Αριθμός 509/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Nαυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «………», η οποία εδρεύει στην …… Αττικής (……….) (ΑΦΜ ……) και εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Μαρία Σταμούλη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Άννα Κοντοσέα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 28.12.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2699/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η δεύτερη εκ των εναγομένων και ήδη εκκαλούσα με την από 7.7.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………/2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………./2023) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενης την αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινομένη με αριθμό κατάθεσης ……./2023 και αριθμό προσδιορισμού ……./2023 έφεση κατά της με αριθμό 2699/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 αρ.3 και 621 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό ……../2021 αγωγής της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εργοδότριας ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης αφού δεν προκύπτει επίδοση της ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Να σημειωθεί ότι νομίμως αυτή δεν στρέφει την έφεση και κατά της ομοδίκου της που ερημοδίκησε στον πρώτο βαθμό καθως από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 74, 516 και 517 εδαφ. α ΚΠολΔ συνάγεται, ότι η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά των αντιδίκων του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη, όχι δε και κατ’ εκείνων που διετέλεσαν ομόδικοί του, οι οποίοι υφίστανται την ίδια με αυτόν βλάβη από την εκκαλούμενη απόφαση. Μόνο κατ` εξαίρεση, η έφεση μπορεί παραδεκτά να απευθύνεται και κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος ή κατά κάποιου απ` αυτούς, αν η εκκαλούμενη απόφαση περιέχει επιβλαβή διάταξη για κάποιον από τους ομοδίκους και υπέρ άλλου ή απέρριψε την αίτηση που υπέβαλε κάποιος ομόδικος κατ` άλλου ομοδίκου. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν η διαδικασία επιτρέπει την ανάπτυξη αντιδικίας μεταξύ των ομοδίκων για την προάσπιση αντίθετων συμφερόντων τους (π.χ. στη δίκη διανομής). Επομένως η έφεση του ενός από τους ομόδικους δεν μπορεί να απευθύνεται και κατά του άλλου, διότι το συμφέρον του εκκαλούντος εξαντλείται στην απόρριψη της αγωγής ως προς αυτόν, το δε δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να περιλάβει στην απόφασή του διάταξη που να μεταβάλει ως προς τον εφεσίβλητο ομόδικο του εκκαλούντος τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από την εκκαλούμενη απόφαση (βλ. ΑΠ 642/2007 ΝοΒ 2007, 1873, ΑΠ 1355/2004 ΕλΔ 2004, 1448, ΕφΑθ 5795/2008 ΕλΔ 2010, 823, ΕφΙωαν 37/2009 ΕλΔ 2009, 1498, Σαμουήλ, Η έφεση, 2003, παρ. 338). Ακολούθως πρέπει η κρινόμενη έφεση και να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.
Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ……./2021 αγωγή ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ναυτικός εξέθετε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας, τις οποίες κατήρτισε με τη δεύτερη εναγόμενη ναυτιλιακή ανώνυμη εταιρεία, ήδη εκκαλούσα, προσλήφθηκε για αόριστο χρόνο κάθε φορά, με την ειδικότητα του ναύτη, στο υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Πειραιά …… επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο “BG”, το οποίο ανήκε κατά κυριότητα στην πρώτη εναγόμενη (μη διάδικο) και τον εφοπλισμό του οποίου είχε αναλάβει η δεύτερη εξ αυτών. Ότι, ειδικότερα, προσλήφθηκε στις 2.10.2021, απολύθηκε στις 1.3.2020, οπότε αποναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά “αμοιβαία συναινέσει” αυτού και του Πλοιάρχου. Ότι στις 14.6.2020 προσλήφθηκε έως τις 4.11.2020, οπότε αποναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω αδείας. Ότι στις 24.11.2020 προσλήφθηκε και υπηρέτησε μέχρι τις 23.4.2021, οπότε αυτή τη φορά αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά λόγω αδείας, κατά τη διάρκεια δε αυτής της ναυτολογήσεως και, συγκεκριμένα, στις 13.4.2020, ο πλοίαρχος τον προήγαγε για μία ημέρα σε υποναύκληρο, πλην όμως εκτέλεσε τα καθήκοντα του ναύτη. Ότι, τέλος, στις 13.5.2021 προσλήφθηκε κι εργάσθηκε έως τις 28.9.2021, που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά “αμοιβαία συναινέσει” αυτού και του Πλοιάρχου. Ότι ως αμοιβή για την εργασία του συμφωνήθηκε να λαμβάνει τις αποδοχές που προβλέπονταν για την ειδικότητά του από τη Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2019, πλέον αμοιβής για υπερωριακή εργασία, δώρα εορτών, αμοιβή για εκτέλεση δρομολογίων “εξπρές” και, κάθε άλλο επίδομα ή αμοιβή προβλέπεται στην ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του εργάσθηκε ανελλιπώς, απασχολούμενος υπερωριακά στα αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια προς Χανιά καθημερινά τουλάχιστον επί 14 ώρες, τις ημέρες, που εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο επί 16 ώρες, τα δε χρονικά διαστήματα, που δεν εκτελούνταν δρομολόγια, διενεργούνταν εργασίες γενικής επισκευής και συντήρησης, στις οποίες συμμετείχε, εργαζόμενος επί 10ωρο. Ακολούθως αιτήθηκε αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης που δεν του έχει καταβληθεί ποσού 18.639,80 ευρώ, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή διαφορά επιδομάτων εορτών 2020 και 2021 και συνολικά 4.419,94 ευρώ, διαφορά δρομολογίων δρομολογίων εξπρές που πραγματοποιούσε το πλοίο ποσού 2.096,41 ευρώ, και συνολικά από τις δύο εναγόμενες κυρία και εφοπλίστρια του πλοίου αντίστοιχα το ποσό των 26.627,78 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την τελευταία απόλυσή του κι επικουρικά από την επίδοση της αγωγής ενώ ζήτησε το παραπάνω ποσό με προσωρινά εκτελεστή απόφαση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16§1 περ, 2 και 25§2 Κ.Πολ.Δ. άρθρο 51 § 3α του ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και εφήρμοσε την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα, των εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3 στοιχ. α και 621 επ. ΚΠολΔ). Στη συνέχεια έκρινε ορισμένη, απορρίπτοντας σχετικό ισχυρισμό περί του αντιθέτου, και νόμιμη την αγωγή με έρεισμα τη σχετική Συλλογική Σύµβαση Εργασίας Πληρωµάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 (ΥΑ 2242.5-1.5/5604012019) σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 361, 346, 648, 653, 655 εδ. α’, β’ ΑΚ, 53, 54, 60, 72, 75 παρ. 1,84 εδ. α’ του τότε ισχύοντος Κ.Ι.Ν.Δ. Στη συνέχεια αφού βεβαίωσε ότι καταβλήθηκε το αρμόζον τέλος δικαστικού ενσήμου τη δέχθηκε και κατ’ουσίαν κατά ένα μέρος και υποχρέωσε την εναγομένη ήδη εκκαλούσα να καταβάλει εις ολόκληρον με την κυρία του πλοίου (εδώ μη διάδικο) το ποσό των 13.388,93 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την τελευταια απόλυση του δηλαδή από τις 28.9.2021 έως την εξόφληση, κήρυξε κατά ένα μέρος την απόφαση προσωρινά εκτελεστή και καταδίκασε, μεταξύ άλλων, την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγομένη εργοδότρια με την κρινόμενη έφεση της και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου, διότι εσφαλμένως θεωρήθηκε εφαρμοστέα για όλες τις ναυτολογήσεις του ενάγοντος η ΣΣΝΕ του έτους 2019, υπολογίστηκαν εσφαλμένα οι αποδοχές με το επίδομα τροφής και το επίδομα αδείας και επιδικάστηκε τόκος επιδικίας και όχι υπερημερίας. Επιπλέον παραπονείται για κακή εκτίμηση αποδείξεων αφού κρίθηκε ότι ο ενάγων ναυτικός εργαζόταν υπερωριακώς και μάλιστα σε ανεκτέλεστα δρομολόγια, συνυπολογίστηκαν στις υπερωρίες ημερομηνίες που το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια, δόθηκε αμοιβή για εσφαλμένο αριθμό δρομολογίων εξπρές, κρίθηκε ότι στην ατομική σύμβαση εργασίας δεν εμπεριέχετο με ορισμένο τρόπο συμφωνία περί συμψηφισμού των υπέρτερων αποδοχών. Αιτείται ακολούθως την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή, άλλως τη μεταρρύθμιση αυτής.
