ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Για την πληρότητα της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, του οποίου η κυριότητα αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων, ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος του ήταν κύριος του πράγματος που μεταβίβασε. Ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από τον δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Μόνο, αν ο εναγόμενος ήθελε αμφισβητήσει με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης την κυριότητα του τελευταίου και των προ αυτού κτητόρων του επιδίκου, υποχρεούται ο ενάγων, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρει είτε με την αγωγή καθ` υποφορά, είτε με τις προτάσεις του της ίδιας συζήτησης της αγωγής ορισμένο νόμιμο τρόπο με τον οποίο ο δικαιοπάροχος του έγινε κύριος του ακινήτου, τέτοιος δε τρόπος μπορεί να είναι εκείνος της κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Συνίσταται δε ο εν λόγω τρόπος στο ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος έχει στη νομή του, δηλαδή στη φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου, το ακίνητο για μια συνεχή εικοσαετία, ενώ κατά το προαναφερθέν Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ (στις 23.2.1946), ο τρόπος αυτός συνίστατο στο ότι το ίδιο πρόσωπο είχε στην νομή του με καλή πίστη το ακίνητο για μια συνεχή τριακονταετία. Προκειμένου δε περί δημόσιων κτημάτων (ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και τα από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου), στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, για την κτήση επ’ αυτών κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία έπρεπε η τριακονταετής, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη του νομέα, νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και τις 11.9.1915.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 561/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, με ΑΦΜ ………, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ……..), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Γαρόζη.
Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κούτση (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ – ΕΝΑΓΩΝ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του εναγόμενου – εκκαλούντος, την από 8.9.2021, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……../2021 αγωγή. Το παραπάνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε επί της ως άνω αγωγής την υπ΄αρ. 743/2023 οριστική απόφασή του με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσβάλλει το εναγόμενο με την κρινόμενη από 7.6.2023 έφεσή του κατά του ενάγοντος – εφεσίβλητου, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./7.6.2023, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/12.7.2023, προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 2.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση της έφεσης από το πινάκιο, ο δικαστικός πληρεξούσιος του εκκαλούντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στην έφεση και τις προτάσεις του, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου, ύστερα από δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ως άνω υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αρ. 743/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1 ΚΠολΔ) και εντός της οριζόμενης από το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ προθεσμίας των 30 ημερών, δεδομένου ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης προς το εναγόμενο – εκκαλούν στις 10.5.2023 (βλ. σχετική επισημείωση επί του αντιγράφου αυτής του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ………….) και η έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 7.6.2023, όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας έκθεση κατάθεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία της, κατά την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στο πλαίσιο που καθορίζεται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ). Εξάλλου, το εκκαλούν Ελληνικό δημόσιο δεν υποχρεούται στην κατάθεση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α ΚΠολΔ παραβόλου (άρθρο 19 παρ. 1 του καν. δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου»).
Κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο, που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα, που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα εκείνου που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν. 20,12 Πανδ.(5.8) ν. 27 Πανδ. (18.1), 10,15 παρ.3,17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 και 5 παρ.1 Πανδ. (41.10), 109 Πανδ. (50.16) και 2 παρ.7 και 1 Πανδ. (51.4), ως “καλή πίστη” θεωρούνταν η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ΄ουσία το δικαίωμα κυριότητας άλλου. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προς εκείνες των άρθρ. 18 και 21 του ν. ΔΞΗ΄/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του ν.δ. της 22/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, συνάγεται ότι, προκειμένου περί δημόσιων κτημάτων (ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και τα από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου), στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, για την κτήση επ΄ αυτών κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, έπρεπε η τριακονταετής, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη του νομέα, νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και τις 11.9.1915 (Ολ.ΑΠ 75/1987, ΑΠ 1133/2020, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 582/2018, ΑΠ 1443/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μον.Εφ.Πειρ. 340/2024, Μον.Εφ.Πειρ. 626/2023, Μον.Εφ.Πειρ. 506/2019 Ιστοσελ.Εφ.Πειρ.). Εφόσον δε, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915 ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα, που αποκτήθηκε με αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του α.ν. 1539/1938 και 16 του α.ν. 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 “περί δασικού κώδικος”, με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σ` αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνο η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής (ΑΠ 7/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π., Α.Π 1524/2012). Ούτε ασκεί επιρροή στην κυριότητα, που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημόσιου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιαδήποτε δικαιώματα εμπράγματα ή όχι επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κ.λπ., το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του” και πολύ περισσότερο η εκδιδόμενη με βάση το άρθρο 191 του ν.δ. 86/1969 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξή της ως αναδασωτέα (Ολ.ΑΠ 21/2005, ΑΠ 279/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2019 ό.π.). Περαιτέρω, από τις ρυθμίσεις, που ακολούθησαν της συνθήκης του Λονδίνου της 6 Ιουνίου 1827 και περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21.1/3.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6/1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6./9.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του ν. της 21.6/10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα, τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των άνω τριών πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι, όμως, και όσα, κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως, κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο, τίτλο, ήτοι ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί (Ολ.ΑΠ 1/2013, ΑΠ 368/2015, ΑΠ 1842/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον ότι, ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν μπορεί να γίνει λόγος για την περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος, στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6./9.7.1832 συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (25.5.1827 έως 31.3.1833) και, ειδικότερα, κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων, κατά το οθωμανικό δίκαιο, την κυριαρχία εφ’ όλης της γης, που ανήκε στο οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους -Οθωμανούς και Έλληνες- την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21.1./3-2-1830 πρωτόκολλο “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και με την προαναφερόμενη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 1182/2018, ΑΠ 73/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 826/2018, Μον.Εφ.Πειρ. 506/2019 ό.π.).
Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 369, 1192, 1194 και 1198 ΑΚ, συνάγεται ότι αποκτά κάποιος κυριότητα ακινήτου με παράγωγο τρόπο, ύστερα από συμφωνία με τον κύριο του ακινήτου ότι μετατίθεται σ` αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, εφόσον η σχετική συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, επίσης, ότι, μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση, είναι, ο μεταβιβάσας να ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατ` άρθρο 1051 ΑΚ. Ακόμη, από τον συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων με εκείνες των άρθρων 1094 ΑΚ, 70, 216 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, του οποίου η κυριότητα αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων, ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος του ήταν κύριος του πράγματος που μεταβίβασε. Ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από τον δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Μόνο, αν ο εναγόμενος ήθελε αμφισβητήσει με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης την κυριότητα του τελευταίου και των προ αυτού κτητόρων του επιδίκου, υποχρεούται ο ενάγων, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρει είτε με την αγωγή καθ` υποφορά, είτε με τις προτάσεις του της ίδιας συζήτησης της αγωγής ορισμένο νόμιμο τρόπο με τον οποίο ο δικαιοπάροχος του έγινε κύριος του ακινήτου, τέτοιος δε τρόπος μπορεί να είναι εκείνος της κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Συνίσταται δε ο εν λόγω τρόπος στο ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος έχει στη νομή του, δηλαδή στην φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου, το ακίνητο για μια συνεχή εικοσαετία, ενώ κατά το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ (στις 23.2.1946), ο τρόπος αυτός συνίστατο στο ότι το ίδιο πρόσωπο είχε στην νομή του με καλή πίστη το ακίνητο για μια συνεχή τριακονταετία. Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής, σ` αυτήν την τελευταία περίπτωση, πρέπει ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του να αναφέρει τις διακατοχικές πράξεις του δικαιοπαρόχου του στο ακίνητο (ΑΠ 1125/2018, ΑΠ 96/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2065/2009 ΝοΒ 2010.1991, AΠ 1879/2008, Εφ.Πειρ. 584/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η αγωγή στηρίζεται σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει τις υλικές και εμφανείς πράξεις νομής που άσκησε συνεχώς επί 20 τουλάχιστον έτη πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το έχει σαν δικό του, δυνάμενος να συνυπολογίσει, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Τα ίδια ισχύουν και επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου μεταξύ ιδιώτη (ως ενάγοντα) και Ελληνικού Δημοσίου (ως εναγόμενου). Στη σχετική δίκη ο ιδιώτης έχει υποχρέωση, για το ορισμένο της αγωγής του, να επικαλεστεί ότι απέκτησε το επίδικο ακίνητο με κάποιο νόμιμο τρόπο. Σε περίπτωση που ο τίτλος κτήσης του είναι παράγωγος (π.χ. αγορά), εάν το Δημόσιο αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του, τότε ο ιδιώτης θα πρέπει, συμπληρώνοντας με τις προτάσεις του την αγωγή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να επικαλεστεί τον τρόπο κτήσης κυριότητας των δικαιοπαρόχων του μέχρι να αναχθεί σε πρωτότυπο τρόπο, που κατά κανόνα θα είναι η έκτακτη χρησικτησία (ΑΠ 1125/2018 ό.π., Εφ.Πειρ. 584/2015 ό.π.). Ο ιδιώτης, όμως, δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και ότι το επίδικο ακίνητο είναι δεκτικό χρησικτησίας (επειδή π.χ. δεν είναι δημόσιο, μετά τη συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας κατά το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου, μέχρι τις 11.9.1915) ή ότι εξαιρείται από αυτή, ως δημόσιο κτήμα (άρθρα 21 του Ν.Δ 22.4/16-5-1926 και 4 του Ν.Δ 1539/1938), καθόσον ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο δεν είναι δεκτικό ή εξαιρείται της χρησικτησίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής, αλλά ένσταση, η οποία πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από το Δημόσιο (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 1125/2018 ό.π., ΑΠ 1535/2003, ΑΠ 325/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 2 παρ. α και β και 17 παρ. 4 του ν. 2664/1998, προκύπτει ότι, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώµατος στα κτηµατολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηµατολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας (ή άλλου εµπράγµατου δικαιώµατος) διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγµατικό δικαιούχο, µπορεί, όποιος έχει έννοµο συµφέρον, στρεφόµενος κατά του αναγραφόµενου στο κτηµατολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε µεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόµενου µε την ανακριβή εγγραφή δικαιώµατος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμόδιου καθ΄ύλη και κατά τόπο (Μονοµελούς ή Πολυµελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον κτηµατολογικό Δικαστή (άρθρο 17 παρ. 4 του ν. 2664/1998), δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία. Κρίσιµος δε χρόνος για την ύπαρξη εµπράγµατου δικαιώµατος, που προσβάλλεται µε τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές, είναι αυτός της έναρξης του Κτηµατολογίου σε µία περιοχή, όπως καθορίζεται µε σχετική απόφαση του Ο.Κ.Χ.Ε., και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998 (ΑΠ 1342/2015, Εφ.Αθ. 618/2015, Εφ.