ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Aπόφασης 558/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τον Γραμματέα Σ.Τ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Αλλοδαπής εταιρείας, με την επωνυμία “…………….”, η οποία εδρεύει, κατά το καταστατικό της, στις ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ……….. και 3) …………… οι οποίοι, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νταλάκο Φασόλη.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….., ο οποίος, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Κωνσταντίνα Γεωργούλια.
Ο ήδη εφεσίβλητος, ……….., εξέδωσε σε βάρος των ήδη εκκαλούντων τη με αριθμό ………/2022 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και της από 3-10-2022 επιταγής προς πληρωμή που τους κοινοποιήθηκε, οι ήδη εφεσίβλητοι, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 26-10-2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./26-10-2022 ανακοπή τους. Η ανωτέρω ανακοπή, συζητήθηκε την 7 Μαρτίου 2023 ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ακολούθως εκδόθηκε η με αριθμό 1487/2023 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία η εν λόγω ανακοπή απορρίφθηκε.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με την κρινόμενη, από 20-7-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ΓΑΚ …../2023 και ΕΑΚ …../20-7-2023, έφεσή τους, επί της οποίας, με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……/11.9.2023 πράξη του παρόντος Δικαστηρίου, ορίσθηκε δικάσιμος προς συζήτηση, η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με την σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η ένδικη από 20-7-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ …./2023 και ΕΑΚ …../20-7-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έφεση, με την οποία πλήττεται η με αριθμό 1487/2023 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και η οποία απέρριψε στην ουσία της την από 26-10-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………/26-10-2022 ανακοπή των ήδη εκκαλούντων κατά της με αριθμό …../2022 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, της από 3-10-2022 επιταγής προς πληρωμή του καθού η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτου, η οποία επεδόθη στους ανακόπτοντες την 10.10.2022, κάτωθι αντιγράφου, εκ του εκτελεστού απογράφου, της με αριθμό …../2022 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς επίσης και καθ’ όλης της επισπευδόμενης σε βάρος τους αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως και κάθε περαιτέρω πράξης αυτής, έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της, συνοδευόμενη από το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αριθμό ……………../2023 ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών), στη Γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως επεδόθη στους ήδη εκκαλούντες την 20.6.2023, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες με αριθμό ….., …….. και ………. από 20.6.2023 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……….. και η ένδικη έφεση, ασκήθηκε δια καταθέσεώς της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 20-7-2023 (σχετικά με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ ……../2023 και ΕΑΚ ………./20-7-2023), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.
ΙΙ. Από την περιεχομένη, στη με αριθμό …../6-3-2023 ένορκη βεβαίωση που ελήφθη ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………….., ένορκη κατάθεση του μάρτυρα …………., η οποία ελήφθη, με επιμέλεια του καθού η ανακοπή και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλητεύσεως των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων, με επίδοση της σχετικής κλήσεως στη Δικηγόρο …….., ως κατά νόμο αντικλήτου για τις επιδόσεις προς τους ανακόπτοντες, ως υπογράφουσα την ανωτέρω ανακοπή (άρθρο 143 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο πρώτο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …………/1-3-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………., η οποία (ένορκη βεβαίωση) σταθμίζεται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας του ανωτέρω μάρτυρος, καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ, αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), απεδείχθησαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Την 22.2.2021, μεταξύ των διαδίκων, καταρτίσθηκε έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου συμφωνήθηκε ότι, το ποσό των ευρώ 50.000 που ο ήδη καθού η ένδικη ανακοπή, ……………., είχε καταθέσει την ίδια ημέρα (22.2.2021) στον αναφερόμενο στο εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης ανακόπτουσας αλλοδαπής εταιρείας που αυτή διατηρεί στην Τράπεζα Πειραιώς, αφορούσε δάνειο ορισμένου χρόνου και δη διάρκειας ενός έτους, το ποσό δε αυτό αναλάμβανε η ανωτέρω πρώτη ανακόπτουσα εταιρεία να επιστρέψει στον ήδη καθού η ένδικη ανακοπή έως την 23.2.2022, χωρίς όχληση, άτοκα. Την τήρηση των όρων και υποχρεώσεων του εν λόγω συμφωνητικού εγγυήθηκαν με το ίδιο έγγραφο συμφωνητικό ατομικά και οι ήδη δεύτερος και τρίτη των ανακοπτόντων, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση αποπληρωμής του εν λόγω δανείου έναντι του καθού η ανακοπή, ενεχόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την πρώτη ανακόπτουσα – οφειλέτρια εταιρεία. Το ακριβές περιεχόμενο του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού έχει ως ακολούθως «Στο Πειραιά σήμερα στις είκοσι δύο (22) του μηνάς Φεβρουάριου του έτους 2021, μεταξύ αφενός του …………, κατοίκου …………….. … και αφετέρου της εταιρείας με την επωνυμία «…………» ……………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται κατά την υπογραφή του παρόντος από την ……………, … συμφωνήθηκαν και έγιναν αμοιβαίως αποδεκτά τα ακόλουθα. Η δεύτερη των συμβαλλόμενων που θα ονομάζεται εφεξής στο παρόν για συντομία «η οφειλέτρια» ζήτησε, δια της εκπροσώπου της, από τον πρώτο συμβαλλόμενο, ο οποίος στην συνέχεια θα καλείται για συντομία «ο δανειστής» να λάβει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000,00) ευρώ ως δάνειο. Ο δανειστής συμφώνησε στην καταβολή του ποσού αυτού προς την οφειλέτρια. Με το παρόν καταρτίζεται μεταξύ των συμβαλλόμενων σύμβαση δανείου με τους παρακάτω όρους και συμφωνίες: 1. Η οφειλέτρια έλαβε σήμερα από τον δανειστή το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό σε ευρώ με αριθμό …………… που τηρεί στην Τράπεζα Πειραιώς. 2. Το δάνειο συνάπτεται για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους από σήμερα. Το οφειλόμενο ποσό θα εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς και χωρίς άλλη όχληση, μέχρι την 23/2/2022, συμφωνούμενης της ημέρας αυτής από τους συμβαλλόμενους ως τακτής. Η οφειλέτρια έχει την δυνατότητα είτε εφάπαξ είτε σταδιακής αποπληρωμής του παραπάνω δανείου με τμηματικές καταβολές προς τον δανειστή. 3. Το δάνειο θα επιστραφεί κατά την ανωτέρω ημερομηνία σε τραπεζικό λογαριασμό που θα υποδείξει ο δανειστής στην οφειλέτρια. 4. Το παραπάνω δάνειο συνάπτεται άτοκο. Σε περίπτωση δε υπερημερίας της οφειλέτριας σχετικά με τον χρόνο επιστροφής του κατά κεφάλαιο θα βαρύνεται με το κατά το χρόνο εκείνο επιτόκιο υπερημερίας και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του. 5. Την οφειλέτρια επίσης βαρύνουν πέραν των τυχόν τόκων υπερημερίας όλα γενικά τα έξοδα και τέλη του παρόντος συμφωνητικού, τα τυχόν δικαστικά έξοδα που θα προκόψουν, καθώς και τα έξοδα της τυχόν εκτελέσεως και κάθε γενικά σχετικό έξοδο, το οποίο δεν μπορεί να προβλεφθεί από τώρα. 6. Τα συμβαλλόμενα μέρη δηλώνουν ότι παραιτούνται ρητά και ανεπιφύλακτα από κάθε τυχόν δικαίωμα τους και από κάθε αξίωση τους να προσβάλλουν ή διαρρήξουν το παρόν συμφωνητικό και το δάνειο για οποιονδήποτε λόγο και αιτία καθώς και από κάθε αγωγή ή ένσταση τους, που προέρχεται από τα άρθρα 178, 179 και 388 του Α.