ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 532/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΚΑΛΟΥΝΤΕΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ: 1) ……… 2) …………και οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Σαξώνη του Δ.Σ.Π. με Α.Μ. ……. που παρέστη με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ 2 Κ.ΠολΔικ.
ΚΑΘ’ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ………… με τον διακριτικό τίτλο …… που εδρεύει στον Πειραιά ……., εκπροσωπείται νόμιμα με Α.Φ.Μ. …… και η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Ζησοπούλου με Α.Μ. …….. του Δ.Σ.Π. που παρέστη με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ 2 Κ.ΠολΔικ.
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την 11-9-2017 (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ……../2017 αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 725/2021 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου που δέχτηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 11-5-2021(ΓΑΚ/ΕΑΚ.ΠΡΩΤ………/2021-ΓΑΚ/ΕΑΚ/ΕΦΕΤ. ……/2021) έφεση της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 6-10-2022 και επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 167/2024 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου η οποία δέχτηκε τυπικά την ασκηθείσα έφεση κατά της με αριθμό 725/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικκών διαφορών, διατάσσοντας την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομιστεί από τον επιμελέστερο των διαδίκων η επικαλούμενη με αριθμό 403/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς καθώς και η με αριθμό 4214/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την με αριθμό 2728/2015 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση δυνάμει της από 4-6-2024 και με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου κλήσης ……./2024 η από 11-5-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……./2021 έφεση κατά της με αριθμό 725/2021 απόφασης Του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών μετά την έκδοση της με αριθμό 167/2024 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου η οποία διέτασσε την επανάληψη της διαδικασίας κατ’ άρθρο 254 ΚΠΟΛΔ προκειμένου να προσκομιστεί στο παρόν Δικαστήριο από τον επιμελέστερο των διαδίκων η επικαλούμενη με αριθμό 403/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς καθώς και η με αριθμό 4214/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την με αριθμό 2728/2015 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου.
Ι. Από τις διατάξεις των άρθ. 57, 59, 281, 299, 914 και 932 ΑΚ και του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/1945προκύπτει ότι: α) Χρηματική ικανοποίηση παρέχεται, με τη συνδρομή απαραιτήτως και του στοιχείου της υπαιτιότητας, και στις περιπτώσεις παρανόμων ενεργειών (πράξεων ή παραλείψεων) του εργοδότη, με τις οποίες προσβάλλεται η προσωπικότητα του εργαζομένου υπό οποιαδήποτε εκδήλωσή της: σωματική, ψυχική, πνευματική, κοινωνική (Ολ.ΑΠ 8/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). β) Η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για πληρωμή του μισθού που απορρέει από την σύμβαση εργασίας αποτελεί ποινικό αδίκημα. Με την παράλειψη, όμως, της πληρωμής αυτού (ολικά ή εν μέρει) ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές και συνεπώς δεν υπάρχει ζημία που να έχει αιτία την παράνομη, σε σχέση με τον Α.Ν.690/1945, συμπεριφορά του εργοδότη. Επομένως, η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των ενοχικών οφειλόμενων αποδοχών και η παρακράτησή τους απ` αυτόν δεν συνιστά αδικοπραξία και κατά περαιτέρω συνέπεια δεν θεμελιώνει ούτε αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας, αφού και αυτή προϋποθέτει αδικοπραξία (ΑΠ 359/2020, ΑΠ 105/2020, ΑΠ 670/2016, ad hoc ΑΠ 1114/2013 και Εφ.Αιγ.153/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ) Δυνάμει των διατάξεων των παρ. 3, 4 περ. β`, 5 και 6 του άρθρου εικοστού πρώτου του Ν 2932/2001 «Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στις θαλάσσιες ενδομεταφορές – Σύσταση Γενικής Γραμματείας Λιμένων και Λιμενικής Πολιτικής – Μετατροπή Λιμενικών Ταμείων σε Ανώνυμες Εταιρίες άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α` 145/27-6-2001), το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Λιμενικό Ταμείο Πατρών” – το οποίο λειτουργούσε υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία (Α.Ε.) κοινής ωφέλειας με την επωνυμία «…………» με έδρα τον Δήμο ….. και σκοπό την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος. Σε αυτήν δε την Α.Ε., η οποία τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και δίέπεται συμπληρωματικώς από τις διατάξεις του Κ.Ν. 2190/1920 “Περί Ανωνύμων Εταιριών» (όπως κωδικοποίήθηκε σε ενιαίο κείμενο με το Β.Δ. 174/1963 ΦΕΚ Α` 37/30-3-1963), του Β.Δ. 14/19-1-1939 «Περί Κωδικοποιήσεως των περί Λιμενικών Ταμείων Κείμενων Διατάξεων» (ΦΕΚ Α` 24) και του Α.