Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 527/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩN

Αριθμός     527/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από το Γραμματέα Σ.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α.ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στη ….., οδός ………..και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Αργύριου Δήμοβιτς.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Υπό εκκαθάριση ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στη ……. Αττικής, οδός ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Τάτση Αγαμέμνονα και 2) Ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ολυμπίας Βλασοπούλου.

Β.ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:       Υπό εκκαθάριση ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στη ….. Αττικής, …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία  παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Τάτση Αγαμέμνονα.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:        1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στη ….., …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Τσακίρη. 2) Ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ολυμπίας Βλασοπούλου. 3) ……….. ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Μαρίας Τσακίρη και 4) …………, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ολυμπίας Βλασοπούλου.

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Β έφεση – πρώτη εφεσίβλητη στη υπό στοιχείο Α έφεση – άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Ναυτικό Τμήμα – τακτική διαδικασία) την από 28-12-2021 και με ΓΑΚ … και ΑΚ …./28-12-2021 αγωγή κατά της εκκαλούσας στην υπό στοιχείο Α έφεση – πρώτης εφεσίβλητης στην υπό στοιχείο Β έφεση και κατά των δεύτερης, τρίτου και τέταρτης άνω εφεσίβλητων στη Β έφεση και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 3176/2023 οριστική απόφαση του άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς τον τρίτο και την τέταρτη των εναγόμενων και τη δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσία ως προς την πρώτη και τη δεύτερη των εναγόμενων. Την απόφαση αυτή πρόσβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α) η πρώτη εναγόμενη με την από 7-11-2023 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/7-11-2023  έφεσή της και β) η ενάγουσα με την από 15-12-2023 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/15-12-2023 έφεσή της, δικάσιμος των οποίων (εφέσεων) ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (18-4-2024), κατά την οποία και συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι υπό κρίση α) από 7-11-2023 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./14-11-2023 και β) από 15-12-2023 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./15-12-2023 εφέσεις (στο εξής: Α και Β έφεση αντίστοιχα) κατά της με αριθ. 3176/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στις εκκαλούσες και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής (άρθρο 518 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει του ότι τα πρωτότυπα των άνω εφέσεων κατατέθηκαν στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 7-11-2023 και 15-12-2023 αντίστοιχα, όπως προκύπτει από την παρά πόδας των εφετήριων δικογράφων με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……./7-11-2023 και ….. και ΕΑΚ ……./15-12-2023 εκθέσεις κατάθεσης ενδίκων μέσων της Γραμματέως του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ειδικά για το εμπρόθεσμο της Β έφεσης σημειώνεται ότι αβάσιμα η πρώτη εφεσίβλητη ισχυρίζεται με τις προτάσεις της ότι η άνω έφεση έχει ασκηθεί εκπρόθεσμα ως προς αυτήν, ήτοι μετά την παρέλευση 30 ημερών αφότου η εκκαλούσα της επέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση, για το λόγο ότι η τελευταία άσκησε την άνω έφεσή της στις 15-12-2023, ενώ στο από 4-10-2023 κατασχετήριο που της επέδωσε στις 9-10-2023 ρητά αναφέρεται ότι επισυνάπτεται και συγκοινοποιείται η εκκαλουμένη απόφαση, γεγονός που μνημονεύει και με σχετική σημείωση επ’ αυτού η διενεργήσασα την επίδοση του κατασχετηρίου δικαστική επιμελήτρια του Εφετείου Σύρου …………. Και τούτο διότι η έναρξη της γνήσιας προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και συνακόλουθα και η διαδρομή της προϋπόθεση έχει τη νόμιμη επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία γίνεται σύμφωνα με τις περί επιδόσεως διατάξεις των άρθρων 94, 122, 123 επ. και 139 Κ.Πολ.Δ, ήτοι επίδοση δια δικαστικού επιμελητή και κατόπιν παραγγελίας, που δίνεται προς αυτόν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου (εφόσον βεβαίως πρόκειται περί δίκης για την οποία απαιτείται σύμπραξη δικηγόρου) κάτω από το επιδιδόμενο έγγραφο. Ενόψει δε του τυπικού συστήματος που υιοθετείται από τον Κ.Πολ.Δ. ως προς τις επιδόσεις, από τη νομότυπη πραγματοποίηση των οποίων εξαρτώνται κατά κανόνα σημαντικά δικαιώματα και συμφέροντα των διαδίκων και προς εξασφάλιση αυτών των δικαιωμάτων τους, δεν αποτελεί νομότυπη επίδοση για την έναρξη των γνήσιων προθεσμιών προς άσκηση ένδικων μέσων η τυχόν υποβολή ή συνεπίδοση ακριβούς αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης με άλλο επιδιδόμενο έγγραφο, που αποσκοπεί στην άσκηση διαφορετικού δικαιώματος διαδίκου, εάν γι’ αυτήν δεν έχει τηρηθεί ο επιβαλλόμενος κατά τις ως άνω διατάξεις τύπος. Έτσι δεν αποτελεί νόμιμη επίδοση της προσβαλλόμενης με το ένδικο μέσο της έφεσης απόφασης, από την οποία άρχεται η ως άνω γνήσια προθεσμία προς άσκησή της, η επίδοσή της ως συνημμένης σε έγγραφο, με το οποίο γνωστοποιείται προς τον οφειλέτη η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου (άρθρο 712 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), εάν δεν υπάρχει η προβλεπόμενη στο άρθρο 123 Κ.Πολ.Δ. έγγραφη παραγγελία επίδοσης κάτω από το κοινοποιούμενο ακριβές αντίγραφο της απόφασης, η τήρηση δε του επιτασσόμενου από την παρ. 2 του άρθρου 123 Κ.Πολ.Δ. τύπου δεν είναι δυνατό να αναπληρωθεί με την συμπερίληψη τέτοιας παραγγελίας κάτω από το έγγραφο το αναφερόμενο στην κατάσχεση. Σε αυτή την περίπτωση, η γνήσια προθεσμία των τριάντα ημερών προς άσκηση έφεσης δεν κινείται και το εμπρόθεσμο ή μη αυτής κρίνεται αποκλειστικά από την πάροδο ή μη της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης, χωρίς να ασκεί επιρροή η γνώση της δημοσίευσης της απόφασης και του περιεχομένου της από τον δικαιούμενο να ασκήσει έφεση (π.ρ.β.λ. Α.Π. 999/2022, Α.Π. 724/2013, Α.Π. 187/2010, Α.Π. 1532/2009, www.areiospagos.gr, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, υπ’ άρθρο 518, αριθ. 889, σ. 234, Π. Γιαννόπουλο, Ε.Πολ.Δ. 2011, 231, σημ.). Στην προκειμένη περίπτωση, από την από 9-10-2023 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας Σύρου ………… επί των επιδοθέντων στην πρώτη εφεσίβλητη στη Β έφεση εγγράφων, που προσκομίζει και επικαλείται η τελευταία, προκύπτει ότι στις 9-10-2023 συγκοινοποιήθηκαν σε εκείνη, κατόπιν παραγγελίας του πληρεξουσίου δικηγόρου της εκκαλούσας, το από 4-10-2023 έγγραφο επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτων προς εξασφάλιση της κατ’ αυτής απαίτησής της δυνάμει της με αριθ. 3176/2023 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καθώς και επικυρωμένο αντίγραφο της άνω απόφασης. Η παραγγελία όμως προς επίδοση αυτών αναγράφηκε μόνον κάτω από το έγγραφο, το αναφερόμενο στην επιβολή της συντηρητικής κατάσχεσης ως εξής: «Αρμόδιος δικαστικός επιμελητής εντέλλεται να επιδώσει νόμιμα την παρούσα προς αυτούς στους οποίους απευθύνεται προς γνώση τους και για τις νόμιμες συνέπειες, συγκοινοποιώντας: Επικυρωμένο αντίγραφο της υπ’ αριθμόν 3176/2023 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Τακτική Διαδικασία – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών», ενώ ουδεμία παραγγελία προς επίδοση περιλήφθηκε κάτω από το αντίγραφο της συγκοινοποιούμενης απόφασης. Εφόσον δε η παραγγελία προς επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης δεν αναγράφηκε στο τέλος αυτής, αλλά μόνο σε άλλο έγγραφο, που αποσκοπούσε στη γνωστοποίηση προς την πρώτη εφεσίβλητη της επιβολής της συντηρητικής κατάσχεσης, η οποία στηριζόταν στην προαναφερόμενη απόφαση, δεν τέθηκε σε κίνηση η γνήσια προθεσμία των τριάντα ημερών για την άσκηση της άνω έφεσης, που ασκήθηκε δια της καταθέσεώς της στις 15-12-2023 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά και το εμπρόθεσμο ή μη αυτής κρίνεται αποκλειστικά από την πάροδο ή μη της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία δεν είχε εκπνεύσει ως προς την πρώτη εφεσίβλητη κατά τον χρόνο της άσκησης της άνω έφεσης, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προαναφέρθηκε. Κατόπιν αυτών πρέπει οι άνω εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία που εφαρμόστηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει και του ότι για το παραδεκτό τους κατατέθηκε το προβλεπόμενο από το νόμο παράβολο ποσού 150,00 ευρώ (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. Αγ’ Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει από 23-1-2017 μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016 – Φ.Ε.Κ. Α’ 240/22-12-2016).

2. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα στη Β έφεση / πρώτη εφεσίβλητη στην Α έφεση ναυτιλιακή εταιρία «……….», με την προαναφερθείσα αγωγή της, όπως το δικόγραφο αυτής εκτιμάται από το Δικαστήριο, εκθέτει ότι είναι ναυτική εταιρία εκμετάλλευσης σκαφών αναψυχής, καταχωρημένη νομότυπα στο Μητρώο Ν.Ε.Π.Α, η οποία απέκτησε, δυνάμει σύμβασης πώλησης στις 11-6-2007, την πλήρη κυριότητα του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού σκάφους αναψυχής «ΑΛ», που κατασκευάστηκε στην Ιταλία το έτος 1977 και μετασκευάστηκε το έτος 2001, αντί καταβληθέντος τιμήματος ποσού 2.800.000,00 ευρώ. Ότι με την καταχώρηση στο όνομά της στο e – μητρώο πλοίων αναψυχής του Υ.Ε.Ν. του άνω σκάφους, μετονομάστηκε αυτό σε «Μ» και πλέον το εκμεταλλευόταν ως τουριστικό σκάφος αναψυχής που εκμίσθωνε σε τρίτα πρόσωπα για διακοπές σε ελληνικά νησιά, ως μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της. Ότι λόγω κατάσχεσης που επέβαλε το Ελληνικό Δημόσιο το έτος 2017 στο άνω σκάφος της, παρέμεινε αυτό σε ακινησία στο λιμένα της Μυκόνου μέχρι τις αρχές Ιουνίου 2020 που ήρθη η κατάσχεσή του. Ότι τότε η ίδια αποφάσισε να προχωρήσει σε γενική επισκευή του σε ναυπηγείο στη Σύρο που εκμεταλλεύεται η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία «………», της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο τρίτος εναγόμενος ……………. Ότι στο πλαίσιο της απόφασής της αυτής περί τα τέλη Ιουνίου 2020 συμφώνησε προφορικά με την πρώτη εναγόμενη να της παραχωρήσει η τελευταία στο άνω ναυπηγείο της κατάλληλο χώρο για την ανέλκυση και τοποθέτηση του ως άνω σκάφους της για τις απαιτούμενες ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες κατά το χρονικό διάστημα από τέλη Ιουλίου 2020 έως 30 Σεπτεμβρίου 2020, αντί της αναφερόμενης κατ’ αποκοπή αμοιβής υπολογιζόμενης απολογιστικά ανά εργατοώρα απασχολούμενου εργατοτεχνίτη, αφού η πρώτη εναγόμενη τη διαβεβαίωσε ότι οι εγκαταστάσεις της ήταν κατάλληλες και πλήρως εφοδιασμένες με όλα τα νόμιμα προβλεπόμενα και λειτουργικά μέσα πυροπροστασίας. Ότι παράλληλα συμφώνησε με τη δεύτερη εναγόμενη εταιρία «……………» – που ασχολείτο με την εκτέλεση ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών στο νησί της Σύρου, την είχε προσλάβει και η πρώτη εναγόμενη για εκτέλεση αναβάθμισης των υποδομών του ναυπηγείου της και είχε ως νόμιμη εκπρόσωπο την τέταρτη εναγόμενη ………. – να εκτελέσει η παραπάνω εταιρία εργασίες αποκατάστασης λαμαρινών στη γάστρα του πλοίου και να μεριμνήσει για την έκδοση των σχετικών αδειών και για τη διεκπεραίωση όλων των αναγκαίων εγγράφων που απαιτείτο να ληφθούν από τις αρμόδιες αρχές. Ότι μετά από τις αναγκαίες προεργασίες, το σκάφος της ενάγουσας ρυμουλκήθηκε χωρίς πλήρωμα και ανελκύστηκε στο άνω ναυπηγείο της πρώτης εναγόμενης στις 16-7-2020, διαθέτοντας πιστοποιητικό απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια και χωρίς να φέρει κανενός είδους υγρό στις δεξαμενές του. Ότι στις 10-8-2020 προκλήθηκε πυρκαγιά στο άνω σκάφος εξαιτίας εσφαλμένων ενεργειών κοπής μετάλλων στο κύτος του από προστηθέντες της δεύτερης εναγόμενης, η οποία πυρκαγιά επεκτάθηκε άμεσα και κατέστρεψε ολοσχερώς το σκάφος, αφενός επειδή δεν λειτούργησαν τα μέσα πυρόσβεσης του ναυπηγείου της πρώτης εναγόμενης από υπαιτιότητά της και αφετέρου επειδή οι προστηθέντες της δεύτερης εναγόμενης εκτέλεσαν θερμές εργασίες χωρίς να απομακρύνουν προηγουμένως από το εσωτερικό του σκάφους εύφλεκτα υλικά και να ασφαλίσουν τους υπερκείμενους των εργασιών της κοπής χώρους με πυρίμαχα παραπετάσματα. Ότι ειδικότερα η πρώτη εναγόμενη δεν διατηρούσε διαρκώς σε πλήρη και επαρκή λειτουργία το μόνιμο υδροδοτικό σύστημα πυρόσβεσης και εν γένει κάθε μέσο πυρόσβεσης του ναυπηγείου της, ενώ η δεύτερη εξ αυτών, αφενός εκτέλεσε θερμές εργασίες χωρίς άδεια και κατά τρόπο επικίνδυνο, καθώς δεν τήρησε προληπτικά μέτρα ασφαλείας για κοπή μετάλλων με κατεύθυνση από το εξωτερικό προς το εσωτερικό του σκάφους, ούτε φρόντισε να απομακρύνει από το εσωτερικό του εύφλεκτα υλικά και να ασφαλίσει με πυρίμαχα υλικά τους υπερκείμενους χώρους των εργασιών της κοπής. Ότι οι εναγόμενες εταιρίες, οι οποίες, λόγω της φύσης της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, διαχειρίζονται εν δυνάμει επικίνδυνες καταστάσεις, είχαν υποχρέωση από το νόμο, τη σύμβαση και τους κανόνες περί χρηστής επιμέλειας να λάβουν τα άνω αναγκαία μέτρα πυροπροστασίας δια των νόμιμων εκπροσώπων τους και των προστηθέντων τους διευθυντών, υπαλλήλων και εργατών, προκειμένου είτε να αποφευχθεί η πυρκαγιά είτε να μειωθούν ή εκμηδενιστούν οι συνέπειές της. Ότι αντίστοιχα ο τρίτος και η τέταρτη των εναγόμενων, παράνομα και υπαίτια παρέλειψαν και ατομικά να επιδείξουν τη δέουσα επιμέλεια που απαιτεί ο νόμος και τα συναλλακτικά ήθη, ώστε το μεν ναυπηγείο που εκμεταλλεύεται η πρώτη εναγόμενη και εκπροσωπεί ο τρίτος εναγόμενος να διαθέτει διαρκώς λειτουργικό, άρτιο και σύμφωνο με την ισχύουσα νομοθεσία σύστημα πυρόσβεσης, οι δε απασχολούμενοι σ’ αυτό προστηθέντες υπάλληλοι – εργάτες της δεύτερης εναγόμενης, την οποία εκπροσωπεί νόμιμα η τέταρτη εναγόμενη, να τηρούν τους ισχύοντες κανόνες ασφαλείας και τεχνικής κατά την εκτέλεση «θερμών εργασιών». Ότι λόγω της άνω ολικής καταστροφής του σκάφους της από πυρκαγιά η ίδια (ενάγουσα) ζημιώθηκε κατά το ποσό των 1.500.000,00 ευρώ, στο οποίο ανερχόταν η αξία του κατά το χρόνο της καταστροφής του. Ότι, ακόμη, επειδή επρόκειτο για το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της και τη μοναδική πηγή εσόδων της και η απώλειά του την οδήγησε στην αδυναμία εκμετάλλευσης άλλου επαγγελματικού σκάφους και τελικά στην αυτοδίκαιη λύση της και την υπαγωγή της σε καθεστώς εκκαθάρισης, επλήγη και η εμπορική πίστη και δραστηριότητά της, η φήμη της και το εμπορικό της μέλλον και συνεπώς δικαιούται να λάβει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης της το ποσό των 300.000,00 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα, επικαλούμενη κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής, κυρίως ευθύνη των εναγόμενων από αδικοπραξία, άλλως από σύμβαση, άλλως κατά τις διατάξεις του ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», ζητεί, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με τις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (άρθρα 223, 295 παρ. 1, 297 Κ.Πολ.Δ.), να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, υποχρεούνται να της καταβάλουν το ποσό των 1.500.000,00 ευρώ ως αποζημίωση για την ολική απώλεια του σκάφους της και το ποσό των 300.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη από την απώλειά του, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

3. Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 3176/2023 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), με την οποία, αφού η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη α) ως προς τα φυσικά πρόσωπα – νόμιμους εκπροσώπους των εναγόμενων εταιριών τρίτο και τέταρτη των εναγόμενων και β) κατά την επικουρική βάση της από το ν. 2251/1994 και κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη κατά τα λοιπά, έγινε ως προς την κύρια βάση της από αδικοπραξία εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία ως προς τις δυο πρώτες εναγόμενες εταιρίες [μετ’ απόρριψη ως μη νόμιμης της ένστασής τους περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, παραδοχής εν μέρει (για ποσοστό 40%) ως βάσιμης κατ’ ουσία της ένστασής τους περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην έκταση της ζημιάς της και απόρριψη ως αβάσιμου κατ’ ουσία του κονδυλίου χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης] και αναγνωρίστηκε ότι οι δυο πρώτες εναγόμενες υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα ως αποζημίωση για την ολική καταστροφή και απώλεια του σκάφους της το ποσό των (882.000 – 40%) 529.200,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ενώ καταδικάστηκαν οι δυο πρώτες εναγόμενες σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ποσού 22.000,00 ευρώ και η ενάγουσα σε μέρος των δικαστικών εξόδων του τρίτου και της τέταρτης των εναγόμενων, ποσού 11.000,00 ευρώ για τον καθένα. Κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης παραπονούνται, τόσο η ενάγουσα όσο και η πρώτη εναγόμενη, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι, με τις κρινόμενες εφέσεις τους, ζητώντας για τους περιεχόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή των εφέσεών τους και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το μέρος που προσβάλλεται από τον καθένα τους, ώστε ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικαστεί εξαρχής η αγωγή ως προς τα προσβαλλόμενα απ’ αυτούς κεφάλαια της εκκαλουμένης, κατά μεν την ενάγουσα, να γίνει δεκτή η αγωγή και ως προς τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, κατά δε την πρώτη εναγόμενη, να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

4.  Κατά το άρθρο 68 Κ.Πολ.Δ, δικαστική προστασία έχει το δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, ενώ, κατά το άρθρο 70 Κ.Πολ.Δ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Η νομιμοποίηση των διαδίκων (ενεργητική και παθητική) και το έννομο συμφέρον συνιστούν διακριτές διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, η συνδρομή αυτών ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης με ελεύθερη απόδειξη και η έλλειψη τους συνεπάγεται την απόρριψη της σχετικής αίτησης δικαστικής προστασίας ως απαράδεκτης. Ως νομιμοποίηση των διαδίκων νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, δηλαδή για βιοτική σχέση προσώπου με άλλο πρόσωπο ή με αντικείμενο, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο ως προς τους φορείς της και το αντικείμενο της και η οποία έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια δικαίωμα ή υποχρέωση ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Αντίθετα, δεν νοείται, ούτε παρέχεται τέτοια εξουσία απλώς για αναγνώριση πραγματικών περιστατικών ή για αναγνώριση προϋποθέσεων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων (ΟλΑΠ 18/2005). Για τη νομιμοποίηση των διαδίκων αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του, η μη απόδειξη των οποίων συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης, η δε απόκρουση της νομιμοποίησης ή της συνδρομής εννόμου συμφέροντος από τον εναγόμενο αποτελεί άρνηση, και όχι ένσταση (Α.Π. 1499/2023, Α.Π. 1873/2022, Α.Π. 28/2021, Α.Π. 656/2020, www.areiospagos.gr). Εξάλλου, ως έννομο συμφέρον νοείται κάθε υλικό ή ηθικό όφελος, που αναγνωρίζει ο νόμος υπέρ αυτού που ζητεί δικαστική προστασία, εφόσον επιπλέον είναι άμεσο και παρόν. Άμεσο έννομο συμφέρον υπάρχει όταν από την ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης (άκυρη δικαιοπραξία κλπ.) προκαλείται αβεβαιότητα ως προ ορισμένη έννομη σχέση του ενάγοντος με τρίτο πρόσωπο και συνακόλουθος κίνδυνος για τα συμφέροντα αυτού (άμεσος και επικείμενος ή και εξαρτώμενος από πρόσθετα μελλοντικά περιστατικά), για την αποτροπή του οποίου ζητείται, ως πρόσφορη και αναγκαία δικαιοδοτική πράξη, η έκδοση δικαστικής απόφασης. Ενώ παρόν είναι το έννομο συμφέρον όταν αφορά έννομες σχέσεις υπαρκτές και παρούσες και όχι υποθετικές και μελλοντικές ή ενδεχόμενες. Τα αναγκαία για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος περιστατικά μπορούν να προταθούν και με τις προτάσεις, εκτός από την περίπτωση της αναγνωριστικής αγωγής, στην οποία το έννομο συμφέρον επιτελεί νομιμοποιητική λειτουργία και πρέπει η προβολή τους να γίνεται μόνο με την αγωγή (Α.Π. 2068/2017, Α.Π. 875/2015, Α.Π. 772/2014, www.areiospagos.gr). Οι εν λόγω διαδικαστικές προϋποθέσεις, της νομιμοποίησης των διαδίκων και της συνδρομής εννόμου συμφέροντος, συνιστούν ουσιαστικές προϋποθέσεις παροχής δικαστικής προστασίας, η δε παραβίαση τους εμπίπτει στον αναιρετικό λόγο με αριθ. 1 του άρθρου 559, και όχι στον αναιρετικό λόγο με αριθ. 14 του ίδιου άρθρου, ο οποίος ανακύπτει μόνο όταν το δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχει τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της (ΟλΑ.Π. 25/2008, Α.Π. 208/2021, Α.Π. 321/2020, www.areiospagos.gr). Εξάλλου, κατά το άρθρο 27 παρ. 1 ν. 3182/2003, όπως αντικ. με το άρθρο 16  παρ.1 ν. 4256/2014 (Φ.Ε.Κ. Α’ 92/14-4-2014), «Η Ν.Ε.Π.Α. λύεται: α)…, β)…., γ)….., δ)….., ε) αυτοδικαίως, αν παρέλθει χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την ημερομηνία καταχώρισης του καταστατικού στο Μητρώο και η εταιρεία δεν προκαλέσει σημείωση στο Μητρώο ότι απέκτησε την κυριότητα ή ότι ανέλαβε την εκμετάλλευση ή διαχείριση πλοίου αναψυχής που έχει χαρακτηρισθεί ως επαγγελματικό, στ) αυτοδικαίως, αν παρέλθει χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την ημερομηνία που έπαυσε να έχει την κυριότητα ή την εκμετάλλευση ή τη διαχείριση πλοίου αναψυχής που χαρακτηρίζεται ως επαγγελματικό».

