Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 599/2018

Αριθμός    599/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου Α) η από 7.7.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …….) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων πρώτου και δεύτερου των εναγομένων, …….. και ………, και Β) η από 13.7.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος τρίτου των εναγομένων, ……., οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της υπ’ αριθ. 1284/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει την από 28.9.2011 αγωγή του …….. (ήδη εφεσίβλητου) και οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Από τις υπ’ αριθ. ……… και …… εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ………., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει νομίμως ο εφεσίβλητος, με επιμέλεια του οποίου έγινε ο προσδιορισμός της δικασίμου για την συζήτηση των εν λόγω εφέσεων, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ έφεσης του …… με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 7.4.2016, οπότε και αναβλήθηκε η συζήτηση της έφεσης αυτής αρχικά για τη δικάσιμο της 18.5.2017 και ακολούθως για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 15.3.2018), επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους δεύτερο και τρίτο των εφεσίβλητων της έφεσης αυτής, …… και …… (άρθρα 127 παρ. 1 και 128 παρ. 1, 4 ΚΠολΔ). Κατά την ανωτέρω, όμως, δικάσιμο, οι ως άνω εφεσίβλητοι, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν παραστάθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και, συνεπώς, πρέπει να δικασθούν ερήμην (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ).

IΙΙ. Οι υπό κρίση εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια του ενάγοντος, στους μεν πρώτο και δεύτερο των εναγομένων την 12.6.2015 (βλ. τις υπ’ αριθ. … και …… εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ……..) στον δε τρίτο των εναγομένων την 15.6.2015 (βλ. την υπ’ αριθ. ……….. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ……..), ενώ αυτές (εφέσεις) κατατέθηκαν στις 9.7.2015 και 13.7.2015, αντιστοίχως, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Οι ως άνω εφέσεις παραδεκτώς εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), ενώ, όπως προκύπτει από τις σχετικές από 23.7.2015 και από 30.7.2015 αντίστοιχες βεβαιώσεις της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί τόσο από τους εκκαλούντες της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης, όσο και από τον εκκαλούντα της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης το (ισχύον τότε) νόμιμο παράβολο των 200 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016). Πρέπει, επομένως, τόσο η υπό στοιχ. Α΄ έφεση όσο η υπό στοιχ. Β΄ έφεση κατά το μέρος που η τελευταία στρέφεται κατά του πρώτου εφεσίβλητου (……), να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες κατά τα προεκτεθέντα. Σημειώνεται, τέλος, ότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των νέων διατάξεων του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, ενώ, στην προκείμενη περίπτωση, οι κρινόμενες ως άνω εφέσεις κατατέθηκαν πριν την 1.1.2016.

  1. IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 517 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η έφεση πρέπει να απευθύνεται εναντίον εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη, ως τέτοιοι δε νοούνται οι αντίδικοι του εκκαλούντος που νίκησαν και έναντι των οποίων έχει ο ίδιος έννομο συμφέρον να επιτύχει την εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της απόφασης που επικαλείται. Συνεπώς, αν πρόκειται για απλή ομοδικία, η έφεση δεν μπορεί να απευθύνεται κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος που έχουν το ίδιο συμφέρον με αυτόν, εκτός εάν η απόφαση περιέχει διάταξη υπέρ του ομοδίκου που βλάπτει τον εκκαλούντα ή απέρριψε αίτηση που υπέβαλε αυτός κατ` άλλου ομοδίκου (ΑΠ 1596/2009 ΝοΒ 2010.442, ΕφΑθ 7553/2004 ΝοΒ 2005.694, ΕφΘεσ 76/2009 Αρμ 2009.868, ΕφΛαρ 36/2013 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Μπαλογιάννη σε Χ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2017, τόμ. Ι, άρθρο 517, αρ. 2, σελ. 1310-1311).

Στην προκείμενη περίπτωση, η από 13.7.2015 (υπό στοιχ. Β΄) έφεση, κατά το μέρος που ασκήθηκε από τον …… (τρίτο εναγόμενο στην από 28.9.2011 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση), εναντίον των άλλων (απλών ομοδίκων) συνεναγομένων του (ήτοι των δεύτερου και τρίτου των εφεσίβλητων, ….. και ……), πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθόσον, κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως προς τους τρεις εναγόμενους, δεν περιέχει βλαπτική διάταξη σε βάρος του ως άνω εκκαλούντος και υπέρ των ομοδίκων του, ούτε απορρίφθηκε κάποια αίτησή του εναντίον αυτών. Δεν τίθεται, όμως, διάταξη επιβολής δικαστικών εξόδων σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος ……, λόγω της απόρριψης της έφεσής του ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εφεσίβλητων, γιατί οι τελευταίοι δεν εμφανίσθηκαν και, συνεπώς, δεν υποβλήθηκαν σε έξοδα προς αντίκρουση της έφεσης αυτής, ούτε, συνακόλουθα, υπέβαλαν σχετικό αίτημα (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