Κ. 7. Το παρόν δάνειο δύναται να παραταθεί μόνο κατόπιν έγγραφης συμφωνίας των μερών. Τυχόν αδράνεια του δανειστή για αναγκαστική είσπραξη του τυχόν οφειλομένου ποσού μετά την πάροδο της τακτής ημέρας σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί σιωπηρή παράταση της παρούσας συμφωνίας. 8. Όλα τα δικαιώματα κι οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων που απορρέουν από το παρόν συμφωνητικό ασκούνται και δεσμεύουν και τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους των ώδε συμβαλλόμενων. 9. Την τήρηση πάντων των όρων και υποχρεώσεων του παρόντος συμφωνητικού εγγυώνται ατομικά α) ο ……….., κάτοικος Πειραιά … και β) η ………….., …. νόμιμη εκπρόσωπος της οφειλέτριας, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την οφειλέτρια. 10. Οι συμβαλλόμενοι ορίζουν ως αρμόδια Δικαστήρια αυτά της πόλης του Πειραιά. Σε πίστωση και βεβαίωση των ανωτέρω που συνομολόγησαν και συναποδέχθηκαν οι συμβαλλόμενοι συντάχθηκε το παρόν σε τρία (3) αντίγραφα, και το οποίο αφού διαβάσθηκε και βεβαιώθηκε από τους συμβαλλόμενους, υπογράφεται από αυτούς, όπως ακολουθεί. Κάθε συμβαλλόμενος πήρε από ένα όμοιο αντίγραφο και το τρίτο θα κατατεθεί στην αρμόδιο ΔΟΥ.» Το εν λόγω συμφωνητικό φέρει στο τέλος αυτού υπογραφές των διαδίκων και δη όσον αφορά στην πρώτη των ανακοπτόντων την υπογραφή της τρίτης των ανακοπτόντων, ενεργούσας ως νομίμου εκπροσώπου αυτής, υπό την εταιρική σφραγίδα και υπογραφές των δευτέρου και τρίτης των ανακοπτόντων υπό των φράσεων «Ο εγγυητής» και «Η εγγυήτρια» αντίστοιχα, των οποίων το γνήσιο της υπογραφής, φέρει βεβαίωση με ημερομηνία 23.2.2021, από τον Γραμματέα Κ.Λ.Π.. Την 5.7.2022, με το από 27.6.2022 έγγραφο εξώδικο, που ο καθού η ανακοπή επέδωσε δια θυροκολλήσεως στους ανακόπτοντες και δη στην τρίτη ανακόπτουσα ατομικά και ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης ανακόπτουσας εταιρείας και στον δεύτερο ανακόπτοντα (σχετικά με αριθμούς …/5.7.2022, …/5.7.2022 και …./5.7.2022 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ….. ….), ο ήδη καθού η ένδικη ανακοπή, επικαλούμενος το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, κάλεσε τους ήδη ανακόπτοντες όπως εντός πέντε ημερών από της λήψεως του εν λόγω εξωδίκου, να καταβάλλουν στον, αναφερόμενο στο εν λόγω εξώδικο, τραπεζικό του λογαριασμό το ανωτέρω ποσό των ευρώ 50.000. Ακολούθως, ο καθού η ανακοπή, υπέβαλε προς τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 2-8-2022 αίτηση, με την οποία ζήτησε την έκδοση, σε βάρος των ήδη ανακοπτόντων, διαταγής πληρωμής, με την οποία θα επιτάσσονταν αυτοί, όπως του καταβάλουν, ενεχόμενοι εις ολόκληρον, το ανωτέρω ποσό των ευρώ 50.000, εντόκως από την 24.2.2022, καθώς επίσης και τη δικαστική του δαπάνη. Επί της αιτήσεως αυτής, εξεδόθη η με αριθμό ……/13-9-2022 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία οι ήδη ανακόπτοντες, υποχρεώθηκαν, ενεχόμενοι εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ήδη καθού η ανακοπή, το ποσό των ευρώ 50.000,00, έντοκα από την 24-2-2022 και μέχρις εξοφλήσεως. Από το περιεχόμενο της εν λόγω διαταγής πληρωμής, προκύπτει ότι, αυτή εξεδόθη, ενόψει της επίδικης συμβάσεως δανείου, προς απόδειξη της οποίας ο εκδόσας αυτήν Δικαστής, έλαβε υπόψη του (α) το ανωτέρω από 22-2-2021 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό και (β) τις προμνημονευθείσες έγγραφες εξώδικες ανωτέρω οχλήσεις του καθού η ανακοπή προς του ανακόπτοντες. Αντίγραφο εξ απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, μετά επιταγής προς πληρωμή, επεδόθη στους ανακόπτοντες από τον καθού η ανακοπή, την 10.10.2022, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες με αριθμό …, ….. και ..… από 10.10.2022 εκθέσεις επιδόσεως του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή. Οι ανακόπτοντες ακολούθως, ήγειραν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του ήδη καθού, την ένδικη από 26-10-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../26-10-2022 ανακοπή τους, δικάσιμος προς συζήτηση επί της οποίας ορίσθηκε η 13-12-2022, με την οποία ζήτησαν να ακυρωθεί η ανωτέρω με αριθμό ……./2022 διαταγή πληρωμής, η ανωτέρω από 3-10-2022 επιταγή προς πληρωμή, καθώς επίσης και κάθε περαιτέρω πράξη εκτέλεσης, για τους διαλαμβανομένους σε αυτήν λόγους. Η ανωτέρω ανακοπή, συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά τη δικάσιμο της 7-3-2023 και επ’ αυτής εξεδόθη η με αριθμό 1487/9-5-2023 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απερρίφθη ως αβάσιμη στην ουσία της η ανωτέρω ανακοπή.
[Ι] Με τον πρώτο υπό κρίση λόγο της ένδικης εφέσεως, κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως, οι ανακόπτοντες πλήττουν την εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη του νόμου ερμηνεία και εφαρμογή, αλλά και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, καθό μέρος απέρριψε ως αβάσιμο στην ουσία του τον πρώτο λόγο της ανωτέρω ανακοπής τους. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες, με τον πρώτο λόγο ανακοπής τους, έπληξαν την ανωτέρω διαταγή πληρωμής, επικαλούμενοι ότι, αυτή εξεδόθη ενόψει της επικαλούμενης με την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής από τον ήδη καθού η ένδικη ανακοπή, σύμβαση δανείου που καταρτίσθηκε μεταξύ του ήδη καθού η ένδικη ανακοπή και της πρώτης των ανακοπτόντων αλλοδαπής εταιρείας και της επικαλούμενης υπό του ιδίου (καθού η ένδικη ανακοπή) συμβάσεως εγγυήσεως που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού (καθού η ένδικη ανακοπή) και των δευτέρου και τρίτης των ανακοπτόντων, ενώ η αλήθεια ήταν ότι καμία σύμβαση δανείου δεν καταρτίσθηκε μεταξύ της πρώτης εξ αυτών (ανακοπτόντων) αλλοδαπής εταιρείας και του καθού η ανακοπή και καμία σύμβαση εγγυήσεως δεν καταρτίσθηκε μεταξύ του ιδίου (καθού η ένδικη ανακοπή) και των δευτέρου και τρίτης των ανακοπτόντων, αφού η περιεχόμενη στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό σύμβαση δανείου δεν έγινε στα σοβαρά, αλλά μόνον κατά το φαινόμενο, η αλήθεια δε ήταν ότι το ποσό των 50.000 ευρώ, που πράγματι ο καθού η ανακοπή κατέβαλε στον τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης ανακόπτουσας την 22.2.2021, κατέβαλε αυτό όχι ως δάνειο, αλλά ως προκαταβολή τιμήματος για την υπ’ αυτού (καθού η ανακοπή) ως αγοραστή, αγορά μετοχών της πρώτης ανακόπτουσας, όπως τούτο ο ίδιος ο καθού η ανακοπή εδήλωσε κατά την καταβολή του εν λόγω ποσού των 50.000 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης ανακόπτουσας. Ο λόγος αυτός ανακοπής, αφού κρίθηκε νόμιμος υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, ως θεμελιούμενος στις διατάξεις του άρθρου 138 ΑΚ, καθόσον έκρινε ως εφαρμοστέο στην ένδικη περίπτωση το ελληνικό δίκαιο, διάταξη που δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, απέρριψε αυτόν ως αβάσιμο στην ουσία του, καθόσον κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, η σύμβαση η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ του καθού η ένδικη ανακοπή και της πρώτης των ανακοπτόντων, ενόψει της οποίας ο καθού η ανακοπή κατέβαλε στην πρώτη ανακόπτουσα αλλοδαπή εταιρεία, την 22.2.2021, το ποσό των ευρώ 50.000, ήταν αυτή του δανείου, ενόψει της οποίας και εξεδόθη η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, για την αποπληρωμή του οποίου εγγυήθηκαν οι δεύτερος και τρίτη των εναγομένων. Ήδη, με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής τους, οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες πλήττουν την εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά και εσφαλμένη μη λήψη υπόψη υπ’ αυτής (εκκαλουμένης αποφάσεως), εξώδικης ομολογίας του καθού η ανακοπή, που περιελήφθη στο παραστατικό κατάθεσης του τραπεζικού λογαριασμού της πρώτης ανακόπτουσας του ανωτέρω ποσού των 50.000 ευρώ ότι αυτός το ποσό αυτό κατέβαλε όχι ως δάνειο, αλλά ως τίμημα για την υπ’ αυτού αγορά μετοχών της πρώτης ανακόπτουσας.
