Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 523/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

4Ο ΤΜΗΜΑ-

ΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΕΚΤΈΛΕΣΗ

Αριθμός απόφασης   523/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : …….. και 2) ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Ανδρέα Ασημακόπουλο και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «………», που εδρεύει στη ……. Αττικής, …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, ατομικά και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….», με έδρα το ……… Ιρλανδίας (……….), ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο, Αθηνά Παπαγεωργίου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Οι εκκαλούντες, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18.7.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/18.7.2022 ανακοπή και τους από 1.11.2022 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης ………/2.11.2022 πρόσθετους λόγους αυτής, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 3874/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 10.7.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/11.7.2023 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……/11.7.2023 έφεση, στο δικόγραφο της οποίας σώρευσαν και αίτηση αναστολής εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί, κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν και προκατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 10.7.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./11.7.2023 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …../11.7.2023 έφεση, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύεται και αίτηση αναστολής εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ, των  ανακοπτόντων, καθ’ων η εκτέλεση και ήδη εκκαλούντων, … και …….., που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ. 3874/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της από 18.7.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/18.7.2022 ανακοπής τους, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, την οποία έκανε εν μέρει δεκτή, ως προς την δεύτερη ανακόπτουσα, απορρίπτοντας την κατά τα λοιπά, όπως και τους από 1.11.2022 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης ………/2.11.2022 πρόσθετους λόγους αυτής, με τα οποία ζήτησαν την ακύρωση των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύσθηκε σε βάρος τους από την επισπεύδουσα, καθ’ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητη, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των απαιτήσεων της δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης, αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….», με έδρα το …… Ιρλανδίας, δυνάμει σύμβασης μεταβίβασης τιτλοποιουμένων απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και συγκεκριμένα, αφενός των από 20.5.2022 και 23.5.2022 σε βάρος τους αντίστοιχα επιταγών προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ………/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως διορθώθηκε με την υπ’αριθμ.306/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, βάσει της μεταβιβασθείσας απαίτησης εκ συμβάσεως πιστώσεως με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό και αφετέρου, της υπ’αριθμ……/31.5.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το  Πρωτοδικείο Αθηνών, ……, των περιγραφομένων οριζόντιων ιδιοκτησιών οικοδομής ευρισκομένης στην θέση … ή …. του Δήμου Πειραιά, επικαρπίας του πρώτου τούτων και ψιλής κυριότητας της δεύτερης, με  την  οποία ορίστηκε η διενέργεια ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, που κατόπιν αλλεπάλληλων δηλώσεων συνέχισης της επισπεύδουσας προσδιορίστηκε για τις 19.7.2023, ενώπιον της ορισθείσης υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Αθηνών, ………, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β΄, 516 § 1, 517 εδαφ.α΄, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

Περαιτέρω, με βάση τα οριζόμενα στην νέα διάταξη του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε εκ νέου με το άρθρο 60 Ν.4842/2021, που, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ. 6 περ. γ’ του νόμου τούτου, εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, δηλαδή την 1.1.2022, στην κατάσχεση ακινήτων εξακολουθεί να μην παρέχεται η δυνατότητα αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας με την άσκηση της ανακοπής, παρά μόνο κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της απορριπτικής απόφασης, που εκδόθηκε επί της ανακοπής, όχι αυτοδικαίως, αλλά μετά από αίτηση του ασκούντος το ένδικο μέσο, που υποβάλλεται στο Δικαστήριο του ένδικου μέσου όχι αυτοτελώς, αλλά είτε με το ένδικο μέσο, είτε με τις προτάσεις επ’ αυτού. Το Δικαστήριο του ένδικου μέσου δικάζει την αίτηση αυτή με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και διατάσσει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί η πρόοδος της αναγκαστικής εκτέλεσης αφού δοθεί εγγύηση. Η αναστολή ή η εγγυοδοσία παρέχεται στην περίπτωση αυτή μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί του ένδικου μέσου, κατ’ άρθρο 938 παρ.5 ΚΠολΔ, δεδομένου όμως ότι η αίτηση δεν υποβάλλεται κατά τα προαναφερθέντα αυτοτελώς, αλλά με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις επ’ αυτού, είναι βέβαιο ότι θα συνεκδικασθεί με το ένδικο μέσο και συνεπώς, θα εκδοθεί ενιαία απόφαση και επί της αιτήσεως αναστολής και επί του ένδικου μέσου. Ως εκ τούτου, πρακτικά η σημασία της υποβολής αιτήσεως αναστολής, κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου, έγκειται στο ότι παρέχεται από τη διάταξη του άρθρου 938 παρ.3 ΚΠολΔ, η δυνατότητα να ζητηθεί σημείωμα (προσωρινή διαταγή) μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί του ενδίκου μέσου (Χ. Απαλαγάκη, Σ. Σταματόπουλος, Ο Νέος ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842 & 4855/2021, τομ. Β’, άρθρο 938, σελ. 3029 και Π. Ρεντούλη, Ο ΚΠολΔ μετά τους Ν. 4842/2021 και 4855/2021, Παρουσίαση των τροποποιήσεων και των θεωρητικών / πρακτικών προεκτάσεων τους, σελ. 79). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 938 παρ. 4 ΚΠολΔ, που προβλέπει ότι «Η αίτηση με την οποία ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00` το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού.», εφαρμόζεται όταν ζητείται ειδικά η αναστολή του πλειστηριασμού και όχι εν γένει της εκτελεστικής διαδικασίας και πλέον η σημασία της περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις, που επιτρέπεται η υποβολή αίτησης αναστολής με την κατάθεση της ανακοπής, ήτοι μόνο σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης με αντικείμενο κατάσχεσης κινητά εις χείρας του οφειλέτη ή τρίτου, καθώς στην κατάσχεση απαιτήσεων εις χείρας τρίτου δεν μεσολαβεί στάδιο πλειστηριασμού και τούτο διότι σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης με αντικείμενο κατάσχεσης ακίνητα, η υποβολή αίτησης αναστολής παρέχεται μόνο με την άσκηση ενδίκου μέσου και δεν μπορεί να υποβληθεί αυτοτελώς, αλλά μόνο είτε με το ένδικο μέσο, είτε με τις προτάσεις επ’ αυτού, με αποτέλεσμα αφενός μεν να είναι δυσεφάρμοστη στην περίπτωση αυτή η τήρηση της προθεσμίας των πέντε εργάσιμων ημερών πριν τον πλειστηριασμό, αφετέρου δε να μην μπορεί να εφαρμοστεί η προθεσμία για την έκδοση απόφασης επί της αίτησης αναστολής στις 12.00 το μεσημέρι της Δευτέρας πριν τον πλειστηριασμό, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, στην περίπτωση αυτή εκδίδεται ενιαία απόφαση τόσο επί της αίτησης αναστολής, όσο και επί του ενδίκου μέσου. Σημειωτέον, ότι η προθεσμία αυτή κατ’ ουδένα τρόπο συνδέεται από τις ως άνω διατάξεις με το χρόνο δημοσίευσης της απορριπτικής της ανακοπής κατά της εκτέλεσης οριστικής απόφασης ή με το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης, εντεύθεν δε τα ως άνω χρονικά σημεία είναι αδιάφορα για την έναρξη και τη συμπλήρωση της προκείμενης προθεσμίας.

Εν προκειμένω, η σωρευομένη στο δικόγραφο της από 10.7.2023 ένδικης έφεσης, αίτηση αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας και δη της διενέργειας του δημόσιου αναγκαστικού ηλεκτρονικού πλειστηριασμού των κατασχεθέντων με την υπ’αριθμ……./31.5.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το  Πρωτοδικείο Αθηνών, ……., των περιγραφομένων οριζόντιων ιδιοκτησιών οικοδομής ευρισκομένης στην θέση … ή ….. του Δήμου Πειραιά, επικαρπίας του πρώτου των ανακοπτόντων, ήδη εκκαλούντων και ψιλής κυριότητας της δεύτερης τούτων, που έχει οριστεί στις 19.7.2023, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……., παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ (όπως προστέθηκε εκ νέου με το άρθρο 60 Ν.4842/2021) που, εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον πρόκειται για τις από 20.5.2022 και 23.5.2022 επιταγές προς εκτέλεση, επιδοθείσες αυθημερόν αντίστοιχα, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος (1.1.2022) του εν λόγω νόμου, ομού με το ένδικο μέσο της έφεσης, κατά της εκκαλουμένης εν όλω απορριπτικής οριστικής απόφασης, ως προς τον πρώτο ανακόπτοντα-εκκαλούντα και εν μέρει απορριπτικής, ως προς την δεύτερη ανακόπτουσα-εκκαλούσα, επί της ανακοπής τους και των πρόσθετων λόγων της, κατά της επισπευδομένης σε βάρος τους εκτέλεσης με τις, ως άνω, αντίστοιχα επιταγές προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του απογράφου του εκτελεστού τίτλου της υπ’αριθμ…../2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως διορθώθηκε με την υπ’αριθμ.306/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου  και, συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, συνεκδικαζόμενη με την ένδικη έφεση.

ΙΙ. Οι ανακόπτοντες, καθ’ων η εκτέλεση, με την από 18.7.2022 ανακοπή τους, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ και τους από 1.11.2022 πρόσθετους λόγους αυτής, ζήτησαν για τους αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση, αφενός των από 20.5.2022 και 23.5.2022 σε βάρος τους αντίστοιχα επιταγών προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ…../2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως διορθώθηκε με την υπ’αριθμ.306/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, βάσει των οποίων επιτάχθηκαν από την επισπεύδουσα, καθ’ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητη, «………………», με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των απαιτήσεων της νέας δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης, αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….», με έδρα το …… Ιρλανδίας, δυνάμει σύμβασης μεταβίβασης τιτλοποιουμένων απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, να της καταβάλουν για λογαριασμό της, ο μεν πρώτος τούτων το ποσό των 1.112.165,63 ευρώ, εκ της αναφερόμενης σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που είχε συνάψει αυτός, ως εγγυητής, με την δικαιοπάροχο της, τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….», εντόκως από την καταγγελία της, πλέον εξόδων εκτέλεσης, η δε δεύτερη με την ιδιότητα της ψιλής κυρίας των δύο ενυπόθηκων εκ των κατασχεθέντων οριζόντιων ιδιοκτησιών, λόγω γονικής παροχής από τον πατέρα της, πρώτο ανακόπτοντα, με παρακράτηση της επικαρπίας, να της καταβάλει μέχρι το ποσό των 285.000 ευρώ για το οποίο είχε εγγραφεί προσημείωση υποθήκης επ’αυτών και αφετέρου, της υπ’αριθμ…………/31.5.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το  Πρωτοδικείο Αθηνών, …., των περιγραφομένων οριζόντιων ιδιοκτησιών οικοδομής ευρισκομένης στην θέση Βάρη ή Καμίνια του Δήμου Πειραιά, επικαρπίας του πρώτου τούτων και ψιλής κυριότητας της δεύτερης, με  την  οποία ορίστηκε η διενέργεια ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, που ματαιώθηκε και κατόπιν αλλεπάλληλων δηλώσεων συνέχισης της επισπεύδουσας προσδιορίστηκε για τις 19.7.2023, ενώπιον της ορισθείσης υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Αθηνών, …………

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε παραδεκτή την ανακοπή και το δικόγραφο των πρόσθετων αυτής λόγων, παρεκτός, καθόσον στρέφεται κατά της καθ’ης ατομικά και του αιτήματος περί ακύρωσης κάθε άλλης πράξης εκτέλεσης, ακολούθως, ερεύνησε το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων τους και απέρριψε καθ’ολοκληρίαν την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους της, ως προς τον πρώτο ανακόπτοντα, ενώ έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή, ως προς την δεύτερη ανακόπτουσα, κατά μερική παραδοχή του έκτου λόγου της, ακυρώνοντας εν μέρει την προσβαλλομένη κατασχετήρια έκθεση αναφορικά με την κατάσχεση του δικαιώματος ψιλής κυριότητας της επί των μη ενυπόθηκων οριζόντιων ιδιοκτησιών του δευτέρου, τρίτου και τετάρτου ορόφων της εν λόγω οικοδομής.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με την ένδικη έφεση τους οι ηττηθέντες εν όλω και εν μέρει αντίστοιχα ανακόπτοντες για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων της από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή τους.

ΙΙΙ. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης τους οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των Ν.3156/2003 και 4354/2015 και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά την απόρριψη με την εκκαλουμένη του πρώτου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο υποστηρίζουν την ακυρότητα της επισπευδομένης σε βάρος τους με τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της εφεσιβλήτου, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της  δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού και ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι η εφεσίβλητη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται, κατ’εξαίρεση, ενεργητικά στην προκείμενη εκτελεστική διαδικασία, κατ’ άρθρο 2 παρ.4 ν.4354/2015, ως μη δικαιούχος διάδικος, διότι αυτή κατέστη διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης, δυνάμει σχετικής σύμβασης του  ν.3156/2003 και όχι του ν. 4354/2015, την οποία συνήψε με την δικαιούχο της απαίτησης αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, που την απέκτησε, λόγω σύμβασης μεταβίβασης απαιτήσεων από επιχειρηματικά δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης, που διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 10 ν.3156/2003.

