Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 597/2018

ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός αποφάσεως  597/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενον από τον Δικαστή Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη, τον οποίον ώρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Διοικήσεως του Συμβουλίου Πειραιώς, και από την Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΣΚΕΦΘΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Α) Η κρινομένη έφεσις (υπ’ αριθ. καταθ. ……) του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της κατ’ αντιμωλίαν αυτού και των δευτέρου και πέμπτης καθ’ ών η ανακοπή (πρώτου και τρίτης εφεσίβλητων) και ερήμην του τετάρτου καθ’ ού η ανακοπή (δευτέρου εφεσίβλητου) εκδοθείσης υπ’ αριθ. 1554 /2016 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αρμοδίως εισαγομένη, κατ’ άρθρον 19 ΚΠολΔ, προς συζήτησιν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έχει ασκηθεί, κατά τα άρθρα 495§1, 144§1, 511, 513§1περ.β, 518§1, 520§1 ΚΠολΔ, 10 και 11 ΚΔ 26-6/(10-7)-1944, 50§3 ΕισΝΚΠολΔ, νομοτύπως και εμπροθέσμως, ήτοι εντός μηνός από της επιδόσεως της εκκαλουμένης συντελεσθείσης υπό του δευτέρου καθ’ ού η ανακοπή προς το Ελληνικό Δημόσιο την 7η Σεπτεμβρίου 2013, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι η βραχεία προθεσμία του άρθρου 518§1 ΚΠολΔ διά την άσκησιν του ενδίκου μέσου της εφέσεως αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1ης έως και 31ης Αυγούστου, ενώ διά το ελληνικό δημόσιον ουδεμία απολύτως προθεσμία τρέχει, κατά τα άρθρα 11 ΚΔ 26-6/(10-7)-1944, 35 ΑΝ 1539 /1939 και 4§1 ΑΝ 1557 /1939, πλην άλλων και διά την άσκησιν οιουδήποτε ενδίκου μέσου κατά την διάρκειαν των δικαστικών διακοπών, οι οποίες, κατ’ άρθρον 11§2 Ν. 1756 /1988, ορίζονται από 1ης Ιουλίου έως και 15ης Σεπτεμβρίου (βλ. ΑΠ 666 /2005, ΤΝΠΔΣΑ). Δεν απαιτείται, κατά τα άρθρα 11 ΚΝ 26-6 /10-7-1944, 22§4 Ν. 1868 /1989 και 28§4 Ν. 2579 /1998, η καταβολή παραβόλου εφέσεως διά το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο. Κρίνεται, η έφεσις επομένως τυπικώς δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ιδίαν διαδικασίαν ως προς το παραδεκτόν και το νόμω και ουσία βάσιμον των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (άρθρον 533§1 ΚΠολΔ). Ο δεύτερος και η τρίτη των εφεσίβλητων έχουν κλητευθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως υπό του επισπεύσαντος την συζήτησιν πρώτου εφεσίβλητου (διά επιδόσεως επικυρωμένου αντιγράφου της ενδίκου εφέσεως μετά πράξεως ορισμού δικασίμου και κλήσεως προς συζήτησιν), διά να παραστούν κατά την εις την αρχήν του προεισαγωγικού της παρούσης αναφερομένην δικάσιμον (βλ. υπ’ αριθ. ……… και ……… εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών …….). Όμως, δεν ενεφανίσθησαν κατά την ως άνω δικάσιμον, όταν η υπόθεσις εξεφωνήθη από την σειράν του οικείου πινακίου και πρέπει να δικασθούν ερήμην αλλά να προχωρήσει η διαδικασία, ωσάν να ήσαν και αυτοί παρόντες (άρθρα 524§4εδ.α’ και 591 §1 ΚΠολΔ).

