το συνολικό ποσό των ευρώ 10.381,77 και δη (α) το ποσό των ευρώ 699,64 για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 2020 για τον χρόνο που ο ενάγων εργάσθηκε στο πλοίο ΚΠ, (β) το ποσό των ευρώ 376,78 για αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2020 για τον χρόνο που ο ενάγων εργάσθηκε στο ίδιος ως άνω πλοίο, (γ) το ποσό των ευρώ 2.047,75, ήτοι το ήμισυ του συνομολογηθέντος μισθού, ως αποζημίωση για την απόλυσή του, την 2.11.2020, λόγω διακοπής των πλόων του ανωτέρω πλοίου (ΚΠ), (δ) το ποσό των ευρώ 4.333,70, ως υπόλοιπο οφειλομένης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις εκατόν δέκα εννέα [119] καθημερινές ημέρες, είκοσι τέσσερις [24] ημέρες Κυριακής, είκοσι τρεις [23] ημέρες Σαββάτου και έξι [6] ημέρες αργίας που, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ενάγων εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο ΦΠ, εντός του έτους 2020, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ο ενάγων εργάσθηκε επί δέκα τέσσερις [14] ώρες καθ’ εκάστη ημέρα επί εξήντα εννέα [69] καθημερινές ημέρες, δέκα οκτώ [18] ημέρες Κυριακής, δέκα έξι [16] ημέρες Σαββάτου και έξι [6] ημέρες αργίας, απορριφθείσας της αγωγής ως αβάσιμης στην ουσία της καθό μέρος ο ενάγων αξίωνε αμοιβή για υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ίδιες ημέρες δέκα έξι [16] και δέκα επτά [17] ωρών εργασίας κατά περίπτωση, και επί ένδεκα [11] ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, επί πενήντα [50] ημέρες καθημερινές, έξι [6] ημέρες Κυριακής και επτά [7] ημέρες Σαββάτου, απορριφθείσας της αγωγής ως αβάσιμης στην ουσία της καθό μέρος ο ενάγων αξίωνε αμοιβή για υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ίδιες ημέρες δέκα τριών [13] ωρών και αφού δέχθηκε ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της την, περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης, για το ποσό των ευρώ 5.688,70, συμπεριλαμβανομένων και των ποσών που αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα, με αιτιολογία «προμήθειες θαλαμηπόλων», διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα το ποσό αυτό κατέβαλε η εναγομένη έναντι της αμοιβής του ενάγοντος για την τυχόν υπερωριακή του απασχόληση, (ε) το ποσό των ευρώ 1.387,41 για αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2020 για τον χρόνο που ο ενάγων εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο ΦΠ και (στ) το ποσό των ευρώ 1.536,49 για 10,75 δρομολόγια εξπρές, διάρκειας άνω των δώδεκα ωρών που, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, εκτέλεσε το εν λόγω πλοίο εντός του έτους 2020. Τα ανωτέρω ποσά, επεδίκασε με το νόμιμο τόκο από την 1.11.2021, ήτοι την ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεως του ενάγοντος, αφού απέρριψε το αίτημα της εναγομένης περί επιδικάσεως, μετά την επίδοση της αγωγής, μόνον τόκων υπερημερίας και όχι επιδικίας, κήρυξε δε την απόφαση εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή και δη για το ποσό των ευρώ 6.000 και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα μέρος της δικαστικής του δαπάνης, το ύψος της οποία όρισε στο ποσό των ευρώ επτακοσίων (700). Με την εκκαλουμένη απόφαση, τέλος, απορρίφθηκε ως αβάσιμη στην ουσία της η ένδικη αγωγή καθό μέρος ο ενάγων αξίωνε αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση κατά τη διάρκεια των πρώτης και τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεών του στο πλοίο ΚΠ, διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ενάγων για την εν λόγω αιτία εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 1.827,00 συνολικά, ποσό το οποίο εξοφλήθηκε δια της καταβολής υπό της εναγομένης του ποσού των ευρώ 2.039,29. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και η εναγομένη, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό, έχοντες έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως, με τις συνεκδικαζόμενες, με την παρούσα απόφαση, εφέσεις τους. Ειδικότερα: 1) η εναγόμενη άσκησε την υπό στοιχείο Α έφεσή της, με την οποία πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αναφορικά με την κρίση του α) επί του κονδυλίου της αμοιβής του ενάγοντος για δρομολόγια εξπρές που εκτέλεσε το ανωτέρω πλοίο ΦΠ κατά τα έτη 2020 και 2021, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά οι αποδείξεις θα είχε γίνει δεκτό ότι το ανωτέρω πλοίο δεν εκτέλεσε τα, κατά το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως, ημερήσια δρομολόγια, με περαιτέρω αποτέλεσμα ο ενάγων να μην δικαιούται την, επιδικασθείσα με την εκκαλουμένη απόφαση, αμοιβή για εξπρές δρομολόγια και επιπλέον, με τον δεύτερο λόγο έφεσης, πλήττεται το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης απόφασης, καθόσον δεν συνυπολογίσθηκαν και δεν αφηρέθησαν από το επιδικασθέν για την εν λόγω αιτία ποσό τα ποσά που αυτή (εναγομένη) απέδειξε ότι κατέβαλε για την εν λόγω αιτία στον ενάγοντα και δη το ποσό των ευρώ 856,05 κατά το έτος 2020 και το ποσό των ευρώ 380,55 κατά το έτος 2021, β) επί του κονδυλίου της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον τρίτο λόγο έφεσης ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά οι αποδείξεις θα είχε γίνει δεκτό ότι αυτός (ενάγων) δεν εργαζόταν υπερωριακά πέραν των δέκα (1ο) ωρών ημερησίως, επιπροσθέτως δε, κατά το δεύτερο σκέλος του, διότι εσφαλμένως έγινε δεκτό ότι ο ενάγων δικαιούται αναλογίας δώρων εορτών των ενδίκων χρονικών διαστημάτων, εφόσον υπολογίσθηκαν επί τη βάσει αυξημένων, έναντι των πράγματι δικαιουμένων υπ’ αυτού τακτικών αποδοχών, αφού ελήφθη υπόψη μέσος όρος αμοιβής για υπερωριακή του απασχόληση ανώτερη από αυτήν που πράγματι εδικαιούτο. Με τον ίδιο λόγο έφεσης, κατά το τρίτο σκέλος του, διότι για τον υπολογισμό της υπερωριακής του αμοιβής ελήφθησαν υπόψη ημέρες εργασίας κατά τις οποίες ο ενάγων εργάσθηκε επιπλέον του νομίμου ωραρίου οπότε το πλοίο εκτέλεσε και ημερήσια δρομολόγια, αν και κατά τον λόγο αυτό έφεσης, το πλοίο δεν εκτέλεσε τα ημερήσια δρομολόγια που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και γ) επί του κονδυλίου της αποζημίωσης απολύσεως που επεδίκασε στον ενάγοντα κατά την αποναυτολόγησή του την 2.11.2020 και την 7.1.2021, ως προς το οποίο πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 72, 75 και 76 του ΚΙΝΔ που εφάρμοσε, αντί των διατάξεων του άρθρου 27 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, εφόσον ο ενάγων επαναπροσελήφθη υπό της εναγομένης εντός προθεσμίας εξήντα ημερών, με αποτέλεσμα να μην του οφείλεται αποζημίωση απολύσεως για την εν λόγω αιτία. Ζήτησε δε, με την εν λόγω έφεσή της, την εξαφάνιση άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ένδικη αγωγή του ενάγοντος και να καταδικασθεί αυτός στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Η εκκαλούσα, τέλος, δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, υποβάλλει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ. επειδή, όπως ισχυρίζεται, κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των (6.640,32) ευρώ, το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση του επιδίκασε και ως προς το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή. Το τελευταίο αυτό αίτημα, ήτοι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, τυγχάνει νόμιμο ως θεμελιούμενο στις διατάξεις του άρθρου 914 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία του. 2) Ο ενάγων άσκησε κατά της ως άνω απόφασης την ανωτέρω, υπό στοιχείο Β, έφεσή του, με την οποία πλήττει αυτήν για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αναφορικά με την κρίση του επί α) της παραδοχής ως ουσιαστικά βασίμου του ισχυρισμού της εναγομένης περί συμβατικού συμψηφισμού, των ποσών που αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα, με αιτιολογία «προμήθεια θαλαμηπόλων», με μέρος των ενδίκων απαιτήσεών του για καταβολή αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση στα ανωτέρω πλοία της, αποδεικτικό πόρισμα που πλήττεται και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ και για πλημμελή αιτιολογία με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, β) του αγωγικού κονδυλίου της διαφοράς της αμοιβής του για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερωριακή εργασία και συγκεκριμένα, με τον δεύτερο λόγο έφεσης, όσον αφορά τα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως επί των ωρών της ημερήσιας απασχόλησής του στα πλοία της εναγομένης, κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του σ’ αυτά, με αποτέλεσμα το ως άνω κονδύλιο να γίνει εν μέρει δεκτό ως κατ’ ουσίαν βάσιμο, γ) επί των επίσης γενομένων εν μέρει δεκτών ως κατ’ ουσίαν βασίμων αγωγικών κονδυλίων διαφοράς επιδομάτων εορτών ετών 2020 και 2021 και συγκεκριμένα, με τον τρίτο λόγο έφεσης, όσον αφορά στα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως και δη στον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού, το οποίο έγινε δεκτό ότι του οφείλεται ως τέτοια αμοιβή, διότι, όπως διατείνεται, τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών, συμπεριληφθέντος, χαμηλότερου ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο, δ) επί του επίσης γενομένου εν μέρει δεκτού ως κατ’ ουσίαν βασίμου κονδυλίου αμοιβής του για δρομολόγια εξπρές που εκτέλεσε το ανωτέρω πλοίο ΦΠ και συγκεκριμένα, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, όσον αφορά στα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως και δη στον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού, το οποίο έγινε δεκτό ότι του οφείλεται ως τέτοια αμοιβή, διότι, όπως διατείνεται, τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συμπεριληφθέντος χαμηλότερου ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο και ε) επί του επίσης γενομένου εν μέρει δεκτού ως κατ’ ουσίαν βασίμου κονδυλίου αποζημιώσεως απολύσεως για τη λύση των τρίτης και τέταρτης των ενδίκων συμβάσεων ναυτολογήσεώς του, με τον πέμπτο, όπως αυτός παραδεκτώς διορθώθηκε δια των εγγράφων προτάσεων και τον έκτο λόγο εφέσεως, όσον αφορά στον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού, το οποίο έγινε δεκτό ότι του οφείλεται ως αποζημίωση, διότι, όπως διατείνεται, τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συμπεριληφθέντος χαμηλότερου ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο. Ζήτησε δε, με την εν λόγω έφεσή του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια αυτής που βλάπτουν τον εκκαλούντα, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης και της αμοιβής του πληρεξουσίου του δικηγόρου, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
ΙΙΙ. Από την εκτίμηση των, περιεχομένων στις από 11-4-2022 ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν ενώπιον του Δικηγόρου Ηρακλείου Κρήτης ………, ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων …………. και ………., οι οποίες ελήφθησαν, με επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλητεύσεως της αντιδίκου του, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …./5-4-2022 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας Ηρακλείου Κρήτης, ……, χωρίς το γεγονός ότι αυτοί τυγχάνουν αντίδικοι της εναγομένης, εκ του λόγου ότι έχουν ασκήσει εναντίον της άλλη, ιδική τους, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη, μη εξαρτώντας εκ του λόγου τούτου συμφέρον από την παρούσα δίκη, όπως η ίδια διατείνεται με τις έγγραφες προτάσεις, ενόψει μάλιστα του ότι, ήδη η διάταξη του άρθρου 400 αρ. 3 ΚΠολΔ κατά το οποίο «Δεν εξετάζονται, όταν κληθούν ως μάρτυρες, 1) …, 2) …, 3) πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη», καταργήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, τις, περιεχομένες στις με αριθμό …/5-4-25022 και …./6-4-2022 ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν ενώπιον του Συμβολαιογράφου Ηρακλείου ……….., ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ………….. και …………., αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης του αντιδίκου της, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …/30-3-2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή, …….., οι καταθέσεις των οποίων (ανωτέρω μαρτύρων) σταθμίζονται, κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας τους, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ, αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), απεδείχθησαν, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές, οκτώ (8) συνολικά, συμβάσεις παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν μεταξύ του ενάγοντος, ……….., Έλληνα, απογεγραμμένου ναυτικού και κατόχου του με αριθμό ……… ναυτικού φυλλαδίου και της εναγομένης, ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, με την επωνυμία «……….», πλοιοκτήτριας των υπό ελληνική σημαία επιβατηγών – οχηματαγωγών (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίων με την ονομασία «ΚΠ», κοχ 24003, με αριθμό νηολογίου Ηρακλείου ….., «ΦΠ», κοχ 21904, με αριθμό νηολογίου Ηρακλείου … και «ΚΠΣ», κοχ 26172, με αριθμό νηολογίου Πειραιά …., ο ενάγων, ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε στα ανωτέρω πλοία με την ειδικότητα της Θαλαμηπόλου. Ειδικότερα, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, τα αποδεικτικά πορίσματα της οποίας (εκκαλουμένης αποφάσεως) δεν πλήττονται, κατά τούτο, με τις ένδικες εφέσεις, ο ενάγων ναυτολογήθηκε (α) στο πλοίο «ΚΠ», στα πλαίσια της πρώτης και τρίτης των ενδίκων συμβάσεων ναυτολογήσεως και δη την 9-12-2019 και την 12-10-2020, αντίστοιχα, και εργάσθηκε σε αυτό με την ανωτέρω ειδικότητα, ως μέλος του οργανωμένου πληρώματός του, έως την 10-2-2020 και την 2-11-2020, αντίστοιχα, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του Πλοιάρχου και λόγω διακοπής δρομολογίων του ανωτέρω πλοίου, αντίστοιχα, (β) στο πλοίο «ΦΠ», Ν.Η. …, στα πλαίσια της δεύτερης, τέταρτης, πέμπτης, έβδομης και όγδοης των ενδίκων συμβάσεων ναυτολογήσεως και δη την 2-5-2020, την 27-11-2020, την 1-3-2021, την 16-3-2021 και την 2-8-2021 και εργάσθηκε σε αυτό με την ανωτέρω ειδικότητα, ως μέλος του οργανωμένου πληρώματός του, στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων έως την 12-10-2020, οπότε απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου, στα πλαίσια της τέταρτης των ενδίκων ναυτολογήσεων έως την 7-1-2021, οπότε απολύθηκε λόγω διακοπής δρομολογίων του ανωτέρω πλοίου, στα πλαίσια της πέμπτης των ενδίκων ναυτολογήσεων έως την 3-3-2021, οπότε απολύθηκε λόγω μεταθέσεως, στα πλαίσια της έβδομης των ενδίκων ναυτολογήσεων έως την 8-7-2021, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του Πλοιάρχου του πλοίου και στα πλαίσια της όγδοης των ενδίκων ναυτολογήσεων έως την 1-11-2021, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του Πλοιάρχου και (γ) στο πλοίο «ΚΠΣ», ΝΠ …, την 3-3-2021 και εργάσθηκε σε αυτό με την ανωτέρω ειδικότητα, ως μέλος του οργανωμένου πληρώματός του, έως την 16-3-2021, οπότε απολύθηκε λόγω μεταθέσεως. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, στα πλαίσια της πέμπτης των ενδίκων ναυτολογήσεων για την οποία δεν τηρήθηκε έγγραφο τύπος, οι όροι αμοιβής και εργασίας του ενάγοντος συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι θα διέπονται από τις διατάξεις της ΣΣΝΕ των μελών των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, η οποία υπεγράφη την 8.7.2019 και κυρώθηκε την 24.7.2019, με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 3170/2019). Για τις λοιπές επτά των ενδίκων συμβάσεων ναυτολογήσεως καταρτίσθηκαν, μεταξύ των διαδίκων, έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, με τις οποίες ρυθμίσθηκε συμβατικά η αμοιβή του ενάγοντος και οι όροι εργασίας του στα ανωτέρω πλοία. Συγκεκριμένα, καταρτίσθηκαν οι από 9.12.2019, 2.5.2020, 19.10.2020, 27.11.2020, 4.3.2021, 17.3.2021, 2.8.2021 έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, με τις οποίες στον όρο 4 των συμβάσεων αυτών, υπό του τίτλου «Αμοιβές», προβλέφθηκε ότι, ο μισθός του ενάγοντος θα απαρτίζεται από τρία μέρη και δη υπό στοιχείο (α) τις νόμιμες αποδοχές της ΣΣΝΕ των μελών των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, η οποία υπεγράφη την 8.7.2019 και κυρώθηκε την 24.7.2019, με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 3170/2019), πλέον υπό στοιχείο (β) ενός ποσού ως συμβατικώς συνομολογηθείσες υπερωρίες, πλέον υπό στοιχείο (γ) ποσοστών επί των καθαρών πωλήσεων ειδών κυλικείου και εστιατορίου του πλοίου. Συγκεκριμένα, σε άπασες τις ανωτέρω επτά έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας προβλέφθηκε στον όρο 4 αυτών ότι οι συνολικές αποδοχές του ενάγοντος, πέραν των ανωτέρω υπό στοιχείο (α) και (β) αποδοχών, θα περιλαμβάνει «(γ) τα ποσοστά τα οποία αναφέρονται συνολικά για την συγκεκριμένη Επιστασία στο Παράρτημα 1 του παρόντος, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Σύμβασης, και τα οποία (ποσοστά) κατανέμονται με ευθύνη του εκάστοτε Προϊσταμένου της Επιστασίας στα μέλη της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εργασιών του Πλοιοκτήτη», επισυνάφθηκε δε, σε εκάστη των ανωτέρω επτά εγγράφων συμβάσεων ναυτικής εργασίας, έγγραφο με τίτλο «Παράρτημα Ι», στο οποίο, υπό του τίτλου «Επιστασία Ξενοδοχειακού», αναφέρεται «Εισπράξεις από μπαρ, τραπεζαρία και self service» και ακολούθως κατάλογος με είδη προϊόντων και αντίστοιχο ποσοστό για έκαστο προϊόν, με αναφορά στο τέλος ότι, τα ποσοστά υπολογίζονται επί των καθαρών εισπράξεων, ήτοι κατόπιν της αφαίρεσης του ΦΠΑ. Επιπλέον, στον όρο 4 των εν λόγω εγγράφων συμβάσεων, προβλέφθηκε ότι «… οι ως άνω αμοιβές – παροχές υπό στοιχείο β και γ, καθώς και οποιοδήποτε ποσό ήθελε καταβληθεί στον Ναυτικό πέραν των προαναφερομένων, υπόκειται σε συμψηφισμό με τυχόν αξιώσεις του για παροχή υπερωριακής εργασίας…». Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της εφαρμοζομένης εν προκειμένω ανωτέρω ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα, ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά την Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜΕΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 735/2006 ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005 ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση, κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες, αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ίδιας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά τη ΣΣΝΕ του έτους 2019 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2), η οποία εφαρμόζεται επί των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του Θαλαμηπόλου ορίστηκε σε χίλια διακόσια τέσσερα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτά (1.204,77 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, δηλαδή σε διακόσια εξήντα πέντε ευρώ και πέντε λεπτά (265,05 €), το ημερήσιο αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (19,98 €), δηλαδή σε πεντακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτά (19,98 € Χ 30 ημέρες = 599,40 €) μηνιαίως, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα έξι ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά του ευρώ (36,64 €), οι αποδοχές της αδείας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια τέσσερα ευρώ και τέσσερα λεπτά {(1.204,77 € + 265,05 + 599,40 €: 22 Χ 5 ημέρες = 470,28 € (κατόπιν στρογγυλοποίησης)}, το ωρομίσθιο του Θαλαμηπόλου καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (6,96 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και εβδομήντα λεπτά (8,70 €) και σε δέκα ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (10,44 €), αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος, κατά τις ένδικες ναυτολογήσεις του, στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης, ανέρχονταν σε (1.204,77 € + 265,05 € + 599,40 € + 36,64 € + 470,28 =) δύο χιλιάδες πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και δέκα τέσσερα λεπτά (2.576,14 ευρώ), πλην όμως, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του προσδιορίζει το επίδομα αδείας σε ευρώ 433,95 μηνιαίως, με αποτέλεσμα, κατά την αγωγή, οι ελάχιστες νόμιμες αποδοχές αυτού (ενάγοντος), κατά το επίδικο διάστημα, να ανέρχονται σε (1.204,77 € + 265,05 € + 599,40 € + 36,64 € + 433,95 =) δύο χιλιάδες πεντακόσια τριάντα εννέα ευρώ και ογδόντα ένα λεπτά (2.539,81 ευρώ), επί του οποίου ποσού υπολογίσθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση και οι επίδικες απαιτήσεις (άρθρο 106 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, τα γενικά καθήκοντα των θαλαμηπόλων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του οποίου, οι θαλαμηπόλοι διακρίνονται ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσης στην οποία ανήκουν και τον βοηθούν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντήρησης και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών, αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Ειδικότερα, στη διάταξη του άρθρου 118 του ιδίου ως άνω β.δ./τος, που επίσης αναφέρεται στα ειδικότερα καθήκοντα των θαλαμηπόλων ενδιαιτημάτων, εστιατορίων, και κυλικείων, προβλέπεται ότι: «1…2. Οι θαλαμηπόλοι εστιατορίων βοηθούμενοι υπό επικούρων και υπό την άμεσον εποπτείαν και διεύθυνσιν του Αρχιθαλαμηπόλου επιμελούνται του ευπρεπισμού των αιθουσών των επιβατών (φαγητού, υποδοχής, χορού, μουσικής, αναγνωστηρίου, καπνιστηρίου κ.λ.π.) και της κοινωνικής προετοιμασίας των τραπεζών διά το πρωϊνόν ρόφημα, πρόγευμα, γεύμα, πρόδειπνον και δείπνον και εξυπηρετούσι τους εν αυταίς επιβάτας μετά προθυμίας και συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. 3. Οι θαλαμηπόλοι κυλικείων βοηθούμενοι υπό επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού του κυλικείου και εξυπηρετούσι τους επιβάτας, παρέχοντες αυτοίς κατά την παραγγελίαν των αφεψήματα, ποτά και είδη κυλικείου, εις την κεκανονισμένην ποσότητα και τιμήν, βάσει τιμολογίου μονίμως ανηρτημένου εις πινακίδα. 4. Οι θαλαμηπόλοι ενδιαιτημάτων βοηθούμενοι υπό επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού των κοιτωνίσκων των επιβατών και τίθενται προθύμως, και ανελλιπώς εις την διάθεσίν των διά την αρτιωτέραν εξυπηρέτησίν των κατά την διάρκειαν του ταξειδίου εξασφαλίζουσι την ησυχίαν κατά την νυκτερινήν φυλακήν των, και επιμελούνται της παραλαβής και μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών από του καταστρώματος εις τας θέσεις και τανάπαλιν κατά την επιβίβασιν και αποβίβασίν των». Αποδείχθηκε, επίσης, ότι τα ανωτέρω πλοία, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, διενεργούσαν τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες και συγκεκριμένα: (α) το πλοίο «ΚΠ», κατά τη διάρκεια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος (ι) κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 25.1.2020, εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα με επιστροφή, και συγκεκριμένα, το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 21:00, για Ηράκλειο (αφ. 05.45 της επομένης ημέρας), απ’ όπου αναχωρούσε εκ νέου και κατέπλεε ώρα 09.30 στο λιμάνι της Σούδας (Χανιά), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου, ώρα 16.00, της ίδιας ημέρας για το λιμάνι του Ηρακλείου, όπου κατέπλεε περίπου ώρα 19.00 και απέπλεε εκ νέου, ώρα 22.30, για Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 06.30 της επομένης ημέρας και (ιι) κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 261.1.2020 έως 10.2.2020, εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή, και συγκεκριμένα, το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 21:00, για Ηράκλειο (αφ. 06.30 της επομένης ημέρας), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 21.00 για Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 06.30 της επομένης ημέρας, (β) το πλοίο «ΦΠ» Ν.Η. …, κατά τη διάρκεια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος (i) κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 2.5.2020 έως 10.6.2020 και από 10.9.2020 έως 11.10.2020, εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα με επιστροφή, και συγκεκριμένα, το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 21:00, για Ηράκλειο – Σούδα (Χανιά), με επιστροφή στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 07.00 της μεθεπομένης ημέρας και (ii) κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 11.6.2020 έως 9.9.2020, εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή, και συγκεκριμένα, το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 21:00, για Ηράκλειο (αφ. 06.30 της επομένης ημέρας), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 21.00 για Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 06.30 της επομένης ημέρας. Επιπλέον, απεδείχθη ότι, το ανωτέρω πλοίο, επιπλέον του εν λόγω τακτικού δρομολογίου, εκτέλεσε και ημερήσιο δρομολόγιο και δη την 25.7.2020, 31.7.2020, 1.8.2020, 7.8.2020, 8.8.2020, 14.8.2020, 22.8.2020 και 29.8.2020, το πλοίο μετά την άφιξή του στο λιμάνι του Πειραιά ή του Ηρακλείου, απεδείχθη ότι, αναχωρούσε πρόωρα ώρα 11.00 προς εκτέλεση και ημερήσιου δρομολογίου Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή, κατέπλεε αντίστοιχα στο λιμάνι Ηρακλείου ή του Πειραιά ώρα 18.30 και αναχωρούσε εκ νέου ώρα 21.00, προς εκτέλεση του τακτικού του ανωτέρω δρομολογίου. Επιπλέον, απεδείχθη ότι, τις ημέρες 30.7.2020, 2.8.2020, 6.8.2020, 9.8.2020, 13.8.2020, 16.8.2020, 20.8.2020, 23.8.2020, 27.8.2020 και 30.8.2020 το ανωτέρω πλοίο, επιπλέον του τακτικού δρομολογίου, εκτελούσε και ημερήσιο δρομολόγιο και δη το πλοίο μετά την άφιξή του στο λιμάνι του Πειραιά ή του Ηρακλείου, κατά περίπτωση, αναχωρούσε πρόωρα ώρα 11.00 προς εκτέλεση και ημερήσιου δρομολογίου Πειραιάς – Μήλος, όπου κατέπλεε ώρα 15.00 Ηράκλειο ή Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 18.45 και ακολούθως εκτελούσε το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο, ήτοι αναχωρούσε από το λιμάνι ώρα 22.00 και κατέπλεε στο λιμάνι Ηρακλείου ή Πειραιά ώρα 06.30 της επομένης ημέρας. Αντίθετα, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του πρώτο λόγο έφεσης της εναγομένης, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση περί την εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία δέχθηκε ότι το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε ημερήσιο δρομολόγιο και την 18.6.2020, 21.6.2020, 25.6.2020, 28.6.2020, 2.7.2020, 24.7.2020, 15.8.2020, 21.8.2020, 28.8.2020 και 3.9.2020, δεδομένου ότι τις ημέρες αυτές, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη ως σχετικά 15α και 15β βεβαιώσεις των Κεντρικών Λιμεναρχείων Ηρακλείου και Πειραιώς, το ανωτέρω πλοίο δεν εκτέλεσε και ημερήσιο δρομολόγιο. Και πράγματι, όπως αναλύεται και κατωτέρω, στα πλαίσια της διερεύνησης των δρομολογίων εξπρές που το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από μηνός Ιουλίου 2020 έως και μηνός Αυγούστου 2020, η εναγομένη σε ανύποπτο χρόνο και δη κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του έτους 2020 αναγνώρισε ότι ο ενάγων πραγματοποίησε κατά τον μήνα Ιούλιο 2020 2,00 δρομολόγια εξπρές και κατά τον μήνα Αύγουστο 2020 9,99 δρομολόγια εξπρές, εφόσον τον αριθμό αυτό δρομολογίων αναφέρει στην αναλυτική κατάσταση μισθοδοσίας του ενάγοντος που η ίδια συνέταξε και προσκομίζει, και για τον αριθμό αυτό δρομολογίων κατέβαλε αμοιβή στον ενάγοντα, έστω και μειωμένη ως αναλύεται κατωτέρω. Πλην όμως, από την εν λόγω κατάσταση μισθοδοσίας, δεν προκύπτουν και οι ακριβείς ημέρες εκτέλεσης των εν λόγω δρομολογίων εξπρές. Επιπροσθέτως, προς αντίκρουση των ανωτέρω προσκομιζομένων ως σχετικά 15α και 15β βεβαιώσεων των Κεντρικών Λιμεναρχείων Ηρακλείου και Πειραιώς, που αποτελούν δημόσια έγγραφα, ο ενάγων καμία απόδειξη δεν προσεκόμισε. