Αριθμός 508/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Nαυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «……..», η οποία εδρεύει στην … Αττικής (………) (ΑΦΜ ….) και εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Μαρία Σταμούλη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Άννα Κοντοσέα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 16.3.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 3049/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 31.8.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………./2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ …../2023) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινομένη με αριθμό κατάθεσης ……/2023 και αριθμό προσδιορισμού ………./2023 έφεση κατά της με αριθμό 3049/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 αρ.3 και 621 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό ………./2021 αγωγής της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εργοδότριας ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης αφού δεν προκύπτει επίδοση της ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως η κρινόμενη έφεση και να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.
Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ……./2021 αγωγή του ο ενάγων ναυτικός εξέθετε ότι µε διαδοχικές συµβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε µε την ήδη εκκαλούσα εναγόµενη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σηµαία και µε αριθµό νηολογίου Πειραιά ….. Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου “BP”, κόρων ολικής χωρητικότητας 5.664,10, προσλήφθηκε για να εργασθεί µε την ειδικότητα του βοηθού ηλεκτρολόγου. Ότι, ειδικότερα, ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο στις 24.11.2018 στο λιµάνι του Πειραιά κι εργάσθηκε έως 19.6.2019, οπότε η σύµβαση λύθηκε στο ίδιο λιµάνι λόγω χορήγησης άδειας ανάπαυσης, διάρκειας ενός (1) µήνα. Ότι στη συνέχεια στις 2.8.2019 ναυτολογήθηκε στον Πειραιά στο ίδιο πλοίο, όπου απασχολήθηκε µέχρι 1.12.2019, οπότε η σύµβαση λύθηκε λόγω µεταθέσεως. Ότι τέλος, δυνάµει σύµβασης εργασίας, που συνήψε µε την εναγόµενη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σηµαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου “BN”, µε αριθµό νηολογίου Πειραιά ….., κόρων ολικής χωρητικότητας 5.650,51, προσλήφθηκε, για να εργασθεί στο προαναφερόμενο πλοίο µε την ειδικότητα του βοηθού ηλεκτρολόγου, ναυτολογήθηκε στο λιµάνι του Πειραιά στις 1.12.2019 κι εργάσθηκε µέχρι τις 18.1.2020, όταν του χορηγήθηκε άδεια ανάπαυσης διάρκειας ενός (1) µηνός. Ότι µετά το πέρας της αδείας ζήτησε να ναυτολογηθεί εκ νέου αλλά η εναγόµενη αρνήθηκε να τον επαναπροσλάβει, ώστε στην πραγµατικότητα επήλθε λύση της σύµβασης στις 18.1.2020 λόγω µονοµερούς καταγγελίας εκ µέρους του Πλοιάρχου χωρίς δικό του παράπτωµα. Ότι σε όλες τις προαναφερόμενες ναυτολογήσεις συµφωνήθηκε ως αµοιβή για την εργασία του να λαµβάνει τις αποδοχές, που καθορίζονται από τη Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωµάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, όπως αυτή ίσχυε κατ’ έτος και µέχρι την αντικατάστασή της από νεότερη Σ.Σ.Ν.Ε. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του παρείχε τα εργασιακά του καθήκοντα προσηκόντως και μάλιστα απασχολούµενος υπερωριακά σε ηλεκτρολογικές εργασίες επισκευών και συντηρήσεως, σύμφωνα με τα όσα εκθέτει στην αγωγή του, αλλά ότι η εναγομένη δεν του κατέβαλε το σύνολο των αποδοχών του. Ότι κατά τα χρονικά διαστήµατα της ανωτέρω υπηρεσίας στο πλοίο “BP”, αυτό εκτελούσε τα αναλυτικά αναφερόµενα στην αγωγή δροµολόγια, εκτός από το χρονικό διάστηµα από 8.4.2019 έως 21.4.2019, οπότε διενεργούνταν εργασίες επισκευής. Ακολούθως αιτήθηκε διαφορά υπερωριακής απασχόλησης ύψους 13.454,73 ευρώ, διαφορά επιδομάτων εορτών Πάσχα του έτους 2019 και αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019 και συνολικά 4.031,81 ευρώ. Επιπλέον εξέθετε ότι το πλοίο “BP’ εκτελούσε ακτοπλοϊκά δροµολόγια διάρκειας µεγαλύτερης των 12 ωρών µε τακτικές καθηµερινές αναχωρήσεις από το λιµάνι αφετηρίας, τον Πειραιά, προς τα νησιά του Αιγαίου µετ’ επιστροφής, τα οποία εκτείνονταν και στις νυχτερινές ώρες, δηλαδή από ώρα 23.00 µ.µ. έως ώρα 07.00 π.µ., ώστε δικαιούται τη διαφορά αµοιβής για “εξπρές” δροµολόγια, ποσού 6.235,58 ευρώ. Ότι έλαβε άδεια διανυκτέρευσης µόνο 2 φορές, τον µήνα Φεβρουάριο, ώστε δικαιούται να λάβει αποζηµίωση για 16 διανυκτερεύσεις που δεν του χορηγήθηκαν, και συνεπώς το ποσό των 885,54 ευρώ. Τέλος ισχυρίστηκε ότι από την υπηρεσία του στο πλοίο “BN” δικαιούται αποζηµίωσης απόλυσης, ποσού 2.876,40 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω πραγµατικά περιστατικά αιτήθηκε να υποχρεωθεί η ήδη εκκαλούσα εναγόµενη, ως πλοιοκτήτρια κι εργοδότριά του, να του καταβάλει με απόφαση που θα κηρυσσόταν προσωρινά εκτελεστή το ποσό των 24.607,66 ευρώ, µε τον νόµιµο τόκο από την απόλυσή του, ήτοι από 1.12.2019 και το ποσό των 2.876,40 ευρώ, µε τον νόµιµο τόκο από την απόλυσή του, στις 18.1.2020, άλλως, επικουρικά, να υποχρεωθεί να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 27.484,06 ευρώ, µε τον νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16§1 περ, 2 και 25§2 Κ.Πολ.Δ. άρθρο 51 § 3α του ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και εφήρμοσε την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα, των εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3 στοιχ. α και 621 επ. ΚΠολΔ). Στη συνέχεια έκρινε ορισμένη, απορρίπτοντας σχετικό ισχυρισμό περί του αντιθέτου, και νόμιμη την αγωγή με έρεισμα τη σχετική Συλλογική Σύµβαση Εργασίας Πληρωµάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 (ΥΑ 2242.5-1.5/5604012019) σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 361, 346, 648, 653, 655 εδ. α’, β’ ΑΚ, 53, 54, 60, 72, 75 παρ. 1,84 εδ. α’ του τότε ισχύοντος Κ.Ι.Ν.Δ. Στη συνέχεια αφού βεβαίωσε ότι καταβλήθηκε το αρμόζον τέλος δικαστικού ενσήμου τη δέχθηκε και κατ’ουσίαν κατά ένα μέρος και υποχρέωσε την εναγομένη ήδη εκκαλούσα να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 19.027,99 ευρώ µε το νόµιµο τόκο, για το ποσό των 16.704,57 ευρώ από την 01.12.2019 έως την εξόφληση και για το ποσό των 2.323,42 ευρώ από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, κήρυξε κατά ένα μέρος την απόφαση προσωρινά εκτελεστή και καταδίκασε την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγομένη εργοδότρια με την κρινόμενη έφεση της και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου διότι εσφαλμένως θεωρήθηκε εφαρμοστέα για όλες τις ναυτολογήσεις του ενάγοντος η ΣΣΝΕ του έτους 2019, δόθηκε αμοιβή για δρομολόγια εξπρές παρόλο που το συγκεκριμένο πλοίο της ήταν ημερόπλοιο, υπολογίστηκαν εσφαλμένα οι αποδοχές με το επίδομα τροφής και το επίδομα αδείας και επιδικάστηκε τόκος επιδικίας και όχι υπερημερίας. Επιπλέον παραπονείται για κακή εκτίμηση αποδείξεων αφού κρίθηκε ότι ο ενάγων ναυτικός εργαζόταν υπερωριακώς, συνυπολογίστηκαν στις υπερωρίες ημερομηνίες που το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια, κρίθηκε ότι στην ατομική σύμβαση εργασίας δεν εμπεριέχετο με ορισμένο τρόπο συμφωνία περί συμψηφισμού των υπέρτερων αποδοχών, υπολογίστηκαν εσφαλμένα τα δρομολόγια εξπρές και κρίθηκε ότι αυτός δικαιούτο αποζημίωση για μη διανυκτέρεση και αποζημίωση απόλυσης. Τέλος υποβάλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση καθώς ισχυρίζεται ότι κατέβαλε το ποσό των 5.000 ευρώ που κήρυξε προσωρινά εκτελεστό το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Το αίτημα έχει έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ.