Με την υπ’αριθμ.1/2023 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, έχει κριθεί δεσμευτικά, ως προς την ερμηνεία των εφαρμοζομένων διατάξεων, ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των άρθρων 10 § 14 του Ν.3156/2003 και 2 § 4 του Ν.4354/2015, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π), όπως η εφεσίβλητη, έχουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων. Ενόψει τούτων, η εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία, που, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης, εδρεύουσας στο …… Ιρλανδίας αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», νομιμοποιείται, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων της, μεταξύ των οποίων και της απαίτησης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύσθηκε η προσβαλλομένη αναγκαστική εκτέλεση, έχει τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξη αυτής διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου και συνεπώς, νομιμοποιείται να διενεργήσει την επισπευδομένη αναγκαστική εκτέλεση στο δικό της όνομα για την ικανοποίηση της χρηματικής αξίωσης της δικαιούχου αυτής, καθώς και σε διεξαγωγή της παρούσας δίκης περί την εκτέλεση, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών των ανακοπτόντων, που διαλαμβάνονται στον κρινόμενο λόγο ανακοπής και επαναφέρονται με την έφεση τους, ως αβασίμων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει ο πρώτος λόγος της έφεσης για έλλειψη νομίμου βάσεως της εκκαλουμένης, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

IV. Δυνάμει του άρθρου 3 § 2 ν. 4354/2015 (όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του, δυνάμει του άρθρου 69 ν. 4549/2018), όσον αφορά στην πώληση και μεταβίβαση των «μη εξυπηρετούμενων» απαιτήσεων, καθώς ο νόμος προβλέπει, συγκεκριμένα σε αυτές τις περιπτώσεις, «εφόσον ο δανειολήπτης είναι καταναλωτής, κατά την έννοια του άρθρου 1α του ν. 2251/1994, να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής μέσα σε δώδεκα (12) μήνες πριν από την προσφορά, πριν ή μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου», να ρυθμίσει ή να διακανονίσει τις οφειλές του. Το εν λόγω ειδικό νομοθέτημα (ν. 4354/2015) κατατάσσεται στην κατηγορία των «εποπτικού δικαίου διατάξεων» του τραπεζικού δικαίου και, στο βαθμό που δεν προβλέπει ρητές αποκλίσεις από τις γενικώς ισχύουσες ρυθμίσεις του ΑΚ, αναφορικά με την υπόσταση και το κύρος των συμβάσεων πώλησης και εκχώρησης των μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεων (π.χ. ειδικός συστατικός τύπος, με διπλή δημοσιότητα της σύμβασης εκχώρησης, κατ’άρθρο 3 §§ 1, 3, 4, 6 ν. 4354/2015), εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις του ΑΚ, δυνάμει και της ρητής παραπομπής του άρθρου 3 § 1 εδ. γ΄ ν. 4354/2015. Άλλωστε, από καμία διάταξη του ν. 4354/2015 δεν προκύπτει ότι το κύρος, αφενός της υποσχετικής δικαιοπραξίας πώλησης της μη εξυπηρετούμενης απαίτησης του πιστωτικού ιδρύματος τίθεται υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης εξώδικης πρόσκλησης του οφειλέτη να ρυθμίσει την οφειλή του, αφετέρου δε και κατά μείζονα λόγο, δεν προκύπτει ότι θίγεται, λόγω τυχόν έλλειψης προηγούμενης εξώδικης πρόσκλησης του οφειλέτη προς ρύθμιση του χρέους, το κύρος της σύμβασης εκχώρησης της μη εξυπηρετούμενης απαίτησης, η οποία διαρθρώνεται από τον ΑΚ ως μια κατεξοχήν αναιτιώδης δικαιοπραξία. Επομένως, αφ’ ης στιγμής μόνη νόμιμη προϋπόθεση της ανάπτυξης εννόμων συνεπειών της κατ’ άρθρο 3 § 1 ν. 4354/2015 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεων, με το τυπολογικά ειδικώς ορισμένο περιεχόμενο, βάσει της § 1 εδ. α΄ του ίδιου ως άνω άρθρου, τίθεται η τήρηση του συστατικού έγγραφου τύπου και των διατυπώσεων της διπλής δημοσιότητας, κατ’ άρθρο 3 §§ 1, 3, 4, 6 ν.4354/201523, προκύπτει ότι τυχόν έλλειψη προγενέστερης ενημέρωσης του οφειλέτη για την επικείμενη μεταβίβαση ή του υποψήφιου εκδοχέα για τα χαρακτηριστικά της μεταβιβαζόμενης απαίτησης συνεπάγεται, πιθανώς, την ευθύνη της τράπεζας σε επίπεδο διοικητικής εποπτείας μόνον και όχι την ακυρότητα ή την ανενέργεια της υποσχετικής και μεταβιβαστικής σύμβασης, ως κύρωση σε επίπεδο ουσιαστικού αστικού δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρ. 3 ν. 4354/2015, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση με το άρθρο 69 § 2 ν. 4549/2018, προηγούμενη εξώδικη πρόσκληση του οφειλέτη, δανειολήπτη ή εγγυητή, εντός δώδεκα (12) μηνών πριν την προσφορά προς πώληση απαιτείται πλέον μόνον στις περιπτώσεις, στις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) η προς μεταβίβαση απαίτηση προέρχεται από μη εξυπηρετούμενο δάνειο ή σύμβαση πίστωσης, β) ο οφειλέτης φέρει την ιδιότητα του καταναλωτή, υπό την έννοια του άρθρ. 1α περ. α΄ ν.2251/1994, όπως τροποποιήθηκε, δυνάμει του άρθρου 100 ν.4512/2018, και κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 1 ΥΑ 5338/2018 και γ) δεν συντρέχει καμία από τις τρεις περιπτώσεις εξαιρέσεων που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 3 § 2 ν. 4354/2015. Με άλλα λόγια, μόνον εφόσον καταφάσκονται ταυτόχρονα τα εν λόγω στοιχεία επί συγκεκριμένων περιπτώσεων οφειλετών, κρίθηκε από το νομοθέτη κατάλληλη η διατήρηση της υποχρέωσης της τράπεζας να αποστείλει την κατ’ άρθρο 3 § 2 ν. 4354/2015 εξώδικη πρόσκληση στον πελάτη της, προς το σκοπό της παρότρυνσης του τελευταίου να διακανονίσει την οφειλή του. Συνεπώς, στη συντριπτική κατά τα λοιπά πλειοψηφία των περιπτώσεων τραπεζικών απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, στις οποίες δηλαδή α) το δάνειο ή σύμβαση πίστωσης εξυπηρετείται, ή, β) ο οφειλέτης συμβλήθηκε με την τράπεζα στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, ή, γ) συντρέχει ορισμένη από τις τρεις περιπτώσεις εξαιρέσεων που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 3 § 2 ν.4354/2015, ισχύει ο γενικός κανόνας που εκτέθηκε ανωτέρω περί της μη υποχρέωσης ειδοποίησης του οφειλέτη, μέσω εξώδικης πρόσκλησης, για να ρυθμίσει την οφειλή του πριν την πώληση και μεταβίβαση στην Ε.Α.Α.Δ.Π. Περαιτέρω, όσον αφορά την υπό γ΄ κατηγορία εξαιρέσεων, στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 3 § 2 ν. 4354/2015 προβλέπονται τρεις περιπτώσεις εξαιρέσεων από τον κανόνα του πρώτου εδαφίου της ίδιας διάταξης, όπου η ως άνω εξώδικη πρόσκληση των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων προς το δανειολήπτη και τον εγγυητή κρίνεται από το νομοθέτη αλυσιτελής και, ως εκ τούτου, δεν ανάγεται σε όρο του κύρους της, κατ’ άρθρο 3 § 2 εδ. α΄ ν.4354/2015 προσφοράς προς πώληση γι’ αυτό και μπορεί να παραλειφθεί. Ειδικότερα, ήδη βάσει της γραμματικής διατύπωσης της ρύθμισης, η εν λόγω πρόσκληση δεν απαιτείται, διαζευκτικά, εάν η προς μεταβίβαση απαίτηση είναι (α) επίδικη, (β) επιδικασθείσα ή (γ) στρέφεται κατά προσώπου που έχει χαρακτηρισθεί «μη συνεργάσιμος οφειλέτης», υπό την έννοια του άρθρου 1 § 2 ν. 4224/2013, όπως ισχύει.

Ειδικότερα, ο σκοπός της εξώδικης πρόσκλησης του οφειλέτη προς αποπληρωμή ή ρύθμιση της οφειλής του, σε χρόνο προγενέστερο της μεταβίβασης, στην περίπτωση που εκδόθηκε διαταγή πληρωμής για την εν λόγω απαίτηση, ή έστω και για μέρος αυτής, έχει καταφανώς ήδη εξυπηρετηθεί, σε χρόνο μάλιστα ήδη προηγούμενο από την έκδοση της διαταγής πληρωμής, δεδομένου ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάθεση εκ μέρους της τράπεζας της σχετικής αίτησης στο αρμόδιο δικαστήριο είναι το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της σχετικής οφειλής. Προκειμένου, δηλαδή, να καταστεί η εν λόγω απαίτηση κατά του οφειλέτη βέβαιη και εκκαθαρισμένη, ώστε να πληρούται, εντεύθεν, η τασσόμενη από το άρθρο 624 § 1 ΚΠολΔ προϋπόθεση του ορισμένου της επιδικαστέας αξίωσης, απαιτείται, κατ’ ελάχιστον, η προηγούμενη επίδοση εξώδικης πρόσκλησης προς τήρηση των συμβατικών όρων από τον τελευταίο εντός ορισμένης προθεσμίας και, σε περίπτωση μη υλοποίησης αυτής, η καταγγελία της δανειακής ή άλλης πιστωτικής σύμβασης και το κλείσιμο των τηρούμενων σχετικά λογαριασμών. Επομένως, ο νόμος εξαιρεί από την προϋπόθεση της πρόσκλησης προς σύναψη σύμβασης μεταβίβασης (εκχώρησης) της απαίτησης την προηγούμενη εξώδικη πρόσκληση του οφειλέτη προς ρύθμιση της οφειλής στις περιπτώσεις όπου ο τελευταίος έχει ήδη λάβει την ιδιότητα του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής, έστω και για μέρος της εκχωρούμενης απαίτησης, εφόσον και σε κάθε περίπτωση, η χρονικά προγενέστερη πρόσκληση του οφειλέτη από την τράπεζα προς συμμόρφωση στις αναληφθείσες συμβατικές του υποχρεώσεις, καθώς και η μεταγενέστερη δήλωση καταγγελίας της πιστωτικής σύμβασης, λόγω μη τήρησης των ως άνω υποχρεώσεων του, η οποία, επίσης επιδόθηκε στον οφειλέτη, λειτουργικά εξομοιώνεται και επιτελεί ίδιο ρόλο με την εξώδικη πρόσκληση, κατ’ άρθρο 3 § 2 εδ. α΄ ν. 4354/2015, για το σύνολο, μάλιστα, του ύψους της προς μεταβίβαση απαίτησης.

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης τους οι εκκαλούντες αιτιώνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ν.4354/2015 και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά την απόρριψη με την εκκαλουμένη του δεύτερου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο υποστηρίζουν την ακυρότητα της επισπευδομένης σε βάρος τους με τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της εφεσίβλητης, που ανάγεται στην ακυρότητα της από 17.7.2020 σύμβασης μεταβίβασης της ένδικης απαίτησης από την αρχική δικαιούχο πιστώτρια τράπεζα με την επωνυμία «………….» στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», καθόσον δεν τηρήθηκαν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 3 παρ.2 του ν.4354/2015  και  δη περί εξώδικης πρόσκλησης του πιστούχου και των εγγυητών προ 12μήνου από την προσφορά των απαιτήσεων προς πώληση, ώστε να διακανονίσουν την οφειλή τους, βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης,  σύμφωνα και με τις  διατάξεις  του Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών, με αποτέλεσμα να πάσχει ακυρότητας και η από 17.7.2020 σύμβαση ανάθεσης της διαχείρισης τους στην καθ’ης η ανακοπή-εφεσίβλητη.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος των ανακοπτόντων …….., που εξετάστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδεικνύεται ότι η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης δια εκχωρήσεως των μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της “…………», συμπεριλαμβανομένης της εκτελούμενης απαίτησης εκ της υπ’αριθμ……../2001 σύμβασης πίστωσης δια αλληλοχρέου λογαριασμού, με τις πρόσθετες αυτής πράξεις, με την από 1.7.2020 σε συνδυασμό με την από 17.7.2020 σύμβαση στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….», σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3156/2003 και τα άρθρα 513επ. και 455επ. του ΑΚ, που έχει καταχωρηθεί νομότυπα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, είναι έγκυρη και ισχυρή τηρουμένου του έγγραφου συστατικού τύπου και των προβλεπομένων διατυπώσεων δημοσιότητας, το δε κύρος της, ενόψει των ρηθέντων στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, δεν θίγεται, λόγω έλλειψης προηγούμενης εξώδικης πρόσκλησης του οφειλέτη προς ρύθμιση του χρέους, ήτοι δεν συνεπάγεται, την ακυρότητα ή την ανενέργεια της υποσχετικής και μεταβιβαστικής σύμβασης, ως κύρωση σε επίπεδο ουσιαστικού αστικού δικαίου. Εξάλλου, ο νόμος εξαιρεί από την προϋπόθεση της πρόσκλησης προς σύναψη σύμβασης μεταβίβασης (εκχώρησης) της απαίτησης, την προηγούμενη εξώδικη πρόσκληση του οφειλέτη προς ρύθμιση της οφειλής, στις περιπτώσεις όπου ο τελευταίος έχει ήδη λάβει την ιδιότητα του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον ο σκοπός της επίμαχης διάταξης, στην περίπτωση που εκδόθηκε διαταγή πληρωμής για την εν λόγω απαίτηση, ή έστω και για μέρος αυτής, έχει καταφανώς ήδη εξυπηρετηθεί, με την χρονικά προγενέστερη πρόσκληση του οφειλέτη από την τράπεζα προς συμμόρφωση στις αναληφθείσες συμβατικές του υποχρεώσεις, καθώς και τη μεταγενέστερη δήλωση καταγγελίας της πιστωτικής σύμβασης, λόγω μη τήρησης των ως άνω υποχρεώσεων του, που επιδόθηκε στον οφειλέτη, λειτουργικά εξομοιώνεται και επιτελεί ίδιο ρόλο με την εξώδικη πρόσκληση του. Ενόψει τούτων, ο κρινόμενος λόγος, καθόσον επιχειρείται να θεμελιώσει ακυρότητα της συμβάσεως πώλησης και μεταβίβασης της επίδικης απαίτησης στην δικαιούχο της απαίτησης, καθώς και της ανάθεσης της διαχείρισης της στην εφεσίβλητη, που επισπεύδει την διενεργούμενη εκτέλεση και συνάμα παράνομη και καταχρηστική συμπεριφορά του αρχικού δικαιούχου της απαίτησης πιστωτικού ιδρύματος και της επισπεύδουσας, ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης και ως εκ τούτου, κρίνεται αβάσιμος, κατ’ουσίαν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που τον απέρριψε με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά κατ’αποτέλεσμα έκρινε, απορριπτομένου του δεύτερου λόγου της έφεσης, ως ουσιαστικά αβασίμου.

V. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 919 παρ. 1 και 925 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι όταν ο επισπεύδων δεν είναι ο αρχικός φορέας της αξίωσης, της οποίας η ικανοποίηση επιχειρείται με την αναγκαστική εκτέλεση, η επιταγή προς πληρωμή πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, τα οποία στηρίζουν τη νομιμοποίηση του (Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκ. Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, εκδ. 1998, σελ. 435) . Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 925 παρ. 2 ΚΠολΔ, «ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση πριν κοινοποιηθούν σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση η επιταγή και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν». Επομένως, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντα αυτόν έγγραφα. Ως έγγραφα που νομιμοποιούν το διάδοχο νοούνται εκείνα, δημόσια είτε ιδιωτικά, που αποδεικνύουν τη διαδοχή. Απαιτείται δε, η επίδοση ολόκληρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων, τα οποία πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα ή επίσημα αντίγραφα και δεν αρκεί η απλή μνεία τους στην επιταγή. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξαμένης εκτελέσεως, είναι δε, ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση έλαβε με άλλο τρόπο γνώση της διαδοχής (Π. Μάζη, Ερμ, ΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, έκδοση 2021, άρθρο 925, σελ. 163-165) . Για το λόγο αυτό, στην περίπτωση της εκχώρησης, ο εκδοχέας της απαιτήσεως πρέπει να κοινοποιήσει την αναγγελία της εκχωρήσεως στον οφειλέτη και μάλιστα ολόκληρο το εκχωρητήριο. Η ratio legis της θεσπισθείσας ειδικής πρόσθετης διατύπωσης του άρθρου 925 ΚΠολΔ εντοπίζεται στην αποφυγή αιφνιδιασμού του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη ως προς τη διαδοχή στο πρόσωπο του επισπεύδοντας δανειστή και εφαρμόζεται και επί μετάθεσης της νομιμοποιήσεως προς δικαστική επιδίωξη της απαιτήσεως από το πρόσωπο του δικαιούχου της απαιτήσεως σε τρίτο – μη δικαιούχο διάδικο (ΕΑ 8/2023, ΕΘ 1557/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, σελ. 380). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 και 2 του ν. 3156/2003, η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται με τους προβλεπόμενους στον ανωτέρω νόμο τρόπους. «Μεταβιβάζων» είναι μόνο έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα (άρα και τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες) και «αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίηση τους σύμφωνα με το νόμο αυτό («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης δε των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο (άρθρο 10 παρ. 6 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε δημόσια βιβλία σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (άρθρο 10 παρ. 9 του ν. 3156/2003). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1 (άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003) . Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161/337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄ 1688/2003) και ήδη με την ΥΑ 207/2020) στο Ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυση τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τους ορισμούς τους γίνεται με έγγραφο τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, από την οποία (καταχώριση) αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοια ισχύει πλασματικά εκ του νόμου η καταχώριση της σύμβασης στο βιβλίο αυτό κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων, η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά το ν.4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος. Έτσι, μολονότι κατά τα αναφερόμενα στην πρώτη παράγραφο της νομικής τούτης σκέψης ο ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρο 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ’ου η εκτέλεση νέα επιταγή, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα δημόσια είτε ιδιωτικά, ολόκληρα και όχι σε αποσπάσματα, τα οποία πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα ή επίσημα αντίγραφα, ωστόσο στην ειδικότερη περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβιβάσεως των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβιβάσεως και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβιβάσεως και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος (ΑΠ 1343/2022, ΑΠ 345/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβιβάσεως επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβιβάσεως καθ’ εαυτή, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβιβάσεως και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο Ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβιβάσεως της απαιτήσεως του καθ’ ου η εκτέλεση και η ανάθεση της διαχείρισης αυτής. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 585/2022, ΕφΑθ 5722/2022, ΕφΘεσ 177/22, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 160/2022, ΕφΠειρ574/2020, ΕφΘεσ 1643/2019, Π. Γιαννόπουλο, Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ 2019/233 επ., Ν.Κατηφόρης σχόλιο κάτωθι ΜΠρΝαξ 57/2020, ΕΠολΔ 2020 σελ. 432 επ, αντίθετα Κ. Παπαχρήστου-Δημητράς. Η νομιμοποίηση των διαδίκων στην πολιτική δίκη εκδ. 2021 σελ. 137-140 με παραπομπές σε σύγχρονη νομολογία Πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων, Γ. Αποστολάκης, Ζητήματα από την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια ΕπΑΚ 2021 σελ. 703-704). Αυτά τα έγγραφα πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα ή επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης της απλής μνείας τούτων στην επιταγή (ΕφΑθ 1017/2024 ΤΝΠ Νομος). Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας (ΑΠ 1343/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 3577/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑΘ 832/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 494/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΘεσ 177/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ Π. Μάζης, Ερμηνεία ΚΠολΔ -Αναγκαστική Εκτέλεση, 2021, υπό άρθρο 925 σελ. 164-165, I. Κατράς Σύστημα Ασφαλιστικών Μέτρων, Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Διαταγών Πληρωμής και Απόδοση, Τ’ εκδ. παρ. 164 Β.2) Τέλος, η εκ μέρους του ανακόπτοντος αμφισβήτηση της τήρησης των οριζομένων στην παρ. 1 του άρθρου 925 ΚΠολΔ, συνιστά άρνηση των προϋποθέσεων της αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του, με αποτέλεσμα το βάρος απόδειξης της προσήκουσας συγκοινοποίησης των απαραίτητων εγγράφων από τον διάδοχο του αρχικού δικαιούχου της απαίτησης για τη θεμελίωση της νομιμοποίησης του να το φέρει ο επισπεύδων δανειστής (Γ7. Γέσιου – Φάλτση, Δίκαιο Αναγκαστικής εκτέλεσης – Γενικό Μέρος, 2018, σελ. 563,564). Εξάλλου, το δικαστήριο, που δικάζει ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης εφόσον διαπιστώσει ότι δεν κοινοποιήθηκαν στον οφειλέτη τα αναγκαία έγγραφα για την απόδειξη της ειδικής διαδοχής του επισπεύδοντος την εκτέλεση σε βάρος του, σύμφωνα με το άρθρο 925 ΚΠολΔ, δεν μπορεί να διαγνώσει στηριζόμενο σε άλλα στοιχεία, διαφορετικά από αυτά που συγκοινοποιήθηκαν, δηλαδή σε έγγραφα προσκομιζόμενα για πρώτη φορά στη δίκη της ανακοπής αλλά οφείλει να δεχθεί τον σχετικό λόγο και το αίτημα της ανακοπής και να απαγγείλει την προβαλλόμενη ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης (ΑΠ 914/2018).

Στην προκειμένη περίπτωση από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η επισπεύδουσα, καθ’ης η ανακοπή-εφεσίβλητη επέδωσε στους ανακόπτοντες-εκκαλούντες τις από 20.5.2022 και 23.5.2022 σε βάρος τους αντίστοιχα επιταγές προς πληρωμή κάτω από επικυρωμένο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’αριθμ…../2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως διορθώθηκε με την υπ’αριθμ.306/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, συντασσομένων των υπ’αριθμ…./20.5.2022 και …/23.5.2022  εκθέσεων  επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας  της  περιφέρειας  του Εφετείου Αθηνών, με έδρα  το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……, που του χορηγήθηκε από τη συμβολαιογράφο Αθηνών, ………, κατ’άρθρο 918παρ.6 ΚΠολΔ, εκ του πρωτοτύπου προσηρτημένου στην υπ’αριθμ……./2017 πράξη αυτής, όπως προκύπτει από την σχετική βεβαίωση στο σώμα τούτου από την ανωτέρω συμβολαιογράφο, καθώς επίσης συγκοινοποίησε  στους καθ’ων η εκτέλεση – ανακόπτοντες, κατ’άρθρο 925 ΚΠολΔ, σε ενιαίο σώμα με έκαστη προσβαλλομένη επιταγή προς εκτέλεση, τα αναφερόμενα σ’αυτήν, έγγραφα, μεταξύ των οποίων και εκείνα που την νομιμοποιούν στην διενεργούμενη εκτέλεση, ως  την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις από την “………..», με την από 1.7.2020 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης σε συνδυασμό με την από 17.7.2020 σύμβαση εκχώρησης απαιτήσεων, στην δικαιούχο της εκτελούμενης απαίτησης, αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….» και ειδικότερα τις καταχωρίσεις στο δημόσιο βιβλίο σε περίληψη, που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία, των, ως άνω, από 1.7.2020 και 17.7.2020 συμβάσεων μεταβιβάσεως και εκχωρήσεως των απαιτήσεων και της από 17.7.2020 σύμβασης ανάθεσης της διαχείρισης τους στην επισπεύδουσα, μετά των πρόσθετων πράξεων παράτασης της ισχύος της μέχρι τις 17.7.2022, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν.2844/2000, ήτοι την δημοσίευση του εντύπου, που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, στο Ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με αριθμό πρωτ…/17.7.2020 στον τόμο … με αριθμό … και …./17.7.2020 στον τόμο … και αριθμό … αντίστοιχα, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, εκ του παραρτήματος, που έχει επισυναφθεί στην με αριθμό πρωτ……/17.7.2020 σύμβαση και συγκεκριμένα τις σελίδες 31 και 32 από το καταχωρηθέν στο δημόσιο βιβλίο παράρτημα, όπου εμφαίνεται η επίδικη σύμβαση πίστωσης και τα στοιχεία αυτής. Επιπλέον, συγκοινοποιήθηκαν οι οικείες δημοσιεύσεις των μεταβολών της από 17.7.2020 σύμβασης διαχείρισης αναφορικά με την παράταση της ισχύος της μέχρι τις 17.7.2022, σε συνδυασμό με τα σχετικά συμβολαιογραφικά πληρεξούσια σε ακριβή αντίγραφα, με την οικεία βεβαίωση του εκδίδοντος έκαστο αρμόδιου συμβολαιογράφου, περί ορισμού της διαχειρίστριας εταιρείας, ως εντολοδόχου, ειδικής πληρεξουσίας, αντιπροσώπου και αντικλήτου της δικαιούχου της απαίτησης και παροχής πληρεξουσιότητας διενέργειας των αναφερόμενων πράξεων.

Τα κρίσιμα αυτά έγγραφα κοινοποιήθηκαν σε επικυρωμένα φωτοτυπικά αντίγραφα από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της επισπεύδουσας, που έδωσε την από 27.5.2022 εντολή στην δικαστική επιμελήτρια, ………, προς πληρωμή, άλλως προς εκτέλεση, με την πράξη επικύρωσης στο τέλος του ενιαίου σώματος των επιδιδόμενων εγγράφων, από τα εις χείρας του ακριβή αντίγραφα εκ των πρωτοτύπων, που είναι καταχωρηθέντα στα δημόσια βιβλία του ν.2844/2000, στον οικείο τόμο, καθένα φέροντας την βεβαίωση της ακρίβειας του από τον αρμόδιο προϊστάμενο του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, που λειτουργεί και ως Ενεχυροφυλακείο και δεν ήταν αναγκαία η επικύρωση κάθε κοινοποιούμενου εγγράφου ξεχωριστά.

Επομένως, από όλα τα ανωτέρω έγγραφα, που συγκοινοποιήθηκαν με τις προσβαλλόμενες επιταγές προς εκτέλεση, προκύπτει πλήρως, αφενός η πώληση και μεταβίβαση δια εκχωρήσεως, λόγω τιτλοποίησης, των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της πιστώτριας τράπεζας με την επωνυμία «……..» προς την υπέρ ης η εκτέλεση εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….» και αφετέρου, η ανάθεση της διαχείρισης των συγκεκριμένων απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων η εκτελούμενη, στην επισπεύδουσα εφεσίβλητη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, ήτοι η νομιμοποίηση αυτής στην διενεργούμενη εκτέλεση, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της ειδικής διαδόχου της δικαιούχου της ένδικης απαίτησης και δεν απαιτείτο προς τούτο η συγκοινοποίηση στους καθ’ων η εκτέλεση, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβιβάσεως των απαιτήσεων και ανάθεσης της διαχείρισης τους, ούτε η κοινοποίηση των καταστατικών των εν λόγω εταιριών, μήτε η επίδοση νέας επιταγής προς πληρωμή και απόδειξης της ιδιότητας της, ως διαχειρίστριας, μετά τις 17.7.2022 και την διενέργεια των προσβαλλομένων πράξεων εκτέλεσης, ως αβασίμως υποστηρίζουν οι ανακόπτοντες-εκκαλούντες.

Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, οι τρίτος και τέταρτος λόγοι της κρινόμενης ανακοπής, με τους οποίους υποστηρίζεται η ακυρότητα της επισπευδομένης εκτέλεσης, καθόσον δεν θεμελιώνεται ούτε αποδεικνύεται η νομιμοποίηση της καθ’ης η ανακοπή επισπεύδουσας, λόγω μη συγκοινοποίησης ολόκληρων των  νομιμοποιητικών  εγγράφων και νομίμως επικυρωμένων,  κατ’ άρθρο  925 ΚΠολΔ, καθώς και λήξης ισχύος της σύμβασης διαχείρισης, πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τους κρινόμενους λόγους, αν και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά, κατ’αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει ο τρίτος λόγος της έφεσης, που αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

VI. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 του ΑΚ, 116 και 933 του ΚΠολΔ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η πραγμάτωση με αναγκαστική εκτέλεση της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη, αποτελεί ενάσκηση ουσιαστικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου και, συνεπώς, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 1519/2017, ΑΠ 2045/2014, ΑΠ 1627/2012). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, καλή πίστη θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Προκειμένου δε να κριθεί αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει αντικειμενική υπέρβαση των προαναφερομένων ορίων, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του ασκούντος το δικαίωμα, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς (ΑΠ 119/2016). Η καταχρηστική συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος εμφανίζεται υπό διάφορες μορφές, όπως με την ύπαρξη δυσαναλογίας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου εκτέλεσης και του επιδιωκομένου σκοπού, με την άσκηση δικονομικού δικαιώματος κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη, δηλαδή όταν η συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος ωθείται από κακοβουλία, με αποκλειστικό σκοπό τη βλάβη του άλλου ή όταν η πράξη της εκτέλεσης υπερβαίνει τα όρια της θυσίας του οφειλέτη (ΑΠ 558/1995). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατά την παραπάνω διάταξη, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό του δικαίωμα επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησης του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχάς αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 267/2021, ΑΠ 311/2020, ΑΠ 339/2019, ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 1472/2004, ΕφΑΘ 327/2018, ΕφΑΘ 5/2018, ΕφΘεσ 2256/2018).