  1. V. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 523 παρ. 2 του ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 8 παρ. 2 του Ν. 3043/2002 και ήδη ισχύει), η αντέφεση ασκείται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από αυτό, κοινοποιείται στον εκκαλούντα τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης. Κατά τη σαφή διατύπωση της διάταξης αυτής για την άσκηση της αντέφεσης σε υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία απαιτείται να συντελεσθούν και οι δύο ως άνω συμπλεκτικώς οριζόμενες διαδικαστικές πράξεις, της κατάθεσης δηλαδή του δικογράφου της στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και της κοινοποίησης στον εκκαλούντα, οι οποίες αποτελούν την έγγραφη προδικασία της άσκησης κατά την έννοια του άρθρου 111 Κ.Πολ.Δ. και οι δύο πρέπει να λάβουν χώρα πριν την τιθέμενη αποκλειστική προθεσμία των τριάντα ημερών πριν από τη συζήτηση, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως για έλλειψη προδικασίας (ΕφΑθ 1322/2016, ΕφΑθ 1107/2012, ΕφΑθ 264/2009, ΕφΠειρ 664/2005 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2557/2011 ΕφΑΔ 2011.1070, ΕφΘεσ 2856/2006 Αρμ 2007.505, βλ. Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2017, παρ. 113, αρ. 37, σελ. 820, Μπαλογιάννη, ό.π., άρθρο 523, αρ. 8, σελ. 1335). Σημειώνεται, ότι μέχρι την έναρξη εφαρμογής του Ν. 4335/2015 η αντέφεση μπορούσε να ασκηθεί και με τις προτάσεις μόνο στις ειδικές διαδικασίες, πλην όμως αυτή η δυνατότητα δεν υφίσταται πλέον (βλ. ήδη άρθρο 591 παρ. 1 στοιχ. ζ΄ ΚΠολΔ).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι δύο αντεφέσεις, που ασκήθηκαν (επί εκάστης των ως άνω εφέσεων) από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο με τις από 14-3-2018 προτάσεις του της παρούσας συζήτησης, οι οποίες κατατέθηκαν στις 15-3-2018 στην γραμματέα της έδρας του Δικαστηρίου τούτου, και στρέφονται κατά της ως άνω οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, είναι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, απαράδεκτες και πρέπει, αφού συνεκδικασθούν με τις ανωτέρω εφέσεις, να απορριφθούν ως απαράδεκτες για έλλειψη προδικασίας, αφού πρόκειται για υπόθεση που εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία και αυτές (αντεφέσεις) δεν ασκήθηκαν νομότυπα με ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο έπρεπε να κατατεθεί στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού και, αφού συντασσόταν έκθεση κάτω από αυτό, έπρεπε να κοινοποιηθεί στους εκκαλούντες τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση των κρινόμενων εφέσεων, γεγονός που ερευνάται αυτεπαγγέλτως (άρθρο 532 ΚΠολΔ), κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Δεν τίθεται, όμως, διάταξη επιβολής δικαστικών εξόδων σε βάρος του αντεκκαλούντος, ….., λόγω της απόρριψης των αντεφέσεών του, γιατί οι αντεφεσίβλητοι (εκκαλούντες) δεν υποβλήθηκαν σε ιδιαίτερα έξοδα για την απόκρουση των αντεφέσεων αυτών.

