ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
4ο τμήμα
Αριθμός απόφασης : 512/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(4ο τμήμα)
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε στο ακροατήριό του την ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ :1) ……… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο του Βαγγελιώ Κουφάκη και 2) ……….. για την οποία εμφανίστηκε ο Νικόλαος Μπούρμπος του Σωτηρίου, Δικηγόρος Αθηνών, με την ιδιότητά του ως συνδίκου της πτώχευσης, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της μονοπρόσωπης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» και με το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στη …….. Αττικής, με Α.Φ.Μ. …….. και αρ.ΓΕΜΗ ……….., όπως νομίμως εκπροσωπείται, νομίμως αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθμ.207/1/29-11-2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος) ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυνάμει των Διατάξεων του Ν.4354/2015 και της Πράξης 118/19-05-2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθμ. 153/8-01-2019 Πράξη, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού>) με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «……….» με έδρα στην Ιρλανδία, με αριθμό μητρώου …….. κατά τα οριζόμενα στο από 25-06-2021 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων και σύμφωνα με την παρ. 14 του άρθρου 10 του Ν.3156/2003, όπως ισχύει, στην οποία Δικαιούχο της Απαίτησης, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο «……..», με αριθμό ΓΕΜΗ ………. και ΑΦΜ ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, έχει εκχωρήσει και μεταβιβάσει ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις, δυνάμει της από 25-06-2021 Σύμβασης Μεταβίβασης Τιτλοποιούμενων Απαντήσεων (όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως και αναγγέλθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …/28-06-2021 στον τόμο …. και α/α ….) και σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.8 του Ν.3156/2003, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Ανδριανή Λουκάτου.
Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 27.4.2023 και με αριθ.καταθ. ………./2023 ανακοπή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2533/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την ανακοπή. Κατά της τελευταίας απόφασης οι εκκαλούντες άσκησαν την 18-10-2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2023 έφεσή τους, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 του ν. 4738/2020 με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου 101, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πτωχευτικών πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής φύσεως, ή η εκτέλεση τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων και των μέτρων διοικητικής εκτέλεσης από το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και των μέτρων διασφάλισης της οφειλής κατά το άρθρο 46 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170).» Κατ’ ακολουθίαν αυτών, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κήρυξη της πτώχευσης, αλλά και η ένταξη του οφειλέτη στη διαδικασία συνδιαλλαγής, συνεπάγονται τις ακόλουθες έννομες συνέπειες : Η συζήτηση κάθε είδους ασκηθέντων, αναγνωριστικού ή καταψηφιστικού περιεχομένου, αγωγών των πιστωτών κατά του οφειλέτη κηρύσσεται απαράδεκτη. Η συνέχιση εκκρεμών δικών επί αγωγών αντίστοιχου χαρακτήρα αναστέλλεται αυτοδικαίως. Η έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή θεωρείται άκυρη. Η διενέργεια πράξεων συντηρητικής ή αναγκαστικής εκτέλεσης και η συνέχιση αντίστοιχων διαδικασιών κατά της περιουσίας του πτωχού ή του στη διαδικασία της συνδιαλλαγής οφειλέτη, ακόμη κι αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αναστέλλονται. Η άσκηση και η εκδίκαση ενδίκων μέσων εκ μέρους των πιστωτών επί εγερθεισών αξιώσεων τους απαγορεύεται. Σε περίπτωση δε που, παρά την ανωτέρω απαγόρευση, ασκηθούν αγωγές, ένδικα μέσα ή άλλου είδους έννομα βοηθήματα ή συνεχίζεται η εκδίκαση αυτών, το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται αυτών οφείλει και αυτεπαγγέλτως να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση ή τη συνέχιση εκδίκασης αυτών (ΑΠ 208/2023, ΑΠ 1688/2022, ΑΠ 91/2021, ΑΠ 1260/2020, ΑΠ 1142/2020, ΑΠ 1254/2019, AΠ 672/2019, ΑΠ 1942/2017, ΕφΠειρ 29/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 101 παρ 3. η αναστολή των ατομικών διώξεων του άρθρου 100 δεν ισχύει ως προς τους ενέγγυους πιστωτές σχετικά με τα ανωτέρω υπέγγυα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας για διάστημα εννέα (9) μηνών από την κήρυξη της πτώχευσης, με την παρέλευση των οποίων η αναστολή επεκτείνεται και στις ατομικές διώξεις των ενέγγυων πιστωτών. Κατ’ εξαίρεση, αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των ενέγγυων πιστωτών στην περίπτωση που στην απόφαση του άρθρου 81 προβλέπεται η εκποίηση του ενεργητικού της επιχείρησης ως λειτουργικού συνόλου». Με την τελευταία ρύθμιση καθιερώνεται η μερική αναστολή των ατομικών διώξεων ως προς τους ενέγγυους πιστωτές, καθώς η αναστολή δεν ισχύει για διάστημα 9 μηνών από την κήρυξη της πτώχευσης, δίνοντας την ευκαιρία να αποφασίσουν αν θα εκποιήσουν το υπέγγυο ακίνητο ή θα ενταχθούν στην πτωχευτική περιουσία (Περάκης Πτωχευτικό Δίκαιο 2021 σ. 292). Ως ενέγγυοι πιστωτές θεωρούνται και οι προσημειούχοι δανειστές, αφού και η προσημείωση υποθήκης αποτελεί εμπράγματο δικαίωμα υποθήκης υπό αναβλητική αίρεση, η πλήρωση της οποίας επέρχεται, με αναδρομικά αποτελέσματα από την ημέρα της εγγραφής της προσημείωσης, με την τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης (ΟλΑΠ 14/2006. ΕφΛαρ126/2020). Στην προκείμενη περίπτωση κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, εμφανίστηκε ο Δικηγόρος Νικόλαος Μπούρμπος, ως σύνδικος της πτωχεύσεως της δεύτερης εκκαλούσας ………….., ο οποίος δήλωσε ότι η ανωτέρω έχει πτωχεύσει. Προσκόμισε δε την με αρ. 40/2024 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, η οποία δημοσιεύτηκε στις 18.4.2024, με βάση την οποία η δεύτερη εκκαλούσα, φυσικό πρόσωπο, έχει πτωχεύσει, με ημερομηνία παύσης πληρωμών την 4.11.2023. Με τη δήλωση αυτή του συνδίκου επέρχεται διακοπή δίκης, κατά τη διάταξη του άρθρου 286 ΚΠολΔ, αλλά καθώς ο ανωτέρω μετά τη δήλωση αυτή δεν αποχώρησε, αλλά κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, ζητώντας την απόρριψη της έφεσης, η διακοπείσα δίκη θεωρείται ότι επαναλαμβάνεται εκουσίως στο πρόσωπό του, ως μη δικαιούχου διαδίκου, αφού η παράστασή του κατά τη συζήτηση και η κατάθεση των εγγράφων προτάσεων της εξομοιούται με σιωπηρή δήλωσή του περί εκούσιας επανάληψης της δίκης της προκείμενής έφεσης (ΕφΑθ 4/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μακρίδου σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Αθήνα 2000, τόμος 1°ς, άρθρο 290, σελ. 582 με τη σχετική νομολογία). Ωστόσο, όπως προκύπτει από την ιστοσελίδα κήρυξης του πλειστηριασμού και αναφέρεται στην με αρ. 40/2024 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, κήρυξης