Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 555/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

4Ο ΤΜΗΜΑ-

ΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΕΚΤΈΛΕΣΗ

Αριθμός απόφασης  555/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Κωνσταντίνο Σφακιανάκη και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στη ………..Αττικής, ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», με έδρα το ……… (………….), ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός …………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο, Ελένη Ζαννιά.

Ο εκκαλών, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12.7.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/12.7.2023 ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.4116/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την απέρριψε.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την από 22.1.2024 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/22.1.2024 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../22.1.2024 έφεση, στο δικόγραφο της οποίας σώρευσε και αίτηση αναστολής εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί, κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 22.1.2024 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……/22.1.2024 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/22.1.2024 έφεση, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύεται και αίτηση αναστολής εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ, του  ανακόπτοντος, καθ’ου η εκτέλεση και ήδη εκκαλούντος, …….., που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ. 4116/2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της από 12.7.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./12.7.2023 ανακοπής του, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, την οποία απέρριψε και με την οποία ζήτησε την ακύρωση των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύσθηκε σε βάρος του από την επισπεύδουσα, καθ’ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητη, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των απαιτήσεων της δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης, αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……..», με έδρα το ………, δυνάμει σύμβασης μεταβίβασης τιτλοποιουμένων απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και συγκεκριμένα, αφενός της από 29.5.2023 σε βάρος του επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ……../2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, βάσει της μεταβιβασθείσας απαίτησης εκ συμβάσεως πιστώσεως με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό και αφετέρου, της υπ’αριθμ……../19.6.2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, καθώς και του υπ’αριθμ……./29.6.2023 αποσπάσματος αυτής, της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το  Πρωτοδικείο Πειραιώς, ……….., των περιγραφομένων οριζόντιων ιδιοκτησιών οικοδομής ευρισκομένης επί της οδού ……….. στον Πειραιά, κυριότητας του, με  την  οποία ορίστηκε η διενέργεια ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, στις 31.1.2024, ενώπιον της ορισθείσης υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Μεγάρων, ………., ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β΄, 516 § 1, 517 εδαφ.α΄, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

Περαιτέρω, με βάση τα οριζόμενα στην νέα διάταξη του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε εκ νέου με το άρθρο 60 Ν.4842/2021, που, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ. 6 περ. γ’ του νόμου τούτου, εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, δηλαδή την 1.1.2022, στην κατάσχεση ακινήτων εξακολουθεί να μην παρέχεται η δυνατότητα αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας με την άσκηση της ανακοπής, παρά μόνο κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της απορριπτικής απόφασης, που εκδόθηκε επί της ανακοπής, όχι αυτοδικαίως, αλλά μετά από αίτηση του ασκούντος το ένδικο μέσο, που υποβάλλεται στο Δικαστήριο του ένδικου μέσου όχι αυτοτελώς, αλλά είτε με το ένδικο μέσο, είτε με τις προτάσεις επ’ αυτού. Το Δικαστήριο του ένδικου μέσου δικάζει την αίτηση αυτή με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και διατάσσει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί η πρόοδος της αναγκαστικής εκτέλεσης αφού δοθεί εγγύηση. Η αναστολή ή η εγγυοδοσία παρέχεται στην περίπτωση αυτή μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί του ένδικου μέσου, κατ’ άρθρο 938 παρ.5 ΚΠολΔ, δεδομένου όμως ότι η αίτηση δεν υποβάλλεται κατά τα προαναφερθέντα αυτοτελώς, αλλά με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις επ’ αυτού, είναι βέβαιο ότι θα συνεκδικασθεί με το ένδικο μέσο και συνεπώς, θα εκδοθεί ενιαία απόφαση και επί της αιτήσεως αναστολής και επί του ένδικου μέσου. Ως εκ τούτου, πρακτικά η σημασία της υποβολής αιτήσεως αναστολής, κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου, έγκειται στο ότι παρέχεται από τη διάταξη του άρθρου 938 παρ.3 ΚΠολΔ, η δυνατότητα να ζητηθεί σημείωμα (προσωρινή διαταγή) μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί του ενδίκου μέσου (Χ. Απαλαγάκη, Σ. Σταματόπουλος, Ο Νέος ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842 & 4855/2021, τομ. Β’, άρθρο 938, σελ. 3029 και Π. Ρεντούλη, Ο ΚΠολΔ μετά τους Ν. 4842/2021 και 4855/2021, Παρουσίαση των τροποποιήσεων και των θεωρητικών/ πρακτικών προεκτάσεων τους, σελ. 79). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 938 παρ. 4 ΚΠολΔ, που προβλέπει ότι «Η αίτηση με την οποία ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00` το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού.», εφαρμόζεται όταν ζητείται ειδικά η αναστολή του πλειστηριασμού και όχι εν γένει της εκτελεστικής διαδικασίας και πλέον η σημασία της περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις, που επιτρέπεται η υποβολή αίτησης αναστολής με την κατάθεση της ανακοπής, ήτοι μόνο σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης με αντικείμενο κατάσχεσης κινητά εις χείρας του οφειλέτη ή τρίτου, καθώς στην κατάσχεση απαιτήσεων εις χείρας τρίτου δεν μεσολαβεί στάδιο πλειστηριασμού και τούτο διότι σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης με αντικείμενο κατάσχεσης ακίνητα, η υποβολή αίτησης αναστολής παρέχεται μόνο με την άσκηση ενδίκου μέσου και δεν μπορεί να υποβληθεί αυτοτελώς, αλλά μόνο είτε με το ένδικο μέσο, είτε με τις προτάσεις επ’ αυτού, με αποτέλεσμα αφενός μεν να είναι δυσεφάρμοστη στην περίπτωση αυτή η τήρηση της προθεσμίας των πέντε εργάσιμων ημερών πριν τον πλειστηριασμό, αφετέρου δε να μην μπορεί να εφαρμοστεί η προθεσμία για την έκδοση απόφασης επί της αίτησης αναστολής στις 12.00 το μεσημέρι της Δευτέρας πριν τον πλειστηριασμό, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, στην περίπτωση αυτή εκδίδεται ενιαία απόφαση τόσο επί της αίτησης αναστολής, όσο και επί του ενδίκου μέσου. Σημειωτέον, ότι η προθεσμία αυτή κατ’ ουδένα τρόπο συνδέεται από τις ως άνω διατάξεις με το χρόνο δημοσίευσης της απορριπτικής της ανακοπής κατά της εκτέλεσης οριστικής απόφασης ή με το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης, εντεύθεν δε τα ως άνω χρονικά σημεία είναι αδιάφορα για την έναρξη και τη συμπλήρωση της προκείμενης προθεσμίας.