Πατρ. 226/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής ανακριβώς καταχωρηθέντος στις πρώτες εγγραφές δικαιώματος, η διατύπωση του αιτήματος για τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής και την εγγραφή ως αληθούς δικαιούχου του δικαιώματος στο οικείο κτηματολογικό φύλλο κατά τον χρόνο των πρώτων εγγραφών έχει άμεση σχέση και συναρτάται με τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και συγκεκριμένα με το εάν αυτός συνέβη πριν ή μετά την έναρξη λειτουργίας του οικείου κτηματολογικού γραφείου. Και αυτό γιατί η κτήση της κυριότητας με κληρονομική διαδοχή έχει την ιδιαιτερότητα ότι, ανεξάρτητα από τον χρόνο σύνταξης του σχετικού εγγράφου για την αποδοχή της κληρονομίας, αυτή ανατρέχει πάντοτε στον χρόνο επαγωγής (ex tunc) που είναι ο θάνατος του κληρονομουμένου, άσχετα με τον χρόνο μεταγραφής ή εγγραφής του σχετικού εγγράφου αποδοχής κληρονομίας. Επομένως, σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής ανακριβώς καταχωρηθέντος στις πρώτες εγγραφές, δικαιώματος, αν στις πρώτες εγγραφές δεν έχει καταχωρηθεί ή έχει καταχωρηθεί ανακριβώς δικαίωμα κυριότητας επί ακινήτου στην περίπτωση που ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε μετά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου, δηλαδή εάν ο αποβιώσας, κατά τον χρόνο έναρξης αυτού ήταν εν ζωή, τότε δικαιούχοι του εγγραπτέου δικαιώματος είναι ο κληρονομούμενος, οπότε με την αγωγή θα ζητείται η αναγραφή των στοιχείων του κληρονομουμένου στο κτηματολογικό φύλλο ως δικαιούχου του εμπράγματου δικαιώματος. Στη συνέχεια, και αφού εκδοθεί η αμετάκλητη απόφαση και γίνει η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής με την εγγραφή του κληρονομούμενου στο κτηματολογικό φύλλο, ο επικαλούμενος δικαίωμα από κληρονομική διαδοχή, προβαίνει σε αποδοχή κληρονομίας, την οποία εγγράφει ως μεταγενέστερη εγγραφή κατά το άρθρο 12 παρ.1 περ.ζ του ν. 2664/1998 (Μον.Εφ.Πατρ.156/2022, Μον.Εφ.Πειρ. 45/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων – ήδη εφεσίβλητος εξέθετε στην ως άνω από 8.9.2021 αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι η αποβιώσασα στις 8.2.2007 γιαγιά του …………., της οποίας ο ενάγων είναι εκ διαθήκης (δημοσιευθείσας με το με αριθμό 539/2020 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Νίκαιας) κληρονόμος, ήταν, όσο ζούσε, πλήρης και αποκλειστική κυρία του επίδικου ακινήτου (αγροτεμαχίου), που βρίσκεται στη θέση «……..» ή «……….» ή «……..» της κτηματικής περιφέρειας Αμπελακίων του Δήμου Σαλαμίνας, έκτασης, 326 τ.μ. κατά τον τίτλο κτήσης του, και 322 τ.μ. κατά τη μέτρηση του Κτηματολογίου, στο οποίο έχει λάβει Κ.Α.Ε.Κ. …….., όπως περαιτέρω αυτό περιγράφεται κατά θέση, όρια και αξία στην αγωγή. Ότι, η κυριότητα του εν λόγω ακινήτου περιήλθε στην ανωτέρω δικαιοπάροχό του µε παράγωγο τρόπο ήτοι με αγορά από τη ……… ……, δυνάμει του υπ΄αρ. ………/12.12.1994 συμβολαίου αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών ….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τόμ. 3…58 με α.α. …) και αδιάκοπης σειράς, πριν από αυτό, των αναφερόμενων επίσης στην αγωγή τίτλων των δικαιοπαρόχων της, άλλως δυνάμει τακτικής, άλλως έκτακτης χρησικτησίας κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωµαϊκού δικαίου, κατόπιν προσµέτρησης του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων της. Ότι, οι τελευταίοι, όπως αναλυτικά εκτίθενται στην αγωγή, και κατόπιν η ίδια, διακατείχαν αυτό ως τµήµα μείζονος ακινήτου και ασκούσαν επ’ αυτού τις αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο πράξεις νομής, οι οποίες προσιδιάζουν στην φύση και τον προορισµό του (καλλιέργεια, βόσκηση ζώων κ.α.) με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, ήδη προ του έτους 1850 και έκτοτε συνεχώς και αδιαλείπτως έως το χρόνο της έναρξης της κτηματογράφησης στην περιοχή. Ότι, κατά τη διαδικασία της κτηµατογράφησης, το ακίνητο αυτό καταχωρήθηκε εσφαλµένα στο οικείο Κτηµατολογικό Γραφείο Σαλαµίνας υπό τον προαναφερθέντα Κ.Α.Ε.Κ., ως ιδιοκτησία του εναγοµένου Ελληνικού Δηµοσίου. Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά και επικαλούμενος έννομο συμφέρον, ο ενάγων ζητούσε να αναγνωριστεί η πλήρης και αποκλειστική κυριότητα αρχικά της ως άνω δικαιοπαρόχου του και εν συνεχεία του ίδιου στο επίδικο ακίνητο, να διορθωθεί σχετικά η ανακριβής πρώτη εγγραφή, ώστε να καταχωρηθεί το εμπράγματο δικαίωμά τους στο κτηματολογικό φύλλο του γεωτεμαχίου.
Το ανωτέρω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε επί της αγωγής αυτής, την υπ΄αρ. 743/2023 οριστική απόφασή του (τακτική διαδικασία), με την οποία έκρινε την αγωγή εμπροθέσμως ασκηθείσα και παραδεκτή, καθώς τηρήθηκε η απαιτούμενη από τον νόμο προδικασία. Δεν απαιτείται δε για το παραδεκτό της, παρά του περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό του εναγόμενου, που επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, η προσκόμιση του προβλεπόμενου κατ΄ άρθρο 9 παρ.2 περ.5 του ν. 4223/2013 (όπως διαμορθώθηκε μετά τις τροποποιήσεις από τη διάταξη του άρθρου τρίτου παρ.Γ περ.4 του ν. 4254/2014 στο άρθρο 54Α του ν. 4174/2013), πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. Κι αυτό διότι, η διάταξη αυτή που επιβάλει ως κύρωση της μη προσκόμισης του σχετικού πιστοποιητικού, το απαράδεκτο της συζήτησης της εμπράγματης αγωγής, αποτελεί διάταξη με καθαρά φορολογικό χαρακτήρα, που δεν αποσκοπεί στην προστασία των συναλλασσόμενων σε σχέση με τα ακίνητα και την παροχή δικαστικής προστασίας και συνεπώς δεν δύναται να αποτελέσει ειδική διαδικαστική προϋπόθεση της αγωγής αυτής, ούτε προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας, καθώς έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις διατάξεις 17,20 και 25 του Συντάγματος και με το άρθρο 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α., οπότε τυγχάνει ανεφάρμοστη (ΑΠ 383/2021, ΑΠ 1143/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως (το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) έκρινε την αγωγή ορισμένη και νομικά βάσιμη, πλην: α) β) της πρώτης επικουρικής βάσης της περί κτήσης κυριότητας του επίδικου ακινήτου δυνάμει τακτικής χρησικτησίας, την οποία απέρριψε ως νομικά αβάσιμη, καθώς αυτός ο τρόπος κτήσης κατά του Ελληνικού Δημοσίου (εναγόμενου), έχει αποκλεισθεί από το, προϊσχύσαν του ΑΚ, Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (ΑΠ 731/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και β) του αιτήµατός της να αναγνωριστεί η κυριότητα του ενάγοντος στο ακίνητο αυτό, λόγω κληρονοµικής διαδοχής, που επίσης απέρριψε ως νομικά αβάσιµο, διότι, κατά τα διαλαµβανόµενα στο αγωγικό δικόγραφο, κατά την ηµεροµηνία δηµοσίευσης της απόφασης του Ο.