Οι διατάξεις του α.ν. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, κυρωθείς με το ν. 32/1945, ο οποίος δεν τον κατάργησε ρητά, με συνέπεια, όπως συνάγεται έμμεσα, να εξακολουθεί αυτός να ισχύει (ΜΕφΠειρ. 739/2015, τνπ ΝΟΜΟΣ), διέπουν τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (σσνε). Στο άρθρο 1 παρ. 1 του άνω νόμου ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…». Επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων δεν εφαρμόζεται ο ν. 1876/1990 περί «Ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990), όπως προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του νόμου, παρά το ότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως, αντίθετα, περιείχε ο προϊσχύων νόμος 3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας» (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 παρ. 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000 Δνη 2000,967, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 50). Επομένως, στις σσνε δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άνω νόμου (1876/1990) για τη χρονική διάρκεια της συλλογικής διευθέτησης, την έναρξη της ισχύος της και τη λήξη της και έτσι οι σσνε μπορεί να είναι ορισμένου ή αόριστου χρόνου, χωρίς να τίθεται νόμιμος περιορισμός ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειάς τους, όπως, αντίθετα, συμβαίνει στις συλλογικές ρυθμίσεις της χερσαίας εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν 1876/1990. Ωστόσο ανέκυψε διαφωνία και διατυπώθηκαν διαφορετικές απόψεις ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της δέσμευσης από τη σανέ, με αφετηρία τη διατύπωση του άρθρου 5 παρ. 1 εδαφ. α του α.ν. 3276/1944, που όριζε ότι «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Κατά την ορθότερη άποψη, ratione personae, η ΣΣΝΕ ισχύει και πριν την κύρωσή της από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας [ΥΕΝ] και δεσμεύει τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψή της και τα μέλη τους, μετά δε την κύρωσή της και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν των οργανώσεων αυτών, δεσμεύοντας έκτοτε εργοδότες και εργαζομένους, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη (ΑΠ 350/2021, 1905/1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι σχετίζονται με πλοίο το οποίο ανήκει στην ίδια κατηγορία, την οποία αφορά η επεκτεινόμενη συλλογική σύμβαση (ΑΠ 1702/1991, Δνη 1992/1606). Κατ’ άλλη άποψη, η ΣΣΝΕ ισχύει αφότου κυρωθεί από τον ΥΕΝ με απόφασή του, που αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, δημοσιεύεται για το λόγο αυτό, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και πριν από την κύρωσή της δεν δεσμεύει ούτε τα συμβαλλόμενα μέρη, ανεξαρτήτως αν αυτά καθόρισαν ως εναρκτήριο της ισχύος της προγενέστερο χρονικό σημείο, αφού ελλείπει νομοθετική διάταξη που να τους παρέχει εξουσία αναδρομικής ρυθμίσεως των σχέσεών τους δια των όρων της συλλογικής σύμβασης, που θεσπίζει αναγκαστικούς κανόνες ουσιαστικού δικαίου ισχύοντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 ΑΚ, μόνο για το μέλλον (ΜονΕφΠειρ. 177/2016, 218/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όμως, η υπουργική κύρωση καθιστά τη ΣΣΝΕ πηγή εξ αντικειμένου δικαίου, αφού της προσδίδει κανονιστικό χαρακτήρα (ΕφΠειρ. 498/2008, ΕΝαυτΔ 2008/281), χωρίς ταυτόχρονα να αλλοιώνει τη συμβατική φύση της, εξ ης απορρέει αυτοτελώς η δέσμευση των μερών ήδη από το χρόνο καταρτίσεώς της, που συμπίπτει καταρχήν με την υπογραφή της (πριν από την οποία συλλογική ρύθμιση αυτονόητα δεν υφίσταται), είναι, όμως, δυνατόν να ανατρέχει και σε χρόνο προγενέστερο αυτής, επιτρεπτώς καθοριζόμενο χωρίς κρατική παρέμβαση από τους συμβαλλόμενους, στα πλαίσια της συνταγματικώς προστατευόμενης συλλογικής αυτονομίας και χωρίς τούτο να προσκρούει στη ρύθμιση του άρθρου 2 ΑΚ, αφού η ΣΣΝΕ που δεν έχει επικυρωθεί νόμιμα δεν συνιστά μεν (ακόμα) ουσιαστικό νόμο, αποτελεί όμως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, τους όρους της οποίας διαμορφώνουν ελεύθερα, κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, τα μέρη (για την παρόμοια νομοθετική ρύθμιση στις συλλογικές συμβάσεις της χερσαίας εργασίας βλ. άρθρο 9 § 3 του Ν. 1876/1990 και ΑΠ 43/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από την άποψη αυτή η, δια του άρθρου 5 § 1 του ΑΝ 3276/1944, παρεχόμενη στον ΥΕΝ νομοθετική εξουσιοδότηση για την κύρωση της ΣΣΝΕ, που καταρτίστηκε υπό τους όρους του ιδίου νόμου, αφορά μόνον την επέκταση της συμβατικής δέσμευσης σε τρίτους, που δεν έχουν συμπράξει στη σύναψή της, η οποία είναι φυσικό να άρχεται από το χρονικό σημείο της δημοσιεύσεως της κυρωτικής απόφασης, αφού αυτή, ως κανονιστική διοικητική πράξη, μπορεί να ορίζει μόνο για το μέλλον, δεδομένου ότι με την πιο πάνω διάταξη δεν παρασχέθηκε στον Υπουργό νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επεκτάσεως των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά απλώς προσδιορίστηκε η χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επεκτάσεως και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής συμβάσεως (ΜονΕφΠειρ. 285/2015, 459/2015, 591/2014, 842/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 12/2011, ΕΝαυτΔ 2011/406). Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 5 § 1, επιτρέποντας τον μη ετεροκαθοριζόμενο ορισμό της χρονικής διάρκειας της δεσμεύσεως των συμβαλλομένων, θέτει η ίδια εξουσιοδοτικό κανόνα προς τους φορείς της συλλογικής αυτονομίας να καθορίσουν τα χρονικά όρια ισχύος της κοινής βουλήσεώς τους. Επομένως, εφόσον εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ αναδρομική ισχύς, κατά τη σύναψή τους, οι ρυθμίσεις τους καταλαμβάνουν και όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι αυτήν (ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1132/2005, ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Μάλιστα ο ίδιος ο νομοθέτης διευθέτησε πρόσφατα το εν λόγω ζήτημα της χρονικής ισχύος των σσνε, ως προς το οποίο προέκυψε όπως προελέχθη διχογνωμία, με το άρθρο 49 του ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 (Α΄ 24, αναδημ. Α΄ 172/1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή/και κύρωσής της από τον Υπουργό». Με τη διάταξη αυτή διευκρινίζεται η αληθής έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 εδαφ. α του α.