Εξάλλου, η αντίθεση της από μέρους του δανειστή επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη αποτελεί ουσιαστικό ελάττωμα του εκτε­λεστού τίτλου, το οποίο είναι δυνατόν να οδηγήσει σε ακύ­ρωση αυτού. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η εξ αυτού ακυρότητα της τελευταίας, ήτοι και όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη ή όταν η άσκηση της αντίστοιχης αξίωσης χωρεί κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος ώστε οι επαχθείς συνέπειες που δημιουργούνται από την άσκηση να δημιουργούν για τον υπόχρεο έντονη εντύπωση αδικίας (ΟλΑΠ 12/2009, ΟλΑΠ 49/2005, ΑΠ 261/2017). Το ζήτημα αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΑΠ 385/2010, ΑΠ 381/2009). Εξάλλου, η αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ.3 του Συντάγματος, θέτει όρια τα οποία απαγορεύουν τη χρήση μέσων εκτέλεσης, άρα και την επιχείρηση των σχετικών πράξεων εκτέλεσης, όταν τα μέσα αυτά δεν είναι κατάλληλα για να επιτύχουν τον σκοπό της εκτελεστικής διαδικασίας (αρχή της καταλληλότητας), όταν δεν είναι αναγκαία επειδή υπάρχει άλλο ηπιότερο μέσο (αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου) και τρίτον όταν προκαλούν ζημία που είναι δυσανάλογα μεγάλη και επιβαρυντική για τον θιγόμενο, γιατί τα ωφελήματα που επιδιώκει ο επισπεύδων με τις πράξεις εκτέλεσης δεν βρίσκονται σε αρμόζουσα λογική ακολουθία με τις αρνητικές επιπτώσεις του για τον καθ` ου η εκτέλεση (αρχή αναλογικότητας υπό στενή έννοια) (ΟλΑΠ 43/2005). Ειδικότερα, οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου, όταν η αξίωση του δανειστή είναι δυνατό να ικανοποιηθεί με άλλο μέσο ασυγκρίτως ηπιότερο για τον οφειλέτη, όπως με κατάσχεση άλλων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η αξία των οποίων είναι μικρότερη του αρχικά κατασχεθέντος στοιχείου, αξία βέβαια που καλύπτει την αξίωση του δανειστή, οπότε η επιδίωξη ικανοποίησης αυτής με κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου δυσανάλογης αξίας με την απαίτηση και με ζημία του οφειλέτη είναι άκυρη ως καταχρηστική, ενώ οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας υπό στενή έννοια, όταν εμφανίζονται ως μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας για τον συγκεκριμένο οφειλέτη, τα οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια της θυσίας του, ενώ ταυτόχρονα η απαίτηση που εκτελείται είναι μικρής αξίας και, συνεπώς, έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτέλεσης και του σκοπού για τον οποίον αυτό επιβάλλεται. Μάλιστα η ακυρότητα των εν λόγω πράξεων εκτέλεσης επέρχεται έστω και αν δεν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη τα οποία θα μπορούσαν να κατασχεθούν (ΑΠ 2069/2007).

Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης προσβάλλεται η απορριπτική κρίση της εκκαλουμένης αναφορικά με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της καθ’ης προς επίσπευση της σε βάρος των ανακοπτόντων αναγκαστικής εκτέλεσης, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της στην προηγηθείσα συμπεριφορά,  τόσο της πιστώτριας τράπεζας, με την οποία βρίσκονταν σε συνεχή επικοινωνία από το έτος 2013 μέχρι και τον Οκτώβριο 2019, όσο και μετέπειτα της καθ’ης, προς εξέταση των προτάσεων τους για ρύθμιση των οφειλών τους με σκοπό την αποπληρωμή τους, αλλά και την πραγματική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί από τις αλλεπάλληλες προτάσεις και οχλήσεις τους και τις διαπραγματεύσεις, που έλαβαν χώρα για την εξεύρεση μιας αμοιβαία αποδεκτής λύσης, καταβάλλοντας οι ίδιοι κάθε δυνατή προσπάθεια αποστέλλοντας αλλεπάλληλες προτάσεις, σύμφωνα και με τις υποδείξεις των ιθυνόντων της καθ’ης και τα ζητούμενα σχετικά οικονομικά στοιχεία και ενώ η καθ’ης τους προέτρεπε στην εξεύρεση χρηματοδότη, προκειμένου να κλειστεί μια συμφωνία ρύθμισης και εμφανιζόταν δεκτική να υπάρξει εξωδικαστική διευθέτηση των δανειακών τους υποχρεώσεων, δημιουργώντας σ’αυτούς εύλογα την εντύπωση ότι θα κατέληγαν σε συμφωνία διακανονισμού των χρεών και δεν θα ασκούσε το δικαίωμα της για επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους, εντούτοις συνέχιζε να προβαίνει σε πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης επιβάλλοντας κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων της πιστούχου και των εγγυητών και στα χέρια τρίτων και επισπεύδοντας πλειστηριασμούς, που αναστέλλονταν με εφάπαξ καταβολές εκ μέρους τους και δεν ασχολήθηκε πραγματικά με τις νέες βελτιωμένες προτάσεις τους, όπως ανέμεναν, αλλά προέβη στην διενέργεια των προσβαλλομένων πράξεων εκτέλεσης, κατά παράβαση της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, επιδεικνύοντας κακόβουλη συμπεριφορά και όχι σοβαρή βούληση προς εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής και βιώσιμης λύσης, αλλά στόχος της είναι η εκποίηση του συνόλου της ακίνητης περιουσίας όλης της οικογένειας, με αποτέλεσμα η συμπεριφορά της να είναι καταχρηστική.

Περαιτέρω, με τον έβδομο λόγο της ανακοπής τους και τον συναφή δεύτερο πρόσθετο λόγο αυτής, οι ανακόπτοντες υποστηρίζουν την καταχρηστικότητα της επιβολής της κατάσχεσης για το ποσό των 100.000 ευρώ, που αποτελεί μέρος του επιδικασθέντος με την ανωτέρω διαταγή πληρωμής κεφαλαίου, πλέον τόκων και εξόδων, επί των ακινήτων τους αξίας περί των 400.000 ευρώ, μεταξύ των οποίων και τα μη ενυπόθηκα διαμερίσματα του δευτέρου, τρίτου και τέταρτου ορόφου, επικαρπίας του πρώτου ανακόπτοντος, ευτελούς αξίας σε σχέση με την απαίτηση, για τον λόγο περιορισμού των εξόδων εκτέλεσης και με ρητή επιφύλαξη της επισπεύδουσας για το υπόλοιπο της οφειλής με άλλη αναγκαστική εκτέλεση ή αναγγελία στον ίδιο ή άλλο πλειστηριασμό, αφού αντίθετα οδηγεί στην οικονομική και δικονομική εξόντωση τους με τον πολλαπλασιασμό των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης.

Τα επικαλούμενα αυτά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν αρκούν για να θεμελιώσουν καταχρηστικότητα στην άσκηση του δικαιώματος της καθ’ης να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος των ανακοπτόντων, κατά προφανή υπέρβαση των αντικειμενικών ορίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος, εφόσον τα εκτιθέμενα ως άνω περιστατικά, που αφορούν τα κίνητρα και τον σκοπό της καθ’ης, προς ικανοποίηση της απαίτησης της μέσω της ακίνητης περιουσίας των ανακοπτόντων και μη αποδοχής των προτάσεων τους για ρύθμιση της οφειλής, σε συνάρτηση με το είδος των μέσων εκτέλεσης, που χρησιμοποιήθηκαν και όλες τις εκτιθέμενες λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς της, δεν στοιχειοθετούν δόλο εκ μέρους της καθ’ης με σκοπό πρόκλησης βλάβης τους, μήτε παραβίαση της αρχής της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου για τον οφειλέτη, ήτοι επιδίωξη ικανοποίησης της αξίωσης της με κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων δυσανάλογης αξίας με την απαίτηση της, ως μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας για τους ανακόπτοντες, τα οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια της θυσίας τους, μήτε τα ιστορούμενα περιστατικά δικαιολογούσαν την επικαλούμενη πεποίθηση τους ότι η καθ’ης δεν θα προέβαινε σε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος τους, μήτε θεμελιώνεται καταχρηστική συμπεριφορά της μόνο στο γεγονός ότι δεν έστερξε σε διακανονισμό της οφειλής και αποδοχή των προτάσεων τους, καθόσον τούτο δεν συνιστά υποχρέωση της, αλλά έχει δικαίωμα να διαχειρίζεται τις απαιτήσεις της δικαιούχου τούτων, κατά τον συμφερότερο τρόπο και συνάμα, δεν αναφέρονται συγκεκριμένα περιστατικά, που να υποδηλώνουν συμφέρον της στην ρύθμιση της οφειλής κατά τον προταθέντα από τους ανακόπτοντες τρόπο, όπως και περιστατικά που να εξασφαλίζουν την αποπληρωμή του χρέους τους και ότι παρόλα αυτά ενήργησε με σκοπό βλάβης τους επισπεύδοντας την εναντίον τους εκτέλεση. Εξάλλου, το γεγονός ότι η καθ’ ης επέβαλε κατάσχεση για μέρος της απαίτησης, προς περιορισμό των εξόδων της εκτέλεσης, που με βάση τη διάταξη του άρθρου 932 ΚΠολΔ, βαρύνουν τον οφειλέτη, με ρητή επιφύλαξη ως προς το υπόλοιπο ποσό της οφειλής, δεν θεμελιώνει καταχρηστική συμπεριφορά εκ μέρους της, ούτε η επικαλούμενη απόκλιση μεταξύ του ποσού της κατάσχεσης (100.000 ευρώ) και της συνολικής αξίας των κατασχεθέντων (400.000 ευρώ), καθιστά καταχρηστική την επιβληθείσα κατάσχεση, διότι η δυσαναλογία μέσου προς σκοπό κρίνεται με βάση το συνολικό ύψος της απαίτησης και όχι με βάση το ποσό για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση και εν προκειμένω με βάση τα ιστορούμενα στο δικόγραφο της ανακοπής και αποδειχθέντα, η απαίτηση από την επίδικη σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση, ανέρχεται στο ποσό των 1.089.869,63 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, το οποίο προφανώς υπερβαίνει την αξία των κατασχεθέντων και συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται έκδηλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτέλεσης και του σκοπού για τον οποίο επιβάλλεται, που να προκαλεί ζημία που είναι δυσανάλογα μεγάλη και επιβαρυντική για τους καθ`ων η εκτέλεση, ούτως ώστε δεν συντρέχει αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ, απορριπτομένων των ισχυρισμών της εξ αυτού του λόγου ακυρότητας της τελευταίας, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τους πέμπτο και έβδομο λόγους της ανακοπής και τον δεύτερο πρόσθετο λόγο αυτής, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚπολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των τέταρτου και έκτου λόγων της έφεσης, που αντίθετα πλήττουν την εκκαλουμένη ότι υπέπεσε στις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβασίμων.

