ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 516/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από το Γραμματέα Σ.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην ……. Αττικής, επί της συμβολής των οδών …………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, με αριθμό φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) ………, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαρία Σταμούλη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………. ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα, μέλος της δικηγορικής εταιρίας με την επωνυμία «ΔΕ Γ. ΚΟΝΤΟΣΕΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ».
Ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών …………. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 29.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./29.12.2020 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2502/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα εταιρία με την από 29.6.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./3.7.2023 έφεσή της, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, καθώς και ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την από 14.5.2024 αντέφεσή του, που ασκήθηκε με δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../14.5.2024 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά την ίδια ως ανωτέρω δικάσιμο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από τον Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 29.6.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ../3.7.2023 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …/4.7.2023 έφεση της εκκαλούσας εδρεύουσας στην …. Αττικής, επί της συμβολής των οδών ………., νομίμως δε εκπροσωπούμενης μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «…………», που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 2502/1.8.2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 29.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./29.12.2020 αγωγή του εφεσίβλητου ………., ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη προθεσμία από την δημοσίευσή της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Να σημειωθεί και ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου του άρθρου 495 ΚΠολΔ, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Επομένως, πρέπει η κρινόμενη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία. Μαζί της, προς το σκοπό διευκολύνσεως και επιταχύνσεως της διεξαγωγής της δίκης (άρθρα 246, 524 § 1 εδαφ. α΄ και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ), πρέπει να συνεκδικαστεί και η παραδεκτώς ασκηθείσα από τον εφεσίβλητο με το από 14.5.2024 ιδιαίτερο δικόγραφο αντέφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 14.5.2024 (βλ. την υπ’ αριθμ. ……./2024 σχετικώς συνταχθείσα έκθεση) και, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …../15.5.2024 επιδοτήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς … ……, επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 15.5.2024, δηλαδή τουλάχιστον οκτώ [8] ημέρες πριν από τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης (άρθρα 523 § 1 και 591 § 1 εδαφ. β΄, στοιχ. ζ΄ ΚΠολΔ), με την οποία, όπως πιο κάτω ειδικότερα θα αναφερθεί, πλήττωνται κεφάλαια της εκκαλουμένης που έχουν προσβληθεί και με την έφεση.
ΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος – αντεκκαλών ήγειρε αξιώσεις από την παροχή εξαρτημένης της εργασίας του κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 17.12.2020 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – 0/Γ) πλοίο BH, ολικής χωρητικότητας δεκατριών χιλιάδων εξακοσίων δεκαπέντε κόρων και δεκαεπτά εκατοστών (13.615,17 κ.ο.χ.), που ανήκει στην πλοιοκτησία της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας και στο οποίο απασχολήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου δυνάμει των αναφερόμενων τριών [3] διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου και αντί των προβλεπόμενων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων. Με βάση τις συμβάσεις αυτές και επικαλούμενος περαιτέρω, αφενός, ότι μετά τη λήξη εκάστης μηνιαίας αδείας αναπαύσεως που του χορηγήθηκε την 1η.2.2019 και στις 6.12.2019, η εναγομένη προέβη καθυστερημένα στην επαναπρόσληψή του, στις 2.4.2019 και στις 21.1.2020, αντίστοιχα, γεγονός που συνεπάγεται ότι καθεμία από τις αποναυτολογήσεις του αυτές συνιστά λύση της συμβάσεώς του με μονομερή καταγγελία εκ μέρους του πλοιάρχου, χωρίς να έχει συντρέξει δικό του παράπτωμα και, αφετέρου, ότι κατά τα περιγραφόμενα δρομολόγια του πλοίου, μεταξύ των οποίων και δρομολόγια εξπρές, εργαζόταν καθημερινά επί δεκατέσσερις [14] ή δεκαεπτά [17] ώρες, ανάλογα με τη συχνότητα των δρομολογίων, χωρίς όμως να λάβει το σύνολο της αμοιβής του για τις ώρες της υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρου εορτών των ετών 2019 και 2020, τα οποία δικαιούτο ούτε πλήρη τη νόμιμη πρόσθετη αμοιβή του για τα δρομολόγια εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο ούτε τη νόμιμη αποζημίωση για τη μονομερή καταγγελία της σύμβασής του την 1η.2.2019 και στις 6.12.2019, ζητούσε ο ενάγων να του επιδικαστεί καταψηφιστικώς το συνολικό χρηματικό ποσόν των τριάντα επτά χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών (37.277,45 €) για τις ως άνω αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την τελευταία αποναυτολόγησή του άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη και στη συνέχεια, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι ο ενάγων απασχολούταν καθημερινώς επί δώδεκα [12] ώρες όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια και επί ένδεκα [11] ώρες κατά το χρονικό διάστημα της ακινησίας του λόγω υποβολής του σε εργασίες επισκευής και συντήρησης, του επιδίκασε, με την εκκαλούμενη απόφασή του, καταψηφιστικώς, κατά μερική παραδοχή της αγωγής, το συνολικό χρηματικό ποσόν των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (24.492,22 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και εορταστικών επιδομάτων, ως και για αποζημίωση απολύσεως, για μέρος του οποίου η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απολύσεως του ενάγοντος, ενώ με την ίδια απόφασή του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε, πρώτον, κατ’ ουσίαν την ένσταση συμψηφισμού στις αξιώσεις του ενάγοντος του χρηματικού ποσού που εκείνος είχε λάβει ως έκτακτες αμοιβές του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, δεύτερον, ως νομικά αβάσιμο τον αυτοτελή ισχυρισμό της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής και, τρίτον, κατ’ ουσίαν το αγωγικό αίτημα περί επιδικάσεως τόκων επιδικίας. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή της εφέσεώς της η εκκαλούσα και της αντεφέσεώς του ο εφεσίβλητος, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της αγωγής του ο ενάγων και την καθ’ ολοκληρίαν απόρριψή της η εναγόμενη, η οποία υποβάλλει και πρόσθετο αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσόν των δώδεκα χιλιάδων ευρώ (12.000 €), που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.
ΙΙΙ. Στο άρθρο 5 § 1 εδαφ. α΄ του ΑΝ 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, που κυρώθηκε με το Ν. 32/1945, ο οποίος δεν τον κατήργησε ρητώς με αποτέλεσμα να εξακολουθεί, όπως συνάγεται έμμεσα, να ισχύει (ΜονΕφΠειρ. 739/2015, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), ορίζεται ότι «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων δεν εφαρμόζεται ο Ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990), όπως προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του (ΑΠ 87/2000, Δνη 2000/967 = ΕΕΔ 2001/231, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 50, Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση της ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 2007/449 επομ. [453]), με αποτέλεσμα, αφού ως προς τις ΣΣΝΕ δεν ισχύουν οι διατάξεις του για τη χρονική διάρκεια της συλλογικής διευθέτησης, να ανακύψει διχογνωμία ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της εξ αυτών δεσμεύσεως όσον αφορά τόσο τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψή τους και τα μέλη τους, όσο και τους τρίτους, που δεν μετείχαν ούτε αντιπροσωπεύθηκαν κατ’ αυτήν (για τις απόψεις που υποστηρίχθηκαν βλ. αναλυτικά τις ΜονΕφΠειρ. 544/2022, 299/2022, 205/2019, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Η αμφισβήτηση αυτή ήρθη με τη γνήσια ερμηνευτική διάταξη (ΜονΕφΠειρ. 672/2023, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο) του άρθρου 49 του Ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 (Α΄ 24, αναδημ. Α΄ 172/1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή/και κύρωσής της από τον Υπουργό». Επομένως, μετά την αυθεντική ερμηνεία του ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος, εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ αναδρομική ισχύς κατά τη σύναψή τους, του νόμου δε μη διακρίνοντος, τούτο ισχύει όσον αφορά όχι μόνον τους τρίτους, που δεν έχουν συμπράξει κατά την κατάρτισή τους και στους οποίους επεκτείνεται η συμβατική δέσμευση αλλά, κατά μείζονα λόγο, τους συμβληθέντες. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις της ΣΣΝΕ καταλαμβάνουν και όσες ατομικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή και την κύρωσή της, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι αυτές δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι τότε (ΑΠ 1305/2022, ΑΠ 350/2021, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1267/1987, ΕΕΝ 1988/673 = ΕΕΔ 1988/1128, ΜονΕφΠειρ. 380/2024, ΜονΕφΠειρ. 383/2023, ΜονΕφΠειρ. 234/2022, ΜονΕφΠειρ. 485/2022, ΜονΕφΠειρ. 474/2018, όλες διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 376/2016, ΜονΕφΠειρ. 285/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 770/2008, ΕΝαυτΔ 2008/275, ΕφΠειρ. 1132/2005, ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895, ΕφΠειρ. 844/1994, ΝομΝαυτΤμΕφΠειρ. 1994 – 1995/451, ΕφΠειρ. 1277/1990, ΕΝαυτΔ 1991/226, αντίθετη η κατά τούτο εσφαλμένη ΜονΕφΠειρ. 118/2023, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο).