Ν. 2344/1940 «Περί Αιγιαλού και Παραλίας» (ΦΕΚ Α` 154) όπως κάθε φορά ισχύουν, περιήλθε η κινητή και ακίνητη περιουσία του ως άνω ν.π.δ.δ. και συνεπώς αυτή (Α.Ε.) υπεισήλθε σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του τελευταίου καθώς και σε κάθε δίκαίοπραξία που έχει συναφθεί και ευρίσκεται σε ισχύ μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν 2932/2001 ως καθολική διάδοχος του μετατρεπόμενού ν.π.δ.δ.. Με το άρθρο εικοστό δεύτερο του Ν 2932/2001 ορίσθηκε το Καταστατικό της ως άνω Α.Ε. : «Σκοπός της εταιρίας είναι η διοίκηση και η εκμετάλλευση των χώρων της ζώνης λιμένα δικαιοδοσίας της. Στο σκοπό της εταιρίας περιλαμβάνονται : α) Η παροχή κάθε είδους λιμενικών υπηρεσιών προς τους χρήστες, η αναβάθμιση, η συντήρηση, η βελτίωση και η ανάπτυξη του λιμένα, β) Η παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού των πλοίων και διακίνησης επιβατών, οχημάτων, φορτίων, γ) Η εγκατάσταση, οργάνωση και εκμετάλλευση κάθε είδους λιμενικής υποδομής, δ) Η ανάληψη και εκτέλεση προγραμμάτων, μελετών, και έργων σχετικών με τις δραστηριότητες του Οργανισμού Λιμένα που χρηματοδοτούνται από εθνικούς, κοινοτικούς ή άλλους πόρους και που εντάσσονται στην εθνική λιμενική πολιτική, ε) Η ανάληψη κάθε δραστηριότητας που έχει σχέση με το λιμενικό έργο καθώς και κάθε άλλης εμπορικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας πέραν των παραδοσιακών λιμενικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων ιδίως της τουριστικής, της πολιτιστικής, της αλιευτικής, του σχεδίασμού και της οργάνωσης λιμενικών εξυπηρετήσεων, στ) Η αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών και υποδομών μέσω τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, ζ) Η μέριμνα αισθητικής και λειτουργικής διάρθρωσης του λιμένα, η) Η εποικοδομητική συνεργασία με τους χρήστες του λιμένα και τους τοπικούς φορείς και τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας, θ) Η εποικοδομητική συνεργασία και η ανάληψη κάθε δραστηριότητας που έχει σχέση με τους φορείς διοίκησης και εκμετάλλευσης των λιμένων της χώρας, ι) Η ανάληψη καθηκόντων «Γενικού Διαχειριστή» των χώρων ζώνης λιμένα στο πλαίσιο του γενικού σχεδιασμού και ανάπτυξης του λιμενικού δυναμικού της χώρας, της χάραξης εθνικής λιμενικής πολιτικής για λογαριασμό του Δημοσίου και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, ια) Κάθε άλλη δραστηριότητα που είχε ανατεθεί στα Λιμενικά Ταμεία ως νομικά πρόσωπα δικαίου (άρθρο 2) … Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας αποτελείται από μία (1) μετοχή, η οποία ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο (άρθρο 5)». Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν 3429/2005 «Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (Δ.Ε.Κ.Ο.)» (ΦΕΚ Α` 314/27-12-2005): «Δημόσια επιχείρηση νοείται κάθε ανώνυμη εταιρία, στην οποία το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να ασκεί άμεσα και έμμεσα αποφασιστική επιρροή λόγω της συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο ή της χρηματοοικονομικής συμμετοχής του ή των κανόνων που τη διέπουν». Η περ. α` της παρ. 2 του αμέσως άνω άρθρου ορίζει ότι : «Η άσκηση αποφασιστικής επιρροής από το Ελληνικό Δημόσιο τεκμαίρεται όταν το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου χρηματοδοτούμενα από το Ελληνικό Δημόσιο ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό ή άλλες δημόσιες επιχειρήσεις υπό την έννοια του παρόντος νόμου είναι κύριοι μετοχών που εκπροσωπούν την απόλυτη πλειοψηφία του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της» (ΣτΕ2547/2020). Περαιτέρω, τα κοινόχρηστα πράγματα, στα οποία σύμφωνα με το άρθρο 967 ΑΚ και το άρθρο 22 Ν 2971/2001 περιλαμβάνονται ο αιγιαλός και οι λιμένες, ανήκουν στη δημόσια κτήση και προορίζονται για άμεση εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην κοινοχρησία τους, η δε διαχείρισή τους αντιδιαστέλλεται προς τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου και συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας. Στο πλαίσιο της διαχείρισης των εν λόγω πραγμάτων από τη Διοίκηση είναι δυνατό, σύμφωνα με τον βασικό δημοσίου κανόνα δικαίου του άρθρου 970 ΑΚ(βλ. και τις διατάξεις των άρθρων 13,14 και 24 Ν 2971/2001 για την παραχώρηση λιμένων εν γένει), να παραχωρούνται επ` αυτών ιδιαίτερα δικαιώματα προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα εφόσον με την παραχώρηση των ιδιαίτερων αυτών δικαιωμάτων, τα οποία έχουν χαρακτήρα δημοσίου και όχι ιδιωτικού δικαίου, εξακολουθεί να εξυπηρετείται ή τουλάχιστον δεν αναιρείται η κοινή χρήση. Εξάλλου, η παραχώρηση ιδιαίτερων δικαιωμάτων επί κοινοχρήστων πραγμάτων αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος. Και δεν αποκλείεται μεν η επιδίωξη και ταμιευτικού σκοπού μόνον όμως δευτερευόντως και εφόσον δεν αναιρείται ο κατά τα ανωτέρω προέχων σκοπός. Υπό τα δεδομένα αυτά, ιδίως δε του ότι ο έλεγχος της ως άνω Α.Ε. ανήκει κατά νόμο στο Δημόσιο (ήδη το ΤΑΙΠΕΔ είναι μοναδικός μέτοχος του Ο.