ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 533/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από το Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του διηγόρο Γεώργιο Κοντοσέα με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία “………”, η οποία εδρεύει στον Πειραιά, με ΑΦΜ: ……. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της διηγόρο Χριστίνα Σφαέλλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών – εφεσίβλητος – ενάγων …….., ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 17.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου …….//2020 αγωγή, σε βάρος της ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας – εναγομένης εταιρείας, επί της οποίας, συζητήσεως γενομένης την 25.10.2021, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθμό 1616/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.
Ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 28.6.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……/2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……./2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 27.4.2023 και κατόπιν αυτεπάγγελτου επαναπροσδιορισμού με την 75/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.
Την ίδια απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προσβάλλει και η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγομένη και ήδη εκκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία “……..”, με την από 12.9.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………./2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……./2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 27.4.2023 και κατόπιν αυτεπάγγελτου επαναπροσδιορισμού με την 75/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: α) Η από 28.6.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……../2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …../2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος και β) η από 12.9.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……../2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……./2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, αμφότερες στρεφόμενες κατά της εκδοθείσας υπ’ αριθμ. 1616/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, τα οποία πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρο 246, 524 παρ.1 εδαφ.α΄και 591 παρ.1 εδαφ.α΄και ζ΄του ΚΠολΔ).
ΙΙ. Η κρινόμενη από 28.6.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……../2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……./2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της υπ’ αριθμ. 1616/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3, 621 του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), επί της ασκηθείσας σε βάρος της εφεσίβλητης – εναγομένης από 23.12.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ……./2020 αγωγής του εκκαλούντος – ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, διώκοντος με αυτήν την επιδίκαση διαφόρων χρηματικών απαιτήσεών του σε βάρος της εναγομένης, συνολικού ποσού 28.817,35 ευρώ πλέον τόκων, απορρέουσα από σύμβαση ναυτολόγησής του σε πλοίο, πλοιοκτησίας της αντιδίκου του, με την ειδικότητα του ανθυποπλοιάρχου, σε εκτέλεση της οποίας παρείχε εξαρτημένη ναυτική εργασία στο εν λόγω πλοίο, κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα και με την οποία (πρωτόδικη απόφαση) έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή του ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και, αφενός μεν υποχρεώθηκε η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 25.448,22 ευρώ, νομιμοτόκως, σύμφωνα με τις ειδικότερα διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό της απόφασης διακρίσεις, ενώ, επιπροσθέτως, καταδικάσθηκε και σε μέρος της δικαστικής του δαπάνης, ποσού 850 ευρώ, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 29.6.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………./29.6.2022)προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης, η οποία ωστόσο επιδόθηκε το πρώτον με επιμέλεια του ενάγοντος στην εναγομένη την 13.7.2022 (και όχι ως εκ παραδρομής αναγράφεται εσφαλμένα το έτος 2021 στην ….. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς με έδρα το Εφετείο Πειραιώς ……….. και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ. α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).
ΙΙΙ. Η επίσης εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εφεσίβλητη – εναγόμενη άσκησε, κατά της αυτής ως άνω πρωτόδικης απόφασης την από 12.9.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……../2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) έφεση κατά του εν μέρει ητηθέντος ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, η οποία έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 12.9.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………./12.9.2022), με την επισήμανση ότι η εκαλουμένη επιδόθηκε το πρώτον με επιμέλεια του ενάγοντος στην εναγομένη την 13.7.2022 (και όχι ως εκ παραδρομής αναγράφεται εσφαλμένα το έτος 2021 στην …. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς με έδρα το Εφετείο Πειραιώς ……….), ήτοι εντός της προβλεπόμενης στο νόμο τριακονθήμερης προθεσμίας λαμβανομένης υπόψη της κατ΄ άρθρο 147 ΚΠολΔ αναστολής προθεσμίας άσκησης του υπό κρίση ενδίκου μέσου κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), επίσης κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση.