Β) Διά της υπ’ αριθ. καταθ. ……… ανακοπής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς , την οποίαν ήσκησεν το ανακόπτον (και ήδη εκκαλούν) Ελληνικό Δημόσιον κατά των: α) ……. (μη διαδίκου εις την κατ’ έφεσιν δίκην), β) Πιστωτικού Συνεταιρισμού υπό την επωνυμίαν «………» (πρώτου εφεσίβλητου), γ) …………. (μη διαδίκου εις την κατ’ έφεσιν δίκην), δ) …… (δευτέρου εφεσίβλητου) και ε) ………(τρίτης εφεσίβλητου) εζήτησεν την μεταρρύθμισιν του υπ’ αριθ. ……. πίνακος κατατάξεως δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. (πέμπτης καθ’ ής η ανακοπή και ήδη τρίτης εφεσίβλητου), ο οποίος αφορά εις τον πλειστηριασμόν, ο οποίος έγινε δι’ επισπεύσεως του δευτέρου καθ’ ού η ανακοπή και ήδη πρώτου εφεσίβλητου συνεταιρισμού υπό την επωνυμίαν «………» (κατόπιν υποκαταστάσεως εις την θέσιν του αρχικού επισπεύδοντος), ούτως ώστε: α”) να καταταγεί το ανακόπτον προνομιακώς και οριστικώς διά ποσόν 12.367,35 ευρώ επιπλέον του χρηματικού ποσού της ήδη γενομένης κατατάξεως του και β”) να περιληφθεί επικουρική κατάταξις και δή εν περιπτώσει ματαιώσεως της κατωτέρω αναφερομένης αιρέσεως να καταταγεί αυτό προνομιακώς και οριστικώς διά το ποσόν των 53.405,65 ευρώ, στο οποίο έχει καταταγεί τυχαίως ο δεύτερος καθ’ ού και ήδη πρώτος εφεσίβλητος συνεταιρισμός υπό την αίρεσιν της τελεσιδίκου επιδικάσεως της απαιτήσεως του. Η ως άνω ανακοπή συνεξεδικάσθη μετά των υπ’ αριθ. καταθ. …….. και …….. ανακοπών, τις οποίες ήσκησαν κατά του αυτού πίνακος κατατάξεως ενώπιον του αυτού ως άνω Δικαστηρίου ο πιστωτικός συνεταιρισμός υπό την επωνυμίαν «……….» (πρώτος εφεσίβλητος) και η αναγγελθείσα δανείστρια τράπεζα υπό την επωνυμίαν «………» αντιστοίχως. Επί των ως άνω ανακοπών εξεδόθη η υπ’ αριθ. 1554 /2016 απόφασις τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας: α”‘) η πρώτη ως άνω ανακοπή απερρίφθη έναντι των τρίτου και πέμπτης καθ’ ών και έγινε εν μέρει δεκτή έναντι των πρώτου, δευτέρου και τετάρτου καθ’ ών, β'”) η δευτέρα ως άνω ανακοπή έγινε ολικώς δεκτή και γ”‘) η τρίτη ως άνω ανακοπή απερρίφθη. Κατά της ως άνω αποφάσεως ήσκησεν την ένδικον έφεσιν το ανακόπτον της πρώτης εκ των ως άνω ανακοπών Ελληνικόν Δημόσιον, το οποίον διά τους εν τω δικογράφω αυτής εκτιθεμένους λόγους ζητεί την εξαφάνισιν της εκκαλουμένης κατά το δυσμενές δι’ αυτό κεφάλαιον αυτής και την ολικήν παραδοχήν της ανακοπής.

Γ) Κατά το άρθρο 932 ΚΠολΔ τα έξοδα της αναγκαστικής εκτελέσεως βαρύνουν τον καθ’ ού η εκτέλεσις και προκαταβάλλονται υπό του επισπεύδοντος, ενώ κατά το άρθρο 975 ΚΠολΔ η διά του πίνακος κατάταξις των δανειστών γίνεται, αφού αφαιρεθούν τα υπό του υπαλλήλου του πλειστηριασμού αιτιολογημένους οριζόμενα έξοδα αναγκαστικής εκτελέσεως. Ως έξοδα της αναγκαστικής εκτελέσεως νοούνται όσα αφορούν το γενικό συμφέρον όλων των δανειστών και είναι αναγκαία διά την διεξαγωγή του συνόλου της εκτελεστικής διαδικασίας. Προαφαιρούνται δέ από το πλειστηριασμό και επί του υπολοίπου γίνεται η κατάταξις των αναγγελθεισών απαιτήσεων των δανειστών του καθ’ ού η εκτέλεσις. Ο προσδιορισμός των εξόδων αναγκαστικής εκτελέσεως γίνεται είτε διά του πίνακος κτατάξεως είτε διά ιδιαιτέρας πράξεως του υπαλλήλου του