ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 526/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, εφέτη, τον οποίο όρισε η πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη γραμματέα, Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «………» (ΑΦΜ …….), πρώην με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «………», η οποία εδρεύει στο …….. Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, την οποίο εκπροσώπησε με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2) η πληρεξούσια δικηγόρος Όλγα Καραθανάση (Εμμανουήλ Τακάκης και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία).
Του εφεσίβλητου: ……….., τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος, Αναστάσιος Γκότσης.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αρ. κατ. ……/2015 ανακοπή και τους με αρ. κατ. ……../2019 πρόσθετους λόγους αυτής κατά της με αρ. …../2015 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της επιταγής προς εκτέλεση αυτής. Το δικαστήριο με την 3021/2020 απόφαση έκανε δεκτό λόγο ανακοπής και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε η εκκαλούσα με την με αρ. κατ. ……/2022 έφεση προς αυτό το δικαστήριο ( αρ. κατ. Εφ. ………/2022), η οποία προσδιορίστηκε (με την 81/2023 πράξη του προέδρου του τριμ συμβ. διοίκ. του Εφετείου Πειραιώς) να συζητηθεί τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επί της με αρ. κατ. ………/2015 ανακοπής και των με αρ. κατ. ……/2019 προσθέτων λόγων αυτής κατά της με αρ. ……/2015 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της επιταγής προς εκτέλεση αυτής, που άσκησε ο εφεσίβλητος εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ………, δημοσιεύθηκε η με αρ. 3021/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτός λόγος ανακοπής και ακυρώθηκε η διαταγή πληρωμής. Εναντίον αυτής της απόφασης η εκκαλούσα εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, ως διαχειρίστρια της επίδικης απαίτησης που τιτλοποιήθηκε και μεταβιβάστηκε – εκχωρήθηκε λόγω πώλησης από την καθ’ ης στην εταιρεία ειδικού σκοπού …………., η οποία και της ανέθεσε τη διαχείριση, άσκησε την ένδικη έφεση. Η έφεση αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2 e-παράβολο ………../2022), απορριπτομένου του ισχυρισμού του εφεσιβλήτου, ότι η εκκαλούσα, στην οποία η διαχείριση από την εταιρεία ειδικού σκοπού αλλά και η εκχώρηση – μεταβίβαση στην τελευταία της επίδικης απαίτησης λόγω πώλησης στα πλαίσια τιτλοποίησης της απαίτησης έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 8, 14 και 16 του Ν. 3156/2003 και όχι δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 2 και 3 του Ν. 4354/2015, δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκεί έφεση, ως μη δικαιούχος διάδικος, αφού η εκκαλούσα, για την οποία δεν αμφισβητείτο ότι ήταν νόμιμα αδειοδοτημένη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων (Ν. 4354/2015), διέθετε πάντοτε εκ του νόμου την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, ανεξάρτητα από το ειδικότερο πλαίσιο με το οποίο συντελέστηκε η μεταβίβαση των υπό διαχείριση πιστώσεων (είτε με βάση τον Ν. 3156/2003 είτε τον Ν. 4354/2015) και, συνεπώς, μπορούσε να προβαίνει στην άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου για την είσπραξη της απαίτησης που διαχειρίζeται (ΟλΑΠ 1/2023 δημ NOMOS). Πρέπει, επομένως, ενόψει του ότι για το παραδεκτό της συζήτησης, αντίγραφο της έφεσης και της κλήσης για συζήτηση αυτής επιδόθηκε στην αναγκαία ομόδικο της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή (βλ. την …/24.8.2022 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμ. ………), η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη έκανε δεκτό σχετικό λόγο ανακοπής συνιστάμενο στο ότι με την από 28.1.2014 εξώδικη δήλωση της καθ’ ης η ανακοπή δανείστριας τράπεζας δεν καταγγέλθηκε το επίδικο δάνειο που είχε λάβει ο εφεσίβλητος ανακόπτων με αποτέλεσμα αυτό να μην καταστεί απαιτητό και να μην δικαιούται η δανείστρια στην υποβολή αίτησης για την έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής, και έτσι ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής και την κάτωθι αυτής επιταγή προς εκτέλεση. Η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την απόρριψη της ανακοπής και των προσθέτων λόγων και την επικύρωση της διαταγής πληρωμής.