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι (γ) το πλοίο «ΚΠ», κατά τη διάρκεια της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 12.10.2020 έως 2.11.2020 εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς–Ηράκλειο με επιστροφή και συγκεκριμένα, το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 21:00, για Ηράκλειο (αφ. 06.30 της επομένης ημέρας), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 21.00 για Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 06.30 της επομένης ημέρας. (δ) το πλοίο «ΦΠ» Ν.Η. …, κατά τη διάρκεια της τέταρτης των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 27.11.2020 έως 7.1.2021, εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα με επιστροφή, και συγκεκριμένα, το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 21:00, για Ηράκλειο – Σούδα (Χανιά), με επιστροφή στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 07.00 της μεθεπομένης ημέρας, (ε) το ίδιο πλοίο («ΦΠ» Ν.Η. …), κατά τη διάρκεια της πέμπτης των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1.3.2021 έως 2.3.2021, εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα με επιστροφή, και συγκεκριμένα, το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 21:00, για Ηράκλειο – Σούδα (Χανιά), με επιστροφή στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 07.00 της μεθεπομένης ημέρας, (στ) το πλοίο «ΚΠΣ», κατά τη διάρκεια της έκτης των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 3.3.2021 έως 15.3.2021, εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα με επιστροφή, και συγκεκριμένα, το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 21:30, για Ηράκλειο – Σούδα (Χανιά), με επιστροφή στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.30 της μεθεπομένης ημέρας, (ζ) το πλοίο «ΦΠ» Ν.Η. …, κατά τη διάρκεια της έβδομης των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, η οποία διήρκησε από 16.3.2021 έως 8.7.2021, κατά το χρονικό διάστημα από 16.3.2021 έως 25.3.2021 εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα με επιστροφή, και συγκεκριμένα, το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 21:00, για Ηράκλειο – Σούδα (Χανιά), με επιστροφή στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 07.00 της μεθεπομένης ημέρας, κατά το χρονικό διάστημα από 26.3.2021 έως 8.7.2021 εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή, και συγκεκριμένα, το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 21:00, για Ηράκλειο (αφ. 06.30 της επομένης ημέρας), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 21.00 για Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 06.30 της επομένης ημέρας και (η) το ίδιο ως άνω πλοίο «ΦΠ» Ν.Η. …., κατά τη διάρκεια της όγδοης των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος (i) κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 2.8.2021 έως 1.10.2021, από 10.10.2021 έως 15.10.2021 και από 24.10.2021 έως 29.10.2021, εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή, και συγκεκριμένα, το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 21.00, για Ηράκλειο (αφ. 06.30 της επομένης ημέρας), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 21.00 για Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 06.30 της επομένης ημέρας. Το ανωτέρω πλοίο, επιπλέον του εν λόγω τακτικού δρομολογίου, εκτέλεσε και ημερήσιο δρομολόγιο και δη την 6.8.2021 και 13.8.2021, το πλοίο μετά την άφιξή του στο λιμάνι του Πειραιά και του Ηρακλείου, αντίστοιχα αναχώρησε πρόωρα ώρα 11.00 προς εκτέλεση και ημερήσιου δρομολογίου Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή, κατέπλευσε αντίστοιχα στο λιμάνι Ηρακλείου και Πειραιά ώρα 18.30 και αναχώρησε εκ νέου, ώρα 21.00, προς εκτέλεση του τακτικού δρομολογίου. Εξάλλου, τις ημέρες 8.8.21, 19.8.2021, 22.8.2021, 26.8.2021 και 29.8.2021, το ανωτέρω πλοίο, επιπλέον του τακτικού δρομολογίου, εκτέλεσε και ημερήσιο δρομολόγιο και δη το πλοίο μετά την άφιξή του στο λιμάνι του Πειραιά ή του Ηρακλείου, κατά περίπτωση, αναχωρούσε πρόωρα ώρα 11.00 προς εκτέλεση και ημερήσιου δρομολογίου Πειραιάς – Μήλος, όπου κατέπλεε ώρα 15.00 και απέπλεε ακολούθως για Ηράκλειο ή Πειραιά, κατά περίπτωση, όπου κατέπλεε ώρα 18.45 και ακολούθως, εκτελούσε το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο, ήτοι αναχωρούσε από το λιμάνι ώρα 22.00 και κατέπλεε στο λιμάνι Ηρακλείου ή Πειραιά ώρα 06.30 της επομένης ημέρας. Αντίθετα, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του πρώτο λόγο έφεσης της εναγομένης, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση περί την εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία δέχθηκε ότι το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε ημερήσιο δρομολόγιο και την 4.7.2021, 8.7.2021, 5.8.2021, 7.8.2021, 12.8.2021, 15.8.2021, 21.8.2021, 28.8.2021 και 5.9.2021, δεδομένου ότι τις ημέρες αυτές, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη ως σχετικά 15α και 15β βεβαιώσεις των Κεντρικών Λιμεναρχείων Ηρακλείου και Πειραιώς, το ανωτέρω πλοίο δεν εκτέλεσε και ημερήσιο δρομολόγιο. Και πράγματι, όπως αναλύεται και κατωτέρω, στα πλαίσια της διερεύνησης των δρομολογίων εξπρές που το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε τον μήνα Αύγουστο 2021, η εναγομένη, σε ανύποπτο χρόνο και δη τον μήνα Αύγουστο του έτους 2021 αναγνώρισε ότι ο ενάγων πραγματοποίησε κατά τον εν λόγω μήνα (Αύγουστο 2021) 5,33 δρομολόγια εξπρές, εφόσον τον αριθμό αυτό δρομολογίων αναφέρει στην αναλυτική κατάσταση μισθοδοσίας του ενάγοντος που η ίδια συνέταξε και προσκομίζει, και για τον αριθμό αυτό δρομολογίων κατέβαλε αμοιβή στον ενάγοντα, έστω και μειωμένη, ως αναλύεται κατωτέρω. Πλην όμως, από την εν λόγω κατάσταση μισθοδοσίας, δεν προκύπτουν και οι ακριβείς ημέρες εκτέλεσης των εν λόγω δρομολογίων εξπρές. Επιπροσθέτως, προς αντίκρουση των ανωτέρω προσκομιζομένων ως σχετικά 15α και 15β βεβαιώσεων των Κεντρικών Λιμεναρχείων Ηρακλείου και Πειραιώς, που αποτελούν δημόσια έγγραφα, ο ενάγων καμία απόδειξη δεν προσεκόμισε. (ii) κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 2.10.2021 έως 9.10.2021, από 16.10.2021 έως 23.10.2021 και από 30.10.2021 έως 1.11.2021 εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα με επιστροφή, και συγκεκριμένα, το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 21:00, για Ηράκλειο – Σούδα (Χανιά), με επιστροφή στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 07.00 της μεθεπομένης ημέρας. Ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίζεται ότι, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, απασχολείτο καθημερινά επί δέκα τρεις ώρες καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή, πλην των ημερών που το πλοίο εκτελούσε επιπλέον ημερήσιο δρομολόγιο, οπότε ισχυρίζεται ότι, εργαζόταν επί δέκα επτά ώρες ημερησίως, επί δέκα έξι ώρες καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα, με επιστροφή, πλην του χρονικού διαστήματος από 2.5.2020 έως 24.5.2020 οπότε εργάζονταν επί δέκα ώρες ημερησίως, απασχολούμενος καθόλες τις επίδικες ναυτολογήσεις στον καθαρισμό των καμπινών των επιβατών και των λοιπών ξενοδοχειακών χώρων του πλοίου (σαλόνια και διαδρόμους), στην υποδοχή των επιβατών στα λιμάνια προσέγγισης, καθώς επίσης στο ταμείο a la carte του πλοίου και στις τραπεζαρίες self – service αυτού, στο σερβίρισμα των γευμάτων των επιβατών και στον καθαρισμό των εν λόγω χώρων. Η εναγομένη, με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ήδη με τον τρίτο λόγο έφεσής της, αρνήθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν τις ώρες που αναφέρει στην αγωγή του, ισχυρίσθηκε δε περαιτέρω ότι, κατά τη διάρκεια όλων των ενδίκων ναυτολογήσεων ο χρόνος της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος δεν ξεπερνούσε τις δέκα ώρες. Ειδικότερα, ισχυρίσθηκε ότι καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή, ο ενάγων απασχολείτο από ώρας 06.00 έως ώρα 10.30, με την καθαριότητα των καμπινών των επιβατών και ακολούθως, από ώρας 17.30 στην επιβίβαση των επιβατών και στη συνέχεια στο εστιατόριο του πλοίου έως ώρας 23.00, οπότε και ολοκληρώνονταν η λειτουργία του και η καθαριότητα του εστιατορίου. Καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Χανιά με επιστροφή, καθόν χρόνο το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.30, ο ενάγων απασχολείτο από ώρας 06.00 έως ώρας 10.30 με την καθαριότητα του πλοίου και από ώρας 17.30 έως ώρας 23.00 στην υποδοχή των επιβατών και ακολούθως στο εστιατόριο του πλοίου. Τις ημέρες που το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι του Ηρακλείου ώρα 05.45, απασχολείτο με την καθαριότητα του πλοίου από ώρας 06.00 έως ώρας 10.30, από ώρας 14.30 έως ώρας 17.00 στην υποδοχή των επιβατών και από ώρας 19.30 έως ώρας 22.30 στο εστιατόριο του πλοίου. Ως προς τις συνθήκες και τις ώρες εργασίας του ενάγοντος κατέθεσαν σχετικά δύο μάρτυρες από κάθε διάδικη πλευρά. Συγκεκριμένα, με επιμέλεια του ενάγοντος, εξετάσθηκαν οι μάρτυρες ……. . και …………….. και με επιμέλεια της εναγομένης εξετάσθηκαν οι μάρτυρες …………….. και ……………., οι καταθέσεις των οποίων περιέχονται στις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις. Σύμφωνα με τη μαρτυρική κατάθεση του ………, κατά τη μη αμφισβητούμενη από την εναγομένη ως προς τούτο κατάθεσή του, αυτός (μάρτυρας) συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο πλοίο ΦΠ, με την ειδικότητα ομοίως του θαλαμηπόλου, κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.6.2020 έως 12.10.2020, από 9.12.2020 έως 7.1.2021, από 1.3.2021 έως 3.3.2021, από 16.3.2021 έως 8.7.2021 και από 2.8.2021 έως 1.11.2021, στο πλοίο ΚΠ από 16.10.2020 έως 1.11.2020 και στο πλοίο ΚΠΣ από 3.3.2021 έως 16.3.2021. Σύμφωνα με τη μαρτυρική κατάθεση του ……, κατά τη μη αμφισβητούμενη από την εναγομένη ως προς τούτο κατάθεσή του, αυτός (μάρτυρας) συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, στο πλοίο ΚΠ από 16.10.2020 έως 1.11.2020, στο πλοίο ΦΠ από 24.6.2020 έως 12.10.2020, 1.3.2021 έως 3.3.2021, 16.3.2021 έως 12.5.2021. Κατά τις μαρτυρικές καταθέσεις αμφοτέρων των εν λόγω μαρτύρων που εξετάσθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος, καθόν χρόνο οι εν λόγω μάρτυρες συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα στα πλοία ΚΠ και ΦΠ και αυτά (πλοία) εκτελούσαν καθημερινά το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο, με επιστροφή, ο ενάγων απασχολείτο επί 13 – 13,5 ώρες ημερησίως και συγκεκριμένα, από ώρας 06.00 έως ώρας 11.30 στον καθαρισμό των καμπινών των επιβατών και των εσωτερικών κοινόχρηστων χώρων του πλοίου, από ώρας 16.30 ώρας 21.00 μετέβαινε στη ρεσεψιόν του πλοίου προς ενημέρωσή του από τον Αρχιθαλαμηπόλο του πλοίου, οπότε και απασχολείτο και με την καθαριότητα του χώρου υποδοχής και ακολούθως απασχολείτο στην υποδοχή των επιβατών έως ώρας 21.00. Ακολούθως, από ώρας 21.00 έως ώρας 24.30 απασχολείτο στο εστιατόριο του πλοίου στην εξυπηρέτηση των επιβατών, κατόπιν δε στην καθαριότητα του χώρου του εστιατορίου για χρονικό διάστημα τουλάχιστον μισής ώρα μετά το πέρας του δείπνου. Καθόν χρόνο συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα στα πλοία ΦΠ και αυτό εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα Χανιών με επιστροφή, ο ενάγων εργαζόταν τουλάχιστον επί 16 ώρες ημερησίως, κατά μέσο όρο και συγκεκριμένα, την ημέρα που το πλοίο κατέπλεε ώρα 06.00 στο λιμάνι του Ηρακλείου, ο ενάγων ξεκινούσε την εργασία του ώρα 5:30, απασχολούμενος έως ώρας 14:00 στον καθαρισμό των καμπινών των επιβατών στο λιμάνι του Ηρακλείου, στον καθαρισμό των καμπινών των επιβατών στο λιμάνι της Σούδας, καθώς επίσης και στον καθαρισμό όλων των κοινοχρήστων χώρων του πλοίου. Από ώρας 15:00 έως ώρας 18:30, απασχολείτο στο λιμάνι της Σούδας, στην παραλαβή των επιβατών και τακτοποίησή των αποσκευών τους στις καμπίνες και στις θέσεις τους, καθώς επίσης και στην παραλαβή ασυνόδευτων δεμάτων και αποσκευών. Ακολούθως, από ώρας 19:00 έως ώρας 21:30, απασχολείτο στην αποβίβαση και επιβίβαση των επιβατών στο λιμάνι του Ηράκλειου και στην παραλαβή των ασυνόδευτων δεμάτων και αποσκευών. Από ώρας 21:30 έως ώρας 00:30 – 01:00, της επομένης ημέρας, απασχολείτο στο εστιατόριο self service του πλοίου και ακολούθως επί μισή έως μία ώρα στον καθαρισμό του χώρου του εστιατορίου, εργαζόμενος ημερησίως περίπου 17,5 ώρες. Την επομένη ημέρα, οπότε το πλοίο απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 21.00, ο ενάγων απασχολείτο από ώρας 06.00 έως ώρας 11.30 στον καθαρισμό των καμπινών και των κοινοχρήστων χώρων του πλοίου. Ακολούθως, μετέβαινε στη ρεσεψιόν του πλοίου ώρα 16.30, οπότε ενημερώνονταν από τον Αρχιθαλαμηπόλο σχετικά με την εργασία υποδοχής των επιβατών, απασχολείτο με τον καθαρισμό του χώρου αυτού και ακολούθως απασχολείτο στην υποδοχή των επιβατών έως ώρας 21.00. Αμέσως μετά έως ώρας 00.30-01.00, απασχολείτο στο εστιατόριο του πλοίου και επί μισή ώρα τουλάχιστον και στις εργασίες καθαρισμού του χώρου αυτού, απασχολούμενος επί 13,5 ώρες. Όταν το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε και ημερήσια δρομολόγια, ο ενάγων απασχολείτο τουλάχιστον 17 ώρες ημερησίως και δη από ώρας 06.00 έως ώρας 08.30 με τον καθαρισμό των καμπινών των επιβατών και των κοινοχρήστων χώρων του πλοίου, από ώρας 08.30 έως ώρας 11.30 στην υποδοχή των επιβατών, από ώρας 12.30 έως ώρας 15.00 στην τραπεζαρία self service του πλοίου και ακολούθως, έως ώρας 17.00 στον καθαρισμό των κοινόχρηστων χώρων του πλοίου. Από ώρας δε 18.00 έως ώρας 19.00, στον καθαρισμό των καμπινών των επιβατών, από ώρας 19.00 έως ώρας 21.00 στην υποδοχή των επιβατών και ακολούθως, από ώρας 21.00 έως ώρας 01.00 στο εστιατόριο του πλοίου. Καθόν χρόνο το ανωτέρω πλοίο προσέγγιζε τη νήσο Μήλο, κατά τους εν λόγω μάρτυρες, ο ενάγων απασχολείτο από ώρας 06.00 έως ώρας 08.00 με τον καθαρισμό των καμπινών και των κοινοχρήστων χώρων του πλοίου, από ώρας 08.30 έως ώρας 11.30 στην υποδοχή των επιβατών, οπότε μετέφερε και τις αποσκευές τους στις καμπίνες τους, από ώρας 12.30 έως ώρας 15.00 απασχολείτο στην τραπεζαρία – self service του πλοίου, από ώρας 15.00 έως ώρας 16.00 στην υποδοχή των επιβατών στο λιμάνι της Μήλου, από ώρας 16.00 έως ώρας 18.00 με τον καθαρισμό των κοινοχρήστων χώρων του πλοίου, από ώρας 18.30 έως 19.30 με τον καθαρισμό των καμπινών των επιβατών, από ώρας 19.30 έως 22.00 στην υποδοχή των επιβατών κατά την επιβίβασή τους και τη μεταφορά των αποσκευών τους και από ώρας 22.00 έως ώρας τουλάχιστον 01.00 στην τραπεζαρία του πλοίου. Επίσης, ο ανωτέρω μάρτυρας, ………., κατέθεσε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 3.3.2021 έως 16.3.2021 που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο πλοίο ΚΠΣ και αυτό εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα Χανιών με επιστροφή, ο ενάγων εργαζόταν τουλάχιστον 16 ώρες ημερησίως, απασχολούμενος όπως ακριβώς απασχολείτο και στο πλοίο ΦΠ, όταν αυτό εκτελούσε το ίδιο δρομολόγιο. Κατά την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ………….., ο οποίος εξετάσθηκε με επιμέλεια της εναγομένης, αυτός υπηρέτησε στα ανωτέρω τρία πλοία της εναγομένης, χωρίς να προσδιορίζει ειδικότερα πότε σε έκαστο εξ αυτών, κατά τα χρονικά διαστήματα από α) από 24/10/2019 έως 12/01/2020, β) από 15/01/2020 έως 02/02/2020, γ) από 01/03/2020 έως 20/06/2020, δ) από 21/06/2020 έως 23/06/2020, από 15/07/2020 έως 13/10/2020, από 01/11/2020 έως 07/01/2021 και από 16/01/2021 έως 29/11/2021 με την ειδικότητα του Προϊσταμένου Αρχιθαλαμηπόλου. Κατά τη εν λόγω ένορκη κατάθεση, η εργασία του ενάγοντος ημερησίως δεν ξεπερνούσε τις δέκα ώρες. Ο ίδιος κατέθεσε ότι ο ενάγων απασχολείτο στην υποδοχή των επιβατών, στο σέρβις του εστιατορίου του πλοίου και στον καθαρισμό των καμπινών των επιβατών. Συγκεκριμένα, κατέθεσε ότι, όταν το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή, ο ενάγων αναλάμβανε υπηρεσία μισή ώρα προ της αφίξεως του πλοίου στο λιμάνι, ήτοι ώρα 06.00 και απασχολείτο έως ώρας 10.30 με την καθαριότητα των καμπινών των επιβατών. Ακολούθως αναπαύονταν και ξεκινούσε την εργασία του ώρα 17.30, ήτοι μισή ώρα προ της ενάρξεως της επιβίβασης των επιβατών και εργαζόταν έως ώρας 23.00, όταν ολοκληρώνονταν η λειτουργία του εστιατορίου και η καθαριότητα του χώρου αυτού. Όταν το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Χανιά με επιστροφή, όταν το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.30, ο ενάγων εργαζόταν από ώρας 06.00 έως ώρας 10.30 και ακολούθως από ώρας 17.30 έως ώρας 23.00. Όταν το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι του Ηρακλείου, ο ενάγων απασχολείτο από ώρας 06.00 έως ώρας 10.30, από ώρας 14.30 έως ώρας 17.00 και από ώρας 19.30 έως ώρας 22.30. Ο εξετασθείς με επιμέλεια της εναγομένης ……., ο οποίος εργάζεται ως Διευθυντής του λογιστηρίου της εναγομένης, δεν κατέθεσε σχετικά με τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντος, επί των ανωτέρω πλοίων, αλλά μόνον σχετικά με τα ποσά που κατεβλήθησαν στον ενάγοντα κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων, καθώς επίσης και τις συμφωνίες μεταξύ των διαδίκων ως προς το ύψος της αμοιβής του ενάγοντος. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδείχθηκε ότι, ο ενάγων δεν εργάσθηκε, πέραν του νομίμου ωραρίου, την 3.6.2020, 3.8.2020, 19.9.2020, 17.12.2020 την 25.3.2021, την 11.5.2021, την 4.6.2021, την 16.6.2021, την 30.8.2021, την 19.9.2021 και την 25.10.2021, διότι, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα αποσπάσματα του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου, ο ενάγων, τις ανωτέρω ημερομηνίες, είχε λάβει άδεια διανυκτέρευσης και ευρίσκετο εκτός του πλοίου. Από τα ίδια δε αποσπάσματα, δεν αποδεικνύεται, εν τούτοις, όπως η εναγομένη υποστηρίζει, ότι ο ενάγων είχε λάβει άδεια διανυκτέρευσης και την 4.6.2020, 4.8.2020, 20.9.2020, 18.12.2020, 26.3.2021, 18.4.2021, 19.4.2021, 12.5.2021, 17.6.2021, 31.8.2021, 20.9.2021 και 26.10.2021. Επίσης, απεδείχθη, όπως ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό της εναγομένης ότι εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο ΦΠ, κατά το χρονικό διάστημα από 2.5.2020 έως 24.5.2020, επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη. Περαιτέρω, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδείχθηκε ότι, κατά τα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή, ο ενάγων απασχολείτο με τον καθαρισμό των καμπινών των επιβατών και των κοινοχρήστων χώρων του πλοίου αμέσως μετά την αποβίβαση των επιβατών, εργασία που ξεκινούσε μισή ώρα προ της αφίξεως του πλοίου στο λιμάνι. Ακολούθως, ο ενάγων αναπαύονταν και απασχολείτο εκ νέου αρχικά στις εργασίες επιβίβασης των επιβατών και με το πέρας της εν λόγω εργασίας του, στο εστιατόριο self – service του πλοίου. Με την ολοκλήρωση δε της λειτουργίας αυτού, επί μισή τουλάχιστον ώρα απασχολείτο και με την καθαριότητα του χώρου του εστιατορίου. Καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς, Ηράκλειο – Σούδα (Χανίων) – Ηράκλειο με επιστροφή, οπότε το πλοίο, όπως απεδείχθη, αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 21:00, για Ηράκλειο (αφ. 06.00 της επομένης ημέρας), απ’ όπου αναχωρούσε εκ νέου και κατέπλεε ώρα 09.15 στο λιμάνι της Σούδας (Χανιά), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας για το λιμάνι του Ηρακλείου, όπου κατέπλεε περίπου ώρα 19.00 και απέπλεε εκ νέου ώρα 21.30 για Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 07.00 της επομένης ημέρας, ο ενάγων απασχολείτο με τον καθαρισμό των καμπινών των επιβατών και των κοινοχρήστων χώρων του πλοίου αμέσως μετά την αποβίβαση των επιβατών στους λιμένες Πειραιά και Ηράκλειο, εργασία που ξεκινούσε μισή ώρα προ της αφίξεως του πλοίου στο λιμάνι και την οποία εργασία συνέχιζε και μετά την άφιξη στο λιμάνι της Σούδας. Ακολούθως, απασχολείτο στην επιβίβαση των επιβατών και την τακτοποίησή των αποσκευών τους στις καμπίνες και στις θέσεις τους, καθώς και με την παραλαβή ασυνόδευτων δεμάτων και αποσκευών στο λιμάνι της Σούδας, με τις ίδιες δε εργασίες (στην επιβίβαση των επιβατών και την τακτοποίησή των αποσκευών τους στις καμπίνες και στις θέσεις τους, καθώς και με την παραλαβή ασυνόδευτων δεμάτων και αποσκευών) απασχολείτο και κατά την προσέγγιση ακολούθως του πλοίου στο λιμάνι του Ηρακλείου. Με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι, ήτοι ώρα 21.30 στο λιμάνι του Ηρακλείου και 21.00 στο λιμάνι του Πειραιά, απασχολείτο στο εστιατόριο self – service του πλοίου στην εξυπηρέτηση των πελατών. Με την ολοκλήρωση δε της λειτουργίας του απασχολείτο επί μισή ώρα τουλάχιστον, στην καθαριότητα του χώρου του εστιατορίου. Κατά τις ημέρες που το πλοίο εκτελούσε επιπλέον του εκάστοτε τακτικού δρομολογίου Πειραιάς-Ηράκλειο με επιστροφή (αναχώρηση από το εκάστοτε λιμάνι ώρα 21.00 και άφιξη στο λιμάνι προορισμού ώρα 06.30 της επομένης ημέρας, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 21.00 της ιδίας ημέρας) και ημερήσιο δρομολόγιο, ήτοι με την άφιξή του στο λιμάνι ώρα 06.30 απέπλεε ώρα 11.00 εκ νέου από το λιμάνι (Ηρακλείου ή Πειραιώς) και κατέπλεε στο αντίστοιχο λιμάνι προορισμού (Πειραιώς ή Ηρακλείου κατά περίπτωση) ώρα 18.30, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου, προς εκτέλεσε του τακτικού δρομολογίου ώρα 21.00 την ίδια ημέρα, ο ενάγων απασχολείτο με τον καθαρισμό των καμπινών των επιβατών και των κοινοχρήστων χώρων του πλοίου, αμέσως μετά την αποβίβαση των επιβατών στους λιμένες Πειραιά και Ηράκλειο, εργασία που ξεκινούσε μισή ώρα προ της αφίξεως του πλοίου στο λιμάνι και ακολούθως, απασχολείτο στην επιβίβαση των επιβατών και μεταφορά των αποσκευών τους στις καμπίνες τους. Περί ώρας 12.30 ξεκινούσε η απασχόλησή του στην τραπεζαρία – self service του πλοίου. Με την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι ώρα 18.30 και την αποβίβαση των επιβατών, απασχολείτο στον καθαρισμό των καμπινών των επιβατών και με το πέρας της εν λόγω εργασίας στην υποδοχή των επιβατών. Από ώρας δε 21:00 απασχολείτο στην τραπεζαρία του πλοίου έως πέρατος λειτουργίας αυτού. Κατά τις ημέρες δε που το πλοίο εκτελούσε επιπλέον του εκάστοτε τακτικού δρομολογίου Πειραιάς-Ηράκλειο με επιστροφή (αναχώρηση από το εκάστοτε λιμάνι ώρα 21.00 και άφιξη στο λιμάνι ώρα 06.30 της επομένης ημέρας απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 21.00 της ιδίας ημέρας) και ημερήσιο δρομολόγιο Ηράκλειο – Μήλος – Πειραιάς – Μήλος – Ηράκλειο, οπότε το πλοίο όπως απεδείχθη, αναχωρούσε από το λιμάνι του Ηρακλείου ή από τον Πειραιά ώρα 11:00 για Μήλο, όπου κατέπλεε ώρα 15:00, ακολούθως δε απέπλεε από το λιμάνι της Μήλου για Πειραιά ή Ηράκλειο, όπου κατέπλεε ώρα 18:45 και ακολούθως, το πλοίο, προς εκτέλεση του τακτικού δρομολογίου Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή, αναχωρούσε εκ νέου ώρα 22:00 της ιδίας ημέρας από Ηράκλειο ή Πειραιά, με προορισμό τον Πειραιά ή το Ηράκλειο, αντίστοιχα, όπου κατέπλεε ώρα 6:30 της επόμενης μέρας, ο ενάγων, απασχολείτο με τον καθαρισμό των καμπινών των επιβατών και των κοινοχρήστων χώρων του πλοίου αμέσως μετά την αποβίβαση των επιβατών στους λιμένες Πειραιά και Ηράκλειο, εργασία που ξεκινούσε μισή ώρα προ της αφίξεως του πλοίου στο λιμάνι. Ακολούθως, από ώρας 08.30 απασχολείτο στην υποδοχή των επιβατών και μεταφορά των αποσκευών τους. Από ώρας 12.30 απασχολείτο στην τραπεζαρία – self – service του πλοίου έως πέρατος λειτουργίας αυτού περί ώρας 15.00. Ακολούθως, απασχολείτο στην επιβίβαση των επιβατών από το λιμάνι της Μήλου και με την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά ή του Ηρακλείου κατά περίπτωση, απασχολείτο στον καθαρισμό των καμπινών των επιβατών. Ακολούθως, από ώρας 19.30 έως ώρας 22.00, απασχολείτο στην υποδοχή των επιβατών και με τον απόπλου του πλοίου απασχολείτο στην τραπεζαρία του πλοίου έως πέρατος της λειτουργίας αυτού. Αποδεικνύεται επομένως ότι, πλην των ανωτέρω ημερών που απεδείχθη ότι ο ενάγων λόγω διανυκτέρευσης εκτός πλοίου δεν επέβαινε σε αυτό (πλοίο), οπότε δεν εργάσθηκε υπερωριακά, καθώς επίσης και κατά το χρονικό διάστημα από 2.5.2020 έως 24.5.2020 οπότε εργαζόταν επί δέκα ώρες ημερησίως, αυτός (ενάγων), κατ’ εντολή του προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου του εκάστοτε πλοίου στο οποίο εργαζόταν, απασχολείτο και πέραν του νομίμου ωραρίου, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται από το ότι η εναγομένη με τις έγγραφες συμβάσεις ναυτολόγησης είχε αναλάβει να καταβάλει παγίως αμοιβή στον ενάγοντα για υπερωριακή απασχόληση για τις καθημερινές ημέρες, τις ημέρες Σαββάτου και αργιών. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του ενάγοντος επί των ανωτέρω πλοίων της εναγομένης, τα οποία εκτελούσαν τα δρομολόγια που απεδείχθησαν και αναφέρθηκαν ανωτέρω, ανά συγκεκριμένες περιόδους εντός των διαστημάτων των ναυτολογήσεών του, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους, κατά τις οποίες ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος (σχετικά μειωμένη τη χειμερινή, περισσότερο αυξημένη κατά τη θερινή), των χαρακτηριστικών των ανωτέρω πλοίων, της σταθερής και ανελλιπούς καταβολής στον ενάγοντα κάθε μήνα από την εναγόμενη χρηματικών ποσών ως αμοιβή για την εκτέλεση υπερωριών και κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και όχι μόνον για την παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντίδικός του αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του πληρώματος της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων των πλοίων της για την εύρυθμη λειτουργία τους, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, της οργανικής πληρότητας του πλοίου κατά τις ίδιες χρονικές περιόδους και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το παρόν Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι, ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης, ανερχόταν σε ένδεκα (11) ώρες καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή, σε δώδεκα (12) ώρες καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή και προσέγγιζε και το λιμάνι των Χανίων και σε δέκα τέσσερις (14) ώρες καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε ημερήσια δρομολόγια, κατά τη διάρκεια των οποίων, ορισμένες ημέρες, προσέγγιζε και το λιμάνι της Μήλου. Κατά συνέπεια, η πέραν των οκτώ ωρών εργασίας, κατά τις καθημερινές και ημέρες Κυριακής, εργασία του ενάγοντος και η κατά περίπτωση ένδεκα, δώδεκα και δέκα τεσσάρων ωρών ημερήσια εργασία αυτού στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης κατά τα Σάββατα και τις αργίες, θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην εν προκειμένω εφαρμοστέα κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων ΣΣΝΕ, με αποτέλεσμα ο ενάγων να δικαιούται την προβλεπομένη στην ίδια ΣΣΝΕ αμοιβή για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας. Οι ισχυρισμοί της εναγομένης που περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις της ότι, κάθε μήνα υπέβαλε προς το οικείο Λιμεναρχείο το αρχείο των ωρών αναπαύσεως ναυτικών, στο οποίο αποτυπώνονταν οι ώρες εργασίας και ανάπαυσης εκάστου ναυτολογημένου στα ανωτέρω πλοία της καθ’ εκάστη ημέρα και ουδέποτε το οικείο Λιμεναρχείο αμφισβήτησε τα στοιχεία που αυτή κατέθετε ότι δηλαδή ο ενάγων εργαζόταν επί δέκα ώρες, όπως επίσης σε έκτακτες επιθεωρήσεις του οικείου Λιμεναρχείου δεν διεπιστώθησαν παραβάσεις ως προς τις ώρες απασχόλησης των ναυτολογημένων στα ανωτέρω πλοία της, δεν δύνανται να οδηγήσουν σε διαφορετική κρίση το παρόν Δικαστήριο, εφόσον μάλιστα το αρχείο των ωρών αναπαύσεως ναυτικών, το οποίο δεν προσκομίζεται στο παρόν Δικαστήριο, συνετάσσετο υπό της εναγομένης. Με την εκκαλουμένη απόφαση (πλην των ημερών 3.6.2020., 3.8.2020, 3.8.2020, 19.9.2020 και 17.12.2020, οπότε κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ο ενάγων δεν εργάσθηκε υπερωριακά) έγινε δεκτό ότι ο ενάγων εργαζόταν πέραν του νομίμου ωραρίου (σχετικά δεύτερη σελίδα τετάρτου φύλλου) κατά μέσο όρο τρεις ώρες καθημερινά όταν το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Κρήτη και επί έξι ώρες όταν το πλοίο εκτελούσε επιπρόσθετο δρομολόγιο Πειραιάς – Κρήτη και όταν εκτελούσε ημερήσιο δρομολόγιο, δεχόμενη ουσιαστικά ότι καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή και Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα – Ηράκλειο – Πειραιάς ο ενάγων εργαζόταν επί ένδεκα [11] ώρες και καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε επιπρόσθετο ημερήσιο δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή οπότε ορισμένες φορές προσέγγιζε και τη νήσο Μήλο, εργαζόταν επί δέκα τέσσερις [14] ώρες. Παρά ταύτα, ακολούθως αναφέρει ότι, τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής παρείχε υπερωριακή εργασία τριών και οκτώ ωρών πλέον του νομίμου ωραρίου. Επίσης, κατά τον υπολογισμό των ωρών της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή, υπελόγισε την αμοιβή του ενάγοντος για υπερωριακή απασχόληση με βάση ένδεκα ώρες ημερήσιας απασχόλησης και καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε ημερήσιο δρομολόγιο αλλά και το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα – Ηράκλειο – Πειραιάς με βάση δέκα τέσσερις ώρες ημερήσιας απασχόλησης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε, με την εκκαλουμένη απόφασή του, ότι ο ενάγων απασχολείτο στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης ως θαλαμηπόλος επί ένδεκα ώρες την ημέρα, καθόν χρόνο τα ανωτέρω πλοία της εναγομένης εκτελούσαν τα δρομολόγια Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή και επί δέκα τέσσερις ώρες καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε και ημερήσια δρομολόγια, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων ως αβασίμων στην ουσία τους, κατά τούτο, του δευτέρου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, εκ του λόγου ότι, δεν δέχθηκε ως βασίμους στην ουσία τους τους ανωτέρω αγωγικούς του ισχυρισμούς ως προς τις ώρες εργασίας του και του τρίτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, καθό μέρος δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν πέραν των δέκα ωρών ημερησίως. Εν τούτοις, καθό μέρος, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι, ο ενάγων εργαζόταν επί δέκα τέσσερις ώρες και καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα – Ηράκλειο – Πειραιάς, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, κατά τούτο, να γίνει δεκτός ως εν μέρει βάσιμος στην ουσία του ο τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον απεδείχθη ότι ο ενάγων, όταν τα ανωτέρω πλοία εκτελούσαν το εν λόγω δρομολόγιο (Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα – Ηράκλειο – Πειραιάς) εργαζόταν επί δώδεκα ώρες κατά μέσο όρο, απορριπτομένου κατά τούτο του δευτέρου λόγου έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, εκ του λόγου ότι, δεν έγινε δεκτός ο αγωγικός του ισχυρισμός περί δέκα έξι ωρών ημερήσιας απασχόλησής του, καθόν χρόνο τα ένδικα πλοία εκτελούσαν το εν λόγω δρομολόγιο (Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα – Ηράκλειο – Πειραιάς). Επίσης, η εκκαλουμένη απόφαση έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και όσον αφορά τον χρόνο απασχόλησης του ενάγοντος, κατά το χρονικό διάστημα από 2.5.2020 έως 24.5.2020, εφόσον δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν πέραν των δέκα ωρών ημερησίως αν και ο ίδιος ο ενάγων στην αγωγή του ανέφερε ότι το εν λόγω χρονικό διάστημα εργαζόταν επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ενάγων για την απασχόλησή του στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης, κατά τις ένδικες περιόδους, εδικαιούτο ως αμοιβή για την ανωτέρω υπερωριακή εργασία του, τα ακόλουθα ποσά: [Α] Κατά τη διάρκεια ναυτολόγησής του στο πλοίο ΚΠ: [Ι] Στα πλαίσια της πρώτης (διάρκειας για το ένδικο χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 10.2.2020) ναυτολόγησής του στο πλοίο ΚΠ, ο ενάγων εδικαιούτο συνολικά το ποσό των ευρώ [1.412,88 + 156,60 + 438,48 =) 2.007,96 και δη (ι) για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 1.1.2020 έως 25.1.2020, οπότε το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα – Ηράκλειο – Πειραιάς και ο ενάγων εργαζόταν επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, συνολικά το ποσό των ευρώ (661,20 + 751,68 =) 1.412,88 και δη α) Για 16 ημέρες καθημερινές και 3 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 661,20 (19 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες εργασίας του ημερησίως = 76 ώρες Χ 8,70 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του θαλαμηπόλου, με βάση την ισχύσασα κατά τον επίδικο χρόνο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 για τις καθημερινές και τις Κυριακές) και β) για 4 ημέρες Σαββάτου και 2 ημέρες αργίας (1.1.2020 και 6.1.2020), του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 12 ώρες ημερησίως, το ποσό των 751,68 ευρώ (6 Σάββατα και αργίες Χ 12 ώρες εργασίας του την ημέρα = 72 ώρες Χ 10,44 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του θαλαμηπόλου κατά τα Σάββατα και τις αργίες). (ιι) για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 26.1.2020 έως 31.1.2020, οπότε το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή και ο ενάγων εργαζόταν επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, συνολικά το ποσό των ευρώ 156,60 και δη για 5 ημέρες καθημερινές και 1 ημέρα Κυριακής, το ποσό των ευρώ 156,60 (6 καθημερινές και Κυριακές Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 18 ώρες Χ 8,70 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του θαλαμηπόλου) και (ιιι) για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 1.2.2020 έως 10.2.2020, οπότε το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή και ο ενάγων εργαζόταν επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, συνολικά το ποσό των ευρώ (208,80 + 229,68 =) 438,48 και δη α) Για 6 ημέρες καθημερινές και 2 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 208,80 (8 καθημερινές και Κυριακές Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 24 ώρες Χ 8,70 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του θαλαμηπόλου) και β) για 2 ημέρες Σαββάτου, το ποσό των 229,68 ευρώ (2 Σάββατα Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 22 ώρες Χ 10,44 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του θαλαμηπόλου κατά τα Σάββατα και τις αργίες) και (ΙΙ) Στα πλαίσια της τρίτης (διάρκειας από 12.10.2020 έως 2.11.2020) ναυτολόγησης του στο πλοίο ΚΠ, οπότε το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή και ο ενάγων εργαζόταν επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, ο ενάγων εδικαιούτο συνολικά το ποσό των ευρώ [469,80 + 459,36 =) 929,16 α) Για 15 ημέρες καθημερινές και 3 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 469,80 (18 καθημερινές και Κυριακές Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 54 ώρες Χ 8,70 ευρώ) και β) για 3 ημέρες Σαββάτου και 1 ημέρα αργίας (28.10.2020) το ποσό των ευρώ 459,36 (4 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 44 ώρες Χ 10,44 ευρώ). Επομένως, απεδείχθη ότι, για την εργασία του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο ΚΠ, στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, ο ενάγων εδικαιούτο ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση, για τον μήνα Ιανουάριο 2020, συνολικά το ποσό των ευρώ [1.412,88 + 156,60 =] 1.569,48 και για τον μήνα Φεβρουάριο 2020, το συνολικό ποσό των ευρώ 438,48. Στα πλαίσια δε της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων εδικαιούτο συνολικά το ποσό των ευρώ 929,16. Συνολικά, στα πλαίσια της πρώτης και τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων στο ανωτέρω πλοίο ΚΠ, ο ενάγων εδικαιούτο αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση εκ ποσού ευρώ (1.569,48 + 438,48+ 929,16=) 2.937,12. Με την εκκαλουμένη απόφαση (σχετικά πρώτη σελίδα πέμπτου φύλλου) αν και κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων έγινε δεκτό ότι ο ενάγων στα πλαίσια της πρώτης και τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, οπότε εργάσθηκε στο πλοίο ΚΠ ο ενάγων εργάσθηκε επί δέκα τέσσερις [14] ώρες τέσσερις ημέρες Σαββάτου και δύο ημέρες αργίας (1.1. και 6.1.), επί ένδεκα [11] ώρες πέντε ημέρες Σαββάτου μία ημέρα αργίας (28.10.2020) και επί τρεις ώρες πέραν του νομίμου ωραρίου επί είκοσι έξι [26] ημέρες καθημερινές και έξι [6] ημέρες Κυριακής, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον βάσιμο τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό ότι ο ενάγων εργάσθηκε επί έξι ώρες πέραν του νομίμου ωραρίου επί δέκα έξι [16] καθημερινές ημέρες και τρεις [3] ημέρες Κυριακής, αν και όπως απεδείχθη κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 25.1.2020 ο ενάγων εργαζόταν επί δώδεκα [12] ώρες ημερησίως και κατά τα χρονικά διαστήματα από 26.1.2020 έως 10.2.2020 και από 12.10.2020 έως 2.11.2020 επί ένδεκα [11] ώρες καθ’ εκάστη. Περαιτέρω, σφάλμα της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τον βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, εντοπίζεται και στην άθροιση των επιμέρους κονδυλίων, με αποτέλεσμα το σύνολο της δικαιούμενης υπό του ενάγοντος αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση να υπολογίζεται σε ευρώ 1.827,00 αν και, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, στα πλαίσια των πρώτης και δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο ΚΠ, το σύνολο της δικαιούμενης αμοιβής του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση, ανέρχεται σε ευρώ 2.937,12. Περαιτέρω, από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη αναλυτικές καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τις αποδείξεις κατάθεσης δια μεταφοράς στον τραπεζικό λογαριασμό αυτού (ενάγοντος), αποδεικνύεται ότι, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, ως συμβατικές υπερωρίες, κατ’ εφαρμογή του όρου 4 στοιχ. β΄ των ανωτέρω από 9.12.2019 και 19.10.2020 εγγράφων συμβάσεων εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, τον μήνα Ιανουάριο 2020, το ποσό των ευρώ (330,79 + 396,95 + 111,46=) 839,20, τον μήνα Φεβρουάριο 2020, το ποσό των ευρώ (110,29 + 132,35 + 37,19=) 279,83, τον μήνα Οκτώβριο 2020, το ποσό των ευρώ (143,37 + 172,05 + 48,26=) 363,68 και τον μήνα Νοέμβριο 2020, το ποσό των ευρώ (11,06 + 13,27 + 3,76 + 8,97 + 12,22 + 3,76 =) 53,04 και συνολικά τους ανωτέρω μήνες του κατέβαλε ως συμβατικές υπερωρίες, το ποσό των ευρώ (839,20 + 279,83 + 363,68 + 53,04 =) 1.535,75. Επιπλέον, από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις, απεδείχθη ότι, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα με αιτιολογία «προμήθεια θαλαμηπόλων» το ποσό των ευρώ 361,82 τον μήνα Ιανουάριο 2020, το ποσό των ευρώ 90,97 τον μήνα Φεβρουάριο 2020, το ποσό των ευρώ 50,75 τον μήνα Οκτώβριο 2020 και συνολικά το ποσό των ευρώ 503,54. Τα ανωτέρω ποσά και δη το συνολικό ποσό των ευρώ 1.535,75 ως καταβληθείσες συμφωνημένες υπερωρίες και το ποσό των ευρώ 503,54 που η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα με αιτιολογία «προμήθεια θαλαμηπόλων» και συνολικά το ποσό των ευρώ 2.039,29, η εναγομένη ισχυρίσθηκε με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ότι κατέβαλε έναντι της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος προς καταβολή αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση. Ο ισχυρισμός αυτός, έγινε δεκτό ως βάσιμος στην ουσία του στο σύνολό του και, αφού εμφιλοχώρησε εσφαλμένη άθροιση των επιμέρους ποσών που ο ενάγων εδικαιούτο ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο, ως αναλύεται ανωτέρω, απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή του ενάγοντος καθό μέρος αυτός αξίωνε αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο ΚΠ στα πλαίσια της πρώτης και τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων. Ο ενάγων, με τον δεύτερο λόγο έφεσης, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά στις ώρες που, κατά την εκκαλουμένη απόφαση, απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο και δη, καθό μέρος απορρίφθηκε ο ανωτέρω αγωγικός του ισχυρισμός. Ο λόγος αυτός έφεσης, τυγχάνει εν μέρει βάσιμος στην ουσία του, δεδομένου ότι, όπως απεδείχθη, ο ενάγων για την απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο ΚΠ, στα πλαίσια της πρώτης και τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, εδικαιούτο αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση ως αυτή απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, εκ ποσού ευρώ (1.569,48 + 438,48 + 929,16=) 2.937,12. Ο ενάγων περαιτέρω, στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως και δη, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ, η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της τη, δια συμβατικού συμψηφισμού, απόσβεση της απαίτησής του, ένσταση της εναγομένης και συγκεκριμένα τον ισχυρισμό αυτής ότι οι επίδικες απαιτήσεις του ενάγοντος για καταβολή υπολοίπου αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, αποσβέσθηκαν δια της καταβολής σε αυτόν του ποσού που αυτός (ενάγων) ελάμβανε ως ποσοστά επί των καθαρών εσόδων της τραπεζαρίας – εστιατορίου a la carte, του εστιατορίου self – service και των μπαρ του ανωτέρω πλοίου. Τούτο διότι, κατά τον ενάγοντα, η εναγομένη δεν έχει αξίωση επιστροφής του ανωτέρω ποσού ως αχρεωστήτως καταβληθέντος. Το εν λόγω ποσό, κατά τον ίδιο λόγο έφεσης, δεν καταβάλλονταν από την εναγομένη, αλλά εδίδετο ως φιλοδώρημα από τους επιβάτες του πλοίου και ως ποσοστό επί των πωλήσεων του μπαρ του πλοίου, κατόπιν σχετικής συμφωνίας του σωματείου των θαλαμηπόλων με την εταιρεία εστίασης των μπαρ, με αποτέλεσμα να μην επιδέχεται συμψηφισμού με της απαίτησή του για καταβολή αμοιβής από την εναγομένη για την υπερωριακή του απασχόληση επί του ανωτέρω πλοίου. Το εν λόγω ποσό, κατά τον ενάγοντα, δεν θα πρέπει να εκτιμηθεί ούτε ως «επιμίσθιο», διότι δεν καταβάλλονταν τακτικώς και παγίως, αλλά κάθε μήνα ήταν διαφορετικού ύψους, ούτε του καταβάλλονταν ως αντάλλαγμα για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού εργασία, αφού δεν συνυπολογίζονταν από την εναγομένη στις αποδοχές του ενάγοντος, κατά τον υπολογισμό των δώρων εορτών. Μάλιστα, κατά τον ενάγοντα, η ίδια η εναγομένη στις αποδείξεις μισθοδοσίας που εξέδιδε, δεν ανέγραφε ως αιτιολογία καταβολής του, την αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος. Επί των ισχυρισμών αυτών του ενάγοντος, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955, η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Ωστόσο, όροι ατομικής εργασιακής σύμβασης ευνοϊκότεροι για το μισθωτό, από εκείνους της συλλογικής σύμβασης, είναι επικρατέστεροι. Επομένως, αν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Αυτό μάλιστα ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται στο ναυτικό, κατά τρόπο τακτικό και πάγιο, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το εν λόγω πρόσθετο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελεύθερα ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Το εν λόγω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί όμως να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις καταβαλλόμενες συμβατικές αποδοχές. Άλλως, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο συμφωνηθεί, ειδικά και ορισμένα, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον συμψηφισμό του, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ο.π., ΑΠ 225/2002, ΕΕΔ 2003/1166 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 202/2021, ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ΜονΕφΠειρ. 218/2020, ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ΜονΕφΠειρ. 322/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326). Εξάλλου, για τη συγκρότηση της έννοια του επιμίσθιου γενικά αρκεί η καταβολή σε τακτική και μόνιμη βάση ενός πρόσθετου χρηματικού ποσού στον εργαζόμενο και δεν απαιτείται αυτό να είναι του ιδίου ύψους ανά μήνα (ΜονΕφΠειρ. 177/2024, ΜονΕφΠειρ. 463/2022, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Εν προκειμένω, πράγματι, δυνάμει όρου των από 9.12.2019 και 19.10.2020 εγγράφων συμβάσεων εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, αφορώσες την πρώτη και τρίτη των ενδίκων συμβάσεων ναυτολόγησης του ενάγοντος, και δη του όρου [4] αυτών, υπό του τίτλου «Αποδοχές», προβλέφθηκε ότι, οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος θα περιλαμβάνουν (α) τις νόμιμες αποδοχές της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019 που έχει κυρωθεί με την υπ’ αριθμ. No. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας & Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ 3170/Β/12-08-2019), πλέον υπό στοιχείο (β) συμβατικές υπερωρίες, πλέον υπό στοιχείο (γ) τα αναφερόμενα στο επισυναπτόμενο στην εν λόγω έγγραφη σύμβαση, Παράρτημα 1 ποσοστά, στο οποίο (Παράρτημα 1), υπό του τίτλου «Επιστασία Ξενοδοχειακού», αναφέρεται «Εισπράξεις από μπαρ, τραπεζαρία και self service» και κατάλογος με είδη προϊόντων και αντίστοιχο ποσοστό για έκαστο προϊόν, με αναφορά στο τέλος ότι, τα ποσοστά υπολογίζονται επί των καθαρών εισπράξεων, ήτοι κατόπιν της αφαίρεσης του ΦΠΑ. Προβλέφθηκε επίσης ρητά ότι, οι ως άνω αμοιβές – παροχές υπό στοιχείο β’ και γ’, καθώς και οποιοδήποτε ποσό ήθελε καταβληθεί στον Ναυτικό πέραν των προαναφερομένων, υπόκεινται σε συμψηφισμό με τυχόν αξιώσεις του ενάγοντος για παροχή υπερωριακής εργασίας. Με την τελευταία αυτή συμφωνία, προβλέφθηκε δηλαδή μεταξύ των διαδίκων ότι, τα εκάστοτε καταβαλλόμενα και προβλεπόμενα στο Παράρτημα 1 ποσοστά επί των καθαρών πωλήσεων των αναφερομένων στο παράρτημα προϊόντων κυλικείου και εστιατορίου του ανωτέρω πλοίου, θα συμψηφίζονται με τυχόν απαιτήσεις του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση. Ο σχετικός όρος των ανωτέρω ενδίκων εγγράφων συμβάσεων εργασίας, επομένως, επέτρεπε τον καταλογισμό των, υπέρτερων των νόμιμων αποδοχών του, καταβαλλόμενων στον ενάγοντα από την εργοδότριά του χρηματικών ποσών, την αιτία καταβολής των οποίων η συμφωνία προσδιόριζε, κατά τρόπο ορισμένο και ειδικό. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία κατά παραδοχή ως και ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής, περί μερικής αποσβέσεως της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος για αμοιβή του για την υπερωριακή του απασχόληση, ένστασης της εναγομένης, πλέον του ποσού των ευρώ 1.535,75, το οποίο αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα ως συμβατικές υπερωρίες, κατ’ εφαρμογή του όρου 4 στοιχ. β΄ των ανωτέρω από 9.12.2019 και 19.10.2020 εγγράφων συμβάσεων εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, συνυπολόγισε και το ποσό των ευρώ 503,54, ως «ποσοστά» επί των καθαρών πωλήσεων ειδών κυλικείου και εστιατορίου στο ανωτέρω πλοίο που απασχολήθηκε ο ενάγων, κατ’ εφαρμογή του όρου 4 στοιχ. γ΄ των ανωτέρω ατομικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας, κρίνοντας ότι, δια συμβατικού συμψηφισμού του εν λόγω ποσού των ευρώ 503,54, αποσβέσθηκε η απαίτηση του ενάγοντος, κατά το αντίστοιχο ποσό για καταβολή αμοιβής για υπερωριακή του απασχόληση, καθόσον θεώρησε ότι το ανωτέρω ποσό των ευρώ 503,54 τυγχάνει υποκείμενο στον προταθέντα συμβατικό συμψηφισμό και κατόπιν της προτάσεως του υπό της εναγομένης, καταλόγισε το ανωτέρω ποσό των ευρώ 503,54 στην αξίωση του ενάγοντος για αμοιβή της υπερωριακής του εργασίας στα πλαίσια της πρώτης και τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ορθά εφάρμοσε το νόμο. Οι ισχυρισμοί του ενάγοντος που περιέχονται στον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης ότι δηλαδή το επίμαχο χρηματικό ποσό των ευρώ 503,54, δεν μπορούσε να συμψηφιστεί με τις αξιώσεις του επειδή, αφενός, δεν στοιχειοθετούσε την έννοια του «επιμίσθιου», αφού δεν καταβάλλονταν «τακτικώς και παγίως», καθώς τα ποσά που του καταβάλλονταν με αιτιολογία «προμήθεια θαλαμηπόλων» διέφεραν καθ’ ύψος ανά μήνα και, αφετέρου, επειδή δεν καταβάλλονταν από την εργοδότρια, αλλά από τρίτον και, συγκεκριμένα, από τους επιβάτες ως φιλοδωρήματα και από την εταιρία εστίασης, με την οποία είχε συνάψει σχετική συμφωνία το σωματείο των θαλαμηπόλων, τυγχάνουν προεχόντως αόριστοι και ως τέτοιοι απορριπτέοι. Τούτο διότι, δεν διευκρινίζεται, στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, ποια ήταν η εταιρία που είχε αναλάβει την παροχή υπηρεσιών εστίασης στα πλοία της εναγομένης, ούτε επεξηγείται αν τελικά καταβαλόντες τα επίδικα χρηματικά ποσά ήταν οι επιβάτες ή «η εταιρία εστίασης», ούτε αν επρόκειτο για «φιλοδωρήματα» για την παροχή των υπηρεσιών των θαλαμηπόλων στους επιβάτες ή για ποσοστά επί των πωλήσεων σ’ αυτούς ορισμένων προϊόντων επί του πλοίου. Επιπλέον, τυγχάνουν και νομικά αβάσιμοι διότι, όπως προελέχθη, για τη συγκρότηση της έννοια του «επιμίσθιου», αρκεί η καταβολή σε τακτική και μόνιμη βάση ενός πρόσθετου χρηματικού ποσού στον εργαζόμενο και δεν απαιτείται αυτό να είναι του ιδίου ύψους ανά μήνα. Τούτο μάλιστα, ανεξαρτήτως του ότι εν προκειμένω τα χρηματικά ποσά που η εργοδότρια εναγόμενη ανέλαβε τη συμβατική υποχρέωση να καταβάλλει σε μόνιμη βάση κάθε μήνα στον ενάγοντα προσδιορίστηκαν ως ποσοστά επί των καθαρών εισπράξεων από πωλήσεις διαφόρων καταναλωτικών ειδών, γεγονός που λογικώς αποκλείει την είσπραξη ενός σταθερού ποσού κάθε μήνα, αφού η βάση του υπολογισμού του (πωλήσεις προϊόντων) είναι εξ ορισμού ευμετάβλητη, εξαρτώμενη από περισσότερους αστάθμητους παράγοντες και, ιδίως, την εποχή του έτους και την επιβατική κίνηση, όπως άλλωστε αποτυπώνεται και στις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του ενάγοντος. Τέλος, πέραν της, κατά τα ανωτέρω αοριστίας τους, τα όσα, περί αμοιβαιότητας των απαιτήσεων ως προϋπόθεσης του συμψηφισμού, επικαλείται ο εκκαλών προς θεμελίωση των ισχυρισμών του ότι ο συμψηφισμός εν προκειμένω ήταν ανεπίτρεπτος, επειδή η εναγόμενη ως οφειλέτρια της κύριας απαίτησης (διαφορές υπερωριακής αμοιβής), κατά της οποίας προτάθηκε ο ανωτέρω λόγος αποσβέσεως (συμβατικός συμψηφισμός), δεν ήταν συγχρόνως και ο δανειστής της ανταπαίτησης που προβλήθηκε σε συμψηφισμό, ισχύουν μόνον επί νόμιμου συμψηφισμού και δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση του επίμαχου, ο οποίος, ως απορρέων από ειδική, ορισμένη και έγκυρη συμφωνία των μερών, είναι συμβατικός και στο πλαίσιό του είναι καταρχήν δυνατός ο συμψηφισμός από τον οφειλέτη όχι μόνο δικών του απαιτήσεων αλλά και αλλότριων (ΜονΕφΠειρ. 177/2024 ο.π.). Επομένως, ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Κατόπιν των ανωτέρω, έναντι της ανωτέρω αποδειχθείσας εκ ποσού ευρώ 2.937,12 απαίτησης του ενάγοντος για αμοιβή του για την υπερωριακή του απασχόληση στα πλαίσια της πρώτης και τρίτης των ενδίκων συμβάσεων ναυτολόγησης, απεδείχθη ότι, η εναγομένη του κατέβαλε το ποσό των ευρώ 2.039,29 συνολικά και επομένως, ως υπόλοιπο αμοιβής για την ανωτέρω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος στα πλαίσια της πρώτης και τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, οπότε αυτός εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο ΚΠ, η εναγομένη συνεχίζει να του οφείλει το ποσό των ευρώ (2.937,12 μείον 2.039,29=) 897,83. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος εκ του λόγου ότι δέχθηκε, κατόπιν εσφαλμένης άθροισης των επιμέρους κονδυλίων, ότι ο ενάγων, εδικαιούτο για υπερωριακή του απασχόληση στα πλαίσια της πρώτης και τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων μόνον το ποσό των ευρώ 1.827, ενώ όπως απεδείχθη, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 2.937,12 συνολικά και ακολούθως, αφού δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της την περί καταβολής και αποσβέσεως δια συμβατικού συμψηφισμού ένσταση της εναγομένης, απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία της την ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων αξίωνε αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο ΚΠ στα πλαίσια των ενδίκων ναυτολογήσεών του. Η εναγομένη, δια των εγγράφων προτάσεών της, παραδεκτώς κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ, ως εφεσίβλητη, επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της ότι, έναντι της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος κατέβαλε σε αυτόν, στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, επιπλέον των ανωτέρω και το ποσό των ευρώ 55,10 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές και το ποσό των ευρώ 66,12 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και συνολικά το ποσό των ευρώ 121,22, καθώς επίσης, στα πλαίσια της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων κατέβαλε στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία, επιπλέον το ποσό των ευρώ 20,45 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των ευρώ 24,76 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και συνολικά το ποσό των ευρώ 45,21. Εν τούτοις, ο περί καταβολής αυτός ισχυρισμός, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του, διότι, όπως αποδεικνύεται από την αναλυτική κατάσταση μισθοδοσίας που προσκομίζει η ίδια, τα ανωτέρω ποσά η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα για άλλη αιτία και δη το μεν ποσό των ευρώ 121,22 για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020, το δε ποσό των ευρώ 45,21 για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020. Επομένως, ο εν λόγω ισχυρισμός περί καταβολής τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του. [Β] Κατά τη διάρκεια ναυτολόγησής του στο πλοίο ΚΠΣ: Στα πλαίσια της έκτης (διάρκειας από 3.3.2021 έως 15.3.2021) ναυτολόγησης του στο ανωτέρω πλοίο, οπότε αυτό (πλοίο) εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα – Ηράκλειο – Πειραιάς και ο ενάγων απεδείχθη ότι εργαζόταν επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, ο ενάγων εδικαιούτο συνολικά το ποσό των ευρώ [348,00 + 375,84 =) 723,84 και δη α) Για 8 ημέρες καθημερινές και 2 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 348,00 (10 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες εργασίας του ημερησίως = 40 ώρες Χ 8,70 ευρώ) και β) για 2 ημέρες Σαββάτου και μία ημέρα αργίας (15.3 ημέρα Καθαρής Δευτέρας), το ποσό των 375,84 ευρώ (3 Σάββατα και αργίες Χ 12 ώρες εργασίας του την ημέρα = 36 ώρες Χ 10,44 ευρώ). Η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία για την ίδια αιτία, δέχθηκε κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ότι ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 897,84, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο, κατά τούτο, στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης, απορριπτομένου ως αβασίμου στην ουσία του του δευτέρου λόγου έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, καθό μέρος απερρίφθη ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχόλησης του ενάγοντος επί δέκα έξι ώρες κατά τη διάρκεια της εν λόγω έκτης των ενδίκων ναυτολογήσεων. Περαιτέρω, από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη αναλυτικές καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τις αποδείξεις κατάθεσης δια μεταφοράς στον τραπεζικό λογαριασμό αυτού (ενάγοντος), αποδεικνύεται ότι, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, ως συμβατικές υπερωρίες, κατ’ εφαρμογή του όρου 4 στοιχ. β΄ της ανωτέρω από 4.3.2021 έγγραφης σύμβασης εργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, το ποσό των ευρώ (143,37 + 172,05 + 48,26=) 363,68. Επιπλέον, από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις, απεδείχθη ότι, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα με αιτιολογία «προμήθεια θαλαμηπόλων» το ποσό των ευρώ 53,06. Τα ανωτέρω ποσά και δη το συνολικό ποσό των ευρώ 363,68 ως καταβληθείσες συμφωνημένες υπερωρίες και το ποσό των ευρώ 53,06 που η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα με αιτιολογία «προμήθεια θαλαμηπόλων» και συνολικά το ποσό των ευρώ (363,68 + 53,06=) 416,74, η εναγομένη ισχυρίσθηκε με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ότι κατέβαλε έναντι της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος προς καταβολή αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση στα πλαίσια της έκτης των ενδίκων ναυτολογήσεων. Ο ισχυρισμός αυτός, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ως βάσιμος και στην ουσία. Ο ενάγων, στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως και δη, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ, η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της τη, δια συμβατικού συμψηφισμού, απόσβεση της απαίτησής του ένσταση της εναγομένης, και συγκεκριμένα τον ισχυρισμό αυτής ότι οι επίδικες απαιτήσεις του ενάγοντος για καταβολή υπολοίπου αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, αποσβέσθηκαν δια της καταβολής σε αυτόν του ποσού που αυτός (ενάγων) ελάμβανε ως ποσοστά επί των καθαρών εσόδων της τραπεζαρίας – εστιατορίου a la carte, του εστιατορίου self – service και των μπαρ του ανωτέρω πλοίου. Τούτο διότι, κατά τον ενάγοντα, η εναγομένη δεν έχει αξίωση επιστροφής του ανωτέρω ποσού ως αχρεωστήτως καταβληθέντος. Το εν λόγω ποσό, κατά τον ίδιο λόγο έφεσης, δεν καταβάλλονταν από την εναγομένη, αλλά εδίδετο ως φιλοδώρημα από τους επιβάτες του πλοίου και ως ποσοστό επί των πωλήσεων του μπαρ του πλοίου, κατόπιν σχετικής συμφωνίας του σωματείου των θαλαμηπόλων με την εταιρεία εστίασης των μπαρ, με αποτέλεσμα να μην επιδέχεται συμψηφισμού με της απαίτησή του για καταβολή αμοιβής από την εναγομένη για την υπερωριακή του απασχόληση επί του ανωτέρω πλοίου. Το εν λόγω ποσό, κατά τον ενάγοντα, δεν θα πρέπει να εκτιμηθεί ως «επιμίσθιο», διότι δεν καταβάλλονταν τακτικώς και παγίως, αλλά κάθε μήνα ήταν διαφορετικού ύψους, ούτε του καταβάλλονταν ως αντάλλαγμα για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού εργασία, αφού δεν συνυπολογίζονταν από την εναγομένη στις αποδοχές του ενάγοντος, κατά τον υπολογισμό των δώρων εορτών. Μάλιστα, κατά τον ενάγοντα, η ίδια η εναγομένη στις αποδείξεις μισθοδοσίας που εξέδιδε, δεν ανέγραφε ως αιτιολογία καταβολής του, την αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος. Εν προκειμένω, πράγματι, δυνάμει όρου της από 4.3.2021 έγγραφης συμβάσεως εργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, αφορώσα την ένδικη έκτη των συμβάσεων ναυτολόγησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο ΚΠΣ και δη του όρου [4] αυτής, υπό του τίτλου «Αποδοχές», προβλέφθηκε ότι, οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος θα περιλαμβάνουν (α) τις νόμιμες αποδοχές της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019 που έχει κυρωθεί με την υπ’ αριθμ. No. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας & Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ 3170/Β/12-08-2019), πλέον υπό στοιχείο (β) συμβατικές υπερωρίες, πλέον υπό στοιχείο (γ) τα αναφερόμενα στο επισυναπτόμενο στην εν λόγω έγγραφη σύμβαση, Παράρτημα 1 ποσοστά, στο οποίο (Παράρτημα 1), υπό του τίτλου «Επιστασία Ξενοδοχειακού», αναφέρεται «Εισπράξεις από μπαρ, τραπεζαρία και self service» και κατάλογος με είδη προϊόντων και αντίστοιχο ποσοστό για έκαστο προϊόν, με αναφορά στο τέλος ότι, τα ποσοστά υπολογίζονται επί των καθαρών εισπράξεων, ήτοι κατόπιν της αφαίρεσης του ΦΠΑ. Προβλέφθηκε επίσης ρητά ότι, οι ως άνω αμοιβές – παροχές υπό στοιχείο β’ και γ’, καθώς και οποιοδήποτε ποσό ήθελε καταβληθεί στον Ναυτικό πέραν των προαναφερομένων, υπόκεινται σε συμψηφισμό με τυχόν αξιώσεις του ενάγοντος για παροχή υπερωριακής εργασίας. Με την τελευταία αυτή συμφωνία, προβλέφθηκε δηλαδή μεταξύ των διαδίκων ότι, τα εκάστοτε καταβαλλόμενα και προβλεπόμενα στο Παράρτημα 1 ποσοστά επί των καθαρών πωλήσεων των αναφερομένων στο παράρτημα προϊόντων κυλικείου και εστιατορίου του ανωτέρω πλοίου, θα συμψηφίζονται με τυχόν απαιτήσεις του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση. Ο σχετικός όρος της από 4.3.2021 έγγραφης συμβάσεως εργασίας επομένως, επέτρεπε τον καταλογισμό των, υπέρτερων των νόμιμων αποδοχών του, καταβαλλόμενων στον ενάγοντα από την εργοδότριά του χρηματικών ποσών, την αιτία καταβολής των οποίων η συμφωνία προσδιόριζε, κατά τρόπο ορισμένο και ειδικό. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία κατά παραδοχή ως και ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής, περί μερικής αποσβέσεως της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος για αμοιβή του για την υπερωριακή του απασχόληση, ένστασης της εναγομένης, πλέον του ποσού των ευρώ 363,68, το οποίο αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα ως συμβατικές υπερωρίες, κατ’ εφαρμογή του όρου 4 στοιχ. β΄ της από 4.3.2021 έγγραφης συμβάσεως εργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, συνυπολόγισε και το ποσό των ευρώ 53,06, ως «ποσοστά» επί των καθαρών πωλήσεων ειδών κυλικείου και εστιατορίου στο ανωτέρω πλοίο που απασχολήθηκε ο ενάγων, κατ’ εφαρμογή του όρου 4 στοιχ. γ΄ της ανωτέρω ατομικής συμβάσεως ναυτικής εργασίας, κρίνοντας ότι δια συμβατικού συμψηφισμού του εν λόγω ποσού των ευρώ 53,06, αποσβέσθηκε η απαίτηση του ενάγοντος, κατά το αντίστοιχο ποσό για καταβολή αμοιβής για υπερωριακή του απασχόληση, καθόσον θεώρησε ότι το ανωτέρω ποσό των ευρώ 53,06 τυγχάνει υποκείμενο στον προταθέντα συμβατικό συμψηφισμό και κατόπιν της προτάσεως του υπό της εναγομένης, καταλόγισε το ανωτέρω ποσό των ευρώ 53,06 στην αξίωση του ενάγοντος για αμοιβή της υπερωριακής του εργασίας στα πλαίσια της έκτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ορθά εφάρμοσε το νόμο. Οι ισχυρισμοί του ενάγοντος που περιέχονται στον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης ότι δηλαδή το επίμαχο χρηματικό ποσό των ευρώ 53,06, δεν μπορούσε να συμψηφιστεί με τις αξιώσεις του επειδή, αφενός, δεν στοιχειοθετούσε την έννοια του «επιμίσθιου», αφού δεν καταβάλλονταν «τακτικώς και παγίως», καθώς τα ποσά που του καταβάλλονταν με αιτιολογία «προμήθεια θαλαμηπόλων» διέφεραν καθ’ ύψος ανά μήνα και, αφετέρου, επειδή δεν καταβάλλονταν από την εργοδότρια, αλλά από τρίτον και, συγκεκριμένα, από τους επιβάτες ως φιλοδωρήματα και από την εταιρία εστίασης, με την οποία είχε συνάψει σχετική συμφωνία το σωματείο των θαλαμηπόλων, τυγχάνουν προεχόντως αόριστοι και ως τέτοιοι απορριπτέοι. Τούτο διότι, δεν διευκρινίζεται, στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, ποια ήταν η εταιρία που είχε αναλάβει την παροχή υπηρεσιών εστίασης στα πλοία της εναγομένης, ούτε επεξηγείται αν τελικά καταβαλόντες τα επίδικα χρηματικά ποσά ήταν οι επιβάτες ή «η εταιρία εστίασης», ούτε αν επρόκειτο για «φιλοδωρήματα» για την παροχή των υπηρεσιών των θαλαμηπόλων στους επιβάτες ή για ποσοστά επί των πωλήσεων σ’ αυτούς ορισμένων προϊόντων επί του πλοίου. Επιπλέον, τυγχάνουν και νομικά αβάσιμοι διότι, όπως προελέχθη, για τη συγκρότηση της έννοιας του «επιμίσθιου», αρκεί η καταβολή σε τακτική και μόνιμη βάση ενός πρόσθετου χρηματικού ποσού στον εργαζόμενο και δεν απαιτείται αυτό να είναι του ιδίου ύψους ανά μήνα. Τούτο μάλιστα, ανεξαρτήτως του ότι εν προκειμένω τα χρηματικά ποσά που η εργοδότρια εναγόμενη ανέλαβε τη συμβατική υποχρέωση να καταβάλλει σε μόνιμη βάση κάθε μήνα στον ενάγοντα προσδιορίστηκαν ως ποσοστά επί των καθαρών εισπράξεων από πωλήσεις διαφόρων καταναλωτικών ειδών, γεγονός που λογικώς αποκλείει την είσπραξη ενός σταθερού ποσού κάθε μήνα, αφού η βάση του υπολογισμού του (πωλήσεις προϊόντων) είναι εξ ορισμού ευμετάβλητη, εξαρτώμενη από περισσότερους αστάθμητους παράγοντες και, ιδίως, την εποχή του έτους και την επιβατική κίνηση, όπως άλλωστε αποτυπώνεται και στις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του ενάγοντος. Τέλος, πέραν της κατά τα ανωτέρω αοριστίας τους, τα όσα, περί αμοιβαιότητας των απαιτήσεων ως προϋπόθεσης του συμψηφισμού, επικαλείται ο εκκαλών προς θεμελίωση των ισχυρισμών του ότι ο συμψηφισμός εν προκειμένω ήταν ανεπίτρεπτος, επειδή η εναγόμενη ως οφειλέτρια της κύριας απαίτησης (διαφορές υπερωριακής αμοιβής), κατά της οποίας προτάθηκε ο ανωτέρω λόγος αποσβέσεως (συμβατικός συμψηφισμός), δεν ήταν συγχρόνως και ο δανειστής της ανταπαίτησης που προβλήθηκε σε συμψηφισμό, ισχύουν μόνον επί νόμιμου συμψηφισμού και δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση του επίμαχου, ο οποίος, ως απορρέων από ειδική, ορισμένη και έγκυρη συμφωνία των μερών, είναι συμβατικός και στο πλαίσιό του είναι καταρχήν δυνατός ο συμψηφισμός από τον οφειλέτη όχι μόνο δικών του απαιτήσεων αλλά και αλλότριων (ΜονΕφΠειρ. 177/2024 ο.π.). Επομένως, ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατόπιν των ανωτέρω, έναντι της ανωτέρω αποδειχθείσας εκ ποσού ευρώ 723,84 απαίτησης του ενάγοντος για αμοιβή του για την υπερωριακή του απασχόληση στα πλαίσια της έκτης των ενδίκων συμβάσεων ναυτολόγησης, απεδείχθη ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (363,68 + 53,06=) 416,74 συνολικά και επομένως, ως υπόλοιπο αμοιβής για την ανωτέρω υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος στα πλαίσια της έκτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, οπότε αυτός εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο ΚΠΣ, η εναγομένη του οφείλει το ποσό των ευρώ (723,84 μείον 416,74 =) 307,10. Η εναγομένη, δια των εγγράφων προτάσεών της, παραδεκτώς κατόπιν της εξαφάνισης της εκκαλουμένης αποφάσεως, ως ανωτέρω αναλύεται, επαναφέρει τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της ότι, έναντι της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος (υπερωριακή απασχόληση αυτού στα πλαίσια της έκτης των ενδίκων ναυτολογήσεων), κατέβαλε σε αυτόν, επιπλέον το ποσό των ευρώ 17,93 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές και το ποσό των ευρώ 21,52 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και συνολικά το ποσό των ευρώ 39,45. Εν τούτοις, ο περί καταβολής αυτός ισχυρισμός της εναγομένης, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του, διότι όπως αποδεικνύεται από την αναλυτική κατάσταση μισθοδοσίας που προσκομίζει η ίδια, το ανωτέρω ποσό των ευρώ 39,45, αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα για άλλη αιτία και δη για αναλογία δώρου Πάσχα 2021. Επομένως, ο εν λόγω ισχυρισμός περί καταβολής τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του. [Γ] Κατά τη διάρκεια ναυτολόγησής του στο πλοίο ΦΠ και δη στα πλαίσια της δεύτερης, τέταρτης, πέμπτης, έβδομης και όγδοης των ενδίκων ναυτολογήσεων: (Ι) Στα πλαίσια της δεύτερης (διάρκειας από 2.5.2020 έως 12.10.2020) ναυτολόγησης του στο ανωτέρω πλοίο, ο ενάγων εδικαιούτο συνολικά το ποσό των ευρώ (748,20 + 737,76 + 4.087,26 + 1.531,20 =) 7.104,42 και δη (i) για το χρονικό διάστημα από 2.5.2020 έως 24.5.2020, οπότε το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα – Ηράκλειο – Πειραιάς και ο ενάγων εργαζόταν επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, το ποσό των ευρώ (330,60 + 417,60=) 748,20 (α) για 15 ημέρες καθημερινές και 4 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 330,60 (19 καθημερινές και Κυριακές Χ 2 ώρες εργασίας του ημερησίως = 38 ώρες Χ 8,70 ευρώ) και (β) για 4 ημέρες Σαββάτου, το ποσό των ευρώ 417,60 (4 Σάββατα Χ 10 ώρες εργασίας του ημερησίως = 40 ώρες Χ 10,44 ευρώ), (ii) για το χρονικό διάστημα από 25.5.2020 έως 10.6.2020 οπότε το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα – Ηράκλειο – Πειραιάς και ο ενάγων εργαζόταν επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, το ποσό των ευρώ (487,20 + 250,56 =) 737,76 (α) για 12 ημέρες καθημερινές και 2 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 487,20 (14 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες εργασίας του ημερησίως = 56 ώρες Χ 8,70 ευρώ) και (β) για 2 ημέρες Σαββάτου, το ποσό των ευρώ 250,56 (2 Σάββατα Χ 12 ώρες εργασίας του ημερησίως = 24 ώρες Χ 10,44 ευρώ), (iii) για το χρονικό διάστημα από 11.6.2020 έως 9.9.2020 οπότε το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο, με επιστροφή και επιπλέον το πλοίο εκτέλεσε και ημερήσια δρομολόγια ως ανωτέρω απεδείχθη και αναλύεται, το ποσό των ευρώ (1.644,30 + 1.033,56 + 678,60 + 730,80 =) 4.087,26 (α) για 56 ημέρες καθημερινές και 7 ημέρες Κυριακής, οπότε ο ενάγων εργαζόταν επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη, το ποσό των ευρώ 1.644,30 (63 καθημερινές και Κυριακές Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 189 ώρες Χ 8,70 ευρώ), (β) για 7 ημέρες Σαββάτου και δύο ημέρες αργίας (28.6, 15.8), το ποσό των ευρώ 1.033,56 (9 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του ημερησίως = 99 ώρες Χ 10,44 ευρώ), (γ) για 8 ημέρες καθημερινές και 5 ημέρες Κυριακής, οπότε ο ενάγων εργαζόταν επί δέκα τέσσερις ώρες καθ’ εκάστη, το ποσό των ευρώ 678,60 (13 καθημερινές και Κυριακές Χ 6 ώρες εργασίας του ημερησίως = 78 ώρες Χ 8,70 ευρώ) και (δ) για 5 ημέρες Σαββάτου, το ποσό των ευρώ 730,80 (5 Σάββατα Χ 14 ώρες εργασίας του ημερησίως = 70 ώρες Χ 10,44 ευρώ) και (iv) για το χρονικό διάστημα από 10.9.2020 έως 11.10.2020 οπότε το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα – Ηράκλειο – Πειραιάς και ο ενάγων εργαζόταν επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, το ποσό των ευρώ (904,80 + 626,40 =) 1.531,20 (α) για 21 ημέρες καθημερινές και 5 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 904,80 (26 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες εργασίας του ημερησίως = 104 ώρες Χ 8,70 ευρώ) και (β) για 4 ημέρες Σαββάτου και μία ημέρα αργίας (14.9), το ποσό των ευρώ 626,40 (5 Σάββατα Χ 12 ώρες εργασίας του ημερησίως = 60 ώρες Χ 10,44 ευρώ). (ΙΙ) Στα πλαίσια της τέταρτης (διάρκειας από 27.11.2020 έως 7.1.2021) ναυτολόγησης του στο ανωτέρω πλοίο ΦΠ, οπότε αυτό (πλοίο) εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα – Ηράκλειο – Πειραιάς και ο ενάγων εργαζόταν επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, ο ενάγων εδικαιούτο για το χρονικό διάστημα από 27.11.2020 έως 31.12.2020 το ποσό των ευρώ 1.816,56 και για το χρονικό διάστημα από 1.1.2021 έως 7.1.2021 το ποσό των ευρώ 515,04 και συνολικά το ποσό των ευρώ (1.816,56 + 515,04 =) 2.331,60 και δη (i) για το χρονικό διάστημα από 27.11.2020 έως 31.12.2020, το ποσό των ευρώ (939,60 + 876,96 =) 1.816,56 (α) για 23 ημέρες καθημερινές και 4 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 939,60 (27 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες εργασίας του ημερησίως = 108 ώρες Χ 8,70 ευρώ) και (β) για 4 ημέρες Σαββάτου και 3 ημέρες αργίας (6.12, 25.12, 26.12), το ποσό των ευρώ 876,96 (7 Σάββατα και αργίες Χ 12 ώρες εργασίας του ημερησίως = 84 ώρες Χ 10,44 ευρώ) και (ii) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2021 έως 7.1.2021, το ποσό των ευρώ (139,20 + 375,84 =) 515,04 (α) για 3 ημέρες καθημερινές και 1 ημέρα Κυριακής, το ποσό των ευρώ 139,20 (4 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες εργασίας του ημερησίως = 16 ώρες Χ 8,70 ευρώ) και (β) για 1 ημέρα Σαββάτου και 2 ημέρες αργίας (1.1 και 6.1), το ποσό των ευρώ 375,84 (3 Σάββατα και αργίες Χ 12 ώρες εργασίας του ημερησίως = 36 ώρες Χ 10,44 ευρώ). (ΙΙΙ) Στα πλαίσια της πέμπτης (διάρκειας από 1.3.2021 έως 3.3.2021) ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο ΦΠ, οπότε το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα – Ηράκλειο – Πειραιάς και ο ενάγων εργαζόταν επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, το ποσό των ευρώ (2 ημέρες καθημερινές Χ 4 ώρες εργασίας του ημερησίως = 8 ώρες Χ 8,70 ευρώ) 69,60. (ΙV) Στα πλαίσια της έβδομης (διάρκειας από 16.3.2021 έως 8.7.2021) ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο ΦΠ, το ποσό των ευρώ (403,68 + 1.472,04 + 2.787,48 =) 4.663,20 (i) για το χρονικό διάστημα από 16.3.2021 έως 25.3.2021, οπότε το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα – Ηράκλειο – Πειραιάς και ο ενάγων εργαζόταν επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, το ποσό των ευρώ (278,40 + 125,28 =) 403,68 (α) για 7 ημέρες καθημερινές και 1 ημέρα Κυριακής, το ποσό των ευρώ 278,40 (8 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες εργασίας του ημερησίως = 32 ώρες Χ 8,70 ευρώ) και (β) για 1 ημέρα Σαββάτου, το ποσό των ευρώ 125,28 (1 Σάββατα Χ 12 ώρες εργασίας του ημερησίως = 12 ώρες Χ 10,44 ευρώ), (ii) για το χρονικό διάστημα από 26.3.2021 έως 30.4.2021, οπότε το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή και ο ενάγων εργαζόταν επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, το ποσό των ευρώ (783,00 + 689,04 =) 1.472,04 (α) για 25 ημέρες καθημερινές και 5 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 783,00 (30 καθημερινές και Κυριακές Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 90 ώρες Χ 8,70 ευρώ) και (β) για 5 ημέρες Σαββάτου και μία ημέρα αργίας (30.4), το ποσό των ευρώ 689,04 (6 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του ημερησίως = 66 ώρες Χ 10,44 ευρώ) και (iii) για το χρονικό διάστημα από 1.5.2021 έως 8.7.2021, οπότε το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή και ο ενάγων εργαζόταν επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, το ποσό των ευρώ (1.409,40 + 1.378,08 =) 2.787,48 (α) για 44 ημέρες καθημερινές και 10 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 1.409,40 (54 καθημερινές και Κυριακές Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 162 ώρες Χ 8,70 ευρώ) και (β) για 9 ημέρες Σαββάτου και τρεις ημέρες αργίας (1.5, 3.5 και 10.6), το ποσό των ευρώ 1.378,08 (12 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του ημερησίως = 132 ώρες Χ 10,44 ευρώ). (V) Στα πλαίσια της όγδοης (διάρκειας από 2.8.2021 έως 1.11.2021) ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο ΦΠ, το ποσό των ευρώ (2.610,00 + 459,36 + 156,60 + 459,36 + 219,24 + 194,88 =) 4.099,44 (i) για το χρονικό διάστημα από 2.8.2021 έως 1.10.2021, οπότε το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή και επιπλέον εκτέλεσε και τα ανωτέρω αποδειχθέντα ημερήσια δρομολόγια, το ποσό των ευρώ (1.096,20 + 1.148,40 + 365,40 =) 2.610,00 (α) για 39 ημέρες καθημερινές και 3 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 1.096,20 (42 καθημερινές και Κυριακές Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 126 ώρες Χ 8,70 ευρώ), (β) για 8 ημέρες Σαββάτου και δύο ημέρες αργίας (15.8 και 14.9), το ποσό των ευρώ 1.148,40 (10 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του ημερησίως = 12 ώρες Χ 10,44 ευρώ), (γ) για 4 ημέρες καθημερινές και 3 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 365,40 (7 καθημερινές και Κυριακές Χ 6 ώρες εργασίας του ημερησίως = 42 ώρες Χ 8,70 ευρώ), (ii) για το χρονικό διάστημα από 2.10.2021 έως 9.10.2021, οπότε το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα – Ηράκλειο – Πειραιάς και ο ενάγων εργαζόταν επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, το ποσό των ευρώ (208,80 + 250,56 =) 459,36 (α) για 5 ημέρες καθημερινές και 1 ημέρα Κυριακής, το ποσό των ευρώ 208,80 (6 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες εργασίας του ημερησίως = 24 ώρες Χ 8,70 ευρώ) και (β) για 2 ημέρες Σαββάτου, το ποσό των ευρώ 250,56 (2 Σάββατο Χ 12 ώρες εργασίας του ημερησίως = 24 ώρες Χ 10,44 ευρώ), (iii) για το χρονικό διάστημα από 10.10.2021 έως 15.10.2021, οπότε το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή και ο ενάγων εργαζόταν επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, το ποσό των ευρώ 156,60 (5 ημέρες καθημερινές και 1 ημέρες Κυριακής, 6 καθημερινές και Κυριακές Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 18 ώρες Χ 8,70 ευρώ), (iv) για το χρονικό διάστημα από 16.10.2021 έως 23.10.2021, οπότε το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα – Ηράκλειο – Πειραιάς και ο ενάγων εργαζόταν επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, το ποσό των ευρώ (208,80 + 250,56 =) 459,36 (α) για 5 ημέρες καθημερινές και 1 ημέρα Κυριακής, το ποσό των ευρώ 208,80 (6 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες εργασίας του ημερησίως = 24 ώρες Χ 8,70 ευρώ) και (β) για 2 ημέρες Σαββάτου, το ποσό των ευρώ 250,56 (2 Σάββατα Χ 12 ώρες εργασίας του ημερησίως = 24 ώρες Χ 10,44 ευρώ), (v) για το χρονικό διάστημα από 24.10.2021 έως 29.10.2021, οπότε το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή και ο ενάγων εργαζόταν επί ένδεκα ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, το ποσό των ευρώ (104,40 + 114,84 =) 219,24 (α) για 3 ημέρες καθημερινές και 1 ημέρα Κυριακής, το ποσό των ευρώ 104,40 (4 καθημερινές και Κυριακές Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 12 ώρες Χ 8,70 ευρώ) και (β) για 1 ημέρα αργίας (28.10), το ποσό των ευρώ 114,84 (1 αργία Χ 11 ώρες εργασίας του ημερησίως = 11 ώρες Χ 10,44 ευρώ) και (vi) για το χρονικό διάστημα από 30.10.2021 έως 1.11.2021, οπότε το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα – Ηράκλειο – Πειραιάς και ο ενάγων εργαζόταν επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, το ποσό των ευρώ (69,60 + 125,28 =) 194,88 (α) για 1 ημέρα καθημερινή και 1 ημέρα Κυριακής, το ποσό των ευρώ 69,60 (2 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες εργασίας του ημερησίως = 8 ώρες Χ 8,70 ευρώ) και (β) για 1 ημέρα Σαββάτου, το ποσό των ευρώ 125,28 (1 Σάββατο Χ 12 ώρες εργασίας του ημερησίως = 12 ώρες Χ 10,44 ευρώ). Συνολικά, ο ενάγων για την απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο ΦΠ στα πλαίσια της δεύτερης (διάρκειας από 2.5.2020 έως 12.10.2020) της τέταρτης (διάρκειας από 27.11.2020 έως 7.1.2021), της πέμπτης (διάρκειας από 1.3.2021 έως 2.3.2021), της έβδομης (διάρκειας από 16.3.2021 έως 8.7.2021) και της όγδοης (διάρκειας από 2.8.2021 έως 1.11.2021) των ενδίκων ναυτολογήσεων, εδικαιούτο ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση, το συνολικό ποσό των ευρώ (7.104,42 + 2.331,60 + 69,60 + 4.663,20 + 4.099,44=) 18.268,26 εκ των οποίων, το ποσό των ευρώ (7.104,42 + 1.816,56 =) 8.920,98 για την υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο κατά το έτος 2020 και το υπόλοιπο ποσό των ευρώ (515,04 + 69,60 + 4.663,20 + 4.099,44=) 9.347,28 για την υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο κατά το έτος 2021. Η εκκαλουμένη απόφαση η οποία δέχθηκε ότι ο ενάγων, για την υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο ΦΠ κατά το έτος 2020 εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 10.022,40 και κατά το έτος 2021 εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 10.173,78, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον βάσιμο τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει κατά τούτο να εξαφανισθεί (άρθρο 535 ΚΠολΔ), απορριπτομένου του δευτέρου λόγου έφεσης του ενάγοντος, που πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εκ του λόγου ότι δεν έγιναν δεκτοί