Οι διατάξεις του α.ν. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, κυρωθείς με το ν. 32/1945, ο οποίος δεν τον κατάργησε ρητά, με συνέπεια, όπως συνάγεται έμμεσα, να εξακολουθεί αυτός να ισχύει (ΜΕφΠειρ. 739/2015, τνπ ΝΟΜΟΣ), διέπουν τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (σσνε). Στο άρθρο 1 παρ. 1 του άνω νόμου ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…». Επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων δεν εφαρμόζεται ο ν. 1876/1990 περί «Ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990), όπως προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του νόμου, παρά το ότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως, αντίθετα, περιείχε ο προϊσχύων νόμος 3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας» (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 παρ. 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000 Δνη 2000,967, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 50). Επομένως, στις σσνε δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άνω νόμου (1876/1990) για τη χρονική διάρκεια της συλλογικής διευθέτησης, την έναρξη της ισχύος της και τη λήξη της και έτσι οι σσνε μπορεί να είναι ορισμένου ή αόριστου χρόνου, χωρίς να τίθεται νόμιμος περιορισμός ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειάς τους, όπως, αντίθετα, συμβαίνει στις συλλογικές ρυθμίσεις της χερσαίας εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν 1876/1990. Ωστόσο ανέκυψε διαφωνία και διατυπώθηκαν διαφορετικές απόψεις ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της δέσμευσης από τη σανέ, με αφετηρία τη διατύπωση του άρθρου 5 παρ. 1 εδαφ. α του α.ν. 3276/1944, που όριζε ότι «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Κατά την ορθότερη άποψη, ratione personae, η ΣΣΝΕ ισχύει και πριν την κύρωσή της από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας [ΥΕΝ] και δεσμεύει τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψή της και τα μέλη τους, μετά δε την κύρωσή της και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν των οργανώσεων αυτών, δεσμεύοντας έκτοτε εργοδότες και εργαζομένους, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη (ΑΠ 350/2021, 1905/1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι σχετίζονται με πλοίο το οποίο ανήκει στην ίδια κατηγορία, την οποία αφορά η επεκτεινόμενη συλλογική σύμβαση (ΑΠ 1702/1991, Δνη 1992/1606). Κατ’ άλλη άποψη, η ΣΣΝΕ ισχύει αφότου κυρωθεί από τον ΥΕΝ με απόφασή του, που αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, δημοσιευτέα, ως εκ τούτου, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και πριν από την κύρωσή της δεν δεσμεύει ούτε τα συμβαλλόμενα μέρη, ανεξαρτήτως αν αυτά καθόρισαν ως εναρκτήριο της ισχύος της προγενέστερο χρονικό σημείο, αφού ελλείπει νομοθετική διάταξη που να τους παρέχει εξουσία αναδρομικής ρυθμίσεως των σχέσεών τους δια των όρων της συλλογικής σύμβασης, που θεσπίζει αναγκαστικούς κανόνες ουσιαστικού δικαίου ισχύοντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 ΑΚ, μόνο για το μέλλον (ΜονΕφΠειρ. 177/2016, 218/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όμως, η υπουργική κύρωση καθιστά τη ΣΣΝΕ πηγή εξ αντικειμένου δικαίου, αφού της προσδίδει κανονιστικό χαρακτήρα (ΕφΠειρ. 498/2008, ΕΝαυτΔ 2008/281), χωρίς ταυτόχρονα να αλλοιώνει τη συμβατική φύση της, εξ ης απορρέει αυτοτελώς η δέσμευση των μερών ήδη από το χρόνο καταρτίσεώς της, που συμπίπτει καταρχήν με την υπογραφή της (πριν από την οποία συλλογική ρύθμιση αυτονόητα δεν υφίσταται), είναι, όμως, δυνατόν να ανατρέχει και σε χρόνο προγενέστερο αυτής, επιτρεπτώς καθοριζόμενο χωρίς κρατική παρέμβαση από τους συμβαλλόμενους, στα πλαίσια της συνταγματικώς προστατευόμενης συλλογικής αυτονομίας και χωρίς τούτο να προσκρούει στη ρύθμιση του άρθρου 2 ΑΚ, αφού η ΣΣΝΕ που δεν έχει επικυρωθεί νόμιμα δεν συνιστά μεν (ακόμα) ουσιαστικό νόμο, αποτελεί όμως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, τους όρους της οποίας διαμορφώνουν ελεύθερα, κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, τα μέρη (για την παρόμοια νομοθετική ρύθμιση στις συλλογικές συμβάσεις της χερσαίας εργασίας βλ. άρθρο 9 § 3 του Ν. 1876/1990 και ΑΠ 43/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από την άποψη αυτή η, δια του άρθρου 5 § 1 του ΑΝ 3276/1944, παρεχόμενη στον ΥΕΝ νομοθετική εξουσιοδότηση για την κύρωση της ΣΣΝΕ, που καταρτίστηκε υπό τους όρους του ιδίου νόμου, αφορά μόνον την επέκταση της συμβατικής δέσμευσης σε τρίτους, που δεν έχουν συμπράξει στη σύναψή της, η οποία είναι φυσικό να άρχεται από το χρονικό σημείο της δημοσιεύσεως της κυρωτικής απόφασης, αφού αυτή, ως κανονιστική διοικητική πράξη, μπορεί να ορίζει μόνο για το μέλλον, δεδομένου ότι με την πιο πάνω διάταξη δεν παρασχέθηκε στον Υπουργό νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επεκτάσεως των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά απλώς προσδιορίστηκε η χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επεκτάσεως και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής συμβάσεως (ΜονΕφΠειρ. 285/2015, 459/2015, 591/2014, 842/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 12/2011, ΕΝαυτΔ 2011/406). Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 5 § 1, επιτρέποντας τον μη ετεροκαθοριζόμενο ορισμό της χρονικής διάρκειας της δεσμεύσεως των συμβαλλομένων, θέτει η ίδια εξουσιοδοτικό κανόνα προς τους φορείς της συλλογικής αυτονομίας να καθορίσουν τα χρονικά όρια ισχύος της κοινής βουλήσεώς τους. Επομένως, εφόσον εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ αναδρομική ισχύς, κατά τη σύναψή τους, οι ρυθμίσεις τους καταλαμβάνουν και όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι αυτήν (ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1132/2005, ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Μάλιστα ο ίδιος ο νομοθέτης διευθέτησε πρόσφατα το εν λόγω ζήτημα της χρονικής ισχύος των σσνε, ως προς το οποίο προέκυψε όπως προελέχθη διχογνωμία, με το άρθρο 49 του ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 (Α΄ 24, αναδημ. Α΄ 172/1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή/και κύρωσής της από τον Υπουργό». Με τη διάταξη αυτή διευκρινίζεται η αληθής έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 εδαφ. α του α.ν. 3276/1944 και επομένως ως ερμηνευτική διάταξη εφαρμόζεται από το εφετείο χωρίς να περιορίζεται από το άρθρο 533 παρ. 2 ΚΠολΔ, ανατρέχουσα ως προς το χρόνο έναρξης της ισχύος της, σε εκείνον (χρόνο ισχύος) της ερμηνευόμενης διάταξης (ΟλΑΠ 1/2014, 22/1997 και 10/1990). Κατά συνέπεια με τη λήξη της καθορισθείσας χρονικής διάρκειας της σσνε, παύει άμεσα αυτή να ισχύει και στο εξής, τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών, ρυθμίζουν οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της. Επομένως, αν καταρτιστεί ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας μετά τη λήξη της ισχύος της τελευταίας σχετικής σσνε, το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα σσνε, αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Έτσι μπορούν οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας να συμφωνήσουν και να καταστούν περιεχόμενο αυτής οι όροι συγκεκριμένης σσνε ακόμα και μέλλουσας (ΑΠ 692/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή, ακόμα και αυτής που έληξε και αυτό είναι έγκυρο και επιτρεπτό διότι είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί έγκυρα λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017 ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤρΕφΠειρ 720/2015, ΤρΕφΘεσ. 