Από το σύνολο των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι προέκυψε ότι με την από 28.1.2014 εξώδικη δήλωση της καθ’ ης η ανακοπή, που επιδόθηκε στον εφεσίβλητο την 6.2.2014 (……../6.2.2014 έκθ. επιδ. του ……..) καταγγέλθηκε το επίδικο δάνειο που είχε χορηγήσει η δανείστρια στον εφεσίβλητο δυνάμει ιδιωτικής σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου που σύναψε μαζί του την 26.4.2007 και το οποίο την 28.1.2014 ανήρχετο στο χρηματικό ποσό των 151.356,82 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Η μονομερής δήλωση της δανείστριας ήταν σαφής και δεν χωρούσε καμία αμφιβολία ή παρερμηνεία ως προς την πρόθεσή της να καταγγείλει το επίδικο δάνειο ούτε και από την αναγραφή του αριθμού …….. μετά τη φράση Πρόσθετη Πράξη Σύμβασης Στεγαστικού / Καταναλωτικού Δανείου, ο οποίος αριθμός αντιστοιχεί στον αριθμό λογαριασμού που τηρούνταν για την εξυπηρέτηση της εν λόγω δανειστικής σύμβασης αλλά αντιθέτως γινόταν ακόμη περισσότερο σαφές ποιο δάνειο αφορούσε η καταγγελία. Το αντίθετο που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι δηλαδή ουδέποτε καταγγέλθηκε με την ως άνω εξώδικη δήλωση το επίδικο δάνειο, κάνοντας δεκτό το σχετικό λόγο ανακοπής και ακυρώνοντας εν συνόλω την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και την επιταγή προς εκτέλεση αυτής, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γι’ αυτό και πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ολικώς και ως προς τη διάταξη των δικαστικών εξόδων, να διακρατηθεί η υπόθεση προκειμένου να διερευνηθούν οι λοιποί λόγοι ανακοπής και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, ως προς το παραδεκτό, τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα αυτών.
Με τους αρχικούς και τους πρόσθετους λόγους της ανακοπής του, ο ανακόπτων, ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και η επιταγή προς εκτέλεση αυτής έπρεπε να ακυρωθούν γιατί εκδόθηκαν παράνομα : 1) για απαίτηση μη εκκαθαρισμένη, αφού δεν αναφέρεται σ’ αυτές χωριστά το ποσό του κεφαλαίου, των δεδουλευμένων τόκων, του ποσοστού επιτοκίου που υπολογίστηκαν οι τόκοι και τα χρονικά διαστήματα, το ποσό των τόκων υπερημερίας, των εξ ανατοκισμού τόκων, των ληξιπρόθεσμων δόσεων, των λοιπών εξόδων και χρεώσεων, το ακριβές ποσό της οφειλής έως την καταγγελία, χωρίς να δύναται να καταστεί εκκαθαρισμένη από την προσκόμιση του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης, 2) επειδή το ποσοστό του επιτοκίου ήταν κυμαινόμενο, ασαφές και αυτό επιβαρυνόταν με την εισφορά του ν. 128/1975, την οποία η καθ’ ης εκτόκιζε και ανατόκιζε παράνομα, 3) επειδή η καθ’ ης δεν νομιμοποιείται ενεργητικά, ελλείψει έννομου συμφέροντος, να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής, γιατί με την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών μέσω του ελληνικού ταμείου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, εξοφλήθηκε το επίδικο χρέος, 4) επειδή, ενόψει της ως άνω ανακεφαλαιοποίησης