VΙ. Με την από 28.9.2011 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……) αγωγή του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ο ενάγων ….. (ήδη εφεσίβλητος), ισχυρίσθηκε ότι με το από 29.9.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και των εναγομένων (ήδη εκκαλούντων), υπό την ιδιότητα όλων ως ομόρρυθμων μελών της εδρεύουσας στον Πειραιά ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «…… .», πώλησε και μεταβίβασε προς τους εναγομένους τα εταιρικά του μερίδια στην εν λόγω εταιρία εκ ποσοστού 13%, αντί συμφωνηθέντος τιμήματος εκ ποσού 20.000 ευρώ, ενόψει της αποχώρησής του από την εταιρία λόγω συνταξιοδότησής του. Ότι επιπλέον, με το ίδιο ως άνω συμφωνητικό, συμφωνήθηκε όπως οι εναγόμενοι προβούν σε εξόφληση των οφειλών του προς τον ασφαλιστικό φορέα Ο.Α.Ε.Ε. και προς τους τρίτους, καθώς και όπως καταβάλουν τον φόρο μεταβίβασης προς την οικεία Δ.Ο.Υ. Ότι το ανωτέρω συμφωνητικό, με το οποίο επήλθε και τροποποίηση του καταστατικού της εν λόγω εταιρίας, κατατέθηκε νομίμως στα βιβλία εταιριών του αρμόδιου Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ότι, παρά τις συνεχείς οχλήσεις του, οι εναγόμενοι του έχουν καταβάλει μόνο ποσό 2.000 ευρώ έναντι του ανωτέρω συμφωνηθέντος τιμήματος και εξακολουθούν να του οφείλουν, ως υπόλοιπο συμφωνηθέντος τιμήματος, το ποσό των 18.000 ευρώ. Ότι, επίσης, αυτοί (εναγόμενοι) δεν κατέβαλαν και τις ασφαλιστικές εισφορές του προς τον Ο.Α.Ε.Ε., οι οποίες, συνυπολογιζομένων των πάσης φύσεως προσαυξήσεων, ανέρχονταν κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής στο ποσό των 5.313,18 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων και εισφορών ενός έτους έως τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εκ ποσού 1.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να συνταξιοδοτηθεί από τον ασφαλιστικό του φορέα. Ότι, για το λόγο αυτό, απώλεσε τις συντάξεις ενός έτους, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας, ποσού 16.800 ευρώ, πλέον ποσού 16.800 ευρώ, που αντιστοιχεί στις συντάξεις ενός έτους, που θα απολέσει έως την εκδίκαση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ότι η προς αυτόν συνολική οφειλή των εναγομένων, για τις ανωτέρω αιτίες, ανέρχεται στο ποσό των 57.913,18 ευρώ (18.000 + 5.313,18 + 1.000 + 16.800 + 16.800). Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να του καταβάλουν το ανωτέρω ποσό των 57.913,18 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να διαταχθεί η προσωπική κράτηση αυτών διάρκειας μέχρι ενός έτους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατ’ αρχήν, απέρριψε, ως αόριστα, τα αιτήματα του ενάγοντος α) περί καταβολής των ποσών των 5.313,18 ευρώ και 1.000 ευρώ, που αντιστοιχούν στις, κατά την αγωγή, συμφωνηθείσες να καταβληθούν από τους εναγόμενους ασφαλιστικές εισφορές αυτού προς τον ΟΑΕΕ με τις προσαυξήσεις τους και β) περί καταβολής των ποσών των 16.800 ευρώ και 16.800 ευρώ, που αντιστοιχούν στις, κατά την αγωγή, απωλεσθείσες συντάξεις του για χρονικό διάστημα δύο ετών λόγω της μη καταβολής των ως άνω ασφαλιστικών εισφορών και της, για το λόγο αυτό, μη συνταξιοδότησής του. Επίσης, απέρριψε, ως μη νόμιμα: α) το αίτημα του ενάγοντος περί εις ολόκληρον υποχρέωσης των εναγομένων να καταβάλουν το ανωτέρω ποσό, με την αιτιολογία ότι το επίδικο τίμημα πώλησης αποτελεί, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, διαιρετή παροχή, για την οποία ο ενάγων δεν επικαλείται αντίθετη συμφωνία και β) το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης των εναγομένων. Στη συνέχεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού ερεύνησε κατ’ ουσίαν την αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, δέχθηκε εν μέρει αυτήν κατά το αίτημά της περί καταβολής του οφειλόμενου τιμήματος πώλησης και συγκεκριμένα υποχρέωσε τους εναγομένους, ευθυνόμενους κατ’ ίσα μέρη έκαστος (άρθρο 480 ΑΚ), να καταβάλουν, για την ανωτέρω αιτία, στον ενάγοντα το ποσό των 18.000 ευρώ, ήτοι το ποσό των 6.000 ευρώ έκαστος, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο οι πρώτος και δεύτερος των εναγομένων όσο και ο τρίτος των εναγομένων, με τις κρινόμενες, υπό στοιχ. Α΄ και Β΄ αντίστοιχα, εφέσεις τους για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ως άνω αγωγή.

VΙΙ. Η ανωτέρω αγωγή, με βάση το ιστορούμενο στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο της παρούσας περιεχόμενό της, αξιολογείται ως ορισμένη ως προς το αίτημά της περί καταβολής του οφειλόμενου τιμήματος πώλησης, αφού περιέχονται σ’ αυτήν (αγωγή) όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πληρότητά της, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 ΚΠολΔ, απορριπτομένων ως αβασίμων όσων υποστηρίζει ο εκκαλών της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης (τρίτος εναγόμενος) και δη ότι η αγωγή είναι αόριστη ως προς την επίκληση του χρόνου κατάρτισης της επίδικης σύμβασης. Και τούτο, γιατί ο ενάγων, με την αγωγή του, εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τον χρόνο κατάρτισης (ήτοι την 29.9.2010) της επίδικης σύμβασης πώλησης των εταιρικών μεριδίων του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη κατά το ανωτέρω αίτημά της, ορθώς εφάρμοσε το νόμο, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού (δεύτερου) λόγου της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης του τρίτου εναγομένου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Επίσης, με βάση τα επικαλούμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, υφίσταται παθητική νομιμοποίηση των εναγομένων, καθόσον αυτοί, κατά την αγωγή, ενήργησαν για τον εαυτό τους ατομικά ως εταίροι της εταιρίας «………» προκειμένου να αυξήσουν το ποσοστό συμμετοχής τους σ’ αυτήν και όχι για λογαριασμό της εν λόγω εταιρίας, με συνέπεια η αγωγή να μην χρειάζεται να ασκηθεί και κατά της εταιρίας αυτής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε, με την ίδια αιτιολογία, ότι υφίσταται παθητική νομιμοποίηση των εναγομένων, ορθώς εφάρμοσε το νόμο, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού (πρώτου) λόγου της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης των πρώτου και δεύτερου των εναγομένων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