ως βάσιμοι στην ουσία τους οι αγωγικοί ισχυρισμοί του ως προς τις ώρες απασχόλησής του στο ανωτέρω πλοίο ΦΠ, ως αβασίμου στην ουσία του. Περαιτέρω, από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη αναλυτικές καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τις αποδείξεις κατάθεσης δια μεταφοράς στον τραπεζικό λογαριασμό αυτού (ενάγοντος), αποδεικνύεται ότι, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, ως συμβατικές υπερωρίες, κατ’ εφαρμογή του όρου 4 στοιχ. β΄ των από 2.5.2020 και 27.11.2020, εγγράφων συμβάσεων εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, στα πλαίσια της δεύτερης και τέταρτης των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, εντός του έτους 2020 το συνολικό ποσό των ευρώ (477,07 + 564,12 + 746,92 + 746,92 + 808,38 + 332,56 + 111,92 + 839,20 =) 4.627,09 και δη τον μήνα Μάιο 2020 το ποσό των ευρώ (365,61 + 111,46=) 477,07, τον μήνα Ιούνιο 2020 το ποσό των ευρώ (87,05 + 365,61 + 111,46 =) 564,12, τον μήνα Ιούλιο 2020 το ποσό των ευρώ (269,85 + 365,61 + 111,46 =) 746,92, τον μήνα Αύγουστο 2020 το ποσό των ευρώ (269,85 + 365,61 + 111,46 =) 746,92, τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 το ποσό των ευρώ (89,92 + 121,90 + 37,19 + 220,50 + 264,60 + 74,27 =) 808,38, τον μήνα Οκτώβριο 2020 το ποσό των ευρώ (121,26 + 145,51 + 40,84 + 8,97 + 12,22 + 3,76 =) 332,56, τον μήνα Νοέμβριο 2020 το ποσό των ευρώ (44,13 + 52,96 + 14,83 =) 111,92 και τον μήνα Δεκέμβριο 2020 το ποσό των ευρώ (330,79 + 396,95 + 111,46 =) 839,20. Επιπλέον, από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις, απεδείχθη ότι, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, εντός του έτους 2020, με αιτιολογία «προμήθεια θαλαμηπόλων» το ποσό των ευρώ (91,54 + 216,70 + 186,11 + 293,71 + 114,34 + 43,54 + 15,29 + 100,38 =) 1.061,61. Τα ανωτέρω ποσά και δη το συνολικό ποσό των ευρώ 4.627,09 ως καταβληθείσες συμφωνημένες υπερωρίες και το ποσό των ευρώ 1.061,61, το οποίο η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα με αιτιολογία «προμήθεια θαλαμηπόλων» και συνολικά το ποσό των ευρώ (4.627,09 + 1.061,61 =) 5.688,70, η εναγομένη ισχυρίσθηκε με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ότι κατέβαλε έναντι της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο εντός του έτους 2020. Ο ισχυρισμός αυτός, έγινε δεκτό ως βάσιμος στην ουσία του υπό της εκκαλουμένη αποφάσεως. Ο ενάγων, στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως και δη, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ, η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της τη, δια συμβατικού συμψηφισμού, απόσβεση της απαίτησής του, ένσταση της εναγομένης, και συγκεκριμένα τον ισχυρισμό αυτής ότι οι επίδικες απαιτήσεις του ενάγοντος για καταβολή υπολοίπου αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο ΦΠ της εναγομένης το έτος 2020, αποσβέσθηκαν δια της καταβολής σε αυτόν του ποσού που αυτός (ενάγων) ελάμβανε ως ποσοστά επί των καθαρών εσόδων της τραπεζαρίας – εστιατορίου a la carte, του εστιατορίου self – service και των μπαρ του ανωτέρω πλοίου. Τούτο διότι, κατά τον ενάγοντα, η εναγομένη δεν έχει αξίωση επιστροφής του ανωτέρω ποσού ως αχρεωστήτως καταβληθέντος. Το εν λόγω ποσό, κατά τον ίδιο λόγο έφεσης, δεν καταβάλλονταν από την εναγομένη, αλλά εδίδετο ως φιλοδώρημα από τους επιβάτες του πλοίου και ως ποσοστό επί των πωλήσεων του μπαρ του πλοίου, κατόπιν σχετικής συμφωνίας του σωματείου των θαλαμηπόλων με την εταιρεία εστίασης των μπαρ, με αποτέλεσμα να μην επιδέχεται συμψηφισμού με της απαίτησή του για καταβολή αμοιβής από την εναγομένη για την υπερωριακή του απασχόληση επί του ανωτέρω πλοίου. Το εν λόγω ποσό, κατά τον ενάγοντα, δεν θα πρέπει να εκτιμηθεί ως «επιμίσθιο», διότι δεν καταβάλλονταν τακτικώς και παγίως, αλλά κάθε μήνα ήταν διαφορετικού ύψους, ούτε του καταβάλλονταν ως αντάλλαγμα για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού εργασία, αφού δεν συνυπολογίζονταν από την εναγομένη στις αποδοχές του ενάγοντος, κατά τον υπολογισμό των δώρων εορτών. Μάλιστα, κατά τον ενάγοντα, η ίδια η εναγομένη στις αποδείξεις μισθοδοσίας που εξέδιδε, δεν ανέγραφε ως αιτιολογία καταβολής του, την αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος. Εν προκειμένω, πράγματι, δυνάμει όρου των από 2.5.2020 και 27.11.2020, εγγράφων συμβάσεων εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, αφορώσες την δεύτερη και τέταρτη των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο ΦΠ και δη του όρου [4] αυτής, υπό του τίτλου «Αποδοχές», προβλέφθηκε ότι, οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος θα περιλαμβάνουν (α) τις νόμιμες αποδοχές της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019 που έχει κυρωθεί με την υπ’ αριθμ. No. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας & Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ 3170/Β/12-08-2019), πλέον υπό στοιχείο (β) συμβατικές υπερωρίες, πλέον υπό στοιχείο (γ) τα αναφερόμενα στο επισυναπτόμενο στην εν λόγω έγγραφη σύμβαση, Παράρτημα 1 ποσοστά, στο οποίο (Παράρτημα 1), υπό του τίτλου «Επιστασία Ξενοδοχειακού», αναφέρεται «Εισπράξεις από μπαρ, τραπεζαρία και self service» και κατάλογος με είδη προϊόντων και αντίστοιχο ποσοστό για έκαστο προϊόν, με αναφορά στο τέλος ότι, τα ποσοστά υπολογίζονται επί των καθαρών εισπράξεων, ήτοι κατόπιν της αφαίρεσης του ΦΠΑ. Προβλέφθηκε επίσης ρητά ότι, οι ως άνω αμοιβές – παροχές υπό στοιχείο β’ και γ’, καθώς και οποιοδήποτε ποσό ήθελε καταβληθεί στον Ναυτικό πέραν των προαναφερομένων, υπόκεινται σε συμψηφισμό με τυχόν αξιώσεις του ενάγοντος για παροχή υπερωριακής εργασίας. Με την τελευταία αυτή συμφωνία, προβλέφθηκε δηλαδή μεταξύ των διαδίκων ότι, τα εκάστοτε καταβαλλόμενα και προβλεπόμενα στο Παράρτημα 1 ποσοστά επί των καθαρών πωλήσεων των αναφερομένων στο παράρτημα προϊόντων κυλικείου και εστιατορίου του ανωτέρω πλοίου, θα συμψηφίζονται με τυχόν απαιτήσεις του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση. Ο σχετικός όρος των από 2.5.2020 και 27.11.2020, εγγράφων συμβάσεων εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, αφορώσες την δεύτερη και τέταρτη των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο ΦΠ, επομένως, επέτρεπε τον καταλογισμό των, υπέρτερων των νόμιμων αποδοχών του, καταβαλλόμενων στον ενάγοντα από την εργοδότριά του χρηματικών ποσών, την αιτία καταβολής των οποίων η συμφωνία προσδιόριζε, κατά τρόπο ορισμένο και ειδικό. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία κατά παραδοχή ως και ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής, περί μερικής αποσβέσεως της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος για αμοιβή του για την υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο κατά το έτος 2020, ένστασης της εναγομένης, πλέον του ποσού των ευρώ 4.627,09, το οποίο αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα ως συμβατικές υπερωρίες, κατ’ εφαρμογή του όρου 4 στοιχ. β΄ των αμέσως ανωτέρω αναφερομένων συμβάσεων ναυτικής εργασίας, που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, συνυπολόγισε και το ποσό των ευρώ 1.061,61, ως «ποσοστά» επί των καθαρών πωλήσεων ειδών κυλικείου και εστιατορίου στο ανωτέρω πλοίο που απασχολήθηκε ο ενάγων, κατ’ εφαρμογή του όρου 4 στοιχ. γ΄ των ανωτέρω ατομικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας, κρίνοντας ότι δια συμβατικού συμψηφισμού του εν λόγω ποσού των ευρώ 1.061,61, αποσβέσθηκε η απαίτηση του ενάγοντος, κατά το αντίστοιχο ποσό για καταβολή αμοιβής για υπερωριακή του απασχόληση, καθόσον θεώρησε ότι το ανωτέρω ποσό των ευρώ 1.061,61 τυγχάνει υποκείμενο στον προταθέντα συμβατικό συμψηφισμό και κατόπιν της προτάσεως του υπό της εναγομένης, καταλόγισε το ανωτέρω ποσό των ευρώ 1.061,61 στην αξίωση του ενάγοντος για αμοιβή της υπερωριακής του εργασίας στα πλαίσια της ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο ΦΠ κατά το έτος 2020, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ορθά εφάρμοσε το νόμο. Οι ισχυρισμοί του ενάγοντος που περιέχονται στον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης ότι δηλαδή το επίμαχο χρηματικό ποσό των ευρώ 1.061,61, δεν μπορούσε να συμψηφιστεί με τις αξιώσεις του επειδή, αφενός, δεν στοιχειοθετούσε την έννοια του «επιμίσθιου», αφού δεν καταβάλλονταν «τακτικώς και παγίως», καθώς τα ποσά που του καταβάλλονταν με αιτιολογία «προμήθεια θαλαμηπόλων» διέφεραν καθ’ ύψος ανά μήνα και, αφετέρου, επειδή δεν καταβάλλονταν από την εργοδότρια, αλλά από τρίτον και, συγκεκριμένα, από τους επιβάτες ως φιλοδωρήματα και από την εταιρία εστίασης, με την οποία είχε συνάψει σχετική συμφωνία το σωματείο των θαλαμηπόλων, τυγχάνουν προεχόντως αόριστοι και ως τέτοιοι απορριπτέοι. Τούτο διότι, δεν διευκρινίζεται, στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, ποια ήταν η εταιρία που είχε αναλάβει την παροχή υπηρεσιών εστίασης στα πλοία της εναγομένης, ούτε επεξηγείται αν τελικά καταβαλόντες τα επίδικα χρηματικά ποσά ήταν οι επιβάτες ή «η εταιρία εστίασης», ούτε αν επρόκειτο για «φιλοδωρήματα» για την παροχή των υπηρεσιών των θαλαμηπόλων στους επιβάτες ή για ποσοστά επί των πωλήσεων σ’ αυτούς ορισμένων προϊόντων επί του πλοίου. Επιπλέον, τυγχάνουν και νομικά αβάσιμοι διότι, όπως προελέχθη, για τη συγκρότηση της έννοια του «επιμίσθιου», αρκεί η καταβολή σε τακτική και μόνιμη βάση ενός πρόσθετου χρηματικού ποσού στον εργαζόμενο και δεν απαιτείται αυτό να είναι του ιδίου ύψους ανά μήνα. Τούτο μάλιστα, ανεξαρτήτως του ότι εν προκειμένω τα χρηματικά ποσά που η εργοδότρια εναγόμενη ανέλαβε τη συμβατική υποχρέωση να καταβάλλει σε μόνιμη βάση κάθε μήνα στον ενάγοντα προσδιορίστηκαν ως ποσοστά επί των καθαρών εισπράξεων από πωλήσεις διαφόρων καταναλωτικών ειδών, γεγονός που λογικώς αποκλείει την είσπραξη ενός σταθερού ποσού κάθε μήνα, αφού η βάση του υπολογισμού του (πωλήσεις προϊόντων) είναι εξ ορισμού ευμετάβλητη, εξαρτώμενη από περισσότερους αστάθμητους παράγοντες και, ιδίως, την εποχή του έτους και την επιβατική κίνηση, όπως άλλωστε αποτυπώνεται και στις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του ενάγοντος. Τέλος, πέραν της κατά τα ανωτέρω αοριστίας τους, τα όσα, περί αμοιβαιότητας των απαιτήσεων ως προϋπόθεσης του συμψηφισμού, επικαλείται ο εκκαλών προς θεμελίωση των ισχυρισμών του ότι ο συμψηφισμός εν προκειμένω ήταν ανεπίτρεπτος, επειδή η εναγόμενη ως οφειλέτρια της κύριας απαίτησης (διαφορές υπερωριακής αμοιβής), κατά της οποίας προτάθηκε ο ανωτέρω λόγος αποσβέσεως (συμβατικός συμψηφισμός), δεν ήταν συγχρόνως και ο δανειστής της ανταπαίτησης που προβλήθηκε σε συμψηφισμό, ισχύουν μόνον επί νόμιμου συμψηφισμού και δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση του επίμαχου, ο οποίος, ως απορρέων από ειδική, ορισμένη και έγκυρη συμφωνία των μερών, είναι συμβατικός και στο πλαίσιό του είναι καταρχήν δυνατός ο συμψηφισμός από τον οφειλέτη όχι μόνο δικών του απαιτήσεων αλλά και αλλότριων (ΜονΕφΠειρ. 177/2024 ο.π.). Επομένως, ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατόπιν των ανωτέρω, έναντι της ανωτέρω αποδειχθείσας εκ ποσού ευρώ 8.920,98 απαίτησης του ενάγοντος για αμοιβή του για την υπερωριακή του απασχόληση στο πλοίο ΦΠ εντός του έτους 2020, απεδείχθη ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (4.627,09 + 1.061,61 =) 5.688,70 συνολικά και επομένως, ως υπόλοιπο αμοιβής για την ανωτέρω υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος στα πλαίσια των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος εντός του έτους 2020 στο ανωτέρω πλοίο ΦΠ, η εναγομένη συνεχίζει να οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (8.920,98 μείον 5.688,70 =) 3.232,28. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης εκ του λόγου ότι δέχθηκε, ότι ο ενάγων, εδικαιούτο για υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο ΦΠ εντός του έτους 2020 το ποσό των ευρώ 4.333,70, ενώ όπως απεδείχθη ο ενάγων εδικαιούτο ως υπόλοιπο τέτοιας αμοιβής, το ποσό των ευρώ 3.232,28. Περαιτέρω, από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη αναλυτικές καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τις αποδείξεις κατάθεσης δια μεταφοράς στον τραπεζικό λογαριασμό αυτού (ενάγοντος), αποδεικνύεται ότι, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, ως συμβατικές υπερωρίες, κατ’ εφαρμογή του όρου 4 στοιχ. β΄ των από 27.11.2020, 17.3.2021 και 2.8.2021, εγγράφων συμβάσεων εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, στα πλαίσια της τέταρτης, έβδομης και όγδοης ων ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, αλλά και ως αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης στα πλαίσια της πέμπτης των ενδίκων ναυτολογήσεων εντός του έτους 2021 το συνολικό ποσό των ευρώ (195,88 + 503,59 + 839,20 + 839,20 + 839,20 + 199,22 + 746,92 + 746,92 + 801,73 + 28,09 =) 5.739,95 και δη τον μήνα Ιανουάριο 2021 το ποσό των ευρώ (77,21 + 92,66 + 26,01 =) 195,88, τον μήνα Μάρτιο 2021 το ποσό των ευρώ (33,08 + 39,69 + 11,18 + 165,39 + 198,47 + 55,78 =) 503,59, τον μήνα Απρίλιο 2021 το ποσό των ευρώ (330,79 + 396,95 + 111,46 =) 839,20, τον μήνα Μάιο 2021 το ποσό των ευρώ (330,79 + 396,95 + 111,46 =) 839,20, τον μήνα Ιούνιο 2021 το ποσό των ευρώ (330,79 + 396,95 + 111,46 =) 839,20, τον μήνα Ιούλιο 2021 το ποσό των ευρώ (71,99 + 97,46 + 29,77 =) 199,22, τον μήνα Αύγουστο 2021 το ποσό των ευρώ (269,85 + 365,61 + 111,46 =) 746,92, τον μήνα Σεπτέμβριο 2021 το ποσό των ευρώ (269,85 + 365,61 + 111,46 =) 746,92, τον μήνα Οκτώβριο 2021 το ποσό των ευρώ (304,67 + 385,60 + 111,46 =) 801,73 και τον μήνα Νοέμβριο 2021 το ποσό των ευρώ (11,06 + 13,27 + 3,76 =) 28,09. Επιπλέον, από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις, απεδείχθη ότι, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, εντός του έτους 2021, με αιτιολογία «προμήθεια θαλαμηπόλων», το ποσό των ευρώ (17,39 + 58,53 + 177,39 + 133,09 + 176,54 + 61,12 + 419,52 + 206,84 + 204,83 =) 1.455,25. Τα ανωτέρω ποσά και δη το συνολικό ποσό των ευρώ 5.739,95 ως καταβληθείσες συμφωνημένες υπερωρίες και το ποσό των ευρώ 1.455,25, το οποίο η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα με αιτιολογία «προμήθεια θαλαμηπόλων» και συνολικά το ποσό των ευρώ (5.739,95 + 1.455,25 =) 7.195,20, η εναγομένη ισχυρίσθηκε με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ότι κατέβαλε έναντι της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο εντός του έτους 2021. Ο ισχυρισμός αυτός, έγινε δεκτό ως βάσιμος στην ουσία του υπό της εκκαλουμένη αποφάσεως, η οποία μάλιστα δέχθηκε ότι συνολικά, για την εν λόγω αιτία, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 7.196,10. Ο ενάγων, στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως και δη, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ, η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της τη, δια συμβατικού συμψηφισμού, απόσβεση της απαίτησής του, ένσταση της εναγομένης, και συγκεκριμένα τον ισχυρισμό αυτής ότι οι επίδικες απαιτήσεις του ενάγοντος για καταβολή υπολοίπου αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης το έτος 2021, αποσβέσθηκαν δια της καταβολής σε αυτόν του ποσού που αυτός (ενάγων) ελάμβανε ως ποσοστά επί των καθαρών εσόδων της τραπεζαρίας – εστιατορίου a la carte, του εστιατορίου self – service και των μπαρ του ανωτέρω πλοίου. Τούτο διότι, κατά τον ενάγοντα, η εναγομένη δεν έχει αξίωση επιστροφής του ανωτέρω ποσού ως αχρεωστήτως καταβληθέντος. Το εν λόγω ποσό, κατά τον ίδιο λόγο έφεσης, δεν καταβάλλονταν από την εναγομένη, αλλά εδίδετο ως φιλοδώρημα από τους επιβάτες του πλοίου και ως ποσοστό επί των πωλήσεων του μπαρ του πλοίου, κατόπιν σχετικής συμφωνίας του σωματείου των θαλαμηπόλων με την εταιρεία εστίασης των μπαρ, με αποτέλεσμα να μην επιδέχεται συμψηφισμού με της απαίτησή του για καταβολή αμοιβής από την εναγομένη για την υπερωριακή του απασχόληση επί του ανωτέρω πλοίου. Το εν λόγω ποσό, κατά τον ενάγοντα, δεν θα πρέπει να εκτιμηθεί ως «επιμίσθιο», διότι δεν καταβάλλονταν τακτικώς και παγίως, αλλά κάθε μήνα ήταν διαφορετικού ύψους, ούτε του καταβάλλονταν ως αντάλλαγμα για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού εργασία, αφού δεν συνυπολογίζονταν από την εναγομένη στις αποδοχές του ενάγοντος, κατά τον υπολογισμό των δώρων εορτών. Μάλιστα, κατά τον ενάγοντα, η ίδια η εναγομένη στις αποδείξεις μισθοδοσίας που εξέδιδε, δεν ανέγραφε ως αιτιολογία καταβολής του, την αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος. Εν προκειμένω, πράγματι, δυνάμει όρου των από 27.11.2020, 17.3.2021 και 2.8.2021, εγγράφων συμβάσεων εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, στα πλαίσια της τέταρτης, έβδομης και όγδοης ων ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος και δη του όρου [4] αυτών, υπό του τίτλου «Αποδοχές», προβλέφθηκε ότι, οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος θα περιλαμβάνουν (α) τις νόμιμες αποδοχές της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019 που έχει κυρωθεί με την υπ’ αριθμ. No. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας & Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ 3170/Β/12-08-2019), πλέον υπό στοιχείο (β) συμβατικές υπερωρίες πλέον, υπό στοιχείο (γ) τα αναφερόμενα στο επισυναπτόμενο στην εν λόγω έγγραφη σύμβαση, Παράρτημα 1 ποσοστά, στο οποίο (Παράρτημα 1), υπό του τίτλου «Επιστασία Ξενοδοχειακού», αναφέρεται «Εισπράξεις από μπαρ, τραπεζαρία και self service» και κατάλογος με είδη προϊόντων και αντίστοιχο ποσοστό για έκαστο προϊόν, με αναφορά στο τέλος ότι, τα ποσοστά υπολογίζονται επί των καθαρών εισπράξεων, ήτοι κατόπιν της αφαίρεσης του ΦΠΑ. Προβλέφθηκε επίσης ρητά ότι, οι ως άνω αμοιβές – παροχές υπό στοιχείο β’ και γ’, καθώς και οποιοδήποτε ποσό ήθελε καταβληθεί στον Ναυτικό πέραν των προαναφερομένων, υπόκεινται σε συμψηφισμό με τυχόν αξιώσεις του ενάγοντος για παροχή υπερωριακής εργασίας. Με την τελευταία αυτή συμφωνία, προβλέφθηκε δηλαδή μεταξύ των διαδίκων ότι, τα εκάστοτε καταβαλλόμενα και προβλεπόμενα στο Παράρτημα 1 ποσοστά επί των καθαρών πωλήσεων των αναφερομένων στο παράρτημα προϊόντων κυλικείου και εστιατορίου του ανωτέρω πλοίου, θα συμψηφίζονται με τυχόν απαιτήσεις του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση. Ο σχετικός όρος των από 27.11.2020, 17.3.2021 και 2.8.2021, εγγράφων συμβάσεων εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, στα πλαίσια της τέταρτης, έβδομης και όγδοης των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο πλοίο ΦΠ, επομένως, επέτρεπε τον καταλογισμό των, υπέρτερων των νόμιμων αποδοχών του, καταβαλλόμενων στον ενάγοντα από την εργοδότριά του χρηματικών ποσών, την αιτία καταβολής των οποίων η συμφωνία προσδιόριζε, κατά τρόπο ορισμένο και ειδικό. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία κατά παραδοχή ως και ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής, περί μερικής αποσβέσεως της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος για αμοιβή του για την υπερωριακή του απασχόληση, ένστασης της εναγομένης, πλέον του ποσού των ευρώ 5.739,95, το οποίο αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα ως συμβατικές υπερωρίες, κατ’ εφαρμογή του όρου 4 στοιχ. β΄ των αμέσως ανωτέρω αναφερομένων συμβάσεων ναυτικής εργασίας, που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, συνυπολόγισε και το ποσό των ευρώ 1.455,25, ως «ποσοστά» επί των καθαρών πωλήσεων ειδών κυλικείου και εστιατορίου στο ανωτέρω πλοίο που απασχολήθηκε ο ενάγων, κατ’ εφαρμογή του όρου 4 στοιχ. γ΄ των ανωτέρω ατομικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας, κρίνοντας ότι δια συμβατικού συμψηφισμού του εν λόγω ποσού των ευρώ 1.455,25, αποσβέσθηκε η απαίτηση του ενάγοντος, κατά το αντίστοιχο ποσό για καταβολή αμοιβής για υπερωριακή του απασχόληση, καθόσον θεώρησε το ανωτέρω ποσό των ευρώ 1.455,25 τυγχάνει υποκείμενο στον προταθέντα συμβατικό συμψηφισμό και κατόπιν της προτάσεως του υπό της εναγομένης, καταλόγισε το ανωτέρω ποσό των ευρώ 1.455,25 στην αξίωση του ενάγοντος για αμοιβή της υπερωριακής του εργασίας στα πλαίσια της ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο ΦΠ κατά το έτος 2021, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ορθά εφάρμοσε το νόμο. Οι ισχυρισμοί του ενάγοντος που περιέχονται στον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης ότι δηλαδή το επίμαχο χρηματικό ποσό των ευρώ 1.455,25, δεν μπορούσε να συμψηφιστεί με τις αξιώσεις του επειδή, αφενός, δεν στοιχειοθετούσε την έννοια του «επιμίσθιου», αφού δεν καταβάλλονταν «τακτικώς και παγίως», καθώς τα ποσά που του καταβάλλονταν με αιτιολογία «προμήθεια θαλαμηπόλων» διέφεραν καθ’ ύψος ανά μήνα και, αφετέρου, επειδή δεν καταβάλλονταν από την εργοδότρια, αλλά από τρίτον και, συγκεκριμένα, από τους επιβάτες ως φιλοδωρήματα και από την εταιρία εστίασης, με την οποία είχε συνάψει σχετική συμφωνία το σωματείο των θαλαμηπόλων, τυγχάνουν προεχόντως αόριστοι και ως τέτοιοι απορριπτέοι. Τούτο διότι, δεν διευκρινίζεται, στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, ποια ήταν η εταιρία που είχε αναλάβει την παροχή υπηρεσιών εστίασης στα πλοία της εναγομένης, ούτε επεξηγείται αν τελικά καταβαλόντες τα επίδικα χρηματικά ποσά ήταν οι επιβάτες ή «η εταιρία εστίασης», ούτε αν επρόκειτο για «φιλοδωρήματα» για την παροχή των υπηρεσιών των θαλαμηπόλων στους επιβάτες ή για ποσοστά επί των πωλήσεων σ’ αυτούς ορισμένων προϊόντων επί του πλοίου. Επιπλέον, τυγχάνουν και νομικά αβάσιμοι διότι, όπως προελέχθη, για τη συγκρότηση της έννοια του «επιμίσθιου», αρκεί η καταβολή σε τακτική και μόνιμη βάση ενός πρόσθετου χρηματικού ποσού στον εργαζόμενο και δεν απαιτείται αυτό να είναι του ιδίου ύψους ανά μήνα. Τούτο μάλιστα, ανεξαρτήτως του ότι εν προκειμένω τα χρηματικά ποσά που η εργοδότρια εναγόμενη ανέλαβε τη συμβατική υποχρέωση να καταβάλλει σε μόνιμη βάση κάθε μήνα στον ενάγοντα προσδιορίστηκαν ως ποσοστά επί των καθαρών εισπράξεων από πωλήσεις διαφόρων καταναλωτικών ειδών, γεγονός που λογικώς αποκλείει την είσπραξη ενός σταθερού ποσού κάθε μήνα, αφού η βάση του υπολογισμού του (πωλήσεις προϊόντων) είναι εξ ορισμού ευμετάβλητη, εξαρτώμενη από περισσότερους αστάθμητους παράγοντες και, ιδίως, την εποχή του έτους και την επιβατική κίνηση, όπως άλλωστε αποτυπώνεται και στις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του ενάγοντος. Τέλος, πέραν της κατά τα ανωτέρω αοριστίας τους, τα όσα, περί αμοιβαιότητας των απαιτήσεων ως προϋπόθεσης του συμψηφισμού, επικαλείται ο εκκαλών προς θεμελίωση των ισχυρισμών του ότι ο συμψηφισμός εν προκειμένω ήταν ανεπίτρεπτος, επειδή η εναγόμενη ως οφειλέτρια της κύριας απαίτησης (διαφορές υπερωριακής αμοιβής), κατά της οποίας προτάθηκε ο ανωτέρω λόγος αποσβέσεως (συμβατικός συμψηφισμός), δεν ήταν συγχρόνως και ο δανειστής της ανταπαίτησης που προβλήθηκε σε συμψηφισμό, ισχύουν μόνον επί νόμιμου συμψηφισμού και δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση του επίμαχου, ο οποίος, ως απορρέων από ειδική, ορισμένη και έγκυρη συμφωνία των μερών, είναι συμβατικός και στο πλαίσιό του είναι καταρχήν δυνατός ο συμψηφισμός από τον οφειλέτη όχι μόνο δικών του απαιτήσεων αλλά και αλλότριων (ΜονΕφΠειρ. 177/2024 ο.π.). Επομένως, ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατόπιν των ανωτέρω, έναντι της ανωτέρω αποδειχθείσας εκ ποσού ευρώ 9.347,28 απαίτησης του ενάγοντος για αμοιβή του για την υπερωριακή του απασχόληση στα πλαίσια στο πλοίο ΦΠ εντός του έτους 2021, απεδείχθη ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (5.739,95 + 1.455,25 =) 7.195,20, συνολικά και επομένως, ως υπόλοιπο αμοιβής για την ανωτέρω υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος στα πλαίσια των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος εντός του έτους 2021 στο ανωτέρω πλοίο ΦΠ, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (9.347,28 μείον 7.195,20 =) 2.152,08. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης εκ του λόγου ότι δέχθηκε, ότι ο ενάγων, εδικαιούτο για υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο ΦΠ εντός του έτους 2021 το ποσό των ευρώ 2.977,68, ενώ όπως απεδείχθη ο ενάγων εδικαιούτο ως υπόλοιπο τέτοιας αμοιβής, το ποσό των ευρώ 2.152,08. Η εναγομένη, δια των εγγράφων προτάσεών της, παραδεκτώς κατόπιν της εξαφάνισης της εκκαλουμένης απόφασης, ως ανωτέρω, επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της ότι, έναντι της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος κατέβαλε σε αυτόν, στα πλαίσια της τέταρτης των ενδίκων ναυτολογήσεων επιπλέον το ποσό των ευρώ 203,34 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές και το ποσό των ευρώ 307,41 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και συνολικά το ποσό των ευρώ 510,75, στα πλαίσια της έβδομης των ενδίκων ναυτολογήσεων κατέβαλε στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία, επιπλέον το ποσό των ευρώ 75,91 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές και το ποσό των ευρώ 91,09 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και συνολικά το ποσό των ευρώ 167,00 και στα πλαίσια της όγδοης των ενδίκων ναυτολογήσεων κατέβαλε στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία, επιπλέον το ποσό των ευρώ 198,75 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές και το ποσό των ευρώ 252,99 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και συνολικά το ποσό των ευρώ 451,74. Εν τούτοις, ο περί καταβολής αυτός ισχυρισμός, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του διότι, όπως αποδεικνύεται από την αναλυτική κατάσταση μισθοδοσίας που προσκομίζει η ίδια, τα ανωτέρω ποσά η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα για άλλη αιτία και δη το ποσό των ευρώ 510,75 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020, το ποσό των ευρώ 167,00 για αναλογία δώρου Πάσχα 2021 και το ποσό των ευρώ 451,74 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2021. Επομένως, ο εν λόγω ισχυρισμός περί καταβολής τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του. Συνοψίζοντας, ο ενάγων για την υπερωριακή του απασχόληση στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης δικαιούται ως υπόλοιπο αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση, κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο πλοίο ΚΠ το ποσό των ευρώ 897,83, κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο πλοίο ΚΠΣ το ποσό των ευρώ 307,10 και για κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο πλοίο ΦΠ για το έτος 2020 το ποσό των ευρώ 3.232,28 και για το έτος 2021 το ποσό των ευρώ 2.152.08.