Εν προκειμένω, η σωρευομένη στο δικόγραφο της από 22.1.2024 ένδικης έφεσης, αίτηση αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας και δη της διενέργειας του δημόσιου αναγκαστικού ηλεκτρονικού πλειστηριασμού των κατασχεθέντων με την υπ’αριθμ…../19.6.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το  Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………., των περιγραφομένων οριζόντιων ιδιοκτησιών οικοδομής ευρισκομένης επί της οδού …….. στον Πειραιά, κυριότητας του ανακόπτοντος-εκκαλούντος, που έχει οριστεί στις 31.1.2024, ενώπιον της ορισθείσης υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Μεγάρων, ……., παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ (όπως προστέθηκε εκ νέου με το άρθρο 60 Ν.4842/2021) που, εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον πρόκειται για την από 29.5.2023 επιταγή προς εκτέλεση, επιδοθείσα την 1η.6.2023, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος (1.1.2022) του εν λόγω νόμου, ομού με το ένδικο μέσο της έφεσης, κατά της εκκαλουμένης εν όλω απορριπτικής οριστικής απόφασης, επί της ανακοπής του, κατά της επισπευδομένης σε βάρος του εκτέλεσης με την, ως άνω, επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του απογράφου του εκτελεστού τίτλου της υπ’αριθμ.31903/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και, συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, συνεκδικαζόμενη με την ένδικη έφεση.

ΙΙ. Ο ανακόπτων, καθ’ου η εκτέλεση, με την από 12.7.2023 ανακοπή του, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, ζήτησε για τους αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση, αφενός της από 29.5.2023 σε βάρος του επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ…../2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, βάσει της οποίας επιτάσσεται από την επισπεύδουσα, καθ’ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητη, «…………….», με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των απαιτήσεων της νέας δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης, αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………», με έδρα το ……, δυνάμει σύμβασης μεταβίβασης των απαιτήσεων της «…………..» από δάνεια και πιστώσεις στα πλαίσια τιτλοποίησης, να της καταβάλει για λογαριασμό της, το ποσό των 1.780.080 ευρώ, εκ της αναφερόμενης σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό και των πρόσθετων αυτής πράξεων, που είχε συνάψει αυτός, ως εγγυητής, με την απώτερη δικαιοπάροχο της, τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………», καθολική διάδοχος της οποίας κατέστη η «…….», με τον νόμιμο τόκο από την καταγγελία της, πλέον δικαστικών εξόδων και εξόδων εκτέλεσης και αφετέρου, της υπ’αριθμ……../19.6.2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, καθώς και του υπ’αριθμ……/29.6.2023 αποσπάσματος αυτής, της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …………., των περιγραφομένων οριζόντιων ιδιοκτησιών, κυριότητας του ανακόπτοντος-εκκαλούντος, οικοδομής ευρισκομένης επί της οδού ………… στον Πειραιά, με  την  οποία ορίστηκε η διενέργεια ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, στις 31.1.2024, ενώπιον της ορισθείσης υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Μεγάρων, ………………

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε παραδεκτή την ανακοπή, ακολούθως, ερεύνησε το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων της και την απέρριψε καθ’ολοκληρίαν.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση του ο ηττηθείς ανακόπτων για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της ανακοπής από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολο της.

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 847, 848, 851 ΑΚ., 47 του ν.δ. της 17/7-13/8/1923 και 112 ΕισΝΑΚ, προκύπτει, ότι ο εγγυητής απαίτησης του δανειστή, για την καταβολή από μέρους του οφειλέτη, του καταλοίπου, που θα προέλθει από την λειτουργία σύμβασης πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, κατά το οριστικό κλείσιμο αυτού, ευθύνεται, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγύησης, μέχρι του ποσού για το οποίο εγγυήθηκε και όχι για τα κονδύλια του λογαριασμού, τα οποία αναφέρονται σε άλλη μεταγενέστερη σύμβαση παροχής πίστωσης προς τον πρωτοφειλέτη, την εκπλήρωση της οποίας αυτός δεν εγγυήθηκε, εκτός αν η μεταγενέστερη δεν είναι αυτοτελής, αλλά πρόσθετη σύμβαση (συμπληρωματική), με την οποία απλώς αυξάνεται το ποσό της πίστωσης, χωρίς να επέρχεται άλλη μεταβολή, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται για την πληρωμή οποιουδήποτε χρεωστικού υπολοίπου από τη λειτουργία του λογαριασμού και αν ακόμη δεν έλαβε μέρος, με την ιδιότητα του εγγυητή, στην πρόσθετη αυτή σύμβαση, μέχρις, όμως, του ποσού της αρχικής σύμβασης ή και των προσθέτων, στην συνέχεια, όλων ή μερικών συμβάσεων, εφόσον και αυτές τις εγγυήθηκε, δηλαδή, αποδέχθηκε να ευθύνεται για την καταβολή μεγαλύτερου, κάθε φορά, χρεωστικού καταλοίπου σε βάρος του πρωτοφειλέτη, που προέρχεται από τη λειτουργία της σύμβασης (ΑΠ 254/2018, ΑΠ 1229/2007).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη. Με τη διάταξη αυτή τίθεται ο κανόνας της ελευθέρωσης του εγγυητή, εάν από πταίσμα (δόλο ή αμέλεια, έστω και ελαφρά) του δανειστή κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη, ενώ η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης δεν αποκλείεται από ενδεχόμενη παραίτηση του εκ των προτέρων από του κατ’ άρθρο 855 ΑΚ δικαιώματος διζήσεως. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ρύθμισης του άρθρου 862 ΑΚ, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του θεσπιζομένου με αυτή ευεργετήματος (ελευθέρωσης), όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή κατέστη αδύνατη από δόλο ή βαριά αμέλεια του τελευταίου, δεδομένου ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 332 εδ.α’ ΑΚ, είναι άκυρη (ΑΚ 174) κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια (ΟλΑΠ 6/2000, ΑΠ 1314/2022, ΑΠ 90/2021, ΑΠ 267/2021, ΑΠ 1159/2020, ΑΠ 1491/2018, ΑΠ 296/2017). Πταίσμα του δανειστή περί την είσπραξη της απαιτήσεως εκδηλώνεται είτε με ενέργειες-πράξεις είτε με παραλείψεις, ένεκα των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίηση του από τον πρωτοφειλέτη. Στην εγγύηση αορίστου χρόνου, ειδικότερα, θεωρείται ότι υπάρχει πταίσμα του δανειστή (και) όταν αυτός αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος (και αν ακόμη ο εγγυητής δεν έκανε χρήση των δικαιωμάτων που του δίνουν οι διατάξεις των άρθρων 867-868 ΑΚ) ή υπαίτια δεν αποδέχεται την κύρια οφειλή, που έγκυρα του προσφέρεται ή δεν αναγγέλλεται στην πτώχευση του πρωτοφειλέτη ή αμελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτελέσεως εναντίον του πρωτοφειλέτη (ΑΠ 709/2023, 1346/2022, ΑΠ 512/2008).

Εξάλλου, ο ορισμός της αμέλειας και δη με την αφηρημένη ελαφρά μορφή της, ως στοιχείου πταίσματος θεμελιωτικού λόγου ευθύνης, τόσο ενδοσυμβατικής όσο και αδικοπρακτικής (άρθρο 914 ΑΚ), δίδεται με τη διάταξη του άρθρου 330 εδ. β ΑΚ, σύμφωνα με την οποία αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά την συναλλακτική πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητας του (ΑΠ 1534/2008, ΑΠ 1678/2007, ΑΠ 447/2000). Στον ΑΚ δεν περιλήφθηκε ορισμός της βαριάς αμέλειας. Έτσι, με κριτήριο την βαρύτητα της αμελούς συμπεριφοράς, ως βαριά αμέλεια θεωρείται αυτή, όταν η απόκλιση από την συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου είναι ασυνήθιστα μεγάλη και ιδιαίτερα σοβαρή (ΑΠ 18/2009, ΑΠ 2193/2007). Η έννοια της αμέλειας είναι νομική και επομένως η αξιολογική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, για το βαθμό της αμέλειας, ελέγχεται αναιρετικά (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 1296/2017, ΑΠ 1073/2015, ΑΠ 1886/2014, ΑΠ 2719/2013).

Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 863 ΑΚ, προβλέπεται η απαλλαγή του εγγυητή στην περίπτωση παραίτησης του δανειστή από ασφάλειες, που υπήρχαν για την απαίτηση του, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο εγγυητής. Ως ασφάλεια θεωρείται, γενικά, κάθε δικαίωμα που έχει παραχωρηθεί στο δανειστή, με σύμβαση ή από το νόμο, για την εξασφάλιση του, όπως υποθήκη, ενέχυρο, προνόμια, άλλες εγγυήσεις, δικαίωμα του δανειστή από επιβληθείσα κατάσχεση, δικαίωμα αναγγελίας του σε πλειστηριασμό ή στην πτώχευση του πρωτοφειλέτη, δικαίωμα να στραφεί κατά άλλου συνοφειλέτη εις ολόκληρον (ΑΠ 243/2023). Ελευθέρωση του εγγυητή, με βάση την ως άνω διάταξη, δημιουργεί και η παραίτηση του δανειστή από το δικαίωμα του για το ασφάλισμα. Η παραίτηση δεν είναι απαραίτητο να είναι ρητή, αλλά μπορεί να συνάγεται από τη μη επιδίωξη είσπραξης του ασφαλίσματος οφειλόμενη σε αμέλεια (ΑΠ 243/2023). Για τη θεμελίωση της διάταξης αυτής, που είναι ενδοτικού δικαίου και συνεπώς, είναι επιτρεπτή η παραίτηση του εγγυητή, απαιτείται θετική πράξη ή παράλειψη του δανειστή και δεν αρκεί η απλή αδράνεια του (ΑΠ 1159/2020, ΑΠ 343/2008). Αν επομένως, έχει συμφωνηθεί παραίτηση του εγγυητή από την ελευθέρωση του σε περίπτωση παραίτησης του δανειστή από τις υπέρ αυτού υφιστάμενες ασφάλειες, δεν μπορεί να γίνει λόγος για πλήρωση του πραγματικού της προηγούμενης διάταξης του άρθρου 862 ΑΚ, αφού η απεριορίστως επιτρεπόμενη παραίτηση από τις ασφάλειες, αυτό ακριβώς εξασφαλίζει στον δανειστή, τη δυνατότητα να παραιτηθεί από τις ασφάλειες χωρίς να απωλέσει την εγγύηση με ελευθέρωση του εγγυητή (ΟλΑΠ 6/2000, ΑΠ 90/2021, ΑΠ 267/2021, ΑΠ 1216/2019), εκτός αν και στην περίπτωση αυτή έχει συμφωνηθεί να ευθύνεται ο δανειστής αν ενήργησε εκ δόλου ή από βαριά αμέλεια (ΑΠ 899/2024).

Ακόμα, κατά τη διάταξη του άρθρου 867 ΑΚ, εκείνος που εγγυήθηκε για αόριστο χρόνο μπορεί, όταν γίνει απαιτητή η κύρια οφειλή, να αξιώσει από το δανειστή να επιδιώξει αυτός δικαστικώς την απαίτηση του μέσα σε ένα μήνα και να συνεχίσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη διαδικασία. Αν ο δανειστής δεν συμμορφωθεί προς την αξίωση του εγγυητή, ο εγγυητής ελευθερώνεται. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 868 ΑΚ, αν στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου απαιτείται καταγγελία του δανειστή για να καταστεί απαιτητή η κύρια οφειλή, ο εγγυητής μπορεί, αφού περάσει ένα έτος αφότου εγγυήθηκε, να αξιώσει από το δανειστή να καταγγείλει και να επιδιώξει δικαστικώς την απαίτηση του μέσα σε ένα μήνα, συνεχίζοντας χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη διαδικασία. Αν ο δανειστής δεν συμμορφωθεί προς την αξίωση του εγγυητή, ο εγγυητής ελευθερώνεται. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι η ελευθέρωση, σύμφωνα με αυτές, του εγγυηθέντος για αόριστο χρόνο εγγυητή, προϋποθέτει η κύρια οφειλή να είναι απαιτητή, είτε επειδή αυτή κατέστη ληξιπρόθεσμη είτε επειδή έλαβε χώρα καταγγελία της κύριας σύμβασης, όπου αυτή προβλέπεται για να καταστεί απαιτητή η κύρια οφειλή (όπως λ.χ. στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό) και στη συνέχεια να αξιώσει ο εγγυητής από το δανειστή της απαίτησης να προβεί στις ανωτέρω αναφερόμενες ενέργειες, χωρίς ο τελευταίος να συμμορφωθεί στην αξίωση αυτή. Είναι, βέβαια, δυνατό, ενόψει ότι οι ανωτέρω διατάξεις είναι ενδοτικού δικαίου, να παραιτηθεί ο εγγυητής, με τη σύμβαση εγγύησης, των δικαιωμάτων που του παρέχονται με τις διατάξεις αυτές. Στην περίπτωση αυτή, δεν τίθεται, κατ` αρχάς, το πταίσμα του δανειστή ως προϋπόθεση του πραγματικού των εν λόγω διατάξεων, όπως απαιτείται για την πλήρωση του πραγματικού της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 862 ΑΚ, αφού της ως άνω επιβαλλόμενης, από το εδ. α` του άρθρου 867 ΑΚ, νόμιμης υποχρέωσης του δανειστή, προηγείται η πρόσκληση του εγγυητή προς αυτόν να ενεργήσει κατά τους ορισμούς του ανωτέρω άρθρου, συμμορφούμενος προς τη σχετική αξίωση του. Επομένως, η εκ των προτέρων, με τη σύμβαση εγγύησης, παραίτηση του εγγυητή από τα παρεχόμενα από τις ως άνω διατάξεις δικαιώματα, είναι έγκυρη, επιτρεπόμενη απεριορίστως (ΑΠ 53/2022), όμως έγκυρη είναι και η συμφωνία περί ελευθερώσεως του εγγυητή, αν ο δανειστής δεν επιδιώξει δικαστικά την απαίτηση του εντός ορισμένου χρόνου αφότου έγινε απαιτητή η κύρια οφειλή (ΑΠ 899/2024).

IV. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης του ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά την απόρριψη με την εκκαλουμένη του πρώτου λόγου της ανακοπής του, με τον οποίο υποστηρίζει την ακυρότητα της επισπευδομένης σε βάρος του με τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, λόγω ελευθέρωσης του από την εγγύηση, που παρείχε για την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της πιστούχου εταιρείας, ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης, στην δικαιοπάροχο της δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, καθόσον η καθ’ης η ανακοπή με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των απαιτήσεων αυτής, παρείχε την συναίνεση της για την εξάλειψη των αναφερομένων προσημειώσεων υποθηκών, που είχαν εγγραφεί για την εξασφάλιση της απαίτησης της από την επίδικη σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, επί των περιγραφομένων ακινήτων της πιστούχου εταιρείας και των λοιπών συνεγγυητών, εν αγνοία του και χωρίς την συναίνεση του, ενεργώντας με δόλο, άλλως τουλάχιστον με βαρειά αμέλεια, η μη συνδρομή των οποίων είχε τεθεί με ρητό συμβατικό όρο, ως προϋπόθεση για την παραίτηση του από το δικαίωμα του άρθρου 863ΑΚ, προς βλάβη του, επιχειρώντας με την επισπευδομένη εκτέλεση την ικανοποίηση της από την εκπλειστηρίαση του συνόλου σχεδόν της περιουσίας του.

V. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η επισπεύδουσα καθ’ ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητη, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των απαιτήσεων της δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης, αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», με έδρα το ……………, δυνάμει της από 29.11.2018 σύμβασης πώλησης και της από 27.12.2018 σύμβασης μεταβίβασης δια εκχωρήσεως των απαιτήσεων της «…………..» από δάνεια και πιστώσεις, στο πλαίσιο τιτλοποίησης, νομίμως καταχωρημένη στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, η οποία είχε καταστεί καθολική διάδοχος της αρχικής δικαιούχου τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», δια συγχωνεύσεως με απορρόφηση, επέδωσε την 1η.6.2023 στον ανακόπτοντα, ………….., την από 29.5.2023 επιταγή προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ……/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, βάσει της οποίας επιτάσσεται να της καταβάλει για λογαριασμό της δικαιούχου της απαίτησης, το ποσό των 1.780.080 ευρώ, εκ της υπ’αριθμ………/1.7.2005 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και των πρόσθετων αυτής πράξεων, που είχε συνάψει αυτός, ως εγγυητής, με την απώτερη δικαιοπάροχο της, πιστώτρια τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………..», υπέρ της πιστούχου ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «……………..», εντόκως από 18.10.2012 (επομένη κλεισίματος του αλληλοχρέου λογαριασμού), με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο, πλέον εξόδων, καθώς και το ποσό των 30.261 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, νομιμοτόκως από την επίδοση της προηγούμενης από 18.11.2014 επιταγής προς πληρωμή, πλέον εξόδων έκδοσης απογράφου, σύνταξης και επίδοσης της προηγούμενης και της παρούσας επιταγής.

Ειδικότερα, με τη με αριθμ……/01.07.2005 σύμβαση πίστωσης με την τήρηση ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………» χορήγησε στην ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» πίστωση ποσού 500.000 ευρώ, για την εξυπηρέτηση των εμπορικών δραστηριοτήτων της. Στην παραπάνω σύμβαση συμβλήθηκαν με την ιδιότητα των εγγυητών ο …………., ο ………. και η …………., εγγυώμενοι την προσήκουσα εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της πιστούχου εταιρίας, την εμπρόθεσμη κατά κεφάλαιο, τόκους και λοιπά έξοδα απόδοση του χρεωστικού καταλοίπου του τηρούμενου προς εξυπηρέτηση της σύμβασης λογαριασμού, ευθυνόμενοι ως αυτοφειλέτες και εις ολόκληρον με την πιστούχο εταιρεία. Με τον όρο 24 της σύμβασης ορίστηκε ότι οι εγγυητές παραιτούνται από την ένσταση δίζησης και την προβολή των δικαιωμάτων που παρατίθενται στα άρθρα 862, 863 και 864 ΑΚ, εφόσον το πταίσμα, η παραίτηση από τις ασφάλειες και η απόσβεση της κύριας οφειλής δεν αποδίδεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια της πιστώτριας και την προβολή των ενστάσεων των άρθρων 866, 867, 868 και 869 ΑΚ, πλην όμως συμφωνήθηκε ότι ελευθερώνονται από τη δοθείσα εγγύηση, αν η πιστώτρια δεν επιδιώξει δικαστικά την απαίτηση της εντός έτους, αφότου έγινε απαιτητή η κύρια οφειλή, συντρέχουν βάσιμοι λόγοι καταγγελίας κατά τους όρους της σύμβασης και ζητήσουν από την πιστώτρια εγγράφως την δικαστική επιδίωξη της ή οι εγγυητές αιτηθούν την καταγγελία. Περαιτέρω, δυνάμει της με αριθμ………./8.11.2006 πρόσθετης πράξης της επίδικης σύμβασης χορήγησης πίστωσης, που καταρτίσθηκε μεταξύ της πιστώτριας τράπεζας και της ως άνω πιστούχου εταιρείας, εκπροσωπούμενης από τους …………. και τον ανακόπτοντα, συμφωνήθηκε η επαύξηση της χορηγηθείσας πίστωσης σε ποσό 1.400.000 ευρώ. Με την ιδίας ημεροχρονολογίας (8.11.2006) δήλωση εγγύησης οι …………. και ο ανακόπτων, εγγυήθηκαν την προσήκουσα εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της πιστούχου εταιρίας, ευθυνόμενοι ως αυτοφειλέτες εις ολόκληρον μετά της πιστούχου εταιρίας, παραιτούμενοι από την προβολή της ένστασης δίζησης, των δικαιωμάτων που διαγράφονται στα άρθρα 862 – 864 ΑΚ, υπό την προϋπόθεση ότι το πταίσμα (862), η παραίτηση από τις ασφάλειες (863) και η απόσβεση της κυρίας οφειλής (864) δεν οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια της πιστώτριας και των δικαιωμάτων των άρθρων 865- 869 ΑΚ, με την επισήμανση ότι θα ελευθερώνονται από τη δοθείσα εγγύηση, αν η πιστώτρια δεν επιδιώξει δικαστικά την απαίτηση της εντός έτους αφότου έγινε απαιτητή η κύρια οφειλή κατά τους όρους των άρθρων 866 και 867 ΑΚ ή ζητήθηκε η καταγγελία από τον εγγυητή σύμφωνα με το άρθρο 868 ΑΚ. Περαιτέρω, με τη με αριθμ…../…./11.2.2008 πρόσθετη πράξη, που καταρτίσθηκε μεταξύ της πιστώτριας τράπεζας και της πιστούχου εταιρείας, εκπροσωπούμενης της τελευταίας από τους ……….., τον ανακόπτοντα και τη ………., συμφωνήθηκε η επιπλέον αύξηση της χορηγηθείσας πίστωσης σε ποσό 2.940.000 ευρώ. Με την από 11.2.2008 δε σύμβαση εγγύησης οι …………., εγγυήθηκαν την προσήκουσα εκπλήρωση των υποχρεώσεων της πιστούχου εταιρίας, δηλώνοντας ότι «…αφού έλαβα γνώση των όρων της πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό με αριθμό …… και ημερομηνία 1.7.2005 και των μεταγενεστέρων αυτής πράξεων μεταβολής ύψους πίστωσης με αριθμούς και ημερομηνίες ……../1.11.2006 και ……./18.1.2008, που υπογράφηκαν, μεταξύ της ………… και της πιστούχου ……… δηλώνω ότι εγγυώμαι προς την ……….. και υπέρ του πιο πάνω πιστούχου για την τήρηση των όρων της πιο πάνω σύμβασης πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό και την πλήρη εξόφληση του υπολοίπου μετά το κλείσιμο του πιο πάνω ανοικτού λογαριασμού κατά κεφάλαιο, τόκους, δαπάνες, επιβαρύνσεις, έξοδα και ανατοκισμό και ανεξάρτητα από τα δικαιόγραφα με διαταγή ή κάθε άλλη ασφάλεια που θα παραδίνει κάθε φορά ο πιστούχος…», παραιτούμενοι από την προβολή της ένστασης δίζησης, των δικαιωμάτων που διαγράφονται στα άρθρα 862 – 864 ΑΚ, εφόσον δεν συντρέχει δόλος ή βαριά αμέλεια της πιστώτριας τράπεζας και των δικαιωμάτων των άρθρων 865- 869 ΑΚ, με τη ρητή συμφωνία ότι οι εγγυητές θα ελευθερώνονται από τη δοθείσα εγγύηση, αν η πιστώτρια δεν επιδιώξει δικαστικά την απαίτηση της εντός έτους, αφότου έγινε απαιτητή η κύρια οφειλή κατά τους όρους των άρθρων 866 και 867 ΑΚ ή ζητήθηκε η καταγγελία από τον εγγυητή σύμφωνα με το άρθρο 868 ΑΚ. Εν συνεχεία, μετά την αποχώρηση του ανακόπτοντος από την πιστούχο εταιρεία βάσει του από 31.5.2008 ιδιωτικού συμφωνητικού και της μεταβίβασης του μεριδίου του στους εναπομείναντες εταίρους, με την υπ’αριθμ…../…/22.9.2008 πρόσθετη πράξη, που καταρτίσθηκε μεταξύ της πιστώτριας τράπεζας και της πιστούχου εταιρείας, εκπροσωπούμενης της τελευταίας από τους ……………, συμφωνήθηκε η επαύξηση του ορίου της χορηγηθείσας πίστωσης σε ποσό 6.000.000 ευρώ. Με την από 22.9.2008 δε σύμβαση εγγύησης οι ………….., εγγυήθηκαν την προσήκουσα εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της πιστούχου εταιρίας, ευθυνόμενοι ως αυτοφειλέτες και παραιτούμενοι από την ένσταση δίζησης και την ενάσκηση των δικαιωμάτων, που παρατίθενται στα άρθρα 862 – 869 ΑΚ, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, δυνάμει του από 22.9.2008 «πρόσθετου συμφώνου της υπ’ αριθμ…… σύμβασης πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό», που καταρτίσθηκε μεταξύ της πιστώτριας τράπεζας, της πιστούχου εταιρείας και των εγγυητών …….., ………. και ……….., συμφωνήθηκε ότι η πιστούχος εταιρία θα αναλάβει το ποσό των 3.400.000 ευρώ, τμηματικά και σε δύο δόσεις, κατά τα αναλυτικά σε αυτό αναφερόμενα, για να το χρησιμοποιήσει για την αγορά δύο οικοπέδων στη …. Αττικής, ενώ επίσης, με το ως άνω πρόσθετο σύμφωνο συμφωνήθηκε ότι η χρήση της πίστωσης θα διέπεται από τους όρους της με αριθμ……./2005 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό και τους ειδικότερους όρους αυτού (πρόσθετου συμφώνου), ότι το σχετικό κεφάλαιο θα αποδοθεί μέσα σε χρονικό διάστημα έξι ετών με περίοδο χάριτος δεκαοκτώ μηνών σε έξι ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις και ότι η πιστώτρια θα τηρεί επιμέρους λογαριασμό στα πλαίσια της ένδικης σύμβασης πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό. Η πιστούχος εταιρεία προέβη πράγματι στην αγορά δύο ακινήτων, τα οποία βρίσκονται στην θέση «…» του Δήμου … Αττικής και συγκεκριμένα ενός οικοπέδου, που βρίσκεται εντός του με αριθμ. ………. οικοδομικού τετραγώνου, επί των οδών …………. και έχει έκταση 2.064,30 τ.μ. και ενός οικοπέδου, που βρίσκεται στο με αριθμ. …….. οικοδομικό τετράγωνο, επί των οδών ………… και έχει έκταση 2.566,12 τ.μ., στα οποία ακίνητα εγγράφηκε προσημείωση υποθήκης, υπέρ της πιστώτριας τράπεζας, ποσού 4.250.000 ευρώ, δυνάμει της με αριθμ.8993/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που τελικά περιορίστηκε στο πρώτο απ’αυτά. Εν συνεχεία, δυνάμει του από 4.11.2009 «πρόσθετου συμφώνου σύμβασης πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό (αλληλόχρεος λογαριασμός με επιτόκιο Euribor τρίμηνης διάρκειας)», που καταρτίσθηκε μεταξύ της πιστώτριας τράπεζας, της πιστούχου εταιρείας και των εγγυητών ………….., αναγνωρίσθηκε ότι το οφειλόμενο κεφάλαιο ανέρχεται σε ποσό 3.978.666,66 ευρώ, ενώ συμφωνήθηκε ότι η πιστούχος εταιρία θα αναλάβει εφάπαξ ή τμηματικά και υπό τους αναλυτικά αναφερόμενους σε αυτό όρους χρηματοδότηση συνολικού ποσού 700.000 ευρώ και ότι η πιστώτρια τράπεζα θα τηρεί επιμέρους λογαριασμό στα πλαίσια της ένδικης σύμβασης πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό.

