Αριθμός 544/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στην …… Αττικής (οδός ………….) (ΑΦΜ ……….) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Παρασκευά Ζουρντό (ΔΕ ΠΙΣΤΙΟΛΗΣ-ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ».
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Γεώργιο Κοντοσέα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο εφεσίβλητος-εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 28.4.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2022) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 847/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη με την από 20.7.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……./2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……../2023) έφεσή της και β) ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος-εκκαλών με την από 8.2.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……./2024-……./2024) έφεσή του. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας-εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου-εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 20.7.2023 και 8.2.2024 και με αριθμούς κατάθεσης ………/2023 και ……./2024 και προσδιορισμού ……../2023 και …../2024 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 847/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 621 του ΚΠολΔ και 82 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ), επί της από 28.4.2022 με αριθμό κατάθεσης ………../2022 αγωγής, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης του ενδίκου μέσου) και εμπροθέσμως, αφού αφενός δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης την (άρθρα 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ακολούθως οι προαναφερόμενες εφέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012, συνεκδικαζόμενες, λόγω της προφανούς συνάφειας αυτών αφού πλήττουν την ίδια απόφαση (άρθρα 246, 524 και 591 ΚΠολΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 28.4.2022 με αριθμό κατάθεσης ………./2022 αγωγή του ο ενάγων ήδη εκκαλών εφεσίβλητος ναυτικός εξέθετε ότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά πέντε φορές με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα εντός της χρονικής περιόδου από 28-1-2020 έως 25-11-2021 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό-οχηματαγωγό [Ε/Γ-Ο/Γ] πλοίο BSD, ολικής χωρητικότητας 10.755,60 Κ.Ο.χ., πλοιοκτησίας της εναγόμενης ναυτιλιακής εταιρίας, αντί των προβλεπόμενων από την οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας έτους 2019 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων κατά ρητή προς τούτο συμφωνία, παρείχε δε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά τα αναφερόμενα στην αγωγή εργαζόμενος ημερησίως επί δεκαπέντε [15] ώρες μέχρι την λύση της συμβάσεώς του με την εναγόμενη. Ότι επιπλέον το πλοίο κατά το χρονικό από 1-3-2021 έως 4-4-2021 εκτελούσε επτά τακτικά δρομολόγια κάθε εβδομάδα που εκτείνονταν μετά της 23:00 και πριν την 7:00 πρωινή, διάρκειας άνω των 12 ωρών έκαστο αυτών και ότι επιπροσθέτως δεν έλαβε τις άδειες διανυκτέρευσης που δικαιούτο, και τέλος ότι στις 4-11-2020 και στις 22-4-2021 η σύμβαση εργασίας του λύθηκε λόγω διακοπής πλόων του πλοίου και αναιτιολόγητα λόγω καταγγελίας από το Πλοίαρχο αντίστοιχα. Ακολούθως εξέθετε ότι από τις ένδικες ναυτολογήσεις του διατηρεί σε βάρος της εναγόμενης αξιώσεις για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, αναλογία επιδομάτων εορτών, αμοιβή λόγω πραγματοποίησης δρομολογίων εξπρές, αποζημίωση λόγω μη χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων και αποζημίωση λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου και λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και αιτήθηκε να υποχρεωθεί η εναγόμενη με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να του καταβάλει για τις ως άνω αιτίες το ποσό των 22.742,83 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσης του άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα (άρθρα 14 παρ. 2 και 25 του ΚΠολΔ, σε συνδυασµό µε το άρθρο 51 Ν. 2172/1993) προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο του προϊσχύοντος 82 ΚΙΝΔ σε συνδ. µε άρθρα 591, 614, 621, 622 ΚΠολΔ και έκρινε ότι έχει το απαιτούμενο από το νόμο περιεχόμενο απορρίπτοντας ισχυρισμό περί του αντιθέτου. Αφού έκρινε ότι έχει νομική βασιμότητα στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 481, 648 επ. ΑΚ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 57,60, 72, 75, 76, 84, 105, 106 του Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ., άρθρο µόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εµπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.8117.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδοµάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουµένους ναυτικούς σε συνδυασμό με τη ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας πληρωµάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2019, που κυρώθηκε µε την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12L8-2019), με την επισήμανση ότι στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές δεν θα συμπεριληφθεί η αναλογία επιδομάτων εορτών διότι κατά την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου έχουν έκτακτο χαρακτήρα. Αφού διαπίστωσε ότι έχει καταβληθεί το δικαστικό ένσημο για το ποσό που υπερβαίνει την αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, δέχθηκε κατά ένα μέρος στην ουσία της την αγωγή και αφενός υποχρέωσε εναγομένη να καταβάλει για διαφορές δεδουλευμένων από τη ναυτολόγηση του ενάγοντος στο BsD το ποσό των 10.808,82 ευρώ (που αφορούσε διαφορά υπερωριών, επιδομάτων εορτών, διανυκτερεύσεις και διαφορά αμοιβής εξπρές δρομολογίων) με τον τόκο επιδικίας από την τελευταία αποναυτολόγηση του (25.11.2021) πλην του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων (996,91 ευρώ) που έκρινε ότι είναι τοκοφόρο από την 1.1.2022. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα ο ναυτικός (πλήττοντας τα κεφάλαια περί υπερωριακής απασχόλησης, υπολογισμού επιδομάτων εορτών και τοκοφορίας του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων, δρομολογίων εξπρές και αποζημίωσης απολύσεως) και η πλοιοκτήτρια του πλοίου (πλήττοντας τα κεφάλαια περί υπερωριακής απασχόλησης, επιδομάτων εορτών, δρομολογίων εξπρές και αποζημίωσης απόλυσης και παραπονούμενη διότι απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί της περί συμψηφισμού και καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος) για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητούν ο ναυτικός τη μεταρρύθμιση της ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολο της και η εργοδότρια την εξαφάνιση της προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή, άλλως τη μεταρρύθμιση της. Η τελευταία υποβάλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση καθώς ισχυρίζεται ότι κατέβαλε το ποσό των 5.000 ευρώ που κήρυξε προσωρινά εκτελεστό το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Το αίτημα έχει έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ.