5. Με τον πρώτο λόγο της Α έφεσής της, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, η πρώτη εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατά παράβαση του νόμου παρέλειψε να κηρύξει απαράδεκτο και δη έκρινε ορισμένη την αγωγή εναντίον της, παρόλο που το δικόγραφό της δεν περιέχει αναγκαία στοιχεία που να θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση της ενάγουσας και να δικαιολογούν το έννομο συμφέρον της για την άσκηση της αγωγής. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, ενώ στην αγωγή εμφανίζεται η ενάγουσα ως υπό εκκαθάριση Ν.Ε.Π.Α. που λύθηκε αυτοδίκαια κατ’ άρθρο 27 παρ. 1 ν. 3182/2003 μετά την πάροδο 6 μηνών από την ολική απώλεια του άνω μοναδικού σκάφους της από πυρκαγιά την 10-8-2020 και την αδυναμία της να εκμεταλλευτεί έτερο επαγγελματικό σκάφος, παραλείπεται να αναφερθεί σ’ αυτήν ότι η ενάγουσα δήλωσε στις 22-12-2020 στο αρμόδιο Τμήμα της ΥΝΑΝΑΠ την ολική απώλεια του σκάφους αυτού, ότι το διέγραψε από τα νηολόγια Πειραιά και ότι μετά τη διαγραφή του εκδόθηκε το υπ’ αριθ. πρωτ. ………../18-7-2023 διαπιστωτικό έγγραφο του Υ.Ε.Ν. για την αυτοδίκαιη λύση της ενάγουσας και τη θέση της σε εκκαθάριση για την άνω αιτία, με εκκαθαριστές τα μέλη του τελευταίου διοικητικού της συμβουλίου, παραλείψεις που προκάλεσαν στην ίδια δικονομική βλάβη, διότι επηρεάστηκε επί τα χείρω η υπεράσπισή της, την οποία αυτή καλόπιστα στήριξε και στο ότι το άνω σκάφος δεν καταστράφηκε εντελώς, προκειμένου να αντικρούσει τον αγωγικό ισχυρισμό περί ολικής απώλειάς του. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού, από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, όπως αυτό διευκρινίστηκε και συμπληρώθηκε παραδεκτά με τις νομότυπα κατατεθείσες πρωτόδικες προτάσεις της ενάγουσας, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, η λύση και εκκαθάριση της ενάγουσας και ο διορισμός ως εκκαθαριστών της των τριών μελών του τελευταίου εν ενεργεία διοικητικού συμβουλίου της δεν έγινε αυτοδίκαια κατ’ άρθρο 27 παρ. 1 ν. 3182/2003, αλλά με το από 15ης Δεκεμβρίου 2021 πρακτικό γενικής της συνέλευσης που κατατέθηκε στο μητρώο ΝΕΠΑ του Υ.Ε.Ν. με αριθμό 3035/2022, αφού αποφασίστηκε από το μοναδικό εταίρο της, λόγω της (προκύψασας για τους εκτιθέμενους λόγους) ολοσχερούς καταστροφής από πυρκαγιά του άνω σκάφους της, που αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της, σύμφωνα με το άρθρο 8.1.1.περ. β’ του ισχύοντος καταστατικού της, στο οποίο  ορίζεται ότι: «Η εταιρεία λύεται: … β) πριν την λήξη του χρόνου διάρκειας της, με απόφαση της γενική συνέλευσης που λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηψία επί του συνόλου αριθμού των μετογών της εταιρείας», ενώ με το άρθρο 8.1.1. περ. ε’ του ισχύοντος καταστατικού της ορίζεται ότι «Η εταιρεία λύεται …….ε.) αυτοδικαίως, αν παρέλθει χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών από την ημερομηνία που έπαυσε να έχει την κυριότητα ή την εκμετάλλευση ή τη διαχείριση πλοίου αναψυχής που χαρακτηρίζεται ως επαγγελματικό [..]». Περαιτέρω, όπως διευκρινίστηκε και συμπληρώθηκε παραδεκτά, με τις παραδεκτά ασκηθείσες πρωτόδικες προτάσεις της ενάγουσας, «με το νεότερο άρθρο 16 παρ. 1 Ν. 4256/2014 (με το οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 27 παρ. 1 περ. στ’ του Ν. 3182/2003), ορίζεται ότι: “Η Ν.Ε.Π.Α. λύεται: …. στ) αυτοδικαίως, αν παρέλθει χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την ημερομηνία που έπαυσε να έχει την κυριότητα ή την εκμετάλλευση ή τη διαχείριση πλοίου αναψυχής που χαρακτηρίζεται ως επαγγελματικό”, γεγονός που σημαίνει ότι η ενάγουσα θα λυνόταν ούτως ή άλλως αυτοδίκαια, με πράξη της διοίκησης που εποπτεύει τις εταιρίες του είδους αυτού (ΝΕΠΑ), την 11η Αυγούστου 2022, οπότε και θα συμπληρώνονταν δυο έτη από την οριστική απώλεια του σκάφους της (και τη μη αντικατάστασή του), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 27 του ν. 3182/2003. Οι δε αιτιάσεις της εκκαλούσας πρώτης εναγόμενης περί καθυστερημένης λήψης γνώσης από μέρους της ότι το άνω σκάφος καταστράφηκε ολοσχερώς από την πυρκαγιά και ότι συνεπεία του λόγου αυτού η ενάγουσα τέθηκε σε εκκαθάριση επειδή δεν γίνεται επίκληση των στοιχείων αυτών στην αγωγή, δεν βρίσκουν έρεισμα στο δικόγραφο της τελευταίας (βλ. σ. 3, στιχ. 2, σ. 7, στιχ. 8, 26, σ. 8, στιχ. 21, σ. 11, στιχ. 19-20, σ. 15, στιχ. 20, σ. 16, στιχ. 24 και σ. 18, στιχ. 13 αυτής περί της ολικής καταστροφής του σκάφους και σ. 1, στιχ. 7, σ. 3, στιχ. 4, σ. 18, στιχ. 31-320 αυτής περί της θέσης της ενάγουσας σε εκκαθάριση μετά την ολική καταστροφή του σκάφους),  ούτε η εκκαλούσα διευκρινίζει τι είδους υπερασπιστική βλάβη υπέστη από την επικαλούμενη καθυστερημένη λήψη γνώσης των άνω στοιχείων και κατά ποιόν τρόπο η γνώση τους από το δικόγραφο της αγωγής θα ευνοούσε την υπεράσπισή της, λαμβανομένου υπόψη και του ότι α) η αγωγή εξακολουθεί να στρέφεται εναντίον της από το ίδιο νομικό πρόσωπο, με τη λύση και εκκαθάριση του οποίου μεταβλήθηκε μόνο η νομική του κατάσταση και β) την παροχή πληρεξουσιότητας της ενάγουσας για τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης δίκης την παρείχε, όπως προκύπτει από το από 15-12-2021 πρακτικό γενικής συνέλευσης των μετόχων της ενάγουσας, τόσο ο μοναδικός μέτοχός της, όσο και οι εκκαθαριστές της (δηλαδή το τελευταίο διοικητικό συμβούλιό της). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ορισμένη την αγωγή ως προς τη νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον της ενάγουσας, έστω με ελλιπή αιτιολογία που αντικαθίσταται στο σύνολό της με αυτή της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν παραβίασε το νόμο (άρθρα 68, 216 Κ.Πολ.Δ, 27 παρ. 1 Ν. 3182/2003), τα δε αντίθετα προβαλλόμενα από την πρώτη εναγόμενη με τον άνω λόγο της έφεσής της είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

. Σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 71 του π.δ. 70/1990 (Φ.Ε.Κ. Α’ 31/1990), το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 14 παρ. 2 και 36 του Ν. 1568/1985 «1. Πεδίο εφαρμογής:  Οι διατάξεις αυτού του Π.Δ/τος εφαρμόζονται σε ναυπηγικές και ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες. Διατάξεις που δεν τροποποιούνται με το διάταγμα αυτό εξακολουθούν να ισχύουν». 2. «Εννοιολογικοί Προσδιορισμοί: Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος θεωρούνται: 1. Ναυπηγοεπισκευαστικό Έργο: Κάθε ναυπηγική ή ναυπηγοεπισκευαστική εργασία ορισμένης χρονικής διάρκειας, όπως νέα κατασκευή, μετασκευή, προσθήκη, επισκευή, συντήρηση, διάλυση. 2. Μέτρα ασφάλειας: Όλα τα μέτρα που αφορούν σε ναυπηγοεπισκευαστικά έργα και προβλέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας. 3. Κύριος του έργου: Ο πλοιοκτήτης, εφοπλιστής, νομέας, ο κάτοχος του πλοίου ή άλλης πλωτής κατασκευής όπου εκτελείται ύστερα από εντολή του και για λογαριασμό του ναυπηγοεπισκευαστικό έργο. Ο κύριος του έργου μπορεί να εκπροσωπείται από το νόμιμο εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του ή τον Πλοίαρχο του πλοίου. 4. Εργολάβος: Πρόσωπο φυσικό ή νομικό το οποίο συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον κύριο του έργου και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου ναυπηγοεπισκευαστικού έργου ή τμήματός του. 5. Υπεργολάβος: Πρόσωπο φυσικό ή νομικό το οποίο συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον εργολάβο και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου ναυπηγοεπισκευαστικού έργου ή τμήματός του. Ως υπεργολάβος θεωρείται επίσης και το πρόσωπο το οποίο συμβάλλεται με μίσθωση έργου με άλλον υπεργολάβο και αναλαμβάνει, σύμφωνα με τα παραπάνω, την εκτέλεση ναυπηγοεπισκευαστικού έργου η τμήματός του.   6. …. 7. Παρέχων το χώρο: Ο ιδιοκτήτης ή ο εκμεταλλευόμενος τον χώρο ή τις εγκαταστάσεις όπου εκτελείται ναυπηγοεπισκευαστικό έργο.   8. Χημικός Ναυτιλίας: Ο κάτοχος άδειας για την έκδοση πιστοποιητικού απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια (GAS – FREEING). 9. Πιστοποιητικό απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια: Η γραπτή γνωμάτευση που εκδίδεται από τον Χημικό Ναυτιλίας σύμφωνα με τα ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ I και ΙΙ του παραρτήματος τής Υπουργικής Απόφασης 3232/41/89 (Β’ 400).   10…..  11……..12…….13……. 14. Θερμή εργασία: H εργασία συγκόλλησης, κοπής, πυράκτωσης και γενικά κάθε εργασία που συνεπάγεται τη χρήση οργάνων ή συσκευών, που παράγουν φωτιά, φλόγα, θερμότητα, σπινθήρες ή ηλεκτρικά τόξα. 15…….,  3.  «Υποχρεώσεις για τη λήψη και τήρηση μέτρων Υγιεινής και Ασφάλειας:   Ο κύριος του έργου, ο εργολάβος, ο υπεργολάβος και ο παρέχων το χώρο είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος και ιδιαίτερα με τις υποχρεώσεις που προσδιορίζονται στα επόμενα άρθρα.   Ο τεχνικός ασφαλείας και οι εργαζόμενοι έχουν τις αρμοδιότητες και τις υποχρεώσεις που προδιαγράφονται στα αντίστοιχα άρθρα». 4.   «Υποχρεώσεις εργολάβου ή υπεργολάβου ολόκληρου του έργου: Ο εργολάβος ή υπεργολάβος ολόκληρου του έργου ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους πέραν των γενικών υποχρεώσεων εργοδοτών του άρθρου 32 του N. 1568/85 έχει και τις ακόλουθες: 1. Να οργανώνει, επιβλέπει και επιθεωρεί την εκτέλεση της εργασίας σε κάθε φάση ώστε να εξασφαλίζεται η ύπαρξη ασφαλών συνθηκών εργασίας. Ιδιαίτερα να λαμβάνει μέτρα για το συντονισμό των εργασιών που εκτελούνται από περισσότερα του ενός συνεργεία. 2. Να συνεργάζεται με τον κύριο του έργου, τους άλλους εργολάβους και υπεργολάβους, τον τεχνικό ασφάλειας, τον μελετητή μέτρων υγιεινής και ασφάλειας κατά την εκτέλεση των εργασιών για να εξασφαλίζεται η ασφάλεια και υγιεινή των εργαζομένων. 3…….. 4. Να τηρεί σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης τις υποδείξεις του τεχνικού ασφάλειας και του μελετητή μέτρων Υγιεινής και Ασφάλειας.  5….., 6…., 7. Να διακόπτει την εργασία όταν διαπιστώσει ότι δεν τηρούνται τα προβλεπόμενα μέτρα ασφάλειας ή όταν γίνει σχετική υπόδειξη διακοπής εργασιών από τον τεχνικό ασφάλειας. ……  15. Να αναθέτει την εκτέλεση εργασιών και το χειρισμό μηχανημάτων σε άτομα που έχουν την προβλεπόμενη από τη νομοθεσία άδεια όταν απαιτείται. Οι ιδιαίτερα επικίνδυνες εργασίες όπως συναρμολόγηση και αποσυναρμολόγηση ικριωμάτων και κιγκλιδωμάτων, κάλυψη ανοιγμάτων, καθαρισμός δεξαμενών φορτίου και καυσίμων πρέπει να ανατίθεται σε έμπειρα και εξειδικευμένα άτομα. 16. Να διαφωτίζει τους εργαζόμενους για τους σχετικούς με την εργασία κινδύνους, τον τρόπο αποφυγής τους, την ισχύουσα νομοθεσία και να τους παρέχει κατά την πρόσληψη τις αναγκαίες για την ασφαλή εκτέλεση της εργασίας τους οδηγίες. 17. Να συγκεντρώνει από τους εργολάβους και υπεργολάβους αυθημερόν και πριν την έναρξη των εργασιών τα αντίγραφα των σελίδων των βιβλίων ημερήσιας παρουσίας απασχολούμενου προσωπικού (όπου απαιτείται από τις κείμενες διατάξεις), τα οποία αναρτά μαζί με την άδεια εργασίας και τα εκδοθέντα πιστοποιητικά απαλλαγής από αέρια (GAS- FREE), σε εμφανές μέρος και να επιτρέπει την σύμφωνα με τα ανωτέρω έγγραφα είσοδο των συνεργείων στο πλοίο. 5. «Υποχρεώσεις κύριου του έργου: Α. Ο κύριος του έργου, ανεξάρτητα αν αναθέτει την εκτέλεση του έργου σε ένα ή περισσότερους εργολάβους ή υπεργολάβους, έχει τις ακόλουθες υποχρεώσεις: 1. Πριν την έναρξη των ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών σε πλοία ή άλλα πλωτά ναυπηγήματα εκτελεί τις παρακάτω εργασίες και ενημερώνει για την εκτέλεσή τους καθώς και για κάθε επερχόμενη μεταβολή τους εργολάβους και υπεργολάβους: α) Καθαρισμό δεξαμενών και σωλήνων και απομόνωση σωληνώσεων όπου απαιτείται. β) Έλεγχο συγκέντρωσης αερίων και έκδοση σχετικών πιστοποιητικών (GAS FRΕΕ) όπου απαιτείται. 2. Συνεργάζεται με τον Τεχνικό Ασφάλειας και τον μελετητή μέτρων Υγιεινής και Ασφάλειας καθώς και με τους εργολάβους, υπεργολάβους για τη σωστή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας και την αποφυγή ατυχημάτων στις εργασίες που πραγματοποιούνται τόσον από τα συνεργεία των εργολάβων όσον και από τα μέλη του πληρώματος του πλοίου. 3. Ενημερώνει το γενικό εργολάβο ή τους εργολάβους και υπεργολάβους για τα πυροσβεστικά μέσα που διαθέτει το πλοίο και τα οποία είναι έτοιμα για χρήση. 4. Απομακρύνει από τους κλειστούς χώρους του πλοίου τις φιάλες πεπιεσμένων καυσίμων αερίων και οξυγόνου οι οποίες χρησιμοποιούνται από το πλήρωμα του πλοίου και τις τοποθετεί σε ασφαλείς χώρους. Β. Σε περίπτωση που ο κύριος του έργου αναθέτει την εκτέλεση των εργασιών σε περισσότερους του ενός εργολάβους ή υπεργολάβους, είναι υπεύθυνος για την τήρηση των υποχρεώσεων που αναφέρονται στον εργολάβο ή υπεργολάβο ολόκληρου του έργου (Άρθρο 4 παράγραφοι 1, 3, 4, 5, 6, 7, 9, 10, 11, 12, 13, 14α, 17, 18, 23, επιπρόσθετα από τις αναφερόμενες στις παραγράφους 1 έως και 4 του παρόντος). Γ. H σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 2 εκπροσώπηση δεν αίρει τις προβλεπόμενες από την νομοθεσία πάσης φύσεως ευθύνες του κυρίου του έργου. 6. «Υποχρεώσεις εργολάβου ή υπεργολάβου τμήματος του έργου: Ο εργολάβος ή υπεργολάβος τμήματος του έργου έχει για το τμήμα του έργου που ανέλαβε να εκτελέσει, πέραν των γενικών υποχρεώσεων εργοδοτών του άρθρου 32 του Ν. 1568/85, και τις ακόλουθες: 1. Να οργανώνει, επιβλέπει και επιθεωρεί την εκτέλεση της εργασίας σε κάθε φάση ώστε να εξασφαλίζεται η ύπαρξη ασφαλών συνθηκών εργασίας. 2. Να συνεργάζεται με τον κύριο του έργου, τους άλλους εργολάβους και υπεργολάβους, τον τεχνικό ασφάλειας και τον μελετητή μέτρων Υγιεινής και Ασφάλειας κατά την εκτέλεση των εργασιών για να εξασφαλίζεται η ασφάλεια και υγιεινή των εργαζομένων. 3. Να τηρεί σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης τις υποδείξεις του τεχνικού ασφάλειας και του μελετητή μέτρων Υγιεινής και Ασφάλειας.  4……, 5……, 6. Να διακόπτει την εργασία όταν διαπιστώσει ότι δεν τηρούνται τα προβλεπόμενα μέτρα ασφάλειας ή όταν γίνει σχετική υπόδειξη διακοπής εργασιών από τον τεχνικό ασφάλειας, τον κύριο του έργου ή τον εργολάβο ολόκληρου του έργου. 7. ……, 8…., 9…..,   10. Να αναθέτει την εκτέλεση εργασιών και το χειρισμό μηχανημάτων σε άτομα που έχουν την προβλεπόμενη από τη νομοθεσία άδεια όταν απαιτείται. Οι ιδιαίτερα επικίνδυνες εργασίες όπως η συναρμολόγηση και αποσυναρμολόγηση ικριωμάτων και κιγκλιδωμάτων, η κάλυψη ανοιγμάτων, ο καθαρισμός δεξαμενών φορτίου και καυσίμων πρέπει να ανατίθενται σε έμπειρα και εξειδικευμένα άτομα. 11. Να διαφωτίζει τους εργαζόμενους που απασχολεί για τους σχετικούς με την εργασία κινδύνους, τον τρόπο αποφυγής τους, την ισχύουσα νομοθεσία και να τους παρέχει κατά την πρόσληψη και κατά τη διάρκεια της απασχόλησης οδηγίες για την ασφαλή εκτέλεση των εργασιών». 7. «Υποχρεώσεις του παρέχοντα τον χώρο: 1…………2. Να διαθέτει κατάλληλο δίκτυο πυρόσβεσης ξηράς, ικανό για την κατάσβεση πυρκαγιάς σε οιοδήποτε σημείο κάθε πλοίου που βρίσκεται στο χώρο.   3. Να ρυθμίζει τις θέσεις ελλιμενισμού (αγκυροβολίας) έτσι ώστε να  εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα πρόσβασης σε περίπτωση ανάγκης».. 71. « Πρόληψη πυρκαϊών: 1. Για την πρόληψη πυρκαϊών στους χώρους εργασίας, τηρούνται οι Κανονισμοί πυρασφάλειας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και κατά περίπτωση οι κείμενες διατάξεις του Υπουργείου Βιομηχανίας και Εμπορικής Ναυτιλίας. 2. Σε όλο τον χώρο εργασίας και σε κάθε εγκατάσταση επιβάλλεται η τήρηση σχολαστικής καθαριότητας. Στα πλαίσια της μέριμνας αυτής, οι θέσεις του χώρου εργασίας πρέπει να είναι ελεύθερες από άχρηστα πεταμένα εύφλεκτα υλικά. Όλα αυτά πρέπει να συγκεντρώνονται σε δοχεία τοποθετημένα σε κατάλληλες θέσεις και από εκεί να απομακρύνονται το ταχύτερο έξω από τον χώρο εργασίας. Τα χρησιμοποιούμενα εύφλεκτα υλικά να τοποθετούνται σε ασφαλείς και ελεγχόμενες θέσεις και σε ποσότητα όχι μεγαλύτερη από την απαραίτητη κατά φυλακή “βάρδια”. 3. Όπου υπάρχει ενδεχόμενος κίνδυνος πυρκαϊάς ή έκρηξης, πρέπει να τοποθετούνται, σε επίκαιρες θέσεις τα προβλεπόμενα σήματα απαγορευτικά καπνίσματος, χρήσης ανοικτής φλόγας κ.λπ. 4. Εργασίες κοπής, συγκόλλησής και γενικά όσες απαιτούν χρήση γυμνής φλόγας, εκτελούνται μόνο όπου υπάρχει συνεχής παρακολούθηση για την πρόληψη και αντιμετώπιση τυχόν ανάφλεξης και επιτρέπεται να γίνονται μόνο μετά από εντολή του υπεύθυνου των εργασιών και αφού ενημερωθεί ο Τεχνικός ασφάλειας ή εφόσον δεν προβλέπεται τεχνικός ασφάλειας άλλο κατάλληλο πρόσωπο οριζόμενο από τον κύριο του έργου. Σαν μέτρα ασφάλειας για την πρόληψη πυρκαϊών κατά την εκτέλεση των εργασιών αυτών αναφέρονται ενδεικτικά: α. H τοποθέτηση ειδικών άφλεκτων παραπετασμάτων κάτω και γύρω από τις περιοχές, όπου εκτελούνται συγκολλήσεις. β. H ύπαρξη επί τόπου πυροσβεστήρων ειδικών κατά περίπτωση τύπων, σε επαρκή αριθμό και έτοιμων για άμεση χρήση. γ. H συνεχής παρακολούθηση της περιοχής εργασίας υψηλής θερμοκρασίας και της γύρω από αυτή περιοχής κατά τη διάρκεια των εργασιών αλλά και επί αρκετό χρόνο μετά τη λήξη τους ώστε να εξασφαλισθεί η άμεση αντιμετώπιση τυχόν έναρξης φωτιάς. 5……, 6……, 7. Οι εργαζόμενοι πρέπει να είναι ενήμεροι για τις θέσεις όπου βρίσκεται ο εξοπλισμός πυρόσβεσης, να γνωρίζουν καλά τον τρόπο λειτουργίας και την περιοχή καταλληλότητας κάθε διατιθέμενου μέσου. Οι ίδιοι εργαζόμενοι πρέπει, πέρα από την αρχική εκπαίδευση στην χρήση των παραπάνω μέσων, να πραγματοποιούν περιοδικά ασκήσεις στην χρήση τους, για την αποτελεσματικότερη δυνατή εφαρμογή τους σε περίπτωση ανάγκης υπό την επίβλεψη του Τεχνικού ασφάλειας ή εφόσον δεν προβλέπεται τεχνικός ασφάλειας, υπό την επίβλεψη άλλου κατάλληλου προσώπου οριζόμενου από τον κύριο του έργου».

. Σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2, 3 και 4 της υπ’ αριθ. 7/1996 Πυροσβεστικής Διάταξης «Λήψη μέτρων πυροπροστασίας κατά την εκτέλεση θερμών εργασιών» (Φ.Ε.Κ. Β’ 155/13.3.1996) που ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την αγωγή χρόνο «1. Πεδίο εφαρμογής – Ορισμοί:  1 . Η παρούσα Διάταξη έχει εφαρμογή σε κτίρια, εγκαταστάσεις καθώς και σε υπαίθριους και ημιυπαίθριους χώρους που εκτελούνται θερμές εργασίες και που έχουν ως σκοπό τη συντήρηση, επισκευή, μετασκευή και μετατροπή χώρων, εγκαταστάσεων ή υλικών. 2. Η παρούσα Διάταξη δεν έχει εφαρμογή σε κατοικίες σε κτίρια ή εγκαταστάσεις κατά το στάδιο κατασκευής τους, σε χώρους που λειτουργούν επιχειρήσεις που οι “θερμές εργασίες” αποτελούν μέρος της παραγωγικής διαδικασίας αυτών, καθώς και σε κτίρια ή εγκαταστάσεις στις οποίες έχουν εφαρμογή άλλες διατάξεις σχετικές με το θέμα που ρυθμίζει η παρούσα. 3. Για την εφαρμογή της παρούσας Διάταξης, με τον όρο “θερμές εργασίες” νοούνται η ηλεκτροσυγκόλληση, η κοπή, η χρήση φλόγας ή ηλεκτρικού τόξου ή οποιουδήποτε εξοπλισμού που μπορεί να προκαλέσει θερμότητα φλόγα ή σπινθήρα, καθώς και το καλαφάτισμα, η στεγανοποίηση, το πελέκημα, το τρύπημα, το κάρφωμα (καθήλωση) και οποιαδήποτε άλλη εργασία παραγωγής θερμότητας, εκτός εάν εκτελείται με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρείται η θερμοκρασία των εργαλείων και  της εργασίας κάτω των 100 C. 4. Μέσα που παράγουν γυμνή φλόγα, θερμότητα ή σπινθήρα, κατά την έννοια της προηγούμενης παραγράφου, είναι κυρίως: α. Συσκευές κοπής και συγκόλλησης μετάλλων. β. Συσκευές χαλκοκόλλησης και κασσιτεροκόλλησης. γ. Λυχνίες συγκόλλησης (καμινέτο). 2.  «Άδεια εργασίας: 1. Η εκτέλεση των εργασιών, που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο επιτρέπεται μόνο αν εκδοθεί ειδική για το σκοπό αυτό άδεια και ληφθούν τα προβλεπόμενα από το επόμενο άρθρο προληπτικά μέτρα. 2. Την υποχρέωση εφοδιασμού με ειδική άδεια θερμών εργασιών αναλαμβάνει το άτομο, που του ανατίθεται η εκτέλεση αυτών και σε περίπτωση ανάθεσης σε ειδικό συνεργείο, ο υπεύθυνος αυτού. 3. Η άδεια, που θα είναι σύμφωνη με το συνημμένο Παράρτημα της παρούσας, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής, είναι προσωπική, αμεταβίβαστη και έγγραφη, εκδίδεται δε από τον κατά νόμο υπεύθυνο πυρασφαλείας του κτιρίου ή της εγκατάστασης που εκτελούνται οι εργασίες και σε περίπτωση κωλύματος ή μη ύπαρξης από το νόμιμο αναπληρωτή του ή τον εκμεταλλευτή της επιχείρησης αντίστοιχα και προσυπογράφεται από τον Μηχανικό ασφάλειας της επιχείρησης εφόσον υπάρχει τέτοιος. Αν για τη διαπίστωση των συνθηκών ασφαλείας του χώρου απαιτείται η γνώμη ειδικού, η άδεια προσυπογράφεται και απ’ αυτόν. Η ισχύς της διαρκεί μέχρι και 24 ώρες και όταν απαιτείται επανεκδίδεται, έχει δε ως     σκοπό: α. Τον επακριβή καθορισμό του χώρου στον οποίο θα εκτελούνται οι εργασίες. β. Την εξασφάλιση των προϋποθέσεων, που εγγυώνται την ασφάλεια του χώρου. γ. Την επίβλεψη και τήρηση των προληπτικών μέτρων κατά την εκτέλεση των εργασιών και δ. Την εξασφάλιση της επιτήρησης του χώρου για διάρκεια τουλάχιστον 1 ώρας μετά τη λήξη των εργασιών. 4. Πριν την ανάθεση εργασιών με τρόπους ή μέσα που παράγουν γυμνή φλόγα ή υπερβολική θερμότητα πρέπει να εξετάζεται η δυνατότητα εκτέλεσής τους με άλλο τρόπο ή μέσο που δεν δημιουργεί κινδύνους εκδήλωσης πυρκαγιάς ή τη μεταφορά των αντικειμένων στα οποία θα γίνουν εργασίες σε ασφαλή χώρο. 5. Η εκτέλεση των εργασιών συγκόλλησης ή οξυγονοκοπής πρέπει να ανατίθεται σε άτομα που διαθέτουν τα προβλεπόμενα από τις κείμενες διατάξεις προσόντα. Ο συγκολλητές υποχρεούνται επιπλέον να εφαρμόζουν και τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 3 έως 10 του Π.Δ. 95/1978 (Α’20) μέτρα σε ότι αφορά την πυρασφάλεια κατά το χρόνο της εργασίας τους. 6. Μετά το πέρας των εργασιών η άδεια επιστρέφεται στον εκδότη της, ο οποίος προβαίνει στην ακύρωσή της. 3.  «Προληπτικά μέτρα: 1. Σε ακτίνα 10 μέτρων από το σημείο που εκτελούνται θερμές εργασίες πρέπει να λαμβάνονται τα παρακάτω μέτρα: α. Απομάκρυνση όλων των εύφλεκτων κινητών αντικειμένων, στερεών και υγρών, των σωρών σκόνης και των ευφλέκτων υλικών επένδυσης ή μόνωσης, ξηρών χόρτων κ.λ.π. β. Κάλυψη με πυρίμαχα καλύμματα των εύφλεκτων δομικών στοιχείων, εξαρτημάτων και εγκαταστάσεων, όπως επενδύσεις τοίχων και οροφών, καλωδίων, παρεμβυσμάτων, περιτυλιγμάτων αρμών κ.λ.π. γ. Σφράγιση όλων των ανοιγμάτων σε οροφές τοίχους και δάπεδα, απ’ όπου διέρχονται σωληνώσεις, καλώδια, συστήματα μεταφοράς αντικειμένων, καθώς και άλλες παρόμοιες εγκαταστάσεις. δ. Διάθεση πυροσβεστικών μέσων και επιτήρηση των εργασιών από το προσωπικό πυρόσβεσης. 2. Επίσης πρέπει να εξασφαλίζεται: α. Έλεγχος της καλής λειτουργίας και κατάστασης των συστημάτων και μέσων πυροπροστασίας πριν την έναρξη των εργασιών. β. Έλεγχος των συσκευών κοπής και συγκόλλησης σε ό,τι αφορά τη σωστή διάταξη εργασίας και χρήσης τους. γ. Έλεγχος των κλειστών χώρων για τη διαπίστωση ύπαρξης επικίνδυνης ατμόσφαιρας και της σωστής εξαέρωσης καθώς και την απομάκρυνση εύφλεκτων υλικών. δ. Εξακρίβωση ότι το άτομο που επιτηρεί την εκτέλεση των εργασιών    γνωρίζει να χρησιμοποιεί τον πυροσβεστικό εξοπλισμό που διαθέτει το  κτίριο ή η επιχείρηση και τη σήμανση συναγερμού. ε……….,  στ. Η γνώση του τηλεφώνου της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και η ακριβής    αναφορά προς αυτή, σε περίπτωση εκδήλωσης πυρκαγιάς, της τοποθεσίας του συμβάντος, των υλικών που καίγονται και κάθε άλλης σχετικής  πληροφορίας.  3. Εάν οι πραγματικές συνθήκες το επιβάλλουν, η απόσταση των 10 μέτρων που προβλέπεται από την παράγραφο 1 αυτού του άρθρου μπορεί ν’ αυξηθεί. Ομοίως η απόσταση αυτή μπορεί να μειωθεί αν εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις απομάκρυνσης της πιθανότητας εμφάνισης επικίνδυνης ατμόσφαιρας, με τη μερική ή ολική διακοπή της παραγωγικής διαδικασίας ή άλλο πρόσφορο τρόπο». 4.  «Επίβλεψη: 1. Ο υπεύθυνος πυρασφάλειας του κτιρίου ή της επιχείρησης ή ο νόμιμος αναπληρωτής του υποχρεούται να επιβλέπει το χώρο που  εκτελούνται οι εργασίες και να διαπιστώνει ότι έχουν ληφθεί τα  προβλεπόμενα από το προηγούμενο άρθρο μέτρα. Σε αντίθετη περίπτωση ανακαλεί την άδεια και διακόπτει τις εργασίες μέχρι την πλήρη συμμόρφωση. 2. Την ευθύνη για την εφαρμογή των προβλεπόμενων από την παρούσα διάταξη μέτρων, έχει ο υπεύθυνος πυρασφαλείας του κτιρίου ή της επιχείρησης ή ο εκμεταλλευτής αυτής, καθώς και εκείνος που αναλαμβάνει την εκτέλεση των εργασιών, που αναφέρονται στο άρθρο 1 της παρούσας».

