Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 551/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  551/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3° Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Λίμουρα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Εραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: Της Δημοτικής Επιχείρησης (ΝΠΙΔ) με την επωνυμία « …………», η οποία εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Παναγιώτη Πετρόπουλου με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης: ……………, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Εεώργιου Παπαθεοδωρόπουλου, με δήλωση άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησε η εφεσίβλητη την με αριθμό εκθ. καταθ. …../2017 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 739/2023 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η εκκαλούσα με την με αριθμ. εκθ. καταθ. …/2023 έφεση, δικάσιμος επί της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις τους ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση της εκκαλούσας κατά της 739/2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 19, 511 ΚΠολΔ ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτήν, κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία, για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της (άρθρα 522,533 σε συνδ. με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, η οποία ισχυρίζεται ότι κατόπιν ασκήσεως αγωγής κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας για την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών και μισθών υπερημερίας, λόγω άκυρης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της από την εναγομένη εκδόθηκε η με αριθμ. 100/2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και αφού αναγνωρίστηκε ότι η εναγομένη κατέστη υπερήμερη εργοδότρια κατέβαλε σε αυτήν μισθούς υπερημερίας, ζητεί περαιτέρω με την υπό κρίση αγωγή, επειδή η εναγομένη δεν έχει προβεί σε άρση της υπερημερίας της, να αναγνωριστεί ότι οφείλει να της καταβάλει τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, επικαλούμενη εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.

Η εκκαλούσα επαναφέρει την νομίμως προβληθείσα ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της εφεσίβλητης για καταβολή μισθών υπερημερίας ισχυριζόμενη ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε ηθελημένα να ανεύρει άλλη εργασία, αποφεύγοντας για μακρό χρονικό διάστημα κακόβουλα και αδικαιολόγητα να εργαστεί, ενώ με βάση την ειδικότητά της και τα προσόντα της θα μπορούσε να απασχοληθεί σε οποιαδήποτε άλλη θέση εργασίας. Περαιτέρω όμως από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης, που εξετάστηκε στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δόλια και κακόβουλα απέφυγε να απασχοληθεί σε άλλη εργασία, όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη, την οποία όμως αφενός δεν προσδιορίζει, αφετέρου δεν αναφέρει και ποιες συγκεκριμένα είναι οι αποδοχές που θα ελάμβανε από την εργασία αυτή, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού ως αβάσιμου, δοθέντος ότι μόνη η μακρά διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητούνται αποδοχές υπερημερίας, ενώ δεν αποδεικνύεται ότι η αποφυγή του εργαζομένου προς ανεύρεση εργασίας είναι δόλια και κακόβουλη, δεν καθιστά την άσκηση της σχετικής αξίωσης καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ). Περαιτέρω κατ’ ορθή εφαρμογή του νόμου αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το επιδικαζόμενο ποσό, αφού κατέταξε αυτήν στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο, το οποίο δεν αμφισβητείται από την εναγομένη, λαμβάνοντας υπόψη τις μειώσεις που οι αποδοχές της έχουν υποστεί, όπως έχει κριθεί με την επικαλούμενη υπ’ αριθμ 100/2022 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιά, τις οποίες δεν αμφισβητεί η ενάγουσα, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου.

Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της έφεσης της εκκαλούσας με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστεί η εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης λόγω της ήττας της ( άρθρο 176 ΚΠολΔ ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την υπό κρίση έφεση.

Δέχεται τυπικά και

Απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14.11.2024 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

H ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