Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 594/2018

Αριθμός  594/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,  Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Γεώργιο Βερούση, Εφέτη-Εισηγητή,   και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη από 17-3-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …..) έφεση της ενάγουσας της από 19-2-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 411/2015 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την προαναφερόμενη αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 31-3-2015, καθόσον από τα έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της δεν έχει παρέλθει διετία. Επιπλέον, έχουν κατατεθεί το οριζόμενα παράβολα σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του εφετηρίου. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της με την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).

Στο άρθρο 24 του π.δ. 394/1996 «Κανονισμός Προμηθειών Δημοσίου (ΚΠΔ)» (ΦΕΚ 266 Α) ορίζεται ότι: «1. Μετά την ανακοίνωση κατακύρωσης ή ανάθεσης καταρτίζεται από την Υπηρεσία η σχετική σύμβαση που υπογράφεται και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. 2. Η σύμβαση περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία της προμήθειας και τουλάχιστον τα εξής:… 3…. 4.. 5. Η σύμβαση θεωρείται ότι εκτελέστηκε όταν: α. Παραδόθηκε ολόκληρη η ποσότητα, … β. Παραλήφθηκε οριστικά (ποσοτικά και ποιοτικά) η ποσότητα που παραδόθηκε, γ. Έγινε η αποπληρωμή του συμβατικού τιμήματος, …δ. Εκπληρώθηκαν και οι τυχόν λοιπές συμβατικές υποχρεώσεις…». Περαιτέρω στο άρθρο 27 του ν. 3867/2010 (Α 128/3.8.2010) προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων, η έκδοση και η διάθεση ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, ετήσιας και διετούς διάρκειας και μηδενικού επιτοκίου, για την εξόφληση οφειλών νοσοκομείων προς επιχειρήσεις προμηθείας φαρμάκων, υγειονομικού υλικού, χημικών αντιδραστηρίων και ορθοπεδικού υλικού. Ειδικότερα, ορίστηκε ότι: «1. Οφειλές των νοσοκομείων του ΕΣΥ, του Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου,… που έχουν προκύψει από την προμήθεια φαρμάκων, υγειονομικού υλικού, χημικών αντιδραστηρίων και ορθοπεδικού υλικού, και για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα προβλεπόμενα κατά περίπτωση τιμολόγια και δελτία αποστολής από 1.1.2007 έως και 31.12.2009 δύνανται να εξοφληθούν άμεσα με την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών εκκαθάρισης, έκδοσης και θεώρησης των σχετικών τίτλων πληρωμής, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις, ως ακολούθως: α)… γ)… δ) Λοιπές οφειλές του έτους 2009 και μέχρι συνολικού ποσού τιμολογίων 2.030.000.000 ευρώ, εξοφλούνται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου διετούς διάρκειας και μηδενικού επιτοκίου, που θα εκδοθούν εντός του έτους 2010. Τα ανωτέρω όρια μειώνονται με τα ποσά των βεβαιωμένων υπέρ του Δημοσίου και των Ασφαλιστικών Φορέων οφειλών, καθώς και με τα ποσά των κατά περίπτωση υπέρ τρίτων κρατήσεων. 2. Ο τρόπος εξόφλησης των ανωτέρω οφειλών εφαρμόζεται εφόσον οι προμηθευτές υποβάλλουν μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος: α) Αίτηση προς την αρμόδια Οικονομική Υπηρεσία των φορέων της προηγούμενης παραγράφου για την εξόφληση των απαιτήσεών τους, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της με τον τρόπο που ορίζεται ανωτέρω β) Υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1558/1986 (ΦΕΚ 75 Α), με την οποία ο αιτών προμηθευτής παραιτείται χωρίς επιφύλαξη από οποιαδήποτε άλλη αξίωση, η οποία πηγάζει από την ίδια αιτία συμπεριλαμβανομένης και της αξίωσης για την καταβολή οποιουδήποτε είδους τόκων, για τα ως άνω έτη και μέχρι την εξόφληση κατά τα οριζόμενα ανωτέρω. 