IV. Από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι, οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς έναν [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον, η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Ο ενάγων, ο οποίος εργάσθηκε στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης, με την ανωτέρω ειδικότητα, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, εδικαιούτο ως επίδομα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: Ι. Για αναλογία Δώρο Πάσχα 2020, καθόν χρόνο εργαζόταν στο πλοίο ΚΠ, στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, η οποία (πρώτη σύμβαση ναυτολόγησης) διήρκησε από 1.1.2020 έως 10.2.2020, το ποσό των {[μισθός ενεργείας 204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω πρώτης ναυτολόγησης (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) [(ευρώ 2.007,95 για υπερωριακή απασχόληση από 1-1-2020 έως 10.2.2020/41 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 1.1.2020 έως 21.1.2020 επί 30=) 1.469,23 και όχι το ποσό των ευρώ 2.157,64 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς και τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, ούτε το ποσό των ευρώ 1.556,05, όπως εσφαλμένως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως =] 4.009,04 δια 2 επί 1/15 επί (41 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 5,125 οκταήμερα=} 684,88 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 812,52 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό και τον τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, ούτε το ποσό των ευρώ 699,64, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης. ΙΙ. Για Δώρο Πάσχα 2021 στα πλαίσια της έκτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, καθόν χρόνο ο ενάγων εργαζόταν στο πλοίο ΚΠΣ, η οποία (έκτη σύμβαση ναυτολόγησης) διήρκησε από 3.3.2021 έως 16.3.2021, εδικαιούτο αναλογία Δώρου Πάσχα 2021, ανερχόμενη στο ποσό των {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €, + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω πρώτης ναυτολόγησης (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) [(ευρώ 723,84 για υπερωριακή απασχόληση από 3.3.2021 έως 16.3.2021/13 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.670,40 και όχι το ποσό των ευρώ 2.762,58 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς και τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, ούτε το ποσό των ευρώ 2.071,93, όπως εσφαλμένως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, απορριπτομένου κατά τούτο του τρίτου λόγου έφεσης της εναγομένης =] 4.210,21 δια 2 επί 1/15 επί (13 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 1,625 οκταήμερα=} 228,05 και όχι το ποσό των ευρώ 290,37, κατά τον αγωγικό ισχυρισμό και τον τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, ούτε το ποσό των ευρώ 249,80, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης. ΙΙΙ. Για Δώρο Πάσχα 2021: στα πλαίσια της τέταρτης, πέμπτης και έβδομης των ενδίκων ναυτολογήσεων, οπότε ο ενάγων εργαζόταν στο πλοίο ΦΠ (α) στα πλαίσια της τέταρτης των ενδίκων ναυτολογήσεων που διήρκησε ως προς το ενδιαφέρον εν προκειμένω χρονικό διάστημα από 1.1.2021 έως 7.1.2021, ο ενάγων εδικαιούτο αναλογίας Δώρου Πάσχα 2021, ανερχόμενη στο ποσό των {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω τέταρτης ναυτολόγησης (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) [(ευρώ 515,03 για υπερωριακή απασχόληση από 1-1-2021 έως 7-1-2021/7 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 1.1.2021 έως 7.1.2021 επί 30=) 2.207,27, πλην όμως ο ενάγων με την αγωγή του υπολογίζει το μέσο όρο υπερωριακής αμοιβής του στο ποσό των 2.068,42 το οποίο ποσό πρέπει να ληφθεί υπόψη (άρθρο 106 ΚΠολΔ) κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς και τον βάσιμο τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση αποδείξεων εφόσον με αυτή, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ο μέσος όρος υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος για το ανωτέρω διάσημα προσδιορίσθηκε στο ποσό των ευρώ 1.453,39, απορριπτομένου του αντίστοιχου δευτέρου λόγου έφεσης της εναγομένης που πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων =] 4.608,23 δια 2 επί 1/15 επί (7 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 0,875 οκταήμερα=} 134,41 (κατόπιν στρογγυλοποίησης), (β) στα πλαίσια της πέμπτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, η οποία διήρκησε από 1.3.2021 έως 3.3.2021, ο ενάγων εδικαιούτο αναλογίας Δώρου Πάσχα 2021, ανερχόμενη στο ποσό των {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω πέμπτης ναυτολόγησης (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) κατά το χρονικό διάστημα από 1.3.2021 έως 3.3.2021 [(ευρώ 69,60/3 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 1.3.2021 έως 3.3.2021 επί 30=) 696,00 και όχι το ποσό των ευρώ 2.068,42 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό και δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, ούτε στο ποσό των ευρώ 1,453,39, όπως κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης, κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση =] 3.235,81 δια 2 επί 1/15 επί (3 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 0,375 οκταήμερα=} 40,45 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και (γ) στα πλαίσια της έβδομης των ενδίκων ναυτολογήσεων, κατά το ενδιαφέρον εν προκειμένω χρονικό διάστημα από 16.3.2021 έως 30.4.2021, ο ενάγων εδικαιούτο αναλογίας Δώρου Πάσχα 2021, ανερχόμενη στο ποσό των {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω έβδομης ναυτολόγησης (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) κατά το χρονικό διάστημα από 16.3.2021 έως 30.4.2021 [(ευρώ 1.875,72/46 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 16.3.2021 έως 30.4.2021 επί 30=) 1.223,29 και όχι το ποσό των ευρώ 2.068,42 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό και δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, ούτε στο ποσό των ευρώ 1,453,39, όπως κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης, κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση =] 3.763,10 δια 2 επί 1/15 επί (46 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 5,75 οκταήμερα=} 721,26. Συνολικά για αναλογία Δώρου Πάσχα 2021, κατά τη διάρκεια των ανωτέρω ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο πλοίο ΦΠ, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ [134,41 + 40,45 + 721,26 =] 896,12 και όχι στο ποσό των ευρώ 1.069,52 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό και τον τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου τούτου ως αβασίμου στην ουσία του, ούτε στο ποσό των ευρώ 915,10 που, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως. ΙV. Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020 στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο ΚΠ, η οποία διήρκησε από 12.10.2020 έως 2.11.2020, αυτός (ενάγων) εδικαιούτο: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω τρίτης ναυτολόγησης (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) [(ευρώ 929,16 για υπερωριακή απασχόληση από 12.10.2020 έως 2.11.2020/22 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30=) 1.267,04 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 2.157,64 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς και τον τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, ούτε το ποσό των ευρώ 1.556,05, όπως εσφαλμένως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως =] 3.806,85 επί 2/25 επί (22 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 1,15 δεκαεννιαήμερα=} 350,23 και όχι το ποσό των ευρώ 437,57 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό και τον τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, ούτε το ποσό των ευρώ 376,78, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων. V. (ι) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020 στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο ΦΠ, η οποία διήρκησε από 2.5.2020 έως 12.10.2020, αυτός (ενάγων) εδικαιούτο: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω τρίτης ναυτολόγησης (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) [(ευρώ 7.104,42 για υπερωριακή απασχόληση από 2.5.2020 έως 12.10.2020/163 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30=) 1.307,56 και όχι το ποσό των ευρώ 2.170,78 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς και τον τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, ούτε το ποσό των ευρώ 1.748,09, όπως εσφαλμένως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως =] 3.847,37 επί 2/25 επί (163 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 8,578 δεκαεννιαήμερα=} 2.640,22 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και (ιι) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020 στα πλαίσια της τέταρτης ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο ΦΠ, η οποία διήρκησε από 27.11.2020 έως 7.1.2021, αυτός (ενάγων) εδικαιούτο: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω τρίτης ναυτολόγησης (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) [(ευρώ 1.816,56 για υπερωριακή απασχόληση από 27.11.2020 έως 31.12.2020/35 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30=) 1.557,05 και όχι το ποσό των ευρώ 2.170,78 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς και τον τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, ούτε το ποσό των ευρώ 1.748,09, όπως εσφαλμένως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως =] 4.096,86 επί 2/25 επί (35 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 1,842 δεκαεννιαήμερα=} 603,71. Συνολικά, για την εργασία του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο ΦΠ κατά το έτος 2020 ο ενάγων εδικαιούτο αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων εκ ποσού ευρώ (2.640,22 + 603,71=) 3.243,93 και όχι το ποσό των ευρώ 3.975,74 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό και τον τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, ούτε το ποσό των ευρώ 3.574,39, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων. Έναντι του ανωτέρω ποσού η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 2.186,98, όπως ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του και επομένως για την εν λόγω αιτία η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (3.243,93 μείον 2.186,98 =) 1.056,95 και όχι το ποσό των ευρώ 1.387,41 όπως, κατά τον βάσιμο τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. VΙ. Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2021 στα πλαίσια της έβδομης ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο ΦΠ, η οποία διήρκησε από 16.3.2021 έως 8.7.2021, αυτός (ενάγων) εδικαιούτο: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω τρίτης ναυτολόγησης (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) [(ευρώ 2.787,48 για υπερωριακή απασχόληση από 1.5.2021 έως 8.7.2021/69 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30=) 1.211,95 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 2.068,42 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς και τον τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, ούτε το ποσό των ευρώ 1.453,39, όπως εσφαλμένως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως =] 3.751,76 επί 2/25 επί (69 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 3,631 δεκαεννιαήμερα=} 1.089,81 και για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2021 στα πλαίσια της όγδοης ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο ΦΠ, η οποία διήρκησε από 2.8.2021 έως 1.11.2021, αυτός (ενάγων) εδικαιούτο: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω τρίτης ναυτολόγησης (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) [(ευρώ 4.099,44 για υπερωριακή απασχόληση από 2.8.2021 έως 1.11.2021/92 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30=) 1.336,77 και όχι το ποσό των ευρώ 2.068,42 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς και τον τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, ούτε το ποσό των ευρώ 1.453,39, όπως εσφαλμένως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως =] 3.876,58 επί 2/25 επί (92 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 4,84 δεκαεννιαήμερα=} 1.501,01. Συνολικά, για την εργασία του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο ΦΠ κατά το έτος 2021, ο ενάγων εδικαιούτο αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων, εκ ποσού ευρώ (1.089,81 + 1.501,01 =) 2.590,82 και όχι το ποσό των ευρώ 3.162,36 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό και τον τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, ούτε το ποσό των ευρώ 2.705,79, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εναγομένη δεν προέβαλε νόμιμο ισχυρισμό περί καταβολής των δώρων εορτών.
V. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της εφαρμοζομένης εν προκειμένω ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή, αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 170 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του, προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.546/2016 ΕΝΔ 44.323). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, για τον προσδιορισμό της οφειλόμενης πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, εννοείται για τα δρομολόγια της εν λόγω εβδομάδας. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 6 του ίδιου ως άνω άρθρου 33 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μέχρι 07.00 ώρας. Η παραπάνω έννοια της τοπικής γραμμής, ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται με το άρθρο 2 του προαναφερομένου Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, περίπτωση που δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω. Εξάλλου, για την εφαρμογή της παραπάνω § 7 στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Εν προκειμένω, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, υποστήριξε ότι, το πλοίο ΦΠ, στα πλαίσια (α) της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεών του και συγκεκριμένα, εντός του χρονικού διαστήματος από 11.6.2020 έως 9.9.2020, κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή δώδεκα ημέρες Παρασκευής και Σαββάτου, αναχωρούσε πρόωρα κατά 3,5 ώρες προ της συμπληρώσεως έξι ωρών από τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι, καθώς επίσης, κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή δέκα έξι ημέρες Πέμπτης και Κυριακής, το εν λόγω πλοίο αναχωρούσε πρόωρα κατά 2,75 ώρες προ της συμπληρώσεως έξι ωρών από τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι, με αποτέλεσμα το εν λόγω πλοίο να έχει εκτελέσει 10,75 δρομολόγια εξπρές, διάρκειας άνω των δώδεκα ωρών, με αποτέλεσμα να του οφείλεται ως αμοιβή για την εν λόγω αιτία, το ποσό των ευρώ 1.708,92 και (β) της όγδοης των ενδίκων ναυτολογήσεών του, και συγκεκριμένα, εντός του χρονικού διαστήματος από 2.8.2021 έως 5.9.2021, κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή πέντε ημέρες Παρασκευής και Σαββάτου, αναχωρούσε πρόωρα κατά 3,5 ώρες προ της συμπληρώσεως έξι ωρών από τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι, καθώς επίσης, κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή ένδεκα ημέρες Πέμπτης και Κυριακής, αναχωρούσε πρόωρα κατά 2,75 ώρες προ της συμπληρώσεως έξι ωρών από τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι, με αποτέλεσμα το εν λόγω πλοίο να έχει εκτελέσει 5,96 δρομολόγια εξπρές, διάρκειας άνω των δώδεκα ωρών, με αποτέλεσμα να του οφείλεται ως αμοιβή για την εν λόγω αιτία, το ποσό των ευρώ 927,13. Με την εκκαλουμένη απόφαση, ο ανωτέρω αγωγικός ισχυρισμός έγινε δεκτός ως βάσιμος στην ουσία του και συγκεκριμένα, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων έγινε δεκτό ότι το εν λόγω πλοίο αναχώρησε πρόωρα, ήτοι προ της συμπληρώσεως έξι ωρών από το λιμάνι, προς εκτέλεση νέου δρομολογίου κατά 3,5 ώρες την 24.7., 25.7, 31.7, 1.8, 7.8, 8.8, 14.8, 15.8, 21.8, 22.8, 28.8 και 29.8 και κατά 2,75 ώρες την 18.6, 21.6, 25.6, 28.6, 2.7, 30.7, 2.8, 6.8, 9.8, 13.8, 16.8, 20.8, 23.8, 27.8, 30.8 και 3.9 και επομένως, αναχώρησε πρόωρα συνολικά κατά 86 ώρες, πραγματοποιώντας τοιουτοτρόπως 10,75 δρομολόγια εξπρές, επεδίκασε στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ 1.536,49. Περαιτέρω, στα πλαίσια της όγδοης των ενδίκων ναυτολογήσεων, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, δέχθηκε ότι πράγματι το ανωτέρω πλοίο, αναχώρησε πρόωρα, ήτοι προ της συμπληρώσεως έξι ωρών από το λιμάνι, προς εκτέλεση νέου δρομολογίου κατά 3,5 ώρες την 6.8, 7.8, 13.8, 21.8 και 28.8 και κατά 2,75 ώρες την 4.7, 8.7, 5.8, 8.8, 12.8, 15.8, 19.8, 22.8, 26.8, 29.8 και 5.9 και επομένως, αναχώρησε πρόωρα συνολικά κατά 47,75 ώρες, πραγματοποιώντας τοιουτοτρόπως 5,96 δρομολόγια εξπρές, επεδίκασε στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ 793,31. Τα ανωτέρω αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως πλήττουν αμφότεροι οι διάδικοι και δη ο ενάγων με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ισχυριζόμενος ότι, η εκκαλουμένη απόφαση έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι η ανωτέρω αμοιβή του υπολογίσθηκε με βάση μειωμένες τακτικές αποδοχές, αφού συνυπολογίσθηκε μειωμένος, έναντι του πραγματικού, μέσος όρος της υπ’ αυτού δικαιούμενης αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση. Η εναγομένη, με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση, διότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε ότι, το ανωτέρω πλοίο αναχώρησε πρόωρα την 24.7.2020, την 15.8.2020, την 21.8.2020, την 28.8.2020, την 18.6.2020, την 21.6.2020, την 25.6.2020, την 28.6.2020, την 2.7.2020, την 3.9.2020, την 7.8.2021, την 21.8.2021, την 4.7.2021, την 8.7.2021, την 5.8.2021, την 12.8.2021, την 15.8.2021 και την 22.8.2021, επιπροσθέτως δε με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής της, διότι η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον περί καταβολής ισχυρισμό για την εν λόγω αιτία και δη του ποσού των ευρώ 142,79 τον μήνα Ιούλιο 2020, του ποσού των ευρώ 713,26 τον μήνα Αύγουστο 2020, του ποσού των ευρώ 380,55 τον μήνα Αύγουστο 2021. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, παραδεκτώς υπό της εναγομένης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ, πλήττεται το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επί του αριθμού των δρομολογίων εξπρές που δέχθηκε ότι εκτέλεσε το ανωτέρω πλοίο, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι η εναγομένη με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αρνήθηκε ότι το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε δρομολόγια εξπρές (σχετικά σελίδα 15 όπου ανέφερε «Συνεπώς δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων περί πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές και το σχετικό κονδύλιο πρέπει ν’ απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν»). Περαιτέρω, πράγματι, με τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη, ως σχετικά 15α και 15β βεβαιώσεις των Κεντρικών Λιμεναρχείων Ηρακλείου και Πειραιώς φέρουσες ημερομηνία 20.12.2022 και 10.1.2023 αντίστοιχα, βεβαιώνεται ότι, το ανωτέρω πλοίο κατά το έτος 2020 εκτέλεσε επιπλέον του τακτικού δρομολογίου Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή και ημερήσιο δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή, την 31/7/2020, 1/8/2020, 7/8/2020, 8/8/2020, 14/8/2020, 22/8/2020 και 29/8/2020, καθώς επίσης ότι εκτέλεσε επιπλέον του τακτικού δρομολογίου Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή και ημερήσιο δρομολόγιο Πειραιάς – Μήλος – Ηράκλειο με επιστροφή, την 25.7.2020, 30.7.2020, 2.8.2020, 6.8.2020, 9.8.2020, 13.8.2020, 16.8.2020, 20.8.2020, 23.8.2020, 27.8.2020 και 30.8.2020. Επιπλέον, κατά το έτος 2021 ότι, το ανωτέρω πλοίο ΦΠ, εκτέλεσε επιπλέον του τακτικού δρομολογίου Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή και ημερήσιο δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή, την 8.8.2021, 14.8.2021, 22.8.2021 και 29.8.2021, καθώς επίσης ότι εκτέλεσε επιπλέον του τακτικού δρομολογίου Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή και ημερήσιο δρομολόγιο Πειραιάς – Μήλος – Ηράκλειο με επιστροφή, την 1.8.2021, 6.8.2021, 13.8.2021, 19.8.2021 και 26.8.2021. Παράλληλα, εν τούτοις, από τις αναλυτικές καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, τις οποίες προσκομίζει η ίδια η εναγομένη, σε συνδυασμό με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής της, προκύπτει ότι, αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα ως αμοιβή με αιτιολογία «ημερήσια» για δρομολόγια εξπρές, τον μήνα Ιούλιο 2020 το ποσό των ευρώ 142,79 ως αναλογούσα σε 2,00 δρομολόγια εξπρές του ανωτέρω πλοίου, τον μήνα Αύγουστο 2020 το ποσό των ευρώ 713,26 ως αναλογούσα σε 9,99 δρομολόγια εξπρές και τον μήνα Αύγουστο 2021 το ποσό των ευρώ 380,55 ως αναλογούσα σε 5,33 δρομολόγια εξπρές. Επομένως, εφόσον η εναγομένη αναγνώρισε σε ανύποπτο χρόνο και δη κατά τους ανωτέρω μήνες ότι το πλοίο εκτέλεσε τα ανωτέρω δρομολόγια εξπρές και δη 2,00 δρομολόγια εξπρές κατά τον μήνα Ιούλιο 2020, 9,99 δρομολόγια εξπρές κατά τον μήνα Αύγουστο 2020 και 5,33 δρομολόγια εξπρές κατά τον μήνα Αύγουστο 2021, ορθά η εκκαλουμένη απόφαση, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα δέχθηκε ότι ο ενάγων εδικαιούτο αμοιβής για 10,75 δρομολόγια εξπρές κατά το έτος 2020, απορριπτομένου του πρώτου λόγου έφεσης της εναγομένης καθό μέρος πλήττεται, κατά τούτο, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Εν τούτοις, όσον αφορά στον μήνα Αύγουστο 2021, οπότε απεδείχθη ότι η εναγομένη, αναγνωρίζοντας ότι ο ενάγων εδικαιούτο αμοιβής για 5,33 κατέβαλε αμοιβή σε αυτόν για 5,33 δρομολόγια εξπρές, η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του πρώτο λόγο έφεσης της εναγομένης, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού αναγνώρισε ότι για την εν λόγω αιτία ο ενάγων εδικαιούτο αμοιβής για 5,96 δρομολόγια εξπρές, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι ο ενάγων εδικαιούτο αμοιβής για 5,33 δρομολόγια εξπρές, εφόσον η εναγομένη αμφισβήτησε ειδικώς τις επιμέρους πρόωρες αναχωρήσεις του πλοίου προσκομίζοντας και τις ανωτέρω βεβαιώσεις, χωρίς ο ενάγων να αποδείξει ότι το πλοίο εκτέλεσε πράγματι κατά τον αγωγικό του ισχυρισμό το έτος 2021 5,96 δρομολόγια εξπρές, ενόψει του ότι πράγματι προσκομίζονται τα εγκριθέντα δρομολόγια για την εν λόγω περίοδο, πλην όμως δεν απέδειξε όλες τις επιμέρους ημέρες κατά τις οποίες πράγματι το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε τα εγκριθέντα δρομολόγια. Οι αιτιάσεις της εναγομένης που περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις της ότι, σε κάθε περίπτωση, κατά τις ημέρες που το πλοίο εκτελούσε ημερήσιο δρομολόγιο παρέμενε στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού επί έξι ώρες, δεν απεδείχθησαν, καθόσον, απεδείχθη ότι, το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε τα ημερήσια δρομολόγια επιπλέον του τακτικού δρομολογίου που εκτελούσε την ίδια ημέρα, όπως αποδείχθηκε και αναλύεται ανωτέρω. Εξάλλου, η ίδια είχε αναγνωρίσει και είχε καταβάλει αμοιβή στον ενάγοντα για τα ανωτέρω δρομολόγια εξπρές. Εάν πράγματι το ανωτέρω πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια εξπρές η εναγομένη δεν θα κατέβαλε αμοιβή στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία. Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων εδικαιούτο αμοιβής για τα ανωτέρω δρομολόγια εξπρές και δη στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων για τα αιτούμενα με την ένδικη αγωγή 10,75 δρομολόγια εξπρές, και με δεδομένο ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεών του στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης, ανήρχοντο στο συνολικό ποσό των ευρώ [{[μισθός ενεργείας 204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω δεύτερης ναυτολόγησης [(ευρώ 7.104,42 για υπερωριακή απασχόληση από 2.5.2020 έως 12.10.2020/163 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από επί 30=) 1.307,56 =] 3.847,37 και όχι στο ποσό των ευρώ 4.769,37 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ούτε στο ποσό των ευρώ 4.287,90 όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του πρώτο λόγο έφεσης της εναγομένης με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ο ενάγων εδικαιούτο ως πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση από το πλοίο αυτό 10,75 δρομολογίων εξπρές συνολικά στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, διαρκείας εκάστου άνω των δώδεκα (12) ωρών, το συνολικό ποσό των 1.378,64 ευρώ, εφόσον για το καθένα εξ αυτών δικαιούται το 1/30 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως αναφέρθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη (3.847,37 ευρώ : 30 Χ 10,75 δρομολόγια εξπρές =) 1.378,64 και όχι το ποσό των ευρώ 1.536,49 όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του πρώτο λόγο έφεσης της εναγομένης, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου του τετάρτου λόγου έφεσης του ενάγοντος με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τον υπολογισμό της αμοιβής του για τα ανωτέρω δρομολόγια εξπρές, ως αβασίμου στην ουσία του. Κατά τούτο επομένως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 535 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, όπως παραδεκτώς, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως κατά τούτο αλλά και βασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη με τον δεύτερο λόγο έφεσής της, όπως αποδεικνύεται από τις αναλυτικές καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντος που η ίδια (εναγομένη) προσκομίζει, σε συνδυασμό με τις προσκομιζόμενες αποδείξεις κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος και τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος), αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ 142,79 τον μήνα Ιούλιο 2020 και το ποσό των ευρώ 713,26 τον μήνα Αύγουστο 2020 και συνολικά το ποσό των ευρώ (142,79 + 713,26 =) 856,05, καθώς επίσης τον μήνα Αύγουστο του έτους 2021 το ποσό των ευρώ 380,55. Ως εκ τούτου, η εναγομένη συνεχίζει να οφείλει στον ενάγοντα για διαφορά αμοιβής δρομολογίων εξπρές κατά τη διάρκεια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεών του, γενομένης δεκτής ως βάσιμης στην ουσία της της περί μερικής καταβολής ένστασης της εναγομένης που κατ’ ορθή εκτίμηση περιέχεται στον δεύτερο λόγο έφεσής της, το ποσό των ευρώ (1.378,64 μείον 856,05 =) 522,59. Περαιτέρω, ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων εδικαιούτο αμοιβής για τα ανωτέρω δρομολόγια εξπρές στα πλαίσια της όγδοης των ενδίκων ναυτολογήσεων για τα αιτούμενα με την ένδικη αγωγή 5,33 δρομολόγια εξπρές και με δεδομένο ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, στα πλαίσια της όγδοης των ενδίκων ναυτολογήσεών του στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης, ανήρχοντο στο συνολικό ποσό των 3.914,41 ευρώ [{[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω δεύτερης ναυτολόγησης [(ευρώ 4.099,44 για υπερωριακή απασχόληση από 2.8.2021 έως 1.11.2021/92 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από επί 30=) 1.336,77 =] 3.876,58 και όχι στο ποσό των ευρώ 4.667,01 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ούτε στο ποσό των ευρώ 3.993,20 που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του πρώτο λόγο έφεσης της εναγομένης με τον οποίο, παραδεκτώς κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ, ως αναλύεται αμέσως ανωτέρω, πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ο ενάγων εδικαιούτο ως πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση από το πλοίο αυτό 5,33 δρομολογίων εξπρές συνολικά στα πλαίσια της όγδοης των ενδίκων ναυτολογήσεων, διαρκείας εκάστου άνω των δώδεκα (12) ωρών, το συνολικό ποσό των 688,74 ευρώ, εφόσον για το καθένα εξ αυτών δικαιούται το 1/30 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως αναφέρθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη (3.876,58 ευρώ : 30 Χ 5,33 δρομολόγια εξπρές =) 688,74 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 793,31, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Πρέπει επομένως, κατά τούτο, γενομένου δεκτού του πρώτου λόγου έφεσης της εναγομένης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 535 ΚΠολΔ). Αποδεικνύεται, επομένως, ότι ο ενάγων εδικαιούτο ως αμοιβή για τα ανωτέρω αποδειχθέντα 5,33 δρομολόγια εξπρές που το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε τον μήνα Αύγουστο 2021, το ποσό των ευρώ 688,74. Εν τούτοις, όπως παραδεκτώς πλέον μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως υποστηρίζει η εναγομένη με τον δεύτερο λόγο έφεσής της, έναντι του ποσού αυτού αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα, όπως αποδεικνύεται από τις αναλυτικές καταστάσεις μισθοδοσίας του (ενάγοντος) που προσκομίζει η ίδια, σε συνδυασμό με τις προσκομιζόμενες αποδείξεις κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του (ενάγοντος) και τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) το ποσό των ευρώ 380,55 και επομένως, για την εν λόγω αιτία, συνεχίζει να του οφείλει το ποσό των ευρώ (688,74 μείον 380,55=) 308,19.