Η πιστούχος εταιρία αν και έκανε χρήση της χορηγηθείσας πίστωσης για εξυπηρέτηση της οποίας τηρήθηκε ανοιχτός αλληλόχρεος λογαριασμός, κατέστη εντέλει υπερήμερη ως προς την ικανοποίηση των συμβατικών της υποχρεώσεων, με συνέπεια η πιστώτρια τράπεζα, λόγω της υπερημερίας της πιστούχου ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων, απέστειλε σ’αυτήν, ως πρωτοφειλέτιδα και στους εγγυητές, την από 17.10.2012 εξώδικη δήλωση, με την οποία τους γνωστοποίησε την καταγγελία της ένδικης σύμβασης και των πρόσθετων πράξεων της, το κλείσιμο του λογαριασμού, που τηρήθηκε προς εξυπηρέτηση της, το χρεωστικό υπόλοιπο των τηρούμενων λογιστικών μερίδων και τους κάλεσε να προβούν σε εξόφληση της ληξιπρόθεσμης οφειλής συνολικού ποσού 1.780.080 ευρώ, εντόκως από 18.10.2012, με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο. Ακολούθως, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………….», ως καθολική διάδοχος της πιστώτριας τραπεζικής εταιρίας δια συγχωνεύσεως με απορρόφηση, υποκαθιστώντας αυτή στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της, επέτυχε κατά της πιστούχου ομόρρυθμης εταιρείας και των εγγυητών, …………… και του ανακόπτοντος, την έκδοση της υπ’ αριθμ………./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία οι καθ’ ων η διαταγή πληρωμής διατάχθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην αιτούσα ποσό 1.780.080 ευρώ, πλην της …………., που διατάχθηκε να καταβάλλει εις ολόκληρον και περιορισμένα έως το ποσό της παρασχεθείσας από μέρους της εγγύησης, το ποσό των 500.000 ευρώ, εντόκως νομίμως άπαντες από 18.10.2012, με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και ποσό 30.261 ευρώ για δικαστική δαπάνη.