4. Η εξόφληση των οφειλών προς τους προμηθευτές πραγματοποιείται με τη σύνταξη από τους φορείς της παραγράφου 1, καταστάσεων ανά δικαιούχο και έτος έκδοσης των τιμολογίων και δελτίων αποστολής, στις οποίες περιλαμβάνονται όλες οι ρυθμιζόμενες απαιτήσεις, με βάση τις οποίες διενεργείται και η παράδοση των ομολόγων. Οι καταστάσεις υπογράφονται από τους δικαιούχους κατά την παραλαβή των ομολόγων και επέχουν θέση εξοφλητικής απόδειξης των σχετικών χρηματικών ενταλμάτων ή των τυχόν άλλων τίτλων πληρωμής». Περαιτέρω, στην κατ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού εκδοθείσα ΥΑ υπ αριθ. 2/88952/0023/31.12.2010 (ΦΕΚ Β 2258), ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι σκοπός των ομολογιακών δανείων είναι η εξόφληση από το Ελληνικό Δημόσιο, οφειλών νοσοκομείων προς τους προμηθευτές του καθώς και ότι η εξόφληση των τίτλων θα γίνει στην ονομαστική τους αξία. Στη συνέχεια, με το ν. 4050/2012 «Κανόνες τροποποιήσεως τίτλων, εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, με συμφωνία των Ομολογιούχων» (Α 36/23.2.2012) θεσπίσθηκε το θεσμικό πλαίσιο της ανταλλαγής τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους. Η ρύθμιση αυτή, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, έγινε λόγω της σοβαρής οικονομικής κρίσης, που αντιμετωπίζει η χώρα, της ραγδαίας επιδείνωσης των δημοσίων οικονομικών και της εκτόξευσης του κόστους δανεισμού της σε απαγορευτικά επίπεδα, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της Χώρας από τις διεθνείς αγορές, και τη διόγκωση του δημόσιου χρέους σε πολύ υψηλά επίπεδα, σκοπούν δε στη διασφάλιση μιας ομοιόμορφης και αποτελεσματικής αναδιάταξης του ελληνικού χρέους σε βιώσιμα επίπεδα με τη συμμετοχή των ιδιωτών. Η εκδοθείσα, κατ εξουσιοδότηση του ανωτέρω νόμου, ΠΥΣ 5/24.2.2012 περιέλαβε στους επιλέξιμους τίτλους (ήτοι τίτλους εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου που υπήχθησαν στη διαδικασία διαπραγμάτευσης και, τελικά αντικαταστάθηκαν με νέους τίτλους) μόνο τίτλους που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, για τους οποίους προβλέπει σχετικά ο ΑΚ στα άρθρα 888 και 889. Περαιτέρω, ο ν. 1914/1990 (Α 178), στο άρθρο 31 (το πρώτο εδάφιο του οποίου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 παρ. 1 ν. 2166/1993, Α 137) προβλέπει τα εξής: «Επιτρέπεται στον Υπουργό Οικονομικών να εκδίδει ομολογιακά δάνεια … για την κάλυψη αναγκών του Δημοσίου, την εξυγίανση και σταθεροποίηση της οικονομίας…». Οι διατάξεις του ν. 1914/1990 εφαρμόζονται αναλόγως, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 ν. 2198/1994 (Α 43), και επί των τίτλων του Δημοσίου με λογιστική μορφή, για τους οποίους, ειδικότερα, ο τελευταίος αυτός νόμος, με τα άρθρα 5 επ. (όπως τροποποιήθηκαν με το 15 παρ. 8 ν. 2469/1997 Α 67), ορίζει τα εξής: «Άρθρο 5. Έκδοση Άυλων Τίτλων. 1 Το Άρθρο 8. Αξιώσεις επενδυτών. 1…2. Ο επενδυτής έχει αξίωση επί του τίτλου του, στρεφόμενη μόνο κατά του φορέα, στον οποίο τηρείται ο λογαριασμός του. Εάν το Δημόσιο δεν έχει εκπληρώσει τις κατά την παρ. 6 του παρόντος άρθρου υποχρεώσεις του, ο επενδυτής έχει αξίωση εκ του τίτλου μόνο κατά του Δημοσίου… 6. Η καταβολή των ληξιπρόθεσμων τόκων και κεφαλαίων των τίτλων από το Δημόσιο στην Τράπεζα της Ελλάδος επιφέρει την απόσβεση των υποχρεώσεων του Δημοσίου. Η Τράπεζα της Ελλάδος αποδίδει στον κάθε φορέα τους τόκους και το κεφάλαιο των οφειλόμενων τίτλων κατά τη λήξη του δανείου. Η κατά τα ανωτέρω καταβολή επιφέρει την απόσβεση των υποχρεώσεων της Τράπεζας της Ελλάδος». Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 471 και 377 του ΑΚ,  συνάγεται ότι στερητική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση, που συνάπτεται με το δανειστή, με την οποία κάποιος αναδέχεται ξένο χρέος, έτσι ώστε να υπεισέλθει αυτός στη θέση του οφειλέτη και ο τελευταίος να απαλλαγεί. Τούτο πρέπει να προκύπτει σαφώς από τη σύμβαση, με την οποία κάποιος υπόσχεται την εκπλήρωση ξένου χρέους, γιατί, διαφορετικά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 477 ΑΚ, ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται, αλλά παράγεται πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε την εκπλήρωση ξένου χρέους, ο οποίος ευθύνεται εις ολόκληρον με τον οφειλέτη, ήτοι υπόκειται σωρευτική αναδοχή χρέους (ΑΠ 984/2006 ΕλλΔνη 50. 183, ΑΠ 557/1999 ΕλλΔνη 41. 141), με συνέπεια ο δανειστής να δικαιούται να εναγάγει οποιονδήποτε των συνοφειλετών ή όλους μαζί ή συγχρόνως ή διαδοχικά για το σύνολο ή για μέρος της παροχής (ΑΠ 176/1976 Ολ. 1770/2014). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 419 του ΑΚ συνάγεται, ότι για να επέλθει απόσβεση της ενοχής με δόση αντί καταβολής, απαιτείται συμφωνία δανειστή και οφειλέτη, ότι η άλλη παροχή δίνεται αντί καταβολής, συνάμα δε να συνοδεύεται η συμφωνία αυτή και με έμπρακτη ή άμεση εκτέλεση της άλλης παροχής, που δίνεται αντί της οφειλόμενης. Ειδικότερα, κατά τις βασικές διατάξεις των άρθρων 287 και 316 επ. ΑΚ, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει στο δανειστή ακριβώς το οφειλόμενο. Με την καταβολή η ενοχή του αποσβέννυται (άρθρο 416 ΑΚ). Εάν, όμως, ο οφειλέτης καταβάλει κάτι άλλο αντί του οφειλομένου (άρθρο 419 ΑΚ) και ο δανειστής δεχθεί την άλλη αυτή παροχή, η ενοχή αποσβέννυται αμέσως με την ικανοποίηση του δανειστή. Με την ως άνω αποδοχή του δανειστή συνάπτεται επαχθής εκποιητική σύμβαση, που περιλαμβάνει τη συμφωνία περί του ότι η ενοχή θα αποσβεσθεί με την καταβολή άλλης, αντί της οφειλομένης παροχής, η οποία σύμβαση και εκτελείται ταυτοχρόνως με την παράδοση του αντί καταβολής διδόμενου. Αντικείμενο της δόσεως αντί καταβολής μπορεί να είναι κάθε άλλη παροχή αντί της οφει­λομένης, ήτοι δύναται να συνίσταται στην οιαδήποτε προσπόριση αγαθού και επομένως, αντί των οφειλομένων χρημάτων μπορεί να δοθεί πράγμα, κινητό ή ακίνητο. Αν το διδόμενο αντί καταβολής αντικείμενο είναι πράγμα κινητό, πρέπει να παραδοθεί στο δανειστή η νομή αυτού, οπότε με την παράδοση και την αποδοχή συντελείται η αντί καταβολής δόση (άρθρο 1034 ΑΚ). Αν το πράγμα είναι ακίνητο, η αντί καταβολής δόση απαιτεί επιπλέον και μεταγραφή (άρθρ. 1033 ΑΚ). Δεν έχει δε κατά κανόνα σημασία αν το αντικείμενο, που δίνεται αντί καταβολής είναι ίσης, μεγαλύτερης ή μικρότερης αξίας από το αντικείμενο της παλαιάς ενοχής. Μπορεί να συμφωνηθεί, όμως, στα πλαίσια της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας και ειδικότερα της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), αν μεν το αντικείμενο, που δίνεται αντί καταβολής, είναι μεγαλύτερης αξίας, ο δανειστής να υποχρεούται να αποδώσει τη διαφορά, εφόσον δε είναι μικρότερης, η δόση αντί καταβολής να δίνεται προς μερική απόσβεση της παλαιός ενοχής, ίσης με την αξία του άλλου αντικειμένου (ΑΠ 66/2013). Τέλος, στο άρθρο 202 ΑΚ ορίζεται ότι: «Αν με τη δικαιοπραξία εξαρτήθηκε η ανατροπή των αποτελεσμάτων της από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση διαλυτική), μόλις συμβεί το γεγονός αυτό παύει η ενέργεια της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση».