Στην υπόθεση που επανεκδικάζεται το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για να κρίνει τις επίδικες αξιώσεις εφάρμοσε, ως προς μεν εκείνες που γεννήθηκαν από την ατομική σύμβαση του ενάγοντος που, υπό τα εκτεθέντα, διήρκεσε από 9.11.2018 έως 1.2.2019, την από 4.9.2018 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018, με έναρξη ισχύος από 1.1.2018 και λήξη στις 31.12.2018, που κυρώθηκε αρμοδίως με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/80350/31.10.2018 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε νόμιμα στις 14.11.2018 (ΦΕΚ Β 5084/2018) και ως προς αυτές που απέρρευσαν από τη σύμβασή του που καταρτίστηκε στις 2.4.2019 και λύθηκε στις 6.12.2019 την από 8.7.2019 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, με έναρξη ισχύος από 1.1.2019, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/12.8.2019). Τις κρίσεις αυτές της εκκαλουμένης πλήττουν για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές, ο μεν αντεκκαλών υποστηρίζοντας ότι η ΣΣΝΕ του έτους 2019 έπρεπε να εφαρμοστεί και ως προς τις αξιώσεις του που γεννήθηκαν κατά το διάστημα της απασχόλησής του από 1.1.2019 έως 1.2.2019, η δε εκκαλούσα ισχυριζόμενη ότι η ίδια ΣΣΝΕ δεν κατέλαβε τη ναυτολόγηση του αντιδίκου της κατά το προγενέστερο της δημοσιεύσεως της κυρωτικής της υπουργικής αποφάσεως (12.8.2019) χρονικό διάστημα και, συνεπώς, δεν έπρεπε να εφαρμοστεί επί των αξιώσεων που γεννήθηκαν κατά το διάστημα αυτό. Οι αιτιάσεις αυτές, που προβάλλονται με τον πρώτο λόγο της ένδικης αντέφεσης και τον ταυτάριθμο λόγο της υπό κρίση έφεσης, κατά το συναφές σκέλος του, είναι αβάσιμες. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η ΣΣΝΕ του έτους 2019 ήταν πράγματι αναδρομικά εφαρμοστέα επί της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος που συνήφθη στις 2.4.2019 και δεν είχε λυθεί μέχρι τη σύναψή της στις 8.7.2019, ενώ, αντιθέτως, δεν κατέλαβε την από 9.11.2018 σύμβασή του επειδή αυτή, υπό τα εκτιθέμενα, λύθηκε την 1η.2.2019, δηλαδή σε χρονικό σημείο προγενέστερο της υπογραφής και της κύρωσής της.
IV. Εξάλλου, όπως ήδη σημειώθηκε, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευσή του, της μετενέργειάς τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της (Α. Καρδαράς, Συλλογικές Συμβάσεις στη ναυτική εργασία, σε ΔΕΕ 2008/444 επομ.). Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Άλλως, βέβαια, θα έχει το πράγμα αν οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ και μέλλουσας ακόμα (ΑΠ 692/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 228/2014, ΔΕΕ 2014/864, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2002, ΔΕΕ 2003/331 = ΕΕΔ 2003/1166, ΑΠ 443/1999, Δνη 1999/1559 = ΔΕΝ 2000/151 = ΕΕΔ 2000/567 = ΕπιθΙΚΑ 2000/203, ΑΠ 332/1997, ΔΕΕ 1997/1104 = ΕΕργΔ 1998/696, ΤριμΕφΠειρ. 720/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 12/2011, ΕΝαυτΔ 2011/406 = ΕΕμπΔ 2012/365, ΤριμΕφΘεσ. 262/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Λεβέντης, – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον στην περίπτωση αυτή τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 874/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 567/2004, ΕΕΔ 2005/589, ΕφΑθ. 6808/1994, ΔΕΝ 1995/665 = ΕπιθΑσφΔ 1995/392). Για να καταστεί, όμως, οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009, ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010, ΔΕΝ 2010/1061, ΜονΕφΠειρ. 98/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 543/2022, ΜονΕφΠειρ. 120/2019, αμφότερες διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αρ. 1050α, σελ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (ΑΠ 515/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και το δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση καταρχάς τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως [και] το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (ΜονΕφΠειρ. 160/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή οι αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΜονΕφΠειρ. 740/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
V. Το Δικαστήριο επανεκτιμά τις από 7.5.2021 και 3.12.2021 δύο [2] ένορκες βεβαιώσεις του ………. και του …………., θαλαμηπόλου και αρχιθαλαμηπόλου αντίστοιχα, που απασχολήθηκαν στο ίδιο πλοίο με τον ενάγοντα κατά διαστήματα εντός της επίδικης χρονικής περιόδου, οι οποίες με την επιμέλεια των διαδίκων, που κλήτευσαν προς τούτο τον αντίδικό του έκαστος (βλ. τις υπ’ αριθμ. ………/27.4.2021 και ……/30.11.2021 δύο [2] εκθέσεις επιδόσεως της αυτής ως άνω δικαστικής επιμελήτριας και του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….., αντίστοιχα) και, συγκεκριμένα, με την επιμέλεια του ενάγοντος η πρώτη και της εναγόμενης η δεύτερη, δόθηκαν η πρώτη στο δικηγόρο Πειραιώς …………, για την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ΔΣΠ – ΕΒ – …….. – 2021 ηλεκτρονική απόδειξη λήψης της από τον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 421 ΚΠολΔ και η δεύτερη στη Συμβολαιογράφο Πειραιώς …….., που συνέταξε σχετικά την υπ’ αριθμ. …./2021 Πράξη της και οι οποίες, όπως και η πιο κάτω αναφερόμενη όμοια, εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι οι μάρτυρες αποδείξεως τυγχάνουν αντίδικοι της εναγόμενης, επειδή καθένας τους έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΜονΕφΠειρ. 358/2023, ΜονΕφΠειρ. 509/2022, αμφότερες διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 388/2024, ΜονΕφΠειρ. 677/2023, ΜονΕφΠειρ. 690/2023, ΕφΑθ. 3978/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ 2004/266), καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω. Εκτιμά επίσης την υπ’ αριθμ. ……./20.5.2024 ένορκη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αγρινίου ……… βεβαίωση του …………., θαλαμηπόλου, συνυπηρετήσαντος με τον ενάγοντα στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BΗ κατά το χρονικό διάστημα μέχρι το μήνα Μάρτιο του έτους 2020, που λήφθηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλήτευση της αντιδίκου του (βλ. τη με αριθμό …./15.5.2024 επιδοτήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς . ….), με την οποία επαναλαμβάνεται ταυτόσημο το περιεχόμενο της προγενέστερης υπ’ αριθμ. ………/10.2.2021 όμοιας, που είχε προσκομισθεί πρωτοδίκως αλλά το κύρος της είχε (ανεπιτυχώς) αμφισβητηθεί με την επίκληση αναρμοδιότητας της Συμβολαιογράφου Θέρμου Αιτωλοακαρνανίας ………., ενώπιον της οποίας είχε δοθεί. Από τα αποδεικτικά αυτά μέσα, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων …………., γεννηθείς στις 28.4.1968, τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του με αριθμό … ναυτικού φυλλαδίου της …. ναυτικής περιφέρειας και από το έτος 2003 εργάστηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου σε πλοία της ιδιοκτησίας ή της εκμετάλλευσης της εναγόμενης, ενώ από το έτος 2013 απασχολήθηκε συνεχώς στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ ακτοπλοϊκό πλοίο BH, νηολογημένο στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής …, ολικής χωρητικότητας δεκατριών χιλιάδων εξακοσίων δεκαπέντε κόρων και δεκαεπτά εκατοστών (13.615,17 κ.ο.χ.), υπό το διεθνές διακριτικό σήμα ….. Το πλοίο αυτό, που ανήκει στην πλοιοκτησία της εναγομένης, έχει μεταφορική ικανότητα χιλίων τετρακοσίων ογδόντα οκτώ (1.488) επιβατών και διαθέτει περίπου εκατόν εξήντα τέσσερις (164) κοιτωνίσκους (καμπίνες), δίκλινους και τετράκλινους, δύο [2] εστιατόρια επιβατών (το a la carte και το self service), τρία [3] κυλικεία (μπαρ), δύο [2] εσωτερικά και ένα [1] εξωτερικό, όπως και πληθώρα κοινόχρηστων χώρων. Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (9.11.2018 – 17.12.2020) ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο εν λόγω πλοίο με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου τρεις [3] φορές με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν όλες στον Πειραιά μεταξύ αυτού και των νομίμων εκπροσώπων της πλοιοκτήτριας. Η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίστηκε στις 9.11.2018 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 1η.2.2019, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιώς λαμβάνοντας άδεια μηνιαίας διάρκειας (έως την 1η.3.2019), όπως αναγράφεται στο ναυτικό του φυλλάδιο. Επαναπροσλήφθηκε στις 2.4.2019 και εργάστηκε μέχρι τις 6.12.2019, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λαμβάνοντας ισόχρονης διάρκειας άδεια (έως τις 6.1.2020), κατά την σχετική εγγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο. Τέλος, στις 29.1.2020 ο ενάγων ναυτολογήθηκε εκ νέου και υπηρέτησε στο ίδιο πλοίο μέχρι τις 17.12.2020, οπότε και απολύθηκε στον Πειραιά για την ίδια αιτία (λήψη άδειας μηνιαίας διάρκειας). Οι επίμαχες συμβάσεις ναυτικής εργασίας καταρτίστηκαν εγγράφως και οι όροι τους αποτυπώθηκαν στα από 1.12.2018, 2.4.2019 και 30.1.2020 αντίστοιχα συμφωνητικά ναυτικής εργασίας και από τα από την εναγόμενη προσκομιζόμενα αντίγραφά τους προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό [μικτό] χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (2.776,28 €) κατά τις δύο [2] πρώτες συμβάσεις και των δύο χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα ενός ευρώ και ογδόντα λεπτών (2.831,80 €) με την τρίτη, ενώ σε όλες τις συμβάσεις για τον καθορισμό του βασικού μισθού του ενάγοντος και των όρων της εργασίας του έγινε παραπομπή «στην εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο». Κατά το χρονικό διάστημα της πρώτης επίδικης ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο BH ίσχυσε αποκλειστικώς η ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2018, η οποία υπογράφηκε στις 4.9.2018, δηλαδή πριν την κατάρτιση της συγκεκριμένης ατομικής σύμβασης εργασίας και η οποία εξακολούθησε να τη διέπει και μετά τη λήξη της ισχύος της (31.12.2018), ως η, ελλείψει νεότερης, τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ, σύμφωνα με το συμβατικό όρο που προαναφέρθηκε, όπως ορθώς κρίθηκε και πρωτοδίκως, απορριπτομένων, συνεπώς, των αντίθετων ισχυρισμών της εναγομένης που επαναφέρονται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της κατά το οικείο σκέλος του. Σημειώνεται και εδώ ότι η διάδοχη ΣΣΝΕ (του έτους 2019) ουδέποτε κατέλαβε την πρώτη ναυτολόγηση του ενάγοντος, παρά την περί αναδρομικής από 1.1.2019 ισχύος της ρητή πρόβλεψή της (βλ. την ακροτελεύτια ρήτρα της ΣΣΝΕ 2019), επειδή κατά την υπογραφή της (στις 8.7.2019) η πρώτη των ενδίκων εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος είχε, όπως συνομολογείται και όπως εγγράφως αποδεικνύεται, λυθεί. Άλλωστε, οι μεταγενέστερες συλλογικές ρυθμίσεις, ακόμα και αν είναι ευμενέστερες για τον εργαζόμενο, δεν μπορούν να αλλοιώσουν αναδρομικά το καθεστώς της ατομικής σύμβασης εργασίας που κατά την εισαγωγή τους δεν βρίσκεται σε ισχύ, επειδή έχει λυθεί ή λήξει (ΜονΕφΠειρ. 569/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο. Ο αντεκκαλών ισχυρίζεται βέβαια ότι αληθές περιεχόμενο της επίμαχης σύμβασης εργασίας του ήταν ότι με την κύρωση της νέας ΣΣΝΕ θα λάμβανε αναδρομικά τις τυχόν αυξήσεις της και ότι τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η εργοδότρια του κατέβαλε αναδρομικώς από 1.1.2019 τις αυξήσεις της ΣΣΝΕ του έτους 2019. Ο ισχυρισμός του αυτός δεν είναι βάσιμος. Οι οποιουδήποτε περιεχομένου προβλέψεις της από 9.11.2018 ατομικής σύμβασης απώλεσαν κάθε έννομη σημασία με τη λήξη της την 1η.2.2019, δεδομένου ότι ούτε ο αντεκκαλών υποστηρίζει ούτε προκύπτει ότι είχαν μετασυμβατική ισχύ. Από την άποψη αυτή, το αποδεικνυόμενο γεγονός της καταβολής στον ενάγοντα στις 15.10.2019 του συνολικού [μικτού] χρηματικού ποσού των τριακοσίων πενήντα δύο ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (352,77 €) ως «αναδρομικά 1.1.2019–31.8.2019», όπως αναγράφεται στη σχετική απόδειξη πληρωμής, δεν υποδεικνύει εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης της εργοδότριας αλλά είτε εσφαλμένη αντίληψη των νόμιμων υποχρεώσεών της είτε χαριστική διάθεση. Εξάλλου, κατά την ίδια ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 5, 6, 8 § 13, 13, 10 § 4 και 15 § 2) ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του θαλαμηπόλου ορίστηκε σε χίλια εκατόν ογδόντα ένα ευρώ και δεκαπέντε λεπτά (1.181,15 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια πενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα έξι λεπτά (259,86 €), το επίδομα ιματισμού σε πενήντα επτά ευρώ και εξήντα τρία λεπτά (57,63 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και πενήντα εννέα λεπτά (19,59 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια ογδόντα επτά ευρώ και εβδομήντα λεπτά (19,59 € Χ 30 ημέρες = 587,70 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (35,92 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια είκοσι πέντε ευρώ και σαράντα πέντε λεπτά {[(1.181,15 € + 259,86 € : 22) + 19,59 €] Χ 5 ημέρες = 425,45 €}, το δε ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (6,83 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και πενήντα τέσσερα λεπτά (8,54 €) και σε δέκα ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά (10,25 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες (μικτές) αποδοχές του ενάγοντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια ενενήντα ευρώ και οκτώ λεπτά (2.490,08 €), δηλαδή σε χρηματικό ποσό που υπολειπόταν του συμβατικού κλειστού (μικτού) μισθού του. Εξάλλου, κατά την επόμενη ναυτολόγηση του ενάγοντος εφαρμογή είχε (αναδρομικά) η διάδοχη ΣΣΝΕ του έτους 2019, δεδομένου ότι κατά το χρόνο της υπογραφής της (8.7.2019) η από 2.4.2019 εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος δεν είχε λυθεί. Η ίδια ΣΣΝΕ είχε εφαρμογή και κατά την έναρξη της τρίτης ναυτολόγησής του, μολονότι η από 29.1.2020 ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συνήφθη μετά τη λήξη της ισχύος της (31.12.2019, σύμφωνα με το άρθρο 39 αυτής), δεδομένης της προαναφερθείσας συμβατικής παραπομπής σ’ αυτήν, ως την τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ, αφού κατά το χρόνο εκείνο (29.1.2020) δεν υπήρχε διάδοχη συλλογική ρύθμιση, όπως ορθώς κρίθηκε και πρωτοδίκως, απορριπτομένων, συνεπώς, των αντίθετων ισχυρισμών που επαναφέρονται με τον πρώτο λόγο (κατά το συναφές σκέλος της) της έφεσης της εναγόμενης, η οποία υποστηρίζει ότι μετά την 31η.12.2019 ο ενάγων δεν είχε δικαίωμα σε αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του και θα έπρεπε να αρκεστεί στις συμφωνημένες αποδοχές του, παραβλέποντας, όμως, ότι δια της ρητής παραπομπής στην «εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας», την οποία συνομολόγησε στην από 29.1.2020 ατομική σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, η αμοιβή του τελευταίου προσδιορίστηκε από τους όρους της ως άνω ΣΣΝΕ, που κατέστησαν έτσι συμβατικοί όροι της (ΜονΕφΠειρ. 388/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Περαιτέρω, κατά την ΣΣΝΕ αυτήν (άρθρα 1, 3, 5, 6, 8 § 13, 13, 10 § 4 και 15 § 2) ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του θαλαμηπόλου αυξήθηκε και ορίστηκε σε χίλια διακόσια τέσσερα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτά (1.204,77 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια εξήντα πέντε ευρώ και πέντε λεπτά (265,05 €), το επίδομα ιματισμού σε πενήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτά (58,78 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (19,98 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτά (19,98 € Χ 30 ημέρες = 599,40 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα έξι ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά (36,64 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια τριάντα τρία ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτά {[(1.204,77 € + 265,05 € : 22) + 19,98 €] Χ 5 ημέρες = 433,95 €}, το δε ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (6,96 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και εβδομήντα λεπτά (8,70 €) και σε δέκα ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (10,44 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες (μικτές) αποδοχές του ενάγοντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες πεντακόσια τριάντα εννέα ευρώ και ογδόντα ένα λεπτά (2.539,81 €), δηλαδή σε χρηματικό ποσό που υπολειπόταν του συμβατικού κλειστού (μικτού) μισθού του. Σημειώνεται ότι στις καταβαλλόμενες, καθ’ όλο το διάστημα των ναυτολογήσεών του, αποδοχές του ενάγοντος, όπως αποτυπώνονται στις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του, δεν περιλαμβάνεται το επίδομα ιματισμού, γεγονός που σημαίνει ότι η εργοδότιδα το κατέβαλε σε είδος (άρθρο 5 § 3 της ΣΣΝΕ), όπως άλλωστε και ο ενάγων εμμέσως συνομολογεί, μη συμπεριλαμβάνοντάς το στις αποδοχές επί των οποίων υπολογίζει τα εορταστικά επιδόματα, την πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές του πλοίου και την αποζημίωση απολύσεως, τα οποία αξιώνει. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 εκάστης των ως άνω εφαρμοζόμενων ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ιδίας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Περαιτέρω, κατά την ένδικη χρονική περίοδο στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BH στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων απασχολούταν προσωπικό που αριθμούσε είκοσι πέντε [25] θαλαμηπόλους, δεκαεννέα επτά [17] επίκουρους θαλαμηπόλους και έναν [1] αρχιθαλαμηπόλο, των οποίων προΐστατο ο μοναδικός προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Κατά τη θερινή περίοδο (1.4 έως και 30.9), λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, προστίθεντο δύο [2] ακόμη θαλαμηπόλοι, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1.10 έως και 31.3) η ανωτέρω οργανική σύνθεση μειωνόταν κατά το 1/2, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 6 § 6 του ΠΔ 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων (ΦΕΚ Α 64/13.3.1974). Τα γενικά καθήκοντα των θαλαμηπόλων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του οποίου οι θαλαμηπόλοι, οι οποίοι ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία διακρίνονται σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως στην οποία ανήκουν και βοηθούν αυτόν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντηρήσεως και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Εξάλλου, κατά την διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος, εκτός α] από το χρονικό διάστημα από 14.4.2020 έως και 30.6.2020, οπότε τα δρομολόγιά του είχαν διακοπεί και το πλήρωμά του είχε ενταχθεί στις διατάξεις των υπ’ αριθμ. 2242/21372/2020, περί αναστολής των συμβάσεων ναυτολόγησης και 2242/32718/2020, περί αναστολής των δρομολογίων λόγω της πανδημίας, κοινών υπουργικών αποφάσεων και β] από το χρονικό διάστημα από 20.9.2020 έως και 17.12.2020, οπότε διέκοψε τα δρομολόγιά του, προκειμένου να υποβληθεί σε εργασίες ετήσιας συντήρησής του, το πλοίο BH διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες προς το Ηράκλειο της Κρήτης, οι οποίοι επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, είχαν δε αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και ολοκληρώνονταν χωρίς προσέγγιση σε ενδιάμεσους λιμένες. Συγκεκριμένα, ανά δύο [2] ημέρες αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 21:00, για να εκτελέσει βραδινό δρομολόγιο και να καταπλεύσει στο Ηράκλειο στις 06:00 της επομένης, για να αποπλεύσει εκ νέου στις 21:00 για το δρομολόγιο της επιστροφής προς την αφετηρία του και να αφιχθεί στον Πειραιά στις 06:00 της επομένης. Εκτελούσε δηλαδή επτά [7] δρομολόγια απλής μετάβασης (Πειραιάς – Ηράκλειο και Ηράκλειο – Πειραιάς) την εβδομάδα, εκτός από τις θερινές περιόδους των ετών 2019 και 2020, κατά τις οποίες το πλοίο εκτελούσε και πρόσθετο (ημερήσιο) δρομολόγιο, αναχωρώντας, αφενός μεν στις 18.7, 25.7, 26.7, 1.8, 8.8, 20.8, 27.8.2019 και στις 8.8, 9.8, 14.8, 22.8 και 23.8.2020 από το Ηράκλειο στις 09:00 ή στις 10:00, για να καταπλεύσει στον Πειραιά στις 17:45 ή στις 18:45 της ιδίας ημέρας, ενώ το ίδιο συνέβη και στις 26.4.2019 και, αφετέρου, στις 4.7, 11.7, 12.7, 30.7, 3.8, 6.8, 10.8, 13.8, 18.8, 22.8, 25.8, 29.8, και 1.9. 2019, όπως και στις 25.7, 1.8, 2.8, 16.8, 29.8 και 30.8.2020 από τον Πειραιά στις 10:00 ή στις 09:00, για να καταπλεύσει στο Ηράκλειο στις 18:45 ή στις 17:45 της ιδίας ημέρας, προκειμένου να εκτελέσει στη συνέχεια το κανονικό (βραδινό) δρομολόγιό του, ενώ το ίδιο συνέβη και στις 24.4.2019, οπότε το πλοίο αναχώρησε από τον Πειραιά στις 10:00 και κατέπλευσε στο Ηράκλειο στις 19:00. Πάντως, κατ’ αντίθεση προς τις παραδοχές της εκκαλουμένης, (βραδινά) δρομολόγια δεν εκτελέστηκαν το Μεγάλο Σάββατο και την Κυριακή του Πάσχα 27 και 28.4.2019, την Τετάρτη 9.1.2019, την Παρασκευή 13.9.2019 και την Τρίτη 7.4.2020 λόγω διοικητικής απαγόρευσης απόπλου συνεπεία δυσμενών καιρικών συνθηκών, την Τρίτη 24.9.2019, εξαιτίας της συμμετοχής του πληρώματος σε απεργία που εξήγγειλε η Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία (ΠΝΟ), όπως και την Κυριακή 5.4.2020, το Σάββατο 11.4.2020 και την Κυριακή 12.4.2020, ενώ λόγω της διοικητικής αναστολής των δρομολογίων λόγω της πανδημίας του covid – 19 δρομολόγιο δεν εκτελέστηκε ούτε την Κυριακή 26.4.2020. Η ακινησία του πλοίου κατά τις ημέρες εκείνες αποδεικνύεται από τα αντίγραφα του ημερολογίου γέφυρας του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου BH, που προσκομίζονται το πρώτον στην έκκλητη δίκη, δεδομένου ότι πρωτοδίκως η εναγόμενη είχε επιχειρήσει απόδειξη του ισχυρισμού της με την προσκομιδή πινάκων δρομολογίων του πλοίου της, που κρίθηκε ότι δεν είχαν αποδεικτική δύναμη υπέρ της. Ακόμα, όμως, και αν η βραδεία προσκομιδή των αντιγράφων του ημερολογίου γέφυρας οφείλεται σε υπαιτιότητα της εναγόμενης, τα όσα σχετικά υποστηρίζει με το δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής της πρέπει να θεωρηθούν αποδεδειγμένα, αφού ως προς τη βασιμότητά τους δεν προβάλλεται ειδική αμφισβήτηση. Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι κατά τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο πραγματοποιούσε ένα [1] μόνο (βραδινό) δρομολόγιο εργαζόταν επί δεκατέσσερις [14] ώρες ημερησίως, απασχολούμενος από τις 05:30 καθ’ εκάστη και μέχρι τις 13:30 εκτελώντας καθήκοντα αποθηκάριου θαλαμηπόλου, επιφορτισμένου με τις εργασίες που απαιτούνταν για τη λειτουργία της αποθήκης ιματισμού και ειδών υγιεινής του πλοίου (καταμέτρηση των υλικών, διανομή τους στους διαμεριστές θαλαμηπόλους, μεταφορά των χρησιμοποιημένων ειδών από το έβδομο στο πέμπτο κατάστρωμα και παράδοσή τους προς καθαρισμό σε εξωτερικό συνεργείο, απογραφή των υπαρχόντων ειδών και σύνταξη κατάστασης παραγγελιών προς υποβοήθηση του έργου του φροντιστή του πλοίου) και εν συνεχεία από τις 18:00 έως τα μεσάνυκτα με την επιβίβαση των επιβατών και την παροχή υπηρεσιών σερβιτόρου στα εστιατόρια (είτε το self service είτε το a la carte) του πλοίου, ενώ όταν αυτό εκτελούσε και δεύτερο (ημερινό) δρομολόγιο εργαζόταν επί δεκαεπτά [17] ώρες, απασχολούμενος τα πρωινά από τις 05:00 έως τις 16:00 στην αποθήκη ιματισμού και στις εργασίες αποεπιβίβασης των επιβατών και συνεχίζοντας την εργασία του στα εστιατόρια τις εσπερινές ώρες από τις 18:00 έως τις 00:00. Η εναγόμενη δεν αρνείται τα καθήκοντα με τα οποία ήταν επιφορτισμένος ο αντίδικός της, αμφισβητεί όμως το ωράριο εντός του οποίου τα εκτελούσε, υποστηρίζοντας ότι καθ’ εκάστην αναλάμβανε υπηρεσία για την πρωινή βάρδια στις 06:00, ολοκλήρωνε τις εργασίες αποθηκάριου που του είχαν ανατεθεί έως τις 11:00 και κατά την απογευματινή βάρδια απασχολούταν από τις 18:00 και μέχρι την λήξη της λειτουργίας του εστιατορίου στις 22:30 το αργότερο, με διάλειμμα αναψυχής ή γευμάτων για μία [1] ώρα σε κάθε βάρδια. Στα προσκομιζόμενα αντίγραφα του «αρχείου ωρών ανάπαυσης ναυτικών», που φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος και του εκάστοτε προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου του πλοίου, ο ενάγων εμφανίζεται να απασχολείται επί δέκα [10] ώρες κάθε ημέρα και, συγκεκριμένα, από τις 06:00 έως τις 11:00 και από τις 18:00 έως τις 23:00 καθ’ εκάστη, κατά τις περιόδους που εκτελούσε ένα [1] μόνο δρομολόγιο ημερησίως και επί δέκα [10] έως δώδεκα [12] ή και δεκατρείς [13] ακόμα (σε ορισμένες περιπτώσεις) ώρες κατά τις περιόδους των διπλών δρομολογίων, εργαζόμενος τότε συνήθως τα πρωινά κατά το ωράριο 07:00 – 15:00 και τα απογεύματα από τις 18:00 έως τις 23:00. Περαιτέρω, από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ανταποδείξεως προκύπτει (χωρίς τούτο να αμφισβητείται ειδικά) ότι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του αποθηκάριου ο ενάγων είχε τη βοήθεια τουλάχιστον έξι [6] επίκουρων θαλαμηπόλων και, κατά τις θερινές περιόδους, ενός [1] ακόμα θαλαμηπόλου. Επιπλέον, από τις αποδείξεις πληρωμής του, που προσκομίζονται εκατέρωθεν αλλά και από τις «καταστάσεις υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών», που προσκομίζει η εργοδότρια, προκύπτει ότι αυτός λάμβανε κάθε πλήρη μήνα, πρώτον, «αμοιβή υπερωριών» ανερχόμενη σε εκατόν σαράντα πέντε ευρώ και οκτώ λεπτά (145,08 €) μέχρι και τον μήνα Αύγουστο του έτους 2019 και σε εκατόν σαράντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (147,99 €) εφεξής και μέχρι την τελευταία αποναυτολόγησή του, για δε απασχόλησή του για λιγότερες των τριάντα [30] ημέρες ανά μήνα κλασματική αναλογία των ποσών αυτών και, δεύτερον, για «Σάββατα και αργίες», δηλαδή ως αμοιβή για την απασχόλησή του κατά τις ημέρες εκείνες, κατά τις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, η εργασία θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, το ποσόν των τετρακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (476,96 €). Υπό τα δεδομένα αυτά και ενόψει ιδίως α) των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν στο εν λόγω πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην ως άνω ακτοπλοϊκή γραμμή, που δεν επέτρεπε την εναλλαγή επιβατών στο ίδιο δρομολόγιο, β) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα του ενδίκου χρονικού διαστήματος χρηματικών ποσών για αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, τόσον κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, όσον και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, γ) της