και της εξ αυτής πλήρους εξόφλησης της επίδικης οφειλής, καταχρηστικά η καθ’ ης επιδίωξε την έκδοση της επίδικης διαταγής, 5) επειδή, ενόψει της κλιμακούμενης οικονομικής ύφεσης που άρχισε από το 2011, επιδεινώθηκε αιφνίδια η οικονομική κατάσταση του ανακόπτοντος, γεγονός που δεν μπορούσε να προβλέψει κατά το χρόνο που έλαβε το επίδικο δάνειο, η επιδίωξη είσπραξης της επίδικης οφειλής μέσω της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής καθιστά αυτήν καταχρηστική, 6) επειδή από τα προσκομισθέντα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής έγγραφα δεν προέκυψε η αναλυτική κίνηση του λογαριασμού από την αρχή έως την καταγγελία αλλά από την 14.9.2012 και μετά και, επομένως η απαίτηση της καθ’ ης δεν αποδείχθηκε, 7) επειδή τα εκτυπωμένα μηχανογραφικά αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της κίνησης του λογαριασμού του δανείου, που προσκομίστηκαν για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, δεν ήταν επικυρωμένα από δικηγόρο, ούτε προκύπτει από τη διαταγή πληρωμής ότι αυτά θα αποδείκνυαν την απαίτηση, 8) επειδή στη διαταγή πληρωμής δεν αναφέρεται ότι έγινε αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστή περί της ύπαρξης καταχρηστικών Γενικών Όρων Συναλλαγής (ΓΟΣ), 9) επειδή για τον εκτοκισμό της απαίτησης χρησιμοποιήθηκε χρονική βάση ημερολογιακού έτους 360 ημερών αντί 365 ημερών και έτσι προσαυξήθηκε το επιτόκιο κατά 1,389%, 10) επειδή ήταν παράνομος ο σχετικός συμβατικός όρος ότι ο οφειλέτης θεωρείται ότι έχει αναγνωρίσει την οφειλή του, αν μέσα σε 30 ημέρες από την αποστολή του μηνιαίου λογαριασμού δεν υπέβαλε εγγράφως κάποια παρατήρηση ή ένσταση, 11) επειδή η επίδικη σύμβαση πίστωσης εξυπηρετείται από λογαριασμό που σε αυτόν δεν υπάρχει το αμοιβαίο πιστωτικό στοιχείο και δεν επιτρεπόταν η συμφωνία ανατοκισμού, 12) επειδή ήταν παράνομος ο όρος να δύναται η καθ’ ης να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση σε περίπτωση καθυστέρηση οποιασδήποτε δόσης ή μέρους αυτής ή των τόκων ή των εξόδων, σύμφωνα με την απόφαση Ζ1-798/25.6.2007 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, 13) επειδή ήταν άκυρος ο όρος της επίδικης σύμβασης πίστωσης ότι τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης αποτελούν πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της δανείστριας στο βαθμό που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση από τον οφειλέτη, 14) επειδή δεν προκύπτει ότι τα αντίγραφα των αποσπασμάτων των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης βρίσκονταν στα χέρια του δικηγόρου της καθ’ ης, 15) επειδή η ακυρότητα μέρους της σύμβασης πίστωσης σύμφωνα με τα ανωτέρω καθιστά άκυρη και ολόκληρη τη σύμβαση γιατί αυτή δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος από πλευράς της καθ’ ης τράπεζας, η οποία γνώριζε τις ακυρότητες αυτές, 16) επειδή οι ελληνικές τράπεζες έλαβαν δάνεια 183 δισ. ευρώ, τα οποία θα επιβαρυνθούν να πληρώσουν οι Έλληνες πολίτες.