Λ.Π, και ανήκει στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας -γνωστό ως Υπερταμείο που συστάθηκε με το Ν 4389/2916- με μοναδικό μέτοχο το Δημόσιο όπως εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών) , η εταιρία αυτή, κατά την παραχώρηση ιδιαίτερων δικαιωμάτων επί των γηπέδων, κτιρίων και άλλων εγκαταστάσεων που βρίσκονται εντός της λιμενικής ζώνης, των οποίων η διαχείριση και η εκμετάλλευση έχουν ήδη περιέλθει σε αυτήν, δεν διαχειρίζεται την ιδιωτική περιουσία της. Απεναντίας, ενεργεί ως δημόσιο όργανο, που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, ενώ δεν είναι κρίσιμο το γεγονός ότι η εν λόγω δράση αποτελεί μέρος της επιχειρηματικής δραστηριότητάς της και αποβλέπει σε επίτευξη κέρδους (ΟλΣτΕ 1212/2010 ΕΔΔΔ 2010.703, ΟλΣτΕ 1211/2010 ΕΔΔΔ 2010.698). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι και μετά την κατά τα προεκτεθέντα μετατροπή του Οργανισμού Λιμένος σε Α.Ε., αυτός εξακολουθεί να είναι φορέας δημόσιας εξουσίας χάριν εκτέλεσης δημόσιας υπηρεσίας, καθόσον εποπτεύεται από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας, διέπεται κατά μεγάλο μέρος από εξαιρετικό καθεστώς δημοσίου δικαίου και ασκεί δημόσια υπηρεσία συνιστάμενη στη λήψη μέτρων αποφασιστικής ρύθμισης, τεχνικοοικονομικής υποστήριξης, συντονισμού, επίβλεψης. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Ν. 3833/2010και το άρθρο 3 του Ν. 3845/2010 προβλέφθηκε η μείωση των αποδοχών των υπηρετούντων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των εταιριών του Ν.3429/2005, τόσο του Κεφαλαίου Α` όσο και του Κεφαλαίου Β`, εφόσον στην τελευταία περίπτωση η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο δεν υπολείπεται του 50%, ανεξαρτήτως τυχόν αντίθετης συμφωνίας. Από το γράμμα και το πνεύμα των εν λόγω νομοθετημάτων συνάγεται ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν να περικοπούν, κατά τα οριζόμενα ποσοστά, οι αποδοχές όλων όσων αμείβονται από το δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προκείμένου να μειωθεί η μισθολογική δαπάνη του δημοσίου, προς αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, ανεξάρτητα από τη σχέση με την οποία οι απασχολούμενοι συνδέονται με αυτό (σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, αμείβόμενης εντολής κλπ.), ακόμη και αν υπάρχει οποιαδήποτε αντίθετη γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή συμφωνία. Η αληθής αυτή έννοια των ως άνω διατάξεων προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 6 του Ν. 3867/2010, κατά το οποίο “δεν εξαιρούνται από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 του Ν. 3833/2010 φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα που διέπονται από ειδικά καθεστώτα, όπως οι ανώνυμες εταιρίες, οι οποίες έχουν ιδρυθεί βάσει των διατάξεων του άρθρου πρώτου του Ν. 1955/1991”, οι οποίες κατά την παρ. 2 του πρώτου άρθρου του εν λόγω νόμου λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, δεν υπάγονται στην κατηγορία των οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και δεν εφαρμόζονται σε αυτές οι διατάξεις, που διέπουν εταιρίες, που άμεσα ή έμμεσα ανήκουν στο Δημόσιο (ΕφΠειρ286/2022 όπ. ΑΠ 1147/2015, ΑΠ 1459/2018,1460/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πείρ. 720/2018).
Κατ` ακολουθίαν και κατά τη διάταξη του άρθρου 106 παρ. 3 του Συντάγματος, η εφεσίβλητη Α.Ε. τυγχάνει εταιρία ζωτικής σημασίας για την αξιοποίηση του εθνικού πλούτου της Ελλάδας και προορίζεται να εξυπηρετήσει δημόσιο σκοπό και κατ` επέκταση δεν διαχειρίζεται ιδιωτική περιουσία, αλλά ενεργεί ως δημόσιο όργανο που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος και δη στην εξυπηρέτηση του σκοπού διευκόλυνσης πραγματοποίησης παραγωγικών επενδύσεων που θα συμβάλουν στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας. Όπως συνάγεται από την ανωτέρω μείζονα σκέψη, η μετατραπείσα με το άρθρο εικοστό πρώτο του ν. 2932/2001 από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου σε ανώνυμη εταιρεία επιφορτισθείσα, υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, με την διοίκηση και εκμετάλλευση των χώρων του οικείου λιμένος και με μετοχικό κεφάλαιο πλήρως ελεγχόμενο από το Δημόσιο, εμπίπτει στην έννοια της δημοσίας επιχειρήσεως του άρθρου 1 του ν.3429/2005. Η λειτουργία αυτής εξακολουθεί σε κάθε περίπτωση να υφίσταται για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, ενώ δεν είναι κρίσιμο το γεγονός ότι η εν λόγω δράση αποτελεί μέρος της επιχειρηματικής δραστηριότητάς της και επομένως ορθώς η προσβαλλόμενη απέρριψε τον ισχυρισμό των εναγόντων ότι η εφεσίβλητη δε χρηματοδοτείται από το Κράτος και το Ελληνικό Δημόσιο δεν ασκεί αποφασιστική επιρροή στη λειτουργία της δεύτερης της εφεσίβλητης Α.Ε. και γι` αυτό η τελευταία δεν εμπίπτει στην έννοια της «δημόσιας επιχείρησης», όπως προσδιορίζεται από το Ν 3429/2005(ΑΠ1958/2017, ΑΠ1147/2015, ΕφΑθ4118/2022, ΕφΠειρ286/2022), απορριπτομένου του σχετικού λόγου έφεσης.
