ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 531/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τον Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια, το ακροατήριό του, στην Αθήνα, την ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ζωή Παπαγεωργίου, η οποία παρέστη δια δηλώσεως ,κατ` άρθρο 242παρ.2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις.
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία <<……..>>, η οποία εδρεύει στον Πειραιά με ΑΦΜ …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιούς της δικηγόρους Ζωή – Παρθενόπη Τιμαγένη και Γρηγόριο Τιμαγένη [ΤΙΜΑΓΕΝΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ] και κατέθεσε προτάσεις.
Η εκκαλούσα – ανακόπτουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της καθής η ανακοπή, την από 9.10.2014 (αριθ.έκθ. κατ.ΓΑΚ ……./2014/ ΕΑΚ…./2014) ανακοπή, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της υπ`αριθμ…../2014 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δίκασε την ανωτέρω ανακοπή, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων και εξέδωσε την υπ` αριθ. 2725/2019 οριστική απόφαση, με την οποία έκανε απέρριψε την ανακοπή και επικύρωσε την ανωτέρω διαταγή πληρωμής .
Την απόφαση αυτή, προσέβαλε η ανακόπτουσα με την από 8.6.2021 [Μον.Πρ.Πειραιώς ΓΑΚ. ../2021/ ΕΑΚ…./30.7.2021 -Μον.Εφ. Πειραιώς ΓΑΚ …/2022/…./7.7.2022 έφεσή της, που προσδιορίσθηκε από τη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου αρχικά για τη δικάσιμο της 27.4.2023, οπότε και ματαιώθηκε η συζήτηση της έφεσης και με την 75/2024 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς επαναπροσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως η συζήτηση αυτής για τη δικάσιμο που μνημονεύεται στην αρχή της απόφασης, εγγράφηκε δε στο οικείο πινάκιο , και αφού εκφωνήθηκε, συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η από 8.6.2021 κρινόμενη έφεση κατά της υπ` αριθμ. 2725/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δημοσιεύθηκε την 31.7.2019 και εκδόθηκε αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 30.7.2021, ενώ δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε γίνεται επίκληση επίδοσής της από τους διαδίκους (άρθρα 495, 511, 513 παρ.1 περ.β` και 518 παρ.2 του ΚΠολΔ). Επομένως η κρινόμενη έφεση, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ κατά την ανωτέρω ειδική διαδικασία, ενόψει του ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου κατατέθηκε το προβλεπόμενο εκ του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ παράβολο ποσού εκατό ευρώ (100,00) ευρώ (βλ. σχετικά την έκθεση κατάθεσης δικογράφου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, το με αριθμ. ………. ηλεκτρονικό παράβολο και το σχετικό έγγραφο εξόφλησης παραβόλου).
Η ανακύπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 9.10.2014 (ΓΑΚ/…./ΕΑΚ …./2014) ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν, την ακύρωση της υπ`αριθμ. 2725/2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε αυτή να καταβάλει στην καθ’ης το ποσό των 150.000 ευρώ πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, ερειδόμενη επί της 945/2013 τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης του Εφετείου Πειραιώς. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την ανακοπή και επικύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα – ανακόπτουσα με την κρινόμενη έφεση της και ζητεί, για τους λόγους που αναφέρονται στο εφετήριο και οι οποίοι συνιστούν αιτιάσεις για εσφαλμένη, από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, την εξαφάνισή της και την εν συνεχεία αποδοχή της ανακοπής.
Σύμφωνα με το άρθρο 626 παρ. 2 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει : α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 117 και το άρθρο 119 παρ.1, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή. Η διάταξη αυτή, διαφοροποιείται από την σχετική με το περιεχόμενο της αγωγής διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ και δεν απαιτεί, όπως εκείνη, τον ουσιαστικό ή συγκεκριμένο προσδιορισμό της ιστορικής βάσης, αλλ` αρκείται στην έκθεση εκείνων μόνο των περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση από άποψη του αντικειμένου της, του είδους και του τρόπου της γέννησης της και δικαιολογούν την ύπαρξη αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση, προς τον αιτούντα. Περαιτέρω, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Ο δανειστής, εξάλλου, ενόψει της διαθετικής αρχής που καθιερώνει το άρθρο 106 του ΚΠολΔ, δεν εμποδίζεται να ζητήσει την έκδοση της διαταγής πληρωμής, όχι για ολόκληρη, αλλά για ένα μέρος μόνο της χρηματικής απαίτησης που έχει κατά του οφειλέτη, ή για μέρος μόνο των οφειλόμενων τόκων, έστω και αν το έγγραφο που προσκομίζει αποδεικνύει ολόκληρη την απαίτηση και οφειλή τόκων αυτής για όλο το ποσό της ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από εκείνο που ζητά. Ο περιορισμός της αίτησης για μέρος μόνο της απαίτησής του η για μέρος της παρεπόμενης απαίτησης τόκων, ο οποίος αποτελεί άσκηση δικονομικής ευχέρειας του δανειστή, δεν απαιτείται να αιτιολογείται (ΑΠ 512/2006).