262/2011, τνπ ΝΟΜΟΣ). Επομένως αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης σσνε, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017, τνπ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας, σαν να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση, σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016, τνπ ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε σσνε της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει και αυτό διότι, στην περίπτωση αυτή, δεν ενδιαφέρει τα μέρη η δεσμευτική της δύναμη, αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε, ενώ για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 874/2018, τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 567/2004, ΕΕΔ 2005/589, ΜΕφΠειρ 234/2022 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Ωστόσο, για να καταστεί οποιοσδήποτε όρος σσνε και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας, πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη σσνε και όχι αόριστα στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών σσνε, διότι τότε θα ισχύει, είτε η νεότερη, αν υπάρχει, σσνε, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα σσνε (ΑΠ 277/2009, ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010, ΔΕΝ 2010/1061) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα σσνε, εωσότου συναφθεί νέα (σσνε), η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Είναι, επομένως, πραγματικό ζήτημα το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (ΑΠ 515/2017, τνπ ΝΟΜΟΣ) και το δικαστήριο θα κρίνει επί αυτού κατά πρώτον με βάση τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΜονΕφΠειρ 380/2024 δημοσιευμένη σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης η εργοδότρια παραπονείται με το πρώτο σκέλος αυτού για κακή εκτίμηση αποδείξεων, ισχυριζόμενη ότι μεταξύ των διαδίκων, με όρο που είχε περιληφθεί στις έγγραφες συμβάσεις ναυτολόγησης του ενάγοντος, υπήρχε συμφωνία «περί κλειστού μισθού» και εφαρμογή της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΕ, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ήταν σε ισχύ αντίστοιχη ΣΣΝΕ. Σε διαφορετική περίπτωση, δηλαδή στην περίπτωση κατά την οποία δεν ήταν σε ισχύ ΣΣΝΕ, κατά την εναγομένη, με τον ίδιο όρο των ενδίκων συμβάσεων εργασίας, είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ότι θα ισχύει μόνον ο «κλειστός» συνομολογηθείς μηνιαίος μισθός. Με το δεύτερο σκέλος του σχετικού λόγου εφέσεως υποβάλλεται το παράπονο περί εσφαλμένης εφαρμογής νόμου διότι με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτή μετενέργεια σσνε η ισχύς της οποίας είχε λήξει και επομένως δεν ρύθμιζε τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας που είχε καταρτίσει με τον ενάγοντα ήδη εφεσίβλητο εργαζόμενο. Η εκκαλούσα συνοψίζοντας ισχυρίζεται δε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε διότι με τις ατομικές συμβάσεις εργασίας του ναυτικού είχε συμφωνηθεί κλειστός μισθός και συνεπώς δεν έπρεπε να εφαρμοστεί για τα διαστήματα από 1.1.2029 έως 19.6.2019, από 2.8.2019 έως 1.12.2019 και από την προαναφερόμενη ημερομηνία έως 18.1.2019 η σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊας η ισχύς της οποίας είχε λήξει. Πράγματι τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα που ήταν ναυτολογημένος ο ναυτικός, πλην της περιόδου από 12.8.2019 έως 31.12.2019 δεν ήταν σε ισχύ κάποια ΣΣΝΕ ρυθμίζουσα τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, αφού η σχετική σσνε δημοσιεύθηκε στις 12.8.20219 και έπαυσε στις 31.12.2019. Εξάλλου στις πανομοιότυπες έντυπες ατομικές συμβάσεις εργασίας του ναυτικού το έτος 2019 προβλέφθηκε ότι ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το πλοίο, ενώ συμφωνήθηκε επίσης ότι «Ο μηνιαίος μισθός του Ναυτικού θα είναι κλειστός και θα ανέρχεται στο ποσό των 2.990,72 ευρώ μεικτά”. Πρέπει όμως να τονιστεί πρώτον ότι : όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη που προηγήθηκε για να καταστεί οποιοσδήποτε όρος σσνε και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας, πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη σσνε και όχι αόριστα στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών σσνε. Επιπλέον από τις αποδείξεις πληρωμής που προσκομίζονται μετ’επικλήσεως αποδεικνύεται ότι οι αποδοχές του ναυτικού υπολογίζονται πάντα με βάση την τελευταία συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας πληρωμάτων, αφού ενδεικτικά στη συγκεκριμένη περίπτωση τον Ιανουάριο του 2019 ο μισθός ενεργείας και το επίδομα Κυριακών ανέρχονται σε 1.305,79 και 287,27 ευρώ αντίστοιχα, οι συνολικές δε μικτές αποδοχές σε 3.342,85 ευρώ με τις έκτακτες αμοιβές και τα αναγραφόμενα επιδόματα. Ενδιαφέρον δε παρουσιάζει το ότι στη μισθοδοσία του Σεπτεμβρίου 2019 ο μισθός ενεργείας προσαρμόζεται αμέσως στο ύψος της τελευταίας σσνε που είχε μόλις δημοσιευθεί, δηλαδή στα 1.331,91 ευρώ, το επίδομα Κυριακών σε 293,01 ευρώ κλπ και το σύνολο των αποδοχών στα 3.679,25 ευρώ, δηλαδή σε ποσό μεγαλύτερο του κλειστού μισθού. Επομένως, επειδή εμφανίζεται κενό ερμηνείας στις δηλώσεις βουλήσεις των διαδίκων μερών, αν ερμηνευθούν αυτές οι δηλώσεις βούλησης των συμβαλλομένων διαδίκων με το να προστρέξει κανείς στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, κρίνεται ότι με βάση τις ατομικές συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος, υπό τον τίτλο «Μισθοί» και «Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας που έχει εφαρμογή», όσον αφορά στην αμοιβή αυτού (ενάγοντος), όπως οι σχετικοί όροι αποτυπώθηκαν στις ατομικές συμβάσεις εργασίας, οι διάδικοι ήθελαν να ισχύει μεταξύ τους όλο το διάστημα του έτους 2019 η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι με την ατομική σύμβαση εργασίας του ναυτικού έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους της συγκεκριμένης σσνε με αποτέλεσμα οι όροι αυτοί να αποκτούν συμβατική δύναμη, δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας, και ότι συνεπώς η συμφωνία περί κλειστού μισθού δεν αποκλείει την εφαρμογή της προϊσχύουσας και μόνης πρόσφατης υπαρκτής σσνε που ρυθμίζει του όρους εργασίας των πληρωμάτων που απασχολούνται στον ακτοπλοϊα ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Επομένως όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στον πρώτο λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Περαιτέρω και σύμφωνα με την προαναφερόμενη σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου και των αργιών αμειβομένης υπερωριακώς. Το οκτάωρο της Κυριακής πληρώνεται με επίδομα που προβλέπεται στη σύμβαση. Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων». Στο άρθρο 20 της ίδιας ΣΣΝΕ προβλέπονται τα κάτωθι:”1. Εάν ο ναυτικός διαταχθεί να εκτελέσει πρόσθετη εργασία, πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει, δεν δύναται όμως η πρόσθετος αυτή εργασία να υπερβαίνει τις τέσσαρες ώρες εντός του 24ώρου. 2. Για την πρόσθετη αυτή εργασία ο εκτελέσας αυτήν ναυτικός δικαιούται σε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ.1 διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου (4,33) επί τας ώρας της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού οι ώρες μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως ανέρχονται εις (173). 3. Για κάθε πρόσθετη εργασία πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, η υπερωριακή αμοιβή των ναυτικών που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25%. 3α. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα, και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 10 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%, για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες”. Επίσης στην εκάστοτε σσνε ορίζεται επακριβώς το ωρομίσθιο της κάθε ειδικότητας με τις προαναφερόμενες προσαυξήσεις. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερόμενη ΣΣΝΕ πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το επίδομα εορτών Χριστουγέννων καταβάλλεται ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας διήρκεσε από 1.5 έως 31.12 και σε διαφορετική περίπτωση καταβάλλονται τα 2/25 του μισθού ή δύο ημερομίσθια για κάθε 19ημερο εργασίας ενώ αναφορικά με το επίδομα εορτών Πάσχα οι ναυτικοί δικαιούνται μισθό 15 μερών, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου. Επιπλέον να λεχθεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που καταβαλλόταν την 15η ημέρα προ του Πάσχα και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβαλλόταν ή έπρεπε να καταβληθεί από την εργοδότρια ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, δηλαδή το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση : α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΕφΠειρ 397/2020 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, ΕφΠειρ. 430/2014, ΕφΠειρ. 361/2014, ΕφΠειρ. 56/2014, ΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 231/2013, ΕφΠειρ 377/2011 τνπ νόμος, ΕφΠειρ. 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΕφΠειρ 397/2020 ο.π, ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, τνπ νόμος), και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της σσνε (ΜΕφΠ 442/2023 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς).