6.Γ Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1, 3, 4 και 5 του Π.Δ. 95 της 4/17.2.1978 «Περί μέτρων υγιεινής και ασφαλείας των απασχολουμένων  εις εργασίας συγκολλήσεων» (Α’ 20) «7.  Εργασιακόν   Περιβάλλον. Δάπεδα και θέσεις εργασίας. 1. Τα δάπεδα εργασίας  δέον  όπως  διατηρώνται  καθαρά  και  έχωσι τοιαύτην διάταξιν και κλίσιν ούτως ώστε να μη λιμνάζωσι ύδατα, πληρώσι δε   τας   αναγκαίας  προϋποθέσεις  εξ’ απόψεως  αντοχής,  αντολισθηρότητος και πυρασφαλείας. 2. ……………. 3.   Αι  θέσεις  συγκολλήσεων  δέον όπως καλύπτωνται καταλλήλως δι’ ειδικών  αδιαφανών  και  αφλέκτων   παραπετασμάτων   ούτως   ώστε   να αποκλείηται  η  προσβολή  εκ  της εκπεμπομένης ακτινοβολίας και των εν διαπύρω καταστάσει εκτοξευομένων μεταλλικών τεμαχιδίων των  εγγύς  των θέσεων  τούτων  εργαζομένων ως και καθ’ οιονδήποτε τρόπον ευρισκομένων      προσώπων. 4. ………………… 5. Εις χώρους εργασίας ένθα εκτελούνται εργασίαι συγκολλήσεων δέον όπως υφίσταται επαρκής αριθμός  καταλλήλων  πυροσβεστήρων  και  λοιπών μέσων, αμέσου και αποτελεσματικής καταστολής πυρκαϊάς».

6.Δ Σύμφωνα με το άρθρο 6 της Υ.Α. 8312.23Β/12/2009 (Φ.Ε.Κ. Β’ 1132/2009) «Όροι, δικαιολογητικά για τη χορήγηση των αδειών εκτέλεσης εργασιών ναυπήγησης πλοίων» που ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την αγωγή χρόνο «6. Απαγορεύεται η διενέργεια εργασιών επισκευής, συντήρησης πλοίου χωρίς την άδεια της αρμόδιας Λιμενικής Αρχής. Η άδεια χορηγείται αποκλειστικά μέσω του e-ΔΛΑ, αφού πρωτίστως υποβληθούν με μέριμνα των ενδιαφερομένων σε αυτό, τα ακόλουθα κατά περίπτωση δικαιολογητικά των παρ. 1, 2 και 3. 1. Επισκευή, συντήρηση πλοίου σε χώρο της ναυπηγοεπισκευαστικής επιχείρησης. Η επισκευή, συντήρηση πλοίου σε χώρο της ναυπηγοεπισκευαστικής επιχείρησης μπορεί να διενεργηθεί εξ ολοκλήρου από την ναυπηγοεπισκευαστική επιχείρηση ή με ανάθεση από την ναυπηγοεπισκευαστική επιχείρηση ή τον κύριο του έργου επιμέρους εργασιών σε Ειδικές Επιχειρήσεις. α. Επισκευή, συντήρηση πλοίου εξ ολοκλήρου από την ναυπηγοεπισκευαστική επιχείρηση. ……., β. Ανάθεση από ναυπηγοεπισκευαστική επιχείρηση ή τον κύριο του έργου επιμέρους εργασιών επισκευής, συντήρησης του πλοίου σε Ειδικές Επιχειρήσεις. (βα) Αίτηση του κυρίου του έργου ή του νόμιμου εκπροσώπου του ή του υπευθύνου ή του νόμιμου εκπροσώπου της Ναυπηγοεπισκευαστικής Επιχείρησης στην οποία θα αναφέρονται τα στοιχεία της Ειδικής Επιχείρησης ή των Ειδικών Επιχειρήσεων που έχει ανατεθεί η εκτέλεση των επιμέρους εργασιών επισκευής, συντήρησης, το είδος των εργασιών και εάν πρόκειται για θερμές ή ψυχρές εργασίες, καθώς και τα στοιχεία του ορισμένου Τεχνικού Ασφαλείας. (ββ) Όλα τα δικαιολογητικά που προβλέπονται στις υποπερ. (γβ), (γγ) και (γδ) της περ. (γ) της παρ. 1 του άρθρου 4 της παρούσης. (βγ) ……γ. Ανάθεση από τον κύριο του έργου επιμέρους εργασιών επισκευής, συντήρησης του πλοίου σε Ειδικές Επιχειρήσεις. (γα) Αίτηση του κυρίου του έργου ή του νόμιμου εκπροσώπου του ή του πλοιάρχου του πλοίου στην οποία θα αναφέρονται τα στοιχεία του συγκεκριμένου πλοίου που θα λάβουν χώρα οι εργασίες επισκευής, συντήρησης, το είδος των εργασιών και εάν πρόκειται για θερμές ή ψυχρές εργασίες, τα στοιχεία της Ειδικής Επιχείρησης ή των Ειδικών Επιχειρήσεων που τους έχει ανατεθεί η εκτέλεση των εργασιών, καθώς και τα στοιχεία του ορισμένου Τεχνικού Ασφαλείας.  (γβ) Όλα τα δικαιολογητικά που προβλέπονται στις υποπερ. (γβ), (γγ) και (γδ) της περ. (γ) της παρ. 1 του άρθρου 4 της παρούσης.  (γγ)….. 2. Επισκευή – συντήρηση σε Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη. i) Όλα τα δικαιολογητικά της παρούσης όπως προβλέπονται ανά κατηγορία επισκευής ή συντήρησης από Ναυπηγοεπισκευαστική, ή Ειδικές Επιχειρήσεις κατά περίπτωση και επιπλέον έγγραφο του Φορέα Διαχείρισης ή Εκμετάλλευσης της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης για παραχώρηση του συγκεκριμένου χώρου προς επισκευή ή συντήρηση του πλοίου. ii) Υπεύθυνη δήλωση του νόμιμου εκπροσώπου της κατά περίπτωση Επιχείρησης, στην οποία σαφώς θα αναφέρεται ότι διατίθεται ο κατάλληλος τεχνικός εξοπλισμός για τις εργασίες επισκευής, συντήρησης του πλοίου και τα κατάλληλα ασφαλή μέσα σε περίπτωση ανέλκυσης ή καθέλκυσης του πλοίου. iii) Η χορηγούμενη άδεια επισκευής ή συντήρησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τον χρόνο της παραχώρησης του χώρου και ανανεώνεται με την υποβολή μέσω του e-ΔΛΑ στην Λιμενική Αρχή νέου παραχωρητηρίου».

. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’, 914 και 932 Α.Κ. προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, όπως, ιδίως, επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, όταν ο υπαίτιος δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε τρίτους από την κατάσταση αυτή. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει, όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Βαριά αμέλεια μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται, όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματα της (Α.Π. 1668/2013). Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά, συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 Α.Κ.), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (Α.Π. 263/2021, Α.Π. 715/2019, Α.Π. 511/2016, Α.Π. Α.Π. 1398/2015, Α.Π. 81/2013, www.areiospagos.gr). Η περιουσιακή ζημία συνίσταται στη διαφορά που προκύπτει από τη σύγκριση της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε, αν το γεγονός αυτό δεν είχε λάβει χώρα (Α.Π. 410/2022, Εφ.Θεσ. 2390/2018, Εφ.Πειρ. 437/2017, www.efeteio-peir.gr). Συνεπώς, εκείνος που υπαίτια και παράνομα καταστρέφει εντελώς ξένο πράγμα, υποχρεούται σε αποζημίωση του παθόντος, ο οποίος δικαιούται πλην άλλων, να απαιτήσει την ανόρθωση της θετικής ζημίας του, η οποία ανάγεται στην αντικειμενική αξία του πράγματος κατά τον χρόνο της πρώτης ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτησης της αγωγής, για το ορισμένο της οποίας αρκούν τα στοιχεία αυτά, ήτοι η αναγραφή της ολοκληρωτικής καταστροφής του πράγματος και της αξίας του κατά τον χρόνο της καταστροφής (Α.Π. 1046/2011, Εφ.Αθ. 3468/2021, Εφ.Αιγ. 19/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχαηλίδη I, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, επιμ. Απαλλαγάκη X, έκδ. 2019, τ. II, υπ’ άρθρο 614, σ. 1942 επ, αριθ. 19, Μπαρμπαρέσου Ευ, Η αξίωση προς αποζημίωση στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, επιμ. I. Φιοράκη, έκδ. 2021, σ. 298, αριθ. 204).  Η ζημία ενδέχεται να οφείλεται και σε αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος, δηλαδή του προσώπου που με τη βούληση κάποιου άλλου, χαρακτηριζόμενου ως προστήσαντος, παρέχει σ’ αυτόν, διαρκώς ή ευκαιριακά, υπηρεσίες διεκπεραίωσης των υποθέσεών του ή προώθησης των οποιωνδήποτε συμφερόντων του, εφόσον ενεργεί υπό τον έλεγχό του ή έστω υπό την επίβλεψή του, με την έννοια ότι δεν απαιτούνται οπωσδήποτε δεσμευτικές ειδικές εντολές, αλλά αρκούν και γενικές οδηγίες στο πλαίσιο χαλαρής εξάρτησης, που επιτρέπει όμως μια γενική εποπτεία (Α.Π. 328/2023, Α.Π. 1606/2018, Α.Π. 1154/2018, Α.Π. 1188/2018, Α.Π. 1329/2017, Α.Π. 1796/2012, www.areiospagos.gr). Από τη διάταξη δε του άρθρου 922 του Α.Κ., που ορίζει ότι: «Ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του», συνάγεται ότι η ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από αδικοπραξία του προστηθέντος προϋποθέτει 1) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να, δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια που να καλύπτει τους όρους του άρθρου 914 του Α.Κ. και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμη δε και κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε μεν εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της ανατεθείσας σ’ αυτόν υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας. Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες που παρανόμως και υπαιτίως προκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 481, 486 και 926 του Α.Κ. (Α.Π. 786/2023, Α.Π. 1925/2022, Α.Π. 561/2020, Α.Π. 1359/2019, www.areiospagos.gr.).

6ΣΤ. Εφόσον το Δικαστήριο της ουσίας δεχθεί ότι λόγω της αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη, καθορίζει ακολούθως το ύψος της οφειλόμενης χρηματικής ικανοποίησης επί τη βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου. Σκοπός της διάταξης του άρθρου 932 Α.Κ. είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτό αντλούνται και τα ουσιώδη κριτήρια της έννοιας του «ευλόγου» και πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του ανωτέρω σκοπού της διάταξης, τα οποία και πρέπει να καθοδηγούν τον δικαστή κατά τον σχηματισμό της εύλογης κατ’ άρθρο 932 Α.Κ. κρίσης του. Παρά δε το γεγονός ότι ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του Δικαστηρίου, η σχετική κρίση πρέπει να διέπεται κατά τον καθορισμό του από την αρχή της αναλογικότητας, ως γενικής νομικής αρχής και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος). Υπό την έννοια αυτή η κρίση του Δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο και αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του προσώπου, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, ευτελίζει στην πρώτη περίπτωση τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και δικαιούχου της χρηματικής ικανοποίησης, ενώ στη δεύτερη το δικαίωμα της περιουσίας του υπόχρεου σε καταβολή. Αντίθετα, το Δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (Ολ.Α.Π. 10/2017, Α.Π. 34/2022, Α.Π. 187/2021, Α.Π. 2/2020, Α.Π. 43/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 525/2021, Α.Π. 1037/2021, www.areiospagos.gr). Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του εύλογου αυτού χρηματικού ποσού είναι ο χρόνος της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (Α.Π. 12/2020, Α.Π. 43/2020, Α.Π. 265/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 525/2021, www.areiospagos.gr). Δικαιούχος της αποζημίωσης μπορεί να είναι τόσο φυσικό, όσο και νομικό πρόσωπο, που προσβλήθηκε με την αδικοπραξία άμεσα στα δικαιώματα, έννομα αγαθά, ή προστατευόμενα συμφέροντά του. Δικαιούται, δηλαδή να ζητήσει αποκατάσταση της ηθικής βλάβης και νομικό πρόσωπο, εάν με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική του πίστη, η επαγγελματική του υπόληψη και, γενικά, το εμπορικό του μέλλον (Α.Π. 1048/2020, Α.Π. 932/2019, Α.Π. 193/2018, Εφ.Πειρ. Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 Κ.Πολ.Δ, 297, 298, 914 και 932 Α.Κ. προκύπτει ότι, στην αγωγή για αποζημίωση καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία απαιτείται, για την πληρότητα του δικογράφου, να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου, να προσδιορίζεται η ζημία περιουσιακή ή μη (ηθική βλάβη) και να αναφέρεται η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψής του και της περιουσιακής ζημίας ή της ηθικής βλάβης, που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 Α.Κ.  και η οποία υφίσταται, όταν η υπαίτια συμπεριφορά ήταν ικανή, με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (Α.Π. 1406/2021, Α.Π. 935/2020, Α.Π. 1110/2020, Α.Π. 803/2019, Εφ.Αθ. 3414/2021, Εφ.Πειρ. 9/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Όσον αφορά στα νομικά πρόσωπα, η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης καθιδρύεται πρωτογενώς υπέρ αυτών, εφόσον με την τελούμενη σε βάρος τους αδικοπραξία προσβάλλεται η εμπορική φήμη, η πίστη, η επιχειρηματική δραστηριότητα και το μέλλον αυτών, χωρίς να απαιτείται κατ’ αρχήν για το ορισμένο του σχετικού αιτήματος της αγωγής η εξειδίκευση της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης, διότι είναι φανερό ότι αυτή αναφέρεται στην πίστη, το κύρος, τη φήμη κλπ. του νομικού προσώπου. Πλην όμως, στις περιπτώσεις αυτές, δεδομένου ότι επί νομικών προσώπων η ηθική βλάβη δεν ανάγεται σε ενδιάθετο συναίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, όπως συμβαίνει στα φυσικά πρόσωπα, αλλά σε συγκεκριμένη, έχουσα υλική υπόσταση, βλάβη, για το ορισμένο της σχετικής αγωγής απαιτείται το ενάγον νομικό πρόσωπο να επικαλείται και να αποδεικνύει με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο τη συγκεκριμένη αυτή βλάβη που έχει υλική υπόσταση, άλλως η αγωγή είναι αόριστη (Ολ.Α.Π. 8/2008, Α.Π. 1048/2020, Α.Π. 932/2019, Α.Π. 730/2015, Α.Π. 384/2011, Εφ.Αθ. 400/2022, Εφ.Αθ. 4636/2021, Εφ.Πειρ. 32/2021, Εφ.Αθ. 6645/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδης Απ, σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλο, τ. IV, έκδ. 1982, υπ’ άρθρο 932, σ. 817, αριθ. 13, Γεωργιάδη Γ, σε ΣΕΑΚ, έκδ. 2013, τ. I, υπ’ άρθρο 932, σ. 1903, αρ. 22, Πατεράκη Στ, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, έκδ. 1995, σ. 292). Συνεπώς, προκειμένου να κριθεί, εάν και κατά πόσον επήλθε, συνεπεία της αδικοπραξίας, προσβολή της εμπορικής πίστης και της επαγγελματικής υπόληψης του νομικού προσώπου, πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής να αναφέρεται η επιχειρηματική και περιουσιακή κατάσταση του θιγόμενου, χωρίς την παρεμβολή της επιλήψιμης συμπεριφοράς και μετά την εκδήλωση αυτής, ώστε να προκύπτει διαφορά και να δικαιολογείται η αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (Α.Π. 1346/2000, Εφ.Α.θ. 2666/2021, Εφ.Αθ. 698/2020, Εφ.Αθ. 6645/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδη Απ, ό.α, Πατεράκη Στ, ό.α, σ.σ. 130 και 292 επ).

. Κατά το άρθρο 481 Α.Κ. οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει όταν, σε περίπτωση περισσοτέρων οφειλετών της ίδιας παροχής, καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής όμως έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μια φορά. Εν όψει του ορισμού της Α.Κ. 481, χαρακτηριστικό εννοιολογικό γνώρισμα της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής αποτελεί η ταυτότητα της παροχής και η ταυτότητα του εννόμου αποτελέσματος (Α.Π. 81/1991). Η παθητική εις ολόκληρον ενοχή συντίθεται από κατ’ ιδίαν ενοχές που συνδέουν κάθε οφειλέτη με τον δανειστή. Ενώ όμως στη διαιρεμένη ενοχή αντικείμενο των επί μέρους ενοχών αποτελεί τμήμα της παροχής, στην οφειλή εις ολόκληρον αντικείμενο της υποχρέωσης κάθε συνοφειλέτη αποτελεί το σύνολό της. Οι κατ’ ιδίαν ενοχές συνδέονται στενότερα μεταξύ τους απ’ ότι στη διαιρεμένη ενοχή, διατηρούν όμως σε περιορισμένο βαθμό την αυτοτέλειά τους (π.ρ.β.λ. Α.Π. 55/2000), κοινός σκοπός και κοινός γενεσιουργός λόγος. Ταυτότητα της παροχής υφίσταται όταν η εκπλήρωση της παροχής επιφέρει το ίδιο έννομο αποτέλεσμα, εξυπηρετεί δηλαδή το ίδιο έννομο συμφέρον του δανειστή για εκπλήρωση (ταυτότητα του έννομου σκοπού της παροχής-δεν αρκεί ταυτότητα του οικονομικού σκοπού). Πέραν της ταυτότητας της παροχής απαιτείται και ισοτιμία υποχρεώσεων υπό την έννοια ότι όλοι οι συνοφειλέτες πρέπει να ευθύνονται παράλληλα και αυτοτελώς έναντι του δανειστή. Γενεσιουργό λόγο της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής συνιστά και ο νόμος, μεταξύ δε των κανόνων που προβλέπουν την παθητική εις ολόκληρον ενοχή των πλειόνων συνοφειλετών είναι και εκείνος του άρθρου 926 Α.Κ, σύμφωνα με τον οποίον, αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν από την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει περισσότεροι συγχρόνως ή διαδοχικά και δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζημία. Ως ζημία νοείται τόσο η περιουσιακή όσο και η ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη που προξενήθηκε από την αδικοπραξία, για τις οποίες οφείλεται χρηματική ικανοποίηση κατ’ άρθρο 932 Α.Κ, και για την πληρωμή της οποίας ευθύνονται όλοι οι υπαίτιοι εις ολόκληρον (Α.Π. 901/2004). Με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 926 Α.Κ, η οποία αναφέρεται στην περίπτωση ύπαρξης περισσοτέρων υπόχρεων, καθιερώνεται η εις ολόκληρον ευθύνη περισσοτέρων προσώπων, είτε επειδή η ζημία προκλήθηκε από κοινή πράξη αυτών, είτε επειδή τα περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται κατά το νόμο το καθένα αυτοτελώς για την αποκατάσταση της ζημίας, αντικειμενικά ή υποκειμενικά, είτε, στην περίπτωση της σωρευτικής ή διαζευκτικής αιτιότητας, ήτοι, όταν η ζημία προήλθε από αυτοτελείς και διακεκριμένες ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) περισσοτέρων προσώπων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, που η καθεμία από αυτές από μόνη της συνιστά αιτιώδη όρο επαγωγής της ζημίας, με την έννοια της προσφορότητας να προκαλέσει, αυτή καθεαυτή, ολόκληρη τη ζημία, χωρίς ωστόσο, να είναι εφικτή η εξακρίβωση, ποιος αληθινά είναι ο πρόξενος της ζημίας ή ποιο το ποσοστό συμβολής του κάθε δράστη στο επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα (Α.Π. 1694/2017). Ειδικότερα, ως κοινή πράξη, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης αυτής, νοείται κάθε μορφή συμμετοχής στην τέλεση της πράξης ή την επαγωγή της ζημίας, αδιάφορα από το αν οι ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά (Α.Π. 367/2019). Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας. Έτσι εμπίπτουν στην έννοια αυτή (της κοινής πράξης) κυρίως: α) η συναυτουργία υπό ευρεία έννοια, δηλαδή όχι μόνο υπό τεχνική έννοια του άρθρου 45 Π.Κ, αλλά και η απλώς υπαίτια συναυτουργία που στηρίζεται σε κοινή αμέλεια (ή σε δόλο του ενός και αμέλεια του άλλου συναυτουργού, β) οι λοιπές μορφές συμμετοχής στην πράξη (ηθική αυτουργία, άμεση και απλή συνέργεια, όχι μόνο όταν ο συμμέτοχος ενεργεί δόλια αλλά και από αμέλεια), γ) η παραυτουργία, όταν δύο ή περισσότερα πρόσωπα πραγματώνουν με τη συμπεριφορά τους ορισμένη αδικοπραξία χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους καμία συνεννόηση (Α.Π. 1229/2013), δ) η αναγκαία αιτιότητα, που υπάρχει όταν η ζημία προήλθε από τις ενέργειες δύο ή περισσοτέρων προσώπων, από τις οποίες όμως κάθε μία μόνη της δεν ήταν ικανή να προκαλέσει το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, όπως στις περιπτώσεις διαδοχικών αμελών πράξεων που οδηγούν σε ζημιογόνο αποτέλεσμα, ε) η σωρευτική αιτιότητα που υφίσταται όταν η ζημία προήλθε από ενέργειες δύο ή περισσοτέρων προσώπων, από τις οποίες όμως κάθε μια μόνη της ήταν ικανή να προκαλέσει το επελθόν αποτέλεσμα. Ο βαθμός της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από τους περισσότερους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε με δόλο και ο άλλος από αμέλεια, δεν ενδιαφέρει για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών κατ’ άρθρο 927 Α.Κ. (Α.Π. 1170/2019, Α.Π. 59/2019, Α.Π. 1124/2015, Α.Π. 1805/2014). Στην ανωτέρω περίπτωση η παθητική εις ολόκληρον ενοχή στηρίζεται στο νόμο και οι περισσότεροι οφειλέτες ευθύνονται σε εκπλήρωση της ίδιας παροχής. Υπάρχει δηλαδή ταυτότητα παροχής, που δεν προϋποθέτει αναγκαστικά ταυτότητα του νομικού και πραγματικού λόγου γενέσεως αυτής και ως εκ τούτου η υποχρέωση ή κοινή ευθύνη των συνοφειλετών μπορεί να πηγάζει από διαφορετική αιτία και να γεννήθηκε σε διαφορετικό χρόνο (Α.Π. 283/2013, Α.Π. 81/1991). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται όχι μόνο όταν περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται για αδικοπραξία με την έννοια του άρθρου 914 Α.Κ, αλλά και όταν όλα ή μερικά από αυτά ευθύνονται αντικειμενικά και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν η αντικειμενική ευθύνη ρυθμίζεται στον Α.Κ. ή σε ειδικούς νόμους. Σύμφωνα με τα παραπάνω, αν ευθύνονται πολλοί σε αποζημίωση από αδικοπραξία κατ’ άρθρο 926 Α.Κ, έναντι του δικαιούχου της αποζημιώσεως ενέχονται όλοι εις ολόκληρον, ανεξαρτήτως του βαθμού πταίσματος εκάστου, αντιστοίχως δε, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως έχει δικαίωμα να στραφεί είτε εναντίον όλων των συνυπαίτιων είτε διαδοχικά εναντίον καθενός από αυτούς απαιτώντας ολόκληρη την αποζημίωση, ανεξαρτήτως του ποσοστού συμμετοχής (βαθμού πταίσματος) στην τέλεση της αδικοπραξίας εκάστου συνυπαίτιου, ο οποίος δεν δύναται να ζητήσει να προσδιοριστεί ο βαθμός του πταίσματός του, καθόσον ο προσδιορισμός αυτός δεν ασκεί επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΣτΕ 1029/2018, Α.Π. 1655/2017, Α.Π. 871/2010). Και τούτο, διότι προϋπόθεση της εις ολόκληρον ευθύνης δεν είναι η κοινή εναγωγή ή, έστω, η δυνατότητα κοινής εναγωγής από τον ζημιωθέντα περισσότερων προσώπων, φερόμενων ως συνοφειλετών, αλλά η πραγματική συνδρομή των νόμιμων όρων ευθύνης για τον κάθε συνοφειλέτη χωριστά (Α.Π.  921/2021, Α.Π. 680/2021, www.areiospagos.gr). . Με τη διάταξη του άρθρου 84 εδ. β’ του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (Κ.Ι.Ν.Δ.), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 3816/1958 και ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την αγωγή χρόνο, ορίζεται ότι «ο πλοιοκτήτης ευθύνεται ωσαύτως εκ των αδικοπραξιών τας οποίας διέπραξεν ο πλοίαρχος, το πλήρωμα ή ο πλοηγός κατά την εκτέλεσιν των ανατεθειμένων εις αυτούς καθηκόντων». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 914 και 922 του Α.Κ. συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης (προστήσας) ευθύνεται, όταν η αδικοπραξία του πλοιάρχου ή μέλους του πληρώματος (προστηθέντος) δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την υπηρεσία αυτή, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (Α.Π. 811/2021, 360/2020, Α.Π. 1653/2010, Α.Π. 380/2008, Α.Π. 957/2003, Α.Π. 799/2001). Διατάξεις περί των όρων ασφάλειας, η μη τήρηση των οποίων παρέχει στον παθόντα δικαίωμα αποζημίωσης, είναι εκείνες οι οποίες ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας, ήτοι προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας. Δεν αρκεί δηλαδή η ζημία να επήλθε από τη μη τήρηση όρων οι οποίοι επιβάλλονται μόνο από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς αυτοί να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (Ολ.Α.Π. 26/1995). Τέτοιες ειδικές διατάξεις είναι και εκείνες του Π.Δ/τος 70/1990 «για την υγιεινή και ασφάλεια των εργαζόμενων σε ναυπηγικές και ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες» (Φ.Ε.Κ. Α’ 31), στο οποίο ορίζονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «Ως ναυπηγοεπισκευαστικό έργο θεωρείται κάθε ναυπηγική ή ναυπηγοεπισκευαστική εργασία ορισμένης χρονικής διάρκειας, όπως νέα κατασκευή, μετασκευή, προσθήκη, επισκευή, συντήρηση, διάλυση (άρθρο 2 αριθ.1). Ο κύριος του έργου, ο εργολάβος, ο υπεργολάβος και ο παρέχων το χώρο είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή των διατάξεων του προεδρικού διατάγματος τούτου και ιδιαίτερα με τις υποχρεώσεις που προσδιορίζονται στα επόμενα άρθρα (άρθρο 3 εδ. α). Ως κύριος του έργου θεωρείται ο πλοιοκτήτης, εφοπλιστής, νομέας, ο κάτοχος του πλοίου ή άλλης πλωτής κατασκευής όπου εκτελείται ύστερα από εντολή του και για λογαριασμό του ναυπηγοεπισκευαστικό έργο. Ο κύριος του έργου μπορεί να εκπροσωπείται από το νόμιμα εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του ή τον πλοίαρχο του πλοίου (άρθρο 2 αριθ. 3). Ως εργολάβος θεωρείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον κύριο του έργου και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου ναυπηγοεπισκευαστικού έργου ή τμήματός του (άρθρο 2 αριθ. 4). Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του άνω Π.Δ/τος με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330, 914, 922 και 932 του Α.Κ, 104 Κ.Δ.Ν.Δ. και 84 εδ. β’ του Κ.Ι.Ν.Δ. προκύπτει ότι κατά την εκτέλεση ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών επί του πλοίου, ο πλοίαρχος υποχρεούται να ελέγχει την τήρηση των μέτρων υγιεινής και ασφαλείας που προβλέπονται από το ανωτέρω προεδρικό διάταγμα, εάν δε υπαιτίως παραλείψει την ανωτέρω υποχρέωσή του με συνέπεια την πρόκληση ατυχήματος, ευθύνεται τόσο ο ίδιος, όσο και ο προστήσας αυτόν πλοιοκτήτης έναντι του παθόντος σε καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ενώ σε περίπτωση θανάτου ευθύνεται σε καταβολή χρηματικής ικανοποίησης στην οικογένεια του παθόντος λόγω ψυχικής οδύνης. Οι υποχρεώσεις του όμως αυτές για την εφαρμογή των ρυθμίσεων του πιο πάνω Π.Δ/τος υπάρχουν μόνο όταν ο κύριος του έργου (δηλαδή ο πλοιοκτήτης, εφοπλιστής, νομέας ή κάτοχος του πλοίου, στο οποίο εκτελείται ύστερα από εντολή του και για λογαριασμό του ναυπηγοεπισκευαστικό έργο) έχει ορίσει αυτόν (τον πλοίαρχο) ως εκπρόσωπό του (Α.Π. 1509/2011). Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, κατά το άρθρο 5 ο κύριος του έργου και ειδικότερα ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση, πριν την έναρξη ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών σε πλοία ή άλλα πλωτά ναυπηγήματα, να μεριμνά, σε συνεργασία με τον εργολάβο ή υπεργολάβο, για τη σωστή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας προς αποφυγή πρόκλησης ατυχήματος και συνακόλουθα να ελέγχει διά του εκπροσωπούντος αυτόν πλοιάρχου, έχοντος εκ του νόμου (άρθ. 104 Κ.Δ.Ν.Δ.) τη σχετική αρμοδιότητα, την τήρηση των μέτρων αυτών, είναι δε αδιάφορο για την τήρηση των υποχρεώσεων αυτών του κυρίου του έργου το ότι ο εργολάβος του ναυπηγοεπισκευαστικού έργου δεν τελεί σε σχέση εξάρτησης από τον κύριο του έργου – πλοιοκτήτη (Α.Π. 360/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