Στη συνέχεια, επιμελήθηκε και επέδωσε στις 25.11.2014 στον ανακόπτοντα ακριβές αντίγραφο από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της ανωτέρω διαταγής πληρωμής με την παρά πόδας τούτου από 18.11.2014 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτάχθηκε αυτός (ανακόπτων) να της καταβάλει ποσό 1.780.080 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, ποσό 30.261 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, ποσό 2,50 ευρώ για έκδοση αντιγράφου του απογράφου, ποσό 150 ευρώ για σύνταξη της επιταγής και ποσό 50 ευρώ για δαπάνη επίδοσης αυτής, έντοκα το κεφάλαιο κατά τα προαναφερθέντα, τα δε λοιπά κονδύλια από την επίδοση της εν λόγω επιταγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και της από 18.11.2014 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου του απογράφου αυτής, ο ανακόπτων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για την ακύρωση τους, την από 9.12.2014 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../2014 ανακοπή και τους από 17.5.2018 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../2018 πρόσθετους αυτής λόγους και με τους τέταρτο, πέμπτο και έκτο εξ αυτών ισχυρίστηκε ο ανακόπτων ότι η ικανοποίηση της απαίτησης της τότε καθ’ης η ανακοπή «……………”, κατέστη ανέφικτη συνεπεία των ενεργειών στις οποίες η τελευταία προέβη, τελούσα σε δόλο ή βαρειά αμέλεια, προς βλάβη των συμφερόντων του και προκαλώντας την επελθούσα ζημία της με ίδιο πταίσμα, καθόσον παρείχε την συναίνεση της για την εξάλειψη των αναφερομένων προσημειώσεων υποθηκών που είχαν εγγραφεί για εξασφάλιση της επίδικης πίστωσης, χωρίς να διασφαλίσει τη μείωση του ύψους της πίστωσης σε επίπεδα καλυπτόμενα από τις εναπομείνασες εξασφαλίσεις. Επί της ανωτέρω ανακοπής και των πρόσθετων λόγων της,  εκδόθηκε  η υπ’αριθμ. 9564/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που τα απέρριψε και επικύρωσε την προσβληθείσα διαταγή πληρωμής. Κατόπιν της από 15.11.2018 έφεσης του ανακόπτοντος, η οποία συνεκδικάσθηκε με την από 30.12.2019 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της νυν καθ’ ης η ανακοπή, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της ειδικής διαδόχου, ως άνω, αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού,  εκδόθηκε  η υπ’αριθμ. 836/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η έφεση και συνακόλουθα οι ως άνω πρόσθετοι λόγοι της ανακοπής. Κατά της εφετειακής αυτής απόφασης, ο ανακόπτων άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 8.6.2021 αίτηση αναίρεσης, για τους αναφερόμενους λόγους, που αφορούν την ανακοπή κατά του εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής και πλήττουν, μεταξύ άλλων, την απορριπτική κρίση της εν λόγω απόφασης επί των, ως άνω, πρόσθετων λόγων της ανακοπής, που έχουν έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 863ΑΚ, η οποία συζητήθηκε και εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 899/2024 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε εν μέρει την υπ’αριθμ. 836/2021 εφετειακή απόφαση, ελλείψει νόμιμης βάσης, εξαιτίας ανεπαρκών, ασαφών και αντιφατικών αιτιολογιών, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της ελευθέρωσης ή μη του αναιρεσείοντος, νυν εκκαλούντος, από την εγγυητική ευθύνη του, αφενός μεν στην περίπτωση που η πιστώτρια τράπεζα δεν επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίηση της απαίτησης της εντός έτους από το χρόνο που η απαίτηση θα έχει καταστεί απαιτητή, αφετέρου δε στην περίπτωση παραίτησης της πιστώτριας τράπεζας από τις υπάρχουσες εξασφαλίσεις της πίστωσης και παρέπεμψε την υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο από άλλο Δικαστή. Ένεκα τούτου, η αναιρεθείσα κρίση της ανωτέρω εφετειακής απόφασης, ως προς την μη ελευθέρωση του εγγυητή ανακόπτοντος, λόγω παραίτησης του από το δικαίωμα αυτό, για την περίπτωση που η δανείστρια τράπεζα-καθ’ης η ανακοπή θα παραιτείτο των ασφαλειών υπέρ της απαίτησης της, δεν καλύπτεται από δεδικασμένο και, συνεπώς, δεν έχει δεσμευτικότητα στην παρούσα δίκη, που ανακύπτει το ίδιο ζήτημα κύρους του εκτελεστού τίτλου.

Μετά την έκδοση της ανωτέρω απορριπτικής εφετειακής απόφασης επί της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής και κατά της από 18.11.2014 επιταγής προς πληρωμή, η καθ’ ης, ενεργώντας με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των απαιτήσεων της «…………..», κοινοποίησε στον ανακόπτοντα αντίγραφο του απογράφου της διαταγής πληρωμής με την κάτωθι τούτου από 6.4.2021 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτασσόταν να καταβάλει τα προαναφερόμενα ποσά, πλέον εξόδων σύνταξης και επίδοσης της νέας επιταγής. Ακολούθως, δυνάμει της υπ’αριθμ………./27.4.2021 κατασχετήριας έκθεσης, της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, …………., η καθ’ης επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση για το ποσό των 50.000 ευρώ, επί των περιγραφόμενων δύο οριζόντιων ιδιοκτησιών κυριότητας του ανακόπτοντος και συγκεκριμένα των υπό στοιχεία Ε-1 και Ε-2 διαμερισμάτων του πέμπτου ορόφου της επί της οδού …………… πολυκατοικίας στον Πειραιά. Ο ορισθείς να διενεργηθεί στις 8.12.2021 αναγκαστικός πλειστηριασμός των κατασχεθέντων, ματαιώθηκε με την καταβολή εκ μέρους του ανακόπτοντος του ποσού των 10.000 ευρώ την προτεραία του πλειστηριασμού. Στη συνέχεια, ο πλειστηριασμός των κατασχεθέντων ορίσθηκε για να διενεργηθεί στις 5.5.2022, οπότε ομοίως ματαιώθηκε με την καταβολή από τον ανακόπτοντα του ποσού των 10.000 ευρώ. Παράλληλα, η καθ’ ης επέβαλε αναγκαστικές κατασχέσεις σε ακίνητα περιουσιακά στοιχεία των έτερων εγγυητών, οι δε προσδιορισθέντες πλειστηριασμοί για τις 8.12.2021 και 15.12.2021 αντίστοιχα ματαιώθηκαν, συνεπεία της πλήρωσης της συμφωνίας, που προέβη η καθ’ης με την πρωτοφειλέτρια εταιρεία και τους λοιπούς εγγυητές, εν αγνοία του ανακόπτοντος.

Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι στις 15.10.2021 η καθ’ ης, ενεργώντας ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της «…………», αποδέχθηκε με υποσχετική επιστολή που απευθυνόταν στην πρωτοφειλέτιδα εταιρία και τους εγγυητές, πλην του ανακόπτοντος, ότι εφόσον λάβει το συνολικό ποσό των 850.000 ευρώ, από το οποίο 225.000 ευρώ θα καταβάλλονταν μέχρι την 20.10.2021 και σε συνέχεια της από 30.6.2021 καταβολής του ποσού των 25.000 ευρώ, θα συναινούσε στην εξάλειψη των ακόλουθων προσημειώσεων υποθήκης, οι οποίες είχαν εγγραφεί υπέρ της πιστώτριας τράπεζας «……….» δυνάμει της παραπάνω υπ’αριθμ………../2014 διαταγής πληρωμής, προς εξασφάλιση της επίδικης σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, επί των κατωτέρω ακινήτων: 1) της προσημείωσης υποθήκης, β’ τάξης, ποσού 200.000 ευρώ, η οποία είχε εγγραφεί την 26.2.2016 επί των περιγραφόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών πολυκατοικίας κειμένης επί της οδού ……… στην ……., κυριότητας της συνεγγυήτριας …….., 2) της προσημείωσης υποθήκης, β’ τάξης, ποσού 200.000 ευρώ, η οποία είχε εγγραφεί την 28.3.2016 επί των περιγραφόμενων δύο οριζόντιων ιδιοκτησιών πολυκατοικίας κτισμένης επί της οδού …….. στην ………., ιδιοκτησίας του συνεγγυητή ….. ., 3) της προσημείωσης υποθήκης, γ’ τάξης, ποσού 200.000 ευρώ, η οποία είχε εγγραφεί την 25.2.2016 επί των περιγραφόμενων τριών οριζόντιων ιδιοκτησιών κειμένων επί της οδού ……. στην Δημοτική Ενότητα ……., του Δήμου ………, κυριότητας της συνεγγυήτριας . …………., 4) της προσημείωσης υποθήκης, β’ τάξης, ποσού 50.000 ευρώ, η οποία είχε εγγραφεί την 24.02.2016 επί του περιγραφόμενου οικοπέδου στην θέση …. του οικισμού … της Δημοτικής Ενότητας ……….., ιδιοκτησίας του συνεγγυητή ………, 5) της προσημείωσης υποθήκης, β’ τάξης, ποσού 200.000 ευρώ, η οποία είχε εγγραφεί την 17.3.2016 επί ποσοστού 1/2 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας  ενός διαμερίσματος επί της οδού ……… στον Πειραιά, των συνεγγυητών ……… και ………… και 6) της προσημείωσης υποθήκης, α’ τάξης, υπέρ της αρχικής πιστώτριας …… Τράπεζας, ποσού 4.250.000 ευρώ, η οποία είχε εγγραφεί την 5.11.2008, δυνάμει της υπ’αριθ. 8993/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς επί ενός οικοπέδου, έκτασης 2.064,30 τ.μ., κυριότητας της πρωτοφειλέτιδος εταιρίας, το οποίο βρίσκεται επί των οδών …….. στην θέση ……. της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου …….. Ακολούθως, με το υπ’αριθμ………/22.10.2021 προσύμφωνο αγοραπωλησίας ακινήτων Ν.3741/1929 και Ν.Δ. 1024/1971, της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……., η πρωτοφειλέτιδα εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει και να μεταβιβάσει προς την εταιρία «………..», τις πέντε αυτοτελείς οριζόντιες – κάθετες ιδιοκτησίες, που είχαν δημιουργηθεί επί του προαναφερομένου οικοπέδου στην ……….., εκτάσεως 2.064,30 τ.μ., προκειμένου να ανεγερθούν ανεξάρτητες οικοδομές, αντί τιμήματος 800.000 ευρώ, με την σύμφωνη γνώμη της καθ’ης διαχειρίστριας των απαιτήσεων της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, που διέθετε επ’αυτού προσημείωση υποθήκης 4.250.000 ευρώ, προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της εκ της επίδικης σύμβασης πίστωσης, υπό τον όρο καταβολής σ’αυτήν του τιμήματος της αγοραπωλησίας. Σε εκτέλεση του προσυμφώνου καταρτίσθηκε το υπ’αριθ…………/15.11.2021 συμβόλαιο αγοραπωλησίας, της ίδιας συμβολαιογράφου, το οποίο καταχωρήθηκε την 16.11.2021 στο οικείο κτηματολογικό γραφείο και με την καταβολή του ποσού των 850.000 ευρώ στην «……….», εκπληρώθηκε ο όρος που τέθηκε από την καθ’ ης με την ιδιότητα της διαχειρίστριας της δικαιούχου της απαίτησης, για τη συναίνεση της στην εξάλειψη των μνημονευομένων ανωτέρω προσημειώσεων υποθήκης, που είχαν εγγραφεί επί των ακινήτων των έτερων εγγυητών και της πρωτοφειλέτριας, πληρωθείσης δε της αιρέσεως τούτης, εξέλειψε το ουσιαστικό δικαίωμα της να διατηρεί εξασφαλισμένη με τις εν λόγω προσημειώσεις υποθήκης την απαίτηση της, που απορρέει από την επίμαχη σύμβαση πίστωσης και ενσωματώθηκε στην ανωτέρω διαταγή πληρωμής, κατά όλων των συνοφειλετών, ήτοι της πρωτοφειλέτριας και των εγγυητών, παρεκτός του ανακόπτοντος. Συνεπεία τούτου, συναίνεσε στην εξάλειψη της προσημείωσης υποθήκης, ποσού 4.250.000 ευρώ, επί του ως άνω οικοπέδου της πιστούχου εταιρείας στην …, που συντελέστηκε με την υπ’αριθμ.1545/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που καταχωρήθηκε την 19.10.2022 στο Κτηματολογικό Γραφείο Αττικής. Η παραχωρηθείσα από την πιστούχο ως άνω προσημείωση, υπερκάλυπτε την εκτελούμενη απαίτηση, παραιτούμενη δε η καθ’ης για λογαριασμό της δικαιούχου αλλοδαπής εταιρείας από όλες τις εμπράγματες ασφάλειες, που διατηρούσε κατά της πιστούχου εταιρείας και των συνεγγυητών, πλην του ανακόπτοντος, χωρίς να εισπράξει από αυτούς μέρος της απαίτησης της, πέραν του ποσού των 850.000 ευρώ, που καταβλήθηκε από την πρωτοφειλέτιδα πιστούχο εταιρία, με την εκποίηση του μοναδικού περιουσιακού της στοιχείου, είχε ως αποτέλεσμα να επιδιώξει την ικανοποίηση των απαιτήσεων της βάσει της ανωτέρω διαταγής πληρωμής αποκλειστικά από την ακίνητη περιουσία του ανακόπτοντος, που είχε μάλιστα αποχωρήσει προ πολλού χρόνου από την πιστούχο εταιρεία και δεν ευθυνόταν πέραν του ποσού της εγγυητικής του ευθύνης βάσει των από 8.11.2006 και 11.2.2008, ως άνω, δηλώσεων εγγύησης. Η καθ’ης ενήργησε εκ προθέσεως με τον προεκτιθέμενο τρόπο, παρόλο που γνώριζε ότι η εκτιμηθείσα αξία των ακινήτων των λοιπών συνεγγυητών, που αφορούσαν οι παραχωρηθείσες ως άνω προσημειώσεις, από τις οποίες παραιτήθηκε κατά τα ανωτέρω, ανερχόταν, κατά τον χρόνο κατάσχεσης τους, συνολικά σε 1.206.363 ευρώ, επιπλέον, τελούσε σε γνώση, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ότι οι μόνες εξασφαλίσεις, που πλέον της απέμεναν, μετά την παραίτηση της από τις υπέρ της εκτελούμενης απαίτησης εν λόγω ασφάλειες, ήταν οι προσημειώσεις γ’ τάξης, ήδη τραπείσες σε υποθήκη, επί των δύο οριζόντιων ιδιοκτησιών του ανακόπτοντος με στοιχεία Ε-1 και Ε-2 της επί της οδού ………………. πολυκατοικίας στον Πειραιά, εκτιμηθείσης αξίας, μετά από ανακοπή διόρθωσης της έκθεσης κατάσχεσης τους, κατ’ άρθρο 954 ΚπολΔ, 131.000 και 146.000 ευρώ, αντίστοιχα, ήτοι συνολικά 277.000 ευρώ.