πλειστηριασμού βάσει των εγγράφων και των αποδείξεων, τα οποία κατατίθενται από τον δικαιούχο αυτών και ευρίσκονται εντός του φακέλλου του πλειστηριασμού. Ο προσδιορισμός πρέπει να είναι λεπτομερής και να αιτιολογείται πάν επί μέρους κονδύλιον, ούτως ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος (βλ. ΕφΑΘ 2683 /2007, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 453376 και Ιωάννου Μπρίνια «Αναγκαστικήν Εκτέλεσιν, Έκδοσιν Γ’, άρθρον 975, §406επ.). Εν αντιθέτω περιπτώσει η αφαίρεσις, ως αναιτιολόγητος, είναι μη νόμιμος και συνεπώς άκυρος (βλ. ΕφΛαρ 103 /2012, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 590037 και ΕφΑΘ 1926 /2007, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 455120). Άν και η εκκαθάρισις των εξόδων αποτελεί εξώδικη κατ’ ουσίαν πράξιν, προσβάλλεται κατ’ ανάλογην εφαρμογήν του άρθρου 979 ΚΠολΔ διά της εξ αυτού προβλεπομένης ανακοπής κατά του πίνακος κατατάξεως. Εάν ο λόγος της ανακοπής, διά του οποίου επιδιώκεται η μείωσις των εξόδων ή αμφισβητείται το ύψος αυτών, γίνει δεκτός ως βάσιμος, τότε το δικαστήριον επαναπροσδιορίζει το προς διανομήν υπόλοιπον του πλειστηριάσματος, εις το οποίον κατατάσσεται o το αντίστοιχον αίτημα υποβαλών ανακόπτων, εάν είναι μόνος δικαιούχος, ή οι πλείονες ανακόπτοντες κατά την τάξιν και την σειράν του προνομίου αυτών (βλ. ΑΠ 1578 /1995, ΕλλΔνη 38: 1087, ΑΠ 87 /1986, ΕΕΝ 1987: 359 και ΕφΑΘ 8860 /2000, ΕλλΔνη 44: 999), έστω και άν το προνόμιον του ανακόπτοντος είναι ασθενέστερον από το προνόμιον του επισπεύδοντος, εφ’ όσον, όμως, τούτο παρέχει εις αυτόν την δυνατότητα κατατάξεως εις τον πίνακα διά την ικανοποίησιν της αναγγελθείσης απαιτήσεως του από τον πλειστηριασμό. Και τούτο, διότι κατά την περίπτωσιν ταύτην δεν αμφισβητείται το προνόμιο του καθ’ ού η ανακοπή – επισπεύδοντος αλλά αυτή καθ’ εαυτήν η απαίτησίς του διά τα έξοδα εκτελέσεως (βλ. ΑΠ 174 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 446438 και ΑΠ 120 /2005, ΤΝΠΔΣΑ). Εις τα γενικά έξοδα εκτελέσεως περιλαμβάνονται τα έξοδα της προδικασίας και των προπαρασκευαστικών πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως και των εν συνεχεία πράξεων αυτής μέχρι περατώσεως της. Αντιθέτως δεν περιλαμβάνονται τα προς το αποκλειστικό συμφέρον του επισπεύδοντος δανειστού ή των αναγγελθέντων πιστωτών προκληθέντα αντίστοιχα, όπως τα έξοδα προς δικαστικήν επιδίωξιν της απαιτήσεως του επισπεύδοντος, απόκτησιν εκτελεστού τίτλου, αναγγελίαν, κατάθεσιν τίτλων και έξοδα εξοφλήσεως των απαιτήσεων των δανειστών (χαρτόσημο, δικαιώματα Ταμείου Νομικών και Τ.Α.Σ. και δικαιώματα του συμβολαιογράφου ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού). Και τούτο, διότι τα έξοδα αυτά βαρύνουν, κατ’ άρθρο 425 ΑΚ, τον καθ’ ού η εκτέλεσις οφειλέτην -εκτός εάν υπάρχει αντίθετος συμφωνία μεταξύ αυτού και των δανειστών του, οπότε βαρύνουν τους τελευταίους-προκαταβάλλονται δέ από τους καταταγέντες δανειστές κατά την σύνταξιν των πράξεων εξοφλήσεως των απαιτήσεων αυτών και συνεπώς δεν αφορούν το συμφέρον όλων των δανειστών ούτε είναι αναγκαία, διά να αχθεί εις πέρας η αναγκαστική εκτέλεσις (βλ. ΑΠ 1359 /1998, ΕλλΔνη 40: 