Κ.Χ.Ε. περί έναρξης του κτηµατολογίου αναφορικά µε την οικεία κτηµατική περιφέρεια και δη στις 13.1.2006, η εν λόγω δικαιοπάροχός του, ήταν ακόμα εν ζωή, πέραν του ότι ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή ότι έλαβε χώρα αποδοχή της κληρονομίας της δικαιοπαρόχου του και μεταγραφή αυτής. Στη συνέχεια, έκανε δεκτή την αγωγή κατά το μέρος που είχε κριθεί νόμιμη, και ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι η .……., κατά τον χρόνο των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών, ήταν αποκλειστική κυρία του επίδικου ακινήτου µε Κ.Α.Ε.Κ. ………., διέταξε δε τη διόρθωση της αρχικής εγγραφής στα κτηµατολογικά βιβλία του Κτηµατολογικού Γραφείου Σαλαµίνας ως προς το εν λόγω ακίνητο, ώστε να αναγραφεί η ανωτέρω ως αποκλειστική κυρία αυτού (πλήρης κυριότητα κατά ποσοστό 100%), με τίτλο κτήσης το υπ΄αρ. ……../12.12.1994 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τόμ. …. με α.α. …..). Τέλος, επέβαλε, τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δηµοσίου, μειωμένη κατ’ άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην εκκαλουμένη.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης, παραπονείται το εναγόμενο – εκκαλούν με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, πλην του ήδη απαντηθέντος παραπάνω, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη η αγωγή, ώστε να απορριφθεί, στο σύνολό της, η αγωγή του αντιδίκου του και να καταδικαστεί ο τελευταίος στη δικαστική του δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η κρινόμενη αγωγή είναι ορισμένη, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τον νόμο για τη θεμελίωσή της στοιχεία, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη, παρά τους αβάσιμους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του εναγόμενου – εκκαλούντος, που επαναφέρει με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής του, ο οποίος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, το επίδικο ακίνητο περιήλθε στην ως άνω γιαγιά του ενάγοντος, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, όχι ως μέρος ευρύτερης έκτασης, αλλά αυτοτελώς ως διακριτό ακίνητο και όπως αυτό περιγράφεται κατά θέση, είδος, έκταση, όρια και όμορους ιδιοκτήτες, χωρίς να ενδιαφέρει αν, σε παρελθόντα χρόνο, αυτό είχε περιέλθει στην απώτερη δικαιοπάροχό της ως τμήμα μεγαλύτερης εδαφικής έκτασης και επομένως δεν απαιτείται η λεπτομερής περιγραφή του επιδίκου εντός της μείζονος έκτασης, όπως υποστηρίζει το εναγόμενο – εκκαλούν (βλ. και Μον.Εφ.Πειρ. 669/2023 Ιστοσελ. Εφ.Πειρ.). Εκτός αυτού, αναφέρεται στην αγωγή το Κ.Α.Ε.Κ. (Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου) που έχει λάβει το επίδικο ακίνητο κατά την κτηματογράφησή του, που είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο και προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2664/1998), έτσι ώστε να μην υφίσταται ουδεμία αμφιβολία για την ταυτότητά του (ΑΠ 462/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αναφέρονται στην αγωγή συγκεκριμένες πράξεις νομής, τις οποίες ασκούσαν η ως άνω δικαιοπάροχος του ενάγοντος και οι απώτεροι δικαιοπάροχοι αυτής επί του επίδικου (καλλιέργεια αμπελιών, βοσκή ζώων, καταμέτρηση κ.α.). Ως προς την κληρονομική διαδοχή του απώτερου δικαιοπαρόχου, προκύπτει από το αγωγικό δικόγραφο ότι οι κληρονόμοι αναμείχθηκαν στην κληρονομία με πρόθεση κληρονόμου, ασκώντας με καλή πίστη τις αναφερόμενες στο δικόγραφο υλικές πράξεις νομής, οι οποίες κατά τα ανωτέρω προσδιορίζονται, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί από το Δικαστήριο η σιωπηρή δήλωσή τους για την υπεισέλευση τους στην κληρονομία, χωρίς να χρειάζονται περαιτέρω διευκρινίσεις για την επικουρική βάση της αγωγής περί κτήσης του επίδικου με έκτακτη χρησικτησία, για τον τρόπο της κληρονομικής διαδοχής του …. και του ………, που φέρονται ως απώτεροι δικαιοπάροχοι της γιαγιάς του ενάγοντος, αντίθετα με τους ισχυρισμούς του εναγόμενου που επαναλαμβάνει στον ως άνω λόγο της έφεσης.
Από την εκτίµηση της µε υπ΄αρ. ……/25.10.2021 ένορκης βεβαίωσης της µάρτυρα …….., που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων-εφεσίβλητος και η οποία λήφθηκε, με επιμέλεια του τελευταίου, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, κατόπιν νοµότυπης κι εµπρόθεσµης κλήσης του αντιδίκου του, σύµφωνα µε το άρθρο 422 ΚΠολΔ (όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ………/13.10.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών …….. και τη συνηµµένη σε αυτή από 4.10.2021 γνωστοποίηση-πρόσκληση σε ένορκη βεβαίωση), καθώς και όλων των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά:
Το επίδικο ακίνητο είναι ένα γεωτεµάχιο, που εµφανίζεται µε Κ.Α.Ε.Κ. ….. στα κτηµατολογικά βιβλία ως κείµενο στη θέση «….» της Κοινότητας Σεληνίων του Δήµου Σαλαµίνας, µε επιφάνεια 322 τ.µ. και ως ανήκον στο Ελληνικό Δηµόσιο. Σύµφωνα µε το από Σεπτεμβρίου 2021 τοπογραφικό διάγραµµα της αγρονόµου -τοπογράφου µηχανικού ……….., πρόκειται για αγροτεµάχιο στη θέση «….» στην κοινότητα Σεληνίων του Δηµοτικού Διαµερίσµατος Αµπελακίων του Δήµου Σαλαµίνας, εκτός σχεδίου πόλεως και εκτός οικισµού προϋφιστάµενου του 1923, μη άρτιο και µη οικοδοµήσιµο, επιφάνειας 325,75 τ.µ.. επί του οποίου είναι κτισµένα ένα ισόγειο κτίσµα (κύριος χώρος) εµβαδού 119,83 τ.µ. και ένας βοηθητικός χώρος εµβαδού 1,97 τ.µ., εµφανίζεται δε υπό τα περιµετρικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Α και συνορεύει Βόρεια – Βορειοδυτικά µε τη Λεωφόρο Κυνόσουρας (Κ.Α.Ε.Κ. ………), Ανατολικά µε την 3η οδό Κυνόσουρας (Κ.Α.Ε.Κ. ……….), Νότια µε το γεωτεµάχιο µε Κ.Α.Ε.Κ. ……. και Δυτικά µε το γεωτεµάχιο µε Κ.Α.