πτώχευσης, έχει εγγραφεί προσημείωση υποθήκης για ποσό 138.000 € υπέρ της «………» στο ακίνητο των ανακοπτόντων, που αφορά την επίδικη απαίτηση, όπως συνομολογεί ο ίδιος ο σύνδικος στις προτάσεις του, αναφέροντας ότι η απαίτηση της καθ΄νής είναι πλήρως εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης στο πλειστηριαζόμενο ακίνητο και είναι ενέγγυα πιστώτρια. Δεν έχει δε παρέλθει χρονικό διάστημα 9 μηνών από την κήρυξη της πτώχευσης (άρθρο 100 παρ.3 του ΠΤΚ) ώστε λόγω του ότι η καθ΄ής είναι ενέγγυα πιστώτρια δεν εμπίπτει στην αναστολή των ατομικών διώξεων και δεν κωλύεται η συνέχιση της παρούσας δίκης σε βάρος της δεύτερης εφεσίβλητης, ώστε το Δικαστήριο θα προχωρήσει κανονικά στην εκδίκασή της (ΕφΑθ. 4/2023)
Η από 18-10-2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2023 έφεση των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων κατά της υπ` αριθ. 2533/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά με την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. ………….. e – παράβολο, το οποίο εξοφλήθηκε). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα εξής : Η καθ’ ής η ανακοπή εκτέλεση επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεσε σε βάρος των ανακοπτόντων με την υπ’ αριθμόν ………/17.03.2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………, αφού προηγήθηκε η από 07/06/2022 επιταγή προς εκτέλεση κάτω από το αντιγράφου από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθμόν ……./2022 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως προδικασίας της εκτέλεσης. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες, ζητούν να γίνουν δεκτοί οι λόγοι της ανακοπής, που επαναφέρουν με την έφεσή τους.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 4055/2012, «Λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι απαράδεκτοι όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης». Με την παραπάνω διάταξη καθιερώθηκε για την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ το σύστημα συγκέντρωσης, σύμφωνα με το οποίο επιβάλλεται να προβάλλονται σε αυτήν όλοι οι έως την άσκησή της γεννημένοι λόγοι ως ειδική έκφανση της αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι, εφόσον η προσβολή των πράξεων της εκτέλεσης καθίσταται όχι απλώς σταδιακή, αλλά υποχρεωτικά σταδιακή. Ειδικότερα, με την εν λόγω διάταξη η οποία αποβλέπει στην ταχεία εκκαθάριση των διαφορών που αναφύονται στην εκτέλεση και εντεύθεν στην ασφάλεια των συναλλαγών, θεσπίζεται το απαράδεκτο προβολής λόγων που βάλλουν κατά του κύρους της αναγκαστικής εκτέλεσης, οι οποίοι ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν με ήδη ασκηθείσα ανακοπή (ΑΠ 1660/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, για την εφαρμογή του άρθρου 935 ΚΠολΔ απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των εξής προϋποθέσεων: α) να έχει προηγηθεί ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ εναντίον ορισμένης πράξης της διαδικασίας εκτέλεσης, της οποίας το κύρος καλείται να εξετάσει άλλο δικαστήριο, είτε κυρίως είτε παρεμπιπτόντως, ανεξάρτητα από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η προγενέστερη αυτή δίκη, χωρίς, δηλαδή, να ενδιαφέρει αν αυτή εκκρεμεί, συζητήθηκε ή περατώθηκε τελεσίδικα, β) οι μεταγενεστέρως προτεινόμενοι λόγοι να ήταν γεννημένοι και να μπορούσαν να προταθούν κατά τον χρόνο διεξαγωγής της προγενέστερης δίκης, είτε με το κύριο δικόγραφο της ανακοπής είτε με αυτό των πρόσθετων λόγων της, ως τέτοιοι δε νοούνται όχι μόνο οι γνωστοί στον ανακόπτοντα