ν. 3276/1944 και επομένως ως ερμηνευτική διάταξη εφαρμόζεται από το εφετείο χωρίς να περιορίζεται από το άρθρο 533 παρ. 2 ΚΠολΔ, ανατρέχουσα ως προς το χρόνο έναρξης της ισχύος της, σε εκείνον (χρόνο ισχύος) της ερμηνευόμενης διάταξης (ΟλΑΠ 1/2014, 22/1997 και 10/1990). Κατά συνέπεια με τη λήξη της καθορισθείσας χρονικής διάρκειας της σσνε, παύει άμεσα αυτή να ισχύει και στο εξής, τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών, ρυθμίζουν οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της. Επομένως, αν καταρτιστεί ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας μετά τη λήξη της ισχύος της τελευταίας σχετικής σσνε, το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα σσνε, αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Έτσι μπορούν οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας να συμφωνήσουν και να καταστούν περιεχόμενο αυτής οι όροι συγκεκριμένης σσνε ακόμα και μέλλουσας (ΑΠ 692/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή, ακόμα και αυτής που έληξε και αυτό είναι έγκυρο και επιτρεπτό διότι είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί έγκυρα λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017 ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤρΕφΠειρ 720/2015, ΤρΕφΘεσ. 262/2011, τνπ ΝΟΜΟΣ). Επομένως αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης σσνε, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017, τνπ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας, σαν να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση, σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016, τνπ ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε σσνε της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει και αυτό διότι, στην περίπτωση αυτή, δεν ενδιαφέρει τα μέρη η δεσμευτική της δύναμη, αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε, ενώ για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 874/2018, τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 567/2004, ΕΕΔ 2005/589, ΜΕφΠειρ 234/2022 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Ωστόσο, για να καταστεί οποιοσδήποτε όρος σσνε και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας, πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη σσνε και όχι αόριστα στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών σσνε, διότι τότε θα ισχύει, είτε η νεότερη, αν υπάρχει, σσνε, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα σσνε (ΑΠ 277/2009, ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010, ΔΕΝ 2010/1061) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα σσνε, εωσότου συναφθεί νέα (σσνε), η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Είναι, επομένως, πραγματικό ζήτημα το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (ΑΠ 515/2017, τνπ ΝΟΜΟΣ ) και το δικαστήριο θα κρίνει επί αυτού κατά πρώτον με βάση τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΜονΕφΠειρ 380/2024 δημοσιευμένη σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς).
Με το πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης η παρισταμένη πλοιοκτήτρια παραπονείται για κακή εκτίμηση αποδείξεων ισχυριζόμενη ότι μεταξύ των διαδίκων, με όρο που είχε περιληφθεί στις έγγραφες συμβάσεις ναυτολόγησης του ενάγοντος, υπήρχε συμφωνία «περί κλειστού μισθού» και εφαρμογή της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΕ, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ήταν σε ισχύ αντίστοιχη ΣΣΝΕ. Σε διαφορετική περίπτωση, δηλαδή στην περίπτωση κατά την οποία δεν ήταν σε ισχύ ΣΣΝΕ, κατά την εναγομένη, με τον ίδιο όρο των ενδίκων συμβάσεων εργασίας, είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ότι θα ισχύει μόνον ο «κλειστός» συνομολογηθείς μηνιαίος μισθός. Με το δεύτερο σκέλος του σχετικού λόγου εφέσεως υποβάλλεται το παράπονο περί εσφαλμένης εφαρμογής νόμου διότι με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτή μετενέργεια σσνε η ισχύς της οποίας είχε λήξει και επομένως δεν ρύθμιζε τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας που είχε καταρτίσει με τον ενάγοντα ήδη εφεσίβλητο εργαζόμενο. Η εκκαλούσα συνοψίζοντας ισχυρίζεται δε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε διότι με τις ατομικές συμβάσεις εργασίας του ναυτικού είχε συμφωνηθεί κλειστός μισθός και συνεπώς δεν έπρεπε να εφαρμοστεί για τα διαστήματα ναυτολογησης του τα έτη 2020 και 2021 η σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊας η ισχύς της οποίας είχε λήξει και ότι η κρίση επομένως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περί μετενέργειας και ακολούθως εφαρμογής είναι μη νόμιμη και αναιτιολόγητη. Πράγματι τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα που ήταν ναυτολογημένος ο ναυτικός τα έτη 2020 και 2021 δεν ήταν σε ισχύ κάποια ΣΣΝΕ που να ρυθμίζει τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, αφού η σχετική σσνε που υπεγράφη στις 24.7.2019 και δημοσιεύθηκε στις 12.8.20219 έπαυσε στις 31.12.2019, σύμφωνα με το άρθρο 39 αυτής. Εξάλλου στις πανομοιότυπες έντυπες ατομικές συμβάσεις εργασίας του ναυτικού τον Ιούνιο του 2020, το Νοέμβριο του 2020, και το Μάρτιο και Μάιο του 2021 προβλέφθηκε ότι ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το πλοίο, ενώ συμφωνήθηκε επίσης ότι «Ο μηνιαίος μισθός του Ναυτικού θα είναι κλειστός και θα ανέρχεται στο ποσό των 3.252,90 ευρώ μεικτά” σε τρεις από τις παραπάνω ναυτολογήσεις και σε 3.057,04 ευρώ σε μια από αυτές (το Μάρτιο του 2021). Πρέπει όμως να τονιστεί πρώτον ότι : όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη που προηγήθηκε για να καταστεί οποιοσδήποτε όρος σσνε και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας, πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη σσνε και όχι αόριστα στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών σσνε Επιπλέον από τις αποδείξεις πληρωμής που προσκομίζονται μετ’επικλήσεως αποδεικνύεται ότι οι αποδοχές του ναυτικού υπολογίζονται πάντα με βάση την τελευταία συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας πληρωμάτων αφού ενδεικτικά από τον Ιανουάριο του έτους 2020 έως και τον Ιανουάριο του 2021 ο μισθός ενεργείας και το επίδομα Κυριακών