Επί του λόγου αυτού εφέσεως και του αντίστοιχου πρώτου λόγου ανακοπής, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με τη σύμβαση δανείου ο ένας από τους συμβαλλόμενους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Με βάση τον παραδοτικό χαρακτήρα της συμβάσεως δανείου, η μεταβίβαση του δανείσματος κατά κυριότητα στο δανειολήπτη αποτελεί στοιχείο για την τελείωση του δανείου. Ο δανειστής, έχει την υποχρέωση από τη σύμβαση δανείου να αποχωρίσει από την περιουσία του το αντικείμενο του δανείου και να εισφέρει τούτο στην περιουσία του λήπτη, ο οποίος έτσι αποκτά την εξουσία και δυνατότητα για διάθεση του αντικειμένου του δανείου. Η μεταβίβαση της κυριότητας στον οφειλέτη του αποτελούντος το αντικείμενο δανείου αποτελεί προϋπόθεση για την απόδοση του δανείου και της υποχρεώσεως για καταβολή τόκων, αν τέτοιοι συμφωνήθηκαν. Η κατά τα άνω δε μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος δεν αποτελεί τύπο της δανειακής σύμβασης, ώστε σε περίπτωση που ελλείπει να θεωρείται ότι η σύμβαση δεν καταρτίσθηκε, αλλά αποτελεί προϋπόθεση αυτής, επιβαλλόμενη από την πιο πάνω διάταξη, η οποία δεν είναι αναγκαστικού δικαίου. Η παράδοση του δανείσματος στον οφειλέτη γίνεται συνήθως στα χέρια του ίδιου από το δανειστή. Είναι, όμως, πιθανό η παράδοση αυτή να γίνει δια τρίτου προσώπου, που ενεργεί ως εντολοδόχος είτε του δανειστή, είτε του οφειλέτη. Εφόσον δε η παραπάνω διάταξη δεν διακρίνει, είναι αδιάφορο αν η μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος γίνεται αμέσως ή εμμέσως από το δανειστή ή αμέσως ή εμμέσως προς τον οφειλέτη ή με άλλο ισοδύναμο οικονομικά τρόπο. Εξάλλου, για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία επιδιώκεται η απόδοση δανείου που έχει ως αντικείμενο χρήματα, αρκεί η αναφορά ότι μεταβιβάσθηκε από τον δανειστή προς τον οφειλέτη κατά κυριότητα ορισμένο χρηματικό ποσό λόγω δανείου. Δεν είναι δε αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία αυτής, όπως ο λόγος για τον οποίο δόθηκε το δάνειο, ο τρόπος κατά τον οποίο περιήλθε το δανεισθέν χρηματικό ποσό στο δανειστή και ο χρόνος παράδοσης (ΑΠ 349/2022 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Επιπροσθέτως, για την κατάρτιση του δανείου αρκεί το δάνεισμα να περιέρχεται από την περιουσία του δανειοδότη στην περιουσία του δανειολήπτη, το οικονομικό δε αυτό αποτέλεσμα επέρχεται και στην περίπτωση συμφωνίας των μερών, ότι το καταβληθέν σε χρόνο προγενέστερο στο δανειολήπτη και ήδη οφειλόμενο από αυτόν ποσό, ακόμη και από άλλη αιτία, θα οφείλεται εφεξής λόγω δανείου (ΑΠ 81/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 138 ΑΚ, η δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά, συνιστά εικονική δικαιοπραξία και είναι άκυρη, άλλη όμως δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη, αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της. Η ακυρότητα της εικονικής δικαιοπραξίας, που έχει ως αποτέλεσμα αυτή να θεωρείται, κατά το άρθρο 180 ΑΚ, σαν να μην έγινε, είναι απόλυτη, καταλαμβάνοντας στο σύνολό της τη δικαιοπραξία, αφού οι μερικότεροι όροι της δεν έχουν αυτοτέλεια, δηλαδή δεν αποτελούν αντικείμενο αυτόνομης ρύθμισης. Έτσι, εικονική είναι η δήλωση δικαιοπρακτικής βουλήσεως, η οποία εν γνώσει του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και αποσκοπεί στην δημιουργία εντυπώσεως στους τρίτους περί της μεταβολής στην υφιστάμενη νομική κατάσταση, χωρίς να υπάρχει στον δηλούντα πρόθεση τέτοιας μεταβολής. Εικονικότητα δε μπορεί να υπάρχει τόσο επί μονομερούς δικαιοπραξίας, όσο και επί συμβάσεως (όπως είναι και η σύμβαση δανείου), στην τελευταία, όμως, περίπτωση για την επέλευση της ακυρότητας της συμβάσεως απαιτείται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο, αρκεί δηλαδή το γεγονός ότι η δήλωση των δικαιοπρακτούντων είναι προσχηματική και δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται (ΑΠ 349/2022 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Εξάλλου, με την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, η οποία υπόκειται και στη ρύθμιση των άρθρων 583 επ. του Κ.Πολ.Δ., προβάλλονται λόγοι και κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης έκδοσής της, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της μη έγγραφης απόδειξης της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε, είτε κατά της ύπαρξης της απαίτησης. Στη δίκη της ανακοπής δεν επανεκδικάζεται η υπόθεση καθολικά, αλλά, μόνο στο μέτρο των υποβαλλόμενων λόγων ανακοπής. Οι λόγοι αυτοί, σε συνδυασμό με το αίτημα της ανακοπής, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας, που επέρχεται με την άσκησή της και αναγκαίως οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής. Αν ο λόγος της ανακοπής είναι τυπικός, όπως συμβαίνει με αυτόν της μη, κατά τον ανακόπτοντα, έγγραφης απόδειξης της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και του ποσού αυτής, τότε, αντικείμενο της δίκης της ανακοπής και, κατά συνέπεια, της επ’ αυτής δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου δεν καθίσταται και το ζήτημα της ύπαρξης ή μη της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αφού με μόνη τη διαπίστωση της βασιμότητας του τυπικού αυτού λόγου της ανακοπής γίνεται δεκτό το αίτημα αυτής και ακυρώνεται, άνευ ετέρου, η διαταγή πληρωμής (Ολ.Α.Π. 10/1997, ΑΠ 857/2022 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Τέλος, κατά τις διατάξεις το άρθρου 352 ΚΠολΔ η ομολογία του διαδίκου, προφορική ή γραπτή, ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει τη δίκη ή του εντεταλμένου δικαστή, αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε, το δικαστήριο δε εκτιμά ελεύθερα την εξώδικη ομολογία. Κατά το άρθρο 354 του ίδιου Κώδικα, όποιος ομολόγησε μπορεί να ανακαλέσει την ομολογία του, να αμφισβητήσει, δηλαδή, μεταγενέστερα το ομολογημένο γεγονός μόνο αν αυτός αποδείξει ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Η ανάκληση ομολογίας – δικαστικής ή εξώδικης – δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, δεδομένου ότι δεν ενέχει προβολή νέου πραγματικού ισχυρισμού, ώστε να έχουν εφαρμογή του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Η ανάκληση πρέπει να προταθεί, χωρίς να είναι αναγκαία πανηγυρική δήλωση του διαδίκου ότι ανακαλεί το ομολογημένο γεγονός, αλλά αρκεί να προκύπτει ότι ήδη το αμφισβητεί (ΑΠ 755/2023 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Εξάλλου, η ανάκληση της δικαστικής ή της εξώδικης ομολογίας επιφέρει την αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αφού ο ανακαλέσας είναι πλέον υποχρεωμένος, κατά το άρθρο 354 ΚΠολΔ, να αποδείξει ότι η ομολογία του δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια (ΑΠ 265/2017 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου).
Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδείχθηκε ότι, ο καθού η ανακοπή, την 22.2.2021, κατέθεσε, μέσω διατραπεζικής μεταφοράς από τον τραπεζικό του λογαριασμό, στον με αριθμό ………….. τραπεζικό λογαριασμό, που η πρώτη ανακόπτουσα διατηρούσε στην Τράπεζα Πειραιώς, το ποσό των ευρώ 50.000. Όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο ως σχετικό 5 από τους ανακόπτοντες απόσπασμα της κίνησης του ανωτέρω τραπεζικού λογαριασμού της πρώτης ανακόπτουσας, ο καθού η ανακοπή, κατά την κατάθεση του ποσού των ευρώ 50.000, έθεσε ως αιτιολογία καταβολής αυτού τη φράση «έναντι αγοράς μετοχών». Μάλιστα, ο ίδιος ο καθού η ανακοπή, χωρίς να αρνείται την αλήθεια του περιεχομένου του ανωτέρω προσκομιζομένου υπό των ανακοπτόντων ως σχετικό 5 εγγράφου, ότι δηλαδή πράγματι αυτός έθεσε την ανωτέρω αιτιολογία καταβολής του ανωτέρω ποσού, δεν δικαιολογεί το λόγο που αυτός, κατά την καταβολή του εν λόγω ποσού ανέγραψε την ως άνω αιτία καταβολής του. Ακολούθως, την ίδια ημέρα, όπως προκύπτει από το ανωτέρω, αυθημερόν συνταχθέν, ιδιωτικό συμφωνητικό, καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, συμφωνία, κατά την οποία, το ανωτέρω ποσό των 50.000 ευρώ το οποίο ο καθού η ανακοπή είχε ήδη καταβάλει την ίδια ημέρα (22.2.2021) στον ανωτέρω με αριθμό …………… . τραπεζικό λογαριασμό που η πρώτη ανακόπτουσα διατηρούσε στην Τράπεζα Πειραιώς, αυτός (καθού η ανακοπή) είχε καταβάλει ως δάνειο στην πρώτη ανακόπτουσα αλλοδαπή εταιρεία και μάλιστα άτοκο, προβλέφθηκε δε υποχρέωση της πρώτης ανακόπτουσας απόδοσης του ιδίου ποσού έως την 23.2.2022. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κανείς των διαδίκων δεν ισχυρίζεται ότι ο ανακόπτων την ίδια ημέρα πέραν του ανωτέρω ποσού των 50.000 ευρώ που αποδεικνύεται ότι κατέβαλε με την ανωτέρω αιτιολογία, κατέβαλε έτερο ποσό ευρώ 50.000 στον ανωτέρω τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης ανακόπτουσας εταιρείας. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, στο εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό, η πρώτη ανακόπτουσα εταιρεία συνηλλάγη μέσω της τρίτης των ανακοπτόντων, ……….., ενεργούσας της τελευταίας ως νομίμου εκπροσώπου αυτής (πρώτης ανακόπτουσας) στην εν λόγω συναλλαγή. Στο εν λόγω συμφωνητικό συνηλλάγησαν η τρίτη ανακόπτουσα, ………….. και ο δεύτερος ανακόπτων, ………….., ατομικά, ως εγγυητές, οι οποίοι ανέλαβαν αλληλέγγυως και εις ολόκληρον με την πρώτη ανακόπτουσα την τήρηση των όρων και υποχρεώσεων που προβλέπονταν στο ανωτέρω συμφωνητικό. Οι ανακόπτοντες, επικαλούνται ότι οι περιεχόμενες στο εν λόγω συμφωνητικό δηλώσεις βούλησης καταρτίσθηκαν μόνον κατά το φαινόμενο, με αποτέλεσμα το εν λόγω συμφωνητικό να τυγχάνει άκυρο ως εικονικό, υπολαμβάνοντας δια της νομικής έννοιας εικονικό ότι οι αντισυμβαλλόμενοι στη σύμβαση δανείου και οι αντισυμβαλλόμενοι στην περιεχομένη στο ίδιο συμφωνητικό σύμβαση εγγυήσεως, εγνώριζαν και συμφωνούσαν, κατά το χρόνο κατάρτισης του εν λόγω συμφωνητικού ότι, οι περιεχόμενες σε αυτό συμβάσεις (δανείου και εγγυήσεως) δεν παράγουν έννομες συνέπειες (ΑΠ 337/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με περαιτέρω αποτέλεσμα να μην έχουν γεννηθεί τα, από το εν λόγω συμφωνητικό, δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλομένων που σε αυτό προβλέπονται. Προς απόδειξη δε του ισχυρισμού τους αυτού, επικαλούνται το προαναφερόμενο, προσκομιζόμενο από τους ίδιους ως σχετικό 5 αποδεικτικό κατάθεσης του ανωτέρω ποσού των 50.000 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης ανακόπτουσας από τον καθού η ανακοπή, ως περιέχον εξώδικη ομολογία του ιδίου (καθού ανακοπή) σχετικά με τον λόγο καταβολής του ποσού αυτού. Ο καθού η ανακοπή ήδη στα πλαίσια της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αρνήθηκε τον πρώτο λόγο ανακοπής, αρνήθηκε δηλαδή ότι οι περιεχόμενες στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό συμβάσεις τυγχάνουν εικονικές. Μάλιστα, ο ίδιος, προς απόδειξη του ότι η σχέση που συνέδεε αυτόν με την πρώτη ανακόπτουσα ήταν αυτή της συμβάσεως δανείου, επικαλέσθηκε και την περιεχομένη στην προμνημονευθείσα με αριθμό 5880 ένορκη βεβαίωση, ένορκη κατάθεση του με επιμέλειά αυτού (καθού η ένδικη ανακοπή) εξετασθέντος μάρτυρος …………, κατά το ακριβές περιεχόμενο της οποίας «Τυγχάνω κατ’ επάγγελμα ναυπηγός. Λόγω της επαγγελματικής μου αυτής ιδιότητας συνδέομαι στενά τόσο με την οικογένεια …….. όσο και με την οικογένεια ……….. Γνωρίζω από πρώτο χέρι πως η εταιρεία «………..» φέρει εδώ και μια τουλάχιστον τετραετία οικονομικά προβλήματα. Γνωρίζω επίσης πως στα πλαίσια της συναδελφικότητας είχε ζητήσει την οικονομική στήριξη του ………. Ο ….. . ήταν διατακτικός και με δική μου παρακίνηση και με τις απαιτούμενες εξασφαλίσεις (έγγραφα κλπ) έδωσε το ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ ως δάνειο. Γνωρίζω πως η οικογένεια ……….. έδειξε παντελή αδιαφορία ως προς την εξόφληση του δανείου και πως χρωστάει ολόκληρο το ποσό μέχρι σήμερα.». Ο εν λόγω μάρτυρας, ο οποίος διατηρεί επαγγελματικές σχέσεις με αμφότερες τις διάδικες πλευρές, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους ανακόπτοντες, καταθέτει σαφώς ότι, το ποσό των 50.000 ευρώ ο καθού η ανακοπή κατέβαλε στην πρώτη ανακόπτουσα ως δάνειο και με την υποχρέωση επιστροφής του ποσού αυτού από την ανωτέρω δανειολήπτρια εταιρεία και όχι απλά ως οικονομική ενίσχυση, όπως ερμηνεύοντας την εν λόγω μαρτυρική κατάθεση διατείνονται οι ανακόπτοντες με την προσθήκη επί των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Η εν λόγω μαρτυρική κατάθεση κρίνεται πειστική και τούτο διότι, δεν δικαιολογείται από τους ανακόπτοντες ο λόγος που αυτοί υπέγραψαν το ανωτέρω από 22.2.2021 ιδιωτικό συμφωνητικό και μάλιστα μετά την κατάθεση του ανωτέρω ποσού των 50.000 ευρώ από τον καθού η ανακοπή στον τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης ανακόπτουσας εταιρείας, στο οποίο αναφέρεται ότι το ποσό αυτό ο καθού η ανακοπή κατέβαλε στην πρώτη ανακόπτουσα εταιρεία ως δάνειο. Οι ίδιοι (ανακόπτοντες) βέβαια, με την ένδικη ανακοπή τους, ισχυρίζονται ότι, υπέγραψαν αυτό κατ’ απαίτηση του καθού η ανακοπή και προς εξασφάλισή του. Εν τούτοις, δεν δικαιολογείται ο λόγος για τον οποίο η αναγραφή ετέρου λόγου στο εν λόγω συμφωνητικό, από τον λόγο για τον οποίο πράγματι ο καθού η ανακοπή κατέβαλε το ποσό των 50.000 στον τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης ανακόπτουσας την 22.2.2021, θα εξασφάλιζε επαρκέστερα τον καθού η ανακοπή έναντι της αναγραφής του πραγματικού λόγου καταβολής του ανωτέρω ποσού, ο οποίος, κατά τους ανακόπτοντες, ήταν η αγορά μετοχών της πρώτης ανακόπτουσας. Έτι περαιτέρω, οι δεύτερος και τρίτη των ανακοπτόντων δεν δικαιολογούν τον λόγο για τον οποίο αυτοί (δεύτερος και τρίτος των ανακοπτόντων) ανέλαβαν με την ιδιότητα των εγγυητών και μάλιστα ως εις ολόκληρον ενεχόμενοι μετά της πρώτης ανακόπτουσας, την απόδοση του εν λόγω ποσού στον καθού η ανακοπή. Οι ανακόπτοντες, επίσης, δεν προσκομίζουν έγγραφα από τα οποία να προκύπτει διαδικασία αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης ανακόπτουσας ανώνυμης εταιρείας, εφόσον μόνον σε μια τέτοια περίπτωση ο καθού η ανακοπή θα κατέβαλε στην πρώτη ανακόπτουσα χρήματα για αγορά μετοχών της, ενόψει του ότι στην περίπτωση που ο καθού η ανακοπή αγόραζε μετοχές ήδη μετόχων της εν λόγω εταιρείας, το τίμημα αγοράς αυτών (μετοχών), αυτός (καθού η ανακοπή) θα κατέβαλε όχι στην πρώτη ανακόπτουσα εταιρεία, αλλά στον πωλητή των μετοχών αυτής – μέτοχο, όπως επίσης δεν προσκομίζουν κάποιο ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της πρώτης ανακόπτουσας και του καθού η ανακοπή εταιρεία, από το οποίο να προκύπτει ότι ευρίσκοντο σε διαπραγματεύσεις για την αγορά των μετοχών της. Επίσης, οι ίδιοι (ανακόπτοντες) δεν αναφέρουν την πορεία της εν λόγω πώλησης μετοχών. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, ο καθού η ανακοπή, προ της υποβολής αιτήσεως προς έκδοση της προσβαλλομένης εν προκειμένω διαταγής πληρωμής, επέδωσε την 5.7.2022, ως αναφέρεται και ανωτέρω, στους ανακόπτοντες, την από 27.6.2022 εξώδικη όχληση, στην οποία γίνονταν αναφορά στην κατάρτιση του από 22.2.2021 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ των διαδίκων και στην από μέρους του καταβολή στην πρώτη ανακόπτουσα ως δανειολήπτριας του ποσού των ευρώ 50.000 και με το εξώδικο αυτό καλούσε τους ήδη ανακόπτοντες να του αποδώσουν το ανωτέρω ποσό του δανείου. Επί της εν λόγω εξωδίκου οχλήσεως οι ανακόπτοντες δεν προέκυψε ότι απήντησαν στον ήδη καθού η ένδικη ανακοπή. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, κρίνεται ότι οι, περιεχόμενες στο ανωτέρω από 22.2.2021 ιδιωτικό συμφωνητικό κατάρτισης συμβάσεως δανείου και εγγυήσεως, δηλώσεις βούλησης των συμβαλλομένων, δεν έγιναν μόνον κατά το φαινόμενο, ήτοι εικονικά και με τη συμφωνία των μερών ότι δεν θα παραχθούν οι συνέπειες των περιεχομένων σε αυτό το συμφωνητικό δηλώσεις βούλησης, όπως ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες. Αντίθετα, αποδεικνύεται ότι, πράγματι καταρτίσθηκε μεταξύ της πρώτης ανακόπτουσας και του καθού η ανακοπή έγκυρη σύμβαση δανείου, στα πλαίσια της οποίας την ίδια ημέρα ο καθού η ένδικη ανακοπή κατέθεσε στον ανωτέρω τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης ανακόπτουσας το ανωτέρω ποσό των 50.000 ευρώ. Επίσης, αποδεικνύεται ότι, με το ίδιο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό καταρτίσθηκε μεταξύ του καθού η ανακοπή και των δευτέρου και τρίτης των ανακοπτόντων έγκυρη σύμβαση εγγυήσεως, με την οποία αυτοί (δεύτερος και τρίτη των ανακοπτόντων) ανέλαβαν και μάλιστα εις ολόκληρον ενεχόμενοι μετά της δανειολήπτριας εταιρείας, την τήρηση των όρων και υποχρεώσεων που αυτή (πρώτη ανακόπτουσα) ανέλαβε από την εν λόγω σύμβαση δανείου. Οι αναφορές των ανακοπτόντων που για πρώτη φορά περιελήφθησαν στην προσθήκη επί των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρονται με τον πρώτο λόγο έφεσης ότι δηλαδή το φερόμενο δάνειο ουδέποτε εκταμιεύθηκε, εάν ήθελε εκτιμηθεί ότι, δια των αναφορών αυτών, αυτοί (ανακόπτοντες) επικαλούνται μη κατάρτιση του ενδίκου δανείου εκ του λόγου ότι δεν κατεβλήθη το ποσό των ευρώ 50.000 από τον καθού η ένδικη ανακοπή προς την πρώτη ανακόπτουσα εταιρεία, κρίνονται αβάσιμοι, εφόσον ήδη με τον πρώτο λόγο ανακοπής τους οι ίδιοι οι ανακόπτοντες αναφέρουν ότι το ποσό των ευρώ 50.000 κατεβλήθη στον τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης ανακόπτουσας εταιρείας, περιήλθε δηλαδή στην περιουσία αυτής. Επομένως, ο πρώτος λόγος ανακοπής, με τον οποίο οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι οι έννομες σχέσεις στην οποία στηρίχθηκε η έκδοση της προσβαλλομένης με την ένδικη ανακοπή τους διαταγής πληρωμής τυγχάνουν άκυρες ως εικονικές και επομένως δεν υφίστανται, καθόσον το δάνειο που επικαλέσθηκε ο καθού η ανακοπή ενόψει του οποίου κατέβαλε το ανωτέρω ποσό των 50.000 ευρώ και ενόψει του οποίου εξεδόθη και η ένδικη διαταγή πληρωμής δεν καταρτίσθηκε, όπως επίσης δεν καταρτίσθηκαν πράγματι οι συμβάσεις εγγυήσεως μεταξύ του καθού η ανακοπή και του δευτέρου και τρίτου των ανακοπτόντων δυνάμει των οποίων αυτοί ανέλαβαν την ευθύνη έναντι του καθού η ανακοπή ότι θα καταβληθεί η οφειλή της πρώτης ανακόπτουσας εταιρείας από την ανωτέρω σύμβαση δανείου, με αποτέλεσμα η διαταγή πληρωμής να μη θεμελιώνεται νομικά στις αναφερόμενες στη διαταγή πληρωμής έννομες σχέσεις, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε ως αβάσιμο στην ουσία του τον πρώτο λόγο ανακοπής, με όμοια κατά τα βασικά της σημεία αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, ο δε περί του αντιθέτου πρώτος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.
Οι ανακόπτοντες με τις έγγραφες προτάσεις τους που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ενσωματώνοντας τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκαν επιπλέον των ανωτέρω ότι, στην ένδικη διαταγή πληρωμής δεν αναφέρεται ότι έλαβε χώρα εκταμίευση του δανείου, το οποίο ο καθού η ένδικη ανακοπή ισχυρίσθηκε ότι «έδωσε» κατά την ακριβή διατύπωση των εν λόγω προτάσεων, στην πρώτη των ανακοπτόντων, τούτο δε δεν αποδεικνύεται ούτε από το σχετικό τραπεζικό παραστατικό, στο οποίο αναγράφεται ως αιτιολογία της μεταφοράς του χρηματικού ποσού «έναντι αγοράς μετοχών εταιρείας». Εν τούτοις, εάν ήθελε εκτιμηθεί ότι δια των ανωτέρω αναφορών, πλήττεται η ανωτέρω διαταγή πληρωμής και για το λόγο ότι δεν αναφέρει ότι έλαβε χώρα μεταβίβαση της κυριότητας του ποσού των 50.000 ευρώ που ο καθού η ανακοπή κατέβαλε στην πρώτη ανακόπτουσα ως δάνειο, ο ισχυρισμός αυτός ως νέος λόγος ανακοπής της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, μη περιεχόμενος στο δικόγραφο της ανακοπής, κρίνεται απαράδεκτος, εφόσον δεν προτάθηκε σύμφωνα με τους ορισμούς της διατάξεως του άρθρου 585 παρ.2 ΚΠολΔ κατά το οποίο «2. Το έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120, και τους λόγους της. Νέοι λόγοι μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, και κοινοποιείται στον αντίδικο μέσα σε εξήντα ημέρες (60) από την κατάθεση της ανακοπής ή, όταν πρόκειται για ειδικές διαδικασίες, οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση.». Πράγματι, νέοι λόγοι ανακοπής, δύνανται να προταθούν μόνον με τον τρόπο που προβλέπει η ειδική διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα και όχι για πρώτη φορά, με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης ή με το δικόγραφο της έφεσης, η οποία ασκείται κατά της απορριπτικής απόφασης της ανακοπής ή με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων της έφεσης και αν ακόμη οι νέοι λόγοι αφορούν ισχυρισμούς, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 527 ΚΠολΔ, καθόσον, έναντι των γενικών αυτών διατάξεων, κατισχύει η ειδική διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, η οποία ρυθμίζει αποκλειστικώς το περιεχόμενο του δικογράφου της ανακοπής και τον τρόπο προβολής των νέων λόγων αυτής, ακόμη και αν οι νέοι λόγοι ανακοπής αφορούν ισχυρισμούς, οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 527 αρ. 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 99/2020 ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή, καθώς και το ποσόν της να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση ή το ποσόν αυτής δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για τον λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη και τη δυνατότητα αποδείξεως της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΠ 10/1997, ΑΠ 2206/2009, ΑΠ 412/1999). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 626, 630 και 631 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και δεν είναι δικαστική απόφαση με τη στενή έννοια, αλλά πράξη του δικαστή (οιονεί απόφαση) και επομένως δεν είναι αναγκαίο να έχει πλήρες αιτιολογικό για να είναι έγκυρη. Πρέπει να περιέχει, εκτός από τα άλλα στοιχεία που προβλέπονται στις περιπτώσεις α, β, ε, στ και ζ του άρθρου 630 του ΚΠολΔ, την αιτία της πληρωμής, δηλαδή να προσδιορίζεται σ` αυτήν η σχέση από την οποία απορρέει η απαίτηση των χρημάτων, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, έστω και συνοπτικά, αρκεί να μη δημιουργείται αμφιβολία από ολόκληρο το περιεχόμενό της ως προς την αιτία της πληρωμής. Δεν είναι αναγκαίο να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία αυτή (ΑΠ 674/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, διατάσσεται η πρώτη καθής να καταβάλει ως δανειολήπτρια και οι δεύτερος και τρίτη των ανακοπτόντων ως εγγυητές, το ποσό των ευρώ 50.000, που αφορά το ποσό του δανείου που ο καθού η ανακοπή κατέβαλε στην πρώτη ανακόπτουσα από σύμβαση δανείου που καταρτίσθηκε εγγράφως μεταξύ του καθού η ανακοπή και της πρώτης των ανακοπτόντων, για το οποίο εγγυήθηκαν οι δεύτερος και τρίτη των ανακοπτόντων. Συνεπώς, από την έστω συνοπτική αναφορά της αιτίας καταβολής του ανωτέρω ποσού υπό των ανακοπτόντων, η ανωτέρω διαταγή πληρωμής τυγχάνει έγκυρη. Τέλος, ως ανωτέρω αναλύεται, απεδείχθη και μάλιστα από το από 22.2.2021 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό ότι το ποσό του δανείου περιήλθε στην περιουσία της πρώτης ανακόπτουσας από την περιουσία του καθού η ανακοπή, εφόσον στον όρο 2 του εν λόγω συμφωνητικού, προβλέφθηκε ότι η ανακόπτουσα έλαβε την ίδια ημέρα από τον δανειστή που κατά τον εν λόγω συμφωνητικό είναι ο καθού η ένδικη ανακοπή, το ποσό των 50.000 ευρώ δια καταθέσεως στον αναφερόμενο στον εν λόγω όρο τραπεζικό της λογαριασμό τον οποίο διατηρεί στην Τράπεζα Πειραιώς. Επομένως, δεδομένου ότι κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, για την κατάρτιση του δανείου αρκεί το δάνεισμα να περιέρχεται από την περιουσία του δανειοδότη στην περιουσία του δανειολήπτη (ΑΠ 81/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οι ανωτέρω αιτιάσεις των ανακοπτόντων κρίνονται σε κάθε περίπτωση αβάσιμες στην ουσία τους.