Από την επανεκτίμηση της με αριθμό …./26.10.2021 ένορκης κατάθεσης του ναυτικού και κατοίκου Δραπετσώνας …. . ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. κατά τις διατυπώσεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ και μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους, σύμφωνα με τη με αριθμό ………/21.10.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ………, την οποία προσκόμισε ο εφεσίβλητος, τη με αριθμό ……./29.11.2021 ένορκη βεβαίωση του ναυτικού και κατοίκου Πειραιώς Ιωάννη Μαυρογιάννη ενώπιον της συµβολαιογράφου Πειραιώς …………. μετά από προηγούμενη κλήτευση της εναγομένης σύμφωνα με τη με αριθμό ……../24.11.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ………. και τη με αριθμό …./5.10.2021 ένορκη βεβαίωση του ναυτικού και κατοίκου Σουφλίου . …. μετά από προηγούμενη κλήτευση της εναγομένης σύμφωνα με τη με αριθμό …../29.9.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ……….. και των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και νοµίµως προσκοµίζουν, τα οποία λαµβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά µέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Δυνάμει της από 16.5.2018 σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στον Πειραιά μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης ναυτιλιακής εταιρείας, πλοιοκτήτριας του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου “BP”, με αριθμό νηολογίου Πειραιά ….., κόρων ολικής χωρητικότητας 5.664,10, ο πρώτος προσλήφθηκε, προκειμένου να εργασθεί με την ειδικότητα του βοηθού ηλεκτρολόγου, έναντι μηνιαίου “κλειστού” μικτού μισθού ποσού 2.932,11 ευρώ. Σε εκτέλεση της προαναφερθείσας συμβάσεως ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά αυθημερόν, απολύθηκε στις 3.10.2018 λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, επαναυτολογήθηκε την ίδια ημέρα στο ίδιο πλοίο με την ανωτέρω ειδικότητα κι εργάσθηκε μέχρι τις 25.10.2018, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας. Ακολούθως, ναυτολογήθηκε και πάλι στο ίδιο πλοίο με την αυτή ειδικότητα στις 24.11.2018 κι απασχολήθηκε έως τις 3.4.2019, οπότε απολύθηκε λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, ναυτολογήθηκε, ξανά την αυτή ημέρα κι απολύθηκε λόγω αδείας στις 19.6.2019 στο λιμάνι του Πειραιά. Σημειωτέον ότι το διάστημα από 8.4.2019 μέχρι 21.4.2019 στο πλοίο διενεργούνταν εργασίες επισκευής. Εν τω μεταξύ είχε συνομολογηθεί μεταξύ των μερών η από 22.4.2019 σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας ο ενάγων προσλήφθηκε και πάλι στο προαναφερθέν πλοίο με την ειδικότητα του βοηθού ηλεκτρολόγου, με μηνιαίες μικτές “κλειστές” αποδοχές ποσού 2.990,72 ευρώ. Κατόπιν στις 2.8.2019 ναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, εργάσθηκε έως την 1η.10.2019, όταν απολύθηκε λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, επαναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ίδιο πλοίο κι εργάσθηκε μέχρι τις 1.12.2019 οπότε απολύθηκε λόγω μεταθέσεως στο πλοίο bN, επίσης πλοιοκτησίας της εναγομένης. Το δεύτερο αυτό πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια αλλά βρισκόταν σε ακινησία λόγω εργασιών ετήσιας επιθεώρησης. Την 18.1.2020 του χορηγήθηκε άδεια ενός μήνα αλλά την 18.2.2020 δεν επαναπροσλήφθηκε. Eπομένως το έτος 2019 που εδώ ενδιαφέρει ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος συνολικά 290 ημέρες, και επιπλέον αλλές 30 σε πλοίο που δεν εκτελούσε δρομολόγια. Τα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος το έτος 2019 το BP εκτελούσε τα εξής δρομολόγια: από 1/1/2019-7/4/2019, 15/5/2019-10/6/2019, 2.10.2019-31/10/2019 και 1/11/2019 – 24/11/2019 αναχωρούσε από Πειραιά (7.30) προς Σύρο (11.15), Τήνο (12.00) Μύκονο (12.45) και επιστροφή από Μύκονο (14.15) Τήνο (15.00) Σύρο (16.00) Πειραιά (19.45). Την περίοδο 11/6/2019 ως 19/6/2019 (9 ηµέρες) και 11/8/2019 ως 1/10/2019 το δροµολόγιο ήταν το ίδιο αλλά τις Δευτέρες το πλοίο επιπλέον αναχωρούσε από Πειραιά (22.00) προς Άγιο Κήρυκο (04.50 της Τρίτης) Φούρνους (06.00) Καρλόβασι (07.10) Βαθύ (08.20) και επιστροφή από Βαθύ (10.00) Καρλόβασι (11.10) Φούρνους 12.20) Αγ. Κήρυκο (13.35) Πειραιά (20.25). Συνεπώς αντί για το δροµολόγιο της Τρίτης στη γραµµή Πειραιά – Σύρο – Τήνο – Μύκονο, το πλοίο έκανε ένα δροµολόγιο προς Σάµο που ολοκληρωνόταν την Τρίτη στις 20.25. Την περίοδο 2/8/2019 ως 10/8/2019 το δροµολόγιο ήταν το ίδιο, αλλά την 9/8/2019-10/8/2019 το πλοίο έκανε κάθε Τρίτη το ίδιο δροµολόγιο προς Σάµο όπως αµέσως πιο πάνω και τις Παρασκευές 2/8/2019 και 9/8/2019 είχε ένα επιπλέον δροµολόγιο από Πειραιά (21.30) προς Σύρο (01.30 εποµένης) Μύκονο (02.15) Πειραιά (07.00) απ’ όπου αναχωρούσε 09.00 και συνέχιζε τα δροµολόγιά του. Για πολύ µικρά διαστήµατα το πλοίο απασχολήθηκε εκτός της βασικής γραµµής του (Πειραιά – Σύρο – Τήνο – Μύκονο) και συγκεκριµένα το διάστηµα 24/4/2019 ως 14/5/2019 (3 εβδοµάδες) το πλοίο αναχωρούσε από Πειραιά καθηµερινά (17.30) προς (Σύρο µόνο Τρίτη – Πέµπτη – Κυριακή στις 21.10) Πάρο (21.45 ή 22.30) Νάξο (22.45 ή 23.35) Αµοργό Αιγιάλη (µόνο Δευτέρα, Τετάρτη, Πέµπτη στη 1.10 ή 2.00) ή Αµοργό Κατάπολα (µόνο Τρίτη, Παρασκευή και Κυριακή στις 2.50 ή 2.00) Αστυπάλαια (µόνο Δευτέρα, Τετάρτη και Πέµπτη στις 2.50 ή 3.40). Κάθε Σάββατο το πλοίο µετά τη Νάξο (22.45) προσέγγιζε τη Σαντορίνη (01.15 της Κυριακής) απ’ όπου απέπλεε (07.00) προς Νάξο (09.30) Πάρο (10.45) Πειραιά (15.00). Τις υπόλοιπες µέρες (από Δευτέρα ως Παρασκευή) απέπλεε από Αστυπάλαια (µόνο Τρίτη, Πέµπτη και Παρασκευή στις 05.15) ή Αµοργό (Κατάπολα) (µόνο Δευτέρα και Τετάρτη στις 06.00) ή Αµοργό (Αιγιάλη) (µόνο Τρίτη, Πέµπτη και Παρασκευή στις 6.55) προς Νάξο (09.30) Πάρο (10.45) Πειραιά (15.00). Για µία εβδοµάδα 25/11/2019 ως 11/2/2019 το πλοίο αναχωρούσε καθηµερινά εκτός Σαββάτου από Πειραιά (17.30) προς Σύρο (µόνο Τρίτη, Πέµπτη και Κυριακή στις 21.10) Πάρο (21.45 ή 22.30) Νάξο (22.45 ή 23.35) Αµοργό (Αιγιάλη) (µόνο Δευτέρα, Τετάρτη και Πέµπτη στις 1.10 ή 2.00) ή Αµοργό (Κατάπολα) (µόνο Τρίτη, Παρασκευή και Κυριακή στις 2.50 ή 2.00) Αστυπάλαια (µόνο Δευτέρα, Τετάρτη και Πέµπτη στις 2.50 ή 3.40). Επιστροφή από Αστυπάλαια (µόνο Τρίτη, Πέµπτη και Παρασκευή στις 5.15) Αµοργό (Κατάπολα) (µόνο Δευτέρα, Τετάρτη και Κυριακή στις 06.00) ή Αµοργό (Αιγιάλη) (μόνο Τρίτη Πέμπτη Παρασκευή στις 06.55) Νάξο (09.30) Πάρο (10.45) Πειραιά 15.00). Το Σάββατο 30/11/2019 το πλοίο κατέπλεε στις 02.00 στην Αµοργό όπου παρέµεινε όλο το Σάββατο και απέπλευσε την Κυριακή στις 06.00 ως άνω. Ανεκτέλεστα παρέµειναν τα δροµολόγια των ακόλουθων µερών ναυτολόγησης του ενάγοντος 01/01/2019 (Πρωτοχρονιά), 10/01/2019 (απαγορευτικό), 25/01/2019 (απαγορευτικό), 05/02/2019(απαγορευτικό), 13/02/2019 (από Σύρο για Πειραιά λόγω απαγορευτικού), 14/02/2019 (απαγορευτικό), 24/02/2019 (απαγορευτικό), 25/02/2019 (απαγορευτικό), 29/03/2019 (απαγορευτικό), 30/03/2019 (απαγορευτικό), 28.4.2019 (Πάσχα), 7/5/2019 και 8/5/2019 (λόγω τεχνικού προβλήµατος του πλοίου), 14/09/2019 (απαγορευτικό), 24/09/2019 (απεργία ΠΝΟ) 02/10/2019 (απεργία), ήτοι 16 ηµέρες, κατά τις οποίες το πλοίο δεν εκτέλεσε δροµολόγιο κυρίως λόγω απεργίας της ΠΝΟ ή απαγορευτικού λόγω καιρικών συνθηκών, δηλαδή για 16 ημέρες, στις οποίες περιλαμβάνονται δυο αργίες (Πρωτοχρονιά, Πασχα και δύο Σάββατα), δεν τέλεσε δρομολόγια. Να σημειωθεί ότι η εκκαλούσα δεν προσκομίζει απόσπασμα ημερολογίου για τις 28.4.2019, αλλά ο ενάγων δεν ισχυρίζεται ότι εργάστηκε το Πάσχα του 2019 και συνεπώς συνάγεται ότι ομολογεί την επικαλούμενη μη τέλεση δρομολογίου. Επιπλέον το πλοίο το διάστημα από 8.4.2019 έως και 22.4.2019 δηλαδή 15 συνολικά μέρες το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια και ο ενάγων εργαζόταν επί 8ωρο όπως καθ’υποφοράν εκθέτει στο δικόγραφο της αγωγής του. Συνεπώς από το διάστημα των 290 ημερών απασχόλησης του στο προαναφερόμενο πλοίο δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια 16 ημέρες, δηλαδή 12 καθημερινές και Κυριακές και 4 Σάββατα ή αργίες, και το διάστημα των επισκευών, δηλαδή δρομολόγια τελέστηκαν 259 ημέρες το παραπάνω διάστημα στο οποίο περιλαμβάνονται 45 Σάββατα και αργίες και 214 καθημερινές και Κυριακές. Περαιτέρω από την κατάθεση του προϊσταμένου του ναυτικού ………… αποδείχθηκε ότι στο μηχανοστάσιο του πλοίου κατά τα ημερήσια δρομολόγια απασχολούνταν ένας Προϊστάμενος ηλεκτρολόγος, ένας ηλεκτρολόγος Α’ και ένας βοηθός ηλεκτρολόγος και στο βραδινό δρομολόγιο μειωμένη ένας Προϊστάμενος ηλεκτρολόγος και ένας ηλεκτρολόγος Α’. Σύμφωνα με την κατάθεση του προαναφερόμενου ενόρκως βεβαιώσαντα της εκκαλούσας ο ενάγων δεν θεωρείτο υφιστάμενος του Προϊσταμένου αλλά μοιράζονταν μεταξύ τους τις ηλεκτρολογικές εργασίες. Το ωράριο “εργασίας του ενάγοντος ξεκινούσε περί ώρα 06.00 π.