Ε.Κ …………. Το ανωτέρω αγροτεµάχιο είχε αποκτήσει κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα ήδη πριν την έναρξη του Κτηµατολογίου στην περιοχή των Σεληνίων Σαλαµίνας (13.1.2006) η γιαγιά του ενάγοντος, …………, µε αγορά από τη ……….., δυνάµει του υπ΄αρ. ……./12.12.1994 συµβολαίου αγοραπωλησίας αγροτικού ακινήτου της συµβολαιογράφου Αθηνών ……….., που µεταγράφηκε νόµιµα στα βιβλία µεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαµίνας (τόµ. …. µε α.α. …..), η οποία παρέμεινε κυρία αυτού μέχρι τον θάνατό της στις 8.2.2007 (βλ. το µε αρ. 224/2021 πιστοποιητικό ιδιοκτησίας του Υποθηκοφύλακα Σαλαµίνας και τη µε αρ. ………./2007 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιάρχου Κερατσινίου). Σύµφωνα µε το ως άνω συµβόλαιο, το µεταβιβαζόµενο αγροτεµάχιο βρίσκεται στη θέση «………» της κτηµατικής περιφέρειας της Κοινότητας Αµπελακίων Σαλαµίνας, έχει επιφάνεια 326 τ.µ., εµφανίζεται µε τον αριθµό «δύο» (2) του υπό στοιχείο Μ κεφαλαίο τετραγώνου στο από Ιούλιο 1961 σχεδιάγραµµα του µηχανικού ……… (προσαρτηµένο στο υπ΄αρ. ……../1961 συµβόλαιο του συµβολαιογράφου Αθηνών …….), συνορεύει Βόρεια µε λεωφόρο Κυνόσουρας, Ανατολικά µε ανώνυµη οδό, Νότια µε ιδιοκτησία …….. και Δυτικά µε ιδιοκτησία ……, ενώ επί αυτού υπήρχε ήδη ισόγεια οικοδοµή επιφάνειας 56,30 τ.µ. Η ανωτέρω πωλήτρια, …………, είχε αποκτήσει την κυριότητα του αγροτεµαχίου ως εξής: α) κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ψιλής κυριότητας µε γονική παροχή από τον πατέρα της ………, ο οποίος παρακράτησε την επικαρπία κατά το ίδιο ποσοστό εφ΄όρου ζωής του, δυνάµει του υπ΄αρ. ………/9.6.1987 συµβολαίου του συµβολαιογράφου Πειραιώς …., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία µεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαµίνας (τόµ. … µε α.α. …. β) κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ψιλής κυριότητας, με γονική παροχή από τη µητέρα της ……….., η οποία δώρισε την επικαρπία κατά το ίδιο ποσοστό στον ως άνω σύζυγό της εφ΄όρου ζωής του, δυνάμει του υπ΄αρ. ………/9.6.1987 συμβολαίου του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, που επίσης μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία του ίδιου Υποθηκοφυλακείου (τόμ. …. με α.α. ….). Μετά δε τον θάνατο του επικαρπωτή πατέρα της, στις 27.6.1991, η ανωτέρω (…….), κατέστη πλήρης κυρία ολόκληρου του εν λόγω ακινήτου. Οι ανωτέρω ……. και …….. σύζυγος ……. είχαν αποκτήσει, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας, την πλήρη κυριότητα του εν λόγω αγροτεμαχίου με αγορά από τη ……….., δυνάμει του υπ΄αρ. ………./26.5.1983 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του ίδιου ως άνω Υποθηκοφυλακείου (τόμ. ……. με α.α. …….). Η παραπάνω πωλήτρια, ……, είχε αποκτήσει το ακίνητο αυτό κατά πλήρη κυριότητα με αγορά από την ………., δυνάμει του υπ΄αρ. ………/14.2.1963 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών . …., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του ως άνω Υποθηκοφυλακείου (Σαλαμίνας), στον τόμ. … με α.α. …. Η τελευταία (……..) είχε αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου, ως τμήματος μείζονος έκτασης 95.987 τ.μ., με αγορά, δυνάμει του υπ΄αρ. ……./15.6.1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα ίδια βιβλία μεταγραφών (τόμ. ….. με α.α. ……), από τους εξής πωλητές: Α) ……….., Β) …………., Γ) …………, Δ) …….., Ε) ………. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι απώτατοι συννοµείς της ως άνω µείζονος έκτασης των 95.987 τ.µ. (η οποία αποτελούσε τμήμα ακόμη μεγαλύτερης έκτασης 111.987 τ.μ.), ήδη προ του έτους 1850, ήταν ο …………., κατά το ½ εξ αδιαιρέτου και ο …. . κατά το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου, οι οποίοι ενεργούσαν επ’ αυτού υλικές πράξεις, που προσιδίαζαν στη φύση του, ήτοι επίβλεψη, καλλιέργεια στο καλλιεργήσιμο τμήμα αυτής και βόσκηση ζώων στο υπόλοιπο, µε καλή πίστη, ήτοι πιστεύοντας ότι δεν προσέβαλαν την κυριότητα τρίτου και διάνοια συγκυριών. Ο τελευταίος (…….) απεβίωσε και κληρονοµήθηκε από τους δύο υιούς του, …… και ……., οι οποίοι νόµιµα υπεισήλθαν στην κληρονοµία με ανάμειξη με αυτή συνεχίζοντας να ασκούν επ΄αυτού τις ως άνω πράξεις νομής που ασκούσε και ο δικαιοπάροχός τους, επίσης με καλή πίστη και με διάνοια συγκυρίων. Το έτος 1899 πέθανε ο ως άνω ……. και κληρονοµήθηκε κατά το ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό του εξ επί της µείζονος έκτασης από τον υιό του ……….., ο οποίος νόµιµα υπεισήλθε στην κληρονοµία του πατέρα του. Ο …….. στη συνέχεια αγόρασε και το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου ποσοστό της µείζονος έκτασης από τους προαναφερόµενους κληρονόµους του …….., ……. και ……., δυνάµει του υπ’ αρ. …../17.3.1908 συµβολαίου του συµβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαµίνας………. (νόμιμα µεταγεγραµµένου στα βιβλία µεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαµίνας στον τόµ. … µε α.α. …), οπότε και παραδόθηκε η νοµή του σε αυτόν. Έτσι, ο ως άνω ……, ο οποίος πέθανε στις 22.5.1932, από τον χρόνο που περιήλθε στην κατοχή του η µείζων έκταση, τµήµα της οποίας είναι και το επίδικο ακίνητο, ασκούσε επ’ αυτής µε διάνοια κυρίου και καλή πίστη, πράξεις φυσικής εξουσίασης, ήτοι καλλιεργούσε αµπέλια στο οµαλό µέρος αυτής και χρησιµοποιούσε για κτηνοτροφία το υπόλοιπο τµήµα της όλης έκτασης. Σημειωτέον ότι, στην κυριότητα του ……. αρχικά ανήκε η προαναφερθείσα µεγαλύτερη έκταση, 111.987 τ.µ., από την οποία αυτός µεταβίβασε τµήµα 16.000 τ.µ. λόγω πώλησης στον ………., το έτος 1925, οπότε απέµεινε το ακίνητο των 95.987 τ.µ., το οποίο οι διάδοχοί του πώλησαν κατά τα προαναφερθέντα, το έτος 1961, στην ως άνω ………. Η µεγαλύτερη έκταση των 95.987 τ.