. Κατά το άρθρο 71 του Αστικού Κώδικα, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων, που, κατά τα άρθρα 65, 67 και 68 του Α.Κ, το αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν την βούληση του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση. Στην περίπτωση, δε, που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης για τον πράξαντα ή παραλείψαντα, ευθύνεται και αυτός εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο, δηλαδή το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητη αυτής του νομικού προσώπου (A.Π. 450/2024, A.Π. 981/2019, A.Π. 1848/2017, A.Π. 1761/2014, Α.Π. 365/2010, www.areiospagos.gr). Στην περίπτωση αυτή, ο τρίτος ζημιωθείς μπορεί να εναγάγει, παραλλήλως προς το νομικό πρόσωπο και το υπαίτιο όργανο, υφιστάμενης μεταξύ τούτων παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (άρθρα 481 και 926 του ΑΚ) και σχέσης απλής ομοδικίας, αφού η κοινή εναγωγή αυτών δεν αποτελεί υποχρέωση, αλλά δικαίωμα του τρίτου (Α.Π. 1807/2017, A.Π. 1848/2017, A.Π. 1761/2014, A.Π. 1147/2014, Α.Π. 365/2010, Α.Π. 22/2009, www.areiospagos.gr). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγονται τα ακόλουθα: α) οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούληση τους, β) εφ’ όσον τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα παραβιάσουν υπαιτίως με πράξη ή παράλειψη κανόνα που επιβάλλει επιταγή ή απαγόρευση στο νομικό πρόσωπο, τότε ευθύνονται και αυτά προσωπικά από αδικοπραξία. Εξομοιώνεται δηλαδή η υπαίτια παράβαση από τα όργανα αυτά νόμιμης υποχρέωσης του νομικού προσώπου με υπαίτια παράβαση ίδιας νόμιμης υποχρεώσεως, εντεύθεν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα φέρουν προσωπική αδικοπρακτική ευθύνη για τις υπαίτιες παραβάσεις νομίμων υποχρεώσεων τόσο των ίδιων, όσο και των νομικών προσώπων, γ) Σε περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου, δεν απαιτείται εξειδίκευση των επιμέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσεως εκάστου μέλους της διοικήσεως για την κατ’ αρχήν θεμελίωση της δικής του υποχρεώσεως προς αποζημίωση του βλαβέντος εκ του αδικήματος και δ) Το μέλος της διοικήσεως δύναται να επικαλεσθεί με ένσταση (την οποία και βαρύνεται να αποδείξει) ότι για ειδικούς λόγους δεν είναι προσωπικώς υπαίτιο για την διάπραξη του αδικήματος και την εντεύθεν ζημία του παθόντος, για την οποία ευθύνεται το νομικό πρόσωπο. Η ένσταση αυτή πρέπει να προταθεί κατά τον προβλεπόμενο στο άρθρ. 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. τρόπο, δηλαδή πρέπει να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, άρα ιστορική βάση, και αίτημα περί απαλλαγής από την ευθύνη, ώστε μέσω της κατάλληλης υπαγωγής στο πλαίσιο του οικείου νομικού συλλογισμού να εκδοθεί τελικά απόφαση σύμφωνη με την έννομη αυτή συνέπεια. Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξαρτήτως της μορφής του ν.π. και ειδικότερα, ανεξαρτήτως του αν αυτό λειτουργεί ως προσωπική ή κεφαλαιουχική εταιρία. Επομένως, ναι μεν ο νόμιμος εκπρόσωπος κεφαλαιουχικής εταιρίας δεν ευθύνεται ατομικά για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται, όμως, κατά τις γενικές διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (Α.Π. 428/2023, Α.Π. 786/2023, Α.Π. 1000/2023, Α.Π. 1170/2021, Α.Π. 1067/2021, Α.Π. 78/2020, Α.Π. 1308/2020, Α.Π. 789/2020, Α.Π. 853/2019, Α.Π. 1/2019, Α.Π. 785/2018, Α.Π. 1380/2013, Α.Π. 1083/2008, Α.Π. 1051/2012, www.areiospagos.gr).

7. Με τον πρώτο λόγο της Β έφεσης η εκκαλούσα ενάγουσα ισχυρίζεται ότι, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή κατά την κύρια βάση της από αδικοπραξία ως προς τον τρίτο και την τέταρτη των εναγόμενων που ήταν νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων εταιριών αντίστοιχα, καίτοι στο δικόγραφο της αγωγής αναφέρονται πραγματικά περιστατικά που αρκούν για τη θεμελίωση ατομικής αδικοπρακτικής ευθύνης τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους κατ’ άρθρο 71 εδ. β’ Α.Κ.. Από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι η ενάγουσα ισχυρίζεται τα ακόλουθα όσον αφορά την ατομική αδικοπρακτική ευθύνη των άνω εναγόμενων φυσικών προσώπων: «Οι εναγόμενοι λοιπόν είχαν την ιδιαίτερη υποχρέωση από το νόμο και από την σύμβαση μεταξύ μας να επιδείξουν άκρα επιμέλεια ως προς την συνεχή τήρηση των κανόνων ασφαλείας, αλλά και να λάβουν και να τηρούν συνεχώς όλα τα απαιτούμενα μέτρα, επιβλέποντας παράλληλα το προσωπικό που απασχολούσαν, ώστε να αποφευχθούν επικίνδυνες καταστάσεις που θα έβλαπταν τη ζωή ή την περιουσία τρίτων προσώπων. Εντούτοις, και παρά το ότι, διά της εταιρείας που εκπροσωπούν ο καθένας τους, ανέλαβαν τον κίνδυνο του εγχειρήματος, ο, μεν, γ’ των εναγομένων ως νόμιμος εκπρόσωπος α’ εναγόμενης εταιρείας που εκμεταλλεύεται το ναυπηγείο, η, δε, δ’ των εναγομένων ως νόμιμη εκπρόσωπος της β’ εναγόμενης εταιρείας που ανέλαβε την εκτέλεση των επισκευών στο πλοίο, παρέλειψαν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα και προφυλάξεις που απέρρεαν από το νόμο, την σύμβαση και τους κανόνες περί χρηστής επιμέλειας, προκειμένου όχι μόνο να αποφευχθεί το ζημιογόνο γεγονός που εν τέλει επήλθε, δηλαδή η πρόκληση πυρκαγιάς, αλλά και να μειώσουν ή να εκμηδενίσουν τις συνέπειες του επελθόντος ζημιογόνου γεγονότος, δηλαδή να είχαν λάβει και να τηρούν διαρκώς τα απαιτούμενα μέτρα ώστε να υφίσταται λειτουργούν σύστημα πυρόσβεσης. Έτσι, ο γ’ των εναγομένων παράνομα και υπαίτια παρέλειψε να δείξει την δέουσα επιμέλεια που απαιτεί ο νόμος αλλά και τα συναλλακτικά ήθη, ώστε το ναυπηγείο που εκμεταλλεύεται η εταιρεία που εκπροσωπεί να διαθέτει διαρκώς, λειτουργικό, άρτιο και σύμφωνο με την ισχύουσα νομοθεσία, σύστημα πυρόσβεσης, ενώ αποδείχθηκε ότι κανένα από τα συστήματα πυρόσβεσης που όφειλε να διαθέτει το ναυπηγείο δε λειτούργησε με αποτέλεσμα μία αρχικά μικρής έντασης εστία, να εξελιχθεί σε γενικευμένη πυρκαγιά που οδήγησε στην ολική καταστροφή του σκάφους. Η δε δ’ των εναγομένων παράνομα και υπαίτια παρέλειψε να επιδείξει την δέουσα επιμέλεια, ώστε οι προστηθέντες υπάλληλοι – εργάτες της, που απασχολούνταν στο ναυπηγείο, να τηρούν τους κανόνες ασφαλείας και της τεχνικής, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, προκειμένου εργασίες που θα εκτελούν να μην προκαλέσουν βλάβη στην υγεία ή την παρουσία τρίτων προσώπων, αλλά και εν προκειμένω και στη δική μας. Αντ’ αυτού και λόγω της πλημμελούς εποπτείας, οι εργάτες της εταιρείας αυτής εκτέλεσαν θερμές εργασίες, δηλαδή κοπή μετάλλων στο κύτος του σκάφους με κατεύθυνση από το εξωτερικό μέρος της γάστρας προς το εσωτερικό του σκάφους, παραλείποντας να διασφαλίσουν από τον κίνδυνο πυρκαγιάς το εσωτερικό μέρος του σκάφους που γειτνιάζει με το χώρο που διενεργούνταν οι εργασίες, λαμβάνοντας τα απαιτούμενα μέτρα προφύλαξης που προβλέπει ο νόμος, με αποτέλεσμα της συγκλίνουσας αμέλειάς τους να προκαλέσουν πυρκαγιά στο εσωτερικό μέρος του σκάφους ακριβώς στο σημείο που διενεργούσαν τις εργασίες αυτές, η οποία επεκτάθηκε και είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή του σκάφους εντός του ναυπηγείου». Επιπλέον, η ενάγουσα, με τις νομότυπα κατατεθείσες πρωτόδικες προτάσεις της, διευκρινίζει παραδεκτά τα ακόλουθα όσον αφορά την αδικοπρακτική ευθύνη των εναγόμενων εταιριών και των εναγόμενων φυσικών προσώπων που τις εκπροσωπούν νόμιμα: «οι δύο εναγόμενες εταιρείες δια των νομίμων εκπροσώπων τους και των προστηθέντων τους διευθυντών, υπαλλήλων και εργατών, επέδειξαν ασύγγνωστη αμέλεια, αδιαφορώντας παντελώς για την τήρηση της οικείας νομοθεσίας που καθορίζει την σύννομη εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών στο σκάφος και τη σύννομη λειτουργία των εγκαταστάσεων πυρασφάλειας σε ένα ναυπηγείο και την ορθή χρήση αυτών, προκάλεσαν πυρκαγιά, η οποία ενώ θα έπρεπε να κατασβεστεί άμεσα, ως όφειλαν, εντούτοις δεν κατασβέστηκε, αλλά αντίθετα επεκτάθηκε στο υπόλοιπο σκάφος με αποτέλεσμα την ολοσχερή καταστροφή του, με υπαιτιότητα των εναγομένων. Οι εναγόμενοι, λοιπόν, διέθεταν ιδιαίτερο νομικό καθήκον, προερχόμενο και από το νόμο και από την μεταξύ μας σύμβαση, να διαφυλάξουν το σκάφος ως περιουσία της εταιρείας μας και να διασφαλίσουν άτι οι προς εκτέλεση εργασίες στο ναυπηγείο θα εκτελούνταν σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του νόμου και τους κανόνες της τεχνικής, της κοινής πείρας και της λογικής και σύμφωνα με τα αντίστοιχα συναλλακτικά ήθη και έθιμα. Αντ’ αυτού και με υπαιτιότητα τους, η μεν, β’ των εναγομένων εταιρεία παρέλειψε να διασφαλίσει την ασφάλεια του σημείου, στο οποίο εκτελούσε εργασίες κοπής μετάλλων και, μάλιστα, με κατεύθυνση αντίθετη από αυτή που ορίζουν οι κανόνες ασφαλείας, χωρίς να διασφαλίσει από τον κίνδυνο πυρκαγιάς τον χώρο στο εσωτερικό του σκάφους που γειτνιάζει με το χώρο που διενεργούταν οι εργασίες (τοποθετώντας πυρίμαχα καλύμματα και αφαιρώντας εύφλεκτα υλικά) και τοποθετώντας πυροσβεστήρες στα επικίνδυνα σημεία, η, δε, α’ των εναγομένων εταιρεία λειτουργούσε, – όπως αποδείχτηκε -, ένα ναυπηγείο (δηλαδή έναν εργασιακό χώρο πρόσφορο για πρόκληση πυρκαγιάς λόγω της φύσεως των εργασιών που εκτελούνται σε αυτόν), χωρίς ουσιαστικά κανένα σύστημα πυρόσβεσης. Αποτέλεσμα της παραπάνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων ήταν όχι μόνο η πρόκληση πυρκαγιάς στο σημείο που γινόταν οι εργασίες στο σκάφος, αλλά και περαιτέρω η εξάπλωση της λόγω της έλλειψης οποιοσδήποτε μέτρου ασφαλείας και πυρόσβεσης, με αποτέλεσμα την ολοσχερή καταστροφή του πλοίου. Το επελθόν ζημιογόνο γεγονός, δηλαδή η ολική καταστροφή του σκάφους, είναι αποτέλεσμα της συγκλίνουσας αμέλειας και των δύο εναγομένων εταιρειών, αφού όταν το εξ αμελείας έγκλημα είναι απότοκο συνδρομής αμέλειας πολλών προσώπων, καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων κατά το λόγο της αμέλειας που επιδείχθηκε από αυτό και εφόσον πάντως το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό», ….. «καμία προσπάθεια κατάσβεσης της φωτιάς με μέσα που διέθετε η επιχείρηση δεν έλαβε χώρα διότι κανένα από τα μέσα αυτά δεν λειτουργούσε, όπως προκύπτει από την έκθεση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, αλλά και κυρίως από την απόφαση περί ανάκλησης της άδειας πυρασφάλειας και το διοικητικό πρόστιμο, που επιβλήθηκε στο ναυπηγείο, του οποίου διαχειριστής είναι ο ανωτέρω γ’ των εναγόμενων. Ο ίδιος, δηλαδή, ενώ είχε αναλάβει από το νόμο την ειδική υποχρέωση να λάβει συγκεκριμένα μέτρα πυρασφάλειας, που να αποτρέπουν τον κίνδυνο εκδήλωσης γενικευμένης πυρκαγιάς (ενόψει του ότι εκμεταλλεύεται επαγγελματικό χώρο (ναυπηγείο), που κατά την συνήθη λογική, καθώς, αφού εκτελούνται εντός αυτού θερμές εργασίες είναι πάντοτε παρών ο κίνδυνος πρόκλησης πυρκαγιάς), αυτός δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα, δηλαδή δεν ήλεγξε τα μέσα πυρόσβεσης τα οποία έπρεπε να διατηρεί σε καθεστώς άριστης λειτουργίας, με αποτέλεσμα να επεκταθεί η πυρκαγιά, η οποία κατέστρεψε το πλοίο μας, επεκτάθηκε σε άλλο πλοίο και κατέστρεψε υλικά του Δήμου Σύρου», «Περαιτέρω, η κα. ………….. – δ’ εναγόμενη, είναι νόμιμος εκπρόσωπος της β’ εναγόμενης εταιρείας (ΣΧΕΤΙΚΟ 6), η οποία, ως ανωτέρω ήδη εκτέθηκε, είχε αναλάβει τις εργασίες επισκευής του σκάφους, παρέλειψε να ασκήσει την οφειλόμενη εποπτεία στους εργάτες της εταιρείας της (ΣΧΕΤΙΚΟ 28), προκειμένου να εκτελέσουν τις θερμές εργασίες που διενεργούσαν, οι οποίες εκ της φύσης τους ενέχουν τον κίνδυνο πρόκλησης πυρκαγιάς, αλλά και, επίσης, να ελέγξει ότι οι εργασίες αυτές εκτελούνται κατά τρόπο που δεν θα δύνατο να προξενήσει πυρκαγιά στο εσωτερικό του σκάφους (ενδεικτικά ότι θα έπρεπε οι εργασίες να γίνονται από το εσωτερικό προς το εξωτερικό του σκάφους), αλλά και να καλύψει τα σημεία που γίνονται εργασίες στο εσωτερικό του σκάφους με πυρίμαχο υλικό, καθώς επίσης και να φροντίσει να υπάρχουν πυροσβεστικά μέσα, τόσο πλησίον, όσο και στο εσωτερικό του σκάφους. Η ίδια, δηλαδή, ενώ είχε αναλάβει από το νόμο την ειδική υποχρέωση να λάβει συγκεκριμένα μέτρα πυρασφάλειας, που να αποτρέπουν τον κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιάς στον χώρο εσωτερικά και πλησίον του σκάφους (που κατά την συνήθη λογική, καθώς, αφού εκτελούνται εντός αυτού θερμές εργασίες, είναι πάντοτε παρών ο κίνδυνος πρόκλησης πυρκαγιάς), αυτή δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα, δηλαδή δεν άσκησε την δέουσα, απαιτούμενη και οφειλόμενη εποπτεία στους εργάτες της εταιρείας της, προκειμένου να εκτελέσουν τις θερμές εργασίες που διενεργούσαν, οι οποίες εκ της φύσης τους ενέχουν τον κίνδυνο πρόκλησης πυρκαγιάς (ενδεικτικά ότι θα έπρεπε οι εργασίες να γίνονται από το εσωτερικό προς το εξωτερικό του σκάφους), δεν κάλυψε τα σημεία που γίνονται εργασίες στο εσωτερικό του σκάφους με πυρίμαχο υλικό, ούτε μερίμνησε να υπάρχουν πυροσβεστικά μέσα, με αποτέλεσμα να επεκταθεί η πυρκαγιά, η οποία κατέστρεψε το πλοίο μας». Με τις αναφορές αυτές για παράνομες και υπαίτιες παραλείψεις των εναγόμενων εταιριών εξαιτίας ατομικών παράνομων και υπαίτιων παραλείψεων των εναγόμενων νόμιμων εκπροσώπων τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους η ενάγουσα ζητεί να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο έκαστος, τα ανωτέρω ποσά αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για την περιγραφόμενη ολική καταστροφή του σκάφους της και την ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπραξία τους. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι νόμιμη και ως προς την κύρια βάση της από αδικοπραξία των εναγόμενων φυσικών προσώπων, καθώς εκτίθενται επαρκή πραγματικά περιστατικά για τη θεμελίωση ατομικής αδικοπρακτικής ευθύνης τους σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν, αφού προσδιορίζονται: α) η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους (παράλειψη οφειλόμενων ενεργειών) ως νόμιμων εκπροσώπων της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων εταιριών αντίστοιχα, που ήταν υποκείμενα της οικείας υποχρέωσης, β) η περιουσιακή ζημία και η ηθική βλάβη της ενάγουσας με τα επιμέρους στοιχεία που δικαιολογούν το αιτούμενο ως χρηματική ικανοποίηση ποσό και γ) ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων φυσικών προσώπων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και του ζημιογόνου αποτελέσματος που προκάλεσε η συμπεριφορά τους και δεν θα είχε συμβεί χωρίς αυτή, χωρίς να απαιτείται εξειδίκευση των επιμέρους αρμοδιοτήτων τους και της προσωπικής στάσης τους για την κατ’ αρχήν θεμελίωση της υποχρέωσής τους προς αποζημίωση της ενάγουσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε απορριπτέα ως μη νόμιμη την αγωγή κατά την κύρια βάση της από αδικοπραξία ως προς τον τρίτο και την τέταρτη των εναγόμενων – νόμιμους εκπροσώπους της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων αντίστοιχα, με το σκεπτικό ότι: «σύμφωνα με τα στην αγωγή επικαλούμενα από την ενάγουσα πραγματικά περιστατικά δεν δύναται να θεμελιωθεί προσωπική τους – και μάλιστα εις ολόκληρον με τις δυο πρώτες εναγόμενες εταιρείες – αδικοπρακτική σε βάρος της ενάγουσας ευθύνη, ενώ, σημειωτέον, για τις εταιρικές υποχρεώσεις της πρώτης εναγόμενης Ανώνυμης εταιρείας και για τις εταιρικές υποχρεώσεις της δεύτερης εναγόμενης Ι.Κ.Ε. ευθύνεται μόνο η εταιρεία σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 4548/2018 για τον τρίτο εναγόμενο – νόμιμο εκπρόσωπο της Ανώνυμης εταιρείας και για την τέταρτη εναγόμενη – νόμιμη εκπρόσωπο της Ι.Κ.Ε. σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 του ν. 4072/2012», έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου (άρθρου 71 εδ. β’ Α.Κ.), διότι για το σχηματισμό της κρίσης του περί της νομικής επάρκειας της αγωγής κατά την κύρια βάση της από αδικοπραξία σε βάρος των εναγόμενων φυσικών προσώπων απαίτησε περισσότερα απ’ όσα απαιτούνται από την ανωτέρω διάταξη ουσιαστικού δικαίου προς θεμελίωση του σχετικού δικαιώματος αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας στη Β’ έφεση. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της έφεσης αυτής, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ανωτέρω πλημμέλεια, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσία και στη συνέχεια να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της και το Δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει στην ουσία (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

8. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικών ενσήμων», όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν.δ/τος 1544/1942, ο ενάγων, αν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, δικάζεται ερήμην. Δεν επέρχεται, δηλαδή, απαράδεκτο της αγωγής ή της συζήτησης αυτής, αλλά η αγωγή απορρίπτεται κατ’ ουσία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 272 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει, λόγω πλασματικής ερημοδικίας (βλ. ενδ. Α.Π. 1752/2023, www.areiospagos.gr, Α.Π. 5/2020, Α.Π. 538/2019, Α.Π. 367/2018, Α.Π. 1293/2018, Α.Π. 1485/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με το άρθρο 42 ν. 4640/2019 (Φ.Ε.Κ. Α 190/30.11.2019), προβλέφθηκε ότι «…3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού. 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία». Από τη διάταξη αυτή καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές είτε ως καταψηφιστικές που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 1η.1.2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου κατ’ άρθρο 2 του Ν. ΓΠΝ/1912, επί των αναφερομένων στις διατάξεις του αποτιμητών σε χρήμα αιτημάτων των αγωγών (Εφ.Πειρ. 253/2024, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Αθ. 804/2023, Εφ.Αθ. 884/2023, Εφ.Αθ. 4869/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Εξάλλου, κατά το άρθρο 227 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις που μπορούν να αναπληρωθούν, ο πρόεδρος οποιουδήποτε πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής μονομελούς δικαστηρίου καλεί να τις συμπληρώσει και μετά τη συζήτηση τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή διάδικο, εφόσον παρίσταται αυτοπροσώπως, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία, ενώ κατά την παρ. 2 αυτού, η πρόσκληση γίνεται και τηλεφωνικώς, ο δε γραμματέας βεβαιώνει με σημείωση στο εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας τον χρόνο της ειδοποίησης, τα ζητούμενα στοιχεία και την προθεσμία». Η παρούσα διάταξη στοχεύει στο να περιορίσει κατά το δυνατό την απώλεια της δίκης από τυπικούς λόγους, προς τούτο δε ο δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση έχει στη διάθεσή του και άλλες διατάξεις, όπως είναι και εκείνη του άρθρου 236 ιδίου Κώδικα, που ρυθμίζει την υποχρέωσή του για την πλήρη έρευνα της υπόθεσης στο ακροατήριο (Α.Π. 717/2023, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τυπική παράλειψη που μπορεί να συμπληρωθεί μετά τη συζήτηση κατόπιν υπόδειξης του Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 227 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, όπως γίνεται σε συναφείς περιπτώσεις (παράλειψη προσκόμισης πληρεξουσίου εγγράφου ή ενημερωτικού εγγράφου περί δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή παλαιότερα πρακτικού περί αποτυχίας απόπειρας εξώδικου συμβιβασμού, που προβλεπόταν από το άρθρο 214 Α του Κ.Πολ.Δ, πριν την τροποποίησή του με τον ν. 3994/2011) είναι και η παράλειψη καταβολής δικαστικού ενσήμου. Έτσι, σε περίπτωση πρόσκλησης του Δικαστηρίου για κατάθεση του δικαστικού ενσήμου μετά τη συζήτηση αγωγής κατά την οποία χώρησε μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό και κατάθεσης του δικαστικού ενσήμου εντός της ταχθείσας προθεσμίας από τον υπόχρεο διάδικο για να αποτρέψει την πλασματική ερημοδικία του, δεν πρέπει να τίθεται τέτοιο ζήτημα, καθώς στην περίπτωση αυτή υπηρετείται πλήρως η ratio της υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου, που είναι η είσπραξη αυτού ως φορολογίας του αντικειμένου της δίκης (π.ρ.β.λ. Α.Π. 1752/2023, Α.Π. 717/2023, Α.Π. 1627/2017, Εφ.Πειρ. 194/2023,  Εφ. Πειρ. 161/2022, Εφ.Πειρ. 74/2021, Εφ.Πειρ. 88/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μακρίδου σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 2000, Ι. υπ’ άρθρο 227, αριθ. 3, σ. 502, Β. Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ, Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, 1994, υπ’ άρθρο 227, αριθ. 3, σ. 97, βλ. όμως και A.Π. 181/2023, T.Ν.Π. NOMOΣ, κατά την οποία η παράλειψη προσκόμισης του δικαστικού ενσήμου δεν συνιστά παράλειψη δυναμένη να συμπληρωθεί υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 227 Κ.Πολ.Δ, λόγω ρητής πρόβλεψης στο άρθρο 237 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. ότι απώτατο χρονικό σημείο κατάθεσης του δικαστικού ενσήμου είναι η συζήτηση της υπόθεσης).