VII. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1257, 1258, 1265, 1268, 1291, 1292, 1294, 1295 ΑΚ, 977 παρ. 2, 993 παρ. 1 εδ. β’ και 1007 παρ. 1 ΚπολΔ, προκύπτει ότι το δικαίωμα υποθήκης παρέχει στον ενυπόθηκο δανειστή, παράλληλα με την ενοχική αγωγή κατά του προσωπικού οφειλέτη του και εμπράγματη αγωγή στην οποία υπόκειται και ο τρίτος κύριος που παραχώρησε την υποθήκη, καθώς και κάθε τρίτος που απέκτησε κυριότητα μετά την εγγραφή της υποθήκης ή που νέμεται με νόμιμο τίτλο το ενυπόθηκο ακίνητο (ΑΠ 50/2021, ΑΠ1093/2013). Με τον όρο «εμπράγματη αγωγή» δεν εννοείται κάποιο δικόγραφο εισαγωγικό δίκης, αλλά η εμπράγματη αξίωση του ενυπόθηκου δανειστή να προβεί σε κατάσχεση και σε πλειστηριασμό του ενυπόθηκου ακινήτου, με σκοπό την προνομιακή του ικανοποίηση από το πλειστηρίασμα. Στο δικαίωμα αυτό του ενυπόθηκου δανειστή αντιστοιχεί και η υποχρέωση του υποθηκικού οφειλέτη να υπομείνει την αναγκαστική εκτέλεση στο ακίνητο, καθώς και η υποχρέωση των άλλων δανειστών να ανεχθούν την προνομιακή κατάταξη της ασφαλιζόμενης με υποθήκη απαίτησης (Γεωργιάδη Α., Εμπράγματο Δίκαιο, 2η έκδοση, 2010, §86, αριθ. 20, σελ. 1060, Γέσιου – Φάλτση Π., Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙα/Ειδικό Μέρος, Γ’ έκδοση, 2018, §55, αριθ. 81, σελ. 329). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 993 παρ. 1 εδ. β’ ΚπολΔ, ο ενυπόθηκος δανειστής μπορεί να ασκήσει την εμπράγματη αυτή υποθηκική αγωγή, κατάσχοντας το ενυπόθηκο κτήμα είτε κατά του οφειλέτη είτε κατά του τρίτου κυρίου είτε κατά εκείνου που νέμεται με νόμιμο τίτλο το ενυπόθηκο κτήμα, αφού πρώτα κοινοποιήσει την επιταγή προς εκτέλεση στον οφειλέτη και στον τρίτο. Κατά την έννοια του ΚπολΔ, «τρίτος κύριος» είναι ο τρίτος που παραχωρεί σε ακίνητο του υποθήκη υπέρ του οφειλέτη, εφόσον είναι κύριος και στο χρόνο της εκτέλεσης, ενώ «εκείνος που νέμεται με νόμιμο τίτλο το ενυπόθηκο κτήμα» είναι ο κύριος του ακινήτου στον χρόνο της εκτέλεσης, με την έννοια του τρίτου νομέα με τίτλο κυριότητας και μάλιστα μεταγεγραμμένο. Πρόκειται, δηλαδή, για τον ειδικό διάδοχο εκείνου που παραχώρησε την υποθήκη (οφειλέτη), τον καθολικό ή ειδικό διάδοχο του τρίτου που παραχώρησε την υποθήκη και για εκείνον που έχει αποκτήσει με χρησικτησία την κυριότητα του ακινήτου μετά την εγγραφή της υποθήκης, εφόσον αυτή δεν αποσβέσθηκε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1053 ΑΚ (Φαλτσή Π., ό.π., αριθ. 85, σελ. 332 – 333). Με τη διαζευκτικά διατυπωμένη προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 993 παρ. 1 εδ. β’ ΚπολΔ, παρέχεται η ευχέρεια στον επισπεύδοντα ενυπόθηκο δανειστή απεύθυνσης, στις παραπάνω περιπτώσεις, της αναγκαστικής εκτέλεσης είτε κατά του προσωπικά ευθυνόμενου οφειλέτη είτε κατά του υποθηκικού οφειλέτη. Συνεπώς, η ιδιότητα του καθ’ ου η εκτέλεση καθορίζεται με την επιταγή προς πληρωμή, η οποία μπορεί να απευθυνθεί, κατ’ επιλογήν του επισπεύδοντος ενυπόθηκου δανειστή, είτε κατά του οφειλέτη είτε κατά του τρίτου κυρίου ή με νόμιμο τίτλο νεμόμενου το ενυπόθηκο ακίνητο, αφού κοινοποιηθεί η επιταγή στον οφειλέτη και στον τρίτο. Στην περίπτωση που η εκτέλεση στρέφεται κατά του τρίτου κυρίου ακινήτου ή εκείνου που νέμεται με νόμιμο τίτλο το ενυπόθηκο ακίνητο, κατά την ορθότερη άποψη, η επιταγή προς πληρωμή περιέχει αρχικά επιταγή προς εκούσια συμμόρφωση αυτού, δηλαδή πληρωμή του χρέους μέχρι του ποσού της υποθήκης με το οποίο βαρύνεται το ακίνητο και σε διαφορετική περίπτωση επιταγή να ανεχθεί την αναγκαστική εκτέλεση επί του ενυπόθηκου ακινήτου του. Η αντίθετη άποψη έχει την έννοια ότι ο τρίτος κύριος του ενυπόθηκου δεν ευθύνεται προσωπικά για το χρέος και όχι ότι παράγεται κάποιου είδους ακυρότητα της επιταγής που επιτάσσει τον τρίτο κύριο σε εκούσια συμμόρφωση. Η αναγκαιότητα η επιταγή προς τον τρίτο κύριο του ενυπόθηκου να περιλαμβάνει και επιταγή για εκούσια συμμόρφωση αντλείται από το άρθρο 1294 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι «ο τρίτος κύριος που παραχώρησε την υποθήκη, καθώς και κάθε τρίτος που νέμεται με νόμιμο τίτλο το ενυπόθηκο, υπόκειται στην εμπράγματη αγωγή του δανειστή με την αναγκαστική εκτέλεση πάνω στο κτήμα, αν δεν προτιμά να εξοφλήσει όλες τις ενυπόθηκες απαιτήσεις στην έκταση που ασφαλίζονται με την υποθήκη». Συνεπώς, αυτός πρέπει να κληθεί ακριβώς όπως ορίζει το άρθρο 1294 ΑΚ, αν προτιμά να εξοφλήσει με μετρητά το ενυπόθηκο χρέος, έτσι ώστε να αποφευχθεί η κατάσχεση και ο πλειστηριασμός του ενυπόθηκου ακινήτου. Άλλωστε, με τον τρόπο αυτόν αποτρέπεται και ο αιφνιδιασμός του τρίτου κυρίου ή νομέα.

Με τον πέμπτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες μέμφονται την εκκαλουμένη για την απόρριψη του έκτου λόγου της ανακοπής τους, κατά το μέρος με το οποίο προβάλλεται η ακυρότητα της προσβαλλόμενης από 23.5.2022 επιταγής προς πληρωμή, που στρέφεται κατά της δεύτερης ανακόπτουσας, κατά παράβαση του νόμου, διότι η ίδια δεν ευθύνεται, ως προσωπικός οφειλέτης, για την ικανοποίηση της απαίτησης εκ της επίδικης σύμβασης πίστωσης, αλλά, ως τρίτη, ψιλή κυρία των δύο ενυπόθηκων ακινήτων εκ των κατασχεθέντων, τα οποία της μεταβίβασε ο πατέρας της, πρώτος ανακόπτων, λόγω γονικής παροχής, κατά ψιλή κυριότητα με παρακράτηση της επικαρπίας από τον ίδιο, με το βάρος της προσημείωσης υποθήκης υπέρ της πιστώτριας τράπεζας για το ποσό των 285.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, που έχει τραπεί σε υποθήκη.

Με τέτοιο περιεχόμενο ο κρινόμενος λόγος, κατά το μέρος αυτό, είναι απορριπτέος, ως μη νόμιμος, καθόσον με βάση τα ιστορούμενα στο δικόγραφο της ανακοπής, με την από 23.5.2022 επιταγή προς πληρωμή, η οποία συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο του εκτελεστού τίτλου της υπ’ αριθ. …../2013 διαταγής πληρωμής, η δεύτερη ανακόπτουσα, με την ιδιότητα της τρίτης, επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ’ ης, κατά την αναλογία του μεριδίου της, ήτοι ποσοστού 100% της ψιλής κυριότητας των δύο περιγραφομένων ενυπόθηκων οριζόντιων ιδιοκτησιών του ισογείου και του πρώτου ορόφου, της κειμένης επί της οδού ……. αριθμ…., στην θέση … ή ….. του Δήμου Πειραιά οικοδομής, μέχρι το ποσό των 285.000 ευρώ, για το οποίο εγγράφηκε προσημείωση υποθήκης επί αυτών, υπέρ της πιστώτριας τράπεζας «………», προς εξασφάλιση της απαίτησης που απορρέει από την ένδικη σύμβαση πίστωσης, άλλως υποχρεούται να ανεχθεί την αναγκαστική εκτέλεση επί του δικαιώματος της ψιλής κυριότητας των ενυπόθηκων αυτών ακινήτων μέχρι του ανωτέρω ποσού. Επομένως, εφόσον πρόκειται για εκτέλεση εναντίον της δεύτερης ανακόπτουσας, ως τρίτης ψιλής κυρίας των δύο αναφερόμενων ενυπόθηκων ακινήτων, η ως άνω επιταγή προς πληρωμή, όπως ρητά δίνεται αυτή η ευχέρεια στον ενυπόθηκο δανειστή με το άρθρο 993 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, νόμιμα στρέφεται κατά της ίδιας, με αποτέλεσμα αυτή να αποκτά την ιδιότητα της καθ’ ης η εκτέλεση. Συναφώς, η από 23.5.2022 επιταγή, η οποία έχει ως αναγκαίο περιεχόμενο αρχικά την επιταγή προς εκούσια συμμόρφωση της δεύτερης ανακόπτουσας, ως προς το ενυπόθηκο χρέος, ώστε αυτή, εάν το επιθυμεί, να εξοφλήσει την ενυπόθηκη απαίτηση στην έκταση που ασφαλίζεται με την υποθήκη (άρθρο 1294 ΑΚ), προκειμένου να μην υποστεί την αναγκαστική εκτέλεση και έπειτα την επιταγή προς ανοχή της εκτέλεσης επί του δικαιώματος της ψιλής κυριότητας των ενυπόθηκων ακινήτων, νόμιμα στηρίζει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην οικεία νομική σκέψη, που παρατέθηκε ανωτέρω και, συνεπώς, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους ανακόπτοντες πρέπει να απορριφθούν, ως μη νόμιμα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στην ίδια κρίση, δεν έσφαλε, απορριπτομένου του πέμπτου λόγου της έφεσης, που πλήττει γι’αυτό την εκκαλουμένη, ως αβασίμου.

Περαιτέρω, όσον αφορά το σκέλος του έκτου λόγου της ανακοπής περί της επιβολής αναγκαστικής κατάσχεσης σε βάρος της δεύτερης ανακόπτουσας και επί του δικαιώματος ψιλής κυριότητας της επί των  μη ενυπόθηκων ακινήτων της ίδιας οικοδομής, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης:  Δυνάμει της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. …./31.5.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας . ……, η καθ’ ης η ανακοπή, ενεργώντας με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των απαιτήσεων, που μεταβιβάσθηκαν λόγω τιτλοποίησης από την τράπεζα «……» στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….», επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί του δικαιώματος ψιλής κυριότητας σε ποσοστό 100% της δεύτερης ανακόπτουσας και επί του δικαιώματος επικαρπίας σε ποσοστό 100% του πρώτου ανακόπτοντος των ακόλουθων οριζόντιων ιδιοκτησιών, που βρίσκονται σε οικοδομή, η οποία έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου, έκτασης 112,50 τ.μ., που βρίσκεται στον Πειραιά, στη θέση «… ή …..», επί της οδού ………, στο Ο.Τ. που περικλείεται από τις οδούς …………: α) Μίας αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας – καταστήματος του ισόγειου ορόφου, που φέρει ΚΑΕΚ …….., β) Μίας αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος του πρώτου (Α) πάνω από το ισόγειο ορόφου, που φέρει ΚΑΕΚ ……….., γ) Μίας αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος του δεύτερου (Β) πάνω από το ισόγειο ορόφου, που φέρει ΚΑΕΚ ………., δ) Μίας αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος του τρίτου (Γ) πάνω από το ισόγειο ορόφου, που φέρει ΚΑΕΚ ………. και ε) Μίας αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος του τέταρτου (Δ) πάνω από το ισόγειο ορόφου, που φέρει ΚΑΕΚ ……….. Ο πρώτος ανακόπτων μεταβίβασε στην δεύτερη ανακόπτουσα – θυγατέρα του, λόγω γονικής παροχής, την ψιλή κυριότητα των παραπάνω ακινήτων και παρακράτησε υπέρ του ίδιου την επικαρπία, δυνάμει του υπ’αριθ…../20.11.2011 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά ………, το οποίο μεταγράφηκε την 24.11.2011 στον τόμο … με αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιά. Περαιτέρω, κατά τον χρόνο της ως άνω μεταβίβασης, τα υπό στοιχεία α’ και β’ ακίνητα, που φέρουν ΚΑΕΚ …….. και ……….., αντίστοιχα, ήταν βεβαρημένα με (συναινετική) προσημείωση υποθήκης, ποσού 285.000 ευρώ, η οποία είχε εγγραφεί την 6.8.2009 κατά του πρώτου ανακόπτοντος και υπέρ της τράπεζας «…….», στον τόμο …. με αριθμό ….. των βιβλίων υποθηκών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, δυνάμει της υπ’αριθ.27792Σ/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων). Η προσημείωση αυτή εγγράφηκε υπέρ της παραπάνω τράπεζας – αρχικής δανείστριας για την εξασφάλιση των απαιτήσεων της από την υπ’ αριθ. ……./24.10.2001 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και τις πρόσθετες πράξεις της, που καταρτίσθηκαν μεταξύ της ίδιας, της εταιρίας με την επωνυμία «………….», ως πιστούχου και του πρώτου ανακόπτοντος, ως εγγυητή υπέρ της πιστούχου εταιρίας -μεταξύ άλλων συνεγγυητών. Κατόπιν της από 19.9.2012 καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης και των πρόσθετων πράξεων της, επί της από 9.1.2013 αίτησης της αρχικής δανείστριας – τράπεζας «……….» εκδόθηκε από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η υπ’ αριθ. …../2013 διαταγή πληρωμής, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’αριθ.306/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία η πιστούχος εταιρία και οι υπέρ αυτής συνεγγυητές -μεταξύ των οποίων και ο πρώτος ανακόπτων- διατάχθηκαν να καταβάλουν στην τράπεζα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό του 1.089.869,63 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας από 19.9.2012, καθώς και το ποσό των 22.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Η παραπάνω διαταγή πληρωμής δεν προσβλήθηκε με ανακοπή και μετά την τελεσιδικία της, η ως άνω προσημείωση επί των ακινήτων, που φέρουν ΚΑΕΚ …….. και …………, τράπηκε σε υποθήκη την 8.11.2013. Εξάλλου, η δεύτερη ανακόπτουσα, με την ιδιότητα της τρίτης, που νέμεται με νόμιμο τίτλο τα με ΚΑΕΚ …….. και ………… ενυπόθηκα ακίνητα, υπόκειται στην εμπράγματη (υποθηκική) αγωγή που ασκήθηκε σε βάρος της με την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης επί του δικαιώματος ψιλής κυριότητας των παραπάνω ακινήτων. Αντίθετα, επειδή η ίδια δεν ευθύνεται προσωπικά για την απαίτηση που πηγάζει από την παραπάνω αναφερόμενη σύμβαση πίστωσης και τις πρόσθετες πράξεις της, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά από την καθ’ ης (άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ), δεν υπόκειται σε αναγκαστική εκτέλεση επί του δικαιώματος ψιλής κυριότητας των παραπάνω αναφερόμενων υπό στοιχεία γ’, δ’ και ε’ αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών – διαμερισμάτων του δεύτερου, τρίτου και τέταρτου πάνω από το ισόγειο ορόφων, αντίστοιχα, που φέρουν ΚΑΕΚ ………….., ………….. και ……… Με βάση τις παραδοχές αυτές, ο έκτος λόγος της ανακοπής, κατά το εν λόγω σκέλος έγινε δεκτός και, ως ουσιαστικά βάσιμος, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ακυρώθηκε εν μέρει η προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση, ως προς την δεύτερη ανακόπτουσα, αναφορικά με το κατασχεθέν δικαίωμα ψιλής κυριότητας της επί των αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών του δευτέρου, τρίτου και τέταρτου πάνω από το ισόγειο ορόφων της ανωτέρω οικοδομής, κατά το απρόσβλητο κεφάλαιο της εκκαλουμένης.