µ. συνόρευε Ανατολικά µε κτήµα κληρονόµων …., Δυτικά µε κληρονόµους .., …. και αγνώστους, Βόρεια µε θάλασσα (κόλπο Αµπελακίων) και αγνώστους και Νότια µε θάλασσα Σεληνίων. Ο ως άνω αποβιώσας χωρίς να αφήσει διαθήκη ……….., κληρονοµήθηκε από τη σύζυγό του ……… και τα τέκνα του …………, τον υιό του ……….., που απεβίωσε το έτος 1951, τον υιό του ……., που απεβίωσε το έτος 1958, τη θυγατέρα του ….., που απεβίωσε το έτος 1960 και τον υιό του ……, που απεβίωσε το έτος 1952 και οι οποίοι τον κληρονόµησαν, η µεν σύζυγος του …….., σε ποσοστό 450/1800 εξ αδιαιρέτου, έκαστος δε εκ των προαναφερθέντων (δέκα) τέκνων του σε ποσοστό 135/1800 εξ αδιαιρέτου της παραπάνω έκτασης, υπεισερχόμενοι νόμιμα στην κληρονοµία. Η ως άνω ………., απεβίωσε το έτος 1937 χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε από τα ανωτέρω δέκα τέκνα της, κατ’ ισοµοιρία, ήτοι σε ποσοστό 45/1800 εξ αδιαιρέτου από έκαστο, που υπεισήλθαν νόμιμα στην κληρονομία, (αναμιχθέντες σε αυτήν και συνεχίζοντας τις ίδιες πράξεις νομής του δικαιοπαρόχου τους), οπότε η µερίδα έκαστου εξ αυτών επί της ως άνω µείζονος έκτασης, ανήλθε σε ποσοστό 180/1800 εξ αδιαιρέτου. Το έτος 1952 απεβίωσε ο ……….., χωρίς να αφήσει διαθήκη, και κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του ……… και τα τέκνα του ………. Ο τελευταίος, απεβίωσε το έτος 1954 χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε από τη µητέρα του ……….. και τα αδέρφια του ……….., οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονοµία τόσο του ………, όσο και του ……., δυνάµει των υπ’ αρ. …. και ……/1961 πράξεων αποδοχής κληρονομίας του τότε Συµβολαιογράφου Αθηνών ……, που µεταγράφηκαν νόµιµα. Ακόμη, τον αποβιώσαντα το έτος 1951, χωρίς να αφήσει διαθήκη, …….., κληρονόµησαν η σύζυγός του ……… και τα τέκνα του ………, οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονοµία, δυνάµει της υπ΄αρ. ……../1961 πράξης του ίδιου Συµβολαιογράφου, που µεταγράφηκε νόμιμα. Τον αποβιώσαντα, χωρίς να αφήσει διαθήκη και χωρίς τέκνα, το έτος 1958 ………, κληρονόµησαν η σύζυγός του ………. κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου και κατά το άλλο 1/2 εξ αδιαιρέτου, οι αδελφοί του ……………. και τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του ……….. οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονοµία του ως άνω αποβιώσαντος, δυνάµει της υπ΄αρ. ………/1961 πράξης του ίδιου Συµβολαιογράφου, που µεταγράφηκε νόμιμα. Την αποβιώσασα το έτος 1960 ……. σύζυγο ……. κληρονόµησαν ο σύζυγος της ……. κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου και κατά τα υπόλοιπα 3/4 εξ αδιαιρέτου τα τέκνα της ……….., οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονοµία µε την υπ΄αρ. ……./1961 πράξη του ίδιου Συµβολαιογράφου, που µεταγράφηκε νόμιμα. Την ανωτέρω έκταση των 95.987 τ.µ. νέµονταν οι ανωτέρω συγκληρονόµοι, οι οποίοι, µε καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάρακτα ασκούσαν τις ως άνω αναφερθείσες πράξεις φυσικής εξουσίασης µε διάνοια συγκυρίων, έως και τη µεταβίβασή της, λόγω πώλησης, στην προαναφερθείσα ……….., δυνάµει του ανωτέρω επίσης αναφερθέντος υπ’αρ. ……../1961 συµβολαίου του τότε Συµβολαιογράφου Αθηνών ……… Έκτοτε, και η ως άνω απώτερη δικαιοπάροχος της γιαγιάς του ενάγοντος νεμόταν συνεχώς και αδιαλείπτως το επίδικο µε διάνοια κυρίας και καλή πίστη. Ειδικότερα, μετά την απόκτηση της εν λόγω έκτασης, η ……. προέβη σε κατάτµηση της όλης έκτασης σε αγροτεµάχια, δηµιουργήσασα εν τοις πράγµασι ρυµοτοµία αυτής της έκτασης µε οικοδοµικά τετράγωνα αγροτεµαχίων και ιδιωτικούς δρόµους, που εµφανίζονται στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραµµα του Μηχανικού .. …… Τα αγροτεµάχια αυτά µεταπωλούσε, µετά την κατάτµηση, σε τρίτους, µία εκ των οποίων σχετικά µε το επίδικο ακίνητο ήταν και η προαναφερθείσα ………. Οι αποκτήσαντες δε αυτά, προέβησαν σε καταµετρήσεις τους, απεικονίσεις σε σχέδια, περιφράξεις, φύτευση καλλωπιστικών φυτών και πολλών δένδρων σε αυτά και ανέγερση αυθαιρέτων κτισµάτων, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, τα οποία συνδέθηκαν με τα δίκτυα παροχών κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, ΟΤΕ κλπ), ασκώντας περαιτέρω µε καλή πίστη και διάνοια κυρίου διάφορες πράξεις νομής, όπως συντήρηση, καθαρισµό κ.α. (βλ. σχετικά και την ως άνω ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα του ενάγοντος ……….). Όταν απέκτησε δε το επίδικο ακίνητο, η προαναφερθείσα γιαγιά του ενάγοντος, με αγορά το έτος 1994, κατά τα προεκτεθέντα, υπήρχε ήδη εντός αυτού ισόγειο κτίσμα εμβαδού 56,30 τ.μ., το οποίο, σύμφωνα με όσα αναφέρει η ίδια ενόρκως βεβαιούσα είχε αρχίσει ήδη να κατασκευάζεται από την ανωτέρω ………… το έτος 1970, ενώ η ίδια στη συνέχεια ανήγειρε εντός του επίδικου τα κτίσματα που αναφέρθηκαν παραπάνω (ισόγεια οικεία εμβαδού 119,83 τ.μ. και βοηθητικό χώρο) που υφίστανται μέχρι και σήμερα, περαιτέρω δε κατασκεύασε περίφραξη από μανδρότοιχο και κιγκλίδωμα. Περί το έτος 1963 εγέρθη αµφισβήτηση για το δικαίωµα κυριότητας της ……. επί του ακινήτου των 95.987 τ.µ. Ειδικότερα, η Κοινότητα Σεληνίων άσκησε την από 5.8.1963 αγωγή εναντίον της ανωτέρω, ζητώντας να αναγνωρισθεί κυρία ενός τµήµατος 15 στρεµµάτων και 600 µέτρων και να της αποδοθεί αυτό. Ωστόσο, η αγωγή αυτή ουδέποτε συζητήθηκε. Ακολούθως, η τότε Κοινότητα Αµπελακίων άσκησε την από 30.12.1964 αγωγή κατά της …….., ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς (με αρ. έκθ. κατάθ. …../30.12.1964), µε την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί κυρία του αναλυτικά περιγραφόµενου τµήµατος, εµβαδού 90 στρεµµάτων περίπου, ευρισκόµενου στη θέση «……..», το οποίο με βάση τα διαλαµβανόµενα στην ως άνω αγωγή, είχε καταλάβει, χωρίς νόµιµο δικαίωµα, η εκεί εναγόµενη, καθώς και να υποχρεωθεί η τελευταία να της αποδώσει τη νοµή αυτού. Η δίκη επί της αγωγής αυτής καταργήθηκε µε τον υπ’αρ. ……../1970 (εξώδικο) συµβιβασµό, ενώπιον του Συµβολαιογράφου Πειραιώς ………, ο οποίος εγκρίθηκε µε την υπ΄αρ. 31/1969 απόφαση του Κοινοτικού Συµβουλίου και την υπ΄αρ. 17802/1969 απόφαση της Νοµαρχίας Πειραιώς. Με βάση τον ανωτέρω συµβιβασµό, η Κοινότητα Αµπελακίων παραιτήθηκε από το δικαίωµα της προαναφερόµενης από 30.12.1964 αγωγής της και συναίνεσε στη διαγραφή αυτής από τα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, η δε ……… ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλλει, τµηµατικώς, το ποσό των 200.000 δραχμών. Το ποσό αυτό θα προερχόταν από τα μέλη του Συλλόγου Κυνοσούρας Σαλαμίνας, οι οποίοι είχαν ήδη αγοράσει από την παραπάνω τμήματα της μείζονος έκτασης. Από τα προαναφερθέντα αποδεικνύεται ότι, ήδη πριν από το έτος 1850, τη νοµή στο μείζων ακίνητο εµβαδού 95.987 τ.