9. Με το δεύτερο λόγο της Α έφεσής της η πρώτη εναγόμενη ισχυρίζεται ότι, κατ’ εσφαλμένη  εφαρμογή του νόμου η εκκαλούμενη απόφαση δεν απέρριψε την υπό κρίση αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσία λόγω πλασματικής ερημοδικίας της εφεσίβλητης ενάγουσας, επειδή η τελευταία κατέθεσε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου εκπρόθεσμα στις 24-4-2023, αφού κλήθηκε σχετικά από την εισηγήτρια του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μετά τον περιορισμό από μέρους της με τις προτάσεις της του αιτήματος της αγωγής της σε αναγνωριστικό, καίτοι είχε προηγηθεί η συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο στις 17ης Ιανουαρίου 2023, η οποία ορίζεται εκ του νόμου (άρθρο 237 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) ως απώτατο χρονικό σημείο κατάθεσης του δικαστικού ενσήμου. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, η ενάγουσα δεν ερημοδικάστηκε πλασματικά στον πρώτο βαθμό λόγω παράλειψης υποβολής του δικαστικού ενσήμου, ούτε ήταν επιλογή της η μη πληρωμή του δικαστικού ενσήμου, αλλά το πλήρωσε και το υπέβαλε στο Δικαστήριο αφού κλήθηκε σχετικά από την Εισηγήτρια, μετά τον περιορισμό από μέρους της του αιτήματος της αγωγής της σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις της (βλ. μνεία στην εκκαλούμενη απόφαση του καταβληθέντος σχετικού ηλεκτρονικού παράβολου με αριθμό …………….) και έτσι απέτρεψε την ερημοδικία της κατά τον τρόπο που της ζητήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και υπηρετεί πλήρως το σχετικό σκοπό του νομοθέτη, σύμφωνα με την άποψη που κρίνεται ορθότερη από το παρόν Δικαστήριο και αναπτύσσεται στη με αριθ. 8 άνω νομική σκέψη.

10. Από τη με αριθ. …../4-4-2022 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ………… ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …………., που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, με πρωτοβουλία της οποίας λήφθηκε, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. την υπ’ αριθ. ………../29-3-2022 έκθεση επίδοσης της από 21-3-2022 κλήσης – γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων προς την πρώτη εναγόμενη της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αιγαίου ……., την υπ’ αριθ. ………./29-3-2022 έκθεση επίδοσης της ως άνω κλήσης – γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων προς τη δεύτερη εναγόμενη του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ………, την υπ’ αριθ. ………./29-3-2022 έκθεση επίδοσης της από 21-3-2022 κλήσης – γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων προς τον τρίτο εναγόμενο της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αιγαίου …….. και την υπ’ αριθ. ………/29-3-2022 έκθεση επίδοσης της ως άνω κλήσης – γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων προς την τέταρτη εναγόμενη της ίδιας άνω δικαστικής επιμελήτριας), τη με αριθ. ……../27-4-2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος …………… ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, με πρωτοβουλία της οποίας λήφθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. προς αντίκρουση των ισχυρισμών που αναφέρονται στις από 7-4-2022 πρωτόδικες προτάσεις των δυο πρώτων εναγόμενων εταιριών, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευσή τους κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. την υπ’ αριθ. ……../19-4-2022 έκθεση επίδοσης της από 18-4-2022 κλήσης – γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων προς την πρώτη εναγόμενη του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …….. και την υπ’ αριθ. ………./19-4-2022 έκθεση επίδοσης της ίδιας άνω κλήσης – γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων προς τη δεύτερη εναγόμενη της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Ευβοίας . …..), τη με αριθ. ……/5-4-2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ……………, που επικαλούνται και προσκομίζουν η πρώτη και ο τρίτος των εναγόμενων, με πρωτοβουλία των οποίων λήφθηκε, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. την υπ’ αριθ. ……../31-3-2022 έκθεση επίδοσης της από 31-3-2022 κλήσης – γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων προς την ενάγουσα του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών . ……), τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 Κ.Πολ.Δ.), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (Α.Π. 386/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), καθώς και από τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων (άρθρα 261, 352 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), όπου ειδικά αναφέρεται παρακάτω, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρία «……….» είναι ναυτιλιακή εταιρία εκμετάλλευσης σκαφών αναψυχής, η οποία συστάθηκε κατά τις διατάξεις του Ν. 3182/2003, καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ν.Ε.Π.Α. του Υπουργείου Ναυτιλίας με αύξοντα αριθμό 512 και κατά τον κρίσιμο για την αγωγή χρόνο (10-8-2020) είχε την πλοιοκτησία και εκμετάλλευση του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού πλοίου αναψυχής «Μ», με αριθμό μητρώου Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας «…….»  και αριθμό e-μητρώου επαγγελματικού πλοίου αναψυχής ………. Το σκάφος αυτό το είχε αποκτήσει κατά πλήρη κυριότητα, μετά των συστατικών και των παραρτημάτων του (βαρουλκών, αλύσεων, αγκυρών, καλωδίων, συστατικών λέμβων και λοιπών εξαρτημάτων) η δικαιοπάροχός της εταιρία «……….» δυνάμει της με αριθμό ……../2007 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης πλοίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ………. Τότε το σκάφος ονομαζόταν «ΑΛ» (AL) και ήταν εγγεγραμμένο στα βιβλία Β’ Κλάσης Πλοίων Νηολογίου Πειραιά με αριθ. νηολ. …., Δ.Δ.Σ. SΧ …., ολ. μήκ. 38,18 μ, μήκ. νηολ. 32,30 μ, πλάτ. νηολόγ. 6,74 μ, κ.ο.χ. 217,15, κ.κ.χ. 106,31, δύο μηχανές εσωτερικής καύσης DEUTZ, τύπου SBF 16Μ 71, συνολική ιπποδύναμη 1602 ΒΗΡ, κατασκευή στην Ιταλία το έτος 1977 (κατασκευάστρια εταιρία την «……..») και μετασκευή – επιμήκυνση (rebuilt) το έτος 2001, που χαρακτηριζόταν από γενική αλλαγή των δομικών του στοιχείων. Στη συνέχεια, η εταιρία «………» πώλησε, παραχώρησε, μεταβίβασε και παρέδωσε το ως άνω σκάφος στην ενάγουσα αντί τιμήματος 2.800.000,00 ευρώ, δυνάμει του από 8-6-2007 πρωτόκολλου παράδοσης – παραλαβής και του από 11-6-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού πώλησης, το οποίο θεωρήθηκε την 11-6-2007 από τον Διοικητή ΚΛΠ/Ε’ Λ.Τ. Ακολούθως, με το από 14-6-2007 έγγραφο εθνικότητος το παραπάνω σκάφος καταχωρήθηκε στην κυριότητα της ενάγουσας, μετονομάστηκε σε «Μ», έλαβε τον «.. ….»  αριθμό μητρώου Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και τη με αριθ. πρωτ. ……… άδεια επαγγελματικού πλοίου αναψυχής του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας (ν. 2743/1999) και έκτοτε η ενάγουσα το εκμεταλλευόταν, ναυλώνοντάς το σε Έλληνες και αλλοδαπούς για διακοπές σε διάφορα παραθαλάσσια μέρη της Ελλάδος, κυρίως σε νησιά. Ωστόσο, δυνάμει της υπ’ αριθ. αριθ. …../2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης κινητής περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αιγαίου …….. επιβλήθηκε σ’ αυτό αναγκαστική κατάσχεση από το Ελληνικό Δημόσιο και σε συνδυασμό με την παρεπόμενη απαγόρευση απόπλου του που επέβαλε το Λιμεναρχείο Μυκόνου, παρέμεινε σε ακινησία σε λιμένα της Μυκόνου για χρονικό διάστημα σχεδόν τριών ετών. Στα πλαίσια της άνω αναγκαστικής κατάσχεσης, η αξία του εκτιμήθηκε στο ποσό των 882.000,00 ευρώ με την από 4-7-2017 και με αριθ. πρωτ. …… εκτίμηση του Προϊσταμένου του Α’ Τελωνείου Εισαγωγής ΕΦΚ και Εφοδίων Πειραιά (Τμήμα Δικαστικό – Τελωνειακών Διαδικασιών), χωρίς η ενάγουσα να αιτηθεί στη συνέχεια τη διόρθωση αυτής της τιμής εκτίμησης, που αποτελούσε και την τιμή πρώτης προσφοράς. Ακολούθως, δυνάμει της με αριθμό Α1161/2018 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Σύρου η άνω αναγκαστική εκτέλεση ακυρώθηκε λόγω μη επίδοσης στην ενάγουσα (ανακόπτουσα) ατομικής ειδοποίησης. Στις αρχές Ιουνίου 2020 η ενάγουσα αποφάσισε να προχωρήσει σε εκτεταμένες επισκευές στο άνω σκάφος, που, λόγω της μακράς ακινησίας του, δεν είχε κανένα πιστοποιητικό εν ισχύ, ώστε να μπορέσει να  ξαναρχίσει να το ναυλώνει και με το σκοπό αυτό προέβη στην κατάρτιση σχετικών συμφωνιών με την πρώτη και τη δεύτερη των εναγόμενων. Ειδικότερα, μεταξύ της ενάγουσας εταιρίας, νόμιμα εκπροσωπούμενης από τον …….. και της πρώτης εναγόμενης εταιρίας «…………», που είχε ως κύριο αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας την εκμετάλλευση ναυπηγείου στη θέση «…….» στην Σύρο και εκπροσωπούνταν νόμιμα από τον τρίτο εναγόμενο …….., συμφωνήθηκε προφορικά περί τα τέλη Ιουνίου 2020 η παραχώρηση κατάλληλου χώρου για την ανέλκυση και τοποθέτηση του σκάφους, σύμφωνα με τα όσα ορίζει η κείμενη νομοθεσία για τις ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες. Για τις υπηρεσίες που θα παρείχε στην ενάγουσα συμφωνήθηκε αυτή να της καταβάλει το ποσό των 2.500,00 ευρώ μηνιαίως, περιλαμβανομένου Φ.Π.Α, καθώς και το ποσό των 3.000,00 ευρώ για την ανέλκυση κατά την είσοδο του σκάφους στο ναυπηγείο και 3.000,00 ευρώ για την καθέλκυση του σκάφους με την ολοκλήρωση των εργασιών. Οι εργασίες υπολογίστηκε ότι θα ξεκινούσαν περί τα τέλη Ιουλίου 2020 και θα ολοκληρώνονταν έως την 30η Σεπτεμβρίου 2020. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη  «……….» είναι εταιρία με κύριο αντικείμενο την εκτέλεση ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών, νόμιμη εκπρόσωπο, διαχειρίστρια και μέτοχο τη …….. (τέταρτη εναγόμενη) και κύριο μέτοχο τον …….. (μη διάδικο). Στις 27-6-2020 η ενάγουσα, ενεργούσα δια του νόμιμου εκπροσώπου της …….., συμφώνησε προφορικά με τη δεύτερη εναγόμενη, ενεργούσα δια της νόμιμης εκπροσώπου της …….. και του προστηθέντος και κυρίου εταίρου της ………,  να εκτελέσει η τελευταία με δικό της προσωπικό και δική της ευθύνη (εντός του ναυπηγείου της πρώτης εναγόμενης) εργασίες αποκατάστασης λαμαρινών στη γάστρα του σκάφους, συνεπεία της φθοράς που είχαν υποστεί λόγω της τριετούς σχεδόν ακινησίας του σκάφους στο νέο λιμάνι της Μυκόνου. Ως αμοιβή της συμφωνήθηκε το ποσό των 24,00 ευρώ, περιλαμβανομένου Φ.Π.Α, ανά εργατοώρα εργατοτεχνίτη που θα απασχολείτο στο έργο, ενώ η δεύτερη εναγόμενη ανέλαβε και τη διεκπεραίωση όλων των αναγκαίων εγγράφων προς κάθε αρμόδια αρχή, καθώς και την έκδοση των σχετικών αδειών. Στις 30 Ιουνίου 2020 η ενάγουσα εταιρία ανέθεσε στην εταιρεία «…………» να προβεί σε γενική επιθεώρηση του πλοίου, καθώς και σε θεώρηση των απαιτούμενων πιστοποιητικών, η οποία ολοκληρώθηκε και στη συνέχεια στις 2-7-2020 το σκάφος επιθεωρήθηκε στην Μύκονο με ικανοποιητικά αποτελέσματα και ρυμουλκήθηκε από το νέο λιμάνι Μυκόνου προς το νεωλκείο της πρώτης εναγόμενης στη Σύρο. Η ρυμούλκηση ολοκληρώθηκε την 7η Ιουλίου 2020 και το σκάφος τοποθετήθηκε στις εγκαταστάσεις της πρώτης εναγόμενης, όπως είχε συμφωνηθεί. Την 16η Ιουλίου 2020 ανελκύστηκε από τη θάλασσα, μεταφέρθηκε στη θέση που είχε καθοριστεί και στερεώθηκε πάνω στις ειδικές βάσεις που διέθετε το ναυπηγείο, για να γίνουν σ’ αυτό οι επισκευαστικές εργασίες. Ενόψει της εκτέλεσης εργασιών κοπής μετάλλων ο ………, που ήταν κατά τον επίδικο χρόνο πλοίαρχος του σκάφους και νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας, αποτάθηκε σε ειδικό εργαστήριο με επωνυμία «……..», που εκτελεί σχετικές εργασίες απαλλαγής κύτους των σκαφών από επικίνδυνα αέρια και υγρά που μπορεί να προκαλέσουν έκρηξη και πυρκαγιά, το οποίο, μετά από σχετικό έλεγχο, εξέδωσε για το άνω σκάφος το υπ’ αριθ. ……/18-07-2020 Πιστοποιητικό Απαλλαγής από Επικίνδυνα Αέρια.

11. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά τη διενέργεια των συμφωνηθεισών εργασιών στο άνω ναυπηγείο της πρώτης εναγόμενης εταιρίας στις 10-8-2020, ο προαναφερθείς ……….., ενώ εκτελούσε με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη της ατομικής επιχείρησης συνεργείου επισκευής πλοίων «……..», ως προστηθείς της δεύτερης εναγόμενης και υπό τη γενική εποπτεία της, μέρος των άνω εργασιών επισκευής και συντήρησης στο Ε/Γ-Τ/Ρ σκάφος «Μ», από αμέλεια ενεργώντας, δεν μερίμνησε για τη λήψη των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας – πυρασφάλειας κατά την εκτέλεση των άνω εργασιών και από έλλειψη της επιβαλλόμενης από τις περιστάσεις προσοχής δεν πρόβλεψε ότι θα προκληθεί πυρκαγιά από τις ενέργειες του συνεργείου του και ότι εξ αυτού του λόγου θα προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, έτι περαιτέρω και επειδή δεν είχε λάβει τα απαιτούμενα μέτρα πυρασφάλειας. Ειδικότερα, κατά την πραγματοποίηση απ’ αυτόν και το συνεργείο του, 10 περίπου μέτρα πριν την πρύμνη του σκάφους, θερμογόνων εργασιών επί λαμαρινών (οξυγονοκοπής – ηλεκτροσυγκόλλησης – κοπής με τροχό, κ.λ.π.) και συγκεκριμένα με τη χρήση τροχού κοπής, παρήχθη σπινθήρας ο οποίος, επαγωγικά και σε συνδυασμό με τις ψηλές θερμοκρασίες που χρησιμοποιούνταν, μεταφέρθηκε σε εύφλεκτα υλικά στο εσωτερικό του πλοίου (μοκέτες – ξύλινα έπιπλα, μονωτικά υλικά), με συνεπακόλουθο την πρόκληση πυρκαγιάς η οποία, σε συνδυασμό με τις προηγηθείσες εργασίες κοψίματος της λαμαρίνας του σκάφους στο εσωτερικό αυτού πάνω από τα στεγανά και κάτω από το πάτωμα μεταξύ πρυμναίων καμπινών και μηχανοστασίου, εξαπλώθηκε ραγδαία σε όλο το σκάφος, αφού ο εσωτερικός χώρος του επικοινωνούσε με τον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο (τροφοδότηση με οξυγόνο) και με το φαινόμενο της καμινάδας μετέφερε την πυρκαγιά στο εσωτερικό του πλοίου. Αποτέλεσμα της πυρκαγιάς αυτής ήταν να καεί ολοσχερώς το εσωτερικό του Ε/Γ-Τ/Ρ σκάφους «Μ», με την μεγαλύτερη καταστροφή να εντοπίζεται στα άνω καταστρώματα αυτού – υπερκατασκευές αλουμινίου, λόγω της έντασης της πυρκαγιάς και του μεγάλου πυροθερμικού φορτίου που είχε αναπτυχθεί. Συγκεκριμένα, τήχθηκε ολοσχερώς το μεγαλύτερο μέρος της υπερκατασκευής, καταστράφηκε ολοσχερώς ο ηλεκτρολογικός εξοπλισμός του σκάφους (καλώδια, πίνακες, διακόπτες) σε μη επισκευάσιμο βαθμό, καταστράφηκαν όλες οι καμπίνες του σκάφους και μάλιστα, λόγω της θερμοκρασίας, «λύγισαν τα στοιχεία της μεταλλικής κατασκευής των χώρων, υπέστη σημαντικές βλάβες το μηχανοστάσιο, με αποτέλεσμα να είναι μη λειτουργικό, καταστράφηκε όλος ο χώρος ενδιαίτησης του πληρώματος, καθώς και όλος ο ηλεκτρολογικός και λοιπός εξοπλισμός και εξαϋλώθηκε όλη η γέφυρα του σκάφους με όλο τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό (ραντάρ, VHF, κ.α.), με συνέπεια να θεωρείται από τεχνικής και οικονομικής άποψης ότι επήλθε ολική απώλεια του σκάφους από πυρκαγιά, κατά τα εκτιθέμενα αναλυτικά στη συνέχεια (παράγραφος 17). Η πυρκαγιά, η οποία κατέκαψε και τα ξύλινα τμήματα των σκαλωσιών και διάφορα εργαλεία, ήταν μάλιστα τόσο έντονη ώστε, λόγω του φαινομένου της κηλίδωσης, επεκτάθηκε και σε παρακείμενο σκάφος αναψυχής με την ονομασία «Π», ιδιοκτησίας του …………, που βρισκόταν ανελκυόμενο στον ίδιο χώρο και σε απόσταση 50μ. Η πυρκαγιά  μεταδόθηκε και στα όρια της επιχείρησης ναυπηγείου «……» με το αμαξοστάσιο του Δήμου Σύρου – Ερμούπολης, καίγοντας μικρή ποσότητα ξυλείας, καθώς και εντός του αμαξοστασίου, σε απόσταση 100μ, καίγοντας παλαιά στρώματα και απορρίμματα. Για τον άνω λόγο ασκήθηκε σε βάρος του …………. ποινική δίωξη για το αδίκημα του εμπρησμού από αμέλεια (κατά τα άρθρα 1, 12, 14, 15, 26 παρ. 1 β, 28, 51, 53, 57, 79, 83, 264 παρ. 2 Π.Κ.) και σχηματίσθηκε η δικογραφία με …………. της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Σύρου, ενώ, στο πλαίσιο της ανωτέρω ποινικής δικογραφίας, δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος άλλου προσώπου.