ΙΙΙ. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 268 εδ. α ΑΚ: ‘’ Κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια, και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή’’. Η νέα όμως αυτή (εικοσαετής) παραγραφή προϋποθέτει αναγκαία, κατά την έννοια του άρθρου 268 ΑΚ, την ύπαρξη αξίωσης, που δεν έχει ήδη υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή (Ολ.ΑΠ 23/1994, 38/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η άποψη αυτή, ότι δηλαδή η έναρξη εικοσαετούς παραγραφής κατά το άρθρο 268 ΑΚ προϋποθέτει τη μη συμπλήρωση της αρχικής, συντομότερης, παραγραφής μέχρι την τελεσιδικία, ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο νομοθέτης του ΑΚ, εντάσσοντας την άνω διάταξη μεταξύ των ρυθμιζόμενων στον Κώδικα ‘’τρόπων διακοπής’’ της παραγραφής (260-269 ΑΚ), αποδίδει και στην τελεσίδικη βεβαίωση την έννοια υπό την οποία λαμβάνει την ‘’διακοπή’’ της παραγραφής, ήτοι της παύσης της διαδρομής αυτής πριν από τη συμπλήρωση του κατά το νόμο χρόνου της, καθώς και του μη υπολογισμού του διαδραμόντος μέχρι το γεγονός της διακοπής χρόνου (άρθρο 271 ΑΚ, βλ. Ολ.ΑΠ 24/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
IV. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠΟΛΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια. ‘’Κεφάλαιο’’ θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης. Από τον συνδυασμό της ως άνω διάταξης με τις διατάξεις των άρθρων 520, 525 και 527 του ΚΠΟΛΔ προκύπτει ότι, οι ισχυρισμοί του ενάγοντος ή οι ενστάσεις του εναγόμενου, που απορρίφθηκαν με την πρωτόδικη απόφαση, επαναφέρονται παραδεκτά στο Εφετείο μόνο με λόγο της έφεσή τους κατά της απόφασης αυτής, αρχικό ή πρόσθετο, και όχι με τις προτάσεις κατά το άρθρο 240 ΚΠΟΛΔ, εκτός αν πρόκειται για υπόθεση δικαζόμενη κατά διαδικασία, στην οποία οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης επιτρέπεται να ασκηθούν και με τις προτάσεις, το ίδιο δε ισχύει και για ισχυρισμούς ή ενστάσεις του εκκαλούντος, των οποίων συγχωρείται κατά το άρθρο 527 αρ. 2 ΚΠΟΛΔ και 3 η προβολή τους για πρώτη φορά στο Εφετείο (ΑΠ 1272/2021, ΑΠ 15/2020, ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 101/2012, Εφ.Δωδ. 181/2015, Εφ.Θρακ. 321/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με βάση δηλ. τα παραπάνω, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να εξετάσει τις καταλυτικές της αγωγικής αξίωσης ενστάσεις (εξόφλησης, παραγραφής κ.λπ.), που είχαν προταθεί στον πρώτο βαθμό, χωρίς αυτοί να επαναφερθούν με λόγο έφεσης ή με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων. Μπορεί δηλαδή ο εναγόμενος να μεταβίβασε με την έφεσή του συγκεκριμένο κεφάλαιο στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατηγορώντας λ.χ, την απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το ύψος της αποζημίωσης από αδικοπραξία, αν όμως δεν υποβάλει λόγο έφεσης και για την απόρριψη της ένστασής του παραγραφής, που είχε υποβάλει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το δευτεροβάθμιο εμποδίζεται να την εξετάσει. Μόνο αφού εξαφανισθεί η πρωτοβάθμια απόφαση για άλλο λόγο, είναι δυνατή πλέον η εξέταση των ενστάσεων αυτών. Η μεταχείριση αυτή αρμόζει για τις καταχρηστικές και τις γνήσιες ενστάσεις, που δεν στηρίζονται σε αυτοτελές, αγώγιμο δικαίωμα και δεν συνιστούν ιδιαίτερο κεφάλαιο. Αντίθετα, οι γνήσιες ενστάσεις, που στηρίζονται σε αυτοτελές αγώγιμο δικαίωμα, αν απορριφθούν στον πρώτο βαθμό, δεν μπορούν να επανεξετασθούν ούτε μετά την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης, αν δεν έχουν μεταβιβασθεί στο Εφετείο με έφεση, αντίθετη έφεση ή αντέφεση (βλ. Νικ. Νίκα, Πολ.Δικονομία, εκδ.2016, σελ. 815 παρ.20).
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης, παραπονείται η εναγόμενη – εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της (άλλως τη μεταρρύθμισή της), ώστε να απορριφθεί συνολικά, η αγωγή των αντιδίκων της.
Όσον αφορά στο αίτημα της αγωγής περί επιδίκασης στους ενάγοντες χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αυτό είναι απορριπτέο ως νομικά αβάσιμο διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη, η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των ενοχικώς οφειλομένων αποδοχών και η παρακράτησή τους απ` αυτόν, όπως εν προκειμένω με βάση τα αναφερόμενα στην αγωγή, δεν συνιστά αδικοπραξία, οπότε δεν θεμελιώνει ούτε αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε νόμιμο το αίτημα αυτό της αγωγής και ακολούθως το έκανε εν μέρει δεκτό και ως ουσιαστικά βάσιμο, επιδικάζοντας σε καθένα από τους ενάγοντες το ποσό των 500 ευρώ, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη – εκκαλούσα με τον σχετικό τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσης και πρέπει, ως εκ τούτου, ως προς το κεφάλαιό της αυτό, να εξαφανιστεί.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα της εναγόμενης ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Με απόφαση της εναγόμενης, αντίστοιχα, οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από αυτήν, στις 22-4-1987 ο πρώτος και στις 20-5-1989 ο δεύτερος, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου για να εργαστούν με την ειδικότητα του τεχνικού οχημάτων ο πρώτος και του επόπτη μηχανημάτων ο δεύτερος. Κατά την πρόσληψή τους, η εναγόμενη τους κατέταξε στην Δ.Ε.2 μισθολογική κατηγορία προσωπικού σύμφωνα με την εφαρμοστέα Σ.Σ.