307, ΑΠ 1783 /1998, Δ 30: 1169, ΑΠ 1100 /1996, ΕλλΔνη 38: 1093 και ΑΠ 520 /1991, ΕΕΝ 1992 321). Περαιτέρω, από τον συνδυασμόν των άρθρων 75, 976, 977§1 και 1007§1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, εάν εν περιπτώσει πλειστηριασμού κινητού ή ακίνητου πράγματος συντρέχουν προνομιακές απαιτήσεις του άρθρου 975 και απαιτήσεις ασφαλιζόμενες μετά ενεχύρου ή υποθήκης και δεν επαρκεί το πλειστηριασμό, ικανοποιούνται οι προνομιακές απαιτήσεις έως του ενός τρίτου (1/3) του ποσού του εις τους πιστωτές διανεμητέου πλειστηριάσματος, τα δέ υπόλοιπα δύο τρίτα (2/3), καθώς και το τυχόν περισσεύον υπόλοιπον του ενός τρίτου (1/3) διατίθενται διά την ικανοποίησιν των ενεχυρούχων και ενυπόθηκων απαιτήσεων. Εξ άλλου κατά το άρθρον 61 §1 ΝΔ 356 /1974 «περί Κωδικός Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων» (ΚΕΔΕ), εν περιπτώσει αναγκαστικής εκτελέσεως κινητού ή ακινήτου το ελληνικό δημόσιον κατατάσσεται διά τις μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού εκ πάσης αιτίας ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων εις την πέμπτη σειράν του άρθρου 975 ΚΠολΔ. Επομένως, όταν στην κατάταξη επί πλειστηριασμού ακινήτου συντρέχει προνομιακή απαίτησις του ελληνικού δημοσίου μετά ενυπόθηκων απαιτήσεων ή επί πλειστηριασμού κινητού συντρέχει προνομιακή απαίτησις του ελληνικού δημοσίου μετά ενεχυρούχων απαιτήσεων και το πλειστηριασμό είναι ανεπαρκές, το ελληνικό δημόσιο πρέπει να ικανοποιηθεί από το έν τρίτον (1/3) του πλειστηριάσματος, το δέ υπόλοιπον ποσό των δύο τρίτων (2/3) να διατίθεται στους ενυπόθηκους ή ενεχυρούχους δανειστές. Εν τέλει, από τον συνδυασμό των άρθρων 1277, 1279 ΑΚ 978 και 1007 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η προσημείωσις χορηγεί δικαίωμα προς απόκτησιν υποθήκης, η οποία, μετά την τελεσίδικον επιδίκασιν της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως και τη νομότυπον μετατροπήν της προσημειώσεως εις υποθήκην λογίζεται ότι έχει εγγραφεί από την ημέρα της προσημειώσεως και επάγεται από τότε τις έννομες συνέπειες της. Εάν προ της τροπής της προσημειώσεως εις υποθήκην εχώρησεν αναγκαστικός πλειστηριασμός του ακινήτου, η απαίτησις, υπέρ της οποίας έχει εγγραφεί η προσημείωσις, κατατάσσεται τυχαίως, δηλαδή υπό την αίρεσιν της τελεσιδίκου επιδικάσεως της και κατά την σειράν εγγραφής της προσημειώσεως. Εν δέ τη τοιαύτη περιπτώσει, κατά τα άρθρα 1005§3 ΚΠολΔ, 1373, 1330 και 1318§3 ΑΚ, η τροπή της προσημειώσεως εις υποθήκην καθίσταται αδύνατη από της καταβολής του πλειστηριάσματος υπό του υπερθεματιστού, αφού αυτή επιφέρει την απόσβεσιν της προσημειώσεως επί του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου, ο δέ υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να ζητήσει την εξάλειψιν της προσημειώσεως μετά την καταβολήν του πλειστηριάσματος. Επομένως, μετά την καταβολήν του πλειστηριάσματος η κατάταξις της διά προσημειώσεως ασφαλιζόμενης απαιτήσεως γίνεται τυχαίως υπό την αίρεσιν της τελεσιδίκου επιδικάσεως της (βλ. ΑΠ 183 /1998, ΕλλΔνη 39: 837, ΑΠ 240 /1997, ΝοΒ 46: 1227, ΑΠ 649 /1994, ΝοΒ 43: 820 και ΑΠ 57 /1989, ΕλλΔνη 31: 1262). Άν δέ κατά τον χρόνον