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984, ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ο.π, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002 δημ. νόμος). Με τον όγδοο λόγο εφέσεως η εναγόμενη – εκκαλούσα πλοιοκτήτρια επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, της οποίας προηγήθηκε επανειλημμένη άμεση και ρητή διαβεβαίωση του ενάγοντος περί ανυπαρξίας οικονομικών απαιτήσεών του κατ’ αυτής, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων ναυτικός με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις υπό κρίση αξιώσεις του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ουδέποτε όχλησε την εταιρία για τις αξιώσεις του αυτές, παρέλαβε και υπέγραψε όλες τις αναλυτικές αποδείξεις του τις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης και τα μηνιαία δελτία ωρών εργασίας και ότι τον ισχυρισμό περί υπερωριακής απασχόλησης τον προέβαλε για πρώτη φορά μόνο αφότου αποχώρησε από την εταιρία. Όμως σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε πέραν του ότι ισχυρισμός αυτός συνιστά άρνηση της αγωγής, δεν μπορεί κανείς να απαιτήσει από τον εργαζόμενο που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τον εργοδότη του, να διατυπώνει άμεσα τις επιφυλάξεις του σε σχέση με τις αξιώσεις του από την εργασιακή σχέση, αφού κινδυνεύει να υποπέσει στη δυσμένεια του εργοδότη με όλες τις επακόλουθες για τον εργαζόμενο συνέπειες. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό κρίνοντας ότι η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή, και ότι θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Κρίνοντας έτσι ορθά ερμήνευσε το νόμο και όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό όγδοο λόγο έφεσης κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).
Τέλος σύμφωνα με την εφαρμοζόμενη εν προκειμένω σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου και των αργιών αμειβομένης υπερωριακώς. Το οκτάωρο της Κυριακής πληρώνεται με επίδομα που προβλέπεται στη σύμβαση. Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της σσνε, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων». Στο άρθρο 20 της προαναφερόμενης σσνε προβλέπονται τα κάτωθι:”1. Εάν ο ναυτικός διαταχθεί να εκτελέσει πρόσθετη εργασία, πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει, δεν δύναται όμως η πρόσθετος αυτή εργασία να υπερβαίνει τις τέσσαρες ώρες εντός του 24ώρου. 2. Για την πρόσθετη αυτή εργασία ο εκτελέσας αυτήν ναυτικός δικαιούται σε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ.1 διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου (4,33) επί τας ώρας της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού οι ώρες μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως ανέρχονται εις (173). 3. Για κάθε πρόσθετη εργασία πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, η υπερωριακή αμοιβή των ναυτικών που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25%. 3α. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα, και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 10 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%, για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες”. Επίσης στην εκάστοτε σσνε ορίζεται επακριβώς το ωρομίσθιο της κάθε ειδικότητας με τις προαναφερόμενες προσαυξήσεις. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε., Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το επίδομα εορτών Χριστουγέννων καταβάλλεται ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας διήρκεσε από 1.5 έως 31.12 και σε διαφορετική περίπτωση καταβάλλονται τα 2/25 του μισθού ή δύο ημερομίσθια για κάθε 19ημερο εργασίας ενώ αναφορικά με το επίδομα εορτών Πάσχα οι ναυτικοί δικαιούνται μισθό 15 μερών, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου. Επιπλέον να λεχθεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που καταβαλλόταν την 15η ημέρα προ του Πάσχα και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβαλλόταν ή έπρεπε να καταβληθεί από την εργοδότρια ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, δηλαδή το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση : α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες παροχές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜΕφΠειρ. 647/2014, 412/2014, τνπ ΝΟΜΟΣ), η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτούσια και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜΕφΠειρ. 18/2016, 19/2016, 371/2016, 73/2016, 160/2014, 36/2014, 71/2014, όλες σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της σσνε (ΜΕφΠ 442/2023 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 20 της σσνε πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία ανήκουν και τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος (ναύκληρος και ναύτες), χρηματικό ποσό ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των δώρων εορτών (ΜΕφΠειρ 196/2020, 117/2016, 676/2014 δημοσ σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜΕφΠειρ 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 226/2003, ΕΕΔ 2004/790, ΕφΠειρ 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜΕφΠειρ 671/2015, 647/2014, 605/2014, σε τνπ ΝΟΜΟΣ και ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204).