Ε., κατά την οποία το υπαλληλικό προσωπικό της εναγόμενης κατατάσσεται σε μισθολογικά κλιμάκια ανάλογα με τα τυπικά προσόντα των εργαζόμενων. Ειδικότερα, για την Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Δ.Ε.), στην οποία υπάγονται οι ενάγοντες, προβλέπεται στο άρθρο 2 της Σ.Σ.Ε. του Υπαλληλικού Προσωπικού της ‘……….’’ (εναγόμενης) ότι ‘’… Στην Κατηγορία Δ.Ε. οι υποκατηγορίες:- Δ.Ε.3 για τους κατόχους πτυχίου Μέσων Τεχνικών Σχολών που καταργήθηκαν με τον Ν. 576/1977. – Δ.Ε.2 για τους κατόχους πτυχίου της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και για τους ανήκοντες στη Δ.Ε. Κατηγορία με τίτλο σπουδών των Σχολών Μαθητείας Ο.Α.Ε.Δ., των Κατώτερων Τεχνικών Σχολών και της Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης με την απαιτούμενη από τις σχετικές διατάξεις εμπειρία’’. Όσον αφορά στα τυπικά και αναγκαία για την πρόσληψή τους προσόντα, ο πρώτος ενάγων είναι απόφοιτος α) της Σιβιτανιδείου Δημόσιας Σχολής Τεχνών και Επαγγελμάτων, του Μηχανολογικού Τμήματος με κατεύθυνση Μηχανικών Αυτοκινήτων και κάτοχος του από 1980 σχετικού πτυχίου στο κείμενο του οποίου σημειώνεται ότι Ημερήσια Πρότυπη Μέση Τεχνική και Επαγγελματική Σχολή (Νέου Τύπου) και β) του 3ου εσπερινού Τεχνικού Νέας Φιλαδέλφειας του Τμήματος Βιομηχανικών Εγκαταστάσεων και Βιομηχανικής Παραγωγής του Μηχανολογικού Τομέα και κάτοχος του από 1988 σχετικού πτυχίου στο κείμενο του οποίου σημειώνεται ότι Το παρόν αποτελεί Τίτλο Απόλυσης Δ.Ε. παρ.6 άρθρο 6, ν.1566/85. Ο δεύτερος είναι απόφοιτος του ιδιωτικού Λυκείου Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού ΠΕΙΡΑΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ και κάτοχος του από 1986 σχετικού πτυχίου στο κείμενο του οποίου αναγράφεται ότι Το ανωτέρω πτυχίο είναι ισότιμο και ισοδύναμο με τα πτυχία που χορηγούν τα αντίστοιχα Δημόσια Λύκεια Ε.Ν. Τα παραπάνω πτυχία κατέθεσαν οι ενάγοντες, κατά την πρόσληψή τους, στην αρμόδια Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού της εναγόμενης κατά τις αναφερόμενες ημερομηνίες πρόσληψης τους ως αποδειχτικά των τυπικών προσόντων διορισμού τους στις συγκεκριμένες θέσεις εργασίας. Με βάση δε τα εν λόγω τυπικά τους προσόντα, έπρεπε να υπαχθούν στην Δ.Ε.3 μισθολογική κατηγορία προσωπικού της τελευταίας (εναγόμενης), δεδομένου ότι τα πτυχία τους, σύμφωνα με την αναφερόμενη νομοθεσία, είναι ισότιμα των πτυχίων των Μέσων Τεχνικών Σχολών που λειτούργησαν, κατά την προ του Ν. 576/1977 νομοθεσία. Την υπαγωγή τους αυτήν στην ως άνω Δ.Ε.3 κατηγορία, αιτήθηκε ο καθένας από τους ενάγοντες, τόσο προφορικά όσο και εγγράφως. Οι αιτήσεις τους, όμως, αυτές απορρίφθηκαν από τη Διεύθυνση Προσωπικού της εναγόμενης, με το σκεπτικό ότι ‘’…σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 της από 14.4.2000 Σ.Σ.Ε. και της από 23.10.2002 όμοιας, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το άρθρο 5 της από 26.10.2006 Σ.Σ.Ε., στην υποκατηγορία Δ.Ε.3 κατατάσσονται οι υπάλληλοι της Δ.Ε. κατηγορίας, που κατέχουν πτυχία Μέσων Τεχνικών Σχολών, που καταργήθηκαν με τον Ν. 576/71977 ’’. Στη συνέχεια, οι ενάγοντες, άσκησαν, μαζί με άλλους συναδέλφους τους, κατά της εναγόμενης εταιρίας, την από 23.12.2010, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/21-12-2010 αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αίτημα να υποχρεωθεί να τους εντάξει στην Δ.Ε.3 μισθολογική κατηγορία και να αναγνωρισθεί ότι τους οφείλονται οι μισθολογικές διαφορές που προκύπτουν από την υπαγωγή τους σε χαμηλότερο μισθολογικό κλιμάκιο από την 1-1-2005 μέχρι την άσκηση της αγωγής. Η αγωγή αυτή έγινε δεκτή, με την υπ΄αρ. 4214/2014 απόφασή του ως άνω Δικαστηρίου, όπως συμπληρώθηκε με την υπ΄ αρ. 2728/2015 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Κατά της ανωτέρω πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τους ενάγοντες η από 21.9.2015, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/28-9-2015, έφεση και από την εναγόμενη εταιρία η από 25.9.2015, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2015 έφεση, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 403/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που απέρριψε τις αντίθετες εφέσεις, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και υποχρέωσε την εναγόμενη να εντάξει τους ενάγοντες στη Δ.Ε.3 μισθολογική κατηγορία προσωπικού και ακόμη αναγνώρισε ότι τους οφείλει από την αιτία αυτή, μισθολογικές διαφορές από 1.1.2005. Η ένδικη αγωγή των εναγόντων ασκήθηκε βάσει του δεδικασμένου που απορρέει από την ως άνω υπ΄ αρ. 403/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και αφορά στην έννομη σχέση που τους συνδέει με την εναγόμενη. Με βάση τις παραδοχές της εν λόγω τελεσίδικης απόφασης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή και δέχθηκε ότι οφείλονται από την εναγόμενη εταιρία στους ενάγοντες, ως μισθολογικές διαφορές από την υπαγωγή τους στη Δ.Ε.2 μισθολογική κατηγορία αντί της προσήκουσας Δ.