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 19-2-2013 (αριθ. εκθ. κατθ. …….. ) αγωγή της η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης που συνήψε με το εναγόμενο νοσοκομείο το οποίο είναι Ν.Π.Δ.Δ., πώλησε και παρέδωσε στο τελευταίο κατά τα έτη 2008 και 2009 τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής κατ΄είδος, ποσότητα και τιμή μονάδος είδη ιατροφαρμακευτικού υλικού για την κάλυψη των υπηρεσιών προς τους ασθενείς του συνολικής αξίας 559.297,52 ευρώ συμπεριλαμβανομένου και του αναλογούντος Φ.Π.Α.. Ότι το εναγόμενο δεν προέβαινε στην αποπληρωμή του τιμήματος εντός της προθεσμίας των εξήντα ημερών από την έκδοση του αντίστοιχου τιμολογίου και στις 31-12-2009 η συνολική οφειλή του εναγομένου, αφαιρουμένου του ποσού των ενδιάμεσων καταβολών, ανερχόταν σε 553.999,79 ευρώ για το κεφάλαιο της οφειλής, πλέον του ποσού των 121.073,38 ευρώ που αφορούσε δεδουλευμένους τόκους. Ότι η ενάγουσα υπήγαγε  τις παραπάνω απαιτήσεις της στη ρύθμιση του άρθρου 27 ν. 3867/2010 και στη συνέχεια, στις 31-12-2010, έλαβε από το τραπεζικό ίδρυμα με την επωνυμία ΄΄…………..΄΄ τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή αποϋλοποιημένα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου συνολικής αξίας 520.429,11 ευρώ. Ότι τα παραπάνω ομόλογα απομειώθηκαν ως προς την ονομαστική τους αξία τους κατά ποσοστό 53,5%, δυνάμει του νόμου 4050/2012 και συγκεκριμένα απομειώθηκαν κατά το ποσό των 296.389,88 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω, ζητούσε να αναγνωρισθεί, ενόψει της μη πλήρους εξόφλησης της αρχικής οφειλής, να αναγνωρισθεί ότι έχει αναβιώσει η απαίτησή της ως προς τους δεδουλευμένους τόκους ποσού 121.073,38 ευρώ καθώς και ως προς το προαναφερόμενο ποσό της απομείωσης του κεφαλαίου, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο από το χρόνο έκδοσης των αρχικών ομολόγων (31-12-2010) και επικουρικά να υποχρεωθεί το εναγόμενο σε δήλωση βούλησης ανασύστασης των παραπάνω οφειλών και την καταβολή τους κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με το νόμιμο τόκο από την 31-12-2010 και επικουρικά από το χρόνο τελεσιδικίας της απόφασης που θα εκδοθεί, μέχρι την εξόφληση. Σύμφωνα, όμως, με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη  η ενάγουσα κατά την υποβολή της προβλεπόμενης από το ν. 3867/2010 αίτησής της για την υπαγωγή της στην ως άνω ρύθμιση, την οποία υπέβαλε προαιρετικά και όχι υποχρεωτικά, παραιτήθηκε από την αξίωσή  της για τους δεδουλευμένους τόκους, προκειμένου αυτή να εξοφληθεί άμεσα και με τον τρόπο αυτό αποδέχθηκε τις προβλεπόμενες από τον ανωτέρω νόμο απομειωτικές της αξίας της απαίτησής της συνέπειες, παραιτούμενη από κάθε περαιτέρω αξίωση από την ίδια αιτία (βλ. ΣτΕ 5112/2012) και στη συνέχεια το Ελληνικό Δημόσιο αναδέχθηκε το χρέος του εναγόμενου Νοσοκομείου, κατά τρόπο ώστε να υπεισέλθει αυτό στη θέση του αρχικού οφει­λέτη, με αποτέλεσμα το τελευταίο να απαλλαγεί (άρθρο 471 ΑΚ), σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην  μείζονα σκέψη. Τούτο δε προκύ­πτει σαφώς από την αδιάστικτη διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 27 του ν. 3867/2010, στο οποίο ρητώς αναφέρεται ότι, οι οφειλές του έτους 2009 των νοσοκομείων του ΕΣΥ εξοφλούνται στους προμηθευτές του, με ομόλογα του Ελληνικού Δημο­σίου, τα οποία εκδίδονται από το Ελληνικό Δημόσιο. Μάλιστα, από την υπ αριθ. 2/78600/0023Α/ 16.11.2010 κοινή υπουρ­γική απόφαση των Υπουργών Οικονομικών – Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και θρησκευμάτων – Υγείας και Κοινωνικής Αλλη­λεγγύης (ΦΕΚ Β 1805/17.11.2010 με τίτλο «Ανάθεση στην ΕΘΝΙΚΗ τράπεζα του έργου της συγκέντρωσης και εξόφλησης από το Ελλ. Δημόσιο, οφειλών των νοσοκομείων προς τους προμηθευτές τους, με Ομόλογα», και την προαναφερόμενη με υπ αριθ. ΥΑ 2/88952/0023 (ΦΕΚ Β 2258/31.12.2010) του Υφυπουργού Οικονομικών με τίτλο «Έκδοση ειδικών ομολογια­κών δανείων για την ανάληψη από το Ελληνικό Δημόσιο, οφει­λών των νοσοκομείων προς τους προμηθευτές τους», που εκδό­θηκαν σε εφαρμογή του ως άνω άρθρου 27 του ν. 3867/2010, προκύπτει τόσο από τον ίδιο τον τίτλο των υπουργικών αποφά­σεων, όσο και από τη δεύτερη παράγραφο του πρώτου άρθρου της δεύτερης ως άνω αποφάσεως του Υφυπουργού Οικονομι­κών, αλλά και από το όλο περιεχόμενο των προαναφερομένων υπουργικών αποφάσεων, ότι, ο σκοπός εκδόσεως των ομολο­γιακών δανείων από το Ελληνικό Δημόσιο, είναι η εξόφληση από το ίδιο (Ελληνικό Δημόσιο), των οφειλών των νοσοκομείων προς τους προμηθευτές τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 27 και η απαλλαγή των τελευταίων (νοσοκο­μείων). Εξάλλου, η βούληση του νομοθέτη, όπως συνάγεται και από την αιτιολογική έκθεση του ν. 3867/2010 (άρθρο 27), είναι η αποτροπή του κινδύνου άμεσης διακοπής του εφοδιασμού των νοσοκομείων με φαρμακευτικό – υγειονομικό υλικό και διατάραξης της ομαλής λειτουργίας τους, λόγω της καθυστέ­ρησης στην εξόφληση των προμηθευτών, ένεκα της διόγκωσης των χρεών προς αυτούς. Διαφορετική ερμηνευτική εκδοχή, υπό την έννοια ότι δεν πρόκειται για στερητική αναδοχή χρέους, αλλά σωρευτική, δεν εναρμονίζεται με το σκοπό της ανωτέρω διάταξης, που είναι η αποδέσμευση των Νοσοκομείων από τα χρέη, που είχαν σωρευτεί και την ανάληψη των σχετικών χρεών από το Ελληνικό Δημόσιο, ώστε να εξακολουθούν αυτά να λειτουργούν για χάρη του δημοσίου συμφέροντος. Μάλιστα η χορήγηση των ως άνω ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου έγινε, προκειμένου να επέλθει απόσβεση της ενοχής με δόση αντί καταβολής και όχι χάριν καταβολής, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 27 του ν. 3867/2010, η ενάγουσα με την υποβολή αίτησης ένταξης στη ρύθμιση προς την οικονομική Υπηρεσία του εναγομένου, αποδέχθηκε ότι οι απαιτήσεις της για τα επίδικα έτη από τις πωλήσεις υγειονομικού υλικού εξοφλούνται άμεσα με την έκδοση των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εν προκειμένω συνέβη με την παραλαβή από την ιδία (ενάγουσα) των κωδικών, οι οποίοι αντιστοιχούσαν στους ανωτέρω τίτλους (αποϋλοποιημένους) ομολόγων εκδόσεως του Ελλη­νικού Δημοσίου (άρθρο 27 παρ. 4 του ν. 3857 2010), με παροχή δηλαδή διάφορη, της