µ., ασκούσαν οι προαναφερόµενοι απώτεροι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος και ότι ουδέποτε την είχαν απωλέσει. Οπότε, κατά την κρίσιµη ηµεροµηνία της 11ης.9.1915, ο απώτερος δικαιοπάροχος της γιαγιάς του ενάγοντος, ………, είχε καταστεί κύριος του ακινήτου αυτού µε πρωτότυπο τρόπο έναντι του εναγοµένου Ελληνικού Δηµοσίου, κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωµαϊκού δικαίου, αφού κατά την ηµεροµηνία αυτή, είχε συµπληρώσει, µε προσµέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των άµεσων δικαιοπαρόχων του, τους οποίους διαδέχτηκε στη νοµή, 30ετή καλόπιστη νοµή επ’ αυτού. Ακολούθως, οι καθολικοί διάδοχοι του τελευταίου – κληρονόµοι του, καθώς και οι καθολικοί διάδοχοι αυτών, όπως αναφέρονται ανωτέρω, απέκτησαν µε παράγωγο τρόπο την έκταση των 95.987 τ.µ. από τον κύριο αυτής ……… και ακολούθως µεταβίβασαν αυτή κατά πλήρη κυριότητα, λόγω πώλησης, στην ……. (ειδική διάδοχος). Τα ανωτέρω δεν επηρεάζονται από το γεγονός ότι το ανωτέρω ακίνητο έχει καταχωρηθεί ως τµήµα του δηµόσιου κτήµατος µε ΑΒΚ ……, αφού η απλή πράξη της καταχώρησης αυτού στα δηµόσια κτήµατα ή τις δασικές εκτάσεις δεν µπορεί να αναιρέσει την, κατά τα προαναφερθέντα, αποδειχθείσα νοµή των απώτερων δικαιοπαρόχων των εναγόντων επ’ αυτού. Σημειωτέον δε ότι, η Επιτροπή επί των διαφιλονικουµένων δασών στη Σαλαµίνα µε την υπ΄αρ. 305/24.1.1845 απόφασή της, η οποία έχει ισχύ νόμου, αναγνώρισε τα δάση ως ιδιωτικά, εκτός από εκείνα που ανήκαν στην διαλελυµένη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου, καθώς και εκείνα που είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία δηµοσίων κτηµάτων και στα οποία δεν ανήκε το ανωτέρω ακίνητο των 111.987 τ.µ. Επίσης, σύμφωνα με το υπ΄αρ. …../3.8.1974 έγγραφο της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνας, το Ελληνικό Δημόσιο, από το έτος 1927 και εντεύθεν, βάσει των υφιστάμενων εγγράφων και φακέλων του, δεν κατέχει τίτλους, η δε έκταση αποτελείται από αγρούς και δεν είναι δασική. Επομένως, εφόσον, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν αποδείχθηκε ότι οι δικαιοπάροχοι της γιαγιάς του ενάγοντος απώλεσαν την νοµή του επιδίκου ακινήτου σε οποιοδήποτε χρόνο µετά την 11η.9.1915 και μέχρι τον χρόνο της έναρξης του Κτηματολογίου στην περιοχή, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιµη η προταθείσα από το εναγόµενο, την οποία επαναλαμβάνει στον τρίτο της έφεσής του, ένσταση ιδίας κυριότητας, λόγω τακτικής άλλως έκτακτης χρησικτησίας, για το χρονικό διάστηµα µετά το 1915. Όσον αφορά στην κτήση με τακτική χρησικτησία, η ένσταση αυτή είναι μη νόμιμη καθώς δεν γίνεται επίκληση από το εναγόμενο νόμιμου τίτλου και μεταγραφής αυτού. Σχετικά δε στο σκέλος της περί κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, δεν προέκυψαν πράξεις νομής εκ μέρους του εναγόμενου επί της επίμαχης έκτασης, κατά τα αναλυτικά προαναφερθέντα, τα δε επικαλούμενα από το τελευταίο στον ίδιο λόγο της έφεσης, εκδοθέντα το έτος 1940 πρωτόκολλα γνωμοδότησης – αποζημίωσης, που ωστόσο δεν προσκομίζει, με τα οποία προσδιορίστηκε το μίσθωμα που έπρεπε να καταβληθεί στο Δημόσιο από τους αγρότες της περιοχής για τη φερόμενη εκ μέρους τους ως κατεχόμενη αυθαίρετα έκταση, ακυρώθηκαν, μετά από ασκηθείσες από τους τελευταίους ανακοπές, με τις υπ΄αρ. 19-38/1940 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, ενώ το Δημόσιο δεν εξέδωσε πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής σχετικά με την κατοχή της εν λόγω ευρύτερης έκτασης. Ενισχυτικό της ανωτέρω κρίσης του Δικαστηρίου ότι οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος ουδέποτε απώλεσαν τη νοµή, αποτελεί και το γεγονός ότι, σύµφωνα µε την υπ΄αρ. 349/175/16.2.1972 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονοµικών και Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών (ΦΕΚ Δ’ 45/25.2.1972), κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση της ευρύτερης περιοχής για την επέκταση της χερσαίας ζώνης του λιµένος Πειραιώς, η οποία απαλλοτρίωση αφορούσε, µεταξύ άλλων, και το επίδικο, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. 93/1974 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία απαλλοτριώσεων), που καθόρισε προσωρινή τιµή µονάδος και στην οποία αναφέρεται ως φερόµενη δικαιούχος αποζηµίωσης η ………, καθώς και από την περίληψη µεταγραφής στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαµίνας της υπ΄ αρ. Ε4159/2170/Ν.11549/29.4.1975 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονοµικών και Εµπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Δ΄ 114/24.5.1975), µε την οποία ανακλήθηκε η ως άνω αναγκαστική απαλλοτρίωση, στην οποία επίσης αναφέρεται η ανωτέρω. Λαµβανοµένου δε υπόψη ότι µία έκταση δύναται να κηρυχθεί απαλλοτριωτέα µόνο αν ανήκει σε τρίτο και όχι στην περιουσία του Ελληνικού Δηµοσίου (εναγόμενου), συνάγεται ότι το επίδικο ακίνητο που, κατά τα ανωτέρω, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, είναι αδύνατο να είχε περιέλθει στη νοµή ή την κυριότητα του εναγόμενου – εκκαλούντος, όπως το τελευταίο αβάσιμα ισχυρίζεται. Εξάλλου, με τον τρίτο επίσης λόγο της έφεσης το εναγόµενο Ελληνικό Δηµόσιο υποστηρίζει, επαναλαµβάνοντας τους πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισµούς του, ότι η κυριότητα του επίδικου ακινήτου το οποίο αποτελεί τμήμα του υπ΄αρ. ΑΒΚ ……. δηµόσιου κτήµατος και δασική έκταση, περιήλθε σε αυτό: α) µε τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου, β) άλλως κατά τις διατάξεις των άρθρων 1,2,3 του από 29.11.1836 β.