VIII. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 630 εδ.δ΄και ε΄ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, που δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνον τίτλος εκτελεστός (άρθρ. 631 και 904 παρ. 1ε ΚΠολΔ), δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός σ’ αυτή προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο που αυτή απλώς να εξατομικεύεται και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα της, δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών που την συγκροτούν (ΑΠ1006/2022, ΑΠ 168/2021, ΑΠ 330/2012). Η αναφορά, ειδικότερα, στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος, είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση, όταν από τον τίτλο προκύπτει αυτή κατά ποσό και ποιόν (ΑΠ 1369/2022, ΑΠ 196/2020, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1202/2018, ΑΠ 1349/2013). Εκκαθαρισμένη είναι επίσης η χρηματική απαίτηση και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με την διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 852/2023, ΑΠ 1048/2022, ΑΠ1016/2018, 1543/2014). Το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων, συμβατικών και υπερημερίας, δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, αλλά μπορεί να εξαχθεί και από τα επισυναπτόμενα για την έκδοση της έγγραφα (ΑΠ 852/2023, ΑΠ 1006/2022, ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 196/2020, ΑΠ 1202/2018). Επίσης, ούτε και το ακριβές ποσό των οποιωνδήποτε τόκων είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται (ΑΠ 674/2020, ΑΠ 1071/2017 ΑΠ 330/2012), αλλά αρκεί στο ποσό να προστίθενται, αν υπάρχει σχετικό αίτημα και οι τόκοι, όχι όμως με συνυπολογισμό του ορισμένου ποσού αυτών, αλλά με την προσθήκη της λέξεως “νομιμότοκα” και προσδιορισμό του είδους του επιτοκίου, δηλαδή αν πρόκειται για συμβατικό ή νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας, καθώς και του χρόνου έναρξης της τοκοφορίας (ΑΠ 852/2023, ΑΠ 1048/2022).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 924, 904, 916, 918 και 919 επ. ΚπολΔ, συνάγεται ότι η επιταγή προς πληρωμή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή προς πληρωμή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ’ αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου κάτω από το οποίο συντάσσεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυριστεί και αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή των εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων (ΑΠ 959/2019, ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 1996.102). Το ποσό των τόκων δεν χρειάζεται να προσδιορίζεται στην επιταγή προς πληρωμή, αφού το μεν ποσοστό του επιτοκίου ορίζεται από το νόμο ή τη σύμβαση, το δε ποσό των τόκων που θα καταβληθεί μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, βάσει του ποσοστού αυτού και του χρονικού διαστήματος που θα έχει παρέλθει μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης της επιταγής (ΕφΠειρ 189/2021, ΕφΠειρ 217/2020). Αν η επιταγή δεν περιέχει τα ως άνω στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα που κηρύσσεται από το Δικαστήριο, εφόσον, κατά την κρίση του, προκαλείται από την αοριστία της επιταγής στον οφειλέτη δικονομική βλάβη, η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας [Γέσιου – Φαλτσή Π., Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, 2η έκδοση, 2017, §29.111, σελ. 497, αριθ. 8, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Μάζη), Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδοση 2021, άρθρο 924, αριθ. 7, σελ. 157].

Εξάλλου, σε περίπτωση διαταγής πληρωμής για το υπόλοιπο καταγγελθείσας σύμβασης δανείου, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του δανειολήπτη προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της, ο δανειολήπτης έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή, κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ή του 933 ΚΠολΔ, στην περίπτωση δε αυτή φέρει και το βάρος των σχετικών αντιθέτων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο αποδείξεως (ΑΠ 313/2021, ΑΠ 387/2020, ΑΠ 368/2019). Επομένως, για το ορισμένο του λόγου ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής και της απαίτησης, δεν αρκεί η γενική άρνηση της ορθότητας του τηρηθέντος για τη σύμβαση λογαριασμού, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται τα κατ’ ιδίαν αμφισβητούμενα κονδύλια ώστε αν κριθεί βάσιμος ο σχετικός λόγος της ανακοπής να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής κατά το αντίστοιχο ποσό (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 999/2019).

Με τον έβδομο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες πλήττουν την εκκαλουμένη για την απόρριψη του όγδοου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο προβάλλουν την ακυρότητα των προσβαλλόμενων επιταγών προς πληρωμή, ένεκα αοριστίας, που οφείλεται στην αδυναμία προσδιορισμού του ύψους του επιτασσομένου κεφαλαίου και των τόκων υπερημερίας, αφού με την από 20.5.2022 προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή ο πρώτος ανακόπτων επιτάσσεται να καταβάλει το ποσό των 1.112.165,63 ευρώ «όπως έχει επιταχθεί με την από 12.4.2021 επιταγή, η οποία επιδόθηκε την 16.4.2021 στον καθ’ ου και συντάχθηκε η υπ’ αριθ….. Γ έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …………., πλέον τόκων και εξόδων από 19.9.2012, με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, όπως έχει διαταχθεί με την υπ’ αριθ. 170/2013 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 306/2013 διορθωτική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου», πλην όμως το επιδικασθέν κεφάλαιο με βάση τον εκτελεστό τίτλο ανέρχεται στο ποσό των 1.089.869,63 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας από 19.9.2012 στα όρια της Πράξεως του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος ………/30.7.1996, πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων τόκων, ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο, ενώ δεν έχει αφαιρεθεί από το επιτασσόμενο ποσό το επιτευχθέν πλειστηρίασμα, ύψους 273.501 ευρώ, κατά τον διενεργηθέντα έτερο πλειστηριασμό, ομοίως με επίσπευση της καθ’ης η ανακοπή και με βάση τον ίδιο εκτελεστό τίτλο για μέρος της επιτασσομένης απαίτησης, σε βάρος της ετερόρρυθμης εταιρείας «………….», με την ιδιότητα της συνεγγυήτριας, επί του κατασχεθέντος ακινήτου της με την υπ’αριθμ……./2021 έκθεση κατάσχεσης για ποσό 100.000 ευρώ, περαιτέρω δε ουδόλως προσδιορίζεται στον εκτελεστό τίτλο, ούτε στις προσβαλλόμενες επιταγές προς εκτέλεση, το επιτόκιο υπερημερίας, που ισχύει μετά την καταγγελία της σύμβασης πίστωσης, μήτε προσδιορίζεται το οφειλόμενο ποσό των τόκων υπερημερίας και σε κάθε περίπτωση ο υπολογισμός τους καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής, αφού δεν μπορεί να ανευρεθεί η βάση αναφοράς του, ήτοι το συμβατικό επιτόκιο, που ίσχυε κατά την διάρκεια της σύμβασης και των πρόσθετων αυτής πράξεων, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει με σαφήνεια η απαίτηση της εφεσίβλητης, η οποία έτσι καθίσταται αβέβαιη και ανεκκαθάριστη.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο ο κρινόμενος λόγος, ενόψει των ρηθέντων στην οικεία μείζονα σκέψη, τυγχάνει απορριπτέος, ως μη ερειδόμενος στον νόμο, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση, που η έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής έγινε με βάση το κατάλοιπο του κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και των καθ’ων η αίτηση, πιστούχου και εγγυητών, μεταξύ των οποίων και του πρώτου ανακόπτοντος, ο οποίος (λογαριασμός) κατά ρητό συμβατικό όρο αποτελούσε πλήρη απόδειξη για το ύψος της απαίτησης κατά το οριστικό κλείσιμο του, ούτε στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής ήταν απαραίτητο να αναφέρεται το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων, συμβατικών και υπερημερίας, ούτε αποτελούσε τούτο αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, μήτε των ανακοπτομένων επιταγών προς εκτέλεση, ωστόσο μπορεί ευχερώς να εξαχθεί με τους κατάλληλους μαθηματικούς υπολογισμούς, με βάση τα περιεχόμενα στην αίτηση προς έκδοση της διαταγής πληρωμής στοιχεία και τα επισυναπτόμενα σ’ αυτήν  απαιτούμενα έγγραφα. Επίσης, ούτε και το ακριβές ποσό των τόκων υπερημερίας ήταν αναγκαίο να προσδιορίζεται, στον εκτελεστό τίτλο, μήτε στις προσβαλλόμενες επιταγές προς εκτέλεση, αλλά αρκεί η αναφορά του επιδικασθέντος κεφαλαίου των 1.089.869,63 ευρώ, ως τοκοφόρου, με μνεία της έναρξης της τοκοφορίας από την επομένη κλεισίματος του αλληλόχρεου λογαριασμού (19.9.2012) και με προσδιορισμό του είδους του επιτοκίου, δηλαδή ότι εφαρμόζεται το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, περιλαμβανομένης ρητά της διάταξης «πλέον τόκων υπερημερίας από 19.9.2012 στα όρια της Πράξεως του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος ……./30.7.1996, πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων τόκων, ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο». Σημειωτέον, ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου μόνου παράγραφος 1 της ανωτέρω Πράξεως του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Α΄171/1996), το επιτόκιο υπερημερίας, που εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, επί οφειλών από δάνεια, τα οποία συνάπτονται ή ανανεώνονται από 1.8.1996 και εφεξής, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το προβλεπόμενο στην οικεία σύμβαση επιτόκιο ενήμερης οφειλής περισσότερο από 2,5% ετησίως. Άλλωστε, με βάση τα ιστορούμενα με τον λόγο της ανακοπής, το συμβατικό επιτόκιο συμφωνήθηκε κυμαινόμενο, με βάση προκαθορισμένα κριτήρια και τις οριζόμενες προσαυξήσεις, κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στην σύμβαση πίστωσης και τις πρόσθετες αυτής πράξεις, ούτως ώστε να καθίσταται εφικτός ο υπολογισμός του.

Περαιτέρω, δεν δημιουργείται σύγχυση, ούτε αοριστία, μήτε υπέρβαση της εκτελούμενης απαίτησης, ως αβασίμως διατείνονται οι ανακόπτοντες, από το επιτασσόμενο με την από 20.5.2022 επιταγή προς πληρωμή ποσό των 1.112.165,63 ευρώ, αφού διευκρινίζεται ότι τούτο είχε επιταχθεί με την από 12.4.2021 επιταγή, η οποία επιδόθηκε την 16.4.2021 στον καθ’ ου η εκτέλεση – πρώτο ανακόπτοντα και δικαιοπάροχο της δεύτερης ανακόπτουσας, που υπόκειται στην εκτέλεση, όσον αφορά τα ενυπόθηκα διαμερίσματα, που της ανήκουν κατά ψιλή κυριότητα, περιλαμβάνει δε τα δικαστικά έξοδα της έκδοσης της διαταγής πληρωμής εκ 22.000 ευρώ, καθώς και τα έξοδα έκδοσης του απογράφου και σύνταξης και επίδοσης εκείνης της επιταγής, ενώ ρητά ομοίως διαλαμβάνεται στις επίμαχες επιταγές ότι ισχύει το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας με έναρξη της τοκοφορίας από 19.9.2012 (παρεκτός βέβαια του ποσού των δικαστικών εξόδων της διαταγής πληρωμής και των λοιπών, ως άνω, εξόδων επίσπευσης εκτέλεσης με την από 12.4.2021 επιταγή προς πληρωμή, που επιβαρύνονται με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση αυτής, πλην όμως δεν προσβάλλεται ειδικά το συγκεκριμένο κονδύλι με λόγο ανακοπής) και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, όπως έχει διαταχθεί με την υπ’αριθ.170/2013 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 306/2013 διορθωτική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, ούτως ώστε να μην καταλείπεται ουδεμία αοριστία.

Όσον αφορά την επικαλούμενη για το ορισμένο των ένδικων επιταγών προς πληρωμή ανάγκη αφαίρεσης από το επιτασσόμενο ποσό του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος με τον πλειστηριασμό του ακινήτου, ιδιοκτησίας της συνεγγυήτριας ανωτέρω εταιρίας, δεν ερείδεται στον νόμο, διότι η απόσβεση μέρους της απαίτησης δεν συνεπάγεται ακυρότητα της επιταγής προς πληρωμή για το πράγματι οφειλόμενο ποσό, αφού τόσο οι καταβολές του οφειλέτη ή άλλων εις ολόκληρον ευθυνόμενων συνοφειλετών όσο και άλλοι λόγοι απόσβεσης της ενοχής, δεν αποτελούν στοιχείο του περιεχομένου της επιταγής προς πληρωμή, αναγκαίο για το κύρος της, αλλά βάση ένστασης (ΕφΠειρ 585/2022).

Ενόψει των ανωτέρω, δεν θεμελιώνεται στα επικαλούμενα περιστατικά ακυρότητα των προσβαλλομένων επιταγών προς πληρωμή, ένεκα αοριστίας, ούτε η εκτελούμενη απαίτηση παρίσταται μη βέβαιη και μη εκκαθαρισμένη, απορριπτομένων των αντίθετων αιτιάσεων που διαλαμβάνονται στον κρινόμενο λόγο ανακοπής και επαναφέρονται με τον έβδομο λόγο της έφεσης, ως αβασίμων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε σε όμοια κρίση, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και συνεπώς, ο έβδομος λόγος της ένδικης έφεσης, που αντίθετα αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

IX. Κατά το άρθρο 918 παρ. 1 ΚΠολΔ, «Αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να γίνει μόνο βάσει αντιγράφου του εκτελεστού τίτλου που έχει τον εκτελεστήριο τύπο (απόγραφο). Ο εκτελεστήριος τύπος συνίσταται στην έκδοσή του στο όνομα του ελληνικού λαού και στη διαταγή προς όλα τα αρμόδια όργανα να εκτελέσουν τον τίτλο». Από την παραπάνω διάταξη σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 904 ΚπολΔ, συνάγεται ότι η περιαφή του εκτελεστήριου τύπου γίνεται επί του εκτελεστού τίτλου.

Στην προκειμένη περίπτωση με τον δέκατο έκτο λόγο της ανακοπής, με επίκληση του άρθρου 918 ΚΠολΔ, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος των ανακοπτόντων με τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης πάσχει από ακυρότητα, διότι η υπ’ αριθ. 306/2013 απόφαση του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διορθώθηκε η υπ’ αριθ. …../2013 διαταγή πληρωμής, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο για την επισπευδόμενη εκτέλεση, έπρεπε, επίσης, να έχει περιβληθεί τον εκτελεστήριο τύπο, αφού δεν αρκούσε η περιαφή του εκτελεστήριου τύπου επί της ως άνω διαταγής πληρωμής. Με τέτοιο περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, διότι η απόφαση με την οποία διορθώνεται διαταγή πληρωμής, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 315 ΚΠολΔ, δεν έχει αυτοτέλεια, αποτελεί τμήμα της υπό διόρθωση διαταγής πληρωμής (ΑΠ 1123/2022), κατ’ εφαρμογή δε του εν λόγω κανόνα, η διορθωτική απόφαση σημειώνεται με επιμέλεια της γραμματείας στο πρωτότυπο της διαταγής πληρωμής, που διορθώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 320 ΚπολΔ, όπως έγινε και στην προκειμένη περίπτωση και δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο, αυτή καθεαυτή η απόφαση περί διόρθωσης, ώστε να περιβληθεί τον εκτελεστήριο τύπο, μήτε τούτο απαιτείται για να καταστεί εκτελεστή η διαταγή πληρωμής, ως αβασίμως διατείνονται οι ανακόπτοντες. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του δέκατου πέμπτου λόγου της έφεσης περί έλλειψης περιαφής του εκτελεστού τίτλου με τον εκτελεστήριο τύπο (απόγραφο), ως ουσιαστικά αβασίμου.