12. Η ευθύνη του προστηθέντος της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας ………… στην πρόκληση της άνω πυρκαγιάς και στις εντεύθεν συνέπειές της προκύπτει από τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις των αρμοδίων υπαλλήλων της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Σύρου που την κατέσβησαν (ήτοι του Επιπυραγού ……… και του Πυραγού ………..), τα οποία διαλαμβάνονται στην από 10-8-2020 συνταγείσα από αυτούς έκθεση αυτοψίας, σύμφωνα με την οποία οι άνω υπάλληλοι της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας «στις 10-8- 2020 και περί ώρα 13:30’ μετέβησαν στην επιχείρηση ναυπηγείων με την επωνυμία «……………», με νόμιμο εκπρόσωπο τον . ……….., σε οικοπεδική έκταση 3.500 τ.μ περίπου, που συνορεύει, δυτικά με την οδό ……………., βόρεια με επιχείρηση ναυτιλιακών ειδών «……….», ανατολικά με θάλασσα και νότια με αμαξοστάσιο του Δήμου Σύρου – Ερμούπολης, με κύρια χρήση αυτού την ναυπήγηση – επισκευή- συντήρηση και φύλαξη πλοίων. Εντός του ναυπηγείου και στο ανατολικό υπαίθριο τμήμα δίπλα στην θάλασσα, βρισκόταν ανελκυσμένο το Ε/Γ -Τ/Ρ «Μ», Ν.Π ….., με ολικό μήκος 38,18, ιδιοκτησίας εταιρίας με νόμιμο εκπρόσωπο αυτής το …………., με σκοπό την εκτέλεση εργασιών επισκευής και συντήρησης. Δίπλα στο πλοίο και σε ακτίνα μικρότερη των πενήντα (50) μέτρων δεν υπήρχε κανένα ανελκυόμενο πλοίο. Η πυρκαγιά εκδηλώθηκε στο πλοίο σε χρόνο που λάμβαναν χώρα εργασίες κοπής – συγκόλλησης από μέλη ιδιωτικού συνεργείου. Οι εργασίες αυτές πραγματοποιούνταν στο πρυμναίο μέρος της καρίνας του πλοίου και συγκεκριμένα στα ύφαλα του, ανάμεσα στους δύο άξονες των προπελών όπου εντοπίζεται και το σημείο έναρξης της πυρκαγιάς. Τα αίτια οφείλονται σε εμπρησμό από αμέλεια του ……, ιδιοκτήτη του συνεργείου επισκευής πλοίων με την επωνυμία «………», όταν αυτός εκτελούσε θερμογόνες εργασίες (οξυγονοκοπή – ηλεκτροσυγκόλληση – κοπή με τροχό κ.λ.π.) και συγκεκριμένα με την χρήση τροχού κοπής, παρήγαγε σπινθήρα όπου αυτός επαγωγικά και σε συνδυασμό με τις ψηλές θερμοκρασίες που χρησιμοποιούνταν, μεταφέρθηκε στα εύφλεκτα υλικά στο εσωτερικό του πλοίου (μοκέτες – ξύλινα έπιπλα – μονωτικά υλικά). Να σημειωθεί ότι στο σημείο έναρξης της πυρκαγιάς, εκτός από το κόψιμο της λαμαρίνας στα ύφαλα του πλοίου, είχε πραγματοποιηθεί και κόψιμο της λαμαρίνας στο εσωτερικό αυτού, πάνω από τα στεγανά και κάτω από το πάτωμα μεταξύ πρυμναίων καμπινών και μηχανοστασίου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ραγδαία εξάπλωση της πυρκαγιάς σε ολόκληρο το πλοίο, αφού ο εσωτερικός χώρος του επικοινωνούσε με τον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο (τροφοδότηση με οξυγόνο) και με το φαινόμενο της καμινάδας μετέφερε την πυρκαγιά στο εσωτερικό αυτού. Επιπλέον, η ραγδαία εξάπλωση της πυρκαγιάς οφείλεται στα εύφλεκτα μονωτικά, στις ξύλινες επιφάνειες, καθώς επίσης και στα ηλεκτρικά καλώδια. Στο συγκριμένο σημείο βρέθηκαν συσκευές κοπής, φιάλες ασετιλίνης και οξυγόνου που απομακρύνθηκαν με ασφάλεια με περονοφόρο όχημα τύπου Κλαρκ. Κατά την διάρκεια της κατάσβεσης δεν διαπιστώθηκε κάποια έκρηξη από δεξαμενές καυσίμων, παρά μόνο από τη συστοιχία μπαταριών και μίας ιατρικής φιάλης οξυγόνου. Κατά την έναρξη της πυρκαγιάς αλλά και κατά την διάρκεια κατάσβεσης της, στο σημείο ήταν παρών ο Κος ………, ιδιοκτήτης του πλοίου, δίνοντας σχετικές πληροφορίες γι’ αυτό. Στον θαλάσσιο χώρο δίπλα στο πλοίο είχε τοποθετηθεί προστατευτικό πλωτό φράγμα για την αποφυγή θαλάσσιας ρύπανσης. Από την πυρκαγιά που χαρακτηρίζεται μεγάλης έντασης, κάηκε ολοσχερώς (καταστράφηκε) το εσωτερικό του μεταφορικού μέσου θαλάσσης Ε/Γ -Τ/Ρ «Μ». Ν.Π. ……. Η μεγαλύτερη καταστροφή εντοπίζεται στα άνω καταστρώματα αυτού – υπερκατασκευές αλουμινίου, λόγω της έντασης της πυρκαγιάς και λόγω του μεγάλου πυροθερμικού φορτίου που είχε αναπτυχθεί. Το μόνο μέρος που δεν καταστράφηκε είναι το πρωραίο τμήμα αυτού. Ακόμη καταστράφηκαν τα ξύλινα τμήματα των σκαλωσιών καθώς και διάφορα εργαλεία. Εξαιτίας των εκτεταμένων ζημιών δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθούν τα καιόμενα είδη που υπήρχαν εντός του πλοίου. Με το φαινόμενο της κηλίδωσης εκδηλώθηκε πυρκαγιά σε παρακείμενο σκάφος αναψυχής με την ονομασία «Π» ιδιοκτησίας …………… που βρισκόταν ανελκυόμενο στον ίδιο χώρο και σε απόσταση πενήντα (50) μέτρων. Η φωτιά έκαψε χαρτόκουτα που βρίσκονταν στην πίσω κουβέρτα του σκάφους χωρίς να διαπιστωθούν άλλες ζημιές. Στα όρια της επιχείρησης ….. με το αμαξοστάσιο του Δήμου μεταδόθηκε η φωτιά και έκαψε μικρή ποσότητα ξυλείας. Τέλος σε απόσταση εκατό (100) μέτρων και εντός του αμαξοστασίου του Δήμου Σύρου – Ερμούπολης μεταδόθηκε επίσης η φωτιά και έκαψε παλαιά στρώματα και απορρίμματα. Από την πυρκαγιά προέκυψε κίνδυνος για ξένα πράγματα, αλλά δεν προέκυψε κίνδυνος σε ανθρώπινες ζωές, αφού τα άτομα που βρίσκονταν πάνω στο πλοίο απομακρύνθηκαν άμεσα. Την πυρκαγιά έσβησε η Πυροσβεστική Υπηρεσία με έξι (6) υδροφόρα Πυροσβεστικά οχήματα και είκοσι τέσσερις (24) Πυροσβεστικούς Υπαλλήλους, με τη συνδρομή υπαλλήλων ΟΤΑ και τη βοήθεια δημοτικών αλλά και ιδιωτικών υδροφόρων. Την ημέρα της πυρκαγιάς ο δείκτης επικινδυνότητας ήταν μεσαίος. Η επιχείρηση «………………… διέθετε το υπ’ αριθ. …. ………./5-9-2013 Πιστοποιητικό Πυροπροστασίας με ισχύ έως 5-9-2021, χωρίς όμως να έχουν συντηρηθεί τα μέσα και μέτρα πυροπροστασίας που προβλέπονται από την εγκεκριμένη μελέτη. Στον ιδιοκτήτη της επιχείρησης επιβλήθηκε Διοικητικό Πρόστιμο σύμφωνα με την Πυροσβεστική Διάταξη 19/2020, σε συνδυασμό με την Πυροσβεστική Διάταξη 3/81 Παράρτημα Β’  του Τ.Ο.Τ.Ε.Ε 2451/86 και την Πυροσβεστική Διάταξη 12/2012, για πλημμελή λειτουργία – συντήρηση / παράλειψη του Μόνιμου Πυροσβεστικού Υδροδοτικού Δικτύου, καθώς και μη συντήρηση των μέσων και μέτρων πυροπροστασίας. Επιπροσθέτως, για το εν λόγω περιστατικό επιβλήθηκε στον υπαίτιο του εμπρησμού από αμέλεια Διοικητικό Πρόστιμο, σύμφωνα με την Πυροσβεστική Διάταξη 19/2020, σε συνδυασμό με την Πυροσβεστική Διάταξη 7/1996, διότι δεν διέθετε άδεια θερμών εργασιών και δεν τηρούσε τα προληπτικά μέτρα πυροπροστασίας. Τίποτα άλλο δεν παρατηρήθηκε από τα ανωτέρω αρμόδια όργανα της Πυροσβεστικής υπηρεσίας κατά την αυτοψία που άρχισε την 14:00 ώρα της 10-08-2020 και περατώθηκε την 20:00 ώρα της ίδιας ημέρας». Παρέχοντας τις έγγραφες εξηγήσεις του ο …….., στο πλαίσιο της ασκηθείσας από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Σύρου σε βάρος του με …… ποινικής δίωξης, κατέθεσε ότι εκτέλεσε τις ανωτέρω εργασίες με το συνεργείο που διατηρεί στο Πέραμα επί της ………, ότι είχε λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα προστασίας για τους εργαζομένους και ότι υπήρχαν πυροσβεστήρες και μάνικες με νερό, ότι μόλις εκδηλώθηκε η φωτιά προσπάθησε κατ’ ευθείαν να τη σβήσει με τα υπόλοιπα άτομα του συνεργείου του, καθώς και με τον ιδιοκτήτη του πλοίου ……….. και ότι, παρά την άμεση αντίδρασή τους να σβήσουν τη φωτιά, εκείνη επεκτάθηκε πολύ γρήγορα σε όλο το πλοίο και αμέσως απομακρύνθηκαν από το πλοίο και κάλεσαν την Πυροσβεστική, η οποία κατέσβησε την πυρκαγιά. Τα ίδια κατατέθηκαν και από τους υπαλλήλους του …….., ……., ……. και ……., όπως προκύπτει από τις από 11-8-2020 εκθέσεις ένορκης κατάθεσης που προσκομίσθηκαν με επίκληση από την ενάγουσα, ενώ από την από 12-8-2020 ένορκη κατάθεση του τρίτου εναγόμενου ,,,,,,,, προκύπτει ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας και πλοίαρχος του σκάφους ……… τον είχε διαβεβαιώσει ότι έχει εκδώσει πιστοποιητικό GAS FREE και ότι ο υπεύθυνος του συνεργείου ,,,,,, τον είχε διαβεβαιώσει ότι είχε εκδώσει όλες τις απαιτούμενες άδειες εργασιών από τη Λιμενική Αρχή Σύρου για να εκτελέσει τις εργασίες και να τις επιδείξει σε κάθε έλεγχο, υποστήριξε, δε, ότι η επιχείρησή του διαθέτει τα προβλεπόμενα μέτρα ασφαλείας – πυρασφάλειας για την εκτέλεση των ανατεθεισών σ’ αυτήν εργασιών. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι η ατομική επιχείρηση «,,,,,,,,,,» δεν ήταν εγγεγραμμένη στο Ειδικό Μητρώο του άρθρου 4 του ν. 3551/2007 και συνεπώς δεν είχε το δικαίωμα, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του εν λόγω νόμου, να εκτελεί εργασίες ναυπήγησης, μετατροπής, επισκευής και συντήρησης πλοίων, τις οποίες μπορούσαν να εκτελούν μόνο οι επιχειρήσεις εγγεγραμμένες στο Ειδικό Μητρώο του άρθρου 4 του ως άνω νόμου, που διέθεταν νομίμως τον κατάλληλο μηχανολογικό εξοπλισμό. Για το λόγο αυτό σε βάρος της άνω ατομικής επιχείρησης κινήθηκε από το Λιμεναρχείο Σύρου (Γραφείο Γενικής Αστυνομίας) η διαδικασία επιβολής των προβλεπόμενων κυρώσεων και ειδικότερα κατά του υπεύθυνου του συνεργείου ………. αναφορικά με την διενέργεια εργασιών άνευ προηγούμενης χορήγησης σχετικής άδειας από την εν λόγω Υπηρεσία (βλ. το με αριθ. πρωτ. …./../17-8-2020 έγγραφο του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής – Λιμεναρχείου Σύρου Γραφείο Γενικής Αστυνομίας, το οποίο προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα). Περαιτέρω, από την ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ……….., που είναι φίλη του …………, αποδεικνύεται ότι αυτή ήταν παρούσα όταν προκλήθηκε η πυρκαγιά κατά τη διενέργεια των επισκευαστικών εργασιών, ότι είδε ότι προκλήθηκε πανικός μόλις η πυρκαγιά έγινε αντιληπτή από τους εργαζομένους στο ναυπηγείο διότι κανένα σύστημα πυρόσβεσης δεν λειτούργησε, ότι μετά από καθυστέρηση πρώτα ήρθε να επιχειρήσει κατάσβεση μια υδροφόρα του Δήμου που βρισκόταν πλησίον του ναυπηγείου και μετά περίπου από 10 λεπτά ήρθε η Πυροσβεστική, ότι η υδροφόρα του Δήμου δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα, διότι το σύστημα νερού της δεν διέθετε επαρκή πίεση, με αποτέλεσμα το νερό να μην μπορεί να φτάσει το ύψος της πυρκαγιάς στο σκάφος το οποίο ήταν τοποθετημένο σε βάσεις, ότι οι παρευρισκόμενοι προσπάθησαν να συνδέσουν τις μάνικες της Πυροσβεστικής στους κρουνούς του ναυπηγείου, όμως αυτοί δεν λειτουργούσαν και ότι μέχρι να έρθει η Πυροσβεστική δεν είχε πέσει σταγόνα νερό στη φωτιά, με αποτέλεσμα κατά το χρονικό σημείο που ήρθε η Πυροσβεστική να είναι πολύ αργά, αφού ήδη είχε ήδη καταστραφεί το σκάφος, λόγω της επέκτασης της πυρκαγιάς καθ’ όλο το μήκος του. Τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση περί έλλειψης επαρκών μέτρων πυρασφάλειας στο ναυπηγείο της πρώτης εναγόμενης ενισχύονται: α) από τα ευρήματα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, τα οποία εκτέθηκαν στην προαναφερθείσα από 10-8-2020 έκθεση αυτοψίας, όπως το ότι η πυρκαγιά εξαπλώθηκε σε απόσταση 100 μέτρων από το σκάφος της ενάγουσας στο οποίο εκδηλώθηκε, β) από το με αριθμό πρωτοκόλλου ……../30-9-2020 έγγραφο του Τμήματος Πυρασφαλείας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Νοτίου Αιγαίου, σύμφωνα με το οποίο διενεργήθηκε την 11/08/2020 (την επομένη της πυρκαγιάς) έκτακτος έλεγχος στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, όπου διαπιστώθηκαν συνοπτικά τα ακόλουθα: «Το βιβλίο Ελέγχου και Συντήρησης Μέσων Ενεργητικής Πυροπροστασίας της εν λόγω επιχείρησης με Γ.Α.Α. ….. δεν είχε ενημερωθεί τα τελευταία τρία χρόνια από πρόσωπο που έχει τα απαραίτητα από το νόμο προσόντα, καθώς και ότι δεν έχουν ληφθεί τα μέτρα και μέσα πυρασφάλειας που προβλέπονται από την εγκεκριμένη μελέτη πυροπροστασίας και συγκεκριμένα: Το μόνιμο υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο δεν λειτουργούσε επαρκώς, καθόσον δεν είχε την απαιτούμενη συνεχή πίεση από το δημοτικό δίκτυο, αντίθετα και με τη σχετική βεβαίωση της ΕΥΑ Σύρου της 13-8-2013 και σύμφωνα με προφορική δήλωση του ιδιοκτήτη της επιχείρησης. Οι πυροσβεστικές λήψεις ήταν τέσσερις και όχι πέντε, όπως προέβλεπε η μελέτη πυροπροστασίας (ενώ, σημειωτέον, καμία δεν λειτουργούσε) και δεν διέθεταν την απαιτούμενη διάταξη εντός τους για σωστή και άμεση εκτύλιξη των εύκαμπτων σωλήνων. Δεν υπήρχε το απαιτούμενο δίδυμο στόμιο σύνδεσης παροχής νερού με τα πυροσβεστικά οχήματα στην είσοδο της επιχείρησης, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Τ.Ο. ΤΕΕ 2451/1986. Στο βοηθητικό χώρο δίπλα στο ξυλουργείο υπήρχαν αποθηκευμένες φιάλες υγραερίου που δεν αναφέρονται στη μελέτη και στις κατόψεις πυροπροστασίας. Οι πυροσβεστήρες δεν ήταν τοποθετημένοι στις απαιτούμενες θέσεις και κάποιοι δεν διέθεταν την απαιτούμενη πίεση στο μανόμετρο», γ) Από την ανάκληση από το Διοικητή ΔΙ.ΠΥ.Ν. Κυκλάδων (Πύραρχο) ……….., συνεπεία των άνω παραβιάσεων του νόμου, του υπ’ αριθ. ……./5-9-2013 Πιστοποιητικού Ενεργητικής Πυροπροστασίας του άνω ναυπηγείου (βλ. έγγραφο με αριθ. πρωτ. ……./21-8-2020) και την έκδοση στη συνέχεια από τον άνω Διοικητή της με αριθ. ……/20-8-2020 πράξης επιβολής διοικητικού προστίμου κατά της πρώτης εναγόμενης, δ) από το υπ’ αριθ. πρωτ. ……../4-11-2020 ενημερωτικό έντυπο σήμα του Λιμεναρχείου Σύρου προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Σύρου, με θέμα «Εκδήλωση Πυρκαγιάς στο Επαγγελματικό Πλοίο Αναψυχής (Ν. 4256/14) «Μ», Ν.Π. ……», σύμφωνα με το οποίο «για την άνω πυρκαγιά κινήθηκε από το Λιμεναρχείο Σύρου η διαδικασία επιβολής των προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων σε βάρος: α) του υπευθύνου του συνεργείου που διενεργούσε εργασίες επισκευής συντήρησης στο άνω σκάφος, β) του πλοιοκτήτη – πλοιάρχου του σκάφους και γ) του νεωλκείου «…………», ε) από το με αριθ. πρωτ. …../27-11-2023 έγγραφο του Δικαστικού Τμήματος του Αρχηγείου του Πυροσβεστικού Σώματος, σύμφωνα με το οποίο «ανεξάρτητα από την έκδοση πιστοποιητικού ενεργητικής πυροπροστασίας, σε περίπτωση μη ορθής τοποθέτησης, συντήρησης ή λειτουργίας των προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία πυροπροστασίας προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων και μέσων πυροπροστασίας, ο ιδιοκτήτης – εκμεταλλευτής της επιχείρησης – εγκατάστασης, φέρει την κατά νόμο ευθύνη για τις όποιες παραλείψεις του» και στ) από τη μη αμφισβητούμενη ειδικώς στις προτάσεις της πρώτης εναγόμενης γνώση της για την ανεπάρκεια τροφοδοσίας ύδατος του πυροσβεστικού συστήματος της επιχείρησης ναυπηγείου της, ενώ όφειλε να τη λειτουργεί έχοντας σε πλήρη λειτουργία, ισχύ και επάρκεια τα μέσα πυρόσβεσης και σε περίπτωση που διαπίστωνε ότι υπήρχε  κάποιο πρόσκαιρο ή μόνιμο πρόβλημα ως προς την πυρασφάλεια, να διακόπτει τις εργασίες, συνεκτιμημένου και του ότι τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο (Αύγουστος 2020) που το σκάφος είχε ανελκυστεί και βρισκόταν πάνω σε βάση σκαλωσιάς του ναυπηγείου, ο κίνδυνος πυρκαγιάς είχε επιταθεί λόγω και των υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούσαν. Ισχυρή ένδειξη της σχετικής γνώσης της αποτελεί άλλωστε το γεγονός ότι 21 ημέρες μετά το ένδικο συμβάν της 10-8-2020 η ίδια υπέβαλε έγγραφο αίτημα προς το Δήμο Σύρου για την αντικατάσταση των σωληνώσεων για την αύξηση της πίεσης του νερού στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου της. Στο έγγραφο αυτό μνημονεύεται η προαναφερθείσα με αριθμό …../20-8-2020 πράξη επιβολής διοικητικού προστίμου του Διοικητή ΔΙ.ΠΥ.Ν. Κυκλάδων και δηλώνεται ότι η παροχή του σωλήνα του δικτύου που είναι συνδεδεμένη με την παροχή της επιχείρησής της, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Δ.Ε.Υ.Α. Σύρου, σε πρόσφατα έργα που πραγματοποίησε η εν λόγω Υπηρεσία, αντικαταστάθηκε από σωλήνα διαφορετικής διαμέτρου και ότι για την εγκατάσταση αυτή η επιχείρησή της ουδέποτε ενημερώθηκε και ως εκ τούτου στο ένδικο συμβάν η παροχή της δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες των περιστάσεων και της επιβλήθηκε πρόστιμο 1.200,00 ευρώ και για τους λόγους αυτούς ζητείται η αποκατάσταση της παροχής, ώστε να είναι σύμφωνη με τις προδιαγραφές της μελέτης και άδειας που είχε η επιχείρησή της. Το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού καταρρίπτει όσα διαλαμβάνονται στην ένορκη κατάθεση του υπαλλήλου της πρώτης εναγόμενης ………., ο οποίος κατέθεσε ότι, με όση πίεση νερού υπήρχε, προσπάθησαν να κατασβήσουν τη φωτιά, αφού αποδεικνύει ότι οι σωλήνες του δικτύου που ήταν συνδεδεμένο με την παροχή της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης είχαν διαφορετικές διαμέτρους και ότι δεν είχαν φροντίσει οι υπεύθυνοι της επιχείρησής της να ελέγξουν αν λειτουργούσαν αποτελεσματικά οι παροχές πριν την έναρξη των εργασιών για την επισκευή του ένδικου σκάφους της ενάγουσας, παρά το γεγονός ότι στο χώρο του ναυπηγείου υπήρχαν και άλλα προς επισκευή σκάφη, στα οποία για οποιονδήποτε λόγο θα μπορούσε να ξεκινήσει κάποια πυρκαγιά χωρίς να υφίσταται η δυνατότητα έγκαιρης κατάσβεσής της. Οι περαιτέρω ισχυρισμοί της πρώτης εναγόμενης ότι στο ναυπηγείο υπήρχαν λειτουργικοί πυροσβεστήρες και μάνικες με νερό κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι, διότι ούτε πυροσβεστήρες και μάνικες με νερό χρησιμοποιήθηκαν, ούτε η πυροσβεστική υπηρεσία διαπίστωσε ότι είχαν λάβει χώρα σε προγενέστερο χρόνο ενέργειες πυρόσβεσης. Πέραν τούτων, υπάρχει η αντίθετη ως άνω ένορκη κατάθεση της αυτόπτη μάρτυρα – φίλης του ………….., που καταθέτει ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν μέσα πυρόσβεσης, συμπέρασμα που ενισχύεται άλλωστε από τη μεγάλη έκταση που έλαβε γρήγορα η πυρκαγιά, από την οποία κατακάηκε το άνω σκάφος και κινδύνεψαν και έτερα σκάφη που βρίσκονταν πλησίον του εντός του άνω ναυπηγείου. Η επίκληση από την πρώτη εναγόμενη με τις προτάσεις της της από 17-4-2024 τεχνικής έκθεσης του τεχνικού συμβούλου της ναυπηγού μηχανολόγου μηχανικού ……….. ότι «δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί η πυρκαγιά με τις κατά νόμο προβλεπόμενες εγκαταστάσεις πυρόσβεσης του ναυπηγείου, διότι είναι αδύνατο να σβηστεί μια τέτοια φωτιά όταν η αρχική εστία της είναι περιτριγυρισμένη από εύφλεκτα υλικά (χαλιά, ταπετσαρίες, καναπέδες, ξύλινα στηρίγματα, έπιπλα, πλαστικές επικαλύψεις, κ.λ.π.)» δεν μεταβάλει την άνω άποψη του Δικαστηρίου, ενόψει των ευθυνών της πρώτης εναγόμενης ως παρέχουσας το χώρο των ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών, κατ’ άρθρα 7 παρ. 2 και 3 και 71 παρ. παρ. 1 και 2 Π.Δ. 70/1990 και άρθρα 1, 2, 3, 4, 7 της 7/1996 Πυροσβεστικής Διάταξης, να διαθέτει κατάλληλο δίκτυο πυρόσβεσης ξηράς, ικανό για την κατάσβεση πυρκαγιάς σε οιοδήποτε σημείο κάθε πλοίου που βρίσκεται στο χώρο, να ρυθμίζει τις θέσεις των πλοίων έτσι ώστε να  εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα πρόσβασης σε περίπτωση ανάγκης, να τηρεί τους Κανονισμούς πυρασφάλειας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και ιδίως να επιβλέπει, δια του υπευθύνου πυρασφαλείας της επιχείρησής της, το χώρο που εκτελούνται οι θερμές εργασίες και να διαπιστώνει ότι έχουν ληφθεί τα προβλεπόμενα προληπτικά μέτρα, αλλιώς να ανακαλεί την άδεια και να διακόπτει τις εργασίες μέχρι την πλήρη συμμόρφωση. Να προστεθεί εδώ ότι στον προστηθέντα της δεύτερης εναγόμενης ….. επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο με τη με αριθμό …../10-8-2020 πράξη επιβολής διοικητικού προστίμου της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Ερμούπολης, επειδή δεν είχε λάβει άδεια εκτέλεσης θερμών εργασιών και δεν τήρησε τα προβλεπόμενα στα άρθρα 1, 2, 3 και 4 της Πυροσβεστικής Διάταξης 7/1996 που παρατίθενται στην υπ’ αριθ. 6Β νομική σκέψη της παρούσας και ειδικότερα δεν έλαβε τα προβλεπόμενα προληπτικά μέτρα σε ακτίνα 10 μέτρων από το σημείο όπου εκτελούνταν θερμές εργασίες, ήτοι, μεταξύ άλλων, δεν απομάκρυνε όλα τα εύφλεκτα υλικά επένδυσης ή μόνωσης, δεν διέθεσε επαρκή πυροσβεστικά μέσα και δεν είχε επαρκή προσωπικό πυρόσβεσης για να επιτηρεί τις εκτελούμενες εργασίες. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι οι προστηθείς από τη δεύτερη εναγόμενη ……….. και οι υπάλληλοι του συνεργείου του, κατά παράβαση των κανόνων της τεχνικής, επιχειρούσαν κοπή μετάλλων του κύτους του σκάφους από το εξωτερικό προς το εσωτερικό του, γνωρίζοντας ότι στο εσωτερικό υπήρχαν καμπίνες ενδιαίτησης και άλλα εύφλεκτα υλικά, όπως λ.χ. καλωδιώσεις, χωρίς να φροντίσουν να ασφαλίσουν τους υπερκείμενους των εργασιών της κοπής χώρους τοποθετώντας πυρίμαχα παραπετάσματα, σφραγίζοντας τους χώρους σε σχέση με το λοιπό σκάφος και απομακρύνοντας τα εύφλεκτα υλικά που ευρίσκονταν εκεί. Όμως, εάν είχαν τοποθετήσει τα προβλεπόμενα από το νόμο πυρίμαχα παραπετάσματα και είχαν ασφαλίσει τους χώρους, υπό τη δέουσα εποπτεία της τέταρτης εναγόμενης – νόμιμης εκπροσώπου και διαχειρίστριας της εργολάβου δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, η πυρκαγιά θα είχε περιοριστεί στο σημείο εκδήλωσής της και θα είχε εύκολα κατασβηστεί, χωρίς να επεκταθεί στο υπόλοιπο σκάφος. Επομένως, μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγόμενων εταιριών και των νόμιμων εκπροσώπων τους και του άνω ζημιογόνου αποτελέσματος υφίσταται αιτιώδης συνάφεια, διότι οι ανωτέρω παραλείψεις των εναγόμενων, που αφορούν μη λήψη των άνω προβλεπόμενων από το νόμο μέτρων ασφαλείας για την εκτέλεση των επίμαχων θερμών ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών, ήταν ικανές αντικειμενικά και μπορούσαν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρουν το επιζήμιο αποτέλεσμα, ήτοι την επικαλούμενη από την ενάγουσα ολική καταστροφή του σκάφους της από πυρκαγιά και την εντεύθεν ηθική βλάβη της που αναλύεται στη συνέχεια. Κατ’ ακολουθίαν, είναι αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την πρώτη εναγόμενη με τον τρίτο λόγο της έφεσής της: α)  με επίκληση της από 10-8-2020 έκθεσης απλής αυτοψίας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Σύρου, που i) αποδίδει τα αίτια της πυρκαγιάς αποκλειστικά σε εμπρησμό από αμέλεια του ….., ως ιδιοκτήτη ατομικής επιχείρησης συνεργείου επισκευής πλοίων με την επωνυμία «…..», σύμφωνα με σχετική ομολογία του (βλ. όμως για το  λόγο της άνω ομολογίας του ……… περί αποκλειστικής υπαιτιότητάς του, την παράγραφο 16 της παρούσας), ii) δεν αναφέρει ότι η Πυροσβεστική Υπηρεσία Σύρου δεν επέβαλε στην ίδια (πρώτη εναγόμενη) διοικητικό πρόστιμο για μη συντήρηση των μέσων πυροπροστασίας (η παράλειψη όμως αυτή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Σύρου δεν δεσμεύει το Δικαστήριο περί του ότι δεν υπήρξε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά αυτής και του νόμιμου εκπροσώπου της και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και του ζημιογόνου αποτελέσματος) και iii) αναφέρει ότι οι υπάλληλοι της πρώτης εναγόμενης απομάκρυναν άμεσα, με κλαρκ του ναυπηγείου της, τις φιάλες με προπάνιο και άλλα εύφλεκτα υλικά που είχαν απλωμένα οι εργάτες του άνω συνεργείου έξω από το πλοίο (ενέργεια που επίσης δεν δεσμεύει το Δικαστήριο περί του ότι δεν υπήρξε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της πρώτης εναγόμενης και του νόμιμου εκπροσώπου της για άλλες παραλείψεις προβλεπόμενων από το νόμο ενεργειών τους και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτής και του άνω ζημιογόνου αποτελέσματος) και β) με επίκληση της από 10-8-2020 ένορκης εξέτασης του μάρτυρος της ενάγουσας …………….. ενώπιον του αρμοδίου ανακριτικού υπαλλήλου του Λιμεναρχείου Σύρου, σύμφωνα με την οποία, κατά την ημέρα του ατυχήματος, ο ίδιος ο άνω πλοίαρχος του σκάφους και νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας πλοιοκτήτριας, αναφέρει ότι δεν θεωρεί κάποιον υπεύθυνο για την πρόκληση της πυρκαγιάς σ’ αυτό και δεν επιρρίπτει στην ίδια (πρώτη εναγόμενη) οποιαδήποτε σχετική ευθύνη η υπαιτιότητα (ωστόσο η κατάθεσή του αυτή δικαιολογείται κατά το χρόνο που δόθηκε, καθώς τότε δεν γνώριζε τα ουσιώδη στοιχεία που αφορούσαν στις πλημμέλειες των εναγόμενων, τα οποία έλαβε γνώση σε μεταγενέστερο χρόνο, μετά από αίτησή του στην Πυροσβεστική Υπηρεσία της Σύρου).