Από την επανεκτίμηση της με αριθμό ……/2511.2022 ένορκη κατάθεση του ναυτικού και κατοίκου Πατρών ……., ενώπιον της Συµβολαιογράφου Πατρών …….. μετά από πρηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους όπως προκύπτει από τη με αριθμό …../21.11.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ……. και των με αριθμούς …/2022 και …/2022 ενόρκων βεβαιώσεων του ναυτικών (αρχιθαλαμηπόλων) και κατοίκων Πειραιώς ……. και ………. ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς μετά τη με αριθμό …./23.11.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …….., και τη με αριθμό ……./14.9.2022 έκθεση επίδοσης του προαναφερόμενου δικαστικού επιμελητή, που λήφθηκαν όλες σύμφωνα με τις διατυπώσεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ, και των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και νοµίµως προσκοµίζουν, τα οποία λαµβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά µέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων, αποδείχθηκαν κατά την ουσιαστική κρίση αυτού του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν όλες στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένης ναυτικού, κατόχου του με αριθμό 0002-8′ ναυτικού φυλλαδίου και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου BSD, που ήταν νηολογημένο στο λιμάνι του Πειραιά με αύξοντα αριθμό εγγραφής …., ολικής χωρητικότητας 10.755.60 Κ.Ο.χ., υπό το διεθνές διακριτικό σήμα ……, ο ενάγων ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε από 1-2-2020 έως 11-6-2020, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας, από 29-7-2020 έως 4-11-2020, οπότε απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης, από 24-2-2021 έως 22-4-2021, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας έως 22-5-2021, από 16-6-2021, οπότε απολύθηκε λόγω ασθενείας, από 14-8-2021 έως 29-9-2021, οπότε απολύθηκε λόγω ασθενείας και από 08.10.2021 έως 25.11.2021 (απολύθηκε αµοιβαία συναινέσει). Το πλοίο «BSD» είχε δροµολογηθεί κατά την επίδικη περίοδο προς εξυπηρέτηση της δροµολογιακής γραµµής µε αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά προς την Σαντορίνη (Θήρα) και µε ενδιάµεσους προορισµούς τα νησιά της Πάρου, της Νάξου και της Ίου, σύµφωνα µε τους Πίνακες Δροµολογίων που προσκομίζει μετ’επικλήσεως η πλοιοκτήτρια (σχετ. 20). Κατά το συνηθισµένο δροµολόγιό του το πλοίο αναχωρούσε καθηµερινά στις 07:25 Π.µ. από τον Πειραιά, κατέπλεε στο λιµάνι της Πάρου στις 11:40 π.µ., αναχωρούσε από το ίδιο λιµάνι στις 11:55 Π.µ. και κατέπλεε στο λιµάνι της Νάξου στις 12:40 µ.µ., αναχωρούσε από το ίδιο λιµάνι στις 12:55 µ.µ. για το λιµάνι των Θηρών, όπου και έφτανε στις 14:55 µ.µ. Εν συνεχεία στις 15:30 µ.µ. εκκινούσε από τα Θήρα για το ταξίδι της επιστροφής. Κατέπλεε στο λιµάνι της Νάξου στις 17:30 µ.µ., απέπλεε από το ίδιο λιµάνι στις 18:00 µ.µ., στη συνέχεια κατέπλεε στο λιµάνι της Πάρου στις 18:45 µ.µ., απέπλεε από το iδιο λιµάνι στις 19:15 µ.µ. και τέλος έφτανε στο λιµάνι του Πειραιά στις 23:25 µ.µ. Σηµειωτέον ότι τις ηµέρες Τρiτη, Τετάρτη, Πέµπτη, Παρασκευή και Κυριακή προστίθετο στο δροµολόγιο εiτε στο ταξiδι προς Θήρα είτε στο ταξiδι της επιστροφής στο λιµάνι της ‘Ιου. Επομένως όπως δεν αμφισβητείται το πλοίο πραγματοποιούσε εξπρές δρομολόγια με κατάπλου σε αρκετά λιμάνια και εξυπηρετούσε μια από τις πιο τουριστικές περιοχές της Ελλάδος, τις Κυκλάδες. Από την εκτίμηση και των τριων ενόρκων βεβαιώσεων το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι η απασχόληση του ανερχόταν στις 12 ώρες ημερησίως το διάστημα που αυτός απασχολήθηκε και όχι στις 11 όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Τούτο δε διότι κατά την ουσιαστική κρίση αυτού του δικαστηρίου, ο ενάγων ασχολείται από τις 6 το πρωί μέχρι τις 9:30, από τις 11:30 μέχρι τις 16:00 και από τις 18:00 μέχρι τις 10 το βράδυ. Στα καθήκοντα του ήταν να ετοιμάζει τα γεύματα (πρωινό μεσημεριανό και δείπνο) να απασχολείται με την καθαριότητα και τον ευπρεπισμό των χώρων και τις καμπίνες των αξιωματικών του πλοίου, συνεργαζόμενος με τους άλλους θαλαμηπόλους και τους επίκουρους τους οποίους έπρεπε να επιβλέπει. Και ναι μεν το πλοίο είχε πλήρη σύνθεση 6 θαλαμηπόλων και 2 επίκουρων, ενώ τη θερινή περίοδο προστίθεντο δυο θαλαμηπόλοι, όμως το πλοίο εκτελούσε συνεχή δρομολόγια και τα τελευταία χρόνια η τουριστική περίοδος έχει επιμηκυνθεί γεγονός που επηρεάζει τις ώρες απασχόλησης των εργαζόμενων στην ακτοπλοϊα οι οποία είναι επιφορτισμένοι με πολλά και σύνθετα καθήκοντα κατά την εκτέλεση της εργασία τους. Στο πλοίο λειτουργούν εστιατόρια για πλήρη προσφορά γευμάτων και όχι μόνο τα μπάρ ιδιωτικής εταιρίας στα σαλόνια, ενώ λειτουργούν και καμπίνες όχι μόνο αξιωματικών αλλά και ταξιδιωτών. Και ναι μεν οι ενόρκως βεβαιώσαντες για λογαριασμό της εργοδότριας θαλαμηπόλοι αμφισβητούν ειδικά ότι ο ενάγων ήταν επιφορτισμένος και με το καθάρισμα 10 καμπινών επιβατών, για το οποίο απαιτούντο 3 ώρες τουλάχιστον (18 χ 10 λεπτά η κάθε μία), απασχόληση την οποία συνομολογεί η εργοδότρια σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στον πρώτο λόγο εφέσεως, πλην όμως εσφαλμένως δεν συνυπολογίζουν στο χρόνο που απαιτείτο για το καθάρισμα των 18 καμπίνων των αξιωματικών το χρόνο που απαιτείται για την παραλαβή από την αποθήκη των υλικών καθαρισμού και την επιστροφή αυτών, καθώς και την παραλαβή του ιματισμού. Επιπλέον, όπως αποδεικνύεται από την ένορκη κατάθεση του θαλαμηπόλου και προηγούμενου εργαζόμενου σε αυτά τα καθήκοντα Κωνσταντίνου Βλάχου, ο συγκεκριμένος ναυτικός είχε την ευθύνη για τις δύο τραπεζαρίες αξιωματικών και πληρώματος που έπρεπε να καθαρίζει τουλάχιστον δύο φορές τη μέρα, τα καπνιστήρια αξιωματικών και