VΙΙI. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια του τρίτου εναγόμενου, καθώς και από τις χωρίς όρκο εξετάσεις του ενάγοντος και του πρώτου εναγομένου ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου με το σύστημα της φωνοληψίας (άρθρο 256 παρ. 3 ΚΠολΔ), οι οποίες (κατάθεση μάρτυρα και εξετάσεις διαδίκων) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς – βλ. ΑΠ 1001/2012 δημ. σε ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, ….., από το έτος 2003 ήταν ομόρρυθμος εταίρος, με ποσοστό συμμετοχής 13%, της εδρεύουσας στα … Πειραιώς ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «….». Τα υπόλοιπα ομόρρυθμα μέλη της εν λόγω εταιρίας ήταν: ο πρώτος εναγόμενος, …., με ποσοστό συμμετοχής 51%, ο δεύτερος εναγόμενος, ….., με ποσοστό συμμετοχής 20% και ο τρίτος εναγόμενος, ……., µε ποσοστό συμμετοχής 16% (βλ. την προσκομιζόμενη από 9.11.2005 έγγραφη τροποποίηση του καταστατικού της ως άνω εταιρίας με την αναφερόμενη τροποποίηση του άρθρου 3 του καταστατικού, περί των ποσοστών συμμετοχής εκάστου εταίρου στο κεφάλαιο της εταιρίας, καθώς και με την αναφερόμενη τροποποίηση της επωνυμίας της εταιρίας σε «…….», με την σχετική από 14.11.2005 έκθεση κατάθεσης του τροποποιημένου καταστατικού στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Επίσης, το έτος 2008 οι διάδικοι, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά τους, τροποποίησαν το άρθρο 2 του καταστατικού, μεταφέροντας την έδρα της εταιρίας στην οδό .. στα .. Πειραιώς (βλ. την προσκομιζόμενη από 15.9.2008 έγγραφη τροποποίηση του καταστατικού της ως άνω εταιρίας με την αναφερόμενη τροποποίηση του άρθρου 2 του καταστατικού, περί της νέας έδρας της εταιρίας, με την σχετική από 26.9.2008 έκθεση κατάθεσης του τροποποιημένου καταστατικού στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με το από 29.9.2010 έγγραφο «ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων ομορρύθμου εταιρίας», που καταχωρήθηκε νόμιμα, ως τροποποίηση καταστατικού, στα βιβλία εταιριών του αρμόδιου Πρωτοδικείου Πειραιώς (με αριθμό μητρώου … και με αριθμό κατάθεσης ….), ο ενάγων πώλησε και μεταβίβασε, αντί συμφωνηθέντος τιμήματος ποσού 20.000 ευρώ, προς τους λοιπούς εταίρους τα εταιρικά του μερίδια στην εταιρία, ποσοστού 13%, ως εξής: α) στον πρώτο εναγόμενο, ……, ποσοστό 1%, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσοστό αυτού να ανέρχεται σε 52%, β) στο δεύτερο εναγόμενο, ….., ποσοστό 6%, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσοστό αυτού να ανέρχεται σε 26% και γ) στον τρίτο εναγόμενο, ……., ποσοστό 6%, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσοστό αυτού να ανέρχεται σε 22%. Ειδικότερα, με το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό καταρτίσθηκε νομοτύπως μεταξύ των διαδίκων σύμβαση πώλησης των εταιρικών μεριδίων του ενάγοντος (ως πωλητή) προς τους εναγομένους (ως από κοινού αγοραστές), η οποία (σύμβαση) είναι δεσμευτική για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη ως προς τα απορρέοντα απ’ αυτήν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η κατάρτιση της ως άνω σύμβασης πώλησης δεν αναιρείται από το γεγονός ότι στο εν λόγω συμφωνητικό χρησιμοποιήθηκαν και οι εκφράσεις «… Ο εταίρος …… θέλει να αποχωρήσει από την εταιρία λόγω συνταξιοδότησης …» και «… ζητά ως αντάλλαγμα το ποσό των 20.000 ευρώ … », καθόσον από το περιεχόμενο του συμφωνητικού αυτού, το οποίο υπεγράφη από όλους τους συμβαλλόμενους διαδίκους (όπως τούτο δεν αμφισβητείται από ουδένα εξ αυτών) προκύπτει με σαφήνεια ότι η βούληση των συμβαλλομένων μερών ήταν η αγοραπωλησία των εταιρικών μεριδίων του ενάγοντος και όχι απλώς η διατύπωση ευχής από τον ενάγοντα προς πώληση με το ανωτέρω τίμημα, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι με τους σχετικούς λόγους των εφέσεων τους. Συγκεκριμένα, στο συμφωνητικό αυτό αναφέρεται ότι ο ενάγων «πωλεί και μεταβιβάζει» τα εταιρικά του μερίδια στους υπόλοιπους των εταίρων αντί ανταλλάγματος 20.000 ευρώ, το οποίο αυτός ζητεί και στο οποίο συμφώνησαν οι αγοραστές εναγόμενοι, αφού ρητώς αναγράφεται ότι «Αφού συμφώνησαν τα παραπάνω, σε πίστωση συντάχθηκε το παρόν σε 7 όμοια, διαβάστηκε και υπογράφηκε από τους εταίρους, πήραν από ένα ο καθένας, τα δε υπόλοιπα θα κατατεθούν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ, στο Επιμελητήριο και προς δημοσίευση στο αρμόδιο Πρωτοδικείο. Οι συμβαλλόμενοι (υπογραφές όλων των διαδίκων)». Εξάλλου, η συμφωνία των εναγομένων αγοραστών στην σύμβαση πώλησης με το ανωτέρω τίμημα, προκύπτει και από το ότι αυτοί, με το ίδιο ως άνω έγγραφο συμφωνητικό, τροποποίησαν το σχετικό άρθρο του καταστατικού περί των ποσοστών συμμετοχής τους στην εταιρία, αφού πλέον, μετά την πώληση και μεταβίβαση των μεριδίων του ενάγοντος, τα συνολικά ποσοστά συμμετοχής τους στην εταιρία, ανέρχονταν σε 52% για τον πρώτο εναγόμενο, σε 26% για το δεύτερο εναγόμενο και σε 22% για τον τρίτο εναγόμενο. Μάλιστα προέβησαν άμεσα (την 13.10.2010) σε δημοσίευση (κατάθεση) του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού (περί μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων και συνακόλουθης τροποποίησης καταστατικού) στο Πρωτοδικείο Πειραιώς όπως προαναφέρθηκε, ενώ, επίσης, κατέθεσαν το εν λόγω συμφωνητικό τόσο στην αρμόδια Δ΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιώς (την 5.10.2010), όσο και στο Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Πειραιώς (την 13.10.2010). Επιπροσθέτως, σημειώνεται ότι ακόμη και ο ίδιος ο πρώτος εναγόμενος ……, κατά την χωρίς όρκο εξέτασή του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εμμέσως πλην σαφώς, αποδέχθηκε την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης πώλησης με το προαναφερόμενο τίμημα, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «… και υπογράψαμε το οριστικό (συμφωνητικό πώλησης) …» καθώς και «Όχι, δεν το έχουμε καταβάλει (το υπόλοιπο τίμημα των 18.000 ευρώ) γιατί δεν μπορέσαμε να το καταβάλουμε» (βλ. σελίδες 24-25 των πρακτικών συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι μικρό χρονικό διάστημα πριν την κατάρτιση (την 29.9.2010) της επίδικης σύμβασης πώλησης και συγκεκριμένα την 3.8.2010 είχε καταρτισθεί μεταξύ του ενάγοντος και του πρώτου εναγομένου (του τελευταίου ενεργούντος, όπως ο ίδιος δήλωσε, ατομικώς αλλά και για λογαριασμό των λοιπών εταίρων της εν λόγω εταιρίας) το με την ίδια ημεροχρονολογία (3.8.2010) έγγραφο «προσωρινό ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων», με το οποίο ο πρώτος (ενάγων) ανέλαβε την υποχρέωση, με την σύνταξη «οριστικού» εγγράφου μεταβίβασης, να πωλήσει και μεταβιβάσει στους λοιπούς εταίρους (δηλαδή στους εναγόμενους) τα εταιρικά του μερίδια αντί ποσού 20.000 ευρώ, το οποίο ο τελευταίος (πρώτος εναγόμενος) αποδέχθηκε «για λογαριασμό του και για λογαριασμό των άλλων εταίρων».  Οι πρώτος και δεύτερος των εναγομένων δεν αμφισβητούν την εκ μέρους του πρώτου αυτών κατάρτιση και υπογραφή του εν λόγω «προσωρινού συμφωνητικού» με το ανωτέρω περιεχόμενο και μόνο ο τρίτος των εναγομένων (με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και με σχετικό λόγο της έφεσής του) αμφισβήτησε την ύπαρξη εντολής ή εξουσιοδότησής του προς τον πρώτο των εναγομένων για την κατάρτιση και υπογραφή του συμφωνητικού αυτού. Ανεξάρτητα, όμως, από την ισχύ του ως άνω «προσωρινού ιδιωτικού συμφωνητικού», είναι γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο τρίτος εναγόμενος συνεβλήθη ως αγοραστής κατά την κατάρτιση του, με το ανωτέρω περιεχόμενο, από 29.9.2010 οριστικού «ιδιωτικού συμφωνητικού μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων», το οποίο και υπέγραψε, αναλαμβάνοντας τις εξ αυτού υποχρεώσεις. Τέλος, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι έχουν καταβάλει στον ενάγοντα μόνο το ποσό των 2.000 ευρώ έναντι του ανωτέρω συμφωνηθέντος τιμήματος (όπως συνομολογείται από τον τελευταίο), με αποτέλεσμα να εξακολουθούν να του οφείλουν, ως υπόλοιπο συμφωνηθέντος τιμήματος, το ποσό των 18.000 ευρώ, για το οποίο αυτοί (εναγόμενοι) ευθύνονται κατ’ ίσο μέρος έκαστος (ήτοι για ποσό 6.000 ευρώ έκαστος), καθόσον, όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και η κρίση αυτή δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης από τον ενάγοντα, το επίδικο τίμημα πώλησης αποτελεί διαιρετή παροχή, για την οποία ο ενάγων δεν επικαλείται αντίθετη συμφωνία περί εις ολόκληρον ευθύνης των εναγομένων αγοραστών, με συνέπεια να ισχύει ο κανόνας του άρθρου 480 ΑΚ, ότι δηλαδή σε περίπτωση αμφιβολίας οι εναγόμενοι συνοφειλέτες υποχρεούνται (και ο ενάγων δανειστής δικαιούται) κατ’ ίσα μέρη. Εξάλλου, και από το περιεχόμενο της επίδικης σύμβασης πώλησης ουδόλως προκύπτει διαφορετική συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων ως προς κατανομή του τιμήματος πώλησης στους εναγόμενους αγοραστές όχι κατ’ ίσο μέρος, αλλά κατά το ποσοστό των εταιρικών μεριδίων που αγοράζει έκαστος, με συνέπεια, αφού υπάρχει αμφιβολία ως προς το ζήτημα αυτό, να τυγχάνει εφαρμογής ως προς την ευθύνη των εναγομένων για την πληρωμή του τιμήματος, ο προαναφερθείς κανόνας του άρθρου 480 ΑΚ, σύμφωνα με τον οποίο σε περίπτωση αμφιβολίας το σύνολο των συνοφειλετών οφείλουν ίσα τμήματα της διαιρετής παροχής (βλ. Π. Γιαννόπουλο σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. Ι, άρθρο 480, αρ. 10, σελ. 973). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και  δέχθηκε την αγωγή ως προς το αίτημα περί καταβολής του οφειλόμενου τιμήματος πώλησης εκ ποσού 18.000 ευρώ, υποχρεώνοντας τους εναγόμενους, κατ’ ίσο μέρος έκαστο, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτόμενων ως αβάσιμων τόσο των σχετικών (δεύτερου και τέταρτου) λόγων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης των πρώτου και δεύτερου των εναγομένων, όσο και των σχετικών (πρώτου, τρίτου και τέταρτου) λόγων της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης του τρίτου εναγόμενου, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.