συντάξεως του πίνακος εκκρεμεί δίκη μεταξύ του δανειστού και του καθ’ ού η εκτέλεσις, ο συντάκτης του πίνακος οφείλει να θέσει ως προϋπόθεσιν της οριστικότητος της κατατάξεως την έκδοσιν τελεσιδίκου αποφάσεως, ενώ εάν δεν εκκρεμεί δίκη περί της κατατακτέας απαιτήσεως, οφείλει αυτός να θέσει ως προϋπόθεσιν την άσκησιν της αντιστοίχου αγωγής. Τα αυτά ισχύουν, και όταν το δικαστήριον κατατάσσει ορισμένην απαίτησιν τυχαίως κατά μεταρρύθμισιν του πίνακος κατατάξεως συνεπεία ανακοπής άλλου δανειστού. Εν περιπτώσει ματαιώσεως της αιρέσεως ή του όρου της κατατάξεως η διά προσημειώσεως ασφαλιζόμενη απαίτησις πρέπει να διατεθεί κατά τον βάσει του πίνακος κατατάξεως διά την συγκεκριμένην περίπτωσιν προβλεφθέντα τρόπον κατά το άρθρον 978§2 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1098 /1986, ΕλλΔνη 38: 1085, ΑΠ 649 /1994, ΝοΒ 43: 820 και ΕφΔωδ 191 /2009, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 510846).

Δ) Εις την προκειμένην περίπτωσιν από την επανεκτίμησιν των μετά νομίμου επικλήσεως εκατέρωθεν προσκομισθέντων εγγράφων αποδεικνύονται τα ακόλουθα: δι’ επισπεύσεως του δευτέρου καθ’ ού η ανακοπή (ήδη πρώτου εφεσίβλητου) πιστωτικού συνεταιρισμού υπό την επωνυμίαν «………..», ο οποίος υποκατεστάθη κατά την διάρκειαν της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως εις την θέσιν του αρχικώς επισπεύδοντος …….. (πρώτου καθ’ ού η ανακοπή και μη διαδίκου εις την κατ’ έφεσιν δίκην), διηνεργήθη αναγκαστικός πλειστηριασμός ενός ακινήτου, το οποίον ευρίσκεται εις θέσιν «…….» του Δήμου Πειραιώς και ανήκε κατά κυριότητα εις την ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμίαν «… …….» προς ικανοποίησιν απαιτήσεως χρηματικού ποσού 6.118.618,33 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Διά τον πλειστηριασμόν συνετάγη η υπ’ αριθ. …… έκθεσις της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……… Το εκπλειστηριασθέν ακίνητον κατεκυρώθη εις τον επισπεύδοντα πιστωτικό συνεταιρισμό αντί του ποσού των 110.000 ευρώ. Εις την προαναφερομένην δέ Συμβολαιογράφον ανηγγέλθησαν, εκτός από τον επισπεύδοντα, μεταξύ των άλλων δανειστών και οι εξής: α) το ανακόπτον (εκκαλούν) Ελληνικό Δημόσιο διά ληξιπρόθεσμες προνομιακές απαιτήσεις εκ ποσού 2.044.658,01 ευρώ πλέον προσαυξήσεων, β) ο τρίτος καθ’ ού η ανακοπή (μη διάδικος εις την κατ’ έφεσιν δίκην) ……… (δικαστικός επιμελητής της περιφερείας του Πρωτοδικείου Αθηνών ενεργήσας κατ’ εντολήν του αρχικώς επισπεύδοντος ……….) διά αμοιβές, τέλη και δαπάνες του πλειστηριασμού συνολικού ποσού 9.601,47 ευρώ και γ) η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμίαν «……..» υπό την ιδιότητα της εγχειρογράφου δανείστριας διά το ποσόν των 1.614,798,48 ευρώ. Επειδή, όμως, το πλειστηριασμό δεν επαρκούσε διά την ικανοποίησιν του επισπεύδοντος πιστωτικού συνεταιρισμού και των άλλων αναγγελθέντων δανειστών, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον ανακοπτόμενον (υπ’ αριθ. ……..) πίνακα κατατάξεως, διά του οποίου, αφού προαφήρεσεν τα έξοδα εκτελέσεως συνολικού ποσού 29.901,53 ευρώ, εν συνεχεία επί του εναπομείναντος ποσού των 80.108,47 ευρώ κατέταξεν: α’) οριστικώς και προνομιακώς τον ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιον (Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών) εις το έν τρίτον (1/3), δηλαδή σε ποσόν 26.702,82 ευρώ και β) τυχαίως και προνομιακώς, ως πρώτον προσημειούχο δανειστήν, τον δεύτερον καθ’ ού η ανακοπή επισπεύδοντα πιστωτικό συνεταιρισμό (πρώτον εφεσίβλητον) εις τα υπόλοιπα δύο τρίτα (2/3), δηλαδή σε ποσόν 53.405,65 ευρώ υπό τον όρον της τελεσιδίκου επιδικάσεως της απαιντήσεώς του, διά την οποίαν είχε εκδοθεί η υπ’ αριθ. …….. διαταγή πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Διά της εκκαλουμένης αποφάσεως εκρίθη, κατά μερική παραδοχήν του πρώτου λόγου της ανακοπής του Ελληνικού Δημοσίου, ότι συγκεκριμένον κονδύλιον των εξόδων εκτελέσεως εκ ποσού 2.018,75 ευρώ δεν προαφηρέθη νομίμως, διότι αφορά έξοδα αναγγελίας, τα οποία βαρύνουν τους αναγγελθέντες δανειστές, και ακολούθως κατά το ποσό αυτό κατέταξε το Ελληνικό Δημόσιον. Επίσης, κατά παραδοχήν του δευτέρου λόγου  της  αυτής  ανακοπής  και  του  ταυτοσήμου  (μοναδικού)  λόγου  της συνεκδικασθείσης ανακοπής του δευτέρου καθ’ ού η ανακοπή (πρώτου εφεσίβλητου) πιστωτικού συνεταιρισμού υπό την επωνυμίαν «……….», έγινε πρωτοδίκως δεκτόν ότι δεν είναι επίσης νόμιμη η προαφαίρεσις του κονδυλίου των εξόδων εκτελέσεως εκ ποσού 6.213,52 ευρώ, το οποίον αφορά εις αμοιβήν του προαναφερομένου δικαστικού επιμελητού …….. (μη διαδίκου εις την κατ’ έφεσιν δίκην) διά την έκδοσιν επαναληπτικών περιλήψεων της κατασχετηρίου εκθέσεως κατ’ εντολήν του αρχικώς επισπεύδοντος …… Εις δέ το ελευθερωθέν ποσόν τούτο διά της εκκαλουμένης κατετάγη οριστικώς και προνομιακώς κατά ποσοστόν ενός τρίτου (1/3) αντιστοιχούντος εις 2.071,17 ευρώ το Ελληνικό Δημόσιο και κατά το υπόλοιπον ποσοστόν δύο τρίτων (2/3) αντιστοιχούντος εις 4.142,35 ευρώ προνομιακώς και τυχαίως ο ανωτέρω πιστωτικός συνεταιρισμός. Ήδη, διά της ενδίκου εφέσεως το Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη έσφαλε και πρέπει να εξαφανιστεί, διά τους λόγους ότι: α”) παρέλειψε να προβλέψει επικουρικήν κατάταξιν διά το ανωτέρω ποσό των 4.142,35 ευρώ, διά το οποίον κατετάγη τυχαίως και υπό τον όρον τελεσιδίκου επιδικάσεως της απαιτήσεως του ο δεύτερος καθ’ ού η ανακοπή (πρώτος εφεσίβλητος) πιστωτικός συνεταιρισμός και β”) έκρινε ότι είναι ορισμένη και νόμιμη η προαφαίρεσις των εξόδων εκτελέσεως εκ ποσού 17.635,35 ευρώ, υπέρ του τετάρτου καθ’ ού η πρώτη εκ των πρωτοδίκως συνεκδικασθεισών ανακοπών (δευτέρου εφεσίβλητου) δικαστικού επιμελητού (………). Ωστόσον, οι συγκροτούντες τους αντιστοίχους λόγους εφέσεως ως άνω ισχυρισμοί τυγχάνουν απορριπτέοι. Ειδικώτερον, ο πρώτος εξ αυτών είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι, όπως προκύπτει από τα μετά νομίμου επικλήσεως υπό του πρώτου εφεσίβλητου προσκομιζόμενα έγγραφα και επιπροσθέτως δεν αμφισβητείται, κατά τον χρόνον ασκήσεως της ενδίκου εφέσεως είχεν επιδικαστεί τελεσιδίκως η εκτελουμένη απαίτησις, δεδομένου ότι διά της υπ’ αριθ. 265 /2011 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς απερρίφθη η υπ’ αριθ. καταθ. …… ανακοπή της καθ’ ής η εκτέλεσις εταιρείας υπό την επωνυμίαν «. . ….» κατά (το μέρος προσβολής) της