ειδικότητάς του, της φύσης και του αντικειμένου της κύριας απασχόλησής του, δ) του γεγονότος ότι το πλοίο της εναγομένης διατηρούσε πάντοτε πλήρη την ανά περίοδο αναγκαία κατά νόμο σύνθεση πληρώματος και ε) της μειωμένης λόγω της πανδημίας του covid – 19 επιβατικής κίνησης, ιδίως κατά την περίοδο από 29.1.2020 έως 13.5.2021, κατά την οποία με διοικητικά μέτρα είχε μειωθεί και η πληρότητα των επιβατηγών πλοίων που διέθεταν καμπίνες στο 55% (βλ. τις ΚΥΑ που δημοσιεύθηκαν εκείνη την περίοδο στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στο Δεύτερο Τεύχος [341/29.1.2021, 534/10.2.2021, 793/27.2.2021, 895/6.3.2021, 996/13.3.2021, 1308/3.4.2021, 1682/24.4.2021 και 1814/29.4.2021]), κρίνεται ότι κατέστη απαραίτητο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου BH και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, ο ενάγων να εργαστεί υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές επί τρεις [3] ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί ένδεκα (11) ώρες την ημέρα κατά τις χρονικές περιόδους που το πλοίο πραγματοποιούσε μόνον ένα [1] δρομολόγιο (το βραδινό), ενώ κατά τις θερινές περιόδους η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος προσαυξανόταν κατά δύο [2] ακόμα ώρες το μεσημέρι, κατά τις οποίες παρείχε τις υπηρεσίες του στα εστιατόρια του πλοίου. Ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχολήσεώς του επί δεκατέσσερις (14) και δεκαεπτά [17] ώρες καθημερινώς, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της ένδικης αντέφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το πέραν των ως άνω ωρών καθημερινής απασχόλησης μέρος του. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 207/2023, ΜονΕφΠειρ. 677/2023, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 655/2022, ΜονΕφ.Πειρ. 569/2022, ΜονΕφ.Πειρ. 423/2021, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ΜονΕφΠειρ. 196/2020, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του τρίτου λόγου της έφεσής της. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι ο ενάγων απασχολήθηκε στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BH και κατά την περίοδο του δεξαμενισμού του από 20.9.2020 έως 17.12.2020, κατά την οποία εκτελούνταν εργασίες επισκευής και συντήρησής του. Κατά το διάστημα αυτό συμμετείχε στις εργασίες συντήρησης του ξενοδοχειακού τμήματος από τις 08:00 έως τις 17:00 κάθε ημέρα με μία [1] ώρα διάλειμμα για γεύμα το μεσημέρι. Το ωράριο αυτό επιβεβαιώνεται από το μάρτυρα ανταπόδειξης που μετείχε και αυτός στις ίδιες εργασίες και δεν αναιρείται από τις ένορκες βεβαιώσεις των υπέρ του ενάγοντος μαρτυρούντων, οι οποίοι καταθέτουν ότι ο τελευταίος μετά τις 17:00 και έως τις 20:00 απασχολούταν ως σερβιτόρος στην τραπεζαρία του πληρώματος, όπου προσφερόταν δείπνο, δεδομένου ότι αυτοί δεν ήταν ναυτολογημένοι εκείνη την περίοδο, δεν έχουν προσωπική αντίληψη των ωρών εργασίας του ενάγοντος και μεταφέρουν μόνον όσα έχουν πληροφορηθεί από τον ίδιο. Ομοίως αναπόδεικτος παρέμεινε ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές του χρονικού εκείνου διαστήματος δεν εκτελούνταν εργασίες, δεδομένου ότι στο «αρχείο ωρών ανάπαυσης ναυτικών» έχει καταγραφεί (οκτάωρης διάρκειας) εργασία του ενάγοντος για κάθε ημέρα της περιόδου του δεξαμενισμού του πλοίου, χωρίς εξαίρεση των Σαββάτων και των Κυριακών. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα [12] ώρες κατά μέσο όρο, κατά τα χρονικά διαστήματα των δρομολογίων του πλοίου, αδιακρίτως εποχής του χρόνου και ανεξάρτητα από τη συχνότητά τους, καθώς και ότι κατά το διάστημα της ακινησίας του πλοίου (20.9.2020–17.12.2020) ο ενάγων παρείχε ενδεκάωρης διάρκειας καθημερινή εργασία, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει κατά παραδοχή του τρίτου λόγου της έφεσης, κατά το συναφές σκέλος του, να εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιό της αυτό. Σφάλμα, όμως, στο αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης εντοπίζεται και στον αριθμό των καθημερινών ημερών, των Κυριακών, των Σαββάτων και των αργιών για τις οποίες έγινε δεκτό ότι ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακώς. Πράγματι η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι ο τελευταίος εργάστηκε υπερωριακά επί πεντακόσιες είκοσι επτά [527] ημέρες και, ειδικότερα, επί εβδομήντα δύο [72] Σάββατα, δεκαέξι [16] αργίες και τετρακόσιες τριάντα εννέα [439] καθημερινές και Κυριακές, ενώ τούτο δεν αληθεύει, όπως και η εκκαλούσα βασίμως με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της, κατά το συναφές σκέλος του υποστηρίζει, δεδομένου, πρώτον, ότι κατά την λόγω επισκευής ακινησία του πλοίου, δηλαδή επί ογδόντα εννέα [89] ημέρες, η διάρκεια της καθημερινής εργασίας του δεν υπερέβαινε το οκτάωρο και, δεύτερον, ότι κατά τις προαναφερθείσες δέκα [10] ημέρες δεν πραγματοποιήθηκαν δρομολόγια, οπότε δεν παρασχέθηκε υπερωριακή εργασία, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής δεν παρίσταται ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης του ναυτικού σε πλοίο που ακινητεί (ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ο.π.). Συνεπώς, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή του για την αιτία αυτή: Α] για το χρονικό διάστημα της πρώτης ναυτολόγησής του, κατά το οποίο εφαρμογή είχε η ΣΣΝΕ του έτους 2018, i] για τα τέσσερα [4] Σάββατα (5, 12, 19 και 26.1.2019) και τις δύο [2] αργίες (1 και 6.1.2019), οπότε απασχολήθηκε κατά μέσο όρο επί ένεκα [11] ώρες ημερησίως, το χρηματικό ποσόν των εξακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και πενήντα λεπτών (6 ημέρες Χ 11 ώρες = 66 ώρες Χ 10,25 € το ωρομίσθιο = 676,50 €) και ii] για τις είκοσι πέντε [25] καθημερινές και Κυριακές, κατά τις οποίες εργαζόταν κατά μέσο όρο επί ένδεκα [11] ώρες ανά ημέρα, εκ των οποίων τις τρεις [3] υπερωριακά, το χρηματικό ποσόν των εξακοσίων σαράντα ευρώ και πενήντα λεπτών (25 ημέρες Χ 3 ώρες = 75 ώρες υπερωρίας Χ 8,54 € το ωρομίσθιο = 640,50 €), Β] για τα χρονικά διαστήματα της δεύτερης και τρίτης ναυτολόγησής του, κατά τα οποία εφαρμογή είχε η ΣΣΝΕ του έτους 2019, i] για τα επτά [7] Σάββατα των θερινών περιόδων (3 και 10.8.2019, 25.7, 1.8, 8.8, 22.8 και 29.8.2020), όπως και για τις δύο [2] αργίες της 15ης.8 του 2019 και του 2020, οπότε εκτελούνταν δύο [2] δρομολόγια ημερησίως και απασχολήθηκε κατά μέσο όρο επί δεκατρείς [13] ώρες ανά ημέρα, το χρηματικό ποσόν των χιλίων διακοσίων είκοσι ενός ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (9 ημέρες Χ 13 ώρες = 117 ώρες Χ 10,44 € το ωρομίσθιο = 1.221,48 €), ii] για τις είκοσι πέντε [25] καθημερινές και Κυριακές των ιδίων περιόδων (24.4, 4.7, 11.7, 12.7, 18.7, 25.7, 26.7, 30.7, 1.8, 6.8, 8.8, 13.8, 18.8, 20.8, 22.8, 25.8, 27.8, 29.8 και 1.9.2019, 2.8, 9.8, 14.8, 16.8, 23.8 και 20.8.2020), οπότε απασχολήθηκε κατά μέσο όρο επί δεκατρείς [13] ώρες ανά ημέρα, εκ των οποίων τις πέντε [5] υπερωριακά, το χρηματικό ποσόν των χιλίων ογδόντα επτά ευρώ και πενήντα λεπτών (25 ημέρες Χ 5 ώρες = 125 ώρες υπερωρίας Χ 8,70 € το ωρομίσθιο = 1.087.50 €), iii] για τα υπόλοιπα σαράντα επτά [47] Σάββατα και τις εννέα [9] αργίες του ενδίκου χρονικού διαστήματος (29.4, 1.5, 6.6, 14.9, 28.10, 6.12.2019 και 2.3, 25.3, 14.9.2020), οπότε το πλοίο εκτελούσε μόνο βραδινά δρομολόγια και η μέση ημερήσια απασχόλησή του διαρκούσε επί ένδεκα [11] ώρες, το χρηματικό ποσόν των έξι χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα ενός ευρώ και τεσσάρων λεπτών (56 ημέρες Χ 11 ώρες = 616 ώρες Χ 10,44 € το ωρομίσθιο = 6.431,04 €) και iv] για τις υπόλοιπες τριακόσιες τριάντα δύο [332] καθημερινές και Κυριακές του ιδίου χρονικού διαστήματος της δεύτερης και τρίτης ναυτολόγησής του, κατά τις οποίες απασχολήθηκε υπερωριακά επί τρεις [3] ώρες πέραν του νομίμου οκταώρου, το χρηματικό ποσόν των οκτώ χιλιάδων εξακοσίων εξήντα πέντε ευρώ και είκοσι λεπτών (332 ημέρες Χ 3 ώρες υπερωρίας = 996 ώρες υπερωρίας Χ 8,70 € το ωρομίσθιο = 8.665,20 €). Συνολικά, επομένως, για την υπερωριακή απασχόλησή του ο ενάγων δικαιούται δεκαοκτώ χιλιάδες επτακόσια είκοσι δύο ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (676,50 € + 640,50 € + 1.087,50 € + 1.221,48 € + 6.431,04 € + 8.665,20 € = 18.722,22 €), έναντι των οποίων έλαβε, όπως έγινε δεκτό πρωτοδίκως, προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του και δεν αμφισβητείται, δέκα χιλιάδες πεντακόσια ευρώ και πενήντα λεπτά (10.500,50 €), με αποτέλεσμα το συνολικό ανεξόφλητο υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του να ανέρχεται στο χρηματικό ποσόν των οκτώ χιλιάδων διακοσίων είκοσι ενός ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (18.722,22 € – 10.500,50 € = 8.221,72 €), το οποίο ο ενάγων βασίμως αξιώνει.