Περαιτέρω, με την προσβαλλομένη υπ’αριθμ…./19.6.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, .. ……., η καθ’ης επέβαλε κατάσχεση στις εννέα (9) περιγραφόμενες  οριζόντιες ιδιοκτησίες του ανακόπτοντος-εκκαλούντος, της οικοδομής, που βρίσκεται επί της οδού ………. στον Πειραιά και συγκεκριμένα στις υπό στοιχεία Υ-3, Υ-4 και Υ-5 αποθήκες του υπογείου, στην υπό στοιχεία ΙΑ αποθήκη του ισογείου, στο υπό στοιχεία Γ-2 διαμέρισμα του τρίτου ορόφου, στην αποθήκη του δώματος και το Ζ-1 διαμέρισμα του εβδόμου ορόφου, που του ανήκουν κατά πλήρη κυριότητα, καθώς και στο υπό στοιχεία Α-1 επαγγελματικό χώρο του πρώτου ορόφου και τον υπό στοιχεία Β-1 επαγγελματικό χώρο του δεύτερου ορόφου, που του ανήκουν κατά ψιλή κυριότητα, εκτιμηθείσης  από τον ορισθέντα πιστοποιημένο εκτιμητή συνολικής αξίας 1.149.000 ευρώ, ορίστηκε δε η διενέργεια ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, στις 31.1.2024, ενώπιον της ορισθείσης υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Μεγάρων, ……….., ούτως επιχειρώντας με την επισπευδομένη εκτέλεση την ικανοποίηση της από την εκπλειστηρίαση του συνόλου σχεδόν της περιουσίας του.  Ενόψει των ανωτέρω, η εκ προθέσεως παραίτηση της καθ’ης για λογαριασμό της δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης από τις υπέρ αυτής ασφάλειες, που υπερκάλυπταν την απαίτηση της, σε συνεργασία με την πρωτοφειλέτρια πιστούχο εταιρεία και τους έτερους συνεγγυητές, εν αγνοία του συνεγγυητή ανακόπτοντος και χωρίς να διασφαλίζεται η κάλυψη του εναπομείναντος, κατά πολύ μεγαλύτερου από το εισπραχθέν, υπολοίπου της απαίτησης, από τις υφιστάμενες εξασφαλίσεις, καταδεικνύει μεθοδευμένη και δόλια συμπεριφορά της και σε κάθε περίπτωση οφείλεται σε βαρειά αμέλεια της καθ’ης, κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεων της, περιλαμβανομένης και της υποχρέωσης πίστης και προστασίας από την πλευρά της των συμφερόντων των πελατών της, τόσο της πιστούχου, όσο και των εγγυητών, ώστε να αποφευχθούν υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς ή κάποιον απ’αυτούς συνέπειες και να μην επέλθει σοβαρός κίνδυνος για τα συμφέροντα τους, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση με εκείνα του εγγυητή ανακόπτοντος, γεγονός που συνεπάγεται την ελευθέρωση του ανακόπτοντος εγγυητή από την εις ολόκληρον ευθύνη του για την  καταβολή της επίδικης οφειλής, παρά την παραίτηση του από την ένσταση δίζησης και από το δικαίωμα ελευθερώσεως του σε περίπτωση παραίτησης της πιστώτριας από τις ασφάλειες, εφόσον συντρέχει εν προκειμένω δόλος της και σε κάθε περίπτωση βαρειά αμέλεια της κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων της, η δε συνδρομή δόλου ή βαρειάς αμέλειας της πιστώτριας έχει τεθεί με την σύμβαση, ως όρος της έγκυρης παραίτησης του εγγυητή από το ευεργέτημα της ελευθέρωσης του σε περίπτωση παραίτησης της από ασφάλειες, αναιρώντας την παραίτηση του από το εν λόγω δικαίωμα σε περίπτωση συνδρομής ενός από τα υποκειμενικά αυτά στοιχεία, κατά παραδοχή του συναφούς ισχυρισμού του ανακόπτοντος, που προτάθηκε με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης του και ως ουσιαστικά βάσιμου.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την ένσταση ελευθερώσεως της ανακόπτοντος εκ του άρθρου 863 ΑΚ, ως νόμω αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι αυτός δεν ισχυρίζεται ότι έχει αναγωγική αξίωση κατά της πρωτοφειλέτιδος εταιρείας και των λοιπών συνεγγυητών, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου του πρώτου λόγου της έφεσης του ανακόπτοντος, που αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά βάσιμου.

VI. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή, κατ’ουσίαν, η έφεση του ανακόπτοντος – εκκαλούντος, κατά τον βάσιμο ως άνω λόγο της, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών και λόγω της ευδοκίμησης του λόγου αυτού έφεσης, παρέπεται η ουσιαστική βασιμότητα της κρινόμενης αίτησης αναστολής του ορισθέντος στις 31.1.2024 πλειστηριασμού, πλην όμως, δεδομένου ότι η διενέργεια του έχει ανασταλεί με την από 26.1.2024 προσωρινή διαταγή του Δικαστηρίου τούτου, πρέπει αυτή να απορριφθεί, ως άνευ αντικειμένου, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.) και αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει δεκτή η από 12.7.2023 ανακοπή, ως προς τον εκκληθέντα πρώτο λόγο της, ως και ουσιαστικά αβάσιμη και να ακυρωθεί η επισπευδομένη σε βάρος του ανακόπτοντος αναγκαστική εκτέλεση με την από 29.5.2023 επιταγή προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ……/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και την υπ’αριθμ…../19.6.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας του, καθώς και το υπ’αριθμ…../29.6.2023 απόσπασμα αυτής, της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ……………, περαιτέρω δε, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στον εκκαλούντα (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος-εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, στην καθ’ης η ανακοπή-εφεσίβλητη, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, την ένδικη έφεση, μετά της αιτήσεως αναστολής εκτέλεσης.

Δέχεται την έφεση, μετά της αιτήσεως αναστολής, τυπικά.

Δέχεται την έφεση κατ’ ουσίαν.

Απορρίπτει την αίτηση αναστολής εκτέλεσης.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος, κατά την άσκηση της έφεσης, παραβόλου στον εκκαλούντα.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.4116/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Κρατεί και δικάζει την από 12.7.2023 ανακοπή.

Δέχεται την ανακοπή.

Ακυρώνει την από 29.5.2023 σε βάρος του ανακόπτοντος-εκκαλούντος επιταγή προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ……/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και την υπ’αριθμ…./19.6.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας του, καθώς και το υπ’αριθμ…../29.6.2023 απόσπασμα αυτής, της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το  Πρωτοδικείο Πειραιώς, ……………..

Επιβάλλει στην καθ’ης η ανακοπή – εφεσίβλητη τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500 €).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 15.11.2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω μετάθεσης και αποχώρησης της Δικαστού Ελένης Νικολακοπούλου, Εφέτη, αποτελούμενη από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 15 Νοεμβρίου 2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