IV. Ο ενάγων με την αγωγή του ισχυρίσθηκε ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτού και της εναγομένης εταιρείας, πλοιοκτήτριας του με ελληνική σημαία φορτηγού – οχηματαγωγού πλοίου «Τ», κοχ 1517,80, ναυτολογήθηκε τις αναλυτικά αναφερόμενες ημερομηνίες ως ανθυποπλοίαρχος στο ως άνω πλοίο, το οποίο εκτελούσετα αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια, της συμβάσεως εργασίας του διεπόμενης κατόπιν ρητής συμφωνίας των διαδίκων από την ελληνική ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019. Ότι κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, εργαζόταν κατά περίπτωση υπερωριακά, ότι το ως άνω πλοίο εκτελούσε τα αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές και ότι μολονότι απολύθηκε λόγω επιθεώρησης πλοίου και ακολούθως ανέμενε την επαναυτολόγησή του, εντούτοις ουδέποτε κλήθηκε από την εναγομένη προκειμένου να ναυτολογηθεί εκ νέου. Ότι από τις ένδικες ναυτολογήσεις του στο ως άνω πλοίο της εναγομένης, διατηρεί σε βάρος της τελευταίας απαιτήσεις για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης και λόγω δρομολογίων εξπρές, για διαφορά επιδομάτων Χριστουγέννων 2019 και 2020 και Πάσχα έτους 2020, καθώς και για αποζημίωση λόγω απόλυσης. Με βάση το ιστορικό αυτό, ως εκτενέστερα εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο, ο ενάγων, ζητεί να υποχρεωθεί να του καταβάλει για τις ως άνω αιτίες το συνολικό ποσό των 28.817,85€ με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του 23-9-2020, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επίσης να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη. Με την εκκαλούμενη απόφαση, η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως δε, αφού απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο το κονδύλιο της αποζημίωσης λόγω απόλυσης του του ναυτικού διότι δεν επαναπροσλήφθηκε εντός διμήνου ενώ δέχθηκε κατά τα λοιπά την αγωγή και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 25.448,22 με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως που αντιστοιχεί στην αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης στο πλοίο της εναγομένης για τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι με τις υπό κρίση δύο εφέσεις τους για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο κάθε δικόγραφο λόγους, οι οποίοι, στο σύνολό τους εκτιμώμενοι, ανάγονται σε κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ως προς τα κεφάλαια αυτής, που αφορούν στο σύνολο των αγωγικών κονδυλίων, ζητώντας ο μεν εκκαλών – ενάγων την ουσιαστική παραδοχή του κονδυλίου της αποζημίωσης απόλυσης που απορρίφθηκε πρωτοβαθμίως ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υπόθεσης κατά τα κεφάλαιο της αγωγής που μεταβιβάσθηκε προς κρίση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η δε εναγομένη – εκκαλούσα την εν συνόλω απόρριψη των κονδυλίων που έγιναν δεκτά ως κατ΄ουσίαν βάσιμα και την απόρριψη της αγωγής αντίστοιχα.
V. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν επιμελεία των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όλων των εγγράφων ανεξαιρέτως, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν δεν γίνεται μνεία σε καθένα από αυτά χωριστά, προκειμένου να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ.β΄, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), των υπ’ αριθμ. ….. και …/22-10-2021 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά …………, η οποία – λήφθηκε με επιμέλεια της εναγομένης μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη (προ τουλάχιστον 2 εργάσιμων ημερών – άρθρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 Ν. 4335/2015) κλήτευση της υπογράφουσας το αγωγικό δικόγραφο δικηγόρου (σχ. η υπ’ αριθμ. …../19-10-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά . ……….), αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία φορτηγού – οχηματαγωγού πλοίου «Τ» με