μ., με τη διαδικασία της φόρτωσης, οπότε βρισκόταν στο υπόγειο γκαράζ και τακτοποιούσε τις συνδέσεις των φορτηγών – ψυγείων στο ηλεκτρολογικό δίκτυο εργασία, που διαρκούσε έως ώρα 07.30 π.μ. Στη συνέχεια πραγματοποιούσε ένα μισάωρο διάλειμμα για το πρωινό του γεύμα και, ακολούθως, περί ώρα 08.00 π.μ. συνέχιζε την εργασία του µέχρι ώρα 20.00 μ.μ., οπότε το πλοίο επέστρεφε στο λιμάνι του Πειραιά. Σε κάθε λιμάνι, που προσέγγιζε το πλοίο, πραγματοποιούσε τις συνδέσεις – αποσυνδέσεις των φορτηγών – ψυγείων, ενώ κατά τη διάρκεια του πλου φρόντιζε για τη λειτουργία και συντήρηση του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, όπως την επισκευή ή αντικατάσταση διακοπτών στο ξενοδοχειακό τμήμα, την επιδιόρθωση του φωτισμού και τη συντήρηση ή επιδιόρθωση του κλιματισμού. Ενόψει των ανωτέρω και δη: α) των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν στο ένδικο πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις προαναφερθείσες ακτοπλοϊκές γραμμές και β) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος κατέστη αναγκαίο προς εξυπηρέτηση των αναγκών, που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, τούτος να εργαστεί υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως τόσο τις καθημερινές και τις Κυριακές, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Σε αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να οδηγεί η κατάθεση του προαναφερόμενου προϊσταμένου του ναυτικού, ο οποίος ουσιαστικά καθόριζε ως προστηθείς της εργοδότριας το ωράριο εργασίας του διότι έρχεται σε αντίθεση με τις καταθέσεις του ναύτη ……… και του θαλαμηπόλου ………. οι οποίοι αν και είχαν διαφορετικές ειδικότητες περιγράφουν εξοντωτικά ωράρια εργασίας. Βέβαια εκτιμάται πάντα το γεγονός ότι έχουν ασκήσει παρόμοιες αγωγές σύμφωνα με τα όσα ισχυρίζεται η εργοδότρια, παρόλο που υφίσταται δυσχέρεια των ναυτικών λόγω της φύσεως του ναυτικού επαγγέλματος να έχουν ως μάρτυρα φυσικό πρόσωπο μη εργαζόμενο στο πλοίο. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων στις 1.12.2019 ναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο “BN”, με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……., κόρων ολικής χωρητικότητας 5.650,51 κι απασχολήθηκε μέχρι τις 18.1.2020, οπότε απολύθηκε στο Πέραμα λόγω αδείας. Κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του στο εν λόγω πλοίο, αυτό δεν εκτελούσε δρομολόγια αλλά διενεργούνταν εργασίες επισκευής, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η δε εργασία του ενάγοντος δεν ξεπερνούσε το νόμιμο οκτάωρο όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου εφέσεως περί εσφαλμένης εκτίμησης αποδεικτικού υλικού, με το οποίο η εργοδότρια παραπονείται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι ο ναυτικός παρείχε υπερωριακή απασχόληση, κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο. Με βάση τα ανωτέρω οι νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος όλο το διάστημα ναυτολόγησης του το έτος 2019 ρυθμιζόταν από την ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, όπως προαναφέρθηκε κατά την εξέταση του πρώτου λόγου εφέσεως. Επομένως όπως κρίθηκε ορθά από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ο νόμιμος μισθός του ενάγοντος ανερχόταν για το έτος 2019 στο ποσό των 2.823,99 ευρώ αποτελούμενος από μισθό ενεργείας (άρθρο 1) ποσού 1.331,91 ευρώ, αντίτιμο τροφής (άρθρο 3) ποσού 599,4 ευρώ (= 19,98€ χ 30 ημέρες), επίδομα Κυριακής (άρθρο 6) ποσού 293,02 ευρώ, επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (άρθρο 8) ποσού 36,64 ευρώ, ειδικό επίδομα για την παρακολούθηση της λειτουργίας των βοηθητικών μηχανημάτων του πλοίου (άρθρο 8) ποσού 20,61 ευρώ, επίδομα για την εκτέλεση “εξτρά” εργασιών (άρθρο 8) ποσού 36,91 ευρώ, αποδοχές αδείας (άρθρο 15) ποσού 505,5 ευρώ (= 1.331,91 + 599,4 + 293,02 : 22 χ 5). Επιπλέον απορριπτέο κρίνεται το παράπονο περί κακής εκτίμησης αποδεικτικού υλικού (τέταρτος λόγος πρώτο σκέλος) διότι συνυπολογίζεται το επίδομα τροφής και η άδεια με τροφή στις μηνιαίες αποδοχές αφού δεν αποδείχθηκε ότι στο πλοίο που εκτελούσε ακτοπλοϊκά και μάλιστα εξπρές δρομολόγια παρέχονταν πλήρη γεύματα στους ναυτικούς, καθώς δεν προσκομίστηκαν τιμολόγια που να αποδεικνύουν λειτουργία κουζίνας για παρασκευή γευμάτων για όλο το πλήρωμα, ούτε εξειδικεύει η εργοδότρια στο είδος των γευμάτων που ισχυρίζεται ότι παρείχε και ότι με τον τρόπο αυτό κάλυπτε τις νόμιμες αποδοχές του ναυτικού, όπως ισχυρίζεται αρνούμενη την αγωγή. Τέλος, από το προαναφερόμενο αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι τις ημέρες που το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια δεν υφίστατο ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης και συνεπώς κατά παραδοχή του δευτέρου λόγου και των πρώτου κα τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου εφέσεως περί κακής εκτίμησης αποδεικτικού υλικού ως βάσιμων θα αφαιρεθούν οι συγκεκριμένες ημέρες από το διάστημα που τελέστηκε υπερωριακή απασχόληση το διάστημα χρονολόγησης του ενάγοντος αφού εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί 228 καθημερινές και Κυριακές και 52 Σάββατα και αργίες αφού αν αφαιρεθούν από τις 290 ημέρες ναυτολόγησής του οι ημερομηνίες που δεν τελέστηκαν δρομολόγια λόγω απαγορευτικού ή απεργίας (16 ημέρες) και οι οποίες προεκτέθηκαν (1.1, 10.1, 25.1, 5.2, 13.2, 14.2, 24.2, 25.2, 29.3,30.3, 28.4, 7.5, 8.5, 14.9, 24.9, 2.10) και το διάστημα των επισκευών από 8 έως 22.4 (15 ημέρες)) αποδεικνύεται ότι ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά 214 καθημερινές και Κυριακές και 45 Σάββατα και αργίες. Ακολούθως δικαιούται ως αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση για τις επίδικες χρονικές περιόδους από 1.1.2019 έως 7.4.2019, από 22.4.2019 μέχρι 19.6.2019 και από 2.8.2019 έως 1.12.2019 τα παρακάτω ποσά: Για την απασχόληση του για 218 καθημερινές και Κυριακές, δηλαδή για 214 χ 4 = 856 ώρες χ 9,63 ευρώ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%)] = 8.243,28 ευρώ και επειδή έλαβε κατά την παραδοχή της εκκαλουμένης που δεν πλήττεται από τον εργαζόμενο το ποσό των 61,01 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 8.182,27 ευρώ. Για τα 45 Σάββατα και αργίες που απασχολήθηκε το παραπάνω διάστημα των οποίων και οι 12 ώρες απασχόλησης θεωρούνται υπερωριακές δηλαδή για 540 χ 11,55 ευρώ (προσαυξημένο ωρομίσθιο κατά 50%) του οφείλεται το ποσό των 6.237 ευρώ και επειδή είχε λάβει το ποσό των 5.097,29 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 1.139,71 ευρώ.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας Κριτική προσέγγιση των ΚΙΝΔ 53-57, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Με τον τέταρτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται διότι δεν έγινε δεκτός ο ισχυρισμός της περί συμψηφισμού των οφειλόμενων στον εργαζόμενων με τις υπέρτερες αποδοχές που λάμβανε με τον κλειστό μισθό του. Όπως αποδεικνύεται από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων ατομικών συμβάσεων εργασίας συμφωνήθηκε πέραν του κλειστού μισθού ότι ο ναυτικός δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέραν του κατά του ως άνω ποσού του κλειστού μισθού του και στους συμπληρωματικούς όρους ορίστηκε ότι : ” κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές, μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας σχετικά με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση εργασίας”. Όμως σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας το επιμίσθιο αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού και συνεπώς μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές μόνον αν υπήρξε σχετική συγκεκριμένη συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές, διότι διαφορετικά αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου. Τα συμφωνηθέντα στις ατομικές συμβάσεις του εργαζόμενου, που αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν αποτελούν συγκεκριμένη συμφωνία συμψηφισμού αφού δεν καθορίζουν συγκεκριμένα το ποσό που θα συμψηφιστεί και δεν αρκεί η παραπομπή στις νόμιμες αποδοχές που ορίζονται από τις σσνε των οποίων μάλιστα αμφισβητείται ενίοτε η μετενέργεια. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι για το συμψηφισμό αυτών των “έκτακτων αμοιβών” απαιτείται ορισμένη και ειδική συμφωνία καταλογισμού που εν προκειμένω δεν υφίστατο, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο δεύτερο σκέλος του σχετικού τετάρτου λόγο εφέσεως, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Να σημειωθεί ότι μετά την εν μέρει παραδοχή του συναφούς λόγου εφέσεως περί κακής εκτίμησης αποδεικτικού υλικού ως προς το ύψος των μηνιαίων αποδοχών, αφού ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά λιγότερες ημέρες από αυτές που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, θα επαναπροσδιοριστούν αναγκαστικά με άλλο μέσο όρο υπερωριακής αμοιβής πρωτίστως τα επιδόματα εορτών και συνεπώς ο ενάγων δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) ως διαφορά επιδόματος εορτών Πάσχα 2019, οπότε εργάστηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 30.4.2019, το ποσό των 2.090,75 ευρώ δεδομένου ότι οι αποδοχές του ανέρχονται μηνιαίως σε 4.181,52 (2.823,99 οι νόμιμες αποδοχές όπως αναφέρθηκαν πιο πάνω πλέον μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής δηλαδή 8.243,28 + 6.237= 14.480,28 : 320 (μέρες ναυτολόγησης αφού εδώ προσμετρώνται και οι μέρες επισκευών και οι λοιπές που δεν τελέστηκε υπερωριακή εργασία) Χ 30 = 1.357,53 ευρώ) και επειδή έλαβε 1.102,77 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 987,98 ευρώ και σύμφωνα με το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο 901,05 ευρώ, Δ) ως διαφορά αναλογίας δώρου Χριστουγέννων 2019, οπότε απασχολήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 μέχρι 19.6.2019 και από 2.8.2019 έως 1.12.2019 το ποσό των δεδομένου ότι δικαιούτο το ποσό των 3.027,42 ευρώ [4.181,52 χ 2/25 =334,52 χ 9,05 19ήμερα) κι επειδή έλαβε το ποσό των 1.627,77 ευρώ κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης κατά της οποίας δεν ασκήθηκε έφεση από τον εργαζόμενο του οφείλεται το ποσό των 1.399,65 ευρώ και 1.273,75 ευρώ κατά την εκκαλουμένη. Συνεπώς ο σχετικός πέμπτος λόγος εφέσεως της εργοδότριας ότι επιδικάστηκαν ως επιδόματα εορτών ποσά μεγαλύτερα των οφειλόμενων κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε στις 8.7.2019, κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/ 2019) στις 12.8.2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Για την εφαρμογή της παραπάνω § 7 στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Στις μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, περιλαμβάνονται και τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονται τακτικώς κάθε μήνα (ΕφΠειρ 235/2024 σε Ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, όμοια ΕΠ 328/2023 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο 1977, σελ. 148).
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το πλοίο πραγματοποίησε: από 1/1/2019-7/4/2019, 15/5/2019-10/6/2019, 2.10.2019-31/10/2019 και 1/11/2019 – 24/11/2019 αναχωρούσε από Πειραιά (7.30) προς Σύρο (11.15), Τήνο (12.00) Μύκονο (12.45) και επιστροφή από Μύκονο (14.15) Τήνο (15.00) Σύρο (16.00) Πειραιά (19.45). Άρα για τα δρομολόγια αυτά δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 33 διότι το πλοίο ήταν ημερόπλοιο. Την περίοδο 11/6/2019 ως 19/6/2019 (1,2 εβδομάδες) και 11/8/2019 ως 1/10/2019 (7,4 εβδομάδες) το δροµολόγιο ήταν το ίδιο αλλά τις Δευτέρες το πλοίο επιπλέον αναχωρούσε από Πειραιά (22.00) προς Άγιο Κήρυκο (04.50 της Τρίτης) Φούρνους (06.00) Καρλόβασι (07.10) Βαθύ (08.20) και επιστροφή από Βαθύ (10.00) Καρλόβασι (11.10) Φούρνους 12.20) Αγ. Κήρυκο (13.35) Πειραιά (20.25). Άρα τις βδομάδες αυτές εκτελέστηκε κάθε φορά ένα δρομολόγιο εξπρές διότι το πλοίο που είχε επιστρέψει στις 19.45 δεν έμενε στο λιμάνι για το πρωινό δρομολόγιο, αλλά στις 22.00 δηλαδή αναχωρούσε 3.45 ώρες νωρίτερα και επεξέτεινε το δρομολόγιο του τις νυχτερινές ώρες και το κυκλικό δρομολόγιο ήταν μεγαλύτερο των 12 ωρών. Συνεπώς οι εργαζόμενοι σε αυτό δικαιούνται αμοιβή για 8,6 δρομολόγια. Την περίοδο 2/8/2019 ως 10/8/2019 το δροµολόγιο ήταν το ίδιο, αλλά την 9/8/2019-10/8/2019 το πλοίο έκανε κάθε Τρίτη το ίδιο δροµολόγιο προς Σάµο όπως αµέσως πιο πάνω άρα τέλεσε ένα εξπρές δρομολόγιο και τις Παρασκευές 2/8/2019 και 9/8/2019 είχε ένα επιπλέον δροµολόγιο από Πειραιά (21.30) προς Σύρο (01.30 εποµένης) Μύκονο (02.15) Πειραιά (07.00) απ’ όπου αναχωρούσε 09.00 και συνέχιζε τα δροµολόγιά του, άρα τέλεσε 2 δρομολόγια εξπρές αφού αναχώρησε 4.15 ώρες νωρίτερα κάθε φορά για το δρομολόγιο του. Για πολύ µικρά διαστήµατα το πλοίο απασχολήθηκε εκτός της βασικής γραµµής του (Πειραιά – Σύρο – Τήνο – Μύκονο) και συγκεκριµένα το διάστηµα 24/4/2019 ως 14/5/2019 (3 εβδοµάδες) το πλοίο αναχωρούσε από Πειραιά καθηµερινά (17.30) προς (Σύρο µόνο Τρίτη – Πέµπτη – Κυριακή στις 21.10) Πάρο (21.45 ή 22.30) Νάξο (22.45 ή 23.35) Αµοργό Αιγιάλη (µόνο Δευτέρα, Τετάρτη, Πέµπτη στη 1.10 ή 2.00) ή Αµοργό Κατάπολα (µόνο Τρίτη, Παρασκευή και Κυριακή στις 2.50 ή 2.00) Αστυπάλαια (µόνο Δευτέρα, Τετάρτη και Πέµπτη στις 2.50 ή 3.40). Κάθε Σάββατο το πλοίο µετά τη Νάξο (22.45) προσέγγιζε τη Σαντορίνη (01.15 της Κυριακής) απ’ όπου απέπλεε (07.00) προς Νάξο (09.30) Πάρο (10.45) Πειραιά (15.00). Τις υπόλοιπες µέρες (από Δευτέρα ως Παρασκευή) απέπλεε από Αστυπάλαια (µόνο Τρίτη, Πέµπτη και Παρασκευή στις 05.15) ή Αµοργό (Κατάπολα) (µόνο Δευτέρα και Τετάρτη στις 06.00) ή Αµοργό (Αιγιάλη) (µόνο Τρίτη, Πέµπτη και Παρασκευή στις 6.55) προς Νάξο (09.30) Πάρο (10.45) Πειραιά (15.00). Άρα πλέον ήταν ημερόπλοιο που εκτελούσε τα δρομολόγια του και τις νυχτερινές ώρες και συνεπώς για τα πέραν των πέντε δρομολογίων τη βδομάδα οι εργαζόμενοι σε αυτό δικαιούνταν την επιπλέον αμοιβή για 6 δρομολόγια συνολικά (3χ2). Για µία εβδοµάδα 25/11/2019 ως 1/12/2019 το πλοίο αναχωρούσε καθηµερινά εκτός Σαββάτου από Πειραιά (17.30) προς Σύρο (µόνο Τρίτη, Πέµπτη και Κυριακή στις 21.10) Πάρο (21.45 ή 22.30) Νάξο (22.45 ή 23.35) Αµοργό (Αιγιάλη) (µόνο Δευτέρα, Τετάρτη και Πέµπτη στις 1.10 ή 2.00) ή Αµοργό (Κατάπολα) (µόνο Τρίτη, Παρασκευή και Κυριακή στις 2.50 ή 2.00) Αστυπάλαια (µόνο Δευτέρα, Τετάρτη και Πέµπτη στις 2.50 ή 3.40) και συνεπώς το πλήρωμα αυτού δικαιούται αμοιβή για ένα εξπρές δρομολόγιο του ημερόπλοιο που πλέον εκτελεί κάθε νύχτα πλην Σαββάτου νυχτερινό κυκλικό δρομολόγιο διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών. Επομένως ο ενάγων δικαιούται αμοιβή για 18,6 εξπρές δρομολόγια και όχι για 44,8 δρομολόγια όπως έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση. Άρα κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού λόγου έφεσης θα εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιο αυτό η εκκαλουμένη απόφαση και θα κρατήσει το παρόν δικαστήριο να δικάσει την υπόθεση κατά το μέρος αυτό σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρο 535 του ΚΠολΔ. Επομένως και με δεδομένο ότι οι μηνιαίες αποδοχές με τη μέση υπερωριακή απασχόληση ανερχόταν σε 4.181,52 ευρώ με την προσαύξηση των επιδομάτων εορτών (που κατά την άποψη που ακολουθεί το παρόν δικαστήριο αποτελούν τακτικές αποδοχές και δεν καταβάλλονται επ’ευκαιρία) δηλαδή 2.090,75 + 3.027,42 = 5.118,17: 12 = 426,51 και επομένως με τακτικές αποδοχές ύψους 4.181,52 + 426,51= 4.608,03 χ 1/30 για κάθε δρομολόγιο χ 18,6 δρομολόγια το ποσό που του οφείλεται είναι το ποσό των 2.856,98 ευρώ. Επειδή όμως αυτός έλαβε σύμφωνα με την παραδοχή της εκκαλουμένης, κατά της οποίας δεν άσκησε έφεση, το ποσό των 2.938,96 ευρώ έχει εξοφληθεί για την αιτία αυτή κατά παραδοχή της σχετικής ενστάσεως που πρότεινε πρωτοδίκως η εναγομένη.