Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 553/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  553/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του καλούντος – εφεσίβλητου – ενάγοντος: ……… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία-Ελένη Αθανασιάδη (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Της καθ’ ης η κλήση – εκκαλούσας – πρώτης εναγόμενης: ………….. η οποία εμφανίσθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Σφήκα (ΑΜ ……….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 18.11.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …/2019 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2508/2021 οριστική απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη. Η εκκαλούσα – πρώτη εναγόμενη προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 23.12.2021 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/23.12.2021 και ειδικό …/23.12.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/23.12.2021 και ειδικό …/23.12.2021, για τη δικάσιμο της 12.01.2023, κατά την οποία δικάσθηκε ερήμην της εκκαλούσας και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 113/2023 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 18.04.2023 κλήση του εφεσίβλητου – ενάγοντος που κατατέθηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./08.05.2023 και ειδικό ..…/08.05.2023, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 16.11.2023 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 18.04.2023 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./08.05.2023 και ειδικό …/08.05.2023 κλήση του εφεσίβλητου – ενάγοντος που κατατέθηκε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση η από 23.12.2021 έφεση της εκκαλούσας – πρώτης εναγόμενης που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/23.12.2021 και ειδικό …./23.12.2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης γενικό …/23.12.2021 και ειδικό …/23.12.2021, για τη δικάσιμο της 12.01.2023, κατά την οποία δικάσθηκε ερήμην της εκκαλούσας και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 113/2023 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης.

Σύμφωνα με το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, αφού η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την έναρξη της ισχύος του, «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 1906/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 94/2011 ΝΟΜΟΣ) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει με το δικόγραφο αυτής και τις προτάσεις του, όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι αυτός δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας, με την έφεσή του, τις συνέπειες που η απουσία του επέφερε. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος διαδίκου, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει, προηγουμένως, κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 1075/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 884/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 45.1100, ΜονΕφΠειρ 433/2016 ΝΟΜΟΣ). Αν ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τακτική παραδοχή της έφεσης χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 2150/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 907/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 121/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 307/2018 ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνο ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξόφλησης, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (ΜονΕφΠειρ 23/2017 ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 18.11.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό ……/2019 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2508/2021 απόφασή του, αφού δίκασε ερήμην των εναγόμενων, απέρριψε την αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πρώτη εναγόμενη, με εφαρμογή του τεκμηρίου ερημοδικίας κατ’ άρθρο 271 παρ. 3 του ΚΠολΔ, διότι, λόγω της ερημοδικίας της πρώτης εναγόμενης, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρήθηκαν ομολογημένοι, και υποχρεώθηκε η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 20.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την παρέλευση της ταχθείσας με την από 15.10.2019 εξώδικη δήλωση προθεσμίας των πέντε (5) ημερών, ήτοι από την 22.10.2019 και καταδικάσθηκε η πρώτη εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος. Την απόφαση αυτή προσβάλλει η πρώτη εναγόμενη με την από 23.12.2021 έφεσή της και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή στο σύνολό της. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα – πρώτη εναγόμενη την 25.11.2021 (βλ. την υπ’ αριθ. …./25.11.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών … …….), η δε κρινόμενη από 23.12.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ήτοι την 23.12.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/23.12.2021 και ειδικό .…./23.12.