[ΙΙ] Με τον δεύτερο λόγο της ένδικης εφέσεως, οι δεύτερος και τρίτη των εκκαλούντων, πλήττουν την εκκαλουμένη απόφαση, καθό μέρος απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον δεύτερο λόγο ανακοπής τους τον οποίο αυτοί (δεύτερος και τρίτη των εκκαλούντων) άσκησαν επικουρικά και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση απόρριψης του πρώτου λόγου ανακοπής τους. Ειδικότερα, οι εν λόγω (δεύτερος και τρίτη) ανακόπτοντες, με τον δεύτερο λόγο ανακοπής τους, προέβαλαν, την αναβλητική ένσταση διζήσεως, επικαλούμενοι ότι ο καθού η ένδικη ανακοπή και αιτών τη διαταγή πληρωμής παρέλειψε, προ της εκδόσεως της ένδικης διαταγής πληρωμής σε βάρος τους, υπό την ιδιότητα αυτών ως εγγυητών, να επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση κατά της πρωτοφειλέτριας- πρώτης των ανακοπτόντων αλλοδαπής δανειολήπτριας εταιρείας η οποία μάλιστα απέβη άκαρπη, αρνούμενοι την καταβολή του ποσού που επιδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής σε βάρος τους. Στα πλαίσια του ιδίου λόγου ανακοπής, ισχυρίζονται ότι ο καθού η ένδικη ανακοπή, δεν επικαλέσθηκε με την αίτησή του προς έκδοση της προσβαλλομένης της διαταγής πληρωμής ότι επεδίωξε την είσπραξη του ποσού του δανείου από την πρωτοφειλέτρια εταιρεία και αυτή απέβη άκαρπη. Ζήτησαν δε εκ του λόγου τούτου να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή.
Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων και ιδίως από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του από 22.2.2021 ιδιωτικού συμφωνητικού που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, προκύπτει ότι, οι δεύτερος και τρίτη των ανακοπτόντων ανέλαβαν ατομικά, έναντι του καθού η ένδικη ανακοπή -δανειστή της πρώτης ανακόπτουσας εταιρείας, την ευθύνη ότι θα καταβληθεί το ανωτέρω ποσό του δανείου. Κατά την ακριβή διατύπωση του εν λόγω συμφωνητικού, όσον αφορά το ενδιαφέρον εν προκειμένω σημείο, προβλέφθηκε ότι: «… Την τήρηση πάντων των όρων και υποχρεώσεων του παρόντος συμφωνητικού εγγυώνται ατομικά α) ο …………, κάτοικος Πειραιά- …., οδός …….., κάτοχος του Α.Δ.Τ. με αριθμό ……../16-8-2017, Τ.Α Πειραιά, με ΑΦΜ ………. της ΔΟΥ Α Πειραιά, και β) η …………, κάτοικος Πειραιά, οδός ……, κάτοχος του Α.Δ.Τ. με αριθμό ………/11- 10-2002, Α.Τ Β’ Πειραιά, με ΑΦΜ ……… της ΔΟΥ Α Πειραιά, νόμιμη εκπρόσωπος της οφειλέτριας, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την οφειλέτρια….». Ο καθού η ανακοπή, παραδεκτώς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ ως εφεσίβλητος, προέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για πρώτη φορά την αντένσταση της πρώτης περιπτώσεως της διατάξεως του άρθρου 857 ΑΚ και δη ότι οι δεύτερος και τρίτος των ανακοπτόντων στερούνται της εν λόγω ενστάσεως διζήσεως, εκ του λόγου ότι, αυτοί παραιτήθηκαν από την εν λόγω ένσταση, δυνάμει του ανωτέρω όρου του από 22.2.2021 ιδιωτικού συμφωνητικού, καθόσον με τις έγγραφες προτάσεις του, επικαλείται το ανωτέρω απόσπασμα του καταρτισθέντος μεταξύ των διαδίκων ιδιωτικού συμφωνητικού, ισχυριζόμενος επιπλέον «… Εν προκειμένω, κατ’ ορθή κρίση η κα Δικαστής του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από την επισκόπηση του συναφθέντος ιδιωτικού συμφωνητικού έκρινε πως «σύμφωνα με τη χορηγηθείσα εγγύηση οι ανακόπτοντες παραιτήθηκαν σιωπηρά δυνάμει του 9ου όρου από την ένσταση διζήσεως δεχόμενοι ότι οι ίδιοι ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την πρωτοφειλέτρια. Η ανωτέρω υπόσχεση για αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη τους συνιστά παραίτησή τους από την παραπάνω ένσταση διζήσεως» θεμελιώνοντας μάλιστα την κρίση αυτή σε νομολογία ελληνικών δικαστηρίων….» (σχετικά σελίδα 6 εγγράφων προτάσεών του που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου). Ενόψει του ότι η σύμβαση εγγυήσεως έχει παρεπόμενο και κυρίως επικουρικό χαρακτήρα έναντι της κυρίας οφειλής του πρωτοφειλέτη προς το δανειστή, ο εγγυητής δύναται να διωχθεί μόνον εφόσον διαπιστώνεται αδυναμία ικανοποιήσεως του δανειστή από την περιουσία του πρωτοφειλέτη (άρθρο 855 ΑΚ ένσταση διζήσεως). Εν τούτοις, από τη διάταξη του άρθρου 857 παρ.1 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία «Ο εγγυητής δεν έχει την ένσταση δίζησης: 1. Αν παραιτήθηκε απ’ αυτήν και ιδίως αν εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης …» συνάγεται με σαφήνεια ότι, σε αντίθεση με το στοιχείο του παρεπόμενου, ο επιβοηθητικός (επικουρικός) χαρακτήρας της συμβάσεως εγγυήσεως, αποτελεί ενδοτικό δίκαιο, με αποτέλεσμα να είναι επιτρεπτή η παραίτηση από την εν λόγω ένσταση διζήσεως (ΑΠ 61/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, πράγματι, όπως οι ανακόπτοντες αναφέρουν, ρητή παραίτηση των δευτέρου και τρίτης εξ αυτών από την ένσταση διζήσεως δεν περιλαμβάνεται στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό. Περαιτέρω, εν τούτοις, αποδεικνύεται ότι, με τον όρο 9 του ανωτέρω από 22.2.2021 ιδιωτικού συμφωνητικού, οι δεύτερος και τρίτος των ανακοπτόντων δεν περιορίσθηκαν στην ανάληψη της ευθύνης ότι θα εκπληρωθεί η παροχή της πρωτοφειλέτριας – πρώτης ανακόπτουσας αλλοδαπής εταιρείας προς τον καθού η ανακοπή – δανειστή ενόψει της σύμβασης δανείου του ποσού των ευρώ 50.000 που καταρτίσθηκε την ίδια ημέρα μεταξύ του καθού η ένδικη ανακοπή και της πρώτης ανακόπτουσας εταιρείας ως δανειολήπτριας, αλλά έτι περαιτέρω, αυτοί (δεύτερος και τρίτη των ανακοπτόντων) εδήλωσαν ότι θα ενέχονται «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την οφειλέτρια». Κατ’ ερμηνεία των δηλώσεων βούλησης που περιελήφθησαν στο ανωτέρω συμφωνητικό που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ και ιδίως, δια της ρητής προβλέψεως ότι οι δεύτερος και τρίτη των ανακοπτόντων – εγγυητές θα ενέχονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την πρωτοφειλέτρια του δανείου – πρώτη ανακόπτουσα εταιρεία δια της χρήσεως της φράσεως «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την οφειλέτρια», κρίνεται ότι, οι συμβαλλόμενοι στην εν λόγω σύμβαση δεύτερος και τρίτη των ανακοπτόντων, επιθυμούσαν να αναλάβουν