υπ’ αριθ. ……… διαταγής πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώ διά της υπ’ αριθ. 123 /2016 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου απερρίφθη η υπ’ αριθ. καταθ. ……. έφεσις της τελευταίας (ανακοπτούσης) κατά της αμέσως ως άνω αναφερομένης αποφάσεως. Επομένως, το ανακόπτον δεν έχει, κατά τα άρθρα 68 και 979§2 ΚΠολΔ, το απαιτούμενον έννομο συμφέρον διά επιδίωξιν προβλέψεως επικουρικής κατατάξεως στο προαναφερθέν χρηματικόν ποσόν, αφού επληρώθη η αίρεσις (τελεσιδικία καταταγείσης απαιτήσεως) υπό την οποία ετέλει η κατάταξις του πρώτου εφεσίβλητου πιστωτικού συνεταιρισμού και η κατάταξις του είναι πλέον οριστική. Επί πλέον, ο δεύτερος εκ των προαναφερομένων ισχυρισμών είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπησιν του ανακοπτομένου πίνακος κατατάξεως, διά των δεκάτου πέμπτου έως και δέκατου ογδόου φύλλων αυτού γίνεται ρητή αναφορά εις την υπ’ αριθ. ……. πράξιν καταθέσεως εγγράφων αναγγελθέντος δανειστού της ιδίας ω άνω Συμβολαιογράφου, αντίγραφον της οποίας προσεκομίσθη και κατά τον πρώτον βαθμόν εκδικάσεως της υποθέσεως και δευτεροβαθμίως και διά της οποίας γίνεται λεπτομερής αναφορά των υπό του πρώτου εφεσίβλητου κατατεθέντων εγγράφων, τα οποία περιέχονται στον φάκελλο του πλειστηριασμού, καθώς και των γενομένων εξόδων εκτελέσεως και ούτως καθίσταται ευχερής ο έλεγχος των εξόδων από τους ενδιαφερομένους δανειστές. Δι’ ό, άλλωστε, και το ανακόπτον προσδιώρισε και προσέβαλε διά της ενδίκου ανακοπής τα επί μέρους κονδύλια των εξόδων εκτελέσεως, υποστηρίζον ότι δεν προαφηρέθησαν νομίμως, και διά μέρος εξ αυτών, κατά τα προεκτεθέντα, η ανακοπή έγινε δεκτή.

Ε) Πρέπει, επομένως, η ένδικος έφεσις να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του πρώτου εφεσίβλητου διά τον δεύτερον βαθμόν δικαιοδοσίας εις βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος (άρθρα 191 §2 και 183 ΚΠολΔ), μειωμένη όμως (άρθρα 22 Ν. 3693 /1957, 7 και 9 ΝΔ 2698 /1993 και ΥΑ 134423 /1992 Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης), όπως ειδικώτερον ορίζεται στο διατακτικό. Παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται ελλείψει δικονομικής δυνατότητος ασκήσεως του αντιστοίχου ενδίκου μέσου κατά τις δίκες περί αναγκαστικής εκτελέσεως (άρθρο 937§1περ. 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυεν προ τη αντικαταστάσεως του διά του ογδόου άρθρου του άρθρου 1 Ν. 4335 /2015).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δικάζει ερήμην των δευτέρου και τρίτης εφεσίβλητων και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.

Απορρίπτει την υπ’ αριθ. καταθ. ……… έφεσιν κατά της υπ’ αριθ. 1554 /2016 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επιβάλλει εις βάρος του εκκαλούντος την δικαστική δαπάνη του πρώτου εφεσίβλητου διά τον δεύτερον βαθμόν δικαιοδοσίας, την οποίαν ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Εκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύθη σε έκτακτη και δημοσία συνεδρίαση στο
ακροατήριο του, δίχως να παρίστανται οι διάδικοι, την 21η Σεπτεμβρίου 2018.

                       Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