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή, σύμφωνα με το αναφερόμενο στη νομική σκέψη άρθρο 528 του ΚΠολΔ, ενόψει του ότι η πρώτη εναγόμενη ήδη εκκαλούσα με την έφεσή της αρνείται την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, προβάλλοντας εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και αφού εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί και να δικασθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα – πρώτη εναγόμενη το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδη σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με την αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 του ΑΚ και 386 του ΠΚ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη. Έτσι, είναι αδιάφορο αν οι παραπλανητικές ενέργειες ήταν η μοναδική αιτία της πλάνης, ενώ δεν αποκλείει τον μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο το γεγονός ότι σ’ αυτή συνέβαλε και η αμέλεια ή η ελαφρότητα του εξαπατηθέντος, με την έννοια ότι η πλάνη δεν θα δημιουργείτο σε ένα προσεκτικότερο άτομο (ΑΠ 932/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 16/2005 ΝΟΜΟΣ). Δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται και σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη ή την αποσιώπηση κρίσιμων γεγονότων, αναγόμενων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 1046/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 932/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 895/2011 ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 386 του ΠΚ, ερμηνευομένης ενόψει και του άρθρου 27 του ΠΚ, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημίας αυτής, αλλά και όταν την γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται τη δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημίας, είτε ως αναγκαία, είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 147 του ΑΚ, απάτη αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ’ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισής του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωσή του (ΑΠ 201/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 282/2010 ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση (ΑΠ 832/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1269/2017 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα σε περίπτωση παρότρυνσης του αγοραστή σε δήλωση βούλησης και κατάρτιση της σύμβασης πώλησης με απάτη, πρέπει η απάτη να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή, με την οποία αυτός με πρόθεση επιδιώκει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον αγοραστή, ανεξάρτητα αν η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων αναφερόμενων στο παρελθόν, το παρόν ή και το μέλλον ως αληθών ή σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγοραστή που τα αγνοεί ήταν επιβαλλόμενη από την καλή πίστη ή από την υφιστάμενη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ πωλητή και αγοραστή. Πρόκειται για την αστική απάτη, η οποία υφίσταται, όταν ο ένας των συμβαλλομένων με πρόθεση προκαλεί, με κάθε δόλιο μέσο ή τέχνασμα, τη δήλωση της βούλησης του αντισυμβαλλόμενου προς κατάρτιση της δικαιοπραξίας, δηλαδή το μέσο αυτό υπήρξε το αποφασιστικό αίτιο, το οποίο οδήγησε τον αντισυμβαλλόμενο στην κατάρτιση της δικαιοπραξίας (ΑΠ 342/1995 ΕλλΔνη 37. 322). Περαιτέρω, στο άρθρο 197 του ΑΚ ορίζεται ότι “κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη”, ενώ στην πρώτη παράγραφο του επόμενου άρθρου 198 του ΑΚ προβλέπεται ότι “όποιος κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης προξενήσει υπαίτια στον άλλο ζημία είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει και αν ακόμη η σύμβαση δεν καταρτίστηκε”. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς εκείνες του άρθρου 298 του ΑΚ, συνάγονται τα εξής: Προϋποθέσεις της προσυμβατικής ευθύνης είναι: α) ύπαρξη σταδίου διαπραγματεύσεων, το οποίο αρχίζει από τη στιγμή που θα πραγματοποιηθεί η προσέγγιση των προσώπων που ενδιαφέρονται για τη σύναψη ισχυρής μεταξύ τους σύμβασης, για τη διερεύνηση των δυνατοτήτων σύναψης και καθορισμού των όρων αυτής και λήγει είτε με την οριστική διακοπή των διαπραγματεύσεων, είτε με τη σύναψη της σύμβασης (προσυμφώνου ή της κυρίας συμβάσεως) και φυσικά άμα η σύμβαση αυτή περιληφθεί τον τυχόν απαιτούμενο νόμιμο ή δικαιοπρακτικό τύπο κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ. 2 του ΑΚ (ΑΠ 12/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5246/1998 ΕλλΔνη 1998. 