έναντι του καθού η ανακοπή -δανειστή, ισότιμη υποχρέωση με αυτή της πρωτοφειλέτριας εταιρείας για την απόδοση του δανείσματος, παραιτούμενοι από τον επιβοηθητικό χαρακτήρα της εγγυήσεως έναντι της κυρίας οφειλής της πρωτοφειλέτριας–πρώτης ανακόπτουσας– δανειολήπτριας εταιρείας προς το δανειστή – καθού η ένδικη ανακοπή, παραιτούμενοι τοιουτοτρόπως σιωπηρά από την ένσταση διζήσεως, δηλαδή από το δικαίωμά τους να αρνηθούν την εκπλήρωση που απορρέει από τις επίδικες συμβάσεις εγγυήσεως, ωσότου ο καθού η ανακοπή – δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της πρωτοφειλέτριας – πρώτης ανακόπτουσας εταιρείας (όμοια ότι μορφή σιωπηρής παραίτησης από της ενστάσεως διζήσεως αποτελεί και η ρητή πρόβλεψη ότι ο εγγυητής θα ευθύνεται εις ολόκληρον, άλλως αλληλέγγυως με τον πρωτοφειλέτη ΕΝαυπλ 143/1962 Αρχ Ν. 14.42, Καυκάς Κ/Καυκάς Δ Ενοχικόν αρθρ. 857 παρ.2 σελ. 490). Περαιτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν απαιτείτο όπως αναφέρεται στην αίτηση για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ότι οι δεύτερος και τρίτος των καθών σιωπηρά παραιτήθηκαν από την ένσταση διζήσεως (όμοια ΕΠατρών 462/2004, ΕΑ 3196/1983 άπασες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε συνάφεια με τα αμέσως ανωτέρω, για την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του εγγυητή δανείου, δεν απαιτείται να αναφέρεται στη σχετική αίτηση ότι ο αιτών την έκδοση διαταγής πληρωμής, επεδίωξε, προ της υποβολής αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του εγγυητή, την είσπραξη της απαίτησης από τον πρωτοφειλέτη, όπως τούτο δεν απαιτείται να αναφέρεται και σε περίπτωση επίδοση επιταγής προς πληρωμή, όπως κατ’ αρχήν απαραδέκτως, δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου για πρώτη φορά και επαναφέρουν ενώπιόν μας, αναφέρουν οι εκκαλούντες. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία κατά το αποδεικτικό της πόρισμα απέρριψε ως αβάσιμο στην ουσία του τον υπό κρίση δεύτερο λόγο ανακοπής με τον οποίο οι δεύτερος και τρίτη των ανακοπτόντων προέβαλαν την αναβλητική ένσταση της διζήσεως, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα έκρινε με αιτιολογία που αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), καθόσον απεδείχθη βάσιμη στην ουσία της η περί σιωπηρής παραιτήσεως αυτών (δευτέρου και τρίτης των ανακοπτόντων), με τον όρο 9 του από 22.2.2021 ιδιωτικού συμφωνητκού και ιδίως δια της αναγραφής της φράσεως «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την οφειλέτρια», από την ένσταση διζήσεως, αντένσταση του καθού η ένδικη ανακοπή. Επομένως, ο δεύτερος λόγος έφεσης με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση κατά τούτο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.
[ΙΙΙ] Με τον τρίτο λόγο της ένδικης εφέσεως, οι εκκαλούντες, επικουρικά και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση απόρριψης των δύο πρώτων λόγων εφέσεως, πλήττουν την εκκαλουμένη απόφαση, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθό μέρος απέρριψε τον τρίτο λόγο ανακοπής τους. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες, με τον εν λόγω (τρίτο) λόγο ανακοπής τους, κατά τη δέουσα εκτίμηση αυτού, υπό του τίτλου «Ακυρότητα διαταγής πληρωμής λόγω αοριστίας αυτής και δη λόγω εσφαλμένης αναφοράς του χρονικού σημείου κατά το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμη η απαίτηση του καθού και επικουρικά, ακυρότητα ως προς την έναρξη τοκοφορίας από 23.2.2022», ισχυρίσθηκαν ότι, με όρο που περιελήφθη στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, η απαίτηση του καθού η ανακοπή από την επίδικη σύμβαση δανείου τελούσε υπό αναβλητική αίρεση και δη προκειμένου αυτό να καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό θα έπρεπε προηγούμενα ο καθού η ανακοπή να υποδείξει στους ανακόπτοντες τον τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο θα έπρεπε να καταβληθεί το ποσό του δανείσματος. Εν τούτοις, στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής καμία αναφορά περί πληρώσεως της εν λόγω αναβλητικής αιρέσεως, υπό την οποία τελούσε η ένδικη απαίτηση, δεν γίνεται. Τοιουτοτρόπως, κατά τον υπό κρίση, τρίτο λόγο ανακοπής, η ένδικη διαταγή πληρωμής εξεδόθη για ανεκκαθάριστη απαίτηση και, εκ του λόγου τούτου, πάσχει ακυρότητος. Σε κάθε περίπτωση, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, εκ του λόγου τούτου, τυγχάνει και αόριστη. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι, η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής πάσχει ακυρότητος και καθό μέρος επιτάσσει την, από μέρους των ανακοπτόντων, καταβολή της οφειλής τους με το νόμιμο τόκο από την επομένη της 23.2.2022, ενόψει του ότι την ημερομηνία αυτή, η απαίτηση του καθού τελούσε υπό αίρεση. Με την εκκαλουμένη απόφαση, ο λόγος αυτός ανακοπής απερρίφθη διότι, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, όπως προκύπτει από το συνομολογηθέν υπό των διαδίκων ιδιωτικό συμφωνητικό και δη τον δεύτερο όρο αυτού, το συνομολογηθέν δάνειο συμφωνήθηκε ότι θα εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς χωρίς άλλη όχληση, το αργότερο την 23-2-2022, οπότε συμφωνήθηκε ως δήλη ημέρα επιστροφής αυτού. Κατά την εκκαλουμένη απόφαση, από τότε καθίστατο και τοκοφόρα η επίδικη απαίτηση. Το γεγονός δε ότι, στον αμέσως επόμενο τρίτο όρο του ανωτέρω συμφωνητικού αναφέρεται ότι το δάνειο θα επιστραφεί κατά την ανωτέρω ημερομηνία σε τραπεζικό λογαριασμό που θα υποδείξει ο δανειστής – καθ’ ού η ανακοπή στην οφειλέτρια εταιρεία, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, δεν καθιστά την ένδικη απαίτηση ληξιπρόθεσμη υπό την αναβλητική αίρεση της υπόδειξης υπό του καθού η ανακοπή του τραπεζικού του λογαριασμού, όπως εσφαλμένα ισχυρίσθηκαν οι ανακόπτοντες με τον ανωτέρω τρίτο λόγο ανακοπής τους. Με την εκκαλουμένη δηλαδή απόφαση, ο υπό κρίση λόγος ανακοπής διερευνήθηκε στην ουσία του και παρά την αναφορά ότι ο λόγος αυτός ανακοπής τυγχάνει μη νόμιμος, στην πραγματικότητα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε αυτόν ως αβάσιμο στην ουσία του.