Από το σύνολο των εγγράφων που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι προέκυψαν τα ακόλουθα: Σε σχέση με τον υπό στ. 1 λόγο, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί δεν είναι απαραίτητο στην αίτηση ή στη διαταγή πληρωμής να αναφέρονται, για το εκκαθαρισμένο της απαίτησης, όλα τα ως άνω επιμέρους κονδύλια που αναφέρει στην ανακοπή του ο ανακόπτων, γιατί αυτά δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, αλλά μπορεί να εξαχθούν και από τα επισυναπτόμενα για την έκδοσή της απαιτούμενα έγγραφα (ΑΠ 196/2020, ΑΠ 999/2019, 368/2019 δημ ΝΟΜΟΣ). Είναι αρκετό για την πληρότητα της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής ότι αναφέρεται το οφειλόμενο κεφάλαιο, οι τόκοι και οι τόκοι υπερημερίας (ΑΠ 852/2023 δημ ιστοσελ. ΑΠ). Επίσης, στην επιταγή προς εκτέλεση της διαταγής πληρωμής αρκεί να αναφέρεται το χρηματικό ποσό που επιτάσσεται προς καταβολή νομιμοτόκως βάσει του τίτλου χωρίς καμία περαιτέρω εξειδίκευση των κονδυλίων που αιτείται ο ανακόπτων, που, εν προκειμένω, στην προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση αναφερόταν. Σε σχέση με τους υπό στ. 2 και 9 λόγους, αυτοί είναι απορριπτέοι προεχόντως ως αόριστοι, αφού ο ανακόπτων με αυτούς δεν βάλλει κατά όλης της οφειλής αλλά για μέρος των τόκων αυτής και θα έπρεπε για το ορισμένο αυτών να αναφέρει επακριβώς το επί πλέον ποσό με το οποίο επιβαρύνθηκε παράνομα η οφειλή του και ποιο είναι τελικά το ποσό που εκείνος θεωρεί ότι οφείλει, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού του και σε καταφατική περίπτωση να αφαιρεθεί αυτό από το συνολικό ποσό της απαίτησης που αναγράφεται στην προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής (ΑΠ 1379/2023, ΑΠ 699/2023, ΑΠ 1395/2021, ΑΠ 168/2021, ΑΠ 196/2020 ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019 δημ NOMOS). Σε σχέση με τον υπό στ. 3 λόγο, αυτός κρίνεται ως αβάσιμος, επειδή δεν αποδείχθηκε ότι με την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών μέσω του ελληνικού ταμείου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, που επικαλείται ο ανακόπτων, συμφωνήθηκε ότι με αυτήν εξοφλήθηκε το επίδικο χρέος. Σε σχέση με τον υπό στ. 4 αυτός πρέπει να απορριφθεί γιατί βασίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αυτή της εξόφλησης του επίδικου χρέους μέσω της ως άνω ανακεφαλαιοποίησης. Σε σχέση με τον υπό στ. 5 λόγο αυτός πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως αόριστος, αφού ο ανακόπτων δεν αναφέρει καθόλου στο δικόγραφο της ανακοπής του, ποια ήταν η οικονομική του κατάσταση, ποιο το επάγγελμά του, ποιοι οι τρόποι βιοπορισμού του πριν την αναφερόμενη οικονομική κρίση και πώς αυτή επηρέασε αυτόν συγκεκριμένα, ως προς αυτούς τους τομείς, ώστε εξαιτίας αυτής της επίδρασης δεν μπόρεσε να ανταπεξέλθει στην πληρωμή των δόσεων του δανείου. Σε σχέση με τον υπό στ. 6 λόγο, αυτός κρίνεται απορριπτέος, γιατί ο ανακόπτων με την από 14.9.2012 πρόσθετη πράξη στην σύμβαση πίστωσης στεγαστικού δανείου, που υπέγραψε με την καθ’ ης η ανακοπή αναγνώρισε το ύψος της οφειλής του που μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή ανερχόταν στο ποσό των 144.942,60 ευρώ. Επομένως μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή δεν ήταν αναγκαίο προς έγγραφη απόδειξη της απαίτησης να προσκομίζεται η αναλυτική κίνηση του λογαριασμού (ΑΠ 357/2023, ΑΠ 1116/2018 δημ NOMOS). Σε σχέση με τους υπό στ. 7, 13 και 14 λόγους, αυτοί πρέπει να απορριφθούν γιατί εν προκειμένω τα αποσπάσματα που προσκομίστηκαν για την έκδοση της διαταγής πληρωμής αποτελούσαν τα πρωτότυπα έγγραφα που είχε στα χέρια της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου των εξαχθέντων από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπασμάτων των βιβλίων της (ΑΠ 589/2008, ΑΠ 441/2007, ΑΠ 1022/2003, ΑΠ 1117/2002, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Στην επίδικη δανειακή σύμβαση περιλαμβανόταν έγκυρος όρος, δυνάμει του οποίου συμφωνήθηκε αυτά τα αποσπάσματα να αποτελούν εκούσιο αποδεικτικό τύπο της οφειλής (βλ. ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 430/2005, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Επομένως δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας αυτών από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, στα χέρια του οποίου βρίσκονται, αφού δεν πρόκειται για αντίγραφα (ΑΠ 1268/2022, ΜονΕφΑθ 3041/2022, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Σε σχέση με τον υπό στ. 8 λόγο αυτός πρέπει να απορριφθεί αφού δεν απαιτείται στις προϋποθέσεις έκδοσης της διαταγής πληρωμής η προηγούμενη αυτεπάγγελτη διερεύνηση των καταχρηστικών ΓΟΣ. Σε σχέση με τον υπό στ. 10 λόγο αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, αφού δεν εξειδικεύει ο ανακόπτων με ποιο τρόπο βλάφθηκε στα δικαιώματά του εξ αυτού του όρου περί αδυναμίας αμφισβήτησης πέραν των 30 ημερών από τη λήψη του μηνιαίου λογαριασμού, αφού δεν αναφέρει ποια είναι αυτή η ένσταση ή η παρατήρηση που ήθελε να κάνει και δεν μπόρεσε, ενόψει του ότι άσκησε την ένδικη ανακοπή με τους πρόσθετους λόγους της και εξέθεσε όσες ενστάσεις ή αντιρρήσεις είχε, χωρίς να κρίνονται απαράδεκτες εξ αυτού του όρου. Σε σχέση με τον υπό στ. 11 λόγο αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς στα στεγαστικά δάνεια, όπως το επίδικο, επιτρέπεται η συμφωνία περί εξάμηνου ανατοκισμού ανεξάρτητα αν εξυπηρετείται από ανοικτό λογαριασμό ή όχι (άρθρ. 12 παρ. 2 του Ν. 2601/1998). Σε σχέση με τον υπό στ. 12 λόγο αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί δεν περιλήφθηκε στην επίδικη σύμβαση πιστώσεως όρος περί δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης σε περίπτωση καθυστέρησης δόσης ή μέρους αυτής, αλλά μόνο σε περίπτωση καθυστέρησης τριών συνεχόμενων μηνιαίων δόσεων και, εν προκειμένω, ο ανακόπτων καθυστέρησε την πληρωμή 16 συνεχόμενων μηνιαίων δόσεων πριν τη γενόμενη καταγγελία της σύμβασης. Σε σχέση με τον υπ’ αρ. 15 λόγο, περί ολική ακυρότητας της σύμβασης πίστωσης, αυτός κρίνεται αβάσιμος, αφού στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι οι όροι της σύμβασης που επικαλέστηκε ο ανακόπτων ήταν άκυροι, που όμως δεν αποδείχθηκε, αφού οι σχετικοί λόγοι της ανακοπής με τους οποίους τους προσέβαλε κρίθηκαν ως απαράδεκτοι ή αβάσιμοι (νόμω ή ουσία). Σε σχέση με τον υπ’ αρ. 16 λόγο, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, αφού ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι αληθής δεν δύναται να οδηγήσει στην ακύρωση της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς εκτέλεση αυτής, αφού δεν υπάρχει σχέση των δανείων που έλαβαν οι τράπεζες και της επιβάρυνσης του ελληνικού λαού με την εξόφλησή τους με την επίδικη σύμβαση δανείου.
Μετά ταύτα και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εκκαλούσας αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, αφού αυτή δεν παραστάθηκε στον πρώτο βαθμό, και να επιστραφεί το παράβολο της έφεσης στην καταθέσασα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση.
Εξαφανίζει ολικώς την υπ’ αρ. 3021/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διακρατεί και δικάζει την υπόθεση.
Απορρίπτει την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής.
Επικυρώνει την υπ’ αρ. …../2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα αυτό.
Καταδικάζει τον εφεσίβλητο στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εκκαλούσας αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, που καθορίζει σε 6.000 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 5 Νοεμβρίου 2024.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