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα διατείνεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 632 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 106, 918 παρ.3 ΚΠολΔ και 13 ΚΤΧ για το λόγο ότι η ένδικη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε για μέρος μόνο του αναγνωριστικού σκέλους της 945/2013 αναγνωριστικής απόφασης του Εφετείου Πειραιώς και όχι για το σύνολο της αναγνωρισθείσας απαίτησης, οπότε και δεν καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου. Ο λόγος αυτός της έφεσης ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, ο οποίος απορρίφθηκε πρωτοδίκως το υπό την επάλληλη αιτιολογία αφενός της νομικής αβασιμότητας του περιεχομένου αυτού αφετέρου της ουσιαστικής αβασιμότητας του ίδιου λόγου καθώς δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη ιστορική βάση του λόγου της ανακοπής. Με τον παρόντα λόγο της έφεσης μεταβιβάζεται προς κρίση και έλεγχο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η αιτιολογία που έγινε δεκτή από την εκκαλουμένη περί της νομικής αβασιμότητας του υπό κρίση λόγου της ανακοπής. Πλέον συγκεκριμένα ο λόγος αυτός της ανακοπής με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα πρέπει προεχόντως να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος καθώς σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη της παρούσας καθώς στο πλαίσιο της αρχής της διαθέσεως του αντικειμένου της πολιτικής δίκης που καθιερώνεται στη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ ο αιτών την έκδοση διαταγής πληρωμής δύναται να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής για μέρος της χρηματικής του απαίτησής χωρίς μάλιστα να απαιτείται η οποιαδήποτε αιτιολογία από μέρους του για τον περιορισμό αυτό. Ακολούθως η επιχειρούμενη τεκμηρίωση του κρινόμενου λόγου της έφεσης με την επίκληση της διατάξεως του άρθρου 13 του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου με την οποία προβλέπεται η υποχρεωτική καταβολή των αναλογούντων τελών που απορρέουν από καταψηφιστική δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής πριν την έκδοση εκτελεστού απογράφου αλυσιτελώς προβάλλεται καθώς ερείδεται επί του εσφαλμένου ισχυρισμού της περί της υποχρεωτικότητας της καταψήφισης του συνόλου της αιτούμενης χρηματικής απαιτήσεως και όχι μέρους αυτής, όπως έγινε δεκτό κατά τα ανωτέρω από το παρόν Δικαστήριο. Επιπλέον η επίκληση της διατάξεως του άρθρου 918 παρ.3 ΚΠολΔ από την εκκαλούσα αλυσιτελώς προβάλλεται καθώς ερείδεται επί της ιδίας εσφαλμένης προϋπόθεσης. Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη απόφαση η οποία δέχθηκε τα ίδια σε σχέση με τη νομική αβασιμότητα του ταυτόσημου κατά περιεχόμενο πρώτου λόγου της ανακοπής δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών νομικών διατάξεων, τα όσα δε αντίθετα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον υπό κρίση λόγο της έφεσης της πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων με τη συνδρομή η μή των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι, αφ` ενός μεν η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και, αφ` ετέρου, η απαίτηση αυτή και το ποσό της να αποδεικνύεται άμεσα από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή από συνδυασμό τέτοιων εγγράφων (ΑΠ 448/2006, ΑΠ 665/2006). Κατά την ορθή ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 623 ΚΠολΔ στην έννοια του δημόσιου εγγράφου, περιλαμβάνεται και η τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η οποία αναγνωρίζει την απαίτηση ή το οφειλόμενο ποσό, η οποία εκδόθηκε σε άλλη δίκη επί αγωγής του ζητούντος την έκδοση της διαταγής πληρωμής κατά του καθ` ού πρόκειται να εκδοθεί αυτή. Κατ` αυτό τον τρόπο, εκείνος που πέτυχε να εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση υπέρ αυτού, η οποία αναγνωρίζει τη χρηματική απαίτηση και αποτελεί δεδικασμένο στις μεταξύ αυτού και του αντιδίκου του σχέσεις, ως προς την ύπαρξη της διαγνωσθείσας απαίτησης, μπορεί, προκειμένου να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο για την αναγνωρισθείσα, τελεσίδικα, απαίτησή του, να ζητήσει να εκδοθεί υπέρ αυτού διαταγή πληρωμής, κατά τη διαδικασία των άρθρων 623 επ. Κ.ΠολΔ (ΑΠ 665/2006, ΑΠ 445/2006 ΑΠ 124/2005 ΑΠ 1424/2004). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 623 επ ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αντικείμενο της αίτησης δεν είναι η διάγνωση της ουσιαστικής αξίωσης του αιτούντος, αλλά μόνο ο εξοπλισμός της με τίτλο εκτελεστό, ανεξάρτητα από την αυθεντική διάγνωση της σχετικής αξίωσης. Αντικείμενο δε της επί της ανακοπής δίκης του άρθρου 632 ΚΠολΔ είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και του κύρους της διαταγής πληρωμής και όχι η διάγνωση της ουσιαστικής αξίωσης. Αντικείμενο δε της, επί της ανακοπής δίκης του άρθρου 632 ΚΠολΔ είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και του κύρους της διαταγής πληρωμής και όχι η διάγνωση της ουσιαστικής αξίωσης (ΑΠ 1870/1986). Τέλος από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 340, 345, 346 ΑΚ, 215 παρ. 1 εδάφ. α’ , 221 και 295 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν το καταψηφιστικό αίτημα αγωγής με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικής απαίτησης περιοριστεί σε αναγνωριστικό, δεν οφείλονται μεν δικονομικοί τόκοι κατά το άρθρ. 346 ΑΚ, δηλαδή από την επίδοση της καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 989/2007), αφού η αγωγή αυτή θεωρείται από τότε ότι δεν ασκήθηκε κατά το καταψηφιστικό αίτημά της, δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επίδοσης της αγωγής ως όχλησης, που καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο κατά τις διατάξεις των άρθρ. 340 και 345 ΑΚ, δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο καταψηφιστικής αγωγής για χρηματική απαίτηση δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και το χαρακτήρα οιονεί όχλησης του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής του (ΑΠ Ολομ. 23-24/2004, ΑΠ Ολομ. 13/1994, ΑΠ 423/2012, ΑΠ 1520/2010).
Με το δεύτερο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 632 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 323, 340 και 341 ΑΚ καθώς η 945/2013 τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση του Εφετείου Πειραιώς δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ουδέποτε επιδόθηκε στην ανακόπτουσα έτσι ώστε η ΄δια να γνωρίζει με βεβαιότητα και κατά τρόπο αναμφίβολο το ποσό της οφειλής της, ήτοι για τη δήλη ημέρα καταβολής της βαρύνουσας αυτή οφειλής μετά την άπρακτη παρέλευση της οποίας θα ετύγχανε υπερήμερη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 341 ΑΚ. Ο λόγος αυτός της έφεσης ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, ο οποίος απορρίφθηκε πρωτοδίκως το υπό την επάλληλη αιτιολογία αφενός της νομικής αβασιμότητας του περιεχομένου αυτού αφετέρου της ουσιαστικής αβασιμότητας του ίδιου λόγου καθώς δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη ιστορική βάση του λόγου της ανακοπής. Με τον παρόντα λόγο της έφεσης μεταβιβάζεται προς κρίση και έλεγχο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η αιτιολογία που έγινε δεκτή από την εκκαλουμένη περί της νομικής αβασιμότητας του υπό κρίση λόγου της ανακοπής. Επί του λόγου αυτού πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη για την έκδοση διαταγής πληρωμής με τίτλο μια αναγνωριστική δικαστική απόφαση δεν απαιτείται η προηγούμενη επίδοση αυτή καθώς μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοση αυτής αφενός μεν η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και, αφετέρου, η απαίτηση αυτή και το ποσό της να αποδεικνύεται άμεσα από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή από συνδυασμό τέτοιων εγγράφων. Επιπλέον η υπερημερία της οφειλέτριας – ανακόπτουσας δεν ερείδεται ως η ίδια ισχυρίζεται στη διάταξη του άρθρου 341 ΑΚ (δήλη ημέρα), αλλά στη διάταξη του άρθρου 340 ΑΚ αφού η επίδοση της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η 945/2013 τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση του Εφετείου Πειραιώς δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής συνιστά περίπτωση δικαστικής όχλησης της οφειλέτριας – ανακοπτουσας έτσι ώστε η υπερημερία αυτής να ελέγχεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 340 ΑΚ. Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη απόφαση η οποία δέχθηκε τα ίδια σε σχέση με τη νομική αβασιμότητα του ταυτόσημου κατά περιεχόμενο πρώτου λόγου της ανακοπής δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών νομικών διατάξεων, τα όσα δε αντίθετα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον υπό κρίση λόγο της έφεσης της πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, και μη υφισταμένου ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ πρέπει και να διαταχθεί η εισαγωγή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/30.7.2021 έκθεση κατάθεσης της αρμόδιας γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στο Δημόσιο Ταμείο, διότι απορρίφθηκε η ένδικη έφεσή της, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατά της με αριθμό 2725/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών) κατ’ ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 7η Νοεμβρίου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