ανέρχονται σε 1.204,77 και 265,05 ευρώ αντίστοιχα ενώ καταβάλλεται το προβλεπόμενο από την τελευταία σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊας επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ενώ αντίθετα στο σύνολο των αποδοχών δεν αποδεικνύεται ότι καταβάλλεται συγκεκριμένο ύψος κλειστού μισθού κάθε φορά. Επομένως, επειδή εμφανίζεται κενό ερμηνείας στις δηλώσεις βουλήσεις των διαδίκων μερών, αν ερμηνευθούν αυτές οι δηλώσεις βούλησης των συμβαλλομένων διαδίκων με το να προστρέξει κανείς στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, κρίνεται ότι με βάση τις ατομικές συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος, υπό τον τίτλο «Μισθοί» και «Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας που έχει εφαρμογή», όσον αφορά στην αμοιβή αυτού (ενάγοντος), όπως οι σχετικοί όροι αποτυπώθηκαν στις ατομικές συμβάσεις εργασίας, οι διάδικοι ήθελαν να ισχύει μεταξύ τους όλο το διάστημα του έτους 2019 η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι με την ατομική σύμβαση εργασίας του ναυτικού έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους της συγκεκριμένης σσνε με αποτέλεσμα οι όροι αυτοί να αποκτούν συμβατική δύναμη, δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας, και ότι συνεπώς η συμφωνία περί κλειστού μισθού δεν αποκλείει την εφαρμογή της προϊσχύουσας και μόνης πρόσφατης υπαρκτής σσνε που ρυθμίζει του όρους εργασίας των πληρωμάτων που απασχολούνται στον ακτοπλοΐα ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Επομένως όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στον πρώτο λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Περαιτέρω και σύμφωνα με τη σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου και των αργιών αμειβομένης υπερωριακώς. Το οκτάωρο της Κυριακής πληρώνεται με επίδομα που προβλέπεται στη σύμβαση. Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων». Στο άρθρο 20 της ίδιας ΣΣΝΕ προβλέπονται τα κάτωθι:”1. Εάν ο ναυτικός διαταχθεί να εκτελέσει πρόσθετη εργασία, πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει, δεν δύναται όμως η πρόσθετος αυτή εργασία να υπερβαίνει τις τέσσαρες ώρες εντός του 24ώρου. 2. Για την πρόσθετη αυτή εργασία ο εκτελέσας αυτήν ναυτικός δικαιούται σε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ.1 διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου (4,33) επί τας ώρας της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού οι ώρες μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως ανέρχονται εις (173). 3. Για κάθε πρόσθετη εργασία πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, η υπερωριακή αμοιβή των ναυτικών που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25%. 3α. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα, και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 10 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%, για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες”. Επίσης στην εκάστοτε σσνε ορίζεται επακριβώς το ωρομίσθιο της κάθε ειδικότητας με τις προαναφερόμενες προσαυξήσεις. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερόμενης ΣΣΝΕ πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το επίδομα εορτών Χριστουγέννων καταβάλλεται ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας διήρκεσε από 1.5 έως 31.12 και σε διαφορετική περίπτωση καταβάλλονται τα 2/25 του μισθού ή δύο ημερομίσθια για κάθε 19ημερο εργασίας ενώ αναφορικά με το επίδομα εορτών Πάσχα οι ναυτικοί δικαιούνται μισθό 15 μερών, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου. Επιπλέον να λεχθεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που καταβαλλόταν την 15η ημέρα προ του Πάσχα και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβαλλόταν ή έπρεπε να καταβληθεί από την εργοδότρια ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, δηλαδή το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση : α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΕφΠειρ 397/2020 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, ΕφΠειρ. 430/2014, ΕφΠειρ. 361/2014, ΕφΠειρ. 56/2014, ΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 231/2013, ΕφΠειρ 377/2011 τνπ νόμος, ΕφΠειρ. 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΕφΠειρ 397/2020 ο.π, ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, τνπ νόμος), και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της σσνε (ΜΕφΠ 442/2023 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς).
Από την επανεκτίμηση της με αριθμό …./2022 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς του ναυτικού και κατοίκου Πειραιώς …. μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με την …./1.4.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ……., της με αριθμό …./2022 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς του ναυτικού και κατοίκου …….. και της με αριθμό …../4.4.2022 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Ξάνθης ……. του συνταξιούχου ναυτικού και κατοίκου Λευκόπετρας Ξάνθης ……. μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τη με αριθμό ……../28.3.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς …………, όλες δοθείσες κατά τις διατάξεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ, όλων των προσκομιζόμενων εγγράφων και των ισχυρισμών των διαδίκων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 2.1 0.2019 σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος ναυτικού, απογεγραμμένου στις 5.10.1982 σύμφωνα με το με αριθμό ΙΗ 4059 φυλλάδιο και της δεύτερης εναγομένης ήδη εκκαλούσας, υπό την ιδιότητα της εφοπλίστριας του υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …. και αριθμό ΙΜΟ ……. επιβατηγού οχηματαγωγού πλοίου “BG”, κόρων ολικής χωρητικότητας 29.992,00, αυτός προσλήφθηκε για να απασχοληθεί στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη, ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο λιμάνι του Πειραιά αντί μηνιαίου κλειστού μισθού ύψους 3.252,90 ευρώ κι εργάσθηκε έως τις 1.3.2020, οπότε απολύθηκε “αμοιβαία συναινέσει” αυτού και του Πλοιάρχου. Ακολούθησαν επαναυτολογήσεις στο ίδιο πλοίο με τον ίδιο μισθό και όρους εργασίας την 14.6.2020 οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά στις 1.10.2020 λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, την 1.10.2020 έως τις 4.11.2020, όταν απολύθηκε στο προαναφερθέν λιμάνι λόγω αδείας, την 24.11.2020 μέχρι την 1η.4.2021, όταν απολύθηκε λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, την 1.4.2021 οπότε απολύθηκε στις 13.4.2021 λόγω προαγωγής. Την ίδια ημέρα ναυτολογήθηκε στο ίδιο λιμάνι με την ειδικότητα του υποναύκληρου αλλά απολύθηκε την επόμενη ημέρα στο λιμάνι του Πειραιά λόγω αλλαγής ειδικότητας ναυτολογήθηκε ξανά στις 14.4.2021 κι απασχολήθηκε μέχρι τις 23.4.2021, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω αδείας και τέλος ναυτολογήθηκε την 13.5.2021 για ν’ απασχοληθεί με την ειδικότητα του ναύτη, με τον ίδιο κλειστό μηνιαίο μισθό μέχρι τις 28.9.2021 οπότε απολύθηκε “αμοιβαία συναινέσει” αυτού και του Πλοιάρχου. Σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν κατά την εξέταση του πρώτου λόγου εφέσεως, στις προαναφερόμενες ναυτολογήσεις εφαρμόζεται η Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, και ακολούθως ο νόμιμος μισθός του ενάγοντος ανερχόταν για τα έτη 2020 και 2021 στο ποσό των 2.576,11 ευρώ αποτελούμενος από μισθό ενεργείας (άρθρο 1) ποσού 1.204,77 ευρώ αντίτιμο τροφής (άρθρο 3) ποσού 599,4 ευρώ (= 19,98 ευρώ χ 30 ημέρες), επίδομα Κυριακής (άρθρο 6) ποσού 265,05 ευρώ, επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (άρθρο 8) ποσού 36,64 ευρώ, αποδοχές αδείας (άρθρο 15) ποσού 470,25 ευρώ (= 1.204,77 ευρώ + 599,4 ευρώ + 265,05 ευρώ /22 χ 5). Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου εφέσεως σύμφωνα με το οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου έκρινε ότι η τροφοδοσία και το επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας πρέπει να περιλαμβάνεται στις τακτικές αποδοχές, κρίνεται απορριπτέος διότι ακόμη και όταν παρέχονται πλήρη γεύματα στο πλοίο, όπως εν προκειμένω ισχυρίζεται η εργοδότρια, το επίδομα τροφής και το επίδομα αδείας συνυπολογίζονται στις τακτικές αποδοχές, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε αναφορικά με τις τακτικές αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών. Περαιτέρω, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, όπως αποδεικνύεται από τους προσαγόμενους πίνακες δρομολογίων των ετών 2020-2021, το πλοίο ήταν δρομολογημένο στην γραμμή Πειραιάς-Χανιά όπου εκτελούσε δρομολόγια εναλλάξ είτε με το πλοίο Ε είτε με το πλοίο ΕΒ. Το μεγαλύτερο διάστημα κατά το οποίο ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων, το πλοίο ανά δύο ημέρες ξεκινούσε από τον Πειραιά στις 21.00 και έφτανε Χανιά στις 6.00 της επομένης. Από τα Χανιά αναχωρούσε στις 22.00 με προορισμό τον Πειραιά, έφτανε στις 6.30 της επομένης Κ.Ο.Κ. Διαφοροποίηση στο ανωτέρω δρομολόγιο σημειώθηκε από 04/07/2020 έως 06/09/2020, οπότε το πλοίο εκτέλεσε ορισμένα διπλά δρομολόγια, τις κάτωθι ημέρες 25/07/2020, 26/07/2020, 29/07/2020, 31/07/2020, 01/08/2020, 02/08/2020, 07/08/2020, 08/08/2020, 09/08/2020, 11/08/2020, 14/08/2020, 16/08/2020, 19/08/2020,20/08/2020, 21/08/2020, 22/08/2020, 23/08/2020, 26/08/ 2020, 27/08/2020,29/08/2020, 30/08/2020, 17/07/2021, 18/07/2021, 21/07/2021, 22/07/2021, 23/07/2021, 24/07/2021, 25/07/2021, 28/07/2021, 29/07/2021, 30/07/2021,31/07/2021,01/08/2021, 04/08/2021, 05/08/2021, 06/08/2021, 07/08/2021, 08/08/2021,10/08/2021, 13/08/2021, 14/08/2021, 15/08/2021, 18/08/2021, 19/08/2021,20/08/2021, 21/08/2021, 22/08/2021, 25/08/2021, 26/08/2021, 28/08/2021, 29/08/2021, 01/09/2021 και 04/09/2021. Πέραν δηλαδή του δρομολογίου από Πειραιά 22.00 για Χανιά 6.30 και το αντίστροφο, το ΒGy ξεκινούσε κάθε Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή είτε από Πειραιά στις 10 για Χανιά που κατέπλεε στις 7 το απόγευμα, ή από Χανιά στις 10 οπότε κατέπλεε στον Πειραιά στις 7 το απόγευμα. Επιπλέον από 27/06/2021 έως 05/09/2021 το πλοίο ανά δύο ημέρες ξεκινούσε από τον Πειραιά στις 22.00 για να φτάσει Χανιά 6.30 της επομένης. Από τα Χανιά έφευγε 22.00 για Πειραιά όπου κατέπλεε στις 6.30 της επομένης). Ανεκτέλεστα δρομολόγια παρέμειναν τα δρομολόγια στις 02/01/2020 λόγω απαγορευτικού, στις 07/01/2020 λόγω απαγορευτικού, στις 28/11/2020 λόγω μειωμένης κίνησης, 01/01/2021 (Πρωτοχρονιά), την 02/01/2021, 09/01/2021, 16/01/2021, 23/01/2021, 27/02/2021 λόγω μειωμένης κίνησης, την 15/02/2021 (απαγορευτικό), 16/02/2021 (απαγορευτικό), 23/02/2021 λόγω απεργίας της ΠΝΟ την 24/02/2021, 27/03/2021, 03/04/2021, 10/04/2021 λόγω εργασιών στο πλοίο και 17/04/2021. Τέλος το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια από 22/03/2021 έως 13/04/2021 λόγω εργασιών σε αυτό. Σύμφωνα με την κατάθεση του ναυτολογημένου την επίδικη περίοδο ναυκλήρου του πλοίου ………. στο πλοίο ήταν ναυτολογημένοι δώδεκα ναύτες, δύο ναυτόπαιδες, ένας ναύκληρος και δύο υποναύκληροι. Από τους δώδεκα ναύτες, οι έξι εργάζονταν ως ναύτες βάρδιας, εκτελώντας ανά δύο τις βάρδιες 8-12 (8.00 Π.μ. – 12.00 και 20.00 μ.μ. – 24.00), 12-4 (12.00 – 16.00 μ.μ. και 00.00 – 04.00 π.μ.) και 4-8 (04.00 ττ.μ. – 08.00 τι.μ. και 16.00 μ.μ. – 20.00 μ.μ.), οι υπόλοιποι πέντε ως ημερεργάτες (daymen) και ένας ως νυκτοφύλακας, στις θέσεις δε αυτές εναλλάσσονταν κυκλικά. Δηλαδή, ο ενάγων απασχολείτο επί 15 ημέρες στη βάρδια 8-12, τις επόμενες 15 ημέρες στη βάρδια 12-4 και τις ακόλουθες 15 ημέρες στη βάρδια 4-8. Ακολούθως, αναλάμβανε καθήκοντα ημερεργάτη για 37 ημέρες περίπου και, τέλος, για 1 εβδομάδα ανά 3 μήνες εργαζόταν σαν νυκτοφύλακας. Ο παραπάνω ενόρκως βεβαιώσας καταθέτει ότι η εργασία του ανερχόταν σε 8 και 9 ώρες το διάστημα που αυτός εργαζόταν 4 με 9 το βράδυ και 4 με 8 το πρωί. Ωστόσο η κατάθεση του εκτιμάται με βάση τη θέση εργασίας του καθώς αυτός είναι εξαρτημένος από την εργοδότρια του. Τούτο δε διότι οι ενόρκως βεβαιώσαντες για την πλευρά του ναυτικού που έχουν υπηρετήσει στη θέση και τα καθήκοντα του ναύτη αναφέρουν ότι στο πλοίο εφαρμοζόταν το αποκαλούμενο σύστημα “δύο ώρες μπρος – δύο ώρες πίσω”, δηλαδή, όταν το πλοίο προσέγγιζε σε λιμάνι ή εκτελείτο φόρτωση κι εκφόρτωση εντός του διώρου πριν την έναρξη της βάρδιας ή εντός του διώρου μετά τη λήξη της, αυτή επεκτεινόταν, με αποτέλεσμα έκαστη να διαρκεί επί έξι ώρες και ότι όταν δε το πλοίο ήταν εν πλω, οι ναύτες βάρδιας εκτελούσαν εναλλάξ φυλακή γέφυρας, κάνοντας περιπολίες σε