αριθμό νηολογίου Πειραιά …., κοχ 1.517,80 διεθνές διακριτικό σήμα ….., ο ενάγων ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε με την ειδικότητα του ανθυποπλοιάρχου α) από 4- 5-2019 έως 15-1-2020, οπότε η σύμβασή του λύθηκε αμοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου, β) από 20-1-2020 έως 23-9-2020, οπότε απολύθηκε λόγω διακοπής δρομολογίων συνεπεία ετήσιας επιθεώρησης. Οι όροι ναυτολόγησης και αμοιβής συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να διέπονται από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 3170/12- 8-2019, παρόλο που το ως άνω πλοίο δεν ήταν επιβατηγό ακτοπλοϊκό αλλά φορτηγό. Το ένδικο πλοίο μετέφερε κατά κύριο λόγο φορτηγά οχήματα και δη βυτιοφόρα μεταξύ των λιμένων Πειραιά και Χανιών αλλά και Μυκόνου, Κω, Ρόδου. Ειδικότερα, κάθε Κυριακή κατέπλεε νωρίς το πρωί στον Πειραιά, όπου και διανυκτέρευε. Την Δευτέρα αναχωρούσε περί τις 16:00 για Μύκονο, Κω, Ρόδο, όπου έφτανε το πρωί της Τρίτης. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας αναχωρούσε για Πειραιά, όπου έφτανε περί τις 14:00 της Τετάρτης. Το βράδυ της ίδιας μέρας αναχωρούσε στις 20:00 για Χανιά, όπου έφτανε την Πέμπτη το πρωί. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας αναχωρούσε στις 20:00 για Πειραιά, όπου έφτανε στις 6:00 της Παρασκευής. Ακολούθως την Παρασκευή αναχωρούσε από Πειραιά στις 20:00 και έφτανε στα Χανιά στις 6:00 του Σαββάτου, απ’ όπου αναχωρούσε στις 20:00 για Πειραιά. Τα καθήκοντα του ενάγοντος, ο οποίος έφερε την ειδικότητα του ανθυποπλοιάρχου, καθορίζονται από τον κανονισμό εργασίας επί ελληνικών φορτηγών πλοίων (ΒΔ 806/1970) όπου απαριθμούνται τα καθήκοντα της ειδικότητας αυτής τόσο εν πλω όσο και κατά τη διάρκεια που το πλοίο βρίσκεται σε λιμάνι. Τελούσε υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του πλοιάρχου, ενώ στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν η συμμετοχή του στις εργασίες φόρτωσης και εκφόρτωσης δίνοντας οδηγίες στο κατώτερο προσωπικό καταστρώματος, ενώ απασχολούταν και με γραφική εργασία, συντάσσοντας έγγραφα του πλοίου, δεδομένου ότι στο ως άνω πλοίο δεν υπηρετούσε υποπλοίαρχος. Ειδικότερα ο ενάγων κατά το χρόνο που το πλοίο ευρισκόταν ελλιμενισμένο σε κάποιο λιμένα ακόμα και την ημέρα της Κυριακής όταν εκτελούσε καθήκοντα αξιωματικού φυλακής επί δύο εξάωρα επέβλεπε τυχόν εργασίες που ελάμβαναν χώρα στο πλοίο, εκτελούσε την απαιτούμενη γραφική εργασία, διεξήγαγε την αναγκαία επικοινωνία με τις λιμενικές αρχές για τη θεώρηση εγγράφων και μεριμνούσε για την εν γένει εκπλήρωση των εργασιών που σχετίζονται με τα καθήκοντα της ειδικότητας του, όπως αυτά ορίζονται στο ΒΔ 806/1970. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι στο εν λόγω πλοίο υπηρετούσαν δύο μόνο αξιωματικοί καταστρώματος, ήτοι ο ενάγων και ένας ακόμη ανθυποπλοίαρχος, οι οποίοι και εκτελούσαν ανά εξάωρο τις φυλακές βάρδιας, που τηρούνταν όλο το εικοσιτετράωρο. Ο καταμερισμός του χρόνου της παρεχόμενης εργασίας των άνω δύο αξιωματικών του πλοίου σε δυο βάρδιες ημερησίως προκύπτει από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, απορριπτομένου ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν του ισχυρισμού της εναγομένης ότι εκτελούσε υπηρεσία φυλακής και ο πλοίαρχος του πλοίου. Η εναγομένη – εκκαλούσα της δεύτερης έφεσης με τον πρώτο λόγο αυτής διατείνεται ότι ο ενάγων κατά το χρόνο που το πλοίο παρέμενε στα Χανιά ή τον Πειραιά ολόκληρη την ημέρα ουδεμία υπερωριακή εργασία εκτελούσε. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγόμενης, ωστόσο δεν κρίνεται ως βάσιμος κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο ενάγων κατά το χρόνο που το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες απασχολείτο και με τα έτερα προβλεπόμενα στο νόμο καθήκοντα του, όπως ενδεικτικά εργασίες γραφείου, επιτήρηση εργασιών στο πλοίο, εποπτεία φορτοεκφορτώσεως οχημάτων στο πλοίο. Να σημειωθεί ότι κατά την ημέρα της Κυριακής και αργιών όπου το πλοίο δεν εκτελούσε πλου και υπήρχε μειωμένος ρυθμός εργασιών λόγω της αργίας ο ενάγων είχε οριστεί ως αξιωματικός φυλακής στο πλαίσιο της οποίας διεκπεραίωνε την εργασία γραφείου του πλοίου. Μάλιστα η εναγομένη στον ίδιο λόγο έφεσης προς επίρρωση της άρνησης του επίδικου κονδυλίου διατείνεται ότι ο καταβαλλόμενος μισθός του ενάγοντος έφερε το χαρακτήρα του κλειστού στο πλαίσιο του οποίου του κατέβαλε άπαξ μηνιαίως το ποσό των 254 ευρώ για υπερωριακή απασχόληση, 601,98 ευρώ υπερωρία για τα Σάββατα και τις Κυριακές, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός πέραν του ότι τεκμηριώνει αποδεικτικά τον αγωγικό ισχυρισμό περί υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, δεν προέκυψε ως βάσιμος κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι όπως έγινε δεκτό ανωτέρω η υπερωριακή απασχόληση του ναυτικού υπερέβαινε κατά πολύ τον αριθμό των υπερωριών που είχε υπολογίσει η εναγόμενη και κατέβαλε μηνιαίως με το μισθό. Ακολούθως εκτιμώντας το είδος, τις συνθήκες και τα καθήκοντα της ειδικότητας του ενάγοντος σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι κατέστη αναγκαίο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών λειτουργίας του πλοίου, ο ενάγων να εργαστεί υπερωριακά κατά μέσο όρο, ι) τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές επί τέσσερις (4) ώρες την ημέρα, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες την ημέρα. Συνεπώς ο ενάγων δικαιούται για αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, κατά το οποίο εργάσθηκε επί 70 Σάββατα και 18 αργίες το ποσό των (88 ημέρες Χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 13,28€ αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά την οικεία ΣΣΝΕ) 14.023,68€, έναντι του οποίου έλαβε ως συνομολογεί το ποσό των 9.532,65€, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 4.491,03€, ιι) ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας για 417 καθημερινές και Κυριακές το ποσό των (417X4X11,68€) 19.482,24€, έναντι του οποίου έλαβε ως συνομολογεί ποσό 4.242€, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 15.240,24€. Δεδομένου ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονται σε ποσό 5.194,49€ [(μισθός ενεργείας 1.531,69+ επίδομα Κυριακών 336,97+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64+ μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40+ επίδομα αδείας 524,60+ ειδικό επίδομα αξιωματικού καταστρώματος 30,79€ + επίδομα παραλαβής, ελέγχου στοιβασίας και επίβλεψης φορτοεκφορτώσεως οχημάτων 182,20€ + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής 1.952,20€ (33.505,92€ η αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης / 505 ημέρες εργασίας = 66,34€ Χ30=1.990,2€, πλην όμως ο ενάγων συνυπολογίζει μόνο το ποσό των 1.952,20€ (αρ. 106 ΚΠολΔ), ο ενάγων δικαιούται ι) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2019 έναν μηνιαίο μισθό, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 4-5-2019 έως 31-12-2019, ήτοι 242 ημέρες, και το ποσό ίσο με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες απασχόλησης, ήτοι το ποσό των 5.289,95€ (5.194,49 Χ2/25= 415,55€ Χ 12.73 δεκαεννιαήμερα) υπερβαίνει τον μηνιαίο μισθό του. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε ως συνομολογεί ποσό 2.951,01€, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 2.243,48€, β) για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2020, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 1-1-2020 έως 15-1-2020 και από 20-1-2020 έως 30-4-2020, ήτοι για 117 ημέρες, ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε οκταήμερα απασχόλησης και δη ποσό 2.531,30 ευρώ (5.194,49Χ/2= 2.597,245€Χ/15 = 173,14 Χ 14,62 οκταήμερα), έναντι του οποίου έλαβε ως συνομολογεί ποσό 1.449,73€, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 