ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 543 /2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Προϊστάμενο της Τριμελούς Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Δ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………… και ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σαξώνη του Δ.Σ.Π. με Α.Μ. …………..
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της εταιρίας με την επωνυμία ………… που εδρεύει στο Πέραμα, ………, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Επαμεινώντα Ρέκκα του Δ.Σ.Α. με Α.Μ. ………… με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠΟΛΔ.
Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 23-12-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης αγωγή …………/2019 η οποία εκδικάστηκε κατά την δικάσιμο της 6-12-2021 κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών και εκδόθηκε η με αριθ. 2771/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την με αριθ. εκθ. καταθ. ………../2023 έφεσή του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ………./2023 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 155/2024 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου η οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομισθούν με επιμέλεια της εφεσίβλητης οι υπογεγραμμένες ιδιοχείρως από τον ενάγοντα και την εναγόμενη αναγγελίες της σύμβαση εργασίας του με την εναγόμενη καθώς επίσης και οι υπογεγραμμένες ιδιοχείρως από τον ενάγοντα και την εναγόμενη καταγγελίες της σύμβαση εργασίας του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος εκπροσωπήθηκε από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του ο οποίος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις του ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις της και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση δυνάμει της από 8-4-2024 και με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου κλήσης ………/2024 η από 4-10-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………./2023 έφεση κατά της με αριθμό 2771/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών μετά την έκδοση της με αριθμό 155/2024 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου η οποία διέτασσε την επανάληψη της διαδικασίας κατ’ άρθρο 254 ΚΠΟΛΔ προκειμένου να προσκομιστούν στο παρόν Δικαστήριο με επιμέλεια της εφεσίβλητης οι υπογεγραμμένες ιδιοχείρως από τον ενάγοντα και την εναγόμενη αναγγελίες της σύμβαση εργασίας του με την εναγόμενη καθώς επίσης και οι υπογεγραμμένες ιδιοχείρως από τον ενάγοντα και την εναγόμενη καταγγελίες της σύμβαση εργασίας του.
Από την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ, που καθιερώνει την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648, 649 και 653 του ΑΚ, 3 παρ. 2 του Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του Ν.3198/1955 και 1 της υπ αριθ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης “Περί προστασίας του ημερομισθίου” που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, με τις οποίες καθορίζεται η έννοια του μισθού, σαφώς προκύπτει ότι είναι καθ` όλα επιτρεπτή νέα συμφωνία μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη, τροποποιητική της αρχικής, που προβλέπει μείωση του καταβαλλόμενου μισθού, υπό τον όρο ότι η συμφωνία αυτή δεν θα προσκρούει σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και ειδικότερα δεν θα προβλέπει την καταβολή μισθού κατώτερου εκείνου που καθορίζεται από ενεργό και σε ισχύ συλλογική ρύθμιση (συλλογική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση). Διαφορετικά, η τροποποιητική αυτή ατομική συμφωνία είναι άκυρη (άρθ. 174, 180 του ΑΚ) κατά το μέρος που προβλέπει αποδοχές μικρότερες των κατωτάτων ορίων της συλλογικής αυτής ρύθμισης, καθότι οι κανονιστικοί όροι της τελευταίας ως προς το ύψος των αποδοχών περιέχουν τα κατώτατα όρια υποχρεωτικής προστασίας του εργαζομένου, με συνέπεια να απαγορεύεται η επί το δυσμενέστερο ρύθμιση του ύψους του συμφωνουμένου μισθού με την ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Αυτονόητη όμως προϋπόθεση του όρου αυτού είναι η από το νόμο υπαγωγή των μερών στη συγκεκριμένη συλλογική ρύθμιση. Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει περίπτωση ακυρότητας της τροποποιητικής ατομικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που έχει ως αντικείμενό της τη μείωση των αποδοχών του εργαζομένου σε όρια χαμηλότερα εκείνων που προβλέπονται από κανονιστικές διατάξεις σε ισχύ κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, όταν η τελευταία δεν δεσμεύει τους ως άνω συμβληθέντες, για το λόγο ότι αυτοί δεν τυγχάνουν μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων που συνήψαν αυτή (ή, με βάση το πριν το Ν. 4024/2011 νομοθετικό καθεστώς, για το λόγο ότι αυτή δεν είχε κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική με απόφαση του Υπουργού Εργασίας). Ούτε μπορεί στην περίπτωση αυτή να γίνει λόγος για άκυρη παραίτηση του εργαζομένου από τις μισθολογικές αξιώσεις του, κατά τη γενικότερη αρχή του εργατικού δικαίου συναγομένη από τις διατάξεις των άρθρων 14 του Ν. 551/1915, 8 του Ν. 2112/1920, 5 παρ.1 του Ν. 3198/1955, 8 παρ. 4 του Ν.Δ/τος 4020/1959, 7 παρ.1 και 2 του Ν. 1876/1990 και 679 του ΑΚ, διότι η απαγόρευση παραίτησης αφορά το νόμιμο μισθό και δεν ισχύει για το συμβατικό μισθό που υπερβαίνει τα κατώτατα όρια των νόμιμων αποδοχών (ΑΠ 1569/2017, ΑΠ 1089/2006, ΑΠ 843/2002). Τοιαύτη είναι και η περίπτωση τροποποιητικής συμφωνίας των μερών που καταργεί προηγούμενη συμφωνία των μερών περί παραπομπής σε κανονιστικούς όρους συγκεκριμένης συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης, στην οποία, ελλείψει της συμφωνίας αυτής, δεν θα υπάγονταν τα συμβαλλόμενα μέρη και που επάγεται, ως εκ του περιεχομένου της συμφωνηθείσας τροποποίησης, μείωση αποδοχών. Στις περιπτώσεις δε που τα μέρη δεν θα μπορούσαν να υπαχθούν στις ρυθμίσεις κάποιας ενεργού κλαδικής (ή ομοιοεπαγγελματικής) συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, η ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αρχική ή τροποποιητική της αρχικής, δεν επιτρέπεται να προβλέπει μισθό κατώτερο μόνο από τα γενικά κατώτατα όρια που καθορίζονταν για τους εργαζομένους όλης της χώρας μέχρι πρόσφατα (1.4.2013) από τις σχετικές κανονιστικές διατάξεις ενεργών εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και έκτοτε από το νομοθετικώς καθορισμένο κατώτατο μισθό με βάση το προβλεπόμενο από την Υποπαρ. ΙΑ. 11 του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α 222) διοικητικό σύστημα καθορισμού κατωτάτου μισθού για τους εργαζομένους του ιδιωτικού δικαίου όλης της χώρας. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 της υπ` αριθ. 6/28.2.2012 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ Α 38), που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012 “Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας” (ΦΕΚ Α 28) και στο πλαίσιο της χορηγηθείσας εξουσιοδότησης (ΟλΣτΕ 2307/2014) ορίζεται ότι: “Οι κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που θα λήξει ή θα καταγγελθεί εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα τρίμηνο από τη λήξη ή τη καταγγελία τους. Κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης που έχει ήδη λήξει ή καταγγελθεί ισχύουν για ένα τρίμηνο από την ισχύ του Ν. 4046/2012. Με την πάροδο του τριμήνου και εφόσον εντωμεταξύ δεν έχει συναφθεί νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, εξακολουθούν να ισχύουν από τους κανονιστικούς όρους εργασίας αποκλειστικώς εκείνοι οι όροι που αφορούν α) το βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, εφόσον τα επιδόματα αυτά προβλέπονταν στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που έληξαν ή καταγγέλθηκαν, ενώ παύει αμέσως να ισχύει κάθε άλλο προβλεπόμενο σε αυτές επίδομα. Η προσαρμογή των συμβάσεων στις διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου γίνεται χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων. Οι όροι του τρίτου εδαφίου εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου αντικατασταθούν από εκείνους της νέας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ή της νέας ή τροποποιημένης ατομικής σύμβασης”. Με τη διάταξη της παρ. 6 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν και για τις Διαιτητικές Αποφάσεις. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι κατά το στάδιο της μετενέργειας, ήτοι κατά τη χρονική περίοδο μετά την πάροδο του προβλεπομένου ως άνω τριμήνου από τη λήξη ή την καταγγελία των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή από την ισχύ του Ν. 4046/2012 (14 Φεβρουαρίου 2012), οι κανονιστικοί όροι συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή εξομοιουμένων με αυτές διαιτητικών αποφάσεων που αφορούν το βασικό μισθό και τα ανωτέρω τέσσερα επιδόματα (εφόσον βεβαίως αυτά ή κάποια από αυτά προβλέπονταν από τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή τη διαιτητική απόφαση που έληξε) εξακολουθούν να ισχύουν ως προσωρινά πλέον ενσωματωμένοι οιονεί ενοχικοί όροι των ήδη εν ισχύει ατομικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ 318/2017, ΑΠ 453/2010), ενώ παύουν αμέσως να ισχύουν ρυθμίσεις που προβλέπουν τη καταβολή οποιουδήποτε άλλου επιδόματος. Η ως άνω προσαρμογή των ατομικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας με τη διατήρηση του βασικού μισθού και των πιο πάνω επιδομάτων και συνακόλουθα με την κατάργηση των λοιπών είναι επιτρεπτό να επέλθει μονομερώς, με πρωτοβουλία του εργοδότη, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη, σύμφωνη γνώμη των εργαζόμενων (ΑΠ 1522/2018, ΑΠ 876/2018). Ειδικά δε για τα επιδόματα ωρίμανσης (τριετίας, πολυετίας κλπ) επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι με τη διάταξη του άρθρου 4 της ως άνω με αριθ. ./2012 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου, από 14 Φεβρουαρίου 2012 και μέχρις ότου το ποσοστό ανεργίας μειωθεί κάτω του 10% ανεστάλη η ισχύς διατάξεων νόμων, κανονιστικών πράξεων, συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων, με τις οποίες προβλεπόταν – για τον εφεξής χρόνο – η καταβολή πρόσθετων παροχών (επιδομάτων) σχετιζομένων με την πάροδο συγκεκριμένου χρόνου εργασίας μετά τη χρονολογία αυτή (ωριμάνσεις), ως επιβράβευση του εργαζομένου και ως ανταμοιβή του για την κτηθείσα εργασιακή εμπειρία (ΑΠ 773/2017, ΑΠ 876/2018). Οι διατηρούμενοι όμως κατά τη διάρκεια της μετενέργειας ως άνω οιονεί ενοχικοί όροι, οι οποίοι δεν έχουν πλέον κανονιστικό χαρακτήρα (λόγω λήξης της ισχύος της συλλογικής σύμβασης εργασίας ή της διαιτητικής απόφασης), ούτε είναι γνήσιοι ενοχικοί όροι (αφού δεν είναι καρπός ατομικής συμφωνίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, αλλά η διατήρησή τους οφείλεται σε νομοθετική παρέμβαση), μπορούν να παραμερισθούν προς ευμενέστερη ή δυσμενέστερη κατεύθυνση είτε κατ` εφαρμογή νεότερης συλλογικής σύμβασης εργασίας (αρχή της τάξης), είτε με νεότερη ατομική συμφωνία μεταξύ των μερών (ΑΠ 773/2017), όπως ρητά ορίζεται στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 2 της ως άνω της υπ` αριθ. ./28.2.2012 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου (αντίστοιχα όριζε και η προηγούμενη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 που καταργήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 5 της ως άνω Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου). Δεν υπάρχει συνεπώς έδαφος εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 2 παρ. 4 της υπ` αριθ. ./2012 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου στις περιπτώσεις κατάρτισης ατομικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που παραπέμπει σε κανονιστικούς όρους συγκεκριμένης συλλογικής σύμβασης εργασίας, στην οποία, ελλείψει της συμφωνίας αυτής, δεν θα υπάγονταν τα συμβαλλόμενα μέρη, καθότι στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να γίνει λόγος περί διατήρησης σε ισχύ κατά το στάδιο της μετενέργειας των κανονιστικών όρων της λήξασας συλλογικής ρύθμισης ως οιονεί ενοχικών της ατομικής σύμβασης εργασίας, αφού οι όροι αυτοί με συμφωνία των μερών έχουν ήδη καταστεί συμβατικοί όροι της ατομικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και συνακόλουθα διατηρούνται μεν σε ισχύ ως συμβατικοί όροι, πλην όμως μπορούν οποτεδήποτε ελεύθερα να τροποποιηθούν ή καταργηθούν με νεώτερη, ρητή ή σιωπηρά, συμφωνία μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη (άρθ. 361 του ΑΚ).