Ε.3, σύμφωνα και με τα ειδικότερα αναλυόμενα στην αγωγή κονδύλια, τα παρακάτω ποσά: Α. Στον πρώτο ενάγοντα: Για διαφορές μισθών: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.3.2005, 61,23 ευρώ, 2) από 1.4.2005 έως 31.12.2005, 227,96 ευρώ, 3) από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, 902,01 ευρώ, 4) από 1.1.2007 μέχρι 31.3.2007, 740,52 ευρώ, 5) από 1.4.2007 μέχρι 31.12.2007, 301,38 ευρώ, 6) από 1.1.2008 μέχρι 31.3.2009, 906,28 ευρώ, 7) από 1.4.2009 μέχρι 31.12.2009, 255,85 ευρώ, 8) από 1.1.2010 μέχρι 31.12.2010, 2.549,52 ευρώ. Για διαφορές υπερωριών κατά τις καθημερινές: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005, 78,09 ευρώ, 2) από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, 221,27 ευρώ, 3) από 1.l.2007 μέχρι 31.12.2007, 360,28 ευρώ, 4) από 1.1.2008 μέχρι 31.12.2008, 5,76 ευρώ, 5) από 1-1-2009 μέχρι 31-12-2009 84,88 ευρώ και 6) από 1.1.2010 μέχρι 31.12.2010, 291,02 ευρώ. Για διαφορές νυχτερινής εργασίας: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005, 2,12 ευρώ, 2) από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, 52,71 ευρώ, 3) από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, 4,62 ευρώ. Για διαφορές από την εργασία του τα Σάββατα: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005, 15,24 ευρώ, 2) από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, 82,46 ευρώ, 3) από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, 156,11 ευρώ, 4) από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009, 80,86 ευρώ και 5) από 1.1.2010 μέχρι 31.12.2010, 385,23 ευρώ. Για διαφορές από την εργασία του τις Κυριακές και αργίες: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005, 31,70 ευρώ, 2) από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, 125,98 ευρώ, 3) από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, 116,32 ευρώ, 4) από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009, 47,64 ευρώ και 5) από 1.1.2010 μέχρι 31.12.2010, 112,53 ευρώ. Για διαφορές επιδομάτων εορτών: 1) για διαφορά δώρου Πάσχα 2005 ποσού 60,48 ευρώ, για διαφορά δώρου Πάσχα έτους 2006 ποσού 149,40 ευρώ, για διαφορά δώρου Πάσχα 2007 ποσού 316,74 ευρώ, για διαφορά δώρου Χριστουγέννων έτους 2006 ποσού 61,31 ευρώ, για διαφορά δώρου Χριστουγέννων 2007 ποσού 145,85 ευρώ, για διαφορά δώρου Πάσχα 2008 ποσού 161,02 ευρώ, για διαφορά δώρου Χριστουγέννων 2008 ποσού 280,91 ευρώ, για διαφορά δώρου Πάσχα 2009 ποσού 251,81 ευρώ, για διαφορά δώρου Χριστουγέννων 2009 147,24 ευρώ, και για διαφορά δώρου Πάσχα 2010 διαφορά 484,73 ευρώ, για διαφορές επιδόματος αδείας για το έτος 2006, 35,85 ευρώ και για το έτος 2007, 98,60 ευρώ και για το έτος 2009 238,28 ευρώ. Ακόμη δέχτηκε ότι εκ του γεγονότος ότι η εναγόμενη δεν κατέταξε τον πρώτο ενάγοντα στην κατηγορία ΔΕ3 του δημιούργησε ηθική βλάβη για την οποία δικαιούται ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 500 ευρώ. Β. Στον δεύτερο ενάγοντα: Για διαφορές μισθών: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005, 286,26ευρώ, 2) από 1.1.2006 μέχρι 30.4.2006, 185,78 ευρώ, 3) από 1.5.2006 μέχρι 31.12.2006, 770,47 ευρώ, 4) από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, 1.021,53 ευρώ, 5) από 1.1.2008 μέχρι 30.4.2008, 293,12 ευρώ, 6) από 1 5.2008 μέχρι 31.12.2008, 559,68 ευρώ, 7) από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009, 993,57 ευρώ, 8) από 1.1.2010 έως 30.4.2010, 432,92 ευρώ και 9) από 1.5.2010 μέχρι 31.12.2010, 2.023,88 ευρώ. Για διαφορές υπερωριών για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005-31-12-2005 δικαιούται διαφορές ποσού 175,56 ευρώ, για το έτος 2006 ποσό 943,63 ευρώ, για το έτος 2007 531,84 ευρώ, για το έτος 2008 19,80 ευρώ, για το έτος 2009 351,90 ευρώ και για το έτος 2010 583,20 ευρώ. Για διαφορές νυχτερινής εργασίας: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005, 230,20 ευρώ, 2) από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, 430,79 ευρώ, 3) από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, 435,46 ευρώ, 4) από 1.1.2008 μέχρι 31.12.2008, 44,69 ευρώ, 5) από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009, 429,93 ευρώ και 6) από 1.1.2010 μέχρι 31.12.2010 2.664,42 ευρώ. Για διαφορά από την εργασία του κατά τα Σάββατα: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005, 56,88 ευρώ, 2) από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, 191,70 ευρώ, 3) από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, 170,35 ευρώ, 4) από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009, 114,88 ευρώ και 5) από 1.1.2010 μέχρι 31.12.2010, 336,76 ευρώ. Για διαφορές από την εργασία του κατά τις Κυριακές και αργίες: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005, 151,63 ευρώ, 2) από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, 427,98 ευρώ, 3) από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, 344,35 ευρώ, 4) από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009, 247,34 ευρώ και από 1.1.2010 μέχρι 31.12.2010, 556,34ευρώ. Για διαφορές επιδομάτων εορτών: 1) για, διαφορά δώρου Χριστουγέννων 2005 23,05 ευρώ, για διαφορά δώρου Πάσχα 2006 187,78 ευρώ, για διαφορά δώρου Πάσχα 2007 288,98 ευρώ, για διαφορά δώρου Χριστουγέννων 2007 286,15 ευρώ, για διαφορά δώρου Πάσχα 2008 149,50 ευρώ, για διαφορά δώρου Χριστουγέννων 2008 285,18 ευρώ, για διαφορά για διαφορά δώρου Χριστουγέννων 2009 426,60 ευρώ, για διαφορά δώρου Πάσχα 2009 258,69 ευρώ, για διαφορά δώρου Πάσχα 2010 862,22 ευρώ. Για διαφορές επιδόματος αδείας για το έτος 2009 443,21 ευρώ. Ακόμη δέχτηκε ότι εκ του γεγονότος ότι η εναγόμενη δεν κατέταξε τον πρώτο ενάγοντα στην κατηγορία ΔΕ3 του δημιούργησε ηθική βλάβη για την οποία δικαιούται ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 500 ευρώ. Ήτοι συνολικά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε, για τις ως άνω αιτίες, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 11.693,83 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 19.718,20 ευρώ.