VI. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 423/2021, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.).
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του συνυπολόγισε το αντίτιμο τροφής και το επίδομα αδείας, με την σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής τους από την εργοδότρια εναγομένη, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο έκτος λόγος της ένδικης έφεσης, κατά το συναφές σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο. Αντιθέτως, πλημμέλεια της εκκαλουμένης αποτελεί κατά τα προαναφερθέντα και κατά παραδοχή της βασιμότητας του ίδιου λόγου της έφεσης, ο για τον ίδιο σκοπό συνυπολογισμός του μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος αυξημένου έναντι αυτού που πράγματι δικαιούται. Επομένως, τα επίμαχα επιδόματα θα προσδιοριστούν με συνυπολογισμό στο άθροισμα των νόμιμων αποδοχών του (2.539,81 €), όπως αυτές ανωτέρω καθορίστηκαν, του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του, που ισούται προς χίλια εκατόν σαράντα εννέα ευρώ (1.149 €) για την περίοδο των ναυτολογήσεων του για τις οποίες δικαιούται δώρο Πάσχα 2019 (2.539,81 € οι καταβλητέες το μήνα Απρίλιο 2019 τακτικές αποδοχές + η μέση αναλογία των ληφθέντων αμοιβών κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1 έως 1.2.2019 [676,50 € + 640,50 € = 1.317 €] και από 2.4 έως 30.4.2019 [(18.722,22 € το σύνολο της υπερωριακής αμοιβής – 1.317 € =) 17.405,22 € ÷ 495 ημέρες εργασίας κατά τη δεύτερη και τρίτη ναυτολόγηση = 35,16 €/ημέρα Χ 29 ημέρες = 1.019,64 €] και προς χίλια τριακόσια δεκαέξι ευρώ και σαράντα λεπτά (1.316,40 €) για όλη την υπόλοιπη χρονική περίοδο για την οποία δικαιούται εορταστικά επιδόματα {(16.256,22 € η υπερωριακή αμοιβή για το χρονικό διάστημα από την 1η.5.2019 έως 17.12.2020 ÷ [495 – 29 =] 466 ημέρες εργασίας =) 34,88 €/ημέρα Χ 30 ημέρες = 1.316,40 €}. Επί μηνιαίων συνολικών αποδοχών, επομένως, ύψους, αντιστοίχως, τριών χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (2.539,81 € + 1.149 € = 3.688,81 €) και τριών χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα έξι ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (2.539,81 € + 1.316,40 € = 3.856,21 €), ο ενάγων δικαιούται: Α] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2019 το χρηματικό ποσόν των εννιακοσίων τριάντα επτά ευρώ και πενήντα επτά λεπτών [3.688,81 € ÷ 2 = 1.844,41 € ÷ 15 = 122,96 € Χ 7,625 οκταήμερα (61 ημέρες ÷ 8) = 937,57 €], Β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2019 το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και σαράντα τριών λεπτών [3.856,21 €) Χ 2/25 = 308,50 € Χ 11,58 δεκαεννεαήμερα (220 ημέρες ÷ 19) = 3.572,43 €], Γ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2020 το χρηματικό ποσόν των χιλίων διακοσίων είκοσι ενός ευρώ και δεκατριών λεπτών [(3.856,21 € ÷ 2 = 1.928,11€ ÷ 15 = 128,54 € Χ 9,50 οκταήμερα (76 ημέρες ÷ 8) = 1.221,13 €] και Δ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2020 το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων εξήντα ενός ευρώ και οκτώ λεπτών [3.856,21 €) Χ 2/25 = 308,50 € Χ 8,95 δεκαεννεαήμερα (170 ημέρες ÷ 19) = 2.761,08 €]. Συνολικώς δε για την αιτία αυτή δικαιούται ο ενάγων το χρηματικό ποσόν των οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (937,57 € + 3.572,43 € + 1.221,13 € + 2.761,08 € = 8.492,21 €), έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως έγινε πρωτοδίκως δεκτό, προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του και δεν αμφισβητείται, τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια εβδομήντα εννέα ευρώ και πενήντα λεπτά (4.579,50 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των τριών χιλιάδων εννιακοσίων δώδεκα ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (8.492,21 € -4.579,50 € = 3.912,71 €). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επιδίκασε στον ενάγοντα για την ίδια αιτία το υπέρτερο συνολικό χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων πενήντα ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (4.250,64 €), έσφαλε και πρέπει, αφού απορριφθεί ο συναφής δεύτερος λόγος της αντέφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών επανέφερε το αγωγικό του αίτημα, να εξαφανιστεί, κατά μερική παραδοχή του αντίστοιχου έκτου λόγου της έφεσης, η εκκαλούμενη απόφαση κατά το κεφάλαιό της αυτό.
VII. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 33 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ συνάγεται ότι, προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από του αφετηρίου λιμένος ή του λιμένος προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου ή έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από τον αφετήριο λιμένα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00 – 07.00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγιά του κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ως άνω ΣΣΝΕ, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου καθ’ εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ωρών αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του, το αντίτιμο τροφής (ΜονΕφΠειρ. 265/2016, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και το επίδομα άδειας (ΜονΕφΠειρ. 486/2024, ΜονΕφΠειρ. 743/2022, ΜονΕφΠειρ. 317/2018, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως και το επίδομα άγονων γραμμών (ΜονΕφΠειρ. 673/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όχι, όμως, η μηνιαία αναλογία των εορταστικών επιδομάτων, καθόσον αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των τακτικών μηνιαίων αποδοχών, αφού κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ δεν καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα αλλά «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα» (ΜονΕφΠειρ. 161/2024, ΜονΕφΠειρ. 423/2021, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, βλ., όμως, αντιθέτως, ΜονΕφΠειρ. 435/2022, διαθέσιμη στην ίδιο Διαδικτυακό τόπο).
Εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κατά τα χρονικά διαστήματα από 4.7.2019 έως 1.9.2019 και από 25.7.2020 έως 30.8.2020, ως και στις 24 και 26.4.2019, το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BH εκτέλεσε ένδεκα και μισό [11,5] εξπρές δρομολόγια και με την εκκαλούμενη απόφασή του επιδίκασε στον ενάγοντα ως διαφορά της πρόσθετης αμοιβής του για την αιτία αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 33 της ΣΣΝΕ, το χρηματικό ποσόν των τετρακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (481,82 €), το οποίο προσδιόρισε με συνυπολογισμό του μέσου όρου της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας επί δώδεκα [12] ώρες ημερησίως κατά τα προαναφερθέντα. Το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης πλήττεται εκατέρωθεν με τον έβδομο λόγο της έφεσης και τον τρίτο της αντέφεσης, με τους οποίους οι αντίδικοι υποστηρίζουν ότι η μέση αναλογία της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος ήταν μικρότερη ή μεγαλύτερη αυτής που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενώ, προσθέτως, ο μεν ενάγων παραπονείται και για τον πρόσθετο λόγο ότι η απαίτησή του έπρεπε να προσδιοριστεί με συνυπολογισμό και της αναλογίας του δώρου εορτών που δικαιούτο, στον οποίο η εκκαλουμένη δεν προέβη, η δε εκκαλούσα διαμαρτύρεται επειδή στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του αντιδίκου της συνυπολογίστηκε το αντίτιμο τροφής και το επίδομα άδειας μετά τροφοδοσίας και, επιπλέον, επειδή στο ποσόν που του επιδικάστηκε δεν καταλογίστηκαν όσα πράγματι του είχε καταβάλει για την αιτία αυτή. Από τις αιτιάσεις αυτές οι πρώτες είναι νομικά αβάσιμες, καθόσον για τον προσδιορισμό της επίδικης πρόσθετης αμοιβής δεν συνυπολογίζεται η μέση αναλογία των εορταστικών επιδομάτων ούτε από τον καθορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού εξαιρούνται το αντίτιμο τροφής και το επίδομα της άδειας, όπως προαναφέρθηκε. Κατά τα λοιπά πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ενάγων δικαιούται ως πρόσθετη αμοιβή του κατά το άρθρο 33 της ΣΣΝΕ του έτους 2019 και για τη συμμετοχή του στα ως άνω [11,5] δρομολόγια εξπρές, που δεν αμφισβητείται ότι πραγματοποίησε το πλοίο, το χρηματικό ποσόν των χιλίων τριακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών {[2.539,81 € οι νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά τα χρονικά διαστήματα ισχύος της ΣΣΝΕ του έτους 2019 + (17.405,22 € η συνολική αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος κατά τις δύο [2] τελευταίες ναυτολογήσεις του ÷ 495 ημέρες της συνολικής απασχόλησής του κατ’ αυτές = 35,16 € ανά ημέρα Χ 30 ημέρες ανά μήνα =) 1.054,80 € η μέση μηνιαία αναλογία της υπερωριακής αμοιβής του για τα ίδια χρονικά διαστήματα = 3.594,61 €] Χ 1/30 = 119,82 € Χ 11,5 δρομολόγια εξπρές = 1.377,93 €}. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του και όπως συνομολογεί ο ενάγων, χίλια δεκατέσσερα ευρώ και τριάντα δύο λεπτά (1.014,32 €), με αποτέλεσμα να του οφείλονται ακόμα τριακόσια εξήντα τρία ευρώ και εξήντα ένα λεπτά (1.377,93 € – 1.014,32 € = 363,61 €). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που του επιδίκασε για την αιτία αυτή υπέρτερο χρηματικό ποσό συνυπολογίζοντας μεγαλύτερη της πραγματικής μέση αναλογία υπερωριακής αμοιβής έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βασίμως και η εκκαλούσα κατά τα ανωτέρω ισχυρίζεται, οι δε συναφείς πλην όμως αντίθετοι ισχυρισμοί του ενάγοντος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Αβάσιμος, όμως, είναι και ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι το ακριβές ποσόν των καταβολών στις οποίες προέβη προς τον ενάγοντα για την αιτία αυτή ανέρχεται σε χίλια είκοσι επτά ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτά (1027,38 €) και όχι σε χίλια δεκατέσσερα ευρώ και τριάντα δύο λεπτά (1.014,32 €), καθόσον το ποσόν της διαφοράς των δεκατριών ευρώ και έξι λεπτών (1.027,38 € – 1.014,32 € = 13,06 €) στις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του ενάγοντος φαίνεται ότι του καταβλήθηκε κατά τη μισθολογική περίοδο του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2019, κατά την οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε κανένα από τα δρομολόγια εξπρές, στα οποία αντιστοιχεί η επιδικαζόμενη πρόσθετη αμοιβή.
VIII. Εξάλλου, στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του Ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958, ΚΙΝΔ) καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσεως της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 – 74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2003, § 55, σελ. 253). Πέραν, όμως, αυτών είναι δυνατή η λύση της σύμβασης ναυτολογήσεως με τη θέληση αμφοτέρων των συμβαλλομένων (Α. Κιάντου – Παμπούκη, οπ. § 57, σελ. 258, Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 66/449 επομ. [454, υποσ. 49]), στα πλαίσια των συνταγματικών αρχών της συμβατικής ελευθερίας και της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, που σε νομοθετικό επίπεδο θεμελιώνονται στην διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Η λύση αυτή της σύμβασης ναυτικής εργασίας με κοινή συναίνεση δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ, ο οποίος προνοεί μόνον για τη λύση της με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου, προς την οποία και συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76, από το συνδυασμό της οποίας προς εκείνες των άρθρων 72 και 75 εδαφ. δ του ιδίου Κώδικα προκύπτει ότι ο απολυόμενος ναυτικός δικαιούται αποζημιώσεως, εκτός άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τούτο να δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του, ο πλοίαρχος καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολογήσεώς του. Οι διατάξεις περί αποζημιώσεως του ναυτικού λόγω καταγγελίας της σύμβασης αντισταθμίζουν την εξουσία του πλοιάρχου να τον απολύει οποτεδήποτε και χωρίς λόγο και αποσκοπούν στην προστασία του απολυομένου, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συντήρησή του για ορισμένο χρονικό διάστημα και να διευκολυνθεί αυτός στην ανεύρεση νέας εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 161/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περίπτωση λύσεως της συμβάσεως με κοινή συναίνεση ανακύπτει και όταν κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ ο ναυτικός λαμβάνει την προβλεπόμενη από αυτήν άδεια αναπαύσεως, οπότε η σύμβασή του λύνεται με την αποδοχή εκ μέρους του πλοιάρχου σχετικής αιτήσεώς του, δηλαδή με τη σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεώς τους κατ’ άρθρα 185, 189 και 192 ΑΚ (πρβλ ΟλΑΠ 25/1998, Δνη 1998/798 = ΔΕΝ 2000/382 = ΕΕμπΔ 1998/610 = ΕΕΝ 1998/634 = ΕΕΔ 1999/86 = ΕΝαυτΔ 1998/263 = ΝοΒ 1999/231, ΟλΑΠ 32/1997, Δνη 1997/1528 = ΕΕΝ 1997/431 = ΕΝαυτΔ 1998/369 = ΝοΒ 1998/198). Πράγματι, όπως [και] από τις διατάξεις του άρθρου 15 εκάστης ως άνω ΣΣΝΕ προκύπτει, η άδεια του ναυτικού, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται κατ’ αίτησή του μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν την χορήγησή της και σε περίπτωση μη χορήγησής της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται νόμιμα (ΜονΕφΠειρ. 83/2014, ο.π., Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 60, σελ. 192). Στην ίδια αυτή περίπτωση της με κοινή συναίνεση λύσεως της σύμβασης ναυτολόγησης δεν οφείλεται στον απολυόμενο λόγω λήψεως αδείας ναυτικό η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ (ΤριμΕφΠειρ. 185/2012, ο.π., Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, άρθρο 75, σελ. 385), αφού για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋποτίθεται μονομερής λύση της σύμβασης επερχόμενη με καταγγελία της εκ μέρους του πλοιάρχου (ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 288/2011, ΠειρΝομ. 2012/173, ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406). Άλλως έχει το πράγμα και η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ εξακολουθεί οφειλόμενη, όταν η λήψη της άδειας αναπαύσεως του ναυτικού εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απολύσεώς του, ο οποίος υποκρύπτει σιωπηρή μονομερή καταγγελία της συμβάσεώς του. Στην περίπτωση αυτή τον προσχηματικό χαρακτήρα του εμφανιζόμενου λόγου απολύσεως οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ναυτικός που ενάγει για την λήψη της αποζημίωσής του, το δε γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μη επαναναυτολόγησή του μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διάρκειας της άδειάς του, παρά τις οχλήσεις του ναυτικού για την επαναπρόσληψή του (ΜονΕφΠειρ. 443/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 741/2005, ΕΝαυτΔ 2005/444). Τέλος, σε περίπτωση απολύσεως ναυτικού που λαμβάνει χώρα σε λιμένα του εσωτερικού συνεπεία καταγγελίας της συμβάσεώς του από τον πλοίαρχο η αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75 εδαφ. δ και 76 εδαφ. α ΚΙΝΔ ισούται με τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση άδειας, η υπερωριακή αμοιβή του, τα επιδόματα εορτών και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1224/2019, ΜονΕφΠειρ. 351/2016, ΜονΕφΠειρ. 57/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΕφΠειρ. 172/2008, ΕΝαυτΔ 36/100, ΕφΠειρ. 719/2006, ΕΝαυτΔ 34/355, βλ. και Δ. Καμβύση, ο.α.π., άρθρο 76, σελ. 266), το άθροισμα των οποίων διαιρείται δια δύο [2] (ΜονΕφΠειρ. 71/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013/220). Η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ δεν θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής. Για το λόγο αυτό η νόμιμη τοκοφορία της σχετικής απαίτησης αρχίζει από την όχληση του οφειλέτη και, αν τέτοια δεν έχει προηγηθεί, από την επίδοση της αγωγής (ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ο.π., ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 676/2010, ΕΝαυτΔ 2011/105).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο ενάγων την 1η.2.2019 και στις 6.12.2019 έλαβε άδεια αναπαύσεως διάρκειας ενός [1] μηνός, δηλαδή μέχρι την 1η.3.2019 και την 6η.1.2020, αντιστοίχως, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Ωστόσο, κατά τη λήξη εκάστης από τις άδειες αυτές, όταν ζήτησε να επαναπροσληφθεί, η εναγόμενη αρνήθηκε τη ναυτολόγησή του, η οποία, τελικώς πραγματοποιήθηκε αργότερα, την 2α.4.2019 και στις 29.1.2020, αντίστοιχα, με αποτέλεσμα με τον τρόπο αυτό ο ενάγων, χωρίς να βαρύνεται με οποιοδήποτε παράπτωμα, να παραμείνει κατά τα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα άνεργος. Σημειωτέον ότι η εναγόμενη δεν του χορήγησε νέα άδεια ίσης κάθε φορά προς τα διαστήματα αυτά διάρκειας και έτσι εκδήλωσε τη βούλησή της να μην τον ναυτολογήσει την 1η.3.2019 και στις 6.1.2020, ακολουθώντας την πλέον συμφέρουσα οικονομικώς για την ίδια οδό, αφού, αν του χορηγούσε νέα άδεια, ο ενάγων θα διατηρούσε δικαίωμα λήψης πλήρων των αποδοχών του για το χρονικό διάστημα αυτής (ΜονΕφΠειρ. 