1.081,57€, γ) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2020, δεδομένου ότι απασχολήθηκε για το χρονικό διάστημα από 1-5-2020 έως 23-9-2020, ήτοι 146 ημέρες, ποσό ίσο με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες απασχόλησης, ήτοι το ποσό των 3.191,42€ (5.194,49 Χ2/25= 415,55€ Χ 7,68 δεκαεννιαήμερα), έναντι του οποίου έλαβε ως συνομολογεί ποσό 1.772,15, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 1.419,27€. Με το δεύτερο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα – εναγομένη διατείνεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση εάν είχε εκτιμήσει ορθά τις αποδείξεις τότε θα δεχόταν ότι ο <<κλειστός>> μισθός που κατέβαλε στον αντίδικό της περιλάμβανε και όλα τα επιδόματα που έπρεπε να λάβει και δη τα επιδόματα Χριστουγέννων – Πάσχα τα οποία η εκκαλουμένη υπολόγισε με βάση τις ώρες υπερωριακής απασχόλησης τις οποίες δέχθηκε. Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει, ωστόσο, να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος καθώς όπως ανωτέρω έγινε δεκτό ο καταβαλλόμενος μισθός δεν έφερε το χαρακτήρα του κλειστού δεδομένου ότι η αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος υπερέβαινε κατά πολύ το ύψος των αντίστοιχων αποδοχών που η εναγόμενη κατέβαλε για την αιτία αυτή. Ενόψει των όσων αποδείχθηκαν στα πλαίσια του πρώτου και δευτέρου λόγου της έφεσης της εκκαλούσας – εναγομένης και δη ότι ο ενάγων εργαζόταν υπερωριακά καθημερινά και δη εργαζόταν επί δώδεκα ώρες ημερησίως, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος που συνυπολογίσθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση προς ανεύρεση της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, υπολογίσθηκε επί τη βάση εργασίας δώδεκα ωρών καθημερινά, χωρίς οι μαθηματικοί υπολογισμοί της εκκαλουμένης αποφάσεως να πλήττονται από τους διαδίκους, τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ακολούθως η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι το ένδικο πλοίο εκτελούσε λιγότερα από 5 κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως που διαρκούσαν πάνω από δώδεκα ώρες. Πλέον συγκεκριμένα δέχθηκε ότι εκτέλεσε συνολικά 44.83/8= 5,60 δρομολόγια εξπρές κατά τα οριζόμενα στο αρ. 33 παρ. 3 και 4 της εφαρμοζόμενης ΣΣΕ, για καθένα από τα οποία δικαιούτο ως αμοιβή ποσό 1/30 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του και συνολικά (5.194,49€ οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του κατά τα προαναφερόμενα /30 Χ5,6 δρομολόγια=) 969,63€. Η εναγομένη τόσο με τις πρωτοβάθμιες προτάσεις της όσο και με τον τρίτο λόγο της έφεσής της διατείνεται ότι από τα αναφερόμενα στην εκκαλουμένη τριάντα (30) κυκλικά ταξίδια εννέα (9) από αυτά που πραγματοποιήθηκαν κατ΄ενδεικτική απαρίθμηση αυτών στις 7.8.2019/14.8.2019/21.8.2019/ 28.8.2019/27.11.2019/8.7.2020/22.7.2020 και 29.7.2020 το πλοίο μετά την άφιξή του στο λιμένα αναχώρησης παρέμεινε για χρονικό διάστημα μικρότερο ή ίσο των έξι (6) ωρών επικαλούμενη προς απόδειξη του ισχυρισμού της αυτού το ημερολόγιο θέσης του πλοίου. Πλην όμως οι εγγραφές που έχουν καταχωρηθεί στο ημερολόγιο αυτό δεν διασταυρώνονται και δεν επαληθεύονται με τις μηνιαίες καταστάσεις παρακολούθησης MRV, που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων καθώς και από τα αποσπάσματα του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου Τ, καθ’ ό μέρος αυτά προσκομίζονται. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν και ο τρίτος λόγος της έφεσης. Ομοίως απορριπτέος τυγχάνει και ο τέταρτος λόγος της έφεσης της εκκαλούσας εναγομένης που αναφέρεται στην καταδίκη της τελευταίας σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος καθώς ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 178 ΚΠολΔ λόγω της εν μέρει ήττας της εναγομένης στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 27 της ΣΣΝΕ Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 3170/12- 8-2019, σε κάθε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιοδήποτε λόγο πέραν των 60 ημερών καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές 22 ημερών. Από τη διάταξη αυτή, η οποία έχει εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, επέχει ισχύ νόμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 και κατισχύει των συναφών διατάξεων των άρθρων 173 παρ. 1 και 174 παρ. 3 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (Ν.