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 16 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή το 1/22 του μισθού ενεργείας. Για την παρεχόμενη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση στο ημερολόγιο που προσκόμισε η εκκαλούσα δεν αναγράφεται από τον Πλοίαρχο του πλοίου ότι εδόθη άδεια διανυκτέρευσης στον ενάγοντα και δεν αρκεί το γεγονός ότι πρακτικά δινόταν η δυνατότητα διανυκτέρευσης στους ναυτικούς, αν το πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι του Πειραιά, όπως εκθέτει αυτή με τον έβδομο λόγο εφέσεως, αφού η διανυκτέρευση θα έπρεπε να σημειώνεται στ ημερολόγιο που επικυρώνεται από τη λιμενική αρχή. Επομένως η εκκαλουμένη ορθώς έκρινε ότι για 16 μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις οφείλονται 1.331,91:22 = 60,54 χ 16 = 968,64 ευρώ και ότι επειδή είχε ήδη λάβει για την αιτία αυτή 84,75 ευρώ πρέπει να επιδικαστεί σε αυτόν το ποσό των 883,89 ευρώ και ο σχετικός προαναφερόμενος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Περαιτέρω ειδικώς, επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ, που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους, περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27), η οποία επαναλήφθηκε και ΣΣΝΕ 2019, ορίζουσα ότι: «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82). Η ίδια διάταξη της ανωτέρω ΣΣΝΕ κρίθηκε νομολογιακά ευμενέστερη τόσο για τους ναυτικούς, που δικαιούνται αποζημιώσεως αν δεν επαναπροσληφθούν σε πλοίο που συνεχίζει τους πλόες του μετά τη διακοπή τους, ανεξαρτήτως αν η αιτία της διακοπής αυτής περιλαμβάνεται η όχι στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 173 ΚΔΝΔ, όσο και για τους εργοδότες, αφού παρατείνει το χρόνο υποχρεωτικής (και άνευ δικαιώματος αποζημιώσεως) αναμονής των ναυτικών για την επαναπρόσληψή τους στις εξήντα [60] ημέρες, λαμβάνοντας υπόψη την ισόχρονη ανοχή του νόμου για τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων στην, συνηθέστερη στην πράξη, περίπτωση της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του, που, όπως εκτέθηκε, συνιστά παροπλισμό του κατά την έννοια του άρθρου 77 ΚΙΝΔ [ΜΕΠ 464/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Εν τούτοις, όπως ορίζεται και στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4948/2022, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 173 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973), καταργήθηκε σιωπηρά με τις διατάξεις του άρθρου δεύτερου παρ.4 και άρθρου έκτου παρ.1 έως και 5 του Ν. 2932/2001, καθώς επίσης καταργήθηκε και η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 174 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973) με τις διατάξεις του άρθρου τετάρτου α παρ.6 και άρθρου έκτου παρ.6 έως 8 του Ν. 2932/2001, διατάξεις (άρθρα πρώτο έως ένατο, ενδέκατο και εικοστό όγδοο παρ.1 του Ν. 2932/2001), οι οποίες ήδη καταργήθηκαν με το άρθρο 48 περ.γ του Ν. 4948/2022. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου Τρίτου του ν. 2932/2001 υπό τον τίτλο «Τακτική δρομολόγηση – Προϋποθέσεις», προβλέφθηκε ότι «1. Η δρομολόγηση επιβατηγού και οχηματαγωγού, επιβατηγού ή φορτηγού πλοίου γίνεται για περίοδο ενός έτους, που αρχίζει την 1η Νοεμβρίου (τακτική δρομολόγηση).». Κατά τις διατάξεις του άρθρου έκτου του ιδίου Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 Ν. 4676/2020 (ΦΕΚ A 67/19.3.2020) υπό τον τίτλο «Εκτέλεση και διακοπή δρομολογίων» «1. Η εκτέλεση των δρομολογίων που ανακοινώνονται είναι υποχρεωτική. 2. Ο πλοιοκτήτης ή περισσότεροι πλοιοκτήτες από κοινού δεν μπορούν να μεταβάλουν μονομερώς τα δρομολόγια, ούτε τον προγραμματισμένο χρόνο διακοπής τους. Η μεταβολή των δρομολογίων, συμπεριλαμβανομένης της δρομολογιακής γραμμής και του προγραμματισμένου χρόνου διακοπής τους, επιτρέπεται αν υποβάλλουν σχετικό αίτημα και κριθεί, με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από γνώμη του Σ.Α.Σ., ότι δεν διαταράσσεται η εξυπηρέτηση της γραμμής, ούτε δημιουργούνται διακρίσεις σε βάρος άλλων πλοιοκτητών, με την αποδοχή του αιτήματος. Για τη διατύπωση της γνώμης προς το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, το Σ.Α.Σ. δεσμεύεται από τις αρχές που προβλέπονται στον Κανονισμό Αρχών και Λειτουργίας του Σ.Α.Σ. … 3. Διακοπή εκτέλεσης των δρομολογίων επιτρέπεται: α) Για χρονικό διάστημα μέχρι 60 ημέρες εντός του οποίου διενεργείται υποχρεωτικά, εφόσον απαιτείται, και η ετήσια επιθεώρηση του πλοίου. Το χρονικό αυτό διάστημα δύναται: i) Να αυξηθεί με απόφαση των αρμόδιων αρχών για λόγους ανωτέρας βίας, όπως γενική ή μερική απεργία, εμπορικός αποκλεισμός εισαγωγής ή μεταφοράς αναγκαίων υλικών, φυσικές καταστροφές, που επηρεάζουν άμεσα την πρόοδο και την αποπεράτωση των εργασιών του πλοίου, για ίσο χρονικό διάστημα διάρκειας των λόγων αυτών, ύστερα από αίτημα του πλοιοκτήτη από το οποίο προκύπτει επαρκώς και τεκμηριωμένα η επέλευση και η διάρκεια των λόγων ανωτέρας βίας. ιι) Να κατανεμηθεί ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού ημερών ανά πλοίο ως ακολούθως: … β) Για αποκατάσταση ζημίας ή βλάβης και για χρονικό διάστημα που κρίνεται αναγκαίο γι` αυτήν. γ) Για εκτέλεση μετασκευών ή διαρρυθμίσεων ή αντικατάσταση των κύριων μηχανών πρόωσης ή εργασιών ευρείας έκτασης συντήρησης του πλοίου. Οι εργασίες αυτές πρέπει να εκτελούνται μόνο κατά τη διάρκεια της προγραμματισμένης ακινησίας για ετήσια επιθεώρηση και κατά παράταση αυτής για τριάντα (30) ακόμα ημέρες, αν κρίνεται αναγκαία η συνέχιση τους και εφόσον οι συγκοινωνιακές ανάγκες της γραμμής το επιτρέπουν. Το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να αυξηθεί με απόφαση των αρμόδιων αρχών για λόγους ανωτέρας βίας, όπως γενική ή μερική απεργία, εμπορικός αποκλεισμός εισαγωγής ή μεταφοράς αναγκαίων υλικών, φυσικές καταστροφές, που επηρεάζουν άμεσα την πρόοδο και την αποπεράτωση των εργασιών του πλοίου, για ίσο χρονικό διάστημα διάρκειας των λόγων αυτών, ύστερα από αίτημα του πλοιοκτήτη από το οποίο προκύπτει επαρκώς και τεκμηριωμένα η επέλευση και η διάρκεια των λόγων ανωτέρας βίας. δ) Λόγω εξαιρετικής ανάγκης ή ανωτέρας βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως δυσμενών καιρικών συνθηκών ή έκτακτης επιθεώρησης. Αμέσως μετά την άρση του γεγονότος το πλοίο εκτελεί τα δρομολόγια του κατά τον ενδεδειγμένο σύμφωνα με τις περιστάσεις τρόπο. 4. Για την ακινησία του πλοίου στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, απαιτείται εγγραφή στο ημερολόγιο του πλοίου και θεώρηση αυτής από τη λιμενική αρχή. Για τις περιπτώσεις β` και γ` απαιτείται και αίτηση του πλοιοκτήτη, καθώς και έγκριση του Υπουργείου, η οποία δίνεται ύστερα από γνωμάτευση του Κλάδου Ελέγχου Εμπορικών Πλοίων ότι συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την ακινησία. 5. Με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από αίτηση του πλοιοκτήτη και γνώμη του Σ.Α.Σ., μπορεί να ορίζεται ειδικότερα η διακοπή εκτέλεσης δρομολογίων: α) μέχρι σαράντα πέντε συνεχόμενες ημέρες, εφόσον οι συγκοινωνιακές ανάγκες της γραμμής καλύπτονται από τα ήδη δρομολογημένα πλοία, β) σε γραμμή ή γραμμές μικρών αποστάσεων με εποχιακή μόνο κίνηση. Το αίτημα διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων της περίπτωσης α` της παραγράφου αυτής και μέχρι τη σύγκληση του Σ.Α.Σ. μπορεί να γίνεται αποδεκτό από υφιστάμενα όργανα, εξουσιοδοτημένα με απόφαση του Υπουργού. 6. Ο πλοιοκτήτης υποχρεούται να έχει το πλοίο στελεχωμένο, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί οργανικής σύνθεσης πληρώματος κατά το χρόνο δραστηριοποίησης του, εκτός από το χρονικό διάστημα διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων της παραγράφου 5, των περιπτώσεων α` και γ` της παραγράφου 3 και της περίπτωσης β` της παραγράφου 3 μετά την πάροδο τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημερών και εφόσον διαρκεί η βλάβη ή η ζημία. 