X. Σύμφωνα με το άρθρο 995 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 77 Ν.4842/2021 (ΦΕΚ Α 190), προκειμένου για ακίνητα, αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται μόλις περατωθεί η κατάσχεση στον καθ` ου η εκτέλεση, αν ήταν παρών, και, αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο που του επιδίδεται, ο επιμελητής συντάσσει έκθεση για την άρνηση του. Αν είναι απών ή δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου, η επίδοση γίνεται το αργότερο την επομένη της ημέρας που έγινε η κατάσχεση, εφόσον εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση, διαφορετικά μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάσχεση. Η παράλειψη των διατυπώσεων αυτών επιφέρει ακυρότητα της κατάσχεσης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η επίδοση της κατασχετήριας έκθεσης πρέπει να γίνει στον παρόντα καθ` ου η κατάσχεση και όχι στους συγγενείς ή συνοίκους ή στους δυνάμενους να παραλαμβάνουν κοινοποιούμενα δικόγραφα υπαλλήλους. Η παρουσία των τελευταίων προσώπων δεν σημαίνει και παρουσία του καθ` ου η εκτέλεση. Αυτός είναι παρών, όταν αυτοπροσώπως παρευρίσκεται. Αν ο καθ` ου η εκτέλεση είναι απών κατά την κατάσχεση, η επίδοση πρέπει να γίνει όπως ορίζουν οι ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 145 ΚΠολΔ. Οι διατυπώσεις αυτές επιβάλλονται με ποινή ακυρότητας της κατάσχεσης (αρθρ. 955 παρ. 1 εδ. δ` και 995 παρ.1 εδ. γ` ΚΠολΔ), εξαιτίας της σπουδαιότητας που αποδίδει στην τήρηση τους ο νομοθέτης. Ειδικότερα, η παράλειψη ή το εκπρόθεσμο των διατυπώσεων των παρ.1, 2 και 3 του άρθρου 995 ΚΠολΔ, λχ. η μη επίδοση ή η εκπρόθεσμη επίδοση του αντιγράφου της εκθέσεως κατάσχεσης, στα αναφερόμενα πρόσωπα, έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της κατάσχεσης και  θεμελιώνεται λόγος ανακοπής της διάταξης του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ανεξάρτητα από την επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης (ΑΠ 1255/2020, ΕφΠειρ 252/2024, ΕφΠειρ 181/2024, ΕφΑθ 55/2024, δημ.TNΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΙωαν 525/2023 ΤΝΠ ΔΣΑ, Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη σε Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας 2, Ερμηνεία ΚΠολΔ 2021, άρθρο 995 ΚΠολΔ, αρ. 3, Ορφανίδης σε Κεραμεύς, ΕρμΚΠολΔ 2000, άρθρο 159 ΚΠολΔ, παρ. 8, 9 σελ. 380, Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙ, Ειδικό Μέρος, Γ΄ Έκδοση, σελ. 252 επ).

Με τον δέκατο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, που επαναφέρεται με τον ένατο λόγο της έφεσης, που πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη του, οι ανακόπτοντες-εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι είναι ανυπόσταστη, άλλως άκυρη, η επίδοση της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, στον καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη, πρώτο ανακόπτοντα, καθώς ενώ κατά τη συντέλεση της κατάσχεσης αυτός ήταν απών, η επίδοση του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης δεν έγινε σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 995 παρ. 1 ΚΠολΔ, αλλά επιδόθηκε για λογαριασμό του στην καθ’ου η εκτέλεση, θυγατέρα του, δεύτερη ανακόπτουσα και μάλιστα εσφαλμένα, ως σύνοικο του, ενώ διαμένει σε έτερο διαμέρισμα. Ο κρινόμενος λόγος ανακοπής είναι ορισμένος, απορριπτόμενων των αντίθετων ισχυρισμών της καθ` ης η ανακοπή και νόμιμος, ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 995 παρ. 1 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι κατά την επιβολή της κατάσχεσης, δυνάμει της προσβαλλόμενης υπ’αριθ……./31.5.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, της δικαστικής επιμελήτριας, ……, από την καθ’ης η ανακοπή-εφεσίβλητη, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των απαιτήσεων, που μεταβιβάσθηκαν, λόγω τιτλοποίησης, από την τράπεζα «…….» στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….», δικαιούχο της εκτελούμενης απαίτησης, επί του δικαιώματος ψιλής κυριότητας κατά ποσοστό 100% της δεύτερης ανακόπτουσας των ενυπόθηκων οριζόντιων ιδιοκτησιών του ισογείου και του πρώτου ορόφου και επί του δικαιώματος επικαρπίας κατά ποσοστό 100% του πρώτου ανακόπτοντος των ίδιων οριζόντιων ιδιοκτησιών, καθώς και των μη ενυπόθηκων διαμερισμάτων του δευτέρου, τρίτου, και τέταρτου ορόφων, της κειμένης στον Πειραιά, στη θέση «… ή …», επί της οδού …….. οικοδομής, οι καθ’ων η εκτέλεση, ανακόπτοντες, ήταν απόντες. Ακολούθως, ο δικαστικός επιμελητής του Εφετείου Αθηνών, διορισμένος στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., κατόπιν νόμιμης παραγγελίας της επί της εκτελέσεως ορισμένης δικαστικής επιμελήτριας, ……… (άρθρο 26 ν.2318/1995 «Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών», για την ανάθεση πράξης εκτελεστικής διαδικασίας σε άλλο δικαστικό επιμελητή), δεδομένου ότι οι καθ’ων η εκτέλεση έχουν την κατοικία τους στον ίδιο Δήμο, όπου έγινε η κατάσχεση, επέδωσε ακριβές αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης την επόμενη ημέρα στην δεύτερη ανακόπτουσα ατομικά για τον εαυτό της και για λογαριασμό του πρώτου ανακόπτοντος πατέρα της, φερόμενη ως σύνοικος, επειδή δεν τον βρήκε στην κατοικία του στην ανωτέρω διεύθυνση, συντασσομένων των  υπ’αριθμ…… και …./1.6.2022 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………., αντίστοιχα. Η διενεργούμενη με αυτόν τον τρόπο επίδοση του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στον καθ’ου οφειλέτη, πρώτο ανακόπτοντα, πάσχει από έλλειψη στοιχείου του πραγματικού του άρθρου 995 παρ.1 ΚΠολΔ, που απαιτεί να γίνει στον ίδιο προσωπικά και δεν μπορεί να γίνει σε σύνοικο ή συγγενή του και ως ειδικότερη ρύθμιση για την επίδοση του αντιγράφου της εκθέσεως κατασχέσεως, υπερισχύει των όσων προβλέπουν οι γενικές διατάξεις του άρθρου 128 ΚΠολΔ για την επίδοση σε περίπτωση απουσίας του παραλήπτη, προκειμένου να διασφαλιστεί η ενημέρωση του καθ` ου η εκτέλεση περί της εναντίον του κινηθείσας διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης και της κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας του. Ενόψει τούτων, η διενεργούμενη επίδοση της κατασχετήριας έκθεσης σε τρίτο πρόσωπο και όχι στον ίδιο προσωπικά τον καθ’ου η εκτέλεση, οφειλέτη, εξομοιώνεται με ανυπαρξία επίδοσης και την καθιστά ανυπόστατη και συνεπώς, επιφέρει την ακυρότητα της επιβληθείσας κατάσχεσης, ως προς τον πρώτο ανακόπτοντα, κατά μερική παραδοχή του δέκατου λόγου της ανακοπής, ως ουσιαστικά βασίμου.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον κρινόμενο λόγο, ως απαράδεκτο, ένεκα αοριστίας, για τον λόγο ότι δεν γίνεται επίκληση δικονομικής βλάβης, κατά το άρθρο 159 αριθ. 3 ΚπολΔ, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει, κατά παραδοχή του ένατου λόγου της έφεσης, ως ουσιαστικά βασίμου, να ακυρωθεί η προσβαλλομένη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, ως προς τον πρώτο ανακόπτοντα.

XI. Με τον δέκατο τρίτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται για την απόρριψη του δέκατου τέταρτου λόγου της ανακοπής τους για την ακυρότητα των προσβαλλομένων επιταγών προς πληρωμή, λόγω απαραδέκτου αιτήματος της επισπεύδουσας για την καταβολή του επιτασσόμενου ποσού στην δικαιούχο της απαίτησης αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού και όχι αποκλειστικά στην ίδια, που προκαλεί αοριστία, ως προς το πρόσωπο που δικαιούται να εισπράξει και εντεύθεν βλάβη τους.

Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως την ενδελεχή επισκόπηση του περιεχομένου των προσβαλλομένων επιταγών προς πληρωμή, δεν καταλείπεται ουδεμία αοριστία ότι η επισπεύδουσα καθ’ης η ανακοπή-εφεσίβλητη ενεργεί με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των απαιτήσεων της δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού και ως εντολοδόχος, ειδική πληρεξουσία, αντιπρόσωπος και αντίκλητος, για την είσπραξη της επιτασσόμενης απαιτήσεως της σε βάρος εκάστου των ανακοπτόντων, του μεν πρώτου ως αυτοφειλέτη με την ιδιότητα του συνεγγυητή στην σύμβαση πίστωσης, που είχε συναφθεί με την δικαιοπάροχο της τραπεζική εταιρεία, της δε δεύτερης, ως τρίτης, ψιλής κυρίας των δύο ενυπόθηκων οριζόντιων ιδιοκτησιών εκ των κατασχεθέντων, άλλως την ικανοποίηση αυτής με αναγκαστική εκτέλεση. Ομοίως δεν καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία ως προς το δικαίωμα είσπραξης των επιτασσομένων αντίστοιχα ποσών από την επισπεύδουσα, μέσω του ορισμένου αντικλήτου της, πληρεξουσίου δικηγόρου, που συνέταξε τις προσβαλλόμενες επιταγές προς εκτέλεση, για λογαριασμό της δικαιούχου της απαίτησης αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών των ανακοπτόντων για αοριστία του δικαιούμενου προς είσπραξη και δεκτικού καταβολής των επιτασσόμενων ποσών με κίνδυνο βλάβης τους, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που  κατέληξε στο ίδιο πόρισμα, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚπολΔ), ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε τον νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του δέκατου τρίτου λόγου της έφεσης, ως ουσιαστικά αβασίμου.

XII. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 995παρ.4 ΚΠολΔ, με τις οποίες ορίζονται οι διατυπώσεις που αποτελούν την αναγκαία προδικασία του πλειστηριασμού, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, και η κατάθεση από τον δικαστικό επιμελητή στον υπάλληλο του πλειστηριασμού του εκτελεστού τίτλου, της έκθεσης επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, της κατασχετήριας έκθεσης, καθώς και των εκθέσεων επίδοσης της προς τον οφειλέτη, τον τρίτο κύριο ή νομέα και τον υποθηκοφύλακα, του πιστοποιητικού βαρών, καθώς και, σε έντυπη και ψηφιακή μορφή, της έκθεσης εκτίμησης του πιστοποιημένου εκτιμητή του π.δ. 59/2016, ενώ για την κατάθεση των παραπάνω εγγράφων προβλέπεται η σύνταξη σχετικής έκθεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Παρά τη γραμματική διατύπωση του έκτου εδαφίου «Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των προηγούμενων εδαφίων, διαφορετικά είναι άκυρος», πρέπει να γίνει δεκτό, σύμφωνα και με τη θεμελιώδη διάκριση που επικράτησε στη νομολογία υπό το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε και πριν την εισαγωγή του Ν. 4335/2015, ότι μόνο η παντελής (πλήρης) παράλειψη των παραπάνω προβλεπόμενων διατυπώσεων ή η εκπρόθεσμη τήρηση τους προκαλεί απόλυτη ακυρότητα, με βάση το άρθρο 159 αριθ. 1 ΚΠολΔ, η οποία απαγγέλλεται μέσω της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, που ασκείται εντός της οριζόμενης με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 στοιχ. β’ του ίδιου Κώδικα προθεσμίας, δηλαδή ασκείται εντός εξήντα ημερών από την μεταγραφή περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης. Αντίθετα, αν πραγματοποιηθούν εμπρόθεσμα οι παραπάνω προβλεπόμενες διατυπώσεις της προδικασίας του πλειστηριασμού, αλλά αυτές πάσχουν από ελαττώματα, ελλείψεις ή πλημμέλειες, τότε οι ίδιες αυτές πράξεις προσβάλλονται με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, με επίκληση δικονομικής βλάβης (άρθρο 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ), εντός της οριζόμενης με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 στοιχ. α’ εδ. α’ του ίδιου Κώδικα προθεσμίας, δηλαδή μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης (Νίκα Ν., Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Β’ τόμος, 2ι έκδοση, 2018, §43, αριθ. 39, σελ. 259 – 260, με τις εκεί νομολογιακές παραπομπές με αριθ. υποσημ. 120, Γέσιου – Φαλτσή Π., Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙα, Ειδικό Μέρος, Γ’ έκδοση, 2018, §59, αριθ. 60, σελ. 490, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη), Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2ι έκδοση, 2021, άρθρο 995, αριθ. 10, σελ. 860).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον δέκατο τέταρτο λόγο της έφεσης πλήττεται η εκκαλουμένη για την απόρριψη του δέκατου  πέμπτου λόγου της ανακοπής, αναφορικά με την ακυρότητα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, λόγω της παράλειψης κατάθεσης στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, των νομιμοποιητικών εγγράφων της επισπεύδουσας, ως διαχειρίστριας της δικαιούχου της απαίτησης, κατά παράβαση του άρθρου 995παρ.4 ΚπολΔ.

Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως την επισκόπηση της υπ’αριθμ……/17.6.2022 συμβολαιογραφικής πράξης  κατάθεσης εγγράφων πλειστηριασμού, αποδεικνύεται εναργώς ότι έχουν κατατεθεί στην υπάλληλο του πλειστηριασμού τα σχετικά έγγραφα, που απαιτούνται  για  την νόμιμη επίσπευση του, κατ’ άρθρο 995 παρ. 4 ΚΠολΔ, τα δε έγγραφα, που νομιμοποιούν την επισπεύδουσα, ως διαχειρίστρια της δικαιούχου της απαίτησης ανωτέρω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, είχαν επιδοθεί νομότυπα, κατ’άρθρο 925ΚπολΔ, στους ανακόπτοντες με τις προσβαλλόμενες από 20.5.2022 και 23.5.2022 αντίστοιχα επιταγές προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου του εκτελεστού τίτλου της υπ’αριθμ……/2013 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως διορθώθηκε με την υπ’αριθμ.306/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και διαλαμβάνονται αναλυτικά στο περιεχόμενο τους, που με την νόμιμη κοινοποίηση τους προς τους καθ’ων η εκτέλεση, ανακόπτοντες, κατατέθηκαν προσηκόντως στην υπάλληλο του πλειστηριασμού και μνημονεύονται στην οικεία συμβολαιογραφική πράξη και δεν απαιτείτο η κατάθεση των νομιμοποιητικών εγγράφων αυτούσιων στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, ούτε αυτό συνιστά διενέργεια του πλειστηριασμού, άνευ απόδειξης της σχετικής νομιμοποίησης της επισπεύδουσας, μήτε καθιστά άκυρες τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, ως αβασίμως ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον κρινόμενο λόγο ανακοπής, αν και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του δέκατου τετάρτου λόγου της έφεσης, που αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβασίμου.

XIII. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 851 ΑΚ «Ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή και ιδίως για τις συνέπειες του πταίσματος ή της υπερημερίας του πρωτοφειλέτη», κατά δε το άρθρο 855 του ίδιου Κώδικα «Ο εγγυητής έχει δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής, ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη (ένσταση δίζησης)», ενώ κατά το άρθρο 857 αριθ. 1 ΑΚ «Ο εγγυητής δεν έχει την ένσταση της δίζησης: 1. Αν παραιτήθηκε απ’ αυτήν και ιδίως αν εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης». Η ύπαρξη όρου περιεχομένου σε σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό μεταξύ τράπεζας και εγγυητή, κατά τον οποίο ο συμβαλλόμενος εγγυητής δηλώνει ότι παραιτείται από το ευεργέτημα (ένσταση της διζήσεως), ευθυνόμενος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ως αυτοφειλέτης, απηχεί το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 857 ΑΚ, και κατά συνέπεια, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλόμενων μερών, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου (ΑΠ 1087/2019). Εξάλλου, κατά το άρθρο 482 του ίδιου Κώδικα «σε περίπτωση οφειλής εις ολόκληρον ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή κατά την προτίμηση του από οποιονδήποτε συνοφειλέτη είτε ολικά είτε μερικά. Έως την καταβολή ολόκληρης της παροχής παραμένουν υπόχρεοι όλοι οι οφειλέτες». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 482 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 481, 483, 487, 488 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι επί παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, η οποία προϋποθέτει ενότητα της υποχρέωσης προς παροχή, όχι όμως και ταυτότητα του παραγωγικού λόγου των κατ’ ιδίαν ενοχών, καθιερώνεται δικαίωμα του δανειστή, κατά τη νομικώς ανέλεγκτη και απολύτως ελεύθερη (κατ’ αρέσκειαν) κρίση του, να στραφεί εναντίον οποιουδήποτε από τους εις ολόκληρον οφειλέτες για μέρος ή για το σύνολο της οφειλής, συγχρόνως ή διαδοχικώς, χωρίς να μπορεί να αποκρουσθεί με την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος λόγω διαφοροποιήσεων στην περιουσιακή κατάσταση των συνοφειλετών, αφού ο νόμος απέβλεψε στην ταχεία ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή, εκτός αν συντρέχουν εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις υπέρβασης των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος του δανειστή (ΑΠ 871/2010). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1297 ΑΚ «Αν δοθεί υποθήκη για εξασφάλιση εγγύησης, ο τρίτος κύριος ή νομέας του ενυπόθηκου κτήματος έχει δικαίωμα να απαιτήσει να εναχθεί πρώτα ο πρωτοφειλέτης. Εξαιρείται η περίπτωση που ο εγγυητής είναι πρωτοφειλέτης». Από την παραπάνω διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1257, 1258, 1265, 1268, 1291,1292, 1295 ΑΚ και 993 παρ. 1 εδ. β’ ΚπολΔ, προκύπτει ότι ο τρίτος κύριος ακινήτου σε βάρος του οποίου ασκείται η εμπράγματη υποθηκική αγωγή δεν έχει την ένσταση διζήσεως, δεν δικαιούται δηλαδή να ζητήσει από τον ενυπόθηκο δανειστή να στραφεί πρώτα κατά της περιουσίας του προσωπικού οφειλέτη ή του τυχόν εγγυητή ή με την υποθηκική αγωγή κατά τυχόν άλλου ενυπόθηκου οφειλέτη να προβάλει την ένσταση διζήσεως, δηλαδή να ζητήσει να εναχθεί πρώτα ο πρωτοφειλέτης. Τούτο δεν ισχύει όταν η απαίτηση του δανειστή εξασφαλίζεται με εγγύηση και η υποθήκη στο ακίνητο του τρίτου κυρίου παραχωρήθηκε για την εξασφάλιση όχι της κύριας οφειλής, αλλά της παρεπόμενης οφειλής του εγγυητή. Στην περίπτωση αυτή μπορεί ο τρίτος κύριος -είτε είναι ο ίδιος εγγυητής είτε όχι- να προβάλει κατά του ενυπόθηκου δανειστή την ένσταση διζήσεως, ζητώντας από αυτόν να στραφεί πρώτα κατά της περιουσίας του πρωτοφειλέτη. Αν όμως ο εγγυητής ευθύνεται ως πρωτοφειλέτης, επειδή συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 857 ΑΚ, δεν έχει την ένσταση διζήσεως ούτε ο εγγυητής, ούτε ο τρίτος κύριος του ενυπόθηκου (Γεωργιάδη Α., Εμπράγματο Δίκαιο, 21 έκδοση, 2010, §86, αριθ. 40, σελ. 1069).

Με τον δέκατο ένατο λόγο της έφεσης, οι ανακόπτοντες, επαναφέρουν τον πρώτο πρόσθετο λόγο της ανακοπής τους,  επικαλούμενοι ότι ο όρος της σύμβασης πίστωσης, με τον οποίο ο πρώτος ανακόπτων συμβαλλόμενος, ως εγγυητής, παραιτήθηκε από την ένσταση διζήσεως, ευθυνόμενος, ως αυτοφειλέτης, είναι άκυρος, ως καταχρηστικός ΓΟΣ, με αποτέλεσμα η καθ’ ης να επισπεύδει καταχρηστικά σε βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση προτού εναγάγει την πρωτοφειλέτρια πιστούχο εταιρεία και κατά παράβαση του άρθρου 1297 ΑΚ, ως προς την δεύτερη ανακόπτουσα, που προβάλει την ένσταση διζήσεως.

Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι ο πρώτος ανακόπτων, εγγυήθηκε υπέρ της πρωτοφειλέτριας πιστούχου εταιρίας «……………», την τήρηση των όρων της σύμβασης πίστωσης και παραιτήθηκε από την ένσταση διζήσεως.  Ο σχετικός αυτός όρος της σύμβασης, με τον οποίο ο ανακόπτων εγγυητής παραιτήθηκε από την ένσταση διζήσεως, απηχεί κατά περιεχόμενο τη διάταξη του άρθρου 857 ΑΚ, δίχως να εισάγει απόκλιση από αυτήν και χωρίς να τη συμπληρώνει με επιπλέον ρυθμίσεις, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους ανακόπτοντες, ως εκ τούτου, ο όρος αυτός εντάσσεται στους δηλωτικούς όρους της σύμβασης και αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 2251/1994 (ΟλΑΠ 4/2019, ΑΠ 1087/2019), επομένως, δεν νοείται καταχρηστικότητα του σχετικού όρου, όπως υπολαμβάνουν οι ανακόπτοντες.

Εξάλλου, η παράλειψη της καθ’ ης να στραφεί προηγουμένως σε βάρος της πρωτοφειλέτριας πιστούχου εταιρίας, χωρίς την επίκληση και απόδειξη άλλων ιδιαίτερων συνθηκών ή περιστάσεων, δεν συνιστά συμπεριφορά που υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, αφού  ο δανειστής έχει δικαίωμα, κατά τη νομικώς ανέλεγκτη και απολύτως ελεύθερη, κατ’ αρέσκειαν, κρίση του, να στραφεί εναντίον οποιουδήποτε από τους εις ολόκληρον οφειλέτες για μέρος ή για το σύνολο της οφειλής, συγχρόνως ή διαδοχικώς, χωρίς να μπορεί να αποκρουσθεί με την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, εκτός αν συντρέχουν εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις υπέρβασης των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος του δανειστή, που δεν στοιχειοθετούνται στην επίδικη περίπτωση. Όσον αφορά ειδικά την δεύτερη ανακόπτουσα, τρίτη ψιλή κυρία των ενυπόθηκων διαμερισμάτων, η επιλογή της καθ’ ης να ασκήσει σε βάρος της την εμπράγματη υποθηκική αγωγή για την ικανοποίηση της απαίτησης της, αποτελεί ευχέρεια του ενυπόθηκου δανειστή, που της παρέχεται από το νόμο (άρθρο 1291 ΑΚ) και δεν συνοδεύεται από εξαιρετικές περιστάσεις υπέρβασης των αντικειμενικών ορίων του άρθρου 281 ΑΚ. Ενόψει τούτων, απορριπτέα ως μη νόμιμη είναι η ένσταση διζήσεως, την οποία η δεύτερη ανακόπτουσα επιχειρεί να θεμελιώσει στο άρθρο 1297 ΑΚ, αφού σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προπαρατέθηκε, όταν ο εγγυητής ευθύνεται ως πρωτοφειλέτης, περίπτωση που συντρέχει εν προκειμένω, ο τρίτος κύριος του ενυπόθηκου δεν έχει την ένσταση διζήσεως.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον κρινόμενο πρόσθετο λόγο με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚπολΔ), δεν έσφαλε στην ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων των αντίθετων αιτιάσεων που διαλαμβάνονται στον δέκατο ένατο λόγο της έφεσης, ως ουσιαστικά αβασίμων.

XIV. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή, κατ’ουσίαν, η έφεση των ανακοπτόντων – εκκαλούντων, κατά τους βάσιμους αντίστοιχα λόγους της, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών, που αφορούν ομοίως την ακύρωση της αναγκαστικής κατάσχεσης και λόγω της ευδοκίμησης των λόγων αυτών έφεσης, παρέπεται η ουσιαστική βασιμότητα της κρινόμενης αίτησης αναστολής του ορισθέντος στις 19.7.2023 πλειστηριασμού, πλην όμως, δεδομένου ότι η διενέργεια του έχει ανασταλεί με την από 13.7.2023 προσωρινή διαταγή του Δικαστηρίου τούτου, πρέπει αυτή να απορριφθεί, ως άνευ αντικειμένου, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.) και αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν, κατ’ουσίαν, οι από 1.11.2022 πρόσθετοι λόγοι και να γίνει εν μέρει δεκτή, η από 18.7.2022 ανακοπή, ως προς τον εκκληθέντα δέκατο λόγο της και την μερική παραδοχή του έκτου λόγου της, κατά το μη προσβαλλόμενο κεφάλαιο της εκκαλουμένης, ως και ουσιαστικά αβάσιμη και να ακυρωθεί η υπ’αριθμ……../31.5.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …….., ως προς τον πρώτο ανακόπτοντα και μερικώς, ως προς την δεύτερη ανακόπτουσα, κατά το σκέλος που κατασχέθηκε αναγκαστικά το δικαίωμα ψιλής κυριότητας της επί των μη ενυπόθηκων αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών του δεύτερου, τρίτου και τέταρτου πάνω από το ισόγειο ορόφων της εν λόγω οικοδομής, με ΚΑΕΚ ……., ……… και ……… αντίστοιχα, περαιτέρω δε, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στους εκκαλούντες (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και να κατανεμηθούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας μεταξύ τους, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ), να επιβληθεί δε μέρος των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων – εκκαλούντων, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της καθ’ης η ανακοπή – εφεσίβλητης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, την ένδικη έφεση, μετά της αιτήσεως αναστολής εκτέλεσης.

Δέχεται την έφεση, μετά της αιτήσεως αναστολής, τυπικά.

Δέχεται εν μέρει την έφεση κατ’ ουσίαν.

Απορρίπτει την αίτηση αναστολής εκτέλεσης.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος, κατά την άσκηση της έφεσης, παραβόλου στους εκκαλούντες.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.3874/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Κρατεί και συνεκδικάζει την από 18.7.2022 ανακοπή και τους από

1.11.2022 πρόσθετους αυτής λόγους.

Απορρίπτει τους πρόσθετους λόγους.

Δέχεται εν μέρει την ανακοπή.

Ακυρώνει την υπ’αριθμ…../31.5.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……., ως προς τον πρώτο ανακόπτοντα και μερικώς, ως προς την δεύτερη ανακόπτουσα, κατά το σκέλος που κατασχέθηκε αναγκαστικά το δικαίωμα ψιλής κυριότητας της επί των μη ενυπόθηκων αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών του δεύτερου, τρίτου και τέταρτου πάνω από το ισόγειο ορόφων της κειμένης επί της οδού …………, στην θέση … ή … του Δήμου Πειραιά οικοδομής, με ΚΑΕΚ ………, ……….. και ………… αντίστοιχα.

Επιβάλλει στην καθ’ης η ανακοπή – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων – εκκαλούντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των επτακοσίων ευρώ (700 €).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 4.11.2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω μετάθεσης και αποχώρησης της Δικαστού Ελένης Νικολακοπούλου, Εφέτη, αποτελούμενη από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 5 Νοεμβρίου 2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