πληρώματος τα οποία επίσης καθάριζε δύο φορές τη μέρα, προετοίμαζε τα τραπέζια ώστε να υπάρχουν τραπεζομάντηλα σερβίτσια, κανάτες με νερό κλπ και μετά το γεύμα έπρεπε να μεταφέρει τα σερβίτσια στη λάντζα. Να σημειωθεί ότι οι μάρτυρες που εξετάζονται σε αυτές τις υποθέσεις προέρχονται αποκλειστικά από τους πρώην ή νυν εργαζόμενους στο πλοίο διότι υπάρχει δυσχέρεια εύρεσης τρίτου προσώπου που μπορεί ευχερώς να καταθέσει για τις συνθήκες απασχόλησης των ναυτικών λόγω της φύσεως του ναυτικού επαγγέλματος. Η ύπαρξη βιβλίου υπερωριών δεν αποκλείει την υπερωριακή απασχόληση και γι’αυτό εξάλλου καταβάλλεται στο ναυτικό μηνιαίως αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση, και τέλος δεν απαιτούνται κενά στη σύνθεση για την κατάφαση της υπερωριακής απασχόλησης διότι τα συγκεκριμένα πλοία εκτελούν συνεχή δρομολόγια και εξπρές για την εξυπηρέτηση των νησιών του Αιγαίου. Όμως οι 15 ώρες καθημερινής υπερωριακής απασχόλησης κρίνονται υπερβολικές, διότι το ναυτικό επάγγελμα είναι ένα βαρύ και ανθυγιεινό επάγγελμα που προκαλεί καταπόνηση του οργανισμού και απαιτεί ημερήσια ανάπαυση και συνεπώς ακόμη και όταν ο θαλαμηπόλος εργάζεται διακεκομμένα, η απασχόληση του είναι ανθρωπίνως αδύνατο να αγγίζει ωράρια χερσαίας υπερωριακής απασχόλησης. Κρίνοντας επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η εργασία του ενάγοντος ανέρχεται μόνο στις 11 ώρες την ημέρα εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς κατά εν μέρει παραδοχή του πρώτου λόγου εφέσεως του ναυτικού θα επαναπροσδιοριστεί η αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση, αφού θα εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο αυτό και θα κρατήσει το παρόν δικαστήριο και θα δικάσει την υπόθεση ως προς το κεφάλαιο αυτό (άρθρο 535 του ΚΠολΔ), ενώ ο πρώτος λόγος εφέσεως της εργοδότριας με τον οποίο αυτή ισχυρίζεται ότι ο ναυτικός δεν απασχολήθηκε υπερωριακά, ενώ εκθέτει εντελώς αντιφατικά ότι εντέλει η μια επιπλέον ώρα απασχόλησης ημερησίως ή ενίοτε έχει εξοφληθεί, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Συνεπώς, με βάση το χρόνο εργασίας του στο πιο πάνω πλοίο και αν ληφθούν υπόψη οι προαναφερόμενες στη νομική σκέψη ρυθμίσεις της σσνε του έτους 2019 για την αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησης, ο ενάγων έπρεπε να λάβει ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας: Α) για την απασχόλησή του επί 29 Σάββατα και 5 αργίες (τον αριθμό των οποίων δεν αμφισβητεί η εναγόμενη) και συνολικώς επί 34 ημέρες και (34Χ12 ώρες=) 408 ώρες, το ποσό των (408 X 10,44 ευρώ) = 4.259,52 ευρώ, β) για την απασχόλησή του επί 167 καθημερινές και Κυριακές και συνολικά για (167Χ4ώρες=) 668 ώρες το ποσό των (668 X 8,70 ευρώ) =5.811,60 ευρώ. Επειδή έλαβε το ποσό των 3.132,05 ευρώ για την πρώτη αιτία και το ποσό των 1,212,62 ευρώ για τη δεύτερη όπως αναφέρει καθ’υποφοράν στην αγωγή του του οφείλεται συνολικά για υπερωρία το ποσό των 5.726,45 (1.127,47 + 4.598,98) ευρώ. Να σημειωθεί ότι με το δεύτερο λόγο εφέσεως η εργοδότρια επαναφέρει ισχυρισμό που πρότεινε πρωτοδίκως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με τον οποίο αιτείται να καταλογιστεί στο ως άνω ποσό της αμοιβής λόγω υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος το ποσό των 4.114,71 ευρώ, που εκείνος έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» του με τη συμφωνία να συμψηφίζονται με τις υπερωρίες που πραγματοποιούσε. Όμως από την επισκόπηση των πανομοιότυπων ατομικών συμβάσεων εργασίας του ναυτικού αποδεικνύεται ότι συμφωνήθηκε ρητά μόνο ότι “ο Ναυτικός δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέραν του κατά το ως άνω ποσού του κλειστού μισθού του” και στο άρθρο 4 των συμπληρωματικών όρων ότι “σε περίπτωση που για οποιαδήποτε αιτία πιστωθούν στο λογαριασμό μισθοδοσίας του ναυτικού ποσά που δεν δικαιούται αυτός, είτε γιατί δεν προβλέπονται από την παρούσα σύμβαση εργασίας, είτε γιατί δεν πραγματοποιήθηκε η εργασία του, είτε γιατί δεν δικαιολογείται το πιστωθέν ποσό από την όλη εργασιακή σχέση, η εταιρία ή ο πλοίαρχος δικαιούται να καταλογίσει τα αχρεωστήτως πιστωθέντα ποσά στον επόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας”. Από τα παραπάνω δεν αποδεικνύεται λοιπόν ότι συμφωνήθηκε συμψηφισμός κατά τον ισχυρισμό της εργοδότριας αφού σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας το επιμίσθιο αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού και συνεπώς μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές μόνον αν υπήρξε σχετική συγκεκριμένη συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές, διότι διαφορετικά αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου. Τα συμφωνηθέντα στις ατομικές συμβάσεις του εργαζόμενου δεν αποτελούν συγκεκριμένη συμφωνία συμψηφισμού αφού δεν καθορίζουν συγκεκριμένα το ποσό που θα συμψηφιστεί και δεν αρκεί η παραπομπή στις νόμιμες αποδοχές που ορίζονται από τις σσνε των οποίων μάλιστα αμφισβητείται ενίοτε η μετενέργεια. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι για το συμψηφισμό αυτών των “έκτακτων αμοιβών” απαιτείται ορισμένη και ειδική συμφωνία καταλογισμού και ότι τα παραπάνω ερμηνευόμενα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπουν οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές’ του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό δεύτερο λόγο εφέσεως της εργοδότριας, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Περαιτέρω, μετά την εν μέρει παραδοχή του συναφούς λόγου εφέσεως περί κακής εκτίμησης αποδεικτικού υλικού ως προς το ύψος των μηνιαίων αποδοχών αφού ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά λιγότερες ημέρες από αυτές που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση είναι άλλος θα επαναπροσδιοριστούν με άλλο μέσο όρο υπερωριακής αμοιβής πρωτίστως τα επιδόματα εορτών, κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού λόγους εφέσεως του ναυτικού ενώ θα απορριφθεί ο σχετικός λόγος εφέσεως της εργοδότριας με τον οποίο αυτή ισχυρίζεται ότι δεν έπρεπε να συνυπολογιστεί υπερωριακή απασχόληση στα επιδόματα εορτών διότι δεν πραγματοποιήθηκε. Με δεδομένο ότι με βάση την οικεια σσνε του έτους 2019 οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος το ένδικο χρονικό διάστημα ανέρχονται σε ποσό 4.042,96 ευρώ, δηλαδή 2.539,81 νόμιμες αποδοχές κατά τη σσνε [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας+265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 433,95 ευρώ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας (μισθός ενεργείας + επίδομα Κυριακών δια 22 ημέρες + τροφοδοσία 19,98 ευρώ Χ 5 ημέρες) + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής 1.503,15 ευρώ (η αμοιβή για υπερωρίες 10.071,12 /201 ημέρες εργασίας Χ30 ημέρες)], ο ενάγων δικαιούται: α) για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2021, δεδομένου ότι απασχολήθηκε το διάστημα από 24 -2-2021 έως 22-4-2021 (58 ημέρες), ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου κάθε οκτώ ημέρες απασχόλησης και δη το ποσό των 977,05 ευρώ (=4.042,96 : 2Χ1/15Χ7,25 οκταήμερα) έναντι του οποίου έλαβε όπως αναφέρει καθ’υποφοράν στην αγωγή του το ποσό των 497,35 ευρώ, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 479,70 ευρώ, β) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2021, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 16-6-2021 έως 1-8-2021, από 14-8-2021 έως 29-9-2021 και από 8-10-2021 έως 25- 11-2021 (143 ημέρες), ποσό ίσο με τα 2/25 των μηνιαίων αποδοχών του για κάθε 19 ημέρες εργασίας και δη ποσό 2.432,24 ευρώ (4.042,96 X2/25 X 7,52 δεκαεννιαήμερα), έναντι του οποίου έλαβε όπως αναφέρει καθ’υποφοράν στην αγωγή του το ποσό 1.274,81 ευρώ, και επομένως εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 1.157,43 ευρώ. Επομένως θα μεταρρυθμιστεί το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης μετά την εξέτασης της υπόθεσης εκ νέου από αυτό το δικαστήριο.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 16 της προαναφερόμενης ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2019, κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή το 1/22 του μισθού ενεργείας. Για την παρεχόμενη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή. Από τα αποσπάσματα ημερολογίου που προσκομίζονται μετ’επικλήσεως από την εργοδότρια αποδεικνύεται ότι πράγματι στις 29.9 και στις 31.7. ο ενάγων έλαβε άδεια διανυκτέρευσης. Αντίθετα δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε περαιτέρω τις υπόλοιπες ημερομηνίες που επικαλείται η εργοδότρια στο σχετικό λόγο έφεσης, και δεν αρκεί το γεγονός ότι στην πράξη δινόταν η δυνατότητα διανυκτέρευσης στους ναυτικούς, αν το πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι του Πειραιά, όπως εκθέτει αυτή με τον πέμπτο λόγο εφέσεως, αφού η διανυκτέρευση θα έπρεπε να σημειώνεται στ ημερολόγιο που επικυρώνεται από τη λιμενική αρχή. Συνεπώς κατά εν μέρει μόνο παραδοχή του σχετικού πέμπτου λόγου εφέσεως της εργοδότριας θα αφαιρεθούν οι δύο αυτές ημερομηνίες από την αποζημίωση που επιδίκασε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού θα εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο αυτό, διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και η αποζημίωση θα επαναπροσδιοριστεί μετά την επανεκδίκαση της υπόθεσης από το δικαστήριο τούου. Συνεπώς για 10 άδειες διανυκτέρευσης που δεν χορηγήθηκαν δηλαδή (2 φορές για έκαστο των μηνών Μάρτιο, Απρίλιο, Οκτώβριο και Νοέμβριο και 1 φορα για έκαστο των μηνών Ιούνιο και Αύγουστο του έτους 2021), ο ενάγων δικαιούται σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε το ποσό των (1.204,77/22X10 διανυκτερεύσεις) 547,62 ευρώ.
Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 33§ 7 της οικείας σσνε περί αμοιβής για τα δρομολόγια εξπρές που πραγματοποιεί το πλοίο στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Στις μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, περιλαμβάνονται και τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονται τακτικώς κάθε μήνα (ΕφΠειρ 235/2024 σε Ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, όμοια ΕΠ 328/2023 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο 1977, σελ. 148). Ακολούθως κατά εν μέρει παραδοχή του τρίτου λόγου εφέσεως του ναυτικού θα εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το σχετικό κεφάλαιο και μετά την επανεκδίκαση της ουσίας από το παρόν δικαστήριο θα επαναπροσδιοριστεί η αμοιβή που οφείλεται για τα δρομολόγια εξπρές που πραγματοποιούσε το πλοίο, αφού θα συνυπολογιστεί το ορθό ποσό της μέσης υπερωριακής αμοιβής απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως της εργοδότριας ότι δεν τελέστηκαν υπερωρίες και αλλά και η αναλογία επιδομάτων εορτών που κατά την άποψη που ακολουθεί το παρόν δικαστήριο περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές αφού καταβάλλονται κάθε χρόνο και μάλιστα συγκεκριμένη ημερομηνία. Να τονιστεί δε ότι συνομολογήθηκε από τον πρώτο βαθμό τόσο η πραγματοποίηση όσο και ο αριθμός των δρομολογίων εξπρές. Συνεπώς με μηνιαίες αποδοχές 4.042,96 ευρώ πλέον του μέσου όρου των επιδομάτων εορτών δηλαδή (977,05 + 2.432,24 = 3.409,29 : 12 =) 284,11 ευρώ η οφειλόμενη αμοιβή για τα 10 δρομολόγια ανέρχεται σε 4327,07: 30 χ 10 = 1442,35 ευρώ και επειδή ο ενάγω έλαβε ήδη 1.089,51 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 352,85 ευρώ.