  1. IX. Κατά την έννοια του άρθρου 388 ΑΚ παρέχεται στον ένα από τους συμβαλλομένους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση, το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από τον δικαστή την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει, με τις εξής προϋποθέσεις: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης, β) η μεταβολή να επακολου­θήσει την κατάρτιση της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και γ) από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέ­τη, ενόψει και της αντιπαροχής, να γίνεται υπέρμετρα επα­χθής. Δηλαδή, η εν λόγω διάταξη, η οποία παρέχει στον έναν από τους συμβαλλομένους σε αμφοτεροβαρή σύμ­βαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστή­ριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο προσήκον μέτρο, έχει ως προϋπόθεση ότι τα μέρη, κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης, έλαβαν υπόψη τους περιστατικά στα οποία, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, θεμελίωσαν το περιεχόμενο της σύμβασης, γιατί απέβλεψαν σ` αυτά και αποτέλεσαν τη βάση της. Στη συνέχεια όμως, απαιτείται τα περιστατικά αυτά, σε μεταγενέστερο χρόνο, να μεταβλήθηκαν, τα δε γεγονότα τα οποία προκά­λεσαν τη μεταβολή να έχουν χαρακτήρα έκτακτο, μη δυνά­μενα να προβλεφθούν. Τέτοια δε περιστατικά είναι εκείνα τα οποία δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονό­τα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κ.λπ. Έτσι, τυ­χαία γεγονότα, που όμως συμβαίνουν συνήθως, ούτε έκτα­κτα, ούτε απρόβλεπτα μπορούν να χαρακτηριστούν. Ειδικότερα, η γενική οικονομική κρίση, η επιβολή μέτρων λιτότητας και γενικώς δημοσιονομικών και φορολογικών μέτρων, που συνεπάγονται μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και συνακόλουθα της εμπορικής κίνησης των καταστημάτων και επιχειρήσεων, δεν αποτελούν γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα, ιδίως στην ελληνική οικονομία, στην οποία είναι από μακρόν συνεχείς οι διακυμάνσεις της σταθερότητας, ιδίως κάτω από τις σημερινές κρατούσες συνθήκες ρευστότητας και της διεθνούς οικονομίας, αλλά πρέπει προς τούτο να συντρέχουν και οι λοιπές ως άνω αναφερόμενες προϋποθέσεις (ΑΠ 1171/2004 ΕλλΔνη 2005.154, ΕφΑθ 7313/2006, ΕφΘεσ 341/2014, ΕφΠειρ 169/2015, ΕφΠειρ 566/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 118, 216, 217 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η αγωγή ή η ένσταση (επί της οποίας εφαρμόζονται οι περί αγωγής διατάξεις), πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία τις θεμελι­ώνουν, κατά νόμο, και δικαιολογούν την άσκηση τους, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορι­σμένο αίτημα, έτσι ώστε να παρέχεται στον μεν αντίδικο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του νόμω βάσιμου της αγωγής ή της ένστασης. Ειδικότερα, στοιχεία της μεν αγωγής ή ένστασης αναπροσαρμογής κατά την ΑΚ 388 είναι οι έκτακτοι και απρόβλε­πτοι λόγοι, εξαιτίας των οποίων μεταβλήθηκαν μεταγενέ­στερα τα πραγματικά περιστατικά στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, στήριξαν οι διάδικοι τη σύναψη της σύμβασης. Επίσης, οφείλει ο ενιστάμενος διάδικoς να εκθέσει κατά τρόπο σαφή, ποιες είναι οι ειδικές συνθήκες, οι οποίες μετέβαλαν τις προϋποθέσεις εκπλήρω­σης της συμβατικής παροχής στο μέτρο που είχε συμφω­νηθεί και δικαιολογούν, με αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές τη μείωση του ποσού που οφείλεται από την εκάστοτε σύμβαση τα πραγ­ματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η ανάγκη ανα­προσαρμογής του κατά τις αρχές της καλής πίστης, δηλαδή να εκθέτει τις οικονομικές συνθήκες οι οποίες υπήρχαν κατά τη σύναψη της σύμβασης και στις οποίες απέβλεψαν οι συμβαλλόμενοι καθώς και η μεταβολή τους κατά το χρό­νο άσκησης της αγωγής ή προβολής της ένστασης (ΕφΘεσ 341/2014 ό.π., ΕφΠειρ 169/2015 ό.π., ΕφΠειρ 566/2014 ό.π., βλ. Α. Χελιδόνη σε Α. Γεωργιάδη, ό.π., άρθρο 388, αρ. 32, σελ. 795).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι πρώτος και δεύτερος των εναγομένων, με τις προτάσεις τους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ισχυρίσθηκαν ότι μετά την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης των εταιρικών μεριδίων του ενάγοντος επήλθε αλλαγή των συνθηκών από λόγους έκτακτους που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και συγκεκριμένα επήλθε τεράστια οικονομική κρίση και μεγάλη μείωση των εργασιών της εταιρίας τους, που οδήγησε αυτήν σε ζημίες, με συνέπεια να αλλάξουν τα δεδομένα όσον αφορά την αξία των πωληθέντων εταιρικών μεριδίων, η οποία (αξία) δεν προσεγγίζει ούτε το ήμισυ του ποσού των 20.000 ευρώ που ζήτησε ο ενάγων καθώς και ότι το ποσό των 2.000 ευρώ που έλαβε ο τελευταίος υπερκαλύπτει την αξία του πωληθέντων μεριδίων του. Όμως, η εκ του άρθρου 388 ΑΚ ένσταση αυτή των ως άνω εναγομένων περί δικαστικής αναπροσαρμογής του τιμήματος της επίδικης σύμβασης πώλησης στο ποσό των 2.000 ευρώ, είναι αόριστη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, οι εναγόμενοι, πέραν της οικονομικής κρίσης, δεν αναφέρουν την υπό των συμβαλλομένων μερών στήριξη της επίδικης σύμβασης πώλησης στα μεταβληθέντα περιστατικά, τις συνθήκες κατάρτισης αυτής, την οικονομική κατάσταση των μερών, την εξυπηρετούμενη με τη σύμβαση ανάγκη, το αναμενόμενο από αυτήν κέρδος, καθώς και ότι η σύμβαση στηρίχθηκε στα ως άνω περιστατικά. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε την ανωτέρω ένσταση ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. απορριπτόμενου ως αβάσιμου του σχετικού (τρίτου) λόγου της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης των πρώτου και δεύτερου των εναγομένων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