αλλά και οι άγνωστοι σ’ αυτόν. Κρίσιμο για την ερμηνεία του άρθρου είναι η δυνατότητα προβολής τους και όχι το αίτημα της προγενέστερης ανακοπής, δηλαδή η πράξη εκτέλεσης την ακύρωση της οποίας αυτή επιδιώκει. Η έννοια επίσης των «γεννημένων» λόγων περιλαμβάνει και όσους ήδη προτάθηκαν στην προγενέστερη ανακοπή. Αντίθετα, λόγοι ανακοπής που γεννήθηκαν μετά το χρονικό σημείο, στο οποίο ήταν δυνατή η παραδεκτή κατάθεση του δικογράφου των πρόσθετων λόγων στην προηγούμενη δίκη δεν υπάγονται στο απαράδεκτο του άρθρου 935 ΚΠολΔ και θεωρούνται ως λόγοι οψιγενείς (ΑΠ 1130/1994 ΕλλΔνη 1996,644). Επίσης, λόγοι ανακοπής που, μολονότι γεννημένοι, ήταν απαράδεκτοι κατά τον χρόνο διεξαγωγής της προηγούμενης δίκης της ανακοπής, γιατί δεν μπορούσαν να αποδειχθούν αμέσως (άρθρο 933 § 5 ΚΠολΔ), δεν νοούνται ως λόγοι που «μπορούν να προταθούν» και δεν θεωρούνται ότι καλύπτονται από το απαράδεκτο του άρθρου 935 ΚΠολΔ. Δεν έχει σημασία το περιεχόμενο των λόγων, αν αυτοί οι λόγοι αφορούν τυπικό ελάττωμα πράξης της εκτέλεσης ή την απαίτηση (ΟλΑΠ 49/2005 ΕλλΔνη 2006, 80, ΟλΑΠ 10/1993, Δ 1994, 562, ΑΠ 1711/2014, ΑΠ 1284/2008, ΑΠ 1660/2006 ΕλλΔνη 2008, 1410), γ) διεξαγωγή μεταγενέστερης δίκης στην οποία ανακύπτει, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, η εγκυρότητα της αυτής ή άλλης πράξης της εκτέλεσης. Σύμφωνα με την ερμηνεία, που είχε επικρατήσει μέχρι την αντικατάσταση της διάταξης του άρθρου 935 ΚΠολΔ με το άρθρο 19 § 2 ν. 4055/2012, το ως άνω απαράδεκτο ανέκυπτε, όταν επρόκειτο για μεταγενέστερη προβολή λόγων ακύρωσης της ίδιας πράξης εκτέλεσης. Μετά όμως την αντικατάσταση της ως άνω διάταξης με το άρθρο 19 § 2 ν. 4055/2012, κατέστη ήδη υποχρεωτική η σώρευση στο δικόγραφο της ανακοπής όχι μόνο των γεννημένων κατά την άσκησή της λόγων που αφορούν στην προσβαλλόμενη με αυτήν πράξη εκτέλεσης, αλλά και επιπρόσθετα και όλων των γεννημένων λόγων που αφορούν σε όσες άλλες πράξεις εκτέλεσης προηγήθηκαν, ανεξάρτητα δηλαδή αν προσβάλλεται με την ανακοπή η ίδια ή άλλη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας (ΕφΑθ 1724/2023, ΕφΑθ 2472/2022, ΕφΑιγ 1/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). δ) ταυτότητα διαδίκων στην πρώτη και στη δεύτερη δίκη, δεδομένου ότι μόνο εκείνος που άσκησε προγενέστερη ανακοπή αποκρούεται με τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ και όχι τρίτος δανειστής του καθ’ ου. Οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι θεωρούνται ως συνέχεια του αρχικού διαδίκου στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 935 ΚΠολΔ. Το απαράδεκτο του άρθρου 935 λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, βαίνει παράλληλα, ανεξάρτητα και πέρα από εκείνο του άρθρου 933 παρ.4 ΚΠολΔ για τους καλυπτόμενους από το δεδικασμένο λόγους και η χρησιμότητα της διάταξης ακριβώς έγκειται στην κάλυψη περιπτώσεων, όπου δεν συντρέχουν οι όροι του. Δεν εφαρμόζεται, όταν η άσκηση της νεότερης ανακοπής γίνεται κατά το άρθρο 69 § 1δ’ ΚΠολΔ, συντρεχόντων των όρων αυτού (ΑΠ 242/2001, ΕφΑθ 3124/2024, ΕφΚρ 182/2024, ΕφΑθ 1724/2023, ΕφΚρητ 127/2023, ΕφΑθ 2472/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 330/2024, ΕφΠειρ 740/2022 https://www.efeteio-peir.gr/?, Μάζης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΚΠολΔ2, άρθρο 935 αρ.2, 3 σελ. 247επ. Γέσιου Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως 2017, Μιχαηλίδου, III. Η αρχή της συγκέντρωσης των λόγων της ανακοπής, σε: Η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 2017, σ. 217-223).