δ., γ) άλλως κατά τις διατάξεις του από 3/15.12.1833 β.δ. ως λιβάδι ή βοσκότοπος, δ) άλλως κατά τις διατάξεις του από 10.7.1837 β.δ. ως αδέσποτο κατά το χρόνο εκείνο και ε) άλλως µε τακτική και έκτακτη χρησικτησία κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση. Οι ισχυρισµοί αυτοί όμως, και συνεπώς ο ως άνω λόγος της έφεσης, είναι απορριπτέοι για τους εξής λόγους: ο πρώτος ως µη νόµιµος, διότι, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, για ακίνητα, όπως το επίδικο, τα οποία ευρίσκονται εντός της Αττικής, δεν δύναται να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στο Ελληνικό Δηµόσιο «δικαιώµατι πολέµου», αφού η Αττική δεν είχε κατακτηθεί διά των όπλων αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως. Οι δε δεύτερος, τρίτος και τέταρτος εκ των ως άνω ισχυρισμών, πέραν της αοριστίας τους, καθώς το εναγόμενο επαναλαμβάνει το πραγματικό των ως άνω διατάξεων, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό, σε κάθε περίπτωση αλυσιτελώς προβάλλονται, καθώς, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, ακόμη κι αν θεωρηθεί το επίδικο δημόσιο κτήμα και δασική έκταση ή αδέσποτο, δεν αναιρείται η δυνατότητα κτήσης κυριότητας επ΄ αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, συμπληρωθέντος του χρόνου αυτής, έως το έτος 1915, όπως συνέβη εν προκειμένω. Σε κάθε περίπτωση, ουδόλως αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των ανωτέρω, καθώς και του πέμπτου (ο οποίος ως προς το σκέλος κατά το οποίο είναι νομικά βάσιμος ήτοι ως προς την κτήση με έκτακτη χρησικτησία απαντήθηκε αναλυτικά παραπάνω), των προαναφερθέντων ισχυρισμών του εναγόμενου – εκκαλούντος, αφού από το προδιαληφθέν αποδεικτικό υλικό και τα όσα αναλυτικά εκτέθηκαν, δεν προέκυψε ότι το επίδικο ανήκε κάποτε σε Οθωµανούς ή ότι υπήρξε λιβάδι ή βοσκότοπος κατά την ηµεροµηνία της 3/15.12.1833 ή ότι ήταν αδέσποτο. Όσον αφορά δε στο εάν το επίδικο υπάγεται στα διοικητικά όρια της τέως Κοινότητας Αµπελακίων (όπως αναφέρεται στους τίτλους κτήσης του ενάγοντος) ή της τέως Κοινότητας Σεληνίων (όπως αναφέρεται στο κτηµατολογικό φύλλο του ακινήτου), σχετίζεται, όσον αφορά στην ένδικη υπόθεση, µόνο µε το ζήτηµα της ταύτισης του επιδίκου γεωτεµαχίου µε ΚΑΕΚ …………. και του κτηθέντος από τη δικαιοπάροχο του ενάγοντος ακινήτου µε βάση το προαναφερόµενο συµβόλαιο. Μόνο επ΄ αυτού του ζητήµατος εκτείνεται η εξουσία του Δικαστηρίου τούτου, όπως ορθά αποφάνθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ήτοι στο να αποφανθεί περί της ταύτισης αυτής ή όχι, καθώς η όποια κρίση περί του εάν το επίδικο υπάγεται στα διοικητικά όρια της µίας ή της άλλης τέως Κοινότητας (και ήδη Δηµοτικών Κοινοτήτων της Δηµοτικής Ενότητας Αµπελακίων του Δήµου Σαλαµίνας) δεν ασκεί οποιαδήποτε άλλη επιρροή και δεν δεσµεύει τη Διοίκηση. Ειδικότερα, επί του κρισίµου για την παρούσα δίκη ζητήµατος, το Δικαστήριο κρίνει ότι υφίσταται ταύτιση µεταξύ του επίδικου – περιγραφόµενου στην αγωγή και στο προαναφερόµενο συµβόλαιο ακινήτου και του γεωτεµαχίου µε ΚΑΕΚ …………., που φέρεται να υπάγεται στα διοικητικά όρια της ήδη Δηµοτικής Ενότητας Σεληνίων, στο κτηµατολογικό φύλλο του οποίου ο ενάγων ζητεί να καταχωρηθεί ως δικαιούχος η δικαιοπάροχός του. Η ταύτιση αυτή δεν αμφισβητείται ειδικά από το εναγόμενο.
Περαιτέρω, η κτηματική περιοχή στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση ως υπαγόμενο στα όρια της τέως Κοινότητας Σεληνίων, στο πλαίσιο των εργασιών για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, σύμφωνα με τον ν. 2308/1995, η δε διαδικασία περαιώθηκε ήδη και ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης του Κτηματολογίου η 13.1.2006 (υπ΄αρ. 354/4.1.2006 απόφαση του Δ.Σ. του ΟΚΧΕ, ΦΕΚ 19/Β/13.1.2006). Ωστόσο, επειδή κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης, το επίδικο ακίνητο καταχωρήθηκε ως ανήκον στο εναγόμενο – εκκαλούν, καταχωρήθηκε ανακριβώς και πρέπει, να αναγνωριστεί ότι, αποκλειστική κυρία αυτού, κατά τον κρίσιμο χρόνο των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών, ήταν η ως άνω δικαιοπάροχος του ενάγοντος ……….., ήδη αποβιώσασα κατά τα προεκτεθέντα στις 8.2.2007, η οποία εγκατέστησε κληρονόμο της στο επίδικο ακίνητο, δυνάμει της από 5.8.2006 ιδιόγραφης διαθήκης της, που δημοσιεύθηκε με το με αριθμό ……./19.10.2020 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Αθηνών, τον ενάγοντα, που αποδέχθηκε σιωπηρά την κληρονομία και ήδη μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής, προέβη σε συμβολαιογραφική αποδοχή της δυνάμει του υπ΄αρ. ………./12.9.2022 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., χωρίς να απαιτείται για την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος, καταχώρησή της στα κτηματολογικά βιβλία. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής ώστε να αναγραφεί η ως άνω δικαιοπάροχος του ενάγοντος ως αποκλειστική κυρία του επίδικου ακινήτου, με τίτλο κτήσης το υπ΄αρ. ………../12.12.1994 συμβόλαιο αγοραπωλησίας αγροτικού ακινήτου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τόμ. …. με α.α. ….)
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε δεκτή την αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, και ως ουσιαστικά βάσιμη, διέταξε δε ακολούθως, κατά τα προεκτεθέντα, τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, να απορριφθεί κατ΄ ουσία. Τα δε δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, θα επιβληθούν εις βάρος του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, κατ’ άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την έκδοση της Κ.Υ.Α. 134423/8.12.1992 των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β` 11/20.1.1993), η οποία εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 του ν. 1738/1987, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ΄ αρ. 743/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 18 Νοεμβρίου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