Από την επανεκτίμηση της χωρίς όκου κατάθεσης του ενάγοντος, την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγόμενης που εξετάστηκαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη δραστηριοποιείται στον τομέα γενικών επισκευών πλοίων προσφέροντας υπηρεσίες καθαρισμού, υδροβολής, αμμοβολής, σπογγοβολής και χρωματισμού σε πλωτά μέσα και χερσαίες εγκαταστάσεις. Ο ενάγων προλήφθηκε από την εναγόμενη με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στο Πέραμα στις 10-1-2014 για να εργαστεί με την ειδικότητα του βοηθού καθαριστή ως μέλος επισκευαστικού συνεργείου που είχε μόνιμα συγκροτήσει για τις εργασίες επισκευής πλοίων και μηχανημάτων στην επισκευαστική μονάδα που διατηρούσε στην Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος. Η συμφωνία προέβλεπε εργασία πενθήμερη για επτά ώρες με ωράριο εργασίας από τις 08.00-15.00, με μικτό ημερομίσθιο 71 ευρώ. Η εναγόμενη αρνήθηκε ότι η εργασιακή σχέση που την συνέδεε με τον εναγόμενο ήταν σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου αλλά ότι ήταν σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, για το λόγο αυτό προσκόμισε φωτοαντίγραφα ηλεκτρονικών μόνο αναγγελιών της εργασίας του με αυτή και καταγγελιών της. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 3 της με αριθμό 5072/6/25/2/2013 Υπουργικής Απόφασης αναγράφεται ότι Διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής εντύπων….ε) Η διαδικασία ολοκλήρωσης της ηλεκτρονικής υποβολής εντύπου Ε6, (καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου) υλοποιείται σε δύο στάδια: Ο εργοδότης αρχικά συμπληρώνει την ηλεκτρονική φόρμα του εντύπου Ε6, την εκτυπώνει και ακολούθως αφού τεθούν ιδιοχείρως οι υπογραφές του εργοδότη και του εργαζόμενου, ο εργοδότης ολοκληρώνει την ηλεκτρονική υποβολή επισυνάπτοντας το αρχείο του ηλεκτρονικά σαρωμένου εντύπου με τις παραπάνω υπογραφές. Σύμφωνα με την με αριθμό 155/2024 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου διατάχτηκε επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομιστούν στο παρόν Δικαστήριο από την εναγόμενη οι υπογεγραμμένες ιδιοχείρως από τον ενάγοντα και την εναγόμενη αναγγελίες της σύμβαση εργασίας του με την εναγόμενη καθώς επίσης και οι υπογεγραμμένες ιδιοχείρως από τον ενάγοντα και την εναγόμενη καταγγελίες της σύμβαση εργασίας του και οι οποίες δεν προσκομίστηκαν από την εναγόμενη όπως και υποχρεούταν. Εκ του λόγου αυτού αποδεικνύεται ότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος με την εναγόμενη ήταν σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και όχι ορισμένου χρόνου όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη. Για το χρονικό διάστημα από 10-1-2014-31-12-2014 (36 ημέρες του έτους 2014) χωρίς να υπολογίζονται οι αργίες της 25/12 και 26/12 που δεν εργάστηκε του οφείλεται το ποσό των 2.556 ευρώ(36 ημέρες*71 ευρώ ημερομίσθιο). Για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από την 1-1-2015 μέχρι την 31-12-2015 έπρεπε να λάβει για τις 252 καθημερινές που εργάστηκε το ποσό των 17.892 ευρώ(71 ευρώ ημερομίσθιο*252 ημέρες). Για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από την 1-1-2016 μέχρι την 31-12-2016 έπρεπε να λάβει για τις 252 καθημερινές που εργάστηκε