1353, ΜονΕφΑιγ 34/2020 ΝΟΜΟΣ), β) συμπεριφορά αντίθετη προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατά το ανωτέρω στάδιο, γ) επέλευση ζημίας, δ) υπαιτιότητα, για την οποία αρκεί και η κατ` άρθρο 330 εδ. β’ του ΑΚ αμέλεια, ε) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της υπαίτιας αντισυναλλακτικής και κακόπιστης συμπεριφοράς του ζημιώσαντος και της ζημίας. Ειδικότερα, υπό την έννοια των παραπάνω διατάξεων, συμπεριφορά των μερών σύμφωνη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη είναι η επιβαλλόμενη στα μέρη συναλλακτική ευθύτητα κατά την αντίληψη του έμφρονος συναλλασσομένου, η τήρηση δηλαδή από τα μέρη των τρόπων ενέργειας που γενικώς ακολουθούνται στις εντίμως διεξαγόμενες συναλλαγές, ενώ διαπραγματεύσεις είναι οι προφορικές ή έγγραφες ανταλλαγές απόψεων των ενδιαφερομένων για τη σύναψη συμβάσεως, με τις οποίες επιδιώκεται η βαθμιαία προσέγγιση των διαφορετικών αρχικών θέσεών τους σχετικά με τους όρους της υπό συζήτηση συμβάσεως μέχρι και την τελική σύμπτωσή τους ή την αδυναμία τέτοιας σύμπτωσης. Το στάδιο των διαπραγματεύσεων διαρκεί μέχρι την διακοπή τους και ματαίωση της σύμβασης ή την κατάρτισή της. Κατά το στάδιο αυτό επιβάλλεται η παροχή διασαφητικών πληροφοριών και εξηγήσεων σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης και μάλιστα τέτοιων που θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην απόφαση του άλλου, δηλαδή η λεγόμενη υποχρέωση διαφώτισης και προστασίας. Πάντως, η υποχρέωση αυτή της διαφώτισης και προστασίας δεν φτάνει μέχρι το σημείο να επεκτείνεται και σε όσα θέματα το άλλο μέρος θα όφειλε και θα μπορούσε να πληροφορηθεί με δική του επιμελή έρευνα. Η αδικαιολόγητη διακοπή των διαπραγματεύσεων τότε μόνο αντίκειται στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, όταν οι διαπραγματεύσεις είχαν ουσιαστικώς περατωθεί με συμφωνία των ενδιαφερομένων επί όλων των αφορώντων τη σύμβαση σημείων και υπολειπόταν η απαιτούμενη από το νόμο ή τη συμφωνία των μερών τυπική κατάρτισή της ή όταν υπήρχαν διαβεβαιώσεις ότι θα καταρτιζόταν η σκοπούμενη σύμβαση (ΑΠ 1100/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 554/2011 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις έχει εφαρμογή και επί ματαιώσεως καταρτίσεως της συμβάσεως σε χρόνο, κατά τον οποίο οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών έχουν τερματισθεί οριστικώς με συμφωνία τούτων επί όλων των αφορώντων τη σύμβαση σημείων και δεν υπολείπεται παρά μόνον η τυπική υπογραφή της συμβάσεως, περί της οποίας ο υπαίτιος της ματαιώσεως είχε δώσει στον αντισυμβαλλόμενο σαφείς διαβεβαιώσεις ότι θα πρέπει να θεωρείται αυτή ως βεβαία (ΑΠ 197/2007 ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, ο υπαίτιος της ματαιώσεως της σύμβασης είναι υπόχρεος να αποζημιώσει τον άλλον, στον οποίο δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση περί βεβαίας συνάψεως της σύμβασης, με συνέπεια να πιστέψει ως επικείμενη την κατάρτισή της. Tην ευθύνη από τις διατάξεις των άρθρων 197-198 του ΑΚ φέρει κατ’ αρχήν, αν κατά τις διαπραγματεύσεις χρησιμοποιήθηκε αντιπρόσωπος ή άλλος προστηθείς, ο αντιπροσωπευόμενος, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται προσωπική ευθύνη των πιο πάνω προσώπων, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ. Όταν, όμως, εκείνος που προέβη σε διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση της σύμβασης με τον αντιπρόσωπο ή τον προστηθέντα, εμπιστεύθηκε και απέβλεψε στο πρόσωπο αυτού, τότε υπεύθυνος από τις διαπραγματεύσεις είναι και ο ίδιος ο αντιπρόσωπος ή ο προστηθείς. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, όπως και στην περίπτωση της από κοινού πρόκλησης της εμπιστοσύνης από αντιπρόσωπο και αντιπροσωπευόμενο και από κοινού προς αυτούς παροχή της εμπιστοσύνης του άλλου μέρους, υπάρχει ευθύνη και των δύο, ευθυνομένων εις ολόκληρο (ΑΠ 59/2024 ΝΟΜΟΣ). Ως ζημία νοείται το καλούμενο αρνητικό της σύμβασης διαφέρον ή διαφέρον εμπιστοσύνης, δηλ. η ζημία που υπέστη ο διαπραγματευόμενος, επειδή πίστεψε στην κατάρτιση της σύμβασης και την οποία θα είχε αποφύγει, αν από την αρχή τηρούσε αρνητική στάση και όχι το διαφέρον εκπλήρωσης της σύμβασης, αφού τα μέρη δεν είχαν νομική υποχρέωση για τη σύναψή της. Αποκαθίσταται ιδίως η ζημία που αυτός υπέστη, διότι, πιστεύοντας δικαιολογημένα ότι επίκειται κατάρτιση της σύμβασης, υποβλήθηκε σε δαπάνες ή απέκρουσε άλλη ευκαιρία προς σύναψη παρόμοιας σύμβασης με τους αυτούς ή ευνοϊκότερους όρους (ΟλΑΠ 37/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 347/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 606/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 334/2015 ΝΟΜΟΣ). Η ζημία δε αυτή πρέπει να βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την αθέμιτη ή την αντίθετη συμπεριφορά του άλλου προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και η υπαίτια συμπεριφορά που προκάλεσε τη ζημία να εκδηλώνεται κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων (ΑΠ 920/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1100/2020 ΝΟΜΟΣ). Το αρνητικό διαφέρον περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την περιουσιακή μείωση (ΕφΑθ 4913/1991 ΕλλΔνη 33. 881), όπως τις δαπάνες για τη σύναψη της σύμβασης (ΕφΑθ 5857/1990 ΕλλΔνη 34. 1629) και την προκαταβολή, εφόσον είναι επακόλουθο του προσυμβατικού πταίσματος (ΑΠ 1303/1984 ΝοΒ 33. 993, ΕφΑθ 8566/2007 ΕλλΔνη 2008. 841). Στην περίπτωση ματαίωσης της κατάρτισης σύμβασης πώλησης, την οποία ο αγοραστής πίστεψε ως επικείμενη και για το λόγο αυτό απέκρουσε άλλη ευκαιρία για την σύναψη αγοράς με τους ίδιους ή παραπλήσιους συγκριτικά όρους με εκείνης που