VI. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 72, 75 εδαφ. δ΄ και 76 του Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως του Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄ 32/28.2.1958), όπως ίσχυσαν από της εισαγωγής του ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι, στον ναυτικό του οποίου, χωρίς να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται από τον πλοίαρχο, οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του. Μειωμένη αποζημίωση, πάντως όχι κατώτερη του μισθού δεκαπέντε (15) ημερών, προέβλεπε και η διάταξη του άρθρου 77 του ΚΙΝΔ, για την περίπτωση, μεταξύ άλλων και του, επί δεκαπενθήμερο τουλάχιστον, παροπλισμού του πλοίου, ο οποίος (παροπλισμός) έχει την έννοια της παραμονής του πλοίου αργού στο λιμένα, είτε ελλείψει συμφέροντος ναύλου, είτε προς διενέργεια επισκευών για τη διατήρηση ή ανανέωση της κλάσης του (ΕφΠειρ. 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011/271, ΕφΠειρ. 929/2001, ΕΝαυτΔ 2001/15, ΕφΠειρ. 1252/1997, ΕΝαυτΔ 1997/461, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 77, σελ. 389, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 359, ο ίδιος, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, άρθρο 77, σελ. 268). Στις περιπτώσεις παροπλισμού του πλοίου, έχει γίνει νομολογιακώς δεκτό ότι, υπάγεται και η υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση, διενεργούμενη προς ανανέωση των πιστοποιητικών της αξιοπλοΐας του και η, για την αιτία αυτή, διακοπή των πλόων του (ΜονΕφΠειρ. 429/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 440/2006, ΕΝαυτΔ 2006/367). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η παύση (οριστική ή προσωρινή) των δρομολογίων του πλοίου, δηλαδή η ακινητοποίησή του, συνιστά ανυπαίτιο για το ναυτικό λόγο καταγγελίας της σύμβασής του, εφόσον αυτή δεν είχε συμφωνηθεί κατά πλου ή για ορισμένο αριθμό ταξιδιών, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η παραπάνω αποζημίωση. Ακολούθως και δη με τις διατάξεις του άρθρου 173 του μεταγενέστερου Ν.Δ. 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), υπό του τίτλου «Διακοπή δρομολογίων» προβλέφθηκε ότι «1. Διακοπή εκτελέσεως των κατά τας διατάξεις των άρθρων 171 και 172 εγκρινομένων δρομολογίων επιτρέπεται εις τας κατωτέρω περιπτώσεις: α) δι` ετησίαν επιθεώρησιν του πλοίου και επί χρονικόν διάστημα μέχρις εξήκοντα (60) ημερών κατόπιν αιτήσεως του εφοπλιστού, γνωματεύσεως της Επιθεωρήσεως Εμπορικών Πλοίων και εγκρίσεως του Υπουργείου, β) προς αποκατάστασιν ζημίας ή βλάβης και επί χρονικόν διάστημα κρινόμενον προς τούτο ως αναγκαίον υπό τας αυτάς ως εν τη προηγουμένη διατάξεις προϋποθέσεις, γ) προς εκτέλεσιν μετασκευών ή διαρρυθμίσεων ή αντικατάστασιν των κυρίων μηχανών προώσεως ή των λεβήτων. Αι εργασίαι αύται δέον να εκτελούνται μόνον κατά την διάρκειαν της ακινησίας λόγω ετησίας επιθεωρήσεως, εφ` όσον δεν καθίσταται αναγκαία η συνέχισίς των και πέραν ταύτης, τηρουμένης της εν τη περιπτ. α` διαδικασίας, επιτρέπεται η προς ολοκλήρωσίν των παράτασις της ακινησίας του πλοίου επί τριάκοντα (30) εισέτι ημέρας μετά την λήξιν της ετησίας επιθεωρήσεως, δ) λόγω εξαιρετικής ανάγκης ή ανωτέρας βίας ή ετέρας σοβαράς αιτίας (π.χ. δυσμενείς καιρικαί συνθήκαι, έκτακτος επιθεώρησις, καθαρισμός, έκτακτοι εργασίαι συντηρήσεως). …». Με τη διάταξη δε του άρθρου 174 § 3 του μεταγενέστερου Ν.Δ. 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), που αναφέρεται στην επιτρεπτή διακοπή [μεταξύ άλλων και] των τακτικών δρομολογίων του πλοίου, εκείνων δηλαδή που έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη για ορισμένη χρονική περίοδο προβλέφθηκε ότι «3. Οι κατά την παράγραφον 1 περιπτ. α` και 3 του προηγουμένου άρθρου απολυόμενοι δεν δικαιούνται της κατά τα άρθρα 75 και 76 του ΚΙΝΔ αποζημιώσεως, εάν εντός τεσσαράκοντα (40) ή ενενήκοντα (90) ημερών, αντιστοίχως από της απολύσεώς των ναυτολογηθούν επί του αυτού πλοίου ή δεν αποδεχθούν την επαναναυτολόγησίν των, προσφερομένην υπό τους αυτούς ως πρότερον όρους.». Με τις ανωτέρω διατάξεις ορίσθηκε επομένως ότι, δεν δικαιούνται της, κατά τα άρθρα 75 και 76 ΚΙΝΔ, αποζημιώσεως, οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής των δρομολογίων του πλοίου, ενόψει της ετήσιας επιθεωρήσεως αυτού, εφόσον ναυτολογηθούν στο ίδιο πλοίο ή δεν αποδεχθούν την προσφερόμενη από τον εργοδότη επαναναυτολόγησή τους υπό τους αυτούς, όπως και προηγουμένως, όρους, εντός ορισμένης προθεσμίας από της απόλυσής τους και δη στην περίπτωση της ετήσιας επιθεωρήσεως, εντός σαράντα ημερών από της απολύσεώς τους. Η εν λόγω διάταξη αφορούσε μόνο στις περιπτώσεις διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων, δηλαδή της προσωρινής παύσης εκτέλεσής τους, μολονότι υφίσταται δυνατότητα επανάληψής τους. Η δε νομοθετική αποστέρηση του δικαιώματος της αποζημίωσης των άρθρων 75 και 76 του ΚΙΝΔ αλλά, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και της διατάξεως του άρθρου 77 του ιδίου Κώδικα, όταν ο παροπλισμός του πλοίου οφείλεται στην υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση, θεμελιώθηκε στην αντίληψη ότι, στις προβλεπόμενες από το άρθρο 173 του ΚΔΝΔ περιπτώσεις διακοπής των τακτικών δρομολογίων και, συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου για χρονικό διάστημα μέχρι εξήντα [60] ημερών, δυνάμενο υπό τους νομίμους όρους να παραταθεί επί τριάντα [30] ακόμη ημέρες, αφού η υποβολή του πλοίου σε ετήσια επιθεώρηση αποτελεί νόμιμη υποχρέωσή του, δεν προκαλούνται από τον ίδιο, ούτε ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης του. Για το λόγο αυτό, ορίστηκε με την ανωτέρω διάταξη ότι, ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου για την αιτία αυτή ναυτικού, μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει εντός σαράντα [40] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία, είτε της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του, είτε της επέλευσης των λοιπών γεγονότων, αν και μετά την πάροδο του προσωρινού κωλύματος ναυσιπλοΐας, το πλοίο δύναται να επαναλάβει τα δρομολόγιά του, σύμφωνα με την εγκριτική αυτών διοικητική πράξη. Αν η διάταξη αυτή δεν είχε θεσπιστεί, θα παραγόταν υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον απολυόμενο ναυτικό, κατά τα άρθρα 75 εδαφ. δ΄ και 77 του ΚΙΝΔ, σε κάθε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο λόγω παύσης των δρομολογίων του πλοίου, εγκεκριμένων ή μη, οριστικής ή ακόμα και προσωρινής, διαρκούσης βέβαια, στη δεύτερη περίπτωση, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες. Αντιθέτως, με την εν λόγω διάταξη του ΚΔΝΔ, ο απολυόμενος ναυτικός αποκτούσε δικαίωμα αποζημίωσης μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου από την απόλυσή του και με τη συνδρομή μιας αρνητικής προϋποθέσεως, της μη επαναπρόσληψής του μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας των σαράντα ημερών και, επιπλέον, εφόσον τα δρομολόγια που εκτελούσε πριν την απόλυσή του ήταν διοικητικώς εγκεκριμένα. Εν τούτοις, όπως ορίζεται και στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4948/2022, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 173 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973), καταργήθηκε σιωπηρά με τις διατάξεις του άρθρου δεύτερου παρ. 4 και άρθρου έκτου παρ. 1 έως και 5 του Ν. 2932/2001, καθώς επίσης καταργήθηκε και η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 174 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973) με τις διατάξεις του άρθρου τετάρτου α παρ.6 και άρθρου έκτου παρ.6 έως 8 του Ν. 2932/2001, διατάξεις (άρθρα πρώτο έως ένατο, ενδέκατο και εικοστό όγδοο παρ.1 του Ν. 2932/2001), οι οποίες ήδη καταργήθηκαν με το άρθρο 48 περ. γ του Ν. 4948/2022. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου πρώτου του Ν. 2932/2001 υπό τον τίτλο «Θαλάσσιες μεταφορές από ή προς λιμένες νησιών» προβλέφθηκε ότι «1. Από την 1η Νοεμβρίου 2002 είναι ελεύθερη η παροχή υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών που: α) παρέχονται έναντι αμοιβής από πλοιοκτήτη Κράτους – Μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Ε.Κ.) ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.) ή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (Ε.Ζ.Ε.Σ.), εκτός από την Ελβετία, και β) εκτελούνται μεταξύ λιμένων της ηπειρωτικής χώρας και νησιών ή μεταξύ λιμένων νησιών, από επιβατηγά και οχηματαγωγά πλοία, επιβατηγά ή φορτηγά, δρομολογημένα σε τακτική γραμμή επιβατικών μεταφορών και πορθμείων, καθώς και από πλοία που έχουν ολική χωρητικότητα μέχρι εξακόσιες πενήντα μονάδες υπολογισμού, σύμφωνα με τη διεθνή σύμβαση “Για την καταμέτρηση της χωρητικότητας των πλοίων του 1969″, την οποία κύρωσε ο ν. 1373/1983 (ΦΕΚ 92 Α), εφόσον τα πλοία αυτά είναι νηολογημένα στην Ελλάδα ή άλλο Κράτος – Μέλος της Ε.Κ. ή του Ε.Ο.Χ. ή της Ε,Ζ,Ε,Σ” εκτός από την Ελβετία, και φέρουν τη σημαία του.». Κατά τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου Τρίτου του ιδίου Νόμου υπό τον τίτλο «Τακτική δρομολόγηση – Προϋποθέσεις», προβλέφθηκε ότι «1. Η δρομολόγηση επιβατηγού και οχηματαγωγού, επιβατηγού ή φορτηγού πλοίου γίνεται για περίοδο ενός έτους, που αρχίζει την 1η Νοεμβρίου (τακτική δρομολόγηση).». Κατά τις διατάξεις του άρθρου έκτου του ιδίου Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 Ν. 4676/2020 (ΦΕΚ A 67/19.3.2020) υπό τον τίτλο «Εκτέλεση και διακοπή δρομολογίων» « Η εκτέλεση των δρομολογίων που ανακοινώνονται είναι υποχρεωτική. 2. Ο πλοιοκτήτης ή περισσότεροι πλοιοκτήτες από κοινού δεν μπορούν να μεταβάλουν μονομερώς τα δρομολόγια, ούτε τον προγραμματισμένο χρόνο διακοπής τους. Η μεταβολή των δρομολογίων, συμπεριλαμβανομένης της δρομολογιακής γραμμής και του προγραμματισμένου χρόνου διακοπής τους, επιτρέπεται αν υποβάλλουν σχετικό αίτημα και κριθεί, με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από γνώμη του Σ.Α.Σ., ότι δεν διαταράσσεται η εξυπηρέτηση της γραμμής, ούτε δημιουργούνται διακρίσεις σε βάρος άλλων πλοιοκτητών, με την αποδοχή του αιτήματος. Για τη διατύπωση της γνώμης προς το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, το Σ.Α.Σ. δεσμεύεται από τις αρχές που προβλέπονται στον Κανονισμό Αρχών και Λειτουργίας του Σ.Α.Σ. … 3. Διακοπή εκτέλεσης των δρομολογίων επιτρέπεται: α) Για χρονικό διάστημα μέχρι 60 ημέρες εντός του οποίου διενεργείται υποχρεωτικά, εφόσον απαιτείται, και η ετήσια επιθεώρηση του πλοίου. Το χρονικό αυτό διάστημα δύναται: i) Να αυξηθεί με απόφαση των αρμόδιων αρχών για λόγους ανωτέρας βίας, όπως γενική ή μερική απεργία, εμπορικός αποκλεισμός εισαγωγής ή μεταφοράς αναγκαίων υλικών, φυσικές καταστροφές, που επηρεάζουν άμεσα την πρόοδο και την αποπεράτωση των εργασιών του πλοίου, για ίσο χρονικό διάστημα διάρκειας των λόγων αυτών, ύστερα από αίτημα του πλοιοκτήτη από το οποίο προκύπτει επαρκώς και τεκμηριωμένα η επέλευση και η διάρκεια των λόγων ανωτέρας βίας. ii) Να κατανεμηθεί ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού ημερών ανά πλοίο ως ακολούθως: … β) Για αποκατάσταση ζημίας ή βλάβης και για χρονικό διάστημα που κρίνεται αναγκαίο γι` αυτήν. γ) Για εκτέλεση μετασκευών ή διαρρυθμίσεων ή αντικατάσταση των κύριων μηχανών πρόωσης ή εργασιών ευρείας έκτασης συντήρησης του πλοίου. Οι εργασίες αυτές πρέπει να εκτελούνται μόνο κατά τη διάρκεια της προγραμματισμένης ακινησίας για ετήσια επιθεώρηση και κατά παράταση αυτής για τριάντα (30) ακόμα ημέρες, αν κρίνεται αναγκαία η συνέχιση τους και εφόσον οι συγκοινωνιακές ανάγκες της γραμμής το επιτρέπουν. Το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να αυξηθεί με απόφαση των αρμόδιων αρχών για λόγους ανωτέρας βίας, όπως γενική ή μερική απεργία, εμπορικός αποκλεισμός εισαγωγής ή μεταφοράς αναγκαίων υλικών, φυσικές καταστροφές, που επηρεάζουν άμεσα την πρόοδο και την αποπεράτωση των εργασιών του πλοίου, για ίσο χρονικό διάστημα διάρκειας των λόγων αυτών, ύστερα από αίτημα του πλοιοκτήτη από το οποίο προκύπτει επαρκώς και τεκμηριωμένα η επέλευση και η διάρκεια των λόγων ανωτέρας βίας. δ) Λόγω εξαιρετικής ανάγκης ή ανωτέρας βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως δυσμενών καιρικών συνθηκών ή έκτακτης επιθεώρησης. Αμέσως μετά την άρση του γεγονότος, το πλοίο εκτελεί τα δρομολόγια του κατά τον ενδεδειγμένο, σύμφωνα με τις περιστάσεις, τρόπο. 4. Για την ακινησία του πλοίου στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, απαιτείται εγγραφή στο ημερολόγιο του πλοίου και θεώρηση αυτής από τη λιμενική αρχή. Για τις περιπτώσεις β` και γ` απαιτείται και αίτηση του πλοιοκτήτη, καθώς και έγκριση του Υπουργείου, η οποία δίνεται ύστερα από γνωμάτευση του Κλάδου Ελέγχου Εμπορικών Πλοίων ότι συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την ακινησία. 5. Με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από αίτηση του πλοιοκτήτη και γνώμη του Σ.Α.Σ., μπορεί να ορίζεται ειδικότερα η διακοπή εκτέλεσης δρομολογίων: α) μέχρι σαράντα πέντε συνεχόμενες ημέρες, εφόσον οι συγκοινωνιακές ανάγκες της γραμμής καλύπτονται από τα ήδη δρομολογημένα πλοία, β) σε γραμμή ή γραμμές μικρών αποστάσεων με εποχιακή μόνο κίνηση. Το αίτημα διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων της περίπτωσης α` της παραγράφου αυτής και μέχρι τη σύγκληση του Σ.Α.Σ. μπορεί να γίνεται αποδεκτό από υφιστάμενα όργανα, εξουσιοδοτημένα με απόφαση του Υπουργού. 6. Ο πλοιοκτήτης υποχρεούται να έχει το πλοίο στελεχωμένο, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί οργανικής σύνθεσης πληρώματος κατά το χρόνο δραστηριοποίησης του, εκτός από το χρονικό διάστημα διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων της παραγράφου 5, των περιπτώσεων α` και γ` της παραγράφου 3 και της περίπτωσης β` της παραγράφου 3 μετά την πάροδο τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημερών και εφόσον διαρκεί η βλάβη ή η ζημία. 7. Εάν ο πλοιοκτήτης παραβεί τις πιο πάνω υποχρεώσεις, ανεξάρτητα από την επιβολή άλλων κυρώσεων, επιβάλλεται κάθε μήνα στον πλοιοκτήτη, με απόφαση της Λιμενικής Αρχής του αφετήριου λιμένα δρομολογίων του πλοίου, πρόστιμο ίσο προς τη μισθοδοσία, που θα καταβαλλόταν με βάση την οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, στους ελλείποντες από την οργανική σύνθεση πληρώματος ναυτικούς, προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%). Από το ποσό του προστίμου ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) αποδίδεται στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.) υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθένειας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.). 8. Οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων δεν δικαιούνται την προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις αποζημίωση, αν ναυτολογηθούν στο πλοίο αμέσως μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων ή αν δεν αποδεχθούν την επαναυτολόγησή τους με τους ίδιους, όπως πριν την απόλυση τους, όρους.». Με την αμέσως ανωτέρω διάταξη, επομένως, επιτρέπεται η διακοπή των πλόων του πλοίου, για διάστημα κατ’ αρχήν εξήντα ημερών, κατόπιν αιτήσεως του πλοιοκτήτη, με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από γνώμη του Σ.Α.Σ.. Στην περίπτωση αυτή, οι ναυτικοί που απολύονται, λόγω διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων του πλοίου, δεν δικαιούνται την προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις αποζημίωση, αν ναυτολογηθούν στο πλοίο αμέσως μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων ή αν δεν αποδεχθούν την επαναυτολόγησή τους με τους ίδιους, όπως πριν την απόλυση τους, όρους. Ειδικώς, επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ, που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους, περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27), η οποία επαναλήφθηκε και στη ΣΣΝΕ 2019, ορίζουσα ότι: «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, είχε την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του ήδη καταργηθέντος άρθρου 174 ΚΔΝΔ και ακολούθως, του ισχύοντος κατά την ένδικη περίοδο άρθρου έκτου του Ν. 2932/2001, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 Ν. 4676/2020, σημαίνει δηλαδή την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους (που προεβλέπετο στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ και ακολούθως στο άρθρο έκτο του Ν. 2932/2001), θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82). Και πράγματι, η ανωτέρω διάταξη της ΣΣΝΕ τυγχάνει ευμενέστερη για τον απολυόμενο ναυτικό όσον αφορά στο ύψος του ποσού της αποζημίωσης που δικαιούται σε περίπτωση απόλυσής του λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου, εφόσον αντί των δέκα πέντε ημερών το οποίο θα εδικαιούτο, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ΚΙΝΔ, προβλέφθηκε αποζημίωση είκοσι δύο ημερών και ευμενέστερη για τον εργοδότη, αφού παρέτεινε, έναντι του άρθρου 173 του ΚΙΝΔ, το χρόνο υποχρεωτικής (και άνευ δικαιώματος αποζημιώσεως) αναμονής των ναυτικών για την επαναπρόσληψή τους από σαράντα [40] σε εξήντα [60] ημέρες. Ήδη, εν τούτοις, ως αναλύεται ανωτέρω, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 173 του ΚΔΝΔ καταργήθηκε με το άρθρο έκτο του Ν. 2932/2001, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 Ν. 4676/2020, με την παράγραφο 8 του οποίου, προβλέπεται πλέον ότι, ο χρόνος υποχρεωτικής (και άνευ δικαιώματος αποζημιώσεως) αναμονής των ναυτικών για την επαναπρόσληψή τους ταυτίζεται με τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο για την οποία ενεκρίθη η προσωρινή διακοπή των πλόων και η οποία (χρονική περίοδος) η οποία δύναται να ανέρχεται σε εξήντα ημέρες, με δικαίωμα παράτασης. Και πράγματι, κατ’ αρχήν η εν λόγω διάταξη του άρθρου 27 της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ, ως ειδική και ως νεότερη κατίσχυε του ΚΔΝΔ (ΑΠ 887/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ήδη του άρθρου έκτου του Ν. Ν. 2932/2001, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ως προς τις προϋποθέσεις γένεσης της αξίωσης αποζημίωσης απολύσεως του απολυόμενου ναυτικού {ενόψει του ότι οι ρυθμίζουσες το ζήτημα αυτό διατάξεις είναι δημόσιας τάξης, εφόσον αποσκοπούν στην προστασία του ναυτικού και αποτελούν αντιστάθμισμα της εξουσίας του πλοιάρχου να απολύει τον ναυτικό οποτεδήποτε και χωρίς λόγο με αποτέλεσμα να είναι άκυρη κάθε συμφωνία για μη λήψη αποζημίωσης και συνεπώς η παραίτηση από την αξίωση αποζημίωσης ή ο συμβιβασμός εις βάρος του ναυτικού θεωρείται άκυρη [ΑΠ 1224/2019 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου]}, ότι ευρίσκεται σε ισχύ η εν λόγω ΣΣΝΕ καθόσον μόνον τότε, οι εν λόγω ΣΣΝΕ επέχουν ισχύ νόμου (άρθρα 1 παρ. 1 και 5 του Α.Ν. 3276/1944, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα). Πράγματι, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της. Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίσθηκε ότι, η τρίτη και τέταρτη των ενδίκων ναυτολογήσεών του στα Ε/Γ – Ο/Γ, τακτικώς δρομολογημένα στις αναφερόμενες στην αγωγή δρομολογιακές γραμμές μεταξύ λιμένων της ηπειρωτικής χώρας και νησιών, πλοία ΚΠ και ΦΠ αντίστοιχα, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ελύθησαν μονομερώς και ακαίρως υπό του πλοιάρχου των ανωτέρω πλοίων την 2.11.2020 και την 7.1.2021, αντίστοιχα, χωρίς ιδική του υπαιτιότητα, αλλά συνεπεία διακοπής των δρομολογίων των ανωτέρω πλοίων. Εκ του λόγου τούτου και επικαλούμενος περαιτέρω τις διατάξεις των άρθρων 72, 75 και 76 του ΚΙΝΔ, ισχυρίσθηκε ότι, αυτός εδικαιούτο αποζημίωση απολύσεως, ανερχομένη στο ήμισυ των τακτικών του αποδοχών και δη το ποσό των ευρώ 2.378,11 και 2.333,50 αντίστοιχα. Επίσης, ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίσθηκε αφενός μεν ότι, την 27.11.2020, επαναυτολογήθηκε σε έτερο πλοίο της εναγομένης και δη στο πλοίο ΦΠ, καθώς επίσης ότι, την 1.3.2021 επαναυτολόγηθηκε στο ίδιο πλοίο ΦΠ, αφ’ ετέρου δε ότι, οι όροι εργασίας και αμοιβής του κατά τη διάρκεια των ανωτέρω τρίτης και τέταρτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, ρυθμίζονταν και από τις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 3170/12-8-2019 (σχετικά σελ. 2 ένδικης αγωγής). Με την εκκαλουμένη απόφαση, έγινε δεκτή ως νόμιμη και δη ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 72, 75 και 76 του ΚΙΝΔ, η ένδικη αγωγή και ακολούθως, έγινε δεκτή και ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της, καθόσον, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ο ενάγων απελύθη την 2.11.2020 από το ανωτέρω πλοίο ΚΠ και την 7.1.2021 από το ανωτέρω πλοίο ΦΠ, λόγω διακοπής δρομολογίων των πλοίων, χωρίς να αποδεικνύεται η επαναυτολόγησή του εντός του νομίμου χρόνου στην πρώτη περίπτωση και όσον αφορά στη δεύτερη των ανωτέρω αποναυτολογήσεών του, διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ενάγων δεν επαναυτολογήθηκε, επιδικάσθηκε δε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 2.047,75 ως αποζημίωσή του για την απόλυσή του την 2.11.2020 από το πλοίο ΚΠ και το ποσό των ευρώ 1.996,60 για την απόλυσή του την 7.1.2021 από το πλοίο ΦΠ. Η εναγομένη ως εκκαλούσα, με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσής της, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων καθό μέρος εκρίθη ότι ο ενάγων δικαιούται την ανωτέρω επιδικασθείσα αποζημίωση, εκ του λόγου ότι, δεν επαναυτολογήθηκε εντός του νομίμου, από την εκάστοτε αποναυτολόγησή του λόγω διακοπής των δρομολογίων, χρόνου, αν και αυτός (ενάγων), κατά τον υπό κρίση λόγο έφεσης, επαναυτολογήθηκε από την εναγομένη, την 27.11.2020 και 1.3.2021, αντίστοιχα, ήτοι εντός εξήντα ημερών από την απόλυσή του και επομένως, εμπροθέσμως, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 27 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 3170/12-8-2019, κατά τους ορισμούς της οποίας «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών», η οποία τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω ως ειδικότερη και νεότερη διάταξη έναντι των ανωτέρω διατάξεων του ΚΙΝΔ και ευμενέστερη για τον ενάγοντα απολυθέντα, πλήττοντας τοιουτοτρόπως την εκκαλουμένη απόφαση και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Εν προκειμένω, εν τούτοις, ως προς το ζήτημα του δικαιώματος αποζημίωσης του ενάγοντος λόγω της αποναυτολογήσεώς του από τα ανωτέρω πλοία την 27.11.2020 και 1.3.2021, αντίστοιχα, δεν τυγχάνει εφαρμογής η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 27 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019, διότι η χρονική διάρκεια ισχύος της εν λόγω ΣΣΝΕ είχε λήξει ήδη από την 31.12.2019 (σχετικά άρθρο 39 εν λόγω ΣΣΝΕ), με αποτέλεσμα αυτή πλέον να μην έχει ισχύ νόμου, οι όροι δε αυτής, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, απέκτησαν μεταξύ των διαδίκων συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με