το ποσό των 17.892 ευρώ(71 ευρώ ημερομίσθιο*252 ημέρες). Για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από την 1-1-2017 μέχρι την 31-12-2017 έπρεπε να λάβει για τις 251 καθημερινές που εργάστηκε το ποσό των 17.821 ευρώ(71 ευρώ ημερομίσθιο*251 ημέρες). Για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από την 1-1-2018 μέχρι την 12-8-2018 έπρεπε να λάβει για τις 156 καθημερινές που εργάστηκε το ποσό των 11.076 ευρώ(71 ευρώ ημερομίσθιο*156 ημέρες). Ακόμη αποδείχτηκε ότι εργάστηκε το 2015 τα Σάββατα την 24/1, 28/1,21/2, 18/4, 16/5,28/11,5/12 και τις Κυριακές 25/1, 22/2, 19/4 και 6/12. Για το έτος 2016 εργάστηκε τα Σάββατα την 30/1, 26/3,2/7, 8/10,12/11, 10/12 και τις Κυριακές 31/1, 3/7,9/10, 13/11. Για το έτος 2017 εργάστηκε τα Σάββατα την 21/1,28/1, 2/7, 18/3, 25/3, 8/4,29/4,13/5,8/7, 9/6,2/9,10/6 και τις Κυριακές 22/1,29/1,19/3,9/4,30/4,11/6,9/7, και 3/9.Για το 2018 εργάστηκε τα Σάββατα την 24/2,24/3,31/3,26/5,16/6,23/6 και τις Κυριακές 25/2,25/3,27/5,17/6 και 24/6. Επίσης ο ενάγων ισχυρίζεται ότι εργάστηκε για ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 10-11-2014 έως τις 12-8-2018 επί 7 ημέρες κάθε εβδομάδα καθώς επίσης ότι υπήρξε προφορική συμφωνία να αμείβεται με την εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας του κλάδου αμμοβολών-καθαρισμών και των λοιπών συναφών επαγγελμάτων για εργασίες που γίνονται σε πλοία και βιομηχανικές εγκαταστάσεις, πλωτά και μη πλωτά μέσα, είτε αυτά βρίσκονται στην θάλασσα είτε στην ξηρά(Π. Κ. Υπ. Απασχ. 3/19/5/2010) σύμφωνα με την οποία το ημερομίσθιο με την ειδικότητα του είχε οριστεί σε 71 ευρώ από την 1-1-2010 και το ωράριο εργασίας του σε επτά ώρες ημερησίως επί πενθήμερο πλην όμως αυτό είχε παύσει να ισχύει σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομική σκέψη, βάση της Π.Υ.Σ. 6/14/2/2012 από τις 14/5/2012. Οι όροι της παραπάνω καταργηθείσας σ.σ.ε. δεν προέκυψε ότι κατέστησαν ατομικοί όροι της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος όπως αβάσιμα υποστηρίζει αυτός δεδομένου ότι η σύμβαση εργασίας του δεν ήταν έγγραφη το οποίο και συνομολογεί αυτός. Η κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το ημερομίσθιο του ενάγοντος συμφωνήθηκε εξαρχής να ανέρχεται στο ποσό των 71 ευρώ μεικτά, το οποίο όμως δεν σημαίνει ότι είχαν αποτελέσει όρους της ατομικής σύμβασης και οι λοιποί όροι της σ.σ.ε. Έτσι πέραν του ανωτέρω ημερομισθίου που αφορούσε πενθήμερη εργασία και ωράριο 7 ωρών καθημερινά όλοι οι λοιποί κανονιστικοί όροι της σ.σ.ε. δεν ίσχυαν. Συνεπώς τα αιτούμενα κονδύλια αμοιβής για το έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας που προβλεπόταν στην ανωτέρω σ.σ.ε για υπερωριακή εργασία του ενάγοντος για 1 ή 3 ώρες κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή του χρονικά διαστήματα ή τέτοια εργασία του σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και διάρκεια όπως και σταθερή εργασία του κατά τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής όπως επίσης των αργιών(πέραν των προαναφερόμενων μεμονωμένων ημερών) όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων αφού μόνο η ανωμοτί κατάθεση του ενάγοντος μη ενισχυόμενη από άλλο αποδεικτικό στοιχείο ως προς τα ζητήματα αυτά, δεν επιτρέπει την εξαγωγή συγκεκριμένων αξιόπιστων συμπερασμάτων. Επομένως τα αιτούμενα κονδύλια αμοιβής για το έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας που προβλεπόταν στην παραπάνω σ.