  1. X. Με τον πέμπτο (και τελευταίο) λόγο της υπό στοιχ. Α΄ έφεσής τους οι πρώτος και δεύτερος των εναγομένων παραπονούνται, ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, τους καταδίκασε σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος (ήδη εφεσίβλητου), ποσού 1.600 ευρώ, ενώ έπρεπε να καταδικασθούν σε δικαστική δαπάνη χαμηλότερου ύψους. Όμως, ο λόγος αυτός, ο οποίος παραδεκτώς προτείνεται κατ` άρθρο 193 ΚΠολΔ, αφού με την ένδικη έφεση προσβάλλεται ταυτόχρονα και η ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 1356/2003 ΕλλΔνη 2004.1033, βλ. Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. 2009, παρ. 193Α, σελ. 76), είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Και τούτο, γιατί σύμφωνα με το άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης ή της ήττας του καθενός. Συνεπώς, εφόσον υπεβλήθη σχετικό αίτημα από τον ενάγοντα με την αγωγή του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η εκκαλούμενη απόφαση έπρεπε να καθορίσει τα αποδοτέα, σύμφωνα με το άρθρο 189 παρ. 1 ΚΠολΔ, δικαστικά έξοδα (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), με βάση την θεσπιζόμενη, με την πρόβλεψη (για την περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου) του άρθρου 178 του ίδιου Κώδικα, που αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση αρχή της ήττας που καθιερώνεται στο άρθρο 176 ΚΠολΔ, καθόσον έγινε εν μέρει δεκτή η σε βάρος των εναγομένων αγωγή. Συγκεκριμένα, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 63 παρ. 1 και 68 παρ. 1 του (ισχύοντος κατά τον χρόνο έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης) Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», σαφώς προκύπτει α) ότι το Δικαστήριο προκειμένου να καθορίσει την αμοιβή του δικηγόρου για σύνταξη αγωγής και προτάσεων, οφείλει να λάβει υπόψη του το αίτημα της αγωγής, το οποίο συνίσταται σε ορισμένη χρηματική απαίτηση (ΑΠ 1295/2010 και ΑΠ 1647/2007 δημοσιευμένες σε ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3486/2010 ΕλλΔνη 2011.535, ΕφΘεσ 1140/2008 Αρμ. 2009.322), σε περίπτωση δε μερικής νίκης υπολογίζει τα δικαστικά έξοδα του εν μέρει νικήσαντος διαδίκου με κριτήριο το ποσοστό της νίκης του με και β) ότι η αμοιβή, κατ` ελάχιστο όριο, του δικηγόρου του ενάγοντος, για τη σύνταξη της αγωγής καθώς και των προτάσεων της πρώτης συζήτησης ενώπιον του Πρωτοδικείου, ανέρχεται σε ποσοστά 2% (αφού η αξία του αντικειμένου της αγωγής δεν υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ) και 1%, αντίστοιχα, επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής, ενώ το Δικαστήριο δεν μπορεί να ορίζει τα δικαστικά έξοδα για ποσά μικρότερα από τα κατώτατα όρια (άρθρο 84 παρ. 1 Ν. 4194/2013). Συνεπώς, στην προκείμενη περίπτωση, με βάση το ποσοστό της νίκης του εν μέρει νικήσαντος ενάγοντος, ήτοι με βάση το επιδικασθέν υπέρ αυτού ποσό των 18.000 ευρώ, ορθώς προσδιορίσθηκε, με την εκκαλούμενη απόφαση, το μέρος της επιδικασθείσας πρωτοδίκως δικαστικής δαπάνης του στο ποσό των 1.600 ευρώ συνολικά (δηλαδή και για τους τρεις εναγομένους κατ’ ίσο μέρος σε έκαστο), αφού μόνο η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος για την σύνταξη της αγωγής και των προτάσεων στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ανερχόταν σε 540 ευρώ τουλάχιστον (ήτοι 18.000 ευρώ που είναι το επιδικασθέν υπέρ του ενάγοντος ποσό Χ 3%), λαμβανομένων υπόψη και των αποδοτέων, σύμφωνα με το άρθρο 189 παρ. 1 ΚΠολΔ, δικαστικών εξόδων, ήτοι των εξόδων στα οποία εν γένει αυτός υποβλήθηκε για τη διεξαγωγή της πρωτοβάθμιας δίκης, στα οποία (έξοδα) περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα τέλη χαρτοσήμου για την σύνταξη των αποφάσεων, των δικογράφων, των δικαστικών εκθέσεων και των άλλων εγγράφων της δίκης και για την ενέργεια των διαδικαστικών πράξεων, το τέλος δικαστικού ενσήμου, η αμοιβή του δικηγόρου καθώς και η αμοιβή του δικαστικού επιμελητή για τις εκθέσεις επιδόσεων που διενεργήθηκαν προς τους εναγομένους, σύμφωνα με τις διατιμήσεις που ισχύουν, καθώς και τα ποσά που καταβλήθηκαν για την προσαγωγή άλλων αποδεικτικών μέσων.