Περαιτέρω ειδικώς, επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ, που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους, περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27), η οποία επαναλήφθηκε και ΣΣΝΕ 2019, ορίζουσα ότι: «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82). Η ίδια διάταξη της ανωτέρω ΣΣΝΕ κρίθηκε νομολογιακά ευμενέστερη τόσο για τους ναυτικούς, που δικαιούνται αποζημιώσεως αν δεν επαναπροσληφθούν σε πλοίο που συνεχίζει τους πλόες του μετά τη διακοπή τους, ανεξαρτήτως αν η αιτία της διακοπής αυτής περιλαμβάνεται η όχι στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 173 ΚΔΝΔ, όσο και για τους εργοδότες, αφού παρατείνει το χρόνο υποχρεωτικής (και άνευ δικαιώματος αποζημιώσεως) αναμονής των ναυτικών για την επαναπρόσληψή τους στις εξήντα [60] ημέρες, λαμβάνοντας υπόψη την ισόχρονη ανοχή του νόμου για τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων στην, συνηθέστερη στην πράξη, περίπτωση της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του, που, όπως εκτέθηκε, συνιστά παροπλισμό του κατά την έννοια του άρθρου 77 ΚΙΝΔ [ΜΕΠ 464/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Εν τούτοις, όπως ορίζεται και στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4948/2022, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 173 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973), καταργήθηκε σιωπηρά με τις διατάξεις του άρθρου δεύτερου παρ.4 και άρθρου έκτου παρ.1 έως και 5 του Ν. 2932/2001, καθώς επίσης καταργήθηκε και η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 174 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973) με τις διατάξεις του άρθρου τετάρτου α παρ.6 και άρθρου έκτου παρ.6 έως 8 του Ν. 2932/2001, διατάξεις (άρθρα πρώτο έως ένατο, ενδέκατο και εικοστό όγδοο παρ.1 του Ν. 2932/2001), οι οποίες ήδη καταργήθηκαν με το άρθρο 48 περ.γ του Ν. 4948/2022. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου Τρίτου του ν. 2932/2001 υπό τον τίτλο «Τακτική δρομολόγηση –Προϋποθέσεις», προβλέφθηκε ότι «1. Η δρομολόγηση επιβατηγού και οχηματαγωγού, επιβατηγού ή φορτηγού πλοίου γίνεται για περίοδο ενός έτους, που αρχίζει την 1η Νοεμβρίου (τακτική δρομολόγηση).». Κατά τις διατάξεις του άρθρου έκτου του ιδίου Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 Ν. 4676/2020 (ΦΕΚ A 67/19.3.2020) υπό τον τίτλο «Εκτέλεση και διακοπή δρομολογίων» «1. Η εκτέλεση των δρομολογίων που ανακοινώνονται είναι υποχρεωτική. 2. Ο πλοιοκτήτης ή περισσότεροι πλοιοκτήτες από κοινού δεν μπορούν να μεταβάλουν μονομερώς τα δρομολόγια, ούτε τον προγραμματισμένο χρόνο διακοπής τους. Η μεταβολή των δρομολογίων, συμπεριλαμβανομένης της δρομολογιακής γραμμής και του προγραμματισμένου χρόνου διακοπής τους, επιτρέπεται αν υποβάλλουν σχετικό αίτημα και κριθεί, με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από γνώμη του Σ.Α.Σ., ότι δεν διαταράσσεται η εξυπηρέτηση της γραμμής, ούτε δημιουργούνται διακρίσεις σε βάρος άλλων πλοιοκτητών, με την αποδοχή του αιτήματος. Για τη διατύπωση της γνώμης προς το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, το Σ.Α.Σ. δεσμεύεται από τις αρχές που προβλέπονται στον Κανονισμό Αρχών και Λειτουργίας του Σ.Α.Σ. … 3. Διακοπή εκτέλεσης των δρομολογίων επιτρέπεται: α) Για χρονικό διάστημα μέχρι 60 ημέρες εντός του οποίου διενεργείται υποχρεωτικά, εφόσον απαιτείται, και η ετήσια επιθεώρηση του πλοίου. Το χρονικό αυτό διάστημα δύναται: i) Να αυξηθεί με απόφαση των αρμόδιων αρχών για λόγους ανωτέρας βίας, όπως γενική ή μερική απεργία, εμπορικός αποκλεισμός εισαγωγής ή μεταφοράς αναγκαίων υλικών, φυσικές καταστροφές, που επηρεάζουν άμεσα την πρόοδο και την αποπεράτωση των εργασιών του πλοίου, για ίσο χρονικό διάστημα διάρκειας των λόγων αυτών, ύστερα από αίτημα του πλοιοκτήτη από το οποίο προκύπτει επαρκώς και τεκμηριωμένα η επέλευση και η διάρκεια των λόγων ανωτέρας βίας. ιι) Να κατανεμηθεί ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού ημερών ανά πλοίο ως ακολούθως: … β) Για αποκατάσταση ζημίας ή βλάβης και για χρονικό διάστημα που κρίνεται αναγκαίο γι` αυτήν. γ) Για εκτέλεση μετασκευών ή διαρρυθμίσεων ή αντικατάσταση των κύριων μηχανών πρόωσης ή εργασιών ευρείας έκτασης συντήρησης του πλοίου. Οι εργασίες αυτές πρέπει να εκτελούνται μόνο κατά τη διάρκεια της προγραμματισμένης ακινησίας για ετήσια επιθεώρηση και κατά παράταση αυτής για τριάντα (30) ακόμα ημέρες, αν κρίνεται αναγκαία η συνέχιση τους και εφόσον οι συγκοινωνιακές ανάγκες της γραμμής το επιτρέπουν. Το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να αυξηθεί με απόφαση των αρμόδιων αρχών για λόγους ανωτέρας βίας, όπως γενική ή μερική απεργία, εμπορικός αποκλεισμός εισαγωγής ή μεταφοράς αναγκαίων υλικών, φυσικές καταστροφές, που επηρεάζουν άμεσα την πρόοδο και την αποπεράτωση των εργασιών του πλοίου, για ίσο χρονικό διάστημα διάρκειας των λόγων αυτών, ύστερα από αίτημα του πλοιοκτήτη από το οποίο προκύπτει επαρκώς και τεκμηριωμένα η επέλευση και η διάρκεια των λόγων ανωτέρας βίας. δ) Λόγω εξαιρετικής ανάγκης ή ανωτέρας βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως δυσμενών καιρικών συνθηκών ή έκτακτης επιθεώρησης. Αμέσως μετά την άρση του γεγονότος το πλοίο εκτελεί τα δρομολόγια του κατά τον ενδεδειγμένο σύμφωνα με τις περιστάσεις τρόπο. 