13. Κατόπιν αυτών αποδεικνύεται ότι η πυρκαγιά στο σκάφος της ενάγουσας επήλθε επειδή ο προστηθείς της δεύτερης εναγόμενης ……………… δεν έλαβε τα απαιτούμενα μέτρα πυροπροστασίας, καθόσον εκτελούσε εργασίες κοπής μετάλλων με τρόπο επικίνδυνο, ήτοι με κατεύθυνση από το εξωτερικό προς το εσωτερικό του σκάφους χωρίς να φροντίσει σε προγενέστερο χρόνο να απομακρύνει από το εσωτερικό του σκάφους ή να καλύψει δεόντως τα υπάρχοντα εύφλεκτα υλικά και να σφραγίσει τους χώρους πέριξ του σημείου όπου γίνονταν οι θερμές εργασίες. Στη ραγδαία επέκταση της  πυρκαγιάς στο σκάφος της ενάγουσας συνετέλεσε και η έλλειψη μέσων πυρόσβεσης της εστίας της φωτιάς ευθύς αμέσως με την εκδήλωσή της, ήτοι επειδή ο ………. δεν είχε εφοδιάσει τους εργάτες του συνεργείου του με κατάλληλα και λειτουργικά μέσα πυρόσβεσης, αλλά και επειδή η παρέχουσα το χώρο του ναυπηγείου όπου είχε τοποθετηθεί το προς επισκευή σκάφος πρώτη εναγόμενη εταιρία υπαιτίως δεν έλαβε τα οριζόμενα από την κείμενη νομοθεσία για τις ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες μέτρα πυρασφάλειας στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου της, που θα απέτρεπαν τον κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιάς στον χώρο εσωτερικά και πλησίον του σκάφους της ενάγουσας στο οποίο θα εκτελούνταν θερμές εργασίες, ενώ μάλιστα γνώριζε το συγκεκριμένο τέτοιο κίνδυνο από τις εργασίες αυτές στο άνω σκάφος. Ειδικότερα, η πρώτη εναγόμενη, δια του νόμιμου εκπροσώπου, διαχειριστή και υπεύθυνου πυρασφάλειας του ναυπηγείου της τρίτου εναγόμενου , ,,,,,,,,,,,,,, δεν φρόντισε να τηρούνται οι νόμιμες υποχρεώσεις της αναφορικά με την επίβλεψη διατήρησης διαρκώς σε επαρκή λειτουργία του συστήματος πυρόσβεσης (άρθρα 7.2, 71.4 του Π.Δ. 70/1990, 4.1, 4.2 της 7/1996 Πυροσβεστικής Διάταξης, 6.2 ι.ι. της Υ.Α. 8312.23Β/12/2009, 71, 914, 922 Α.Κ.), καίτοι διεξάγονταν θερμές εργασίες εντός του ναυπηγείου, από τις οποίες μπορούσε να προκληθεί πυρκαγιά. Μάλιστα, ανεξάρτητα από τις ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες που επρόκειτο να διεξαχθούν στο σκάφος της ενάγουσας και τον αυξημένο κίνδυνο πρόκλησης φωτιάς υπό τις ανωτέρω συνθήκες, η πρώτη εναγόμενη είχε ρητή υποχρέωση από το νόμο να διαθέτει κατάλληλο δίκτυο πυρόσβεσης ξηράς, ικανό για την κατάσβεση της πυρκαγιάς σε οποιοδήποτε σημείο του ναυπηγείου της (άρθρο 7 παρ. 2 του π.δ. 70/1990). Ο δε τρίτος εναγόμενος ,,,,,,,,,,,, ενώ, εκ της ιδιότητός του ως νόμιμου εκπροσώπου και διαχειριστή της πρώτης εναγόμενης εταιρίας και ως υπευθύνου πυρασφάλειας του ναυπηγείου της, είχε από το νόμο (άρθρα 7.2, 7.3, 71.1, 71.2, 71.4 του Π.Δ. 70/1990, 1.1, 1.3. 1.4, 2.1, 2.2, 2.3, 2.4, 2.5, 3.1, 3.2, 4.1, 4.2 της 7/1996 Πυροσβεστικής Διάταξης, 6.2 ι.ι. της Υ.Α. 8312.23Β/12/2009, 71, 914 Α.Κ.) την ειδική υποχρέωση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να λάβει για λογαριασμό της μέτρα πυρασφάλειας που να αποτρέπουν τον κίνδυνο εκδήλωσης γενικευμένης πυρκαγιάς και συγκεκριμένα να υπάρχουν στο ναυπηγείο κατά τη διάρκεια των άνω ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών κατάλληλα και λειτουργικά μέσα πυρόσβεσης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από την κείμενη νομοθεσία για την εκτέλεση θερμών εργασιών, αυτός υπαιτίως δεν έλαβε τέτοια μέτρα στο άνω ναυπηγείο πριν την έναρξη των επίμαχων θερμών εργασιών, καίτοι, κατά τη συμφωνία για την εκτέλεση των άνω εργασιών, είχε διαβεβαιώσει το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας …… ότι το άνω ναυπηγείο πληρούσε όλες τις προδιαγραφές ασφαλείας για εκτέλεση τέτοιων εργασιών, με αποτέλεσμα, ελλείψει κατάλληλων και λειτουργικών μέσων πυρόσβεσης στο ναυπηγείο, να επεκταθεί ραγδαία η φωτιά που προκλήθηκε από πλημμελή εκτέλεση εργασιών κοπής μετάλλων από προστηθέντες της δεύτερης εναγόμενης και να κατακάψει το σκάφος της ενάγουσας. Ομοίως, η τέταρτη εναγόμενη ……….., ενώ, εκ της ιδιότητός της ως νόμιμης εκπροσώπου και διαχειρίστριας της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, είχε από το νόμο (άρθρα 3, 4.1, 4.2, 4.4, 4.7, 4.15, 4.16, 6.1, 6.2, 6.3, 6.6, 6.10, 6.11 του Π.Δ. 70/1990, 1.1, 1.3. 1.4, 2.1, 2.2, 2.3, 2.4, 2.5, 3.1, 3.2, 4.1, 4.2 της 7/1996 Πυροσβεστικής Διάταξης, 7.5 του π.δ. 95/1978, 71, 914, 922 Α.Κ.) την ειδική υποχρέωση να λάβει μέτρα πυρασφάλειας που να αποτρέπουν τον κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιάς στον χώρο εσωτερικά και πλησίον του σκάφους της ενάγουσας στο οποίο προστηθέντες της άνω εταιρίας θα εκτελούσαν  θερμές εργασίες και μάλιστα γνώριζε και το συγκεκριμένο κίνδυνο πυρκαγιάς στο επισκευαζόμενο σκάφος της ενάγουσας, αυτή υπαιτίως παρέλειψε να λάβει τέτοια μέτρα κατά την εκτέλεση των άνω καθηκόντων της για λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης και συγκεκριμένα παρέλειψε να ασκήσει την οφειλόμενη εποπτεία στους προστηθέντες της τελευταίας ……… και εργάτες του συνεργείου του προκειμένου να τηρούν τους κανόνες ασφαλείας κατά την εκτέλεση θερμών εργασιών κάτω από καμπίνα του σκάφους της ενάγουσας όπου υπήρχαν εύφλεκτα υλικά, αλλά, επίσης και να εξασφαλίσει ότι οι εργασίες αυτές θα εκτελούνταν κατά τρόπο που δεν θα μπορούσε να προξενήσει πυρκαγιά στο εσωτερικό του σκάφους αυτού (ενδεικτικά, να εξασφαλίσει ότι οι εργασίες θα γίνονταν από το εσωτερικό προς το εξωτερικό του σκάφους κατόπιν απομάκρυνσης εύφλεκτων υλικών που υπήρχαν πλησίον και κάλυψης των σημείων που γίνονταν εργασίες στο εσωτερικό του σκάφους με πυρίμαχο υλικό και ότι υπήρχαν κατάλληλα και λειτουργικά πυροσβεστικά μέσα, τόσο πλησίον, όσο και στο εσωτερικό του σκάφους), με αποτέλεσμα να επεκταθεί γρήγορα η φωτιά, η οποία κατέστρεψε το σκάφος της ενάγουσας. Αν όμως τα προβλεπόμενα από το νόμο άνω μέτρα ασφάλειας και πυροπροστασίας είχαν ληφθεί εξαρχής από τους υπόχρεους από το νόμο εναγόμενους οι οποίοι  υπαιτίως παρέλειψαν να λάβουν αυτά (αφαίρεση των εύφλεκτων υλικών, lege artis εκτέλεση των εργασιών και χρήση των προβλεπόμενων μέσων πυροπροστασίας), θα είχε επιτευχθεί η αποτροπή της πυρκαγιάς ή έστω θα είχε αποτραπεί η επέκτασή της και θα μπορούσε να διασωθεί το άνω σκάφος. Οι άνω παραλείψεις ήταν παράνομες και υπαίτιες για έκαστο των εναγόμενων και ως αντίθετες στους επιβαλλόμενους κανόνες από την καλή πίστη και τη γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλακτικές δραστηριότητες, σύμφωνα με όσα αναλύονται στην υπό στοιχείο 6Ε άνω νομική σκέψη, ενόψει του ότι οι εναγόμενοι, υπό τις άνω ιδιότητές τους, ανέχθηκαν υπαίτια την άνω επικίνδυνη κατάσταση που προκλήθηκε από τις άνω παραλείψεις τους κατά την εκτέλεση θερμών εργασιών στο σκάφος της ενάγουσας, καίτοι γνώριζαν ότι δεν είχαν εξασφαλιστεί συνθήκες πυρασφάλειας, ως όφειλαν να γνωρίζουν εκ των άνω ιδιοτήτων τους. Μάλιστα, επειδή εν προκειμένω το ζημιογόνο αποτέλεσμα οφείλεται σε παράλληλη παράλειψη περισσοτέρων που ενήργησαν συγχρόνως ή διαδοχικά και δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζημία, ευθύνονται εις ολόκληρον κατ’ άρθρο 481, 926 Α.Κ, σε συνδυασμό με άρθρα 71, 914, 922 του ιδίου Κώδικα, σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναλύονται στις υπό στοιχ. 6Ζ και 6Ε άνω νομικές σκέψεις. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης έκρινε ότι υπάρχει εις ολόκληρον αδικοπρακτική ευθύνη των εναγόμενων εταιριών για τις άνω παραλείψεις των προστηθέντων τους, έστω με ελλιπή αιτιολογία που αντικαθίσταται στο σύνολό της με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις, απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της πρώτης εναγόμενης με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της.

14. Κατά το άρθρο 300 παρ.1 εδ. α’ Α.Κ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από τη διάταξη αυτή, που έχει εφαρμογή σε κάθε αποζημίωση από οποιαδήποτε αιτία για ζημία ενδοσυμβατική, προσυμβατική ή εξωσυμβατική (Α.Π. 6/2022) και αποτελεί εκδήλωση της διέπουσας το δίκαιο αρχής της καλής πίστης, προκύπτει σαφώς ότι, όταν στη γένεση ή στην έκταση της ζημίας συνετέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, αφήνεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστή, σταθμίζοντος τις περιστάσεις και τον βαθμό πταίσματος του ζημιώσαντος και του ζημιωθέντος, είτε να μειώσει το ποσό της αποζημίωσης είτε, αναλόγως της επιρροής που άσκησε η υπαιτιότητα του ζημιωθέντος, να μην επιδικάσει αποζημίωση (Α.Π. 1/2022). Προκειμένου περί αγωγής αποζημίωσης η οποία στηρίζεται σε αδικοπραξία του εναγόμενου (άρθρα 914 επ. Α.Κ.), ο ισχυρισμός του τελευταίου ότι στην επέλευση ή την έκταση της ζημίας συνέβαλε με τη συμπεριφορά του και το πταίσμα του ο ζημιωθείς ενάγων, συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό που θεμελιώνει ένσταση από το άρθρο 300 Α.Κ, καταλυτική εν όλω ή εν μέρει της αγωγής, που δεν μπορεί να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη αλλά πρέπει να προβληθεί από τον εναγόμενο (Ολ.Α.Π. 1115/1986, Ολ.Α.Π. 423/1985, Α.Π. 131/2013). Προϋποθέσεις εφαρμογής της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 300 Α.Κ. είναι: α) η ύπαρξη υποχρέωσης προς αποζημίωση και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία του ή την έκτασή της, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση ή την έκταση της ζημίας του (Α.Π. 1074/2022, Α.Π. 1406/2021). Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος και ζημίας υπάρχει, όταν υπαίτια κατ’ άρθρο 330 Α.Κ. πράξη ή παράλειψη του ιδίου ή των προσώπων για τις πράξεις ή παραλείψεις των οποίων ευθύνεται (έστω και αντικειμενικώς: π.χ. επί προστήσεως: βλ. Α.Π. 1/2022), κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να συντελέσει στο επιζήμιο αποτέλεσμα ή στην έκτασή του, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων. Για το ορισμένο της ανωτέρω ενστάσεως απαιτείται η αναφορά των θεμελιούντων το συντρέχον πταίσμα πραγματικών περιστατικών (Ολ.Α.Π. 1115/1986, Ολ.Α.Π. 423/1985, Α.Π. 6/2022, Α.Π. 131/2013), για τη νομιμότητά της δε, απαιτείται τα αναφερόμενα περιστατικά να συγκροτούν την έννοια συντρέχοντος πταίσματος κατ’ άρθρα 330 και 300 Α.Κ, συνδεόμενου αιτιωδώς με τη ζημία ή την έκτασή της (Α.Π. 39/2023, A.Π. 1746/2023, www.areiospagos.gr).

15. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται ότι η ολική καταστροφή και απώλεια του σκάφους της ενάγουσας οφείλεται σε συγκλίνουσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τόσο των άνω προστηθέντων των δυο πρώτων εναγόμενων εταιριών και των εναγόμενων νόμιμων εκπροσώπων τους όσο και του ……………, ο οποίος είχε προστηθεί από την ενάγουσα ως πλοίαρχος του άνω σκάφους της για την επίβλεψη των εργασιών αποκατάστασης λαμαρινών στη γάστρα του και την έκδοση των αναγκαίων εγγράφων και ευθύνονταν κατά την εκτέλεση των άνω καθηκόντων του, μεταξύ άλλων, για την τήρηση των διατάξεων του π.δ. 70/1990 για την ασφάλεια του σκάφους και την τήρηση των υποχρεώσεων της εργολάβου δεύτερης εναγόμενης, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 3 εδ. α’ του π.δ. αυτού, ήταν υπεύθυνος για την εφαρμογή των διατάξεών του και ιδιαίτερα με τις υποχρεώσεις που προσδιορίζονται στο άρθρο 5, αλλά και στα επόμενα αυτού άρθρα 12, 13 και 15 που παρατίθενται στην υπό στοιχείο 6Α άνω νομική σκέψη. Ειδικότερα, η υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του, για την οποία ενέχεται η προστήσασα αυτόν ενάγουσα πλοιοκτήτρια σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο 6Θ άνω νομική σκέψη, συνίσταται στο ότι α) επέτρεψε να εκτελεστούν στο σκάφος του θερμές εργασίες από συνεργείο που δεν διέθετε σχετική άδεια και δεν είχε εφοδιάσει τους εργάτες του με κατάλληλα και λειτουργικά μέσα πυρόσβεσης της εστίας της φωτιάς ευθύς αμέσως μετά την εκδήλωσή της, β) δεν επόπτευε τον προστηθέντα της εργολάβου δεύτερης εναγόμενης …….. ενώ το συνεργείο του εκτελούσε θερμές εργασίες σέ σημείο της γάστρας του σκάφους της ενάγουσας όπου υπήρχε αυξημένος κίνδυνος πρόκλησης φωτιάς, επειδή άνωθεν αυτού, στις καμπίνες, υπήρχαν εύφλεκτα υλικά και ο ενδιάμεσος χώρος που είχε ανοιχθεί με οξυγονοκοπή από το συνεργείο του, δεν είχε καλυφθεί με πυρίμαχα υλικά και γ) δεν επόπτευσε την τήρηση των μέτρων ασφαλείας και πυροπροστασίας ξηράς από την πρώτη εναγόμενη εταιρία, η οποία παρείχε το χώρο του ναυπηγείου της για τις άνω θερμές ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες στο σκάφος του, ήτοι δεν επέδειξε την, κατ’ αντικειμενική εκτίμηση, επιμέλεια, που θα επεδείκνυε κάθε άλλος συνετός πλοίαρχος που θα είχε οριστεί υπεύθυνος για την επίβλεψη τέτοιων εργασιών, με βάση τους θεσπισθέντες νομικούς κανόνες (άρθρα 1.3, 2.3, 3, 5Α1,  5Α3, 5Β, 5Γ, 71.1, 71.2, 71.4, 71.7  π.δ. 70/1990, 2, 3, 4.1, 4.2 Πυροσβεστικής Διάταξης 7/1996, 104 Κ.Δ.Ν.Δ.) και εκείνους της κοινής πείρας και λογικής, γενομένου εν μέρει δεκτού, ως βάσιμου και κατ’ ουσία, του σχετικώς προταθέντος ισχυρισμού των εναγόμενων περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην πρόκληση της ζημίας στο σκάφος της. Όμως εάν ο πλοίαρχος του σκάφους …………… ασκούσε προσηκόντως την εποπτεία και επίβλεψη των εργασιών αυτών σύμφωνα με τις άνω διατάξεις, όπως ήταν και στα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί από την ενάγουσα, θα διαπίστωνε εξαρχής, ανεξάρτητα από όποιες αντίθετες διαβεβαιώσεις της εργολάβου και της παρέχουσας το χώρο του ναυπηγείου, αφενός ότι οι προστηθέντες από την εργολάβο εργάτες του συνεργείου του ………… δεν διέθεταν άδεια εκτέλεσης θερμών εργασιών, δεν ήταν εφοδιασμένοι με κατάλληλα μέσα πυρόσβεσης της εστίας της φωτιάς ευθύς αμέσως μετά την εκδήλωσή της, δεν είχαν απομακρύνει εύφλεκτα υλικά από το χώρο άνωθεν της γάστρας όπου επιχειρούσαν θερμές εργασίες και δεν είχαν καλύψει με πυρίμαχα υλικά τον ενδιάμεσο χώρο που είχαν ανοίξει με οξυγονοκοπή και αφετέρου ότι δεν υπήρχαν κατάλληλα και λειτουργικά μέσα πυρόσβεσης στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου και στο εσωτερικό του σκάφους και συνακόλουθα ότι ήταν αυξημένος ο κίνδυνος πρόκλησης φωτιάς στο σκάφος και μη έγκαιρης κατάσβεσής της, οπότε δεν θα επέτρεπε να ξεκινήσουν οι άνω θερμές εργασίες και έτσι θα είχε αποτραπεί η πυρκαγιά ή έστω η ραγδαία επέκτασή της στο σκάφος αυτό, το οποίο θα μπορούσε να διασωθεί. Το δε ποσοστό συνυπαιτιότητας της ενάγουσας για την ολική καταστροφή από πυρκαγιά του σκάφους της λόγω της άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του προστηθέντος της πλοιάρχου πρέπει να οριστεί σε 40%. Το αντίστοιχο ποσοστό συνυπαιτιότητας των εναγόμενων εταιριών (παρέχουσας το χώρο του ναυπηγείου και εργολάβου) και των εναγόμενων νόμιμων εκπροσώπων τους – φυσικών προσώπων), με βάση όσα ανωτέρω έγιναν δεκτά ως αποδειχθέντα στις υπ’ αριθ. 11, 12 και 13 άνω παραγράφους της παρούσας, πρέπει να οριστεί σε 60%. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στην ίδια κρίση για τη συνυπαιτιότητα της ενάγουσας και των εναγόμενων εταιριών στο ζημιογόνο αποτέλεσμα και για το ποσοστό συνυπαιτιότητας εκάστης εξ αυτών, κατά μερική αποδοχή σχετικής έντασης των τελευταίων, έστω με ανεπαρκή αιτιολογία που αντικαθίσταται στο σύνολό της με αυτή της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτομένων ως αβάσιμων α) του δεύτερου λόγου της έφεσης της ενάγουσας, με τον οποίον αυτή ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση έσφαλε αναγνωρίζοντας σ’ αυτή ποσοστό συνυπαιτιότητας για το ζημιογόνο αποτέλεσμα ή έστω μη αναγνωρίζοντας σ’ αυτή ποσοστό συνυπαιτιότητας μικρότερο του 5% και β) του τέταρτου λόγου της έφεσης της πρώτης εναγόμενης, με τον οποίον αυτή ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση έσφαλε αναγνωρίζοντας συνυπαιτιότητά της και μάλιστα σε ποσοστό 60% .

16. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα συμβλήθηκε με τη δεύτερη εναγόμενη εταιρία και όχι με την ατομική επιχείρηση του …….., η οποία άλλωστε δεν πληρούσε τις τυπικές προϋποθέσεις για να εκτελέσει το προαναφερθέν έργο επισκευής και συντήρησης του σκάφους «M», αφού δεν ήταν εγγεγραμμένη στο ειδικό μητρώο επιχειρήσεων ναυπήγησης, μετατροπής, επισκευής και συντήρησης πλοίων που προβλέπεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3551/2007 ώστε να επιτρέπεται να εκτελεί ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες (βλ. τη σχετ. υπ’ αριθ. πρωτ. ………/2020 βεβαίωση του «Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής – Αρχηγείο Ελληνικής Ακτοφυλακής – Λιμεναρχείο Σύρου – Γραφείο Γενικής Αστυνομίας») και σε κάθε περίπτωση δεν διέθετε και τον απαιτούμενο μηχανολογικό εξοπλισμό για έργο τέτοιου μεγέθους. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι η ενάγουσα συμβλήθηκε με τη δεύτερη εναγόμενη εταιρία και όχι ατομικά με τον ……… – που εκτέλεσε, με συνεργείο υπαλλήλων του, μέρος των επισκευών ως προστηθείς της δεύτερης εναγόμενης – ενισχύεται και από τα παρακάτω: α) όλες οι καταβολές της ενάγουσας πραγματοποιήθηκαν προς τη δεύτερη εναγόμενη, η οποία είχε προσλάβει το προσωπικό που εργαζόταν στο άνω έργο της επισκευής του σκάφους, όπως αποδεικνύεται και από τις προσκομισθείσες με επίκληση από την ενάγουσα αποδείξεις πληρωμών που παραδίδονταν σ’ αυτήν μετά από κάθε καταβολή, οι οποίες συντάσσονταν από τον ……… για λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης (βλ. σχετικά τις προσκομισθείσες από την ενάγουσα αποδείξεις είσπραξης, που φέρουν το λογότυπο της τελευταίας), β) από τις προσκομισθείσες από την ενάγουσα καταστάσεις προσωπικού της δεύτερης εναγόμενης από τη λίστα των εργαζομένων στο πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα εκτέλεσης εργασιών, στις οποίες αναφέρονται τα ονόματα ………. (που είναι και εταίρος στη δεύτερη εναγόμενη) και ………., οι οποίοι είναι και δύο από τους εργατοτεχνίτες που κατέθεσαν προανακριτικά στις αρμόδιες αρχές σε σχέση με την ένδικη πυρκαγιά. Ειδικότερα, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. πρωτ. …………./22-10-2019 ανακοίνωση σύστασης εταιρίας μέσω υπηρεσίας μιας στάσης του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, στις 22-10-2019 συστήθηκε η δεύτερη εναγόμενη ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία «……….» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ………. και οι ιδρυτές της ήταν ο ……., η ……. και ο ………. Ο ……. έλαβε 4.000 εταιρικά μερίδια, η ……….. έλαβε 500 εταιρικά μερίδια και ο ………. έλαβε 500 εταιρικά μερίδια, σύμφωνα με το άρθρο 8 του καταστατικού της εταιρίας αυτής, διαχειρίστρια, δε, δυνάμει του ως άνω καταστατικού της, ορίστηκε η ………., η οποία θα δέσμευε για κάθε πράξη της την εταιρία, θέτοντας την υπογραφή της κάτω από την εταιρική επωνυμία (άρθρο 15 του καταστατικού), γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε ειδικά απ’ αυτή (τέταρτη εναγόμενη) και γ) από το ότι η πρώτη εναγόμενη εταιρία δεν προσκόμισε καμία κατάσταση εργαζόμενων που να αποδεικνύει το γεγονός ότι η ατομική επιχείρηση ήταν αυτή που εκτελούσε το έργο στο σκάφος, ούτε κατάσταση των παγίων της ατομικής επιχείρησης του ………… που να αποδεικνύει η επιχείρηση αυτή είχε τον απαιτούμενο μηχανολογικό εξοπλισμό προκειμένου να εκτελεί έργα τέτοιου μεγέθους.

17. Με ένσταση που υπέβαλε με τις πρωτόδικες προτάσεις της και επαναφέρει παραδεκτά με τις προτάσεις της κατά την παρούσα συζήτηση, η τέταρτη εναγόμενη ισχυρίζεται ότι για ειδικούς λόγους δεν είναι η ίδια προσωπικώς υπαίτια για την πρόκληση της πυρκαγιάς και την εντεύθεν ζημία στο σκάφος της ενάγουσας και συγκεκριμένα α) διότι σε κανένα στοιχείο της προαναφερθείσας με ΑΒΜ ../… ποινικής δικογραφίας που σχηματίστηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σύρου σε βάρος του . …. του Σπυρίδωνος για το αδίκημα του εμπρησμού εξ αμελείας δεν γίνεται νύξη ότι κάποιος άλλος ευθύνεται για την πρόκληση της πυρκαγιάς και β) διότι και ο πλοιοκτήτης / νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας / καπετάνιος του άνω σκάφους ………… ομολόγησε στην από 10-8-2020 προανακριτική «έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα» ότι κανείς δεν ευθύνεται για την πυρκαγιά. Η ένσταση αυτή υποβάλλεται παραδεκτά, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχ. 6Θ άνω νομική σκέψη, πλην όμως είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Και τούτο, αφενός διότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική (Ολ.Α.Π. 4/2020, Α.Π. 4/2020, Α.Π. 306/2024, Α.Π. 1826/2023, Α.Π. 1639/2022, www.areiospagos.gr, Απ. Γεωργιάδη – Μιχ. Σταθόπουλου, αστικός κώδιξ, 1982, τόμ. IV, εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 914-938, αριθ. 19, σ. 683), πολύ περισσότερο από απλή ποινική δίωξη που ασκήθηκε και από συναφώς συνταχθέν κατηγορητήριο και αφετέρου διότι, από τη συνεκτίμηση όλων των στοιχείων της δικογραφίας, εκτιμάται ότι η ομολογία του ………. περί αποκλειστικής ευθύνης του για την πυρκαγιά ως ιδιοκτήτη ατομικής επιχείρησης συνεργείου που εκτελούσε το έργο επισκευής του άνω σκάφους, στην οποία (ομολογία του) προφανώς στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο η ποινική δίωξη εναντίον του για εμπρησμό εξ αμελείας, έγινε με σκοπό να αποσείσει αστικές και ποινικές ευθύνες τόσο της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας συμφερόντων του όσο και της νόμιμης εκπροσώπου της τέταρτης εναγόμενης, ώστε να μπορέσει η δεύτερη εναγόμενη κεφαλαιουχική εταιρία, νόμιμα εκπροσωπούμενη από την τέταρτη εναγόμενη, να συνεχίσει την εκτέλεση ναυπηγοεπισκευαστικών έργων στη Σύρο, καθώς η εταιρία αυτή διέθετε τον απαιτούμενο μηχανολογικό εξοπλισμό και ήταν εγγεγραμμένη στο ειδικό μητρώο του άρθρου 4 ν. 3551/2000, εν αντιθέσει με την άνω ατομική του επιχείρηση, που δεν πληρούσε τις απαιτούμενες τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για την ανάληψη συνολικά του άνω έργου (βλ. χαρακτηριστικά το με αριθ. πρωτ. …………/17-8-2020 έγγραφο του Γραφείου Γενικής Αστυνομίας του Λιμεναρχείου προς την Περιφέρεια Νότιου Αιγαίου / Διεύθυνση Ανάπτυξης Κυκλάδων και τη με αριθ. …/19-8-2020 πράξη επιβολής προστίμου της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Ερμούπολης Σύρου προς την άνω ατομική επιχείρηση), όπως βάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα στις προτάσεις της. Επισημαίνεται εδώ ότι η τέταρτη εναγόμενη δεν αρνείται ότι κατά τον κρίσιμο για την αγωγή χρόνο ήταν διαχειρίστρια και νόμιμη εκπρόσωπος της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, παραβίασε υπαίτια τις άνω νόμιμες υποχρεώσεις της από πυροσβεστικές διατάξεις και διατάξεις περί υγιεινής σε εργοτάξια και ναυπηγεία, ούτε ότι κύριος μέτοχος της δεύτερης εναγόμενης ήταν ο ………., ούτε επικαλείται το όνομα άλλου ατόμου που είχε τη γενική εποπτεία των εργασιών του προστηθέντος από τη δεύτερη εναγόμενη ατομικού συνεργείου του ………., αλλά αρνείται γενικά κάθε σχέση της δεύτερης εναγόμενης και συνακόλουθα και της ίδιας με τις εργασίες αυτές, ισχυρισμός όμως που δεν αποδεικνύεται βάσιμος, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν.

18. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από την άνω πυρκαγιά το άνω σκάφος της ενάγουσας υπέστη ολική καταστροφή, όπως προκύπτει α) από την από 10-8-2020 έκθεση αυτοψίας των αρμοδίων υπαλλήλων της Πυροσβεστικής, η οποία αναφέρει ότι το μόνο μέρος του σκάφους που δεν καταστράφηκε ήταν το πρωραίο τμήμα αυτού, β) από την από 13 Αυγούστου 2020 έκθεση επιθεώρησης κατάστασης που συνέταξε ο ναυπηγός – μηχανικός της ενάγουσας ………….., κατόπιν αυτοψίας που διενήργησε την 13-8-2020, σύμφωνα με την οποία «Κατά την επιθεώρηση που πραγματοποιήθηκε επί του σκάφους ‘M’, βρέθηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος των υπερκατασκευών / χώρων ενδιαίτησης είχε τηχθεί ή παραμορφωθεί και τα εναπομείναντα μέρη είναι πέραν επισκευάσιμης κατάστασης, ενώ μόνο εξολοκλήρου νέα κατασκευή μπορεί να θεωρηθεί. Επιπλέον, στις περιοχές κάτωθεν του κυρίου καταστρώματος βρέθηκε ότι η ηλεκτρολογική εγκατάσταση και ο εξοπλισμός (καλώδια, πίνακες, διακόπτες, κ.λ.π.) έχουν καεί / τηχθεί σε μη επισκευάσιμο βαθμό και δεν μπορούν να λειτουργήσουν. Επίσης, η μηχανολογική εγκατάσταση (κύριες και βοηθητικές μηχανές, κ.λ.π.) έχουν προσβληθεί σοβαρά από τον καπνό και δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς εκτεταμένες επισκευές αποσυναρμολόγησης και διόρθωσης (ovelhauling). Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω καθώς και 1. Τις λεπτομέρειες του σκάφους και ειδικά την ηλικία του, 2. Την έκταση και τη σφοδρότητα των ζημιών, 3. Την παρούσα κατάσταση της αγοράς και 4. Το κόστος επισκευών, το οποίο ξεπερνά κατά πολύ την ασφαλιζόμενη και / ή εμπορική αξία του σκάφους, το σκάφος μπορεί να θεωρηθεί ως τεκμαρτή “ΟΛΙΚΗ ΑΠΩΛΕΙΑ” λόγω της πυρκαγιάς» και γ) από το τιμολόγιο αγοράς υλικού scrap (δηλαδή των μεταλλικών τμημάτων του σκάφους), που αγόρασε μετά την πυρκαγιά η επιχείρηση ανακύκλωσης «…………..». Την άνω άποψη του Δικαστηρίου δεν μεταβάλει το γεγονός ότι μετά την πυρκαγιά εκδόθηκε άδεια ναυπήγησης σκάφους με ίδιο όνομα και νέα πλοιοκτήτρια και ότι η πρώτη εναγόμενη παρείχε στη συνέχεια στο ναυπηγείο της ναυπηγικές υπηρεσίες επί του ναυπηγούμενου σκάφους, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την πρώτη εναγόμενη με τον έβδομο λόγο της έφεσής της. Και τούτο διότι αποδείχθηκε ότι αμέσως μετά την άνω πυρκαγιά και την ολική καταστροφή του σκάφους της ενάγουσας, υπήρξε προφορική συμφωνία μεταξύ του κυρίου μετόχου της . …………. και των εκπροσώπων των εναγόμενων εταιριών για ναυπήγηση στο ναυπηγείο της πρώτης εναγόμενης νέου σκάφους με χρήση των υπολειμμάτων του κατεστραμμένου σκάφους, την ίδια ονομασία και κυρία του έργου αυτού και πλοιοκτήτρια του ναυπηγούμενου νέου σκάφους την εταιρία «……….», συμφερόντων επίσης του ……….. Για τη ναυπήγηση αυτή ανέλαβαν να παρέχουν υπό ανάλογους όρους, η πρώτη εναγόμενη τις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου της και η δεύτερη εναγόμενη τις εργασίες ναυπήγησης. Τούτο αποδεικνύεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, από την παραμονή του νεότευκτου σκάφους στο ναυπηγείο της πρώτης εναγόμενης επί ένα περίπου έτος μετά την πυρκαγιά και τη διενέργεια σ’ αυτό ναυπηγικών εργασιών δυνάμει της με αριθ. ……../19-8-2020 άδειας εγκατάστασης ψυχρών – θερμών εργασιών και της από 11-8-2021 και με αριθ. πρωτ. Ν/ΑΔΝΑΥΠ/……… άδειας έναρξης εργασιών ναυπήγησης νέου σκάφους με την ονομασία «Μ» και πλοιοκτήτρια εταιρία την «………..», σε συνδυασμό και με την από 13-8-2020 επιστολή της πρώτης εναγόμενης εταιρίας προς την ενάγουσα περί μη οφειλής έως τότε υπολοίπου του άνω σκάφους), συμφωνία που εν τέλει δεν υλοποιήθηκε λόγω διαφωνίας  των αντισυμβαλλόμενων μερών στην πορεία στο οικονομικό κομμάτι, με αποτέλεσμα το ναυπηγούμενο σκάφος (γάστρα και κατάστρωμα), με άδεια του Λιμεναρχείου Σύρου και των εναγόμενων εταιριών, κατόπιν τακτοποίησης των εκατέρωθεν υποχρεώσεων, να ρυμουλκηθεί την 20-10-2021 σε έτερο ναυπηγείο στο Βόλο Μαγνησίας προς ολοκλήρωση της ναυπήγησής του. Τούτο όμως λογικά δεν θα το επέτρεπε η πρώτη εναγόμενη χωρίς να ασκήσει τα δικαιώματά της από το νόμιμο ενέχυρο επ’ αυτού προς εξασφάλιση των οικονομικών της απαιτήσεων, εάν δεν είχε καταστραφεί ολοσχερώς το αρχικό σκάφος και η ενάγουσα της είχε αφήσει χρέος «για την πολύμηνη παρουσία του στο ναυπηγείο της», όπως  ισχυρίζεται στις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (βλ. σ. 19 αυτών).

19. Αποδείχθηκε ακόμη ότι η αξία του άνω σκάφους ανερχόταν το έτος 2017 στο ποσό των 882.000,00 ευρώ, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα από 4-7-2017 και με αριθ. πρωτ. ……. επίσημη εκτίμηση του Προϊσταμένου του Α’ Τελωνείου Εισαγωγής ΕΦΚ και Εφοδίων Πειραιά (Τμήμα Δικαστικό – Τελωνειακών Διαδικασιών). Ουδόλως προέκυψε ότι η αξία του σκάφους αυτού κατά το χρόνο της πυρκαγιάς υπερέβαινε το άνω ποσό (ενόψει ιδίως της παλαιότητάς του, των χαρακτηριστικών του, της κατάστασής του, της απώλειας των πιστοποιητικών αξιοπλοϊας του και της τριετούς σχεδόν ακινησίας του λόγω αναγκαστικής του κατάσχεσης), ούτε όμως και ότι υπολείπονταν αυτού, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν η ενάγουσα και οι εναγόμενοι. Ειδικότερα, αναφορικά με την αξία του σκάφους, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα είχε αιτηθεί, λόγω του επικείμενου πλειστηριασμού του σκάφους της δυνάμει της προαναφερθείσας με αριθ. …../2017 αναγκαστικής του κατάσχεσης από το Ελληνικό Δημόσιο, να προσδιορισθεί η αξία του σε μεγαλύτερο ποσό δυνάμει δικαστικής απόφασης, η οποία μάλιστα να έχει προσδιορίσει την εκτίμηση της αξίας του σκάφους σε μεγαλύτερο ποσό, ούτε ότι είχε συντάξει κατά το χρόνο εκείνο, ήτοι της κατάσχεσης, εκτίμηση της αξίας του από ναυπηγό – εμπειρογνώμονα, την οποία να προσκομίζει κατά την παρούσα δίκη. Η ίδια βέβαια επικαλείται και προσκομίζει το από 12-4-2022 αντίγραφο της από 9-11-2018 αναφοράς έκθεσης αξιολόγησης  του σκάφους από την μεσιτική εταιρία σκαφών Κέρκυρας «………..»,  όπου  αναγράφεται ως υψηλότερη τιμή που μπορεί να αποκτήσει ένας πρόθυμος αγοραστής το συγκεκριμένο σκάφος το ποσό των 1.500.000,00 ευρώ, πλην όμως η αναφορά εκτίμησης αυτή δεν παρέχει πίστη στο Δικαστήριο, ενόψει του ότι δεν έχει βέβαιη χρονολογία πριν το ατύχημα, δεν υπογράφεται επώνυμα από κάποιον εμπειρογνώμονα φυσικό πρόσωπο και φέρεται να συντάχθηκε «με βάση τις υποβληθείσες πληροφορίες και την τεκμηρίωση του γιοτ που υποβλήθηκαν από τους σημερινούς ιδιοκτήτες», ήτοι χωρίς φυσική επισκόπηση του σκάφους. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της ενάγουσας με τις προτάσεις της ότι κατά το χρόνο της πυρκαγιάς η αξία του ανερχόταν στο ποσό του 1.500.000,00 ευρώ κρίνεται αβάσιμος κατ’ ουσία. Ούτε όμως οι εναγόμενοι απέδειξαν ότι η αξία του άνω σκάφους κατά τον παραπάνω χρόνο ανερχόταν σε ποσό μικρότερο των 882.000,00 ευρώ και δη στο ποσό των 90.000,00 ευρώ, όπως εσφαλμένα προσδιόρισε την αξία του σκάφους ο ενόρκως εξετασθείς μάρτυρας ………….., ο οποίος είναι υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης που ασχολείται με ελαιοχρωματισμούς πλοίων και δεν διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα και τις ειδικές επαγγελματικές γνώσεις ώστε να μπορεί να προσδιορίσει την εμπορική αξία του σκάφους ή στο ποσό των 120.000,00 ευρώ, όπως εσφαλμένα προσδιόρισε την αξία του (τιμή σκραπ) στην από Απριλίου 2024 έκθεση γνωμάτευσης αξίας σκάφους ο τεχνικός σύμβουλος της πρώτης εναγόμενης ναυπηγός μηχανικός Παναγιώτης Παπαναστασίου, βασιζόμενος, κατά δήλωσή του, μόνο σε «επιθεώρηση από φωτογραφικό υλικό και έρευνα αγοράς».  Άλλωστε, η αξία των 90.000,00 ευρώ αλλά και των 120.000,00 ευρώ απέχει υπερβολικά από το άνω ποσό των 882.000,00 ευρώ στο οποίο προσδιορίστηκε η αξία του από τον Προϊστάμενο του Α’ Τελωνείου Εισαγωγής Ε.Φ.Κ. και Εφοδίων Πειραιά τρία σχεδόν χρόνια πριν την άνω ολική καταστροφή του από πυρκαγιά, χωρίς να προσβληθεί τότε νόμιμα η οικονομική εκτίμησή του αυτή από την ενάγουσα. Αντίστοιχα, δεν κρίνεται πειστική και η ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της ενάγουσας ………. ότι η αξία του σκάφους κατά το χρόνο της πυρκαγιάς ανέρχονταν στο ποσό του 1.500.000,00 ευρώ, ως εκ της υπερβολικής διαφοράς της οικονομικής εκτίμησής του από την αντίστοιχη του Προϊσταμένου του άνω Τελωνείου, συνεκτιμημένης και της ιδιότητος του άνω μάρτυρος ως πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας και φίλου του νόμιμου εκπροσώπου της και ουσιαστικού ιδιοκτήτη της . …….. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, κατέληξε στην ίδια κρίση ως προς την αξία του σκάφους της ενάγουσας κατά το χρόνο της πυρκαγιάς δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου ως αβασίμου του έκτου λόγου της έφεσης της πρώτης εναγόμενης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

20. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από την ολική καταστροφή του άνω σκάφους της η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη λόγω προσβολής της εμπορικής πίστης και εμπορικής υπόληψης αυτής ως ναυτικής εταιρίας εκμετάλλευσης επαγγελματικού σκάφους αναψυχής. Και τούτο διότι  επρόκειτο για το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της και τη μοναδική πηγή εσόδων της και καθιέρωσης της φήμης της στην αγορά για μια οκταετία περίπου, κατά την οποία το εκμεταλλευόταν επιχειρηματικά βάσει της σχετικής με αριθ. πρωτ. ………. άδειας επαγγελματικού σκάφους αναψυχής του Υ.Ε.Ν, με βάση το νόμο 2743/1999. Το σκάφος αυτό, μετά την άνω άρση της αναγκαστικής του κατάσχεσης, το επισκεύαζε προς ανάκτηση των πιστοποιητικών αξιοπλοΐας του για την επιχειρηματική του αξιοποίηση σε ναυλώσεις προς τρίτους για πλόες αναψυχής σε ελληνικά νησιά και άλλα παραθαλάσσια μέρη της Ελλάδος. Τη δυνατότητα αυτή η ενάγουσα την απώλεσε οριστικά μετά την άνω ολική καταστροφή του, η οποία την οδήγησε αρχικά σε αδράνεια λειτουργίας της (λόγω ανυπαρξίας αντικειμένου επαγγελματικής – επιχειρηματικής δραστηριότητας) και τελικά σε αυτοδίκαιη λύση και υπαγωγή της σε καθεστώς εκκαθάρισης, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην παρ. 5 της παρούσας, ώστε να δικαιούται, κατόπιν στάθμισης του βαθμού πταίσματος των εναγόμενων στην παράνομη προσβολή, των συνθηκών υπό τις οποίες τελέστηκε αυτή, της συνυπαιτιότητάς της δια του προστηθέντος πλοιάρχου της στην έκταση του ζημιογόνου αποτελέσματος, της παλαιότητας, των χαρακτηριστικών και της κατάστασης του σκάφους της, καθώς και της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης των μερών, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 10.000,00 ευρώ, το οποίο κρίνεται ικανό να αμβλύνει την άνω ηθική βλάβη της. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, παρά την άνω ολοσχερή καταστροφή του μοναδικού άνω σκάφους της ενάγουσας, με το οποίο αυτή ασκούσε την επιχειρηματική της δραστηριότητα, ήταν επί μια οκταετία γνωστή στην αγορά και το επισκεύαζε μετά την άνω άρση της αναγκαστικής του κατάσχεσης, έκρινε με την εκκαλούμενη απόφασή του ότι η ενάγουσα δεν υπέστη ηθική βλάβη από την απώλειά του ως προς την εμπορική της πίστη και φήμη «αφού ήδη από το 2017 το σκάφος ήταν κατασχεμένο και δεν εκτελούσε πλόες, ενώ ουδόλως αποδείχθηκε το ύψος των εσόδων της ενάγουσας στο προγενέστερο από την κτήση του σκάφους έως την κατάσχεσή του χρονικό διάστημα», έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα με τον τρίτο λόγο της έφεσής της.

21. Τα άρθρα 440 και 441 ΑΚ, που ρυθμίζουν τον συμψηφισμό, ορίζουν το μεν πρώτο ότι «Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες», το δε δεύτερο ότι «Συμψηφισμός επέρχεται, αν ο ένας τον επικαλεσθεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του (κυρία ή ενεργητική απαίτηση), προτείνοντας την ανταπαίτησή του (ή παθητική απαίτηση) σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται αναδρομικά, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Απαίτηση και ανταπαίτηση πρέπει να είναι τέλειες δηλαδή να είναι ληξιπρόθεσμες, να μην τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία, να μην υπόκεινται σε ανατρεπτική ή αναβλητική ένσταση και να είναι αγώγιμες, δηλαδή να μην είναι απλώς φυσικές ενοχές. Ο νόμος δεν απαιτεί, ως όρο του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου που στηρίζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους αλλά ούτε και επιβάλλει η ανταπαίτηση που αντιτάσσεται προς συμψηφισμό να είναι εκκαθαρισμένη. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα είτε ενώπιον δικαστηρίου με τη μορφή ένστασης κατ’ άρθρο 442 Α.Κ. (Α.Π. 1761/2022, Α.Π. 123/2020, Α.Π. 84/2019, www.areiospagos.gr). Η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των παραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, προσδιορισμό της απαίτησης του ενάγοντος, στην οποία αναφέρεται η δήλωση συμψηφισμού, καθορισμό του αντικειμένου και του χρόνου γέννησής τους, όπως επίσης και ορισμένο αίτημα, ήτοι την απόσβεση των συμψηφιζόμενων απαιτήσεων και την απόρριψη της αγωγής (Α.Π. 575/2022, A.Π. 43/2022, A.Π. 878/2021, Α.Π. 695/2020, Α.Π. 742/2020, www.areiospagos.gr). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 442 Α.Κ, ο συμψηφισμός κατά επίδικης απαίτησης, αν η ανταπαίτηση αποδεικνύεται αμέσως, προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης, ακόμα και κατά την εκτέλεση. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με τη διάταξη του άρθρου 527 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι η ένσταση συμψηφισμού κατά της επίδικης απαίτησης, αν η ανταπαίτηση αποδεικνύεται αμέσως, μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης, ακόμα και στο Εφετείο. Η κατ’ εξαίρεση προβολή της ένστασης αυτής για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη από τον εκκαλούντα – εναγόμενο, όμως, γίνεται μόνο με τη μορφή κύριου ή πρόσθετου λόγου έφεσης και όχι με τις έγγραφες προτάσεις του (Α.Π. 1199/2023, Α.Π. 515/2022, Α.Π. 350/2020, Α.Π. 1481/2018, Α.Π. 1179/2017, Α.Π. 636/2015, Α.Π. 1281/2014, www.areiospagos.gr).

22. Με τις προτάσεις της κατά την παρούσα συζήτηση η πρώτη εναγόμενη προβάλλει για πρώτη φορά επικουρικά, για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι υποχρεούται να καταβάλει ως αποζημίωση οιοδήποτε ποσό στην ενάγουσα λόγω της ζημιάς που προκλήθηκε στο σκάφος της από την πυρκαγιά της 10-8-2020 στο ναυπηγείο της, ένσταση συμψηφισμού ανταπαίτησής της συνολικού ποσού 35.700,00 ευρώ α) για την παραμονή του άνω σκάφους στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου της από 7-7-2020 έως 30-11-2020, ποσού 12.000,00 ευρώ, β) για την ανέλκυση του σκάφους στις 7-7-2020, ποσού 3.000,00 ευρώ, γ) για μια ανέλκυση και μια καθέλκυση που πραγματοποίησε στο πλοίο στις 22-10-2020 για να κάνει τα δοκιμαστικά του, ποσού 6.000,00 ευρώ,  δ) για μια ανέλκυση και μια καθέλκυση που πραγματοποίησε στο πλοίο στις 12-11-2020 για να κάνει τα δοκιμαστικά του, ποσού 6.000,00 ευρώ, ε) για εργασίες καθαρισμού του σκάφους από 18-8-2020 έως 27-8-2020 ποσό 6.900,00 ευρώ και  στ) για αμοιβή του διορισθέντος τεχνικού ασφαλείας ποσού 1.800,00 ευρώ. Η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, επειδή προβάλλεται το πρώτον στο δεύτερο βαθμό χωρίς τη μορφή κύριου ή πρόσθετου λόγου έφεσης (Α.Π. 1199/2023, Α.Π. 515/2022, Α.Π. 350/2020, Α.Π. 1481/2018, Α.Π. 1281/2014, www.areiospagos.gr), σε κάθε περίπτωση δε, είναι απορριπτέα και ως αβάσιμη κατ’ ουσία, διότι οι προβαλλόμενες προς συμψηφισμό απαιτήσεις της πρώτης εναγόμενης αποδεικνύεται ότι δεν είναι αντίθετες με τις ένδικες της ενάγουσας, καθώς δεν αφορούν την τελευταία και το καταστραφέν από την πυρκαγιά άνω σκάφος της «Μ», αλλά την εταιρία «…………», πλοιοκτήτρια του νέου σκάφους με την ονομασία «M», που ναυπηγήθηκε εξυπαρχής μετά την άνω πυρκαγιά, με χρήση μεν των υπολειμμάτων της γάστρας του ολικώς κατεστραμμένου άνω σκάφους της ενάγουσας, χωρίς όμως να υπάρχει νόμιμος λόγος που να καθιστά αυτήν υπόχρεη των εξόδων ναυπήγησής του.

23. Κατόπιν όλων αυτών, το σύνολο των αξιώσεων της ενάγουσας για αποζημίωση και χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής της βλάβης από την αδικοπραξία των εναγόμενων ανέρχεται στο ποσό των (882.000,00 X 60% = 529.200,00 ευρώ + 10.000,00 ευρώ =) 539.000,00 ευρώ, ποσό για το οποίο ενέχονται εις ολόκληρον οι εναγόμενοι, με βάση τα εκτιθέμενα στην παρ. 13 της παρούσας.

24. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 223 του Κ.Πολ.Δ, όταν επέλθει η εκκρεμοδικία είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Κατ’ εξαίρεση μπορεί ο ενάγων με τις προτάσεις του εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό, να περιορίσει το αίτημα της αγωγής. Με τη διάταξη αυτή, επιτρέπεται, μεταξύ άλλων, η ολική ή μερική παραίτηση του ενάγοντος από το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής και, έτσι, περιορίζεται η αγωγή στο αναγνωριστικό του δικαιώματος αίτημα, το οποίο υποκρύπτεται στο καταψηφιστικό. Στην περίπτωση αυτή, ο περιορισμός του αιτήματος αν και, κατά τη διάταξη του άρθρου 295 παρ. 1 εδ. β’ του Κ.Πολ.Δ, θεωρείται μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής (Ολ.Α.Π. 6/1997 και 5/1997), δεν κρίνεται κατά τις διατάξεις που αφορούν στην παραίτηση από το δικόγραφο (άρθρο 297 Κ.Πολ.Δ.), αλλά εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπουν ειδικά τη θεμιτή μεταβολή του αιτήματος της αγωγής, με συνέπεια να μην υπόκειται στο διαγραφόμενο από το άρθρο 297 Κ.Πολ.Δ, τύπο. Κατά συνέπεια, ο περιορισμός του αιτήματος γίνεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 223 Κ.Πολ.Δ, η οποία είναι ειδική σε σχέση με εκείνη του άρθρου 297 του ίδιου κώδικα, δηλαδή γίνεται με τις προτάσεις ή όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή αυτών, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, άλλως θεωρείται ανίσχυρος και δεν λαμβάνεται υπόψη. Από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 223 Κ.Πολ.Δ, κατά τη σαφή λεκτική της διατύπωση, σε συνδυασμό και με το άρθρο 526 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι ο περιορισμός του αγωγικού αιτήματος δύναται να γίνει έως την περάτωση της δίκης στον πρώτο βαθμό και επομένως αυτός αποκλείεται στην κατ’ έφεση δίκη, στην οποία αποκρούεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτος, έστω και αν συναινεί ο αντίδικος (Α.Π. 317/2023, Α.Π. 140/2023, Α.Π. 951/2022, Α.Π. 538/2019, Α.Π. 1470/2019, Α.Π. 538/2019, Α.Π. 368/2016, Α.Π. 1572/2013, www.areiospagos.gr). Δεν μπορεί δε να ανακληθεί ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής με την εν συνεχεία παραίτηση από τον περιορισμό με την προσθήκη των προτάσεων (Εφ.Αθ. 1994/2001, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 2018, τομ. Ι, υπ’ άρθρο 223, σ. 395, αριθ. 4, Κεραμέα/ Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 2000, τόμ. Ι, υπ’ άρθρο 223, σ. 491, αριθ. 8, Β. Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, Τόμ. Β’, 1994, υπ’ άρθρο 223, σ. 63, αριθ. 9), πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να ανακληθεί ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής στην κατ’ έφεση δίκη. Ακόμη, από την ίδια άνω διάταξη του άρθρου 223 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η μεταβολή της αναγνωριστικής σε καταψηφιστική αγωγή είναι ανεπίτρεπτη, γιατί έτσι διευρύνεται απαραδέκτως το κύριο αίτημα της αγωγής, αφού πρόκειται για αίτηση παροχής έννομης προστασίας διαφόρου είδους. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι περιέχεται αίτημα καταψηφιστικό, ρητώς ή εμμέσως, στο αναγνωριστικό αίτημα (Α.Π. 1444/2018, Α.Π. 566/2005, Α.Π. 287/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, ό.α, υπ’ άρθρο 223, σ. 395, αριθ. 2, Κεραμέα/ Κονδύλη / Νίκα, ό.α, υπ’ άρθρο 223, σ. 490, αριθ. 2 και σ. 491, αριθ. 8, Β. Βαθρακοκοίλη, ό.α, υπ’ άρθρο 223, σ. 63, αριθ. 9).

25. Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι με τις πρωτόδικες προτάσεις της έτρεψε το αίτημα της αγωγής της σε αναγνωριστικό, αλλά μετά τη συζήτηση, ήτοι σε χρόνο που πλέον δεν είχε τη δυνατότητα νέας τροπής του αιτήματος σε καταψηφιστικό, κλήθηκε από την Εισηγητή Δικαστή και κατέβαλε το αναλογούν δικαστικό ένσημο, με αποτέλεσμα, με την επιγενόμενη καταβολή του, η αγωγή της να παύσει να έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα και να αποκτήσει καταψηφιστικό, τον οποίο εσφαλμένα δεν αναγνώρισε η εκκαλουμένη απόφαση, καταψηφιστικός χαρακτήρας που πρέπει να αναγνωριστεί με την παρούσα απόφαση, άλλως δηλώνει ότι με την έφεσή της τρέπει το αίτημα της αγωγής της σε καταψηφιστικό. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη α) στην κατ’ έφεση δίκη δεν μπορεί να ανακληθεί ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό που έγινε πρωτοδίκως και β) η μεταβολή της αναγνωριστικής αγωγής σε καταψηφιστική είναι ανεπίτρεπτη σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 223 Κ.Πολ.Δ, γιατί έτσι διευρύνεται απαράδεκτα το κύριο αίτημα αυτής, αφού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχεται αίτημα καταψηφιστικό ρητώς ή εμμέσως στο αναγνωριστικό αίτημα. Να προστεθεί εδώ ότι στην καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου υποχρεούται η ενάγουσα παρόλο που το αίτημα της αγωγής της παραμένει αναγνωριστικό, διότι πρόκειται για αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που ασκήθηκε εξ αρχής ως  καταψηφιστική και ετράπη ακολούθως σε αναγνωριστική και εισήχθη προς συζήτηση μετά την 1-1-2020, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη με αριθ. 8 άνω νομική σκέψη.

26. Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου των άνω εφέσεων προς εξέταση, πρέπει: Α) Να απορριφθεί η Β έφεση της πρώτης εναγόμενης ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της, να καταδικαστεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, ξεχωριστά για έκαστη εξ αυτών, λόγω της ξεχωριστής νομικής της παράστασης (Α.Π. 21/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 141/2009, Α.Π. 55/2008, www.areiospagos.gr), κατόπιν νόμιμου σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του προκαταβληθέντος από την πρώτη εναγόμενη ηλεκτρονικού παράβολου άσκησης έφεσης  (άρθρο 495 παρ. 3 Α’ εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και Β) Να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η Α έφεση της ενάγουσας και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης (Α.Π. 1279/2004, ΕλλΔνη 2005, 141, Εφ.Πειρ. 218/2022, Εφ.Πειρ. 147/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πατρ. 50/2020, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Θεσ. 174/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143), αναγκαία δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, που θα καθοριστεί εξαρχής. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), εφόσον αρμόδια (άρθρα 19 Κ.Πολ.Δ, 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία και να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία η από 28-12-2021 αγωγή κατά την κύρια βάση της από αδικοπραξία ως προς όλους τους εναγόμενους [κατά την οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρθηκαν στις ανωτέρω νομικές σκέψεις, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 297 εδ. α’, 298, 299, 346 εδ. α’, 71, 914, 922, 926 και 932 Α.Κ, 84 παρ. 2 Κ.Ι.Ν.Δ. (ν. 3816/1958), 70, 176 Κ.Πολ.Δ.] και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται εις ολόκληρο να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 539.200,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής (άρθρο 346 Α.Κ.). Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, ενόψει του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που  εφαρμόστηκαν υπήρξε ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ.), ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι για το κρίσιμο ζήτημα του εάν η παράλειψη προσκόμισης του δικαστικού ενσήμου δύναται να συμπληρωθεί υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 227 Κ.Πολ.Δ. έχουν εκφραστεί αντικρουόμενες απόψεις. Τέλος, επειδή η Β έφεση της ενάγουσας γίνεται δεκτή, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση σ’ αυτήν του προκαταβληθέντος παράβολου άσκησης έφεσης  (άρθρο 495 παρ. 3 Γ’ εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις Α και Β εφέσεις.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Ι. Απορρίπτει κατ’ ουσία την Α έφεση.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην άνω έφεση στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ για κάθε εφεσίβλητη.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του προκαταβληθέντος από την ανωτέρω εκκαλούσα με κωδικό ………….. e – παράβολου άσκησης έφεσης  του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.             

ΙΙ. Δέχεται κατ’ ουσία τη Β έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 3176/2023 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί και δικάζει επί τοις ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 28-12-2021 και με ΓΑΚ ….. και ΑΚΔ …./28-12-2021 αγωγή.            Δέχεται εν μέρει αυτή.

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται εις ολόκληρο να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των πεντακοσίων τριάντα εννέα χιλιάδων διακοσίων (539.200,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα στη Β έφεση του με κωδικό …………. ηλεκτρονικού παράβολου άσκησης έφεσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 25-62024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                        Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αποχωρήσεως των Εφετών Αναστασίου Αναστασίου και Θεόκλητου Καρακατσάνη, αποτελούμενη από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Παπαδογρηγοράκου και Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτες και με τον ίδιο Γραμματέα  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 6-11-2024..

         Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