366/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Επομένως, ο τελευταίος έχει δικαίωμα λήψεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 76 ΚΙΝΔ αποζημίωσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτομένου ως αβάσιμου του έσχατου (όγδοου) λόγου της έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ακολούθως η εκκαλουμένη καθόρισε το ποσό της αποζημιώσεως που δικαιούται ο ενάγων, με βάση το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του κατά το τελευταίο πριν από κάθε απόλυσή του μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, για τον προσδιορισμό των οποίων άθροισε στις πάγιες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος (δηλαδή τις προβλεπόμενες από τη ΣΣΝΕ του έτους 2019 ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του) τη μέση αναλογία της υπερωριακής αμοιβής που έλαβε καθ’ όλη την επίδικη χρονική περίοδο και επί του συνόλου (2.539,81 € + 1.449,90 € = 3.989,71 €) υπολόγισε το ημερομίσθιο της αποζημίωσης στο 1/25 αυτού, δηλαδή σε εκατόν πενήντα εννέα ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτά (3.989,71 € Χ 1/25 = 159,58 €), το οποίο πολλαπλασίασε επί 15 ημέρες, για επιδικάσει τελικά στον ενάγοντα για την αιτία αυτή το συνολικό χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και σαράντα λεπτών (2.393,70 € Χ 2 απολύσεις = 4.787,40 €). Το πόρισμα αυτό πλήττουν και οι δύο διάδικοι, επικαλούμενοι αμφότεροι εσφαλμένο υπολογισμό των ωρών της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, που οδήγησε σε εσφαλμένο υπολογισμό και επίμαχης αποζημίωσης και, επιπλέον, η μεν εναγόμενη, με το δεύτερο σκέλος του ίδιου ως άνω (όγδοου) λόγου της έφεσής της, επειδή εφαρμόστηκε εσφαλμένο ωρομίσθιο, ο δε αντεκκαλών με τον τέταρτο λόγο της αντέφεσης επειδή δεν συνυπολογίστηκε η μηνιαία αναλογία του επιδόματος εορτών. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι η εκκαλουμένη προσδιόρισε λανθασμένα την αποζημίωση απολύσεως του ενάγοντος. Πρέπει, επομένως, να εξαφανιστεί κατά το συναφές κεφάλαιό της, αφού δεν συνυπολόγισε ούτε τον ορθό μέσο όρο της υπερωριακής αμοιβής του ούτε τη μέση μηνιαία αναλογία των επιδομάτων δώρου. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 76 ΚΙΝΔ: Α] για την απόλυσή του την 1η.2.2019 το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων ενενήντα δύο ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών [2.490,08 € οι ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του την 1η.2.2019, όπως προσδιορίστηκαν ανωτέρω βάσει της ΣΣΝΕ του έτους 2018 + {1.317 € η αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησής του για 32 ημέρες ÷ 32 ημέρες = 41,15 €} Χ 30 ημέρες =} 1.234,50 € + (937,57 € ÷ 61 ημέρες = 15,37 €/ημέρα Χ 30 ημέρες =) 461,10 € η μέση μηνιαία αναλογία δώρων = 4.185,68 € ÷ 2 = 2.092,84 €] και Β] για την απόλυσή του στις 6.12.2019 το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων σαράντα ευρώ και ενενήντα ενός λεπτών [2.539,81 € οι ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του στις 6.12.2019, όπως προσδιορίστηκαν ανωτέρω βάσει της ΣΣΝΕ του έτους 2019 + 1.054,80 € η μέση μηνιαία αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησής του + (3.572,43 € ÷ 220 ημέρες = 16,24 €/ημέρα Χ 30 ημέρες =) 487,20 € η μέση μηνιαία αναλογία δώρων = 4.081,81 € ÷ 2 = 2.040,91 €), συνολικώς δε για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων εκατόν τριάντα τριών ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (2.092,84 € + 2.040,91 € = 4.133,75 €).
ΙΧ. Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής σύμβασης ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 του ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 2003/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ. 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ. 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ο.π., , ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 679/2023, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010 ΕφΑΔ 2010.1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58.729, ΑΠ 142/2003, ΕλλΔνη 44.1305, ΑΠ 737/2001 ΕλλΔνη 43.723, ΑΠ 1700/1998 ΕΝαυτΔ 1999.465, ΕφΠειρ 670/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000 ΔΕΕ 2000.895).
Εν προκειμένω, με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη διαμαρτύρεται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά της να καταλογισθεί στο ποσό, που έγινε δεκτό ότι οφείλεται στον ενάγοντα ως αμοιβή για τις ως άνω αιτίες, το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων εξήντα πέντε ευρώ και δεκαεννέα λεπτών (2.765,19 €), το οποίο ισχυρίσθηκε ότι του κατέβαλε ως «έκτακτες αμοιβές» του κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της, μολονότι κατά την κατάρτιση των συμβάσεων εργασίας του συμφώνησαν να συμψηφίζονται αυτές με τις υπερωρίες που θα πραγματοποιούσε. Όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμίας από τις προσκομιζόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του, που καταρτίσθηκαν εγγράφως, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον με αυτόν δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δε δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΜονΕφΠειρ. 383/2023, 315/2023, 300/2023, 725/2022, 433/2022, διαθέσιμες όλες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΕφΠειρ. 465/2009, ο.π.). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που κατέληξε στο ίδιο (απορριπτικό της ένστασης) συμπέρασμα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ερευνώμενος λόγος της ένδικης έφεσης.
Χ. Κατά το άρθρο 346 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 4055/2012, που ισχύει από 2.4.2012: «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγόμενου το δικαστήριο δύναται, κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει, ιδίως, για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης». Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλεται βάσιμη ένσταση συμψηφισμού (βλ. την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται, ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Επομένως, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, ο τόκος υπερημερίας πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή μη της αντιδικίας (ΑΠ 375/2021, ΑΠ 609/2020, ΑΠ 308/2019, ΑΠ 1207/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και συνακόλουθα για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση τόκων υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής απαιτείται ρητό αίτημα του εναγόμενου και εύλογη αντιδικία (ΑΠ 1465/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1114/2018, ΧρΙΔ 2019/597, ΜονΕφΠειρ. 485/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 520, 522 και 523 § 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι όταν με την έφεση και υπό την επίκληση εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων ζητείται η απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της, στο εφετείο μεταβιβάζεται και το κεφάλαιο των τόκων επί της πρωτοδίκως επιδικασθείσας απαιτήσεως, έστω και αν οι λόγοι της έφεσης δεν αναφέρονται ειδικά στους τόκους, με αποτέλεσμα να είναι παραδεκτή η αυτοτελής προσβολή του κεφαλαίου αυτού με αντέφεση.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της αντέφεσης ο ενάγων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ αυτού τα αναφερόμενα στην εκκαλούμενη απόφαση χρηματικά ποσά με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, ενώ θα έπρεπε, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 346 ΑΚ, να απορρίψει το αίτημα της εναγόμενης και να τα επιδικάσει με το νόμιμο τόκο επιδικίας, επειδή δε συνέτρεχε νόμιμος λόγος εξαιρέσεως. Ο λόγος αυτός παραδεκτώς κατά τα ανωτέρω προβάλλεται και είναι νόμιμος, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Είναι όμως αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον με βάση όσα έγιναν επί της ουσίας δεκτά η αντιδικία της εναγόμενης αποδεικνύεται εύλογη, δεδομένου ότι βασίμως αμφισβήτησε την έκταση των επίδικων αξιώσεων, όπως επιβεβαιώνεται και από την παραδοχή της ένστασης συμψηφισμού που πρότεινε. Επομένως, τα ποσά που οφείλονται στον ενάγοντα πρέπει να του επιδικαστούν με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας κατά τις ειδικότερες πιο κάτω διακρίσεις.
ΧΙ. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες έφεση και αντέφεση ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 1985/642, ΜονΕφΠειρ. 8/2024, ΜονΕφΘεσ. 174/2018, ΜονΕφΠειρ. 16/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 700/2011, ΕΝαυτΔ 2012/113), συμπεριλαμβανομένης της περί της επιβολής δικαστικών εξόδων διατάξεώς της και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των δεκαέξι χιλιάδων εξακοσίων τριάντα ενός ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών (8.221,72 € + 3.912,71 € + 363,61 € + 4.133,75 € = 16.631,79 €), ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, επιδομάτων δώρων εορτών και πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, καθώς και προς αποζημίωση λόγω απολύσεως, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησής του (18.12.2020), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση, για όλα τα επιδικαζόμενα κονδύλια εκτός από την αποζημίωση απολύσεως, επί της οποίας τόκος οφείλεται, κατά τα προαναφερθέντα, από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.
ΧΙΙ. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος με το δικόγραφο της έφεσης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματος της εκκαλούσας – εναγομένης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των δώδεκα χιλιάδων ευρώ (12.000 €), ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, πλέον τόκων, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν.
ΧΙΙΙ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση και την αντέφεση.
Δέχεται αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.
Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των δεκαέξι χιλιάδων εξακοσίων τριάντα ενός ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών (16.631,79 €), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 18η.12.2020 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην κονδυλίου τεσσάρων χιλιάδων εκατόν τριάντα τριών ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (4.133,75 €), για το οποίο νόμιμος τόκος υπερημερίας οφείλεται από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε χίλια ευρώ (1.000 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 4 Νοεμβρίου 2024.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε δε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Νοεμβρίου 2024, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρησης του Εφέτη Αναστασίου Αναστασίου, αποτελούμενη από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΟΣ ΕΦΕΤΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