Επί του υπό κρίση τρίτου λόγου ανακοπής, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 623 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου διαφορά και η απαίτηση, καθώς και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ή με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία εκδόθηκε μετά από ομολογία ή αποδοχή της αίτησης του οφειλέτη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 624 § 1 του ίδιου Κώδικα, η απαίτηση πρέπει να μην εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και να είναι ορισμένο το οφειλόμενο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων. Ως όρος, κατά το εν λόγω άρθρο, νοείται η δικαιοπρακτική επιβολή στον δικαιούχο της απαίτησης της υποχρέωσης για ενέργεια ή παράλειψη που δεν αποτελεί αντιπαροχή, ούτως ώστε χωρίς την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης να μην γεννάται η απαίτηση ή να μην γίνεται απαιτητή η παροχή που είναι αντικείμενό της. Η ύπαρξη όρου ή αίρεσης, ως κωλύουσας την έκδοση της διαταγής πληρωμής, πρέπει να προκύπτει από το έγγραφο που βεβαιώνει την απαίτηση, ενώ η, με άλλο τρόπο, αίρεση μπορεί να προταθεί κατά της απαίτησης και όχι κατά της διαταγής πληρωμής (Στ. Πανταζόπουλος Η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής σελ. 197-198). Η πλήρωση δε του όρου ή της αίρεσης πρέπει να προκύπτει από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο (ΑΠ 1503/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ληξιπρόθεσμη είναι η παροχή, όταν επήλθε ο χρόνος εκπλήρωσής της, όπως αυτός καθορίζεται από τη δικαιοπραξία ή από τις περιστάσεις ή από φύση της ενοχικής σχέσης (άρθρα 323 και 340 ΑΚ). Εάν ο χρόνος εκπλήρωσης της παροχής δεν είναι δυνατόν να συναχθεί από κάποιον από τους ανωτέρω τρόπους, τότε έχει εφαρμογή ο συμπληρωματικός κανόνας του άρθρου 323 ΑΚ, αμβλυνόμενος δια της παράλληλης εφαρμογής του άρθρου 288 ΑΚ και ο μεν δανειστής δικαιούται να απαιτήσει παραχρήμα την παροχή, ο δε οφειλέτης δικαιούται επίσης, αλλά δεν υποχρεούται, πριν από την όχληση, να εκπληρώσει αυτήν παραχρήμα [ΑΠ 595/2022 Ιστοδελίδα Αρείου Πάγου]. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 807 του ΑΚ υπό του τίτλου «Χρόνος απόδοσης» «Αν δεν ορίστηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου, ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Αν είναι άτοκο, ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να το αποδώσει και χωρίς καταγγελία.». Εν προκειμένω, από τη συνεκτίμηση των ιδίων ως άνω αποδείξεων, αποδείχθηκε ότι, δυνάμει του ως άνω από 22.2.2021 ιδιωτικού συμφωνητικού που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, δυνάμει του οποίου και εξεδόθη η ένδικη διαταγή πληρωμής και δη με τον όρο 2 αυτού, κατά την ακριβή διατύπωση του οποίου «Το δάνειο συνάπτεται για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους από σήμερα. Το οφειλόμενο ποσό θα εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς και χωρίς άλλη όχληση, μέχρι την 23/2/2022, συμφωνούμενης της ημέρας αυτής από τους συμβαλλόμενους ως τακτής. Η οφειλέτρια έχει την δυνατότητα είτε εφάπαξ είτε σταδιακής αποπληρωμής του παραπάνω δανείου με τμηματικές καταβολές προς τον δανειστή.», μεταξύ των συμβαλλομένων συμφωνήθηκε συγκεκριμένος χρόνος επιστροφής του δανείου και δη η 23.2.2022. Και πράγματι με τον όρο 3ο του ιδίου ως άνω συμφωνητικού, κατά το ενδιαφέρον εν προκειμένω σημείο, προβλέφθηκε ότι: «Το δάνειο θα επιστραφεί κατά την ανωτέρω ημερομηνία σε τραπεζικό λογαριασμό που θα υποδείξει ο δανειστής στην οφειλέτρια …», πλην όμως, από τη σαφή διατύπωση τόσο του όρου δευτέρου όσο και του όρου τρίτου του εν λόγω συμφωνητικού δεν προκύπτει ότι όρος, άλλως αίρεση, άλλως προϋπόθεση, όπως καταστεί ληξιπρόθεσμη, η απαίτηση επιστροφής του ποσού του δανείου την 23.2.2022, ετέθη υπό των συμβαλλομένων, η προηγούμενη υπό του καθού η ένδικη ανακοπή, δανειστή, υπόδειξη του τραπεζικού του λογαριασμού στον οποίο οι ανακόπτοντες όφειλαν να καταβάλουν το ανωτέρω ποσό. Επομένως, κρίνεται ότι, η απαίτηση για την οποία εξεδόθη η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δεν τελούσε υπό αναβλητική αίρεση ή υπό τον όρο της προηγούμενης γνωστοποίησης στους ανακόπτοντες από τον καθού η ένδικη ανακοπή του τραπεζικού του λογαριασμού στον οποίο όφειλαν αυτοί να καταβάλουν το ποσό του δανείσματος, με αποτέλεσμα μη πληρωθείσης της αναβλητικής αιρέσεως ή του όρου υπό του οποίου αυτή (ένδικη απαίτηση) τελούσε, να καθίσταται αυτή (ένδικη απαίτηση) ανεκκαθάριστη, με έτι περαιτέρω αποτέλεσμα να πάσχει ακυρότητος η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ως οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται με τον τρίτο λόγο ανακοπής και κατά συνέπεια και η προσβαλλόμενη, εκ του λόγου τούτου, επιταγή προς πληρωμή. Εξάλλου, σε περίπτωση υπερημερίας ως προς την απόδοση χρηματικού δανείου, η οποία υπερημερία επέρχεται είτε με την παρέλευση του οριζόμενου με τη σύμβαση χρόνου αποδόσεως του δανείου (άρθρο 341 παρ. 1 ΑΚ) είτε με καταγγελία ενός από τους συμβαλλομένους, οφείλεται κατ` αρχήν το, από το νόμο, προβλεπόμενο ανώτατο ποσοστό τόκου υπερημερίας, εκτός εάν τα μέρη είχαν προβλέψει με τη σύμβαση να οφείλεται και για το χρόνο υπερημερίας του οφειλέτη το συμφωνημένο (κατώτερο) ποσοστό δικαιοπρακτικού τόκου (ΑΠ 1740/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), κατά δε τη διάταξη του άρθρου 346 ΚΠολΔ από της επιδόσεως της διαταγής πληρωμής ο νόμιμος τόκος επιδικίας. Επομένως, ενόψει του ότι, εν προκειμένω, είχε συμφωνηθεί δήλη ημέρα καταβολής του οφειλομένου ποσού δανείου και δη η 23/2/2022, νόμιμα και κατά τρόπο ορισμένο η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επεδίκασε το ανωτέρω ποσό του δανείσματος από την επομένη της ημερομηνίας αυτής, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αναφερομένων στον υπό κρίση τρίτο λόγο ανακοπής, δεδομένου ότι εν προκειμένω η μη υπόδειξη υπό του καθού η ένδικη ανακοπή του τραπεζικού του λογαριασμού στον οποίο θα κατετίθετο το ποσό του δανείου, δεν είχε συνομολογηθεί ως όρος απόδοσης αυτού, όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση των ανωτέρω όρων 2 και 3 του από 22.2.2021 ιδιωτικού συμφωνητικού. Εξάλλου, η μη υπόδειξη υπό του καθού η ανακοπή του τραπεζικού του λογαριασμού κατά τον όρο 3 του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού, δεν δύναται να εκτιμηθεί ως αναγκαία πράξη – σύμπραξη του δανειστή, κατά τους όρους του άρθρου 351 ΑΚ, για την εκπλήρωση υπό του οφειλέτη της παροχής, με συνέπεια τη μη έναρξη της τοκοφορίας της απαιτήσεως, διότι η υπό του καθού η ανακοπή υπόδειξη του τραπεζικού του λογαριασμού στον οποίο θα κατετίθετο το ποσό του δανείου, δεν ήταν αναγκαία (απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου 351 ΑΚ [ΑΠ 731/1993 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]), για την επιστροφή του δανείσματος, δυνάμενοι οι ανακόπτοντες όπως καταβάλουν αυτό στην κατοικία του δανειστή, δεδομένου ότι, εν αμφιβολία, κατά τις διατάξεις του άρθρου 321 ΑΚ, η χρηματική παροχή είναι κομίσιμη. Ως εκ τούτου, αβάσιμος τυγχάνει και ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων που προβάλλεται με τον υπό κρίση τρίτο λόγο ανακοπής ότι η ένδικη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, σε κάθε περίπτωση, κατά το σκέλος που αφορά την οφειλή τόκων εκ μέρους των ανακοπτόντων από την 24.2.2022, διότι την εν λόγω ημερομηνία η απαίτηση του καθού η ένδικη ανακοπή τελούσε υπό αίρεση και δη υπό την αίρεση υπόδειξης υπ’ αυτού στους ανακόπτοντες του τραπεζικού του λογαριασμού. Εξάλλου, η ένδικη διαταγή πληρωμής δεν τυγχάνει αόριστη ως προς τα προσδιοριστικά του χρόνου έναρξης της τοκοφορίας της ένδικης απαίτησης στοιχεία, εφόσον σαφώς αναφέρεται σε αυτήν ότι οι ανακόπτοντες και καθών η ένδικη διαταγή πληρωμής, οφείλουν νομίμους τόκους από την 24.2.2022, ήτοι από την επομένη ημέρα της δήλης ημέρας καταβολής του δανείσματος, κατά τη συμφωνία των μερών, όπως αυτή προκύπτει από το από 22.2.2021 ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία παρά την αναφορά ότι ο υπό κρίση τρίτος λόγος ανακοπής τυγχάνει μη νόμιμος, στην πραγματικότητα απέρριψε αυτόν ως αβάσιμο στην ουσία του, καθόσον υπεισήλθε σε ουσιαστική διερεύνηση αυτού, ως αναλύεται ανωτέρω, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με συνοπτική αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ).
Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει άπαντες οι ένδικοι λόγοι εφέσεως να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους. Λόγω της ως άνω απόρριψης και της εντεύθεν ήττας των εκκαλούντων, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου που καταβλήθηκε απ` αυτούς, κατά την κατάθεση της έφεσης, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. δ`ΚΠολΔ). Τέλος, οι εκκαλούντες, πρέπει να καταδικασθούν στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ` ουσίαν την από 20-7-2023 (και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ………/2023) έφεση, η οποία βάλλει κατά της υπ` αριθμόν 1487/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου, που έχει προκαταβληθεί από τους εκκαλούντες, στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στον Πειραιά, δίχως την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων την 18/11/2024.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