σ.ε. για υπερωριακή εργασία και εν γένει για εργασία πέραν των χρονικών διαστημάτων που προαναφέρθηκαν πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα. Περαιτέρω με την περίπτωση 3 της υποπαραγράφου ΙΑ.11του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 ορίστηκε ότι μέχρι την λήξη της περιόδου οικονομικής προσαρμογής που προβλέπουν τα μνημόνια που προσαρτώνται στον ν.4093/2012 (Α΄28) και οι επακόλουθες τροποποιήσεις αυτών ο νόμιμος κατώτατος μισθός υπαλλήλων και το ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών από 12-11-2012 καθορίζονται στους εκεί προσαρτώμενους πίνακες ενώ από την προαναφερόμενη ημερομηνία 12-11-2012 στα γενικά κατώτατα όρια κατά την ΕΓΣΣΕ υπάγονται μόνο οι απασχολούμενοι σε εργοδότες υπαγόμενους στις οργανώσεις ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ή ΕΣΕΕ που συμβάλλονται στην ΕΓΣΣΕ. Μέχρι την λήξη της περιόδου της οικονομικής προσαρμογής που προβλέπουν τα μνημόνια που προσαρτώνται στον νόμο 4046/2012 και οι επακόλουθες τροποποιήσεις αυτών καθορίζεται το νόμιμο κατώτατο ημερομίσθιο εργατοτεχνιτών άνω των 25 ετών άγαμων και χωρίς προϋπηρεσία σε 26,18 ευρώ. Επομένως το νόμιμο ημερομίσθιο του ενάγοντος κατά τον επίδικο χρόνο ανερχόταν στο ποσό των 26,18 ευρώ. Επομένως με βάση όσα έγιναν δεκτά παραπάνω ο ενάγων δικαιούται για την επτάωρη εργασία του τα παραπάνω Σάββατα που εργάστηκε δεδομένου ότι αποδείχτηκε ότι είχε συμφωνήσει πενθήμερη εργασία δικαιούται να λάβει και την προσαύξηση του Σαββάτου (το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30% η οποία κατά το άρθρο 7 του ν. 3846/2010 δένεται για εργασία που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδας κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας. Έτσι για συνολικά 31 Σάββατα (7 του έτους 2015, 6 του έτους 2016,12 του έτους 2017, 6 του έτους 2018) που εργάστηκε ο ενάγων δικαιούται (30%*71=21,30 Ε+71 Ε=92,30 *31 ημέρες=2.861,30 Ε. Για την εργασία του τις Κυριακές που εργάστηκε δικαιούται το ημερομίσθιο του 71 Ε προσαυξημένο κατά 75% στο νόμιμο ημερομίσθιο των 26,18 Ε=19,63 και συνολικά 90,63 Ε την ημέρα*21 ημέρες=1.903,23 Ε. Για αναλογία επιδομάτων εορτών ο ενάγων δικαιούται: Για δώρο Χριστουγέννων 2014 (σύνολο ημερών 36/19 ημέρες=1,89*2 ημερομίσθια =3,78 ημερομίσθια*71 Ε=268,38 *0,04166=11,18 Ε και συνολικά 279,56 Ε. Για δώρο Πάσχα 2015 15 ημερομίσθια*71 Ε=1.065*0,04166=44,36 και συνολικά 1.109,36 Ε. Για δώρο Χριστουγέννων 2015 25 ημερομίσθια*71 Ε=1.775 Ε*0,04166=73,94 Ε και συνολικά 1.848,94 Ε. Για δώρο Πάσχα 2016 15 ημερομίσθια*71 Ε=1.065*0,04166=44,36 και συνολικά 1.109,36 Ε. Για δώρο Χριστουγέννων 2016 25 ημερομίσθια*71 Ε=1.775 Ε*0,04166=73,94 Ε και συνολικά 1.848,94 Ε. Για δώρο Πάσχα 2017 15 ημερομίσθια*71 Ε=1.065*0,04166=44,36 και συνολικά 1.109,36 Ε. Για δώρο Χριστουγέννων 2017 25 ημερομίσθια*71 Ε=1.775 Ε*0,04166= 73,94 Ε και συνολικά 1.848,94 Ε. Για δώρο Πάσχα 2018 15 ημερομίσθια*71 Ε=1.065*0,04166=44,36 και συνολικά 1.109,36 Ε. Για δώρο Χριστουγέννων 2018 την αναλογία 10,95 