Δ. 187/1973), ως νεότερη, προκύπτει ότι, σε περίπτωση που ο ναυτικός απολυθεί από την εργασία του σε επιβατηγό ακτοπλοϊκό σκάφος, λόγω διακοπής των πλόων αυτού, για οποιοδήποτε λόγο, δηλαδή και λόγω ετήσιας επιθεώρησης και δεν επαναυτολογηθεί μέσα σε προθεσμία 60 ημερών από την «προσωρινή» απόλυσή του, η ανυπαίτια και χωρίς τη θέληση του ναυτικού λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας θεωρείται «οριστική», υπό την έννοια ότι είναι πλέον αδιάφορο εάν επαναπροσληφθεί ή όχι, με αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές αυτού 22 ημερών (ΕφΠειρ 456/2008, ΕφΠειρ 977/2003, ΕφΠειρ 329/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών, η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή, όπως στην εξεταζόμενη υπόθεση, παρέχεται τακτικώς, ως και πάσα άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς καθ` έκαστο μήνα ή κατ` επανάληψη περιοδικώς καθ` ορισμένα χρονικά διαστήματα (Δ. Καμβύση: «Ναυτεργατικό Δίκαιο», έκδοση 1994, σελ. 355, Ι. Κοροτζή: «Ναυτικό Δίκαιο», έκδοση 2004, υπ’ αρθρ. 72 ΚΙΝΔ, σελ. 372, ΕφΠειρ 434/2013 (Μον.), ΕφΠειρ 231/2013 (Μον.), ΕφΠειρ 143/2011, ΕφΠειρ 676/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝΔ 2010.405, ΕφΠειρ 172/2008 ΕΝΔ 36.100, ΕφΠειρ 111/2007 ΕΝΔ 2007.406, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 34.355, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝΔ 2005.92, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΕφΠειρ 123/2003 ΕΝΔ 2003.128). Ακολούθως από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο ενάγων απολύθηκε την 23.9.2020 στο λιμάνι του Πειραιά με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου καθώς το πλοίο διέκοψε τα δρομολόγια του λόγω ετήσιας επιθεώρησης. Το γεγονός της απόλυσης του ενάγοντος κατά τον πιο πάνω χρόνο προκύπτει από τη σχετική εγγραφή στο ναυτικό φυλλάδιό του, ενώ ο ανωτέρω λόγος διακοπής των πλόων της εναγομένης συνομολογείται και από την τελευταία (άρθρο 261 ΚΠολΔ). Στις 24.11.2020, ήτοι μετά την πάροδο 60 ημερών από την απόλυση, η εναγομένη δεν προέβη στην επαναπρόσληψή του. Αντιθέτως προσάγει και επικαλείται το από 27-11-2020 έγγραφο της προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά / τμήμα ναυτολογίας σύμφωνα με το οποίο διατείνεται ότι κάλεσε τον ενάγοντα να ναυτολογηθεί στο πλοίο ΙΚ, πλοιοκτησίας της, που αντικατέστησε το πλοίο Τ, πλην όμως αυτός αρνήθηκε να πράξει τούτο. Η εκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ως βάσιμο κατ’ ουσίαν τον εν λόγω ισχυρισμό με την αιτιολογία ότι ο ενάγων δεν προσκομίζει το ναυτικό του φυλλάδιο μετά την ένδικη απόλυσή του, προκειμένου να καταφαθεί η μη απασχόλησή του σε έτερο πλοίο. Πλην όμως η εκκαλούμενη έτσι όπως ερμήνευσε και εφάρμοσε την επίμαχη διάταξη του άρθρου 27 της άνω ΣΣΝΕ, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή αυτής δεδομένου ότι αφενός παρήλθε ημερολογιακά άπρακτη η εξακονθήμερη προθεσμία εντός της οποίας η εναγομένη όφειλε να προβεί στην επαναπρόσληψη του ενάγοντος στο ίδιο ή άλλο πλοίο της, αφετέρου η πρόταση, η οποία φέρεται να απηύθυνε στον ενάγοντα για την επαναπρόσληψή του έλαβε χώρα πέραν της προβλεπομένης στο νόμο προθεσμίας, οπότε και δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στη διεκδίκηση της αποζημίωσης απόλυσης από τον ναυτικό. Επομένως ο ενάγων, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δικαιούται ως αποζημίωση απόλυσης, σύμφωνα με το δελτίο μισθοδοσίας αυτού του τελευταίου