οφειλόμενης, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω. Εξάλλου, από τους όρους και τις προϋπο­θέσεις του ανωτέρω νόμου δεν προκύπτει ότι η παράδοση των ομολόγων τελούσε υπό τν διαλυτική αίρεση της αποπληρωμής τους στο 100% της ονομαστικής αξίας τους ή ότι συμφωνήθηκε η πλήρης εξόφληση του κεφαλαίου των απαιτήσεων δια της αποπληρωμής των ομολόγων στο 100% της ονομαστικής αξίας τους, ώστε, σε αντίθετη περίπτωση, να επανέλθει αυτοδι­καίως η προηγούμενη κατάσταση, ούτε, άλλωστε, επικαλείται ότι το εναγόμενο Νοσοκομείο, υπέγραψε έγγραφο, που παρέχει υπόσχεση για οφειλή στην ενάγουσα, μετά την υπαγωγή της στη ρύθμιση. Ενόψει των ανωτέρω, οι προαναφερόμενες συμβάσεις προμήθειας εκτε­λέστηκαν και από τους δύο συμβαλλόμενους, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον διαφορά από τη σύμβαση αυτή, απορριπτομένων των ισχυρισμών της ενάγουσας. Αντι­θέτως, το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο έχει εκδώσει τα σχετικά ομόλογα, σε περίπτωση που δεν τηρήσει τις υποχρεώσεις του ευθύνεται έναντι της ενάγουσας, η οποία έχει πλέον αξίωση εκ του τίτλου, μόνο κατά του Δημοσίου (βλ. ΣτΕ 239/2015 (ΟΛΟΜ), 703/2015), το οποίο, εν προκειμένω, δεν ενάγεται. Περαιτέρω, η ένδικη αξίωση δεν βρίσκει πεδίο εφαρμογής ούτε στις διατάξεις του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, κατά την επικουρική βάση της αγωγής, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, η εφαρ­μογή της διάταξης αυτής προϋποθέτει ότι η σχετική αξίωση απορρέει από σύμβαση, η οποία, όμως, είναι στο σύνολο της άκυρη (ΣτΕ 3710/2010, 2229/2009, 637/2007, 2015/2006, 1999/2005), ενώ στην προκείμενη περίπτωση έχει ολοκληρωθεί η σύμβαση, την οποία υπέγραψε  το εναγόμενο και δεν διαπιστώθηκε κατά τα ανωτέρω άλλη υποκείμενη σχέση, μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου Νοσοκομείου, που να προκάλεσε τον επικα­λούμενο με την αγωγή αδικαιολόγητο πλουτισμό (πρβλ. ΑΠ 589/2006), απορριπτομένων ως αβασίμων όσων αντίθετα προβάλλει η εκκαλούσα. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω αποδειχθέντων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη με αριθμό 411/2015 οριστική του απόφαση, απέρριψε την αγωγή, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι της έφεσης καθώς και η έφεση στο σύνολό της ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ΄ουσιαν αβάσιμη και να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων λόγω δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183, 179  του Κ.Πολ.Δ. και 22 παρ.2 ν. 3696/1957). Επίσης  πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση της έφεσής της παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 17-3-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) έφεση της ενάγουσας της από 19-2-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 411/2015 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από την εκκαλούσα, κατά την κατάθεση της έφεσής της, παραβόλων  υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 26η Ιουλίου 2018  και δημοσιεύθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