XΙ. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμες, οι κρινόμενες εφέσεις. Επίσης, πρέπει να καταδικασθούν οι εκκαλούντες εκάστης των ως άνω εφέσεων, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Επίσης, λόγω της ήττας των εκκαλούντων, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο: α) του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης με τα υπ’ αριθ. ……….. παράβολα Δημοσίου, εκ ποσού είκοσι (20) ευρώ έκαστο, καθώς και με τα υπ’ αριθ. …….. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, εκ ποσού εξήντα (60) ευρώ έκαστο και β) του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης με τα υπ’ αριθ. …….. παράβολα Δημοσίου, εκ ποσού είκοσι (20) ευρώ έκαστο, καθώς και με τα υπ’ αριθ. ……. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, εκ ποσού εξήντα (60) ευρώ έκαστο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει ερήμην του δεύτερου και τρίτου των εφεσίβλητων της από 13.7.2015 έφεσης και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων α) την από 7.7.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …….) έφεση των …… και ….., β) την από 13.7.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ…….) έφεση του ….. και γ) τις με τις από 14-3-2018 προτάσεις ασκηθείσες δύο αντεφέσεις του …….

Α. Απορρίπτει τις ως άνω αντεφέσεις του …., ως απαράδεκτες.

Β. Απορρίπτει, ως απαράδεκτη, την ως άνω έφεση του ….. κατά το μέρος που στρέφεται κατά των δεύτερου και τρίτου των εφεσίβλητων, ……. και ……..

Γ. Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την ως άνω έφεση των ……. και …..

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους ως άνω εκκαλούντες παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Δ. Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την  ως άνω έφεση του .. κατά το μέρος που στρέφεται κατά των πρώτου των εφεσίβλητων, ……

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα του ως άνω εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 24 Σεπτεμβρίου 2018 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