7. Εάν ο πλοιοκτήτης παραβεί τις πιο πάνω υποχρεώσεις, ανεξάρτητα από την επιβολή άλλων κυρώσεων, επιβάλλεται κάθε μήνα στον πλοιοκτήτη, με απόφαση της Λιμενικής Αρχής του αφετήριου λιμένα δρομολογίων του πλοίου, πρόστιμο ίσο προς τη μισθοδοσία, που θα καταβαλλόταν με βάση την οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, στους ελλείποντες από την οργανική σύνθεση πληρώματος ναυτικούς, προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%). Από το ποσό του προστίμου ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) αποδίδεται στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.) υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθένειας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.). 8. Οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων δεν δικαιούνται την προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις αποζημίωση, αν ναυτολογηθούν στο πλοίο αμέσως μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων ή αν δεν αποδεχθούν την επαναυτολόγησή τους με τους ίδιους, όπως πριν την απόλυση τους, όρους.». Με την αμέσως ανωτέρω διάταξη επομένως, σε περίπτωση διακοπής των πλόων δρομολογημένου πλοίου, όπως εν προκειμένω, για χρονικό διάστημα μέχρι 60 ημέρες εντός του οποίου διενεργείται υποχρεωτικά, εφόσον απαιτείται, και η ετήσια επιθεώρηση του πλοίου, ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου, μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει αμέσως μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος των εν λόγω εξήντα [60] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του. Για τον υπολογισμό εξάλλου της εν λόγω αποζημιώσεως απολύσεως, σε συνάφεια με τα ισχύοντα και υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, η αποζημίωση μη πραγματοποιηθείσας αδείας, τα επιδόματα εορτών, ως και κάθε άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς, καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς, καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΕφΠειρ 214/2024 δημοσιευμένη σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς ΕφΠειρ 283/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι, την 18.1.2020 ο ενάγων απολύθηκε λόγω αδείας η οποία έληξε στις 18.2.2020 αλλά αυτός δεν επαναπροσλήφθηκε όπως αιτήθηκε τη συγκεκριμένη ημέρα. Στην επίδικη έννομη σχέση λόγω του είδους των δρομολογίων που εκτελούσε το πλοίο και επομένως της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 27 της ανωτέρω ΣΣΝΕ επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων 2019, κατά την οποία: «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου παλαιού άρθρου 174 ΚΔΝΔ, καθώς επίσης και του άρθρου έκτου του Ν. 2932/2001, που ίσχυε κατά την ένδικη περίοδο και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπονταν στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ και ακολούθως στο άρθρο έκτο του Ν. 2932/2001, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης διότι έχει κριθεί ότι είναι ευμενέστερη για τον εργαζόμενο (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82). Όμως αποδείχθηκε περαιτέρω, από τη δικαστική ομολογία του ναυτικού στη σελίδα 35 των προτάσεων του ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, ότι μέσα στις 60 ημέρες δηλαδή την 17.3.2020 η εργοδότρια του πρότεινε επαναπρόσληψη και πράγματι αυτός ναυτολογήθηκε στο πλοίο της Superfast XI. Επομένως δεν του οφείλεται αποζημίωση απόλυσης. Συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού ογδόου λόγου εφέσεως θα εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο της αυτό θα κρατήσει το παρόν δικαστήριο και θα δικάσει ως προς αυτό την υπόθεση (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) και θα απορρίψει το σχετικό κονδύλι ως ουσιαστικά αβάσιμο.
Σύμφωνα με το άρθρο 341 του ΑΚ περί δήλης ημέρας “Αν για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής.”. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 346 του ΑΚ όπως αντικαταστάθηκε από 2 Απριλίου 2012, των άρθρων 2 και 113 Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του άρθρου 83 παρ.14 Ν.4790/2021,ΦΕΚ Α 48/31.3.2021 κατά το οποίο “14. Για το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας.”, και του άρθρου 74 παρ.15 Ν.4690/2020,ΦΕΚ Α 104/30.5.2020 με το οποίο ορίστηκε ότι για το χρονικό διάστημα της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων (13.3.2020 -31.5.2020) δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας, περί τόκου επιδικίας : «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και εάν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ` εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ` εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης.». Με τον τελευταίο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για το γεγονός ότι τα ποσά που επιδικάστηκε επιδικάστηκαν με τόκο επιδικία καθόσον αυτή αντιδίκησε εύλογα. Ο λόγος αυτός κρίνεται βάσιμος διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι ευλόγως αντιδίκησε η δεύτερη εναγομένη εργοδότρια διότι η συγκεκριμένη περίπτωση πράγματι εμπίπτει σε αυτές τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί με δεδομένο ότι λόγοι εφέσεως έγιναν δεκτοί ως βάσιμοι και επομένως εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε τα οφειλόμενα ποσά με τόκο επιδικίας. Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή κατά τα προαναφερόμενα η με αριθμό κατάθεσης ……./2023 και αριθμό προσδιορισμού ………./2023 έφεση να εξαφανιστεί στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτέλεσης η εκκαλουμένη απόφαση (ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48,1507, Σ.Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. Ε΄σελ. 430-431 παρ. 1143) αφού εφόσον όταν εξαφανίζεται ολικά ή εν μέρει η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, ολικά και στις δύο περιπτώσεις, στην μεν πρώτη ως αναγκαίο επακόλουθο της εξαφανίσεως της αποφάσεως, στη δε δεύτερη εν όψει της αναγκαιότητος ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως (ΑΠ 192/1998 ΕλΔ 39.825), και το παρόν δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ) τη με αριθμό ………/2021 αγωγή εφόσον αρμοδίως (άρθρα 16, 25 παρ. 2, 33 Κ.Πολ.Δ., 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτώς εισήχθη στο Δικαστήριο, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και έχει νόμιμο έρεισμα σε όλες τις προαναφερόμενες διατάξεις και επιπλέον σε εκείνες των άρθρων 361, 648 επ. 346 ΑΚ. Η αγωγή θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.182,27 + 1.139,71 + 901,05 + 1.273,75 + 883,89 = 12.380,67 ευρώ με τον τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση κρίνεται συνακόλουθα απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει τις 5.000 ευρώ που έχει καταβληθεί ως προσωρινά εκτελεστό στο ναυτικό. Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνει μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος την εκκαλούσα εναγομένη σύμφωνα με τα όσα θα αναφερθούν ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρο 191 παρ. 2, 183, και 178 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τη με αριθμό κατάθεσης ……./2023 και αριθμό προσδιορισμού ………/2023 έφεση κατά της με αριθμό 3049/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό ………./2021 αγωγής
Δέχεται τυπικά την έφεση
Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό
Δέχεται κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν την έφεση
Εξαφανίζει τη με αριθμό 3049/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
Κρατεί και αναδικάζει την υπόθεση επί της με αριθμό 1403/685/2021 αγωγής
Δέχεται κατά ένα μέρος τη με αριθμό ………./2021 αγωγή
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (12.380,67) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση
Επιβάλει σε βάρος της εναγομένης εκκαλούσας μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσία, δηλαδή το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Οκτωβρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