μήνα πριν την απόλυσή του, το ποσό των 4.285,08 ευρώ το οποίο αναλύεται ως εξής: [μισθός ενεργείας € 1.531,69 + επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας € 336,97 + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας € 36,64 + αντίτιμο της παρεχόμενης σε είδος τροφής € 19,98 την ημέρα και (Χ30) € 599,40 το μήνα + επίδομα αδείας € 524,60 + επίδομα παραλαβής, ελέγχου στοιβασίας και επίβλεψης φορτοεκφορτώσεως οχημάτων € 182,20 + ειδικό επίδομα αξιωματικού καταστρώματος € 30,79 + κατά μέσον όρο αμοιβή για την υπερωριακή εργασία μου € 1.952,20 + μηνιαία αναλογία δώρων εορτών € 649,31 = € 5.843,80 μηνιαίως και για 22 ημέρες, ίσον €4.285,45)]. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει αφού γίνει δεκτή έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος κατά τον μοναδικό αυτής ως άνω ευδοκιμήσαντα λόγο της, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο της αυτό, να κρατήσει το παρόν Δικαστήριο και να αναδικάσει την υπόθεση ως προς αυτό (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) και να κάνει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν κατά το μεταβιβασθέν κεφάλαιο της αποζημίωσης απόλυσης και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.285,45 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 23.9.2020 (ημερομηνία απόλυσης του ενάγοντος, η οποία συνιστά δήλη ημέρα) και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Εφόσον εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφαση, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, κατά τη διάταξη του άρθρου 535§1 ΚΠολΔ. Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ανάλογο της εκτάσεως της νίκης του, πρέπει, σε αποδοχή του σχετικού αιτήματος του, να επιβληθεί σε βάρος του εν μέρει ηττηθέντος πρώτου εναγομένου (άρθρα 178§1, 183, 191§2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, ζήτημα επιστροφής παραβολών των ενδίκων μέσων δεν τίθεται, διότι κατά το χρόνο άσκησής τους δεν υπήρχε η σχετική υποχρέωση και ως εκ τούτου δεν καταβλήθηκε παράβολο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων: α) την από 28.6.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………/2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……./2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και β) την από 12.9.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………./2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……./2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση, αμφότερες στρεφόμενες κατά της υπ’ αριθμ. 1616/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 17.12.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2020) αγωγής.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 12.9.2022 2 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……../2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………./2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 1616/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Καταδικάζει την εκκαλούσα της άνω έφεσης στη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν α) την από 28.6.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……/2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………/2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1616/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση ως προς τον ενάγοντα κατά το εκκληθέν κεφάλαιο της αποζημίωσης απολύσεως.
Κρατεί την υπόθεση και Δικάζει την από 17.12.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020) αγωγή.
Δέχεται την αγωγή κατά το μεταβιβασθέν ως άνω κεφάλαιο αυτής.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων ογδόντα πέντε και σαράντα πέντε λεπτών (4.285,45) ευρώ με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από 23.9.2020 έως την εξόφληση.
Καταδικάζει την εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 7η Νοεμβρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