ημερομισθίων(104 ημέρες εργασίας:19 ημέρες=5,47*2 ημερομίσθια)*71 Ε=776,74 Ε*0,04166= 32,35=809,09 Ε. Για αναλογία αποζημίωσης αδείας για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 10-11-2014 -31-12-2014 δικαιούται (36 ημερομίσθια:12,5=2,88*71 Ε=204,48 Ε. Για αναλογία αποζημίωσης αδείας για το χρονικό διάστημα της εργασίας του το έτος 2015 δικαιούται 25 ημερομίσθια-12 ημερομίσθια χορηγηθείσης άδειας =13 ημερομίσθια* 71 Ε=923. Για αναλογία αποζημίωσης αδείας για το χρονικό διάστημα της εργασίας του το έτος 2016 δικαιούται 25 ημερομίσθια-8 ημερομίσθια χορηγηθείσης άδειας =17 ημερομίσθια*71 Ε*=1.207 Ε. Για αναλογία αποζημίωσης αδείας για το χρονικό διάστημα της εργασίας του το έτος 2017 δικαιούται 25 ημερομίσθια-9 ημερομίσθια χορηγηθείσης άδειας =16 ημερομίσθια*71 Ε=1.136 Ε. Για το έτος 2018 ως αναλογία αποζημίωσης άδειας δικαιούται 25 ημερομίσθια*71 Ε=1.775 Ε. Για επίδομα αδείας για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 10-11-2014 -31-12-2014 δικαιούται (36 ημερομίσθια:12,5=2,88*71 Ε=204,48 Ε. Για επίδομα άδειας για το έτος 2.015 δικαιούται 13 ημερομίσθια * 71 Ε=923 Ε, για το έτος 2016 δικαιούται 13 ημερομίσθια * 71 Ε=923 Ε, για το έτος 2017 δικαιούται 13 ημερομίσθια * 71 Ε=923 Ε, για το έτος 2018 δικαιούται 13 ημερομίσθια * 71 Ε=923 Ε. Για τις ανωτέρω αιτίες δικαιούται ποσό 92.216,4 Ε (2.556, 17.892,17.892,17.821,11.076,2.861,30,1.903,23,279,56, 1.109,36,1.848,94,1.109,36, 1.848,94,1.109,36,1.848,94,1.109,36,809,09,204,48,923,1.207,1.136,1.775,204,48,923,923,923,923 Ε. Έλαβε το ποσό των 65.015,32 και δικαιούται την διαφορά ποσού 27.201,08 Ε. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που, με την εκκαλουμένη απόφαση, κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, και απέρριψε την ένδικη αγωγή ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου σχετικούς λόγους της ένδικης έφεσης, όπως παραπάνω αναφέρθηκαν, αυτή (εκκαλουμένη) να εξαφανισθεί ως προς τα προαναφερθέντα κεφάλαιά της. Ακολούθως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη έφεση και ως βάσιμη και κατ΄ ουσία κι αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, μέσα στα πλαίσια που εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει, στον ενάγοντα το ποσό των 27.201,08 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι εξόφλησης. Τέλος μέρος της δικαστικής δαπάνης του εκκαλούντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εφεσίβλητης(άρθρα 178, 183 ΚΠΟΛΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει: την έφεση, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση αυτή κατά το τυπικό και εν μέρει και κατά το ουσιαστικό της μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 2771/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.
Κρατεί την από 23-12-2019 και με αριθμό ………../2019 αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας αυτήν.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων διακοσίων ενός ευρώ και οκτώ λεπτών (27.201,08) ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι εξόφλησης.
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος της εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 11-11-2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