Η εκκαλούσα – εναγόμενη παραπονείται με τον πρώτο και δεύτερο λόγο της έφεσής της, κατ΄ εκτίμησή του δικογράφου της, ότι, εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση, παρά τον πρωτοδίκως προταθέντα σχετικό ισχυρισμό της, αφενός μεν δεν υπολόγισε, στις επιδικασθείσες στους ενάγοντες ως άνω διαφορές αποδοχών, τις μειώσεις που επέφεραν οι εφαρμοστικοί των μνημονίων νόμοι Ν. 3833/2010 και 3845/2010 (στις τακτικές αποδοχές, στο ύψος των επιδομάτων εορτών κ.λπ.), οι οποίοι καταλαμβάνουν και το προσωπικό της εναγόμενης, Όσον αφορά, όμως, τον ως άνω ισχυρισμό της εναγόμενης, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην υπό στοιχείο IΙ μείζονα σκέψη, πράγματι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επιδίκασε τις οφειλόμενες στους ενάγοντες διαφορές αποδοχών για το έτος 2010 υπολογίζοντας αυτές χωρίς να λάβει υπόψη τις μειώσεις που είχαν υποστεί από 1.1.2010, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των ως άνω νόμων (της παρ. 5 του άρθρου 1 του Ν.3833/2010 και της παρ.4 του άρθρου 3 του Ν.3845/2010) για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης, έσφαλε. Ειδικότερα, όπως αναφέρθηκε στη σχετική μείζονα σκέψη, με το άρθρο 1 του Ν. 3833/2010 και το άρθρο 3 του Ν. 3845/2010 προβλέφθηκε η μείωση των αποδοχών των υπηρετούντων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των εταιριών του Ν.3429/2005, τόσο του Κεφαλαίου Α΄ όσο και του Κεφαλαίου Β΄, εφόσον στην τελευταία περίπτωση η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο δεν υπολείπεται του 50%. Η εναγόμενη εμπίπτει δε στο Κεφάλαιο Β΄ του Ν. 3429/2005 καθώς είναι εισηγμένη ανώνυμη εταιρία, στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας το Δημόσιο, κατά τον κρίσιμο χρόνο της έναρξης ισχύος του Ν. 3833/2010 (15-3-2010), συμμετείχε με ποσοστό 74,14%, και, επομένως, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 8 του Ν.3833/2010, εφαρμόζονται σε αυτήν οι ρυθμίσεις των παραγράφων 5, 6 και 7 του Ν. 3833/2010 (βλ. Εφ.Πειρ. 720/2018, Εφ.Πειρ. 635/2017 αδημ. στο νομικό τύπο). Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν δεκτοί οι ως άνω λόγοι της έφεσης ως βάσιμοι κατ΄ ουσία και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση όσον αφορά στο κεφάλαιό της σχετικά με τις επιδικασθείσες διαφορές αποδοχών των εναγόντων που αφορούν στο έτος 2010, ενώ δεν θίγονται τα κεφάλαιά της που αφορούν στο προγενέστερο διάστημα των ετών 2005-2009, καθώς, κατά τα έτη αυτά, δεν ίσχυαν οι προαναφερθέντες μνημονιακοί νόμοι και οι μειώσεις των αποδοχών, που αυτοί επέφεραν. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση να ερευνηθεί ως προς τα πρωτοδίκως υποβληθέντα προς οριστική διάγνωση της διαφοράς ζητήματα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η παρακάτω αναφερόμενη καταλυτική της αγωγής ένσταση παραγραφής, την οποία η εναγόμενη είχε προβάλει νόμιμα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επαναφέρει με τις προτάσεις της και στο Δικαστήριο τούτο, για την εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας της οποίας, αυτό, στο βαθμό που εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, καθίσταται αρμόδιο κατά τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 του ΚΠΟΛΔ, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία (υπό στοιχείο IV) μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, όσον αφορά στην ένσταση παραγραφής, που είχε προβληθεί στον πρώτο βαθμό από την εναγόμενη με τις πρωτόδικες προτάσεις της και η οποία απορρίφθηκε σιγή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απαραδέκτως καταρχάς επαναφέρεται με τις προτάσεις της εκκαλούσας – εναγόμενης, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην υπό στοιχείο IV μείζονα σκέψη, διότι η απόρριψή της δεν περιέχεται ως λόγος έφεσης στο δικόγραφο αυτής. Εφόσον, όμως, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίστηκε από το Δικαστήριο τούτο, κατά τα προαναφερθέντα, για άλλους λόγους, όπως οι τελευταίοι εκτέθηκαν ανωτέρω και ως προς τα κεφάλαιά της αυτά, κατά τα επίσης αναφερθέντα στην ίδια μείζονα σκέψη, το παρόν Δικαστήριο θα εξετάσει την προβληθείσα πρωτοδίκως ένσταση (παραγραφής) για τις ένδικες αξιώσεις των εναγόντων που αφορούν στο έτος 2010, όχι όμως για τις αξιώσεις τους που αφορούν στα προηγούμενα έτη, καθώς ως προς αυτά δεν εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, οπότε το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να εξετάσει την ως άνω ένσταση παραγραφής, διότι αυτή, όπως εκτενώς προεκτέθηκε, δεν επαναφέρθηκε με το δικόγραφο της έφεσης ή πρόσθετων λόγων της, αλλά μόνο με τις προτάσεις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Σχετικά λοιπόν με τις επίδικες αξιώσεις του έτους 2010, η εναγόμενη υποστηρίζει ότι έχουν υποπέσει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 250 ΑΚ, πενταετή παραγραφή καθώς από το τέλος του έτους που γεννήθηκαν έως την άσκηση της ένδικης από 11.9.2017 αγωγής (η οποία κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 12.9.2017 και της επιδόθηκε στις 14.9.2017) έχει παρέλθει χρόνος μεγαλύτερος της πενταετίας. Οι ενάγοντες προβάλλοντας αντένσταση, ισχυρίστηκαν με τις πρωτόδικες προτάσεις τους, ότι, με την τελεσιδικία της υπ΄αρ. 403/2017 απόφασης, επί τη βάσει του δεδικασμένου της οποίας ασκήθηκε η ένδικη αγωγή, ο χρόνος παραγραφής των επίδικων αξιώσεων επιμηκύνθηκε σε 20 έτη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 268 ΑΚ. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο ΙΙΙ μείζονα σκέψη, ναι μεν, κατά τη διάταξη του άρθρου 268 ΑΚ, ‘’Κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια, και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή’’, αλλά η νέα αυτή (εικοσαετής) παραγραφή προϋποθέτει αναγκαίως, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου την ύπαρξη αξίωσης, που δεν έχει ήδη υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή. Στην προκείμενη περίπτωση κατά το χρόνο έκδοσης της προαναφερθείσας (υπ΄αρ. 403/25-7-2017) τελεσίδικης απόφασης (με την οποία υποχρεώθηκε η εναγόμενη να εντάξει τους ενάγοντες στην Δ.Ε.3 μισθολογική κατηγορία προσωπικού και αναγνωρίσθηκε ότι οφείλονται σε αυτούς οι ανάλογες, από την εν λόγω ένταξη, μισθολογικές διαφορές), είχε ήδη παρέλθει ο χρόνος της βραχυχρόνιας παραγραφής των πέντε (5) ετών για τις ένδικες αξιώσεις των εναγόντων και συνεπώς δεν επήλθε παράταση αυτής σε είκοσι (20) έτη. Επομένως, οι αξιώσεις των εναγόντων για το έτος 2010, (για το οποίο μόνο δύναται να εξετάσει την εν λόγω ένσταση το παρόν Δικαστήριο, όπως ανωτέρω σημειώθηκε), πρέπει να απορριφθούν κατ΄ ουσία λόγω παραγραφής. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, από το συνολικά επιδικασθέν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ποσό σε κάθε έναν από τους ενάγοντες για τις διαφορές αποδοχών, πρέπει να αφαιρεθούν τα ποσά που αφορούν στο έτος 2010. Πιο συγκεκριμένα, ως προς τον πρώτο ενάγοντα, από το ποσό των 11.693,83 ευρώ, πρέπει να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 4.323,03 ευρώ, που σχετίζεται με το ως άνω έτος (ήτοι διαφορές: μισθών 2.549,52 ευρώ, υπερωριών 291,02 ευρώ, εργασίας κατά τα Σάββατα 385,23 ευρώ, εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες 112,53 ευρώ και διαφορά δώρου Πάσχα 2010 484,73 ευρώ καθώς επίσης και το ποσό των 500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης) και να διαμορφωθεί το τελικό ποσό που θα επιδικασθεί σε αυτόν σε 7.370,80 (11.693,83-4.323,03) ευρώ. Ως προς τον δεύτερο ενάγοντα, από το ποσό των 19.718,20 ευρώ, πρέπει να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 7.526,82 ευρώ, που σχετίζεται με το ως άνω έτος{ήτοι διαφορές: μισθών 2.023,88 ευρώ, και 583,20 ευρώ υπερωριών κατά τις καθημερινές, 2.664,42 ευρώ υπερωρίες νυχτερινής εργασίας, εργασία κατά τα Σάββατα 336,76 ευρώ, εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες 556,34 ευρώ και διαφορά δώρου Πάσχα 862,22 ευρώ) καθώς επίσης και το ποσό των 500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης και να διαμορφωθεί το τελικό ποσό που θα επιδικασθεί σε αυτόν σε 12.191,38 ευρώ.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που, με την εκκαλουμένη απόφαση, κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου σχετικούς λόγους της ένδικης έφεσης, όπως παραπάνω αναφέρθηκαν, αυτή (εκκαλουμένη) να εξαφανισθεί ως προς τα προαναφερθέντα κεφάλαιά της. Ακολούθως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη έφεση και ως βάσιμη και κατ΄ ουσία κι αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, μέσα στα πλαίσια που εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 7.370,80 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 12.191,38 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό, σύμφωνα με τις ΣΣΕ του υπαλληλικού προσωπικού της ……….. και την εργατική νομοθεσία, έως την πλήρη εξόφληση. Πρέπει, τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών κι ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 ΚΠΟΛΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων- εφεσίβλητων κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, εις βάρος της εναγόμενης- εκκαλούσας, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει: την έφεση, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση αυτή κατά το τυπικό και εν μέρει και κατά το ουσιαστικό της μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 725/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Κρατεί την από 11-9-2017 και με αριθμό ………./2017 αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας αυτήν.
Απορρίπτει ότι έκρινε ως απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι που αναφέρεται στο σκεπτικό κατέστη απαιτητό, έως την εξόφληση, στον μεν πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα ευρώ και ογδόντα λεπτών (7.370,80) στον δε δεύτερο ενάγοντα, το συνολικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων εκατό ενενήντα ενός ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (12.191,38).
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων – εφεσίβλητων για τον παρόν βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος της εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 7-11-2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