όλους τους χώρους του πλοίου και κούρδιζαν τα ρολόγια πυρασφάλειας. Όταν το πλοίο προσέγγιζε σε λιμάνι, απασχολούνταν στις εργασίες κατάπλου, φορτοεκφόρτωσης, έχμασης και απόπλου. Επομένως γίνεται λόγος για 14ωρη και 16 ωρη απασχόληση χωρίς όμως να αιτιολογούν για ποιο λόγο οι οκτάωρες βάρδιες γίνονταν εξάωρες. Αν εκτιμηθούν επομένως και οι τρεις ένορκες βεβαιώσεις σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η γραµµή Πειραιάς-Χανιά είναι µονολίµανη, δεν έχει προσεγγίσεις σε πολλά µικρά λιµάνια όπως έχουν άλλες γραµµές της ακτοπλοϊας, δεν έχει λιµάνια άγονης γραµµής και το γεγονός αυτό για τους ναυτικούς σημαίνει ότι δεν έχουν πολλά δέσε-λύσε ή φόρτωσε-ξεφόρτωσε σε κάθε δροµολόγιο, κρίνεται ότι η απασχόληση του ναυτικού ανερχόταν στις 12 ώρες και δεν υπερέβαινε αυτές όπως κρίθηκε εσφαλμένα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως της εργοδότριας. Όταν βέβαια το πλοίο ήταν ακινητοποιημένο λόγω επιθεώρησης ή απαγορευτικού, τότε ο ενάτων δεν εκτελούσε υπερωριακή απασχόληση. Να σημειωθεί ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά 211 από τις 243 μέρες ναυτολόγησης του το έτος 2020 δηλαδή 155 καθημερινές, 16 Κυριακές και 27+5 Σάββατα και 8 αργίες (από τα 52 Σάββατα και τις 16 αργίες του έτους με δεδομένο ότι κάποιες μέρες ο ενάγων δε ήταν καν ναυτολογημένος). Η εκκαλούσα παραπονείται ότι τις 28.11.2020, 5.12.2020, 12.12.2020, 19.12.2020 δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια, όμως από το απόσπασμα ημερολογίου που προσκομίζεται αποδεικνύεται ότι τα δρομολόγια εκτελέστηκαν κανονικά. Αντιθέτως αποδεικνύεται βάσιμος ο ισχυρισμός της ότι την 26.12.2020 δεν εκτελέστηκε δρομολόγιο (αντίθετα το δρομολόγιο της 6ης.1.2020 εκτελέστηκε κανονικά αφού δεν προσκομίζεται το σχετικό απόσπασμα από το ημερολόγιο). Επομένως ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά το έτος 2020 155 καθημερινές 16 Κυριακές και 27+5 Σάββατα και 7 αργίες. Το έτος 2021 κρίθηκε ότι εργάστηκε υπερωριακά 23 Κυριακές 198 καθημερινές 5+1 αργίες και 25 + 5 (και όχι 33 όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα) Σάββατα δηλαδή για 257 ημέρες παρόλο που οι ημέρες ναυτολόγησης το συγκεκριμένο έτος ήταν 252 και μάλιστα 19 ημέρες από 22.3 έως 13.4.2021 το πλοίο βρισκόταν σε ακινησία λόγω ετήσιας επιθεώρησης. Επιπλέον από τα αποσπάσματα ημερολογίου που προσκομίζει μετ’επικλήσεως η εκκαλούσα αποδεικνύεται ότι δεν εκτελέστηκε δρομολόγιο στις 15.2.2021, 16.2. 2021 και 24.2.2021, στις 23.3.2021 (λόγω εργασιών όπως προαναφέρθηκε) από το διάστημα των καθημερινών και Κυριακών και στις 2.1.2021, 9.1.2021, 16.1.2021, 23.1.2021, 27.3.201, 3.4.2021, 10.4.2021 (τις τρεις τελευταίες ημερομηνίες διότι γίνονταν επισκευές, όπως αναφέρθηκε παραπάνω) και 17.4.2021. Αντίθετα εκτελέστηκαν δρομολόγια στις 30.1.201, 6.2.2021, 6.3.2021, 13.3.2021 και 20.3.2021 και αβασίμως παραπονείται η εκκαλούσα, ενώ στις 25.3.2021 το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο αφού ήταν σε δεξαμενισμό. Άρα η υπερωριακή απασχόληση το έτος 2021 ανέρχεται σε 202 Κυριακές και καθημερινές και όχι 221 όπως κρίθηκε πρωτοδίκως και σε 21 Σάββατα και 5 αργίες και όχι 30 και 6 όπως κρίθηκε πρωτοδίκως. Να σημειωθεί ότι το γεγονός ότι οι ναυτικοί υποχρεώνονταν από την εργοδότρια να υπογράφουν ανεπιφύλακτα το βιβλίο υπερωριών καθώς και το ότι ο ναυτικός δεν είχε υποβάλει προφορικό ή έγγραφο παράπονο δεν αποκλείει την υπερωριακή απασχόληση, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εργοδότρια αφού λόγω της φύσεως του ναυτικού επαγγέλματος αποκλείεται ο έλεγχος από τις αρμόδιες επιθεωρήσεις εργασίας. Έτσι ο ναυτικός και δεν θα μπορούσε να αποδείξει τον ισχυρισμό του και θα υπέπιπτε στη δυσμένεια του εργοδότη του. Η υποβολή παραπόνων του εργαζόμενου στο πλοίο θα πρέπει να γίνεται εκτός του χώρου εργασίας και να εξετάζεται από υπαλλήλους ανεξάρτητους της εργοδότριας. Επίσης το γεγονός ότι το πλοίο κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα είχε πλήρη την οργανική σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (Κ.Δ.Ν.Δ., Φ.Ε.Κ. Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλοών του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (Εφ.Πειρ. 238/2023 σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς με τις εκεί παραπομπές). Για το λόγο αυτό εξάλλου καταβαλλόταν κλειστός μισθός ώστε να καλύπτει την υπερωριακή απασχόληση του ναυτικού. Τέλος να τονιστεί για την πληρότητα της αιτιολογίας ότι παρόλο που την εποχή εκείνη υφίστατο η πανδημία της ίωσης covid 19 παρά το φόβο των Ελλήνων επιβατών να μετακινηθούν με πλοίο εκείνο το διάστημα και των περιορισμών που έθετε η πολιτεία ως προς των αριθμό των επιβατών που μπορούσαν να μεταφερθούν, η πλοιοκτήτρια διατήρησε το ίδιο προσωπικό και δεν έθεσε σε αναστολή τους εργαζόμενους, ενώ συνέχισε να καταβάλει μηνιαίως ποσό για πραγματοποίηση υπερωριών. Επομένως τα όσα περί του αντιθέτου δηλαδή περί μη ανάγκης τέλεσης υπερωριών λόγω της πανδημίας αναφέρονται στο τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου έφεσης της εργοδότριας είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Ακολούθως ο ναυτικός δικαιούται για το έτος 2020 λόγω υπερωριακής απασχόλησης από 1.1.2020 έως 1.3.2020, από 14.6.2020 μέχρι 4.11.2020, από 24.11.2020 έως 31.12.2020 τα εξής: Α) αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση, τις 155 καθημερινές και τις 16 Κυριακές χ 4 = 684 ώρες χ 8,70 (ωρομίσθιο +25%) = 5.950,8 ευρώ και επειδή εισέπραξε προς εξόφληση του ανωτέρω κονδυλίου το ποσό των 4.160,99 ευρώ του οφείλεται 1.789,81 ευρώ. Για 27+5 Σάββατα και 7 αργίες χ12 ώρες = 468 ώρες χ 10,44 ευρώ (προσαύξηση 50% στο ωρομίσθιο) = 4.885,92 ευρώ και επειδή έλαβε το ποσό των 3.799,79 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 1.086,13 ευρώ. Για το έτος 2021 από 1.1.2021 έως 23.4.2021 και από 13.5.2021 μέχρι 28.9.2021 ο ενάγων δικαιούται: για 202 καθημερινές και τις Κυριακές χ 4 = 808 ώρες χ 8,70 = 7.029,60 και επειδή εισέπραξε προς εξόφληση το ποσό των 4.232,24 ευρώ παραμένει υπόλοιπο ύψους 2.797,36 ευρώ που πρέπει να του επιδικαστεί. Τέλος δικαιούται για τα 21 Σάββατα και 5 αργίες χ12 = 312 χ 10,44 = 3.257,28 ευρώ και επειδή είχε λάβει το ποσό των 3.975,23 ευρώ έχει εξοφληθεί για την απαίτηση αυτή.
Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).
Εξάλλου με τον τέταρτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται διότι δεν έγινε δεκτός ο ισχυρισμός της περί συμψηφισμού των οφειλόμενων στον εργαζόμενων με τις υπέρτερες αποδοχές που λάμβανε με τον κλειστό μισθό του. Όπως αποδεικνύεται από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων ατομικών συμβάσεων εργασίας συμφωνήθηκε πέραν του κλειστού μισθού ότι ο ναυτικός δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέραν του κατά του ως άνω ποσού του κλειστού μισθού του και στους συμπληρωματικούς όρους ορίστηκε ότι : “κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές, μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας σχετικά με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση εργασίας”. Όμως σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας το επιμίσθιο αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού και συνεπώς μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές μόνον αν υπήρξε σχετική συγκεκριμένη συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές, διότι διαφορετικά αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου. Τα συμφωνηθέντα στις ατομικές συμβάσεις του εργαζόμενου δεν αποτελούν συγκεκριμένη συμφωνία συμψηφισμού αφού δεν καθορίζουν συγκεκριμένα το ποσό που θα συμψηφιστεί και δεν αρκεί η παραπομπή στις νόμιμες αποδοχές που ορίζονται από τις σσνε των οποίων μάλιστα αμφισβητείται ενίοτε η μετενέργεια. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι για το συμψηφισμό αυτών των “έκτακτων αμοιβών” απαιτείται ορισμένη και ειδική συμφωνία καταλογισμού που εν προκειμένω δεν υφίστατο, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό τέταρτο λόγο εφέσεως, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Να σημειωθεί ότι μετά την εν μέρει παραδοχή του συναφούς λόγου εφέσεως περί κακής εκτίμησης αποδεικτικού υλικού ως προς το ύψος των μηνιαίων αποδοχών αφού ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά λιγότερες ημέρες από αυτές που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση θα επαναπροσδιοριστούν, κατά εν μέρει παραδοχή του συναφούς πέμπτου λόγου εφέσεως με άλλο μέσο όρο υπερωριακής αμοιβής πρωτίστως τα επιδόματα εορτών και συνεπώς ο ενάγων δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) ως διαφορά επιδόματος εορτών Πάσχα 2020, οπότε εργάστηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 30.4.2020, το ποσό των 358,13 ευρώ, δεδομένου ότι δικαιούτο νόμιμες αποδοχές 2.576,11 ευρώ πλέον μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής του έτους 2020 5.950,8 +4.885,92 = 10.836,72: 243 ημέρες ναυτολόγησης χ30 = 1.337,87 ευρώ και συνεπώς με τακτικές αποδοχές 3.913,98 ευρώ έπρεπε να λάβει 3913,98: 2 =1.956,99 χ 1/15 χ 7,63 8ημερα =995,45 ευρώ και έλαβε το ποσό των 637,32 ευρώ άρα του οφείλεται το ποσό των 358,13 ευρώ, Δ) ως διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2020, οπότε απασχολήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2020 μέχρι 31.12.2020, το ποσό των 3.913,98 χ 2/25 = 313,11 χ 9,58 19ήμερα = 2.999,67 κι έλαβε σύμφωνα με τις αποδείξεις πληρωμής το ποσό των 1.858,5 ευρώ και συνεπώς του οφείλεται το ποσό των 1.141,17 ευρώ. Ως διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτών Πάσχα 2021, οπότε εργάστηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2021 έως 23.4.2021, με νόμιμες αποδοχές 2.576,11 ευρώ πλέον μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής του έτους 2021 7.029,60 + 3.257,28 =10.286,88 : 252 ημέρες ναυτολόγησης χ30 = 1.224,63 = 3.800,74 ευρώ/2 = 1.900,37 χ 1/15 χ 14,12 8ημερα =1.788,88 ευρώ και έλαβε το ποσό των 1.165,55 ευρώ και συνεπώς του οφείλεται το ποσό των 623,33 ευρώ. Ως διαφορά αναλογίας δώρου Χριστουγέννων 2021, οπότε απασχολήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2021 μέχρι 28.9.2021 το ποσό των 3.800,74 χ 2/25 χ 7,31 19ημερα = 2.222,67 ευρώ κι επειδή έλαβε το ποσό των 1.430,83 ευρώ σύμφωνα με τις αποδείξεις πληρωμής του οφείλεται το ποσό των 791,84 ευρώ.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε στις 8.7.2019, κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/ 2019) στις 12.8.2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Για την εφαρμογή της παραπάνω § 7 στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Στις μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, περιλαμβάνονται και τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονται τακτικώς κάθε μήνα (ΕφΠειρ 235/2024 σε Ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, όμοια ΕΠ 328/2023 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο 1977, σελ. 148).