4. Για την ακινησία του πλοίου στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, απαιτείται εγγραφή στο ημερολόγιο του πλοίου και θεώρηση αυτής από τη λιμενική αρχή. Για τις περιπτώσεις β` και γ` απαιτείται και αίτηση του πλοιοκτήτη, καθώς και έγκριση του Υπουργείου, η οποία δίνεται ύστερα από γνωμάτευση του Κλάδου Ελέγχου Εμπορικών Πλοίων ότι συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την ακινησία. 5. Με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από αίτηση του πλοιοκτήτη και γνώμη του Σ.Α.Σ., μπορεί να ορίζεται ειδικότερα η διακοπή εκτέλεσης δρομολογίων: α) μέχρι σαράντα πέντε συνεχόμενες ημέρες, εφόσον οι συγκοινωνιακές ανάγκες της γραμμής καλύπτονται από τα ήδη δρομολογημένα πλοία, β) σε γραμμή ή γραμμές μικρών αποστάσεων με εποχιακή μόνο κίνηση. Το αίτημα διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων της περίπτωσης α` της παραγράφου αυτής και μέχρι τη σύγκληση του Σ.Α.Σ. μπορεί να γίνεται αποδεκτό από υφιστάμενα όργανα, εξουσιοδοτημένα με απόφαση του Υπουργού. 6. Ο πλοιοκτήτης υποχρεούται να έχει το πλοίο στελεχωμένο, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί οργανικής σύνθεσης πληρώματος κατά το χρόνο δραστηριοποίησης του, εκτός από το χρονικό διάστημα διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων της παραγράφου 5, των περιπτώσεων α` και γ` της παραγράφου 3 και της περίπτωσης β` της παραγράφου 3 μετά την πάροδο τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημερών και εφόσον διαρκεί η βλάβη ή η ζημία. 7. Εάν ο πλοιοκτήτης παραβεί τις πιο πάνω υποχρεώσεις, ανεξάρτητα από την επιβολή άλλων κυρώσεων, επιβάλλεται κάθε μήνα στον πλοιοκτήτη, με απόφαση της Λιμενικής Αρχής του αφετήριου λιμένα δρομολογίων του πλοίου, πρόστιμο ίσο προς τη μισθοδοσία, που θα καταβαλλόταν με βάση την οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, στους ελλείποντες από την οργανική σύνθεση πληρώματος ναυτικούς, προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%). Από το ποσό του προστίμου ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) αποδίδεται στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.) υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθένειας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.). 8. Οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων δεν δικαιούνται την προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις αποζημίωση, αν ναυτολογηθούν στο πλοίο αμέσως μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων ή αν δεν αποδεχθούν την επαναυτολόγησή τους με τους ίδιους, όπως πριν την απόλυση τους, όρους.». Με την αμέσως ανωτέρω διάταξη επομένως, σε περίπτωση διακοπής των πλόων δρομολογημένου πλοίου, όπως εν προκειμένω, για χρονικό διάστημα μέχρι 60 ημέρες εντός του οποίου διενεργείται υποχρεωτικά, εφόσον απαιτείται, και η ετήσια επιθεώρηση του πλοίου, ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου, μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει αμέσως μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος των εν λόγω εξήντα [60] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του. Για τον υπολογισμό εξάλλου της εν λόγω αποζημιώσεως απολύσεως, σε συνάφεια με τα ισχύοντα και υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, η αποζημίωση μη πραγματοποιηθείσας αδείας, τα επιδόματα εορτών, ως και κάθε άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς, καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς, καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΕφΠειρ 214/2024 δημοσιευμένη σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς ΕφΠειρ 283/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απολύθηκε την 4.11.2020 λόγω διακοπής των δρομολογίων της εναγομένης. Η διακοπή αυτή σύμφωνα με το προσκομιζόμενο σχετικό 2α αφορούσε εργασίες ετήσιας επιθεώρησης, η οποία θα εκτελείτο από 1912.2020 έως 5.2.2021 αντί το Μάρτη του 2021, όπως είχε οριστεί αρχικά. Η προαναφερόμενη διακοπή των δρομολογίων σύμφωνα με το ν. 2932/2001 διήρκεσε από 4.11.2020 μέχρι και 18.12.2020 σύμφωνα με την 192155/10-20 απόφαση ΥΝΑΝΠ/ α.λ.σ.-ελ.ακτ/ΔΘΣ 1Ο μετά από σχετική γνωμοδότηση. Στα πλαίσια της διακοπής αυτής ο ενάγων ναυτολογήθηκε μετά τις 60 ημέρες δηλαδή στις 24.2.2021. Στην επίδικη έννομη σχέση λόγω του είδους των δρομολογίων που εκτελούσε το πλοίο και επομένως της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 27 της ανωτέρω ΣΣΝΕ επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων 2019, η οποία έχει κριθεί ότι είναι ευμενέστερη για τον εργαζόμενο (ΜονΕφΠειρ. 590/2023, ΜονΕφΠειρ 464/2021 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΜονΕφΠειρ 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82) δεδομένου ότι προβλέπει μεγαλύτερο αριθμό ημερομισθίων αποζημίωσης. Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη: «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου παλαιού άρθρου 174 ΚΔΝΔ, καθώς επίσης και του άρθρου έκτου του Ν. 2932/2001, που ίσχυε κατά την ένδικη περίοδο και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπονταν στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ και ακολούθως στο άρθρο έκτο του Ν. 2932/2001, τα δρομολόγια αυτά θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης. Επειδή η εναγομένη δεν πρότεινε επαναυτολόγηση στο ναυτικό εντός 60 ημέρων, δηλαδή έως την 3.1.2021, και αυτός ως μισθοδοτούμενος και εξαρτημένος από το μισθό του δικαιούται την προβλεπόμενη από τη σσνε αποζημίωση απόλυσης 22 ημερομισθίων την οποία οφείλει να την καταβάλει η εργοδότρια και δεν απαλλάσσεται αυτή λόγω ανωτέρας βίας όπως ισχυρίζεται με τον έκτο λόγο εφέσεως της ο οποίος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Για τον