συνέπεια γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής του ενάγοντος, να είναι η βούληση των συμβαλλομένων διαδίκων (ΑΠ 256/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά περαιτέρω συνέπεια, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, η βούληση των διαδίκων, δεν ήταν ικανή να παραμερίσει τους ορισμούς του νόμου επί των προϋποθέσεων υπό των οποίων γεννάται η απαίτηση του απολυομένου ναυτικού προς αποζημίωση και ήδη ενάγοντος, ενόψει του χαρακτήρα των αντίστοιχων διατάξεων του νόμου, όσον αφορά στις προϋποθέσεις γένεσης της αξίωσης του απολυομένου ναυτικού προς αποζημίωση λόγω της απολύσεώς τους, ως δημοσίας τάξεως. Παράλληλα, ωστόσο, κατά τον βάσιμο τέταρτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, εσφαλμένως υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως το αγωγικό αίτημα του ενάγοντος περί καταβολής αποζημιώσεως, λόγω των ανωτέρω αποναυτολογήσεών του από τα ανωτέρω πλοία, συνεπεία διακοπής των πλόων των ανωτέρω πλοίων, κρίθηκε ότι θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 72, 75 και 76 του ΚΙΝΔ, εφόσον εν προκειμένω, ο ίδιος ο ενάγων ανέφερε με την ένδικη αγωγή του ότι τα ανωτέρω πλοία, στα οποία εργάσθηκε, ήταν Ε/Γ – Ο/Γ πλοία και δρομολογημένα προς εκτέλεση των αναφερομένων στην αγωγή εγκεκριμένων δρομολογίων μεταξύ ελληνικών λιμένων, με αποτέλεσμα, ως προς τις προϋποθέσεις γενέσεως της αξίωσης του ενάγοντος προς καταβολή αποζημίωσης λόγω της απολύσεώς του, συνεπεία διακοπής των πλόων των ανωτέρω πλοίων, να τυγχάνουν εφαρμογής, όχι οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 72, 75 και 76 του ΚΙΝΔ, αλλά οι ειδικότερες και νεότερες διατάξεις του άρθρου έκτου του Ν. 2932/2001, με την παράγραφο 8 του οποίου, ρυθμίζονταν και το δικαίωμα αποζημίωσης των απολυομένων ναυτικών λόγω διακοπής των τακτικών δρομολογίων των ανωτέρω πλοίων, ως ανωτέρω στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, αναλύεται. Περαιτέρω, από το προσκομιζόμενο υπό του ενάγοντος ως σχετικό 3γ με ημερομηνία 301422/10-20 έντυπο σήμα του ΥΝΑΝΠ/ΑΛΣ-ΕΛ-ΑΚΤ, αποδεικνύεται ότι, το ανωτέρω πλοίο ΚΠ, κατά τροποποίηση των εγκεκριμένων δρομολογίων του, έλαβε νόμιμη έγκριση διακοπής αυτών (εγκεκριμένων δρομολογίων του), κατά τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου έκτου του Ν. 2932/01 προς εκτέλεση εργασιών ετήσιας επιθεωρήσεως για το χρονικό διάστημα από 2.11.2020 έως 30.11.2020. Ειδικότερα, στο εν λόγω έγγραφο αναφέρεται ως προς το ενδιαφέρον εν προκειμένω σημείο «… τροποποίηση εγκεκριμένης ακινησίας του Ε/Γ-Ο/Γ «ΚΠ» ΝΗ …. για εργασίες ετήσιας επιθεώρησης σύμφωνα με τις διατάξεις παρ.3 άρθρου έκτου (Α) σχετικού και εκτέλεση από 02/11/20 μέχρι 30/11/20 αντί από 01/12/20 έως 15/12/20…» αναφέροντας παράλληλα ότι (Α) σχετικό τυγχάνει ο Ν. 2932/01». Παράλληλα, απεδείχθη ότι, προ της παρελεύσεως της εν λόγω προθεσμίας διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων του ανωτέρω πλοίου ΚΠ (από 02/11/20 μέχρι 30/11/20) και δη την 27.11.2020, ο ενάγων επαναυτολογήθηκε, κατόπιν συμβάσεως που κατήρτισε με την εναγομένη, στο πλοίο ΦΠ, πλοιοκτησίας ομοίως της εναγομένης. Λόγω της επαναυτολόγησής του, σε χρόνο προγενέστερο της λήξεως του χρονικού διαστήματος διακοπής εκτέλεσης των δρομολογίων από το ανωτέρω πλοίο ΚΠ, έστω και σε διαφορετικό πλοίο, πλοιοκτησίας, εν τούτοις, της εναγομένης και δη στο πλοίο ΦΠ, πλην όμως χωρίς δυσμενή μεταβολή των εργασιακών του σχέσεων, εφόσον ναυτολογήθηκε και υπηρέτησε σε αυτό με την αυτή ειδικότητα όπως και προηγούμενα, ήτοι την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και με τον αυτό συμφωνημένο μισθό (σχετικά από 19.10.2020 και από 27.11.2020 έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας), χωρίς δηλαδή να έχει σημασία η απασχόλησή του σε διαφορετικό πλοίο της ίδιας πλοιοκτήτριας – εναγομένη εταιρίας, με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου έκτου του Ν. 2932/2001, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 Ν. 4676/2020 (ΦΕΚ A 67/19.3.2020) υπό τον τίτλο «Εκτέλεση και διακοπή δρομολογίων» και ίσχυε κατά την ένδικη περίοδο, ως αναλύεται στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, ο ενάγων να μη δικαιούται αποζημίωση απόλυσης. Ο ενάγων, με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε ότι, η εναγομένη καμία ένσταση ή άρνηση δεν είχε διατυπώσει, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου διαδικασία, ως προς το δικαίωμα αυτού (ενάγοντος) να λάβει την αιτούμενη αποζημίωση απολύσεως για την ανωτέρω αποναυτολόγησή του από το πλοίο «ΚΠ» την 2.11.2020, λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου, ούτε είχε προσκομίσει καμία περί του αντιθέτου απόδειξη, ουδέν περί του αντιθέτου είχαν καταθέσει οι εξετασθέντες με επιμέλεια αυτής μάρτυρες, αλλά αντίθετα, αυτή (εναγομένη), συνομολογώντας τη διακοπή των πλόων του ανωτέρω πλοίου, είχε προβεί σε δικαστική ομολογία, υπό την έννοια του άρθρου 352 ΚΠολΔ, της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας του εν λόγω αγωγικού κονδυλίου. Επομένως, κατά τον ενάγοντα, απαραδέκτως κατά τις διατάξεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ, η εναγομένη αμφισβητεί για πρώτη φορά με την ένδικη έφεσή της το δικαίωμά του όπως λάβει την αιτούμενη με την αγωγή αποζημίωση απολύσεως, η αμφισβήτηση δε αυτή συνιστά προβολή νέου ισχυρισμού, η οποία είναι ανεπίτρεπτη κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ, καθώς δεν συντρέχει καμία από τις εξαιρέσεις του εν λόγω άρθρου (527 ΚΠολΔ), αλλά ούτε τούτο επικαλείται και αποδεικνύει η εναγομένη. Εν τούτοις, από το περιεχόμενο των εγγράφων προτάσεων που η εναγομένη κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προκύπτει ότι, πράγματι αυτή (εναγομένη) είχε συνομολογήσει ότι ο ενάγων αποναυτολογήθηκε την ανωτέρω ημερομηνία από το ανωτέρω πλοίο της, πλην όμως, παράλληλα δια των εγγράφων προτάσεών της η ίδια αρνήθηκε τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής και ζήτησε την απόρριψή της στο σύνολό της. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, δεν εμπίπτει στους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ, η αμφισβήτηση του νομικού χαρακτηρισμού και της υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στον προσήκοντα κανόνα δικαίου [ΑΠ 778/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], ούτε επίσης η άρνηση, έστω και αιτιολογημένη της ιστορικής βάσης της αγωγής [ΑΠ 1152/2009, 1554/2010] στα πλαίσια λόγου έφεσης περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων. Κατόπιν των ανωτέρω, κρίνεται ότι παραδεκτώς η εναγομένη, δια του τετάρτου λόγου της ένδικης έφεσής της, προσβάλει την εκκαλουμένη απόφαση ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των περιγραφόμενων στην αγωγή πραγματικών περιστατικών, αλλά και ως προς το αποδεικτικό της πόρισμα όσον αφορά στην εν λόγω αγωγική απαίτηση. Περαιτέρω δε, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο υπό κρίση τέταρτος λόγος έφεσης, όσον αφορά στο επιμέρους αγωγικό αίτημα του ενάγοντος περί καταβολής του ποσού των ευρώ 2.378,11 ως αποζημίωση αυτού (ενάγοντος) για την καταγγελία της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, την 2.11.2020, υπό του πλοιάρχου του πλοίου ΚΠ, λόγω διακοπής των πλόων του εν λόγω πλοίου, τυγχάνει βάσιμος στην ουσία του, διότι εσφαλμένως υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, έγινε εν μέρει δεκτό ως βάσιμο στην ουσία του και δη αφού κατ’ εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό του εν λόγω αγωγικού κονδυλίου έκρινε ότι η ένδικη αγωγή, κατά τούτο, θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 72, 75 και 76 του ΚΙΝΔ και όχι στις ειδικότερες και νεότερες διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου έκτου του Ν. 2932/2001, ως ειδικότερα αναλύεται στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, επεδίκασε στον ενάγοντα αναγνωριστικώς το ποσό των ευρώ 2.047,75 ως αποζημίωση για την απόλυσή του, καθόσον εσφαλμένως κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ο ενάγων δεν επαναπροσλήφθηκε από την εναγομένη εντός του νομίμου χρόνου. Πρέπει, επομένως, κατά τούτο, αφού απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του ο πέμπτος λόγος έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά στον υπ’ αυτής τρόπο υπολογισμού, του ποσού το οποίο έγινε δεκτό ότι του οφείλεται ως αποζημίωση, διότι, όπως διατείνεται, τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συμπεριληφθέντος σ’ αυτό, χαμηλότερου ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και το παρόν Δικαστήριο αφού κρατήσει να δικάσει την ένδικη αγωγή κατά τούτο (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και να απορρίψει αυτή, κατά τούτο, ως αβάσιμη στην ουσία της. Περαιτέρω, εν τούτοις, όσον αφορά το αγωγικό αίτημα επιδίκασης του ποσού των ευρώ 2.333,50 ως αποζημίωση του ενάγοντος για την απόλυσή του την 7.1.2021 από τον Πλοίαρχο του πλοίου ΦΠ, λόγω διακοπής εκτέλεσης των δρομολογίων του, το οποίο έγινε εν μέρει δεκτό ως βάσιμο και στην ουσία του με την εκκαλουμένη απόφαση, για το ποσό των ευρώ 1.996,60, δεδομένου ότι κατά το αποδεικτικό πόρισμα αυτής ο ενάγων δεν επαναυτολογήθηκε στο εν λόγω πλοίο μετά την αποναυτολόγησή του, απεδείχθη ότι, ο ενάγων πράγματι αποναυτολογήθηκε την 7.1.2021 από το ανωτέρω πλοίο ΦΠ, λόγω διακοπής εκτέλεσης των δρομολογίων του, πλην όμως αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο ενάγων επαναπροσλήφθηκε στο ίδιο πλοίο από την εναγομένη, την 1.3.2021. Εν τούτοις, από κανέναν των διαδίκων δεν προσκομίζεται η, κατά τις διατάξεις του άρθρου έκτου του Ν. 2932/2001, εγκριτική, της αίτησης της εναγομένης περί ακινησίας του εν λόγω πλοίου, διοικητική πράξη, από την οποία να προκύπτει αφενός μεν ότι την 7.1.2021 διεκόπησαν προσωρινά τα εγκεκριμένα δρομολόγια του ανωτέρω πλοίου ΦΠ όπως επίσης, κυρίως το χρονικό διάστημα που με την εν λόγω εγκριτική πράξη προβλέφθηκε η διακοπή των εν λόγω δρομολογίων, δεδομένου ότι, πράγματι κατ’ αρχήν κατά τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου έκτου του Ν. 2932/2001 η διακοπή εκτέλεσης των δρομολογίων επιτρέπεται για χρονικό διάστημα μέχρι 60 ημέρες, πλην όμως κανείς των διαδίκων δεν επικαλείται ότι εν προκειμένω, το χρονικό διάστημα της εγκεκριμένης ακινητοποίησης του πλοίου ΦΠ ήταν εξήντα ημερών, δεδομένου μάλιστα ότι, στο προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα ως σχετικό 3γ προμνημονευθέν έντυπο σήμα, του Υ.ΝΑ.Ν.Π/Α.Λ.Σ. – ΕΛ. ΑΚΤ. από το οποίο όπως αναλύεται ανωτέρω προκύπτει η έγκριση της ακινησίας του ανωτέρω πλοίου ΚΠ, επιπλέον γίνεται μνεία ότι ακυρώθηκε η ακινησία του εν λόγω πλοίου ΦΠ που αρχικά είχε προγραμματισθεί για το χρονικό διάστημα 15.11.2020 έως 30.11.2020. Αποδεικνύεται δηλαδή ότι, το αρχικώς αιτηθέν διάστημα ακινησία του εν λόγω πλοίου, ήταν μόλις δέκα πέντε ημερών. Από το έγγραφο αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι διάδικοι δεν προσκομίζουν τα εγκεκριμένα δρομολόγια του εν λόγω πλοίου ΦΠ, κατά τη μελέτη της υπόθεσης, ως προς το εν λόγω επιμέρους αυτοτελές σωρευόμενο στην ένδικη αγωγή, κονδύλιο, παρουσιάσθηκαν κενά και αμφίβολα σημεία, ως ανωτέρω αναλύεται, που χρειάζονται συμπλήρωση. Πρέπει επομένως, προ της διερεύνησης του τετάρτου λόγου έφεσης της εναγομένης, ως προς το εν λόγω επιμέρους αγωγικό κονδύλιο, να διαταχθεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 254 ΚΠολΔ επανάληψη της συζήτησης αμφοτέρων των κρινόμενων εφέσεων, προ της εξαφάνισης κατά τούτο της εκκαλουμένης αποφάσεως, προκειμένου ο επιμελέστερος των διαδίκων προσκομίσει (α) αντίγραφο της εγκριτικής πράξης των δρομολογίων που εκτελούσε το εν λόγω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2021 έως 1.3.2021, προκειμένου να διερευνηθεί εάν την 7.1.2021 διεκόπησαν προσωρινά εγκεκριμένα δρομολόγια του εν λόγω πλοίου και (β) την εγκριτική διοικητική πράξη διακοπής των εν λόγω δρομολογίων την 7.1.2021, από την οποία να προκύπτει το χρονικό διάστημα για το οποίο προβλέφθηκε διακοπή πλόων του εν λόγω πλοίου, προκειμένου ακολούθως να διερευνηθεί εάν πράγματι, η επαναπρόσληψη του ενάγοντος την 1.3.2021, στο ίδιο ως άνω πλοίο ΦΠ, έγινε κατά τους ορισμούς της παραγράφου 8 του άρθρου έκτου του Ν. 2932/2001, ήτοι αμέσως μετά τη λήξη του εν λόγω χρονικού διαστήματος.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, γενομένων δεκτών αμφοτέρων των ενδίκων εφέσεων τυπικά, πρέπει (Α) να αναβληθεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως επί των ενδίκων εφέσεων μόνον καθό μέρος με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης και τον έκτο λόγο της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, με το οποίο επιδικάσθηκε καταψηφιστικώς στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 1.996,60 που αφορά μέρος του αυτοτελούς αγωγικού κονδυλίου της αξίωσης του ενάγοντος περί επιδικάσεως (καταψηφιστικώς) του ποσού των ευρώ 2.333,50 ως αποζημίωση απολύσεως για την αποναυτολόγησή του την 7.1.2021, από τον Πλοίαρχο του πλοίου ΦΠ, λόγω διακοπής των πλόων του εν λόγω πλοίου και να διαταχθεί, κατά τούτο και μόνον, επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 254 ΚΠολΔ, προκειμένου ο επιμελέστερος των διαδίκων, κατά τη νέα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου συζήτηση, η οποία θα λάβει χώρα με επιμέλεια οιουδήποτε των διαδίκων, να προσκομίσει έγγραφα και δη (α) αντίγραφο της εγκριτικής πράξης των δρομολογίων που εκτελούσε το εν λόγω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2021 έως 1.3.2021, από τα οποία να προκύπτει ότι την 7.1.2021 διεκόπησαν προσωρινά εγκεκριμένα δρομολόγια του ανωτέρω πλοίου ΦΠ και (β) την εγκριτική διοικητική πράξη διακοπής των εν λόγω εγκεκριμένων δρομολογίων την 7.1.2021, από την οποία να προκύπτει το χρονικό διάστημα για το οποίο προβλέφθηκε η διακοπή των πλόων του εν λόγω πλοίου και (Β) κατά τα λοιπά (ως προς τα υπόλοιπα αγωγικά κονδύλια για οποία προσεβλήθη η εκκαλουμένη απόφαση με τις ένδικες εφέσεις), μη υπάρχοντος ετέρου λόγου εφέσεως προς διερεύνηση, πρέπει να γίνουν δεκτές ως εν μέρει βάσιμες στην ουσία τους αμφότερες οι ένδικες εφέσεις, απορριπτομένων αυτών, κατά τα λοιπά, ως αβασίμων στην ουσία τους, ως ειδικότερα αναλύεται στο σκεπτικό της παρούσας και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με αριθμό 3532/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών στο σύνολό της, αφού δε κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 535 παρ.1 ΚΠολΔ, προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις ως άνω μνημονευόμενες διατάξεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων 53, 54, 60 ΚΙΝΔ, 648, 653, 655, 341, 345, 346 ΑΚ και επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις της, να γίνει μερικώς δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη [Α] να καταβάλει στον ενάγοντα, κατά τα προεκτεθέντα, το συνολικό ποσό των ευρώ 6.482,36 [ευρώ 307,10 ως υπόλοιπο αμοιβής υπερωριακής του απασχόλησης στα πλαίσια της έκτης των ενδίκων ναυτολογήσεων + ευρώ 2.152,08 ως υπόλοιπο αμοιβής υπερωριακής του απασχόλησης στο πλοίο ΦΠ + ευρώ 228,05 ως αναλογία Δώρου εορτών Πάσχα 2021 για την απασχόληση του ενάγοντος στο πλοίο ΚΠΣ + ευρώ 896,12 ως αναλογία Δώρου εορτών Πάσχα 2021 στο πλοίο ΦΠ + ευρώ 2.590,82 ως αναλογία Δώρου εορτών Χριστουγέννων 2021 + ευρώ 308,19 ως υπόλοιπο αμοιβής για εκτέλεση δρομολογίων εξπρές εντός του έτους 2021 =] και [Β] να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των ευρώ 6.744,76 [ευρώ 897,83 ως υπόλοιπο αμοιβής υπερωριακής του απασχόλησης στα πλαίσια των πρώτης και τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων στο πλοίο ΚΠ + ευρώ 3.232,28 ως υπόλοιπο αμοιβής υπερωριακής του απασχόλησης στο πλοίο ΦΠ + ευρώ 684,88 ως αναλογία Δώρου εορτών Πάσχα 2020 για την απασχόληση του ενάγοντος στο πλοίο ΚΠ + ευρώ 350,23 ως αναλογία Δώρου εορτών Χριστουγέννων 2020 στο πλοίο ΚΠ + ευρώ 1.056,95 ως υπόλοιπο αναλογία Δώρου εορτών Χριστουγέννων 2020 στο πλοίο ΦΠ + ευρώ 522,59 ως υπόλοιπο αμοιβής για εκτέλεση δρομολογίων εξπρές εντός του έτους 2020=]. Περαιτέρω, η εναγομένη, δια των εγγράφων προτάσεών της που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, επαναφέροντας τους στον πρώτο βαθμό προβληθέντες ισχυρισμούς τους, εζήτησε όπως απορριφθεί το αίτημα του ενάγοντος περί επιδίκασης τόκων επιδικίας. Ενόψει του ότι με την ένδικη (πρώτη) κρινόμενη έφεση αυτής (εναγομένης), όπως το δικόγραφο αυτής εκτιμάται, αφού με αυτή ζητείται η απόρριψη του συνόλου της ένδικης αγωγής του ενάγοντος, με αποτέλεσμα να κρίνεται ότι προσβάλλεται και το κεφάλαιο των τόκων (όμοια ΑΠ 15/2020 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου), παραδεκτώς επαναφέρεται ο εν λόγω ισχυρισμός υπό της εναγομένης. Ειδικότερα η εναγομένη αξίωσε να απορριφθεί το αίτημα επιδίκασης τόκων επιδικίας για τον μετά την επίδοση της ένδικης αγωγής χρόνο, εκ του λόγου ότι, συντρέχει εν προκειμένω λόγος εύλογης αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων για τον αριθμό των υπερωριών που πραγματοποίησε ο ενάγων, καθώς επίσης ως προς την πραγματοποίηση ή μη δρομολογίων εξπρές από τα ένδικα πλοία της στα πλαίσια της δεύτερης και όγδοης των ενδίκων ναυτολογήσεων, αλλά και ως προς το ύψος των επιδικαζομένων απαιτήσεων. Εν τούτοις, στην εξεταζόμενη περίπτωση, δεν απεδείχθη ότι, πριν από τη συζήτηση της αγωγής η εναγομένη αναγνώρισε εγγράφως την οφειλή ή συμβιβάστηκε εξωδίκως με τον ενάγοντα, όπως επίσης δεν προέκυψε η ύπαρξη εύλογης αντιδικίας που να δικαιολογεί, την εφαρμογή του άρθρου 346 εδαφ. δ΄ και ε΄ του ΑΚ και πρέπει το ανωτέρω αίτημα της εναγομένης να απορριφθεί ως αβάσιμο στην ουσία του. Πράγματι, περίπτωση εύλογης αμφιβολίας, γίνεται δεκτό ότι, συντρέχει όταν πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή ο εναγόμενος προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (αιτιολογική έκθεση Ν. 4055/2012). Περιπτώσεις που εν προκειμένω δεν συντρέχουν, εφόσον η, κατά το αποδεικτικό πόρισμα της παρούσας, απόσβεση μέρους της απαίτησης του ενάγοντος δια συμβατικού συμψηφισμού, όπως στην οικεία θέση αναλύεται, δεν αποτελεί στην πραγματικότητα ένσταση συμψηφισμού, αλλά ένσταση αποσβέσεως της οφειλής (ΑΠ 1010/2019 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Επιπλέον, στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων εργαζόταν, κατά τα ανωτέρω, στα ως άνω πλοία της εναγομένης και αυτή (εναγομένη), ως εργοδότρια του ενάγοντος εγνώριζε τις ώρες εργασίας του, τα δρομολόγια εξπρές που εκτελούσε το ανωτέρω πλοίο, καθώς επίσης εγνώριζε και το οφειλόμενο υπ’ αυτής ποσό στον ενάγοντα (βλ. ΑΠ 163/2022, ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν των ανωτέρω, τα ως άνω επιδικαζόμενα ποσά, κρίνεται ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο, από της τελευταίας αποναυτολογήσεως αυτού (ενάγοντος), ήτοι από την 1.11.2021. Περαιτέρω, το αίτημα της εκκαλούσας – εναγόμενης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των 6.000,00 ευρώ για προσωρινά επιδικασθέν κεφάλαιο, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές, ενόψει του ότι το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης επιδίκασης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας ο ανωτέρω, που νίκησε εν μέρει, υπέβαλε σχετικό αίτημα με την έφεσή του, καθώς και τις προτάσεις, που κατέθεσε επί της αντίθετης έφεσης της εναγομένης, ανάλογο με την έκταση της νίκης και της ήττας των διαδίκων της αγωγής πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης, η οποία, παρά την παραδοχή της έφεσής της, ηττήθηκε εν μέρει στην ουσία της υπόθεσης (άρθρα 106, 178 παρ.1, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ και άρθρα 63, 68 και 69 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν. 4194/2017), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, τις ένδικες εφέσεις.
Δέχεται αυτές τυπικά.
Αναβάλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί των ενδίκων εφέσεων, καθό μέρος με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης και τον έκτο λόγο της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, με το οποίο επιδικάσθηκε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 1.996,60 που αφορά μέρος του αυτοτελούς αγωγικού κονδυλίου της αξίωσης του ενάγοντος περί επιδικάσεως (καταψηφιστικώς) του ποσού των ευρώ 2.333,50 ως αποζημίωση απολύσεως για την αποναυτολόγησή του την 7.1.2021, από τον Πλοίαρχο του πλοίου ΦΠ, λόγω διακοπής των πλόων του εν λόγω πλοίου.
Διατάσσει, όσον αφορά το ανωτέρω αγωγικό κονδύλιο και τους συναφείς με αυτό ανωτέρω λόγους των ενδίκων εφέσεων και μόνον, την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 254 ΚΠολΔ, προκειμένου ο επιμελέστερος των διαδίκων, κατά τη νέα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου συζήτηση, προσκομίσει έγγραφα και δη (α) αντίγραφο της εγκριτικής πράξης των δρομολογίων που εκτελούσε το πλοίο ΦΠ, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2021 έως 1.3.2021, από τα οποία να προκύπτει ότι την 7.1.2021, διεκόπησαν προσωρινά εγκεκριμένα δρομολόγια αυτού (ανωτέρω πλοίου ΦΠ) και (β) την εγκριτική διοικητική πράξη διακοπής των εν λόγω εγκεκριμένων δρομολογίων την 7.1.2021, από την οποία να προκύπτει το χρονικό διάστημα για το οποίο προβλέφθηκε η διακοπή των πλόων του εν λόγω πλοίου.
Κατά τα λοιπά (ως προς τα υπόλοιπα αγωγικά κονδύλια ως προς τα οποία προσεβλήθη η εκκαλουμένη απόφαση με τις ένδικες εφέσεις), δέχεται αμφότερες τις ένδικες εφέσεις ως εν μέρει βάσιμες και στην ουσία τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
Εξαφανίζει ((ως προς τα υπόλοιπα αγωγικά κονδύλια ως προς τα οποία προσεβλήθη η εκκαλουμένη απόφαση με τις ένδικες εφέσεις, πλην αυτού για το οποίο διετάχθη επανάληψη της συζήτησης υπόθεσης στο ακροατήριο) την εκκαλουμένη, υπ’ αριθμ. 3532/2022, απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.
Κρατεί και δικάζει, την ένδικη από 20.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου …………./21.12.2021 αγωγή.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται, κατά τα λοιπά, την ένδικη αγωγή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της.
Υποχρεώνει την εναγομένη, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (ευρώ 6.482,36), νομιμοτόκως από την 1.11.2021.
Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, επιπλέον του αμέσως ανωτέρω ποσού και το ποσό των έξι χιλιάδων επτακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (ευρώ 6.744,76), νομιμοτόκως από την 1.11.2021.
Καταδικάζει την εναγομένη στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων εβδομήντα (670) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 5.11.2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