Με τον έκτο λόγο εφέσεως η εργοδότρια εκκαλούσα παραπονείται για το ότι υπολογίστηκε επιπλέον αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές παρόλο που ο ενάγων δεν απασχολήθηκε υπερωριακά. Επιπλέον με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού ισχυρίζεται ότι υπολογίστηκαν εσφαλμένα τα δρομολόγια διότι στις 17.7.2021, 18.7.2021, 21.7.2021 και 22.7.2021 το πλοίο αναχώρησε 2,5 και όχι τρεις ώρες νωρίτερα από το λιμάνι αφετηρίας. Όμως οι ημερομηνίες αυτές δεν περιλαμβάνονται στα αποσπάσματα ημερολογίου που προσκομίζει η εργοδότρια και συνεπώς το σχετικό σκέλος του λόγου εφέσεως θα απορριφθεί ως αβάσιμο. Επειδή όμως κρίθηκε ότι άλλες ήσαν οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ναυτικού, διότι πρωτίστως άλλο ήταν ο μέσος όρος υπερωριών θα επαναϋπολογιστούν οι αμοιβές που οφείλονται κατά εν μέρει παραδοχή του πρώτου σκέλους του έκτου λόγου εφέσεως. Να σημειωθεί ότι κατά την άποψη που ακολουθεί το παρόν δικαστήριο ο μέσος όρος των επιδομάτων εορτών συνυπολογίζεται για την εύρεση της οφειλόμενης αμοιβής όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ασκήθηκε έφεση από το ναυτικό και συνεπώς για τον υπολογισμό της οφειλόμενης αμοιβής δεν θα συνυπολογιστούν τα επιδόματα εορτών, όπως και πρωτοδίκως. Συνεπώς το έτος 2020 με τακτικές μηνιαίες αποδοχές χωρίς τα επιδόματα εορτών ύψους 3.913,98 ευρώ για 5,31 δρομολόγια εξπρές οφείλονται 3.913,98 :30 χ 5,31 = 692,77 ευρώ και επειδή για την αιτία αυτή ο ενάγων εισέπραξε το ποσό των 482,93 ευρώ και δικαιούται τη διαφορά των 209,84 ευρώ. Αντίστοιχα για το έτος 2021 με τακτικές μηνιαίες αποδοχές ύψους 3.800,74 ευρώ για 9,18 “εξπρές” δρομολόγια δικαιούται το ποσό των 3.800,74 : 30 χ 9,18 = 1.163,03 ευρώ και επειδή εισέπραξε το ποσό των 741,46 ευρώ δικαιούται τη διαφορά των 421,57 ευρώ.
Σύμφωνα με το άρθρο 341 του ΑΚ περί δήλης ημέρας “Αν για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής.”. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 346 του ΑΚ όπως αντικαταστάθηκε από 2 Απριλίου 2012, των άρθρων 2 και 113 Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του άρθρου 83 παρ.14 Ν.4790/2021,ΦΕΚ Α 48/31.3.2021 κατά το οποίο “Για το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας.”, και του άρθρου 74 παρ.15 Ν.4690/2020,ΦΕΚ Α 104/30.5.2020 με το οποίο ορίστηκε ότι για το χρονικό διάστημα της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων (13.3.2020 -31.5.2020) δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας, περί τόκου επιδικίας : «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και εάν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ` εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ` εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης.». Με τον τελευταίο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για το γεγονός ότι τα ποσά που επιδικάστηκε επιδικάστηκαν με τόκο επιδικία καθόσον αυτή αντιδίκησε εύλογα. Ο λόγος αυτός κρίνεται βάσιμος διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι ευλόγως αντιδίκησε η δεύτερη εναγομένη εργοδότρια διότι η συγκεκριμένη περίπτωση πράγματι εμπίπτει σε αυτές τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί με δεδομένο ότι λόγοι εφέσεως έγιναν δεκτοί ως βάσιμοι και επομένως εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε τα οφειλόμενα ποσά με τόκο επιδικίας, κρίνοντας ότι δεν υφίστατο στη συγκεκριμένη περίπτωση εύλογος λόγος αντιδικίας.
Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή κατά τα προαναφερόμενα η με αριθμό κατάθεσης ………/2023 και αριθμό προσδιορισμού ………/2023 έφεση να εξαφανιστεί, για τους παρισταμένους μόνο διαδίκους (όχι δηλαδή για τη μη διάδικο κυρία του πλοίου) στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτέλεσης η εκκαλουμένη απόφαση (ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48,1507, Σ.Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. Ε΄σελ. 430-431 παρ. 1143), διότι εφόσον όταν εξαφανίζεται ολικά ή εν μέρει η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, ολικά και στις δύο περιπτώσεις, στην μεν πρώτη ως αναγκαίο επακόλουθο της εξαφανίσεως της αποφάσεως, στη δε δεύτερη εν όψει της αναγκαιότητος ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως (ΑΠ 192/1998 ΕλΔ 39.825). Το παρόν δικαστήριο ακολούθως πρέπει να κρατήσει την υπόθεση, ως προς τους προαναφερόμενους διαδίκους, και να αναδικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ) τη με αριθμό 10871/5086/2021 αγωγή εφόσον αρμοδίως (άρθρα 16, 25 παρ. 2, 33 ΚΠολΔ., 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτώς αυτή εισήχθη στο Δικαστήριο, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και έχει νόμιμο έρεισμα σε όλες τις προαναφερόμενες διατάξεις και επιπλέον σε εκείνες των άρθρων 105 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ, 361, 648 επ. 346 ΑΚ. Συνεπώς κατόπιν όλων των ανωτέρω, η αγωγή θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εκκαλούσα δεύτερη εναγομένη εφοπλίστρια να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.789,81 + 1.086,13 + 2.797,36 (διαφορά υπερωριών)+ 358,13 + 1.141,17 + 623,33 + 791,84 (διαφορά επιδομάτων εορτών) + 209,84 + 421,57 (διαφορά δρομολογίων εξπρές) = 9.219,18 ευρώ με τον τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνει, μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος, την εκκαλούσα δεύτερη εναγομένη σύμφωνα με τα όσα θα αναφερθούν ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρο 191 παρ. 2, 183, και 178 του ΚΠολΔ), συμψηφιζομένων των λοιπών εξόδων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τη με αριθμό κατάθεσης ………/2023 και αριθμό προσδιορισμού ………./2023 έφεση κατά της με αριθμό 2699/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό ………./2021 αγωγής
Δέχεται τυπικά την έφεση
Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό
Δέχεται κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν την έφεση
Εξαφανίζει για τους εδώ διαδίκους τη με αριθμό 2699/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
Κρατεί και αναδικάζει ως προς αυτούς την υπόθεση επί της με αριθμό …………./2021 αγωγής
Δέχεται κατά ένα μέρος ως προς την παρισταμένη εκκαλούσα δεύτερη εναγομένη τη με αριθμό ……./2021 αγωγή
Υποχρεώνει την προαναφερόμενη εκκαλούσα δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εννέα χιλιάδων διακοσίων δέκα εννέα ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών (9.219,18) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση
Επιβάλει σε βάρος της δεύτερης εναγομένης εκκαλούσας μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, δηλαδή το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ και συμψηφίζει ως προς τους παρισταμένους διαδίκους τα υπόλοιπα έξοδα
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Οκτωβρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