υπολογισμό της αποζημίωσης θα υπολογιστεί κάθε παροχή του εργοδότη δηλαδή ο ορθός μέσος όρος αμοιβής λόγω υπερωριακής απασχόλησης και η μηνιαία αναλογία επιδομάτων εορτών κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως του εργαζομένου και συνεπώς του οφείλονται 4327,07: 30 χ 22 = 3.173,18 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι αυτός απολύθηκε στις 22.4.2021 λόγω αδείας, αλλά εντός 60 ημερών δηλαδή στις 16.6.2021 η εναγομένη του πρότεινε εργασία στο ίδιο πλοίο με τα ίδια εργασιακά καθήκοντα και συνεπώς δεν του οφείλονται τα 15 ημερομίσθια που του επιδικάσθηκαν πρωτοδίκως κατά παραδοχή του σχετικού 7ου λόγου εφέσεως της πλοιοκτήτριας εταιρίας, και συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί ο λόγος εφέσεως του ναυτικού περί εσφαλμένου υπολογισμού αυτής της αποζημίωσης. Συνεπώς θα εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο της αυτό θα κρατήσει το παρόν δικαστήριο και θα δικάσει ως προς αυτό την υπόθεση (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) και θα απορρίψει το σχετικό κονδύλι ως ουσιαστικά αβάσιμο. Τέλος κρίνεται απορριπτέος ο λόγος εφέσεως με τον οποίο ο ναυτικός παραπονείται ότι δεν του επιδικάστηκαν τόκοι στο επίδομα εορτών Χριστουγέννων από την ημερομηνία της τελευταίας απόλυσης του. Τούτο δε διότι το επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2021 και είναι τοκοφόρο από 1.1.2022 (περί του ότι για την πληρωμή του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων ως δήλη ημέρα καταβολής ορίζεται από το νόμο η 31η Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο οφείλεται και, συνεπώς, η τοκοφορία του δεν άρχεται σε προγενέστερο χρονικό σημείο βλ. ΜονΕφΠειρ. 244/2024 ΜονΕφΠειρ 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 265/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου τούτου στο διαδίκτυο, όπου και περαιτέρω παραπομπές), και η επικαλούμενη από το ναυτικό διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 της σχετικής σσνε εφαρμόζεται, όπως ήδη προαναφέρθηκε, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981) και δεν είναι ειδικότερη ως προς τη δήλη μέρα καταβολής του επιδόματος εορτών κρίση η οποία προκύπτει από την τελολογική ερμηνεία της διάταξης.
Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να γίνει να γίνουν κατά ένα μόνο μέρος δεκτές αμφότερες οι εφέσεις κατ’ουσίαν να εξαφανιστεί στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτέλεσης η εκκαλουμένη απόφαση (ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48,1507, Σ.Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. Ε΄σελ. 430-431 παρ. 1143), διότι όταν εξαφανίζεται ολικά ή εν μέρει η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, ολικά και στις δύο περιπτώσεις, στην μεν πρώτη ως αναγκαίο επακόλουθο της εξαφανίσεως της αποφάσεως, στη δε δεύτερη εν όψει της αναγκαιότητος ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως (ΑΠ 192/1998 ΕλΔ 39.825). Συνεπώς το παρόν δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ) τη με αριθμό 3691/1833/2022 αγωγή εφόσον αυτή αρμοδίως (άρθρα 16, 25 παρ. 2, 33 Κ.Πολ.Δ., 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτώς εισήχθη στο Δικαστήριο, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και έχει νόμιμο έρεισμα σε όλες τις προαναφερόμενες διατάξεις και επιπλέον σε εκείνες των άρθρων 361, 648 επ. 341, 346 ΑΚ. Η αγωγή θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.726,45 + 479,70 + 1.157,43 + 547,62 + 352,85 + 3.173,18 = 11.437,23 ευρώ με νόμιμο τόκο όπως πρωτοδίκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, πλήν του ποσού των 1.157,43 ευρώ το οποίο οφείλεται εντόκως από την 1.1.2022. Το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση κρίνεται συνακόλουθα απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης τις 5.000 ευρώ που έχει καταβληθεί ως προσωρινά εκτελεστό στο ναυτικό. Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνει μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος την εναγομένη σύμφωνα με τα όσα θα αναφερθούν ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρο 191 παρ. 2, 183, και 178 του ΚΠολΔ), ενώ τα υπόλοιπα έξοδα θα συμψηφιστούν λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τις από 20.7.2023 και 8.2.2024 και με αριθμούς κατάθεσης …./2023 και ……/2024 και προσδιορισμού …./2023 και …/2024 εφέσεις κατά της με αριθμό 847/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της από 28.4.2022 με αριθμό κατάθεσης …./2022 αγωγής
Δέχεται τυπικά τις εφέσεις
Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό
Δέχεται κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν τις εφέσεις
Εξαφανίζει τη με αριθμό 847/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
Κρατεί και αναδικάζει την υπόθεση επί της με αριθμό ……../2022 αγωγής
Δέχεται κατά ένα μέρος τη με αριθμό ………../2022 αγωγή
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έντεκα χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα επτά ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (11.437,23) ευρώ με νόμιμο τόκο όπως πρωτοδίκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, πλήν του ποσού των χιλίων εκατόν πενήντα επτά ευρώ και σαράντα τριών λεπτών του ευρώ (1.157,43) το οποίο οφείλεται εντόκως από την 1.1.2022
Επιβάλει σε βάρος της εναγομένης εκκαλούσας μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσία, δηλαδή το ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Νοεμβρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