Στην προκείμενη περίπτωση οι ανακόπτοντες στον πρώτο λόγο της έφεσής τους επαναφέρουν τον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο αμφισβητούν την ιδιότητα της καθ΄ής ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της «……………», ισχυριζόμενοι ότι από τα έγγραφα υπέβαλε η καθ΄νης για την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής και συγκοινοποίησε με την από 7.6.2022 επιταγή προς πληρωμή, ενώ αποδεικνύεται πράγματι η μεταβίβαση της απαίτησης από την αρχική δικαιούχο …….., δεν αποδεικνύεται περαιτέρω και η ανάθεση της διαχείρισης αυτής στην καθ’ ης, με βάση την από την από 25.6.2021 σύμβαση διαχείρισης. Στον τρίτο λόγο της ανακοπής ( επαναφέρεται με το 2ο λόγο της έφεσης) ισχυρίζονται ότι η ανάθεση της διαχείρισης έγινε στην καθ΄ής με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 και όχι του 4154/2015, ώστε να μην νομιμοποιείται ενεργητικά. Στον τέταρτο λόγο ανακοπής (3ος λόγος έφεσης) ότι η σύμβαση πώλησης των απαιτήσεων καταχωρήθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (…./28.6.2021) πριν τη σύμβαση διαχείρισης (με αρ. πρωτ. …../28.6.2021), κατά παράβαση του νόμου. Ωστόσο οι άνω λόγοι ανακοπής ήταν γεγενημένοι και είχαν προταθεί με ταυτόσημο τρόπο στα πλαίσια της από 28.6.2022 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2022 ανακοπής τους στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, στρεφόμενη κατά της διαταγής πληρωμής (με αρ. ………/2022 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) και της προδικασίας όμως της παρούσας εκτέλεσης, ήτοι την από 7.6.2022 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ιδίας διαταγής πληρωμής. Επιπλέον, απουσιάζει ρητή μνεία ότι η παρούσα μεταγενέστερη ανακοπή, με την οποία προβάλλεται η ακυρότητα της έκθεσης κατάσχεσης, λόγω ακυρότητας της προγενέστερης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης, ασκείται υπό την αίρεση της ευδοκίμησης της προγενέστερης ανακοπής (άρθρο 69 παρ. 1 δ ΚΠολΔ), οπότε δε θα ήταν αναγκαίο να υποβληθούν σε νέα κρίση οι ίδιοι λόγοι, που είχαν προβληθεί με την προγενέστερη ανακοπή και τότε θα ήταν παραδεκτή η προβολή τους (ΑΠ 242/2001, ΕφΚρ 182/2024). Η συζήτηση της άνω ανακοπής είχε οριστεί για την 1.3.2023, ώστε αναμένεται η έκδοση απόφασης, το απαράδεκτο όμως που καθιερώνεται με την άνω διάταξη δεν έχει σχέση με τη διαδικαστική πορεία της προηγούμενης ανακοπής (Α. Παπαδοπούλου, Η συγκέντρωση των λόγων ανακοπής στην Αναγκαστική Εκτέλεση, 2016 σ.138). Σημειώνεται πάντως ότι οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) του ν. 4354/2015 νομιμοποιούνται να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα, να ζητήσουν την έκδοση διαταγής πληρωμής και να επισπεύσουν αναγκαστική εκτέλεση (Ολ. ΑΠ 1/2023), η δε την ίδια ημέρα κατάρτιση της σύμβασης πωλήσεως και διαχείρισης απαιτήσεων και καταχώρηση αυτών στο Ενεχυροφυλακείο (ανεξαρτήτως του ποιά σύμβαση καταχωρείται πρώτη) πληρεί το σκοπό της διάταξης του άρθρου 1 παρ.1 γ του ν. 4354/2015.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 2 ΚΠολΔ η κατασχετήρια έκθεση πρέπει να περιέχει ……ε) αναφορά της ημέρας του πλειστηριασμού, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά επτά (7) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημέρα αυτή, του τόπου του πλειστηριασμού, καθώς και του ονόματος του υπαλλήλου του πλειστηριασμού». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 993 παρ. 2 εδ. β’ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 76 του Ν. 4842/2021, με ισχύ αυτού από την 1.1.2022, ο Αύγουστος δεν προσμετράται στην οριζόμενη ελάχιστη προθεσμία για τη διενέργεια του πλειστηριασμού μόνο σε περίπτωση που αυτή συμπληρώνεται τον μήνα αυτό. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης οι ανακόπτοντες επαναφέρουν τον έβδομο λόγο της ανακοπής, με τον οποίο ισχυρίζονται ότι ενώ η περάτωση της κατάσχεσης έλαβε χώρα την 13-3-2023 με την κοινοποίηση σ’ αυτή της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ως χρόνος πλειστηριασμού ορίστηκε η 27.10.2023, δηλαδή μετά 7 μήνες και 10 ημέρες, συμπεριλαμβανομένου όμως, και του χρονικού διαστήματος του Αυγούστου. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, αφού ο Αύγουστος προσμετράται στην προθεσμία, μόνο όταν αυτή λήγει το μήνα αυτό και όχι όπως εν προκειμένω που η προθεσμία λήγει την 27.10.2023, ώστε ο πλειστηριασμός ορίσθηκε εντός της νόμιμης με το άρθρο 993 παρ. 2 εδ. α’ του ΚΠολΔ προθεσμίας (βλ. και ΕφΠειρ 549/2023, ΕφΠειρ 353/2023, ΕφΠειρ 309/2023 σε https://www.efeteio-peir.gr/ ΕφΑθ 6316/2022, ΕφΑθ 5174/2022, ΕφΑθ 832/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του και ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που έχει ιδιαίτερα ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι αυτό αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση, και μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1825/2022, ΑΠ 805/2022, ΑΠ 121/2021, ΑΠ 267/2021, ΑΠ 311/2020, ΑΠ 333/2019 www.areiospagos.gr). Εξάλλου η διάταξη του άρθρου άρθρου 951 παρ. 2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα ακίνητα απ΄όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσής της, που αποτελεί ειδική έκφανση της αρχής της απαγόρευσης καταχρηστικής δικονομικής συμπεριφοράς, απηχούσα και την αρχή της αναλογικότητας, αποσκοπεί σ8την αποτροπή της καταπίεσης του οφειλέτη με τη δέσμευση δυσανάλογης προς την απαίτηση περιουσίας του και απαγορεύει την επέκταση της κατάσχεσης σε περισσότερα από τα απαιτούμενα προς ικανοποίηση της απαιτήσεως και κάλυψη των εξόδων της εκτέλεσης περιουσιακά στοιχεία. Η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τα άρθρα 25 παρ. 3 του Συντάγματος και 281 ΑΚ, κατά τους κανόνες της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και με ευρύτητα, διότι η κατάσχεση κατατείνει στην ικανοποίηση όχι μόνον του επισπεύδοντος, αλλά και άλλων δανειστών, οι οποίοι πρόκειται να αναγγελθούν (ΕφΑιγ 6/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η συνέπεια της παράβασης της διάταξης δεν είναι η ακυρότητα της κατάσχεσης συνολικά, αλλά ο περιορισμός σε ανάλογα περιουσιακά στοιχεία με δικαστική απόφαση, κατόπιν ανακοπής του οφειλέτη (ΑΠ 551/2005 ΕλλΔνη 48, σελ. 460, ΤΝΠ nomos), ασκουμένης εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1 περ. α` του ΚΠολΔ. Η αξία των κατασχεθέντων αποτελεί ζήτημα παρεμπιπτόντως ερευνώμενο από το Δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη και της εκτίμησης αυτής από την κατασχετήρια έκθεση. Απαραίτητα στοιχεία για το ορισμένο του σχετικού λόγου είναι ο προσδιορισμός: α) Του κατασχεμένου, στο οποίο θα περιοριστεί η κατάσχεση, β) της αξίας αυτού, από την οποία εξαρτάται το πλειστηρίασμα και γ) των απαιτήσεων του επισπεύδοντος και των λοιπών δανειστών, οι οποίοι πρόκειται να αναγγελθούν. Περαιτέρω, εκτός της προβλεπομένης μη αναγκαίας επέκτασης της κατάσχεσης σε περισσότερα περιουσιακά στοιχεία, η κατάσχεση δύναται να κριθεί καταχρηστική και υπό άλλες προϋποθέσεις, όπως λ.χ. όταν το κατασχεθέν έχει αξία δυσανάλογα μεγαλύτερη του ύψους της απαίτησης του επισπεύδοντος και των λοιπών δανειστών, οι οποίοι αναμένεται να αναγγελθούν, όταν υπάρχουν άλλα πράγματα δεκτικά κατάσχεσης ελάσσονος αξίας, που υπερκαλύπτουν την απαίτηση αυτή ή όταν υπάρχουν και άλλα περιουσιακά στοιχεία και το κατασχεθέν αποτελεί, εν γνώσει του κατασχόντος, ουσιώδες για την επιβίωση του οφειλέτη και της οικογένειας του στοιχείο ή τον μοναδικό χώρο, όπου ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα. Στις περιπτώσεις αυτές (και σε άλλες παρόμοιες) δεν τίθεται ζήτημα περιορισμού της κατάσχεσης, αλλά ακύρωσης αυτής κατόπιν ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ (ΑΠ 73/1999, ΕφΑνΚρ19/2024, ΕφΑθ. 1543/2022, ΤΝΠ NOMOΣ)
Ο ανακόπτοντες στον τέταρτο λόγο της έφεσης επαναφέρουν τον όγδοο λόγο της ανακοπής τους, ισχυριζόμενοι ότι η καθ’ ής η ανακοπή με την κατασχετήρια έκθεση κατέσχεσε περιουσιακά στοιχεία συνολικής αξίας 93.600 €, (οριζόντια ιδιοκτησία αξίας 92.000 και αποθήκη αξίας 1.600 €, που ανήκουν στους ανακόπτοντες8 κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου) πολλαπλάσιας αξίας σε σχέση με την απαίτησή της, η οποία ανέρχεται σε 42.954,45 €, ώστε η εκτέλεση είναι καταχρηστική. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι παραδεκτός, καθώς αφορά καθαρά την επιβολή κατάσχεσης επί των περιουσιακών στοιχείων των συνοφειλετών, δηλαδή περιλαμβάνει περιστατικά οψιγενή σε σχέση με την προγενέστερη ανακοπή. Περαιτέρω όμως ελέγχεται ως νομικά αβάσιμος. Ειδικότερα, με βάση τα όσα εκτίθενται στο δικόγραφο, η απαίτηση της καθ΄ής δεν είναι δυσανάλογη σε σχέση με την αξία των κατασχεθέντων ακινήτων (οριζόντιας ιδιοκτησίας και αποθήκης), αλλά το οφειλόμενο ποσό αυτής ανέρχεται περίπου στο 50 % της αξίας των κατασχεθέντων (που ανήκουν στους ανακόπτοντες κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου), χωρίς να συνυπολογίζονται οι νόμιμοι τόκοι. Η καθ΄ής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει ολόκληρη την απαίτηση από τον ένα από τους συνοφειλέτες – ανακόπτοντες (ΕφΑνΚρ19/2024) το ιδανικό μερίδιο μόνο του ενός επί των άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών (1/2 εξ αδιαιρέτου) είναι ζήτημα αν επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησής της, ενώ δεν είναι και συμφέρουσα η εκπλειστηρίαση μόνο ιδανικού μεριδίου. Δεν εκτίθενται επιπροσθέτως στο δικόγραφο ότι υπήρχε και άλλη περιουσία μικρότερης αξίας, αντίστοιχης με την απαίτηση και πρόσφορης για την ικανοποίηση της καθ΄ής, ώστε αυτή να μπορούσε ευχερώς να στραφεί κατά αυτής. Ούτε ακόμα συμπεριφορά που προηγήθηκε από την πλευρά της καθ΄ής που δημιούργησε την εντύπωση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της, ή αντιφατική σε σχέση με προηγούμενη συμπεριφορά της. Κατόπιν αυτών ο λόγος αυτός της ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον άνω λόγο ανακοπής κατά κύριο λόγο ως απαράδεκτο, εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ, όμως επιπλέον απέρριψε αυτόν και με επάλληλη αιτιολογία, ως νομικά αβάσιμο. Η επάλληλη αυτή αιτιολογία στηρίζει το διατακτικό της εκκαλούμενης απόφασης, ώστε αφού απαλειφθεί η κύρια αιτιολογία και συμπληρωθεί η επάλληλη αιτιολογία από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 534 ΚΠολΔ) θα πρέπει να απορριφθεί και ο σχετικός λόγος έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμος. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλο λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – καθ’ ής η ανακοπή, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, θα επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, μειωμένα όμως λόγω του δυσερμήνευτου των διατάξεων (άρθρα 183 και 179 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο, του παραβόλου, που κατέθεσε ο εκκαλούντες κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.εΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης σε βάρος των εκκαλούντων, τα οποία ορίζει και για τους δύο, στο ποσό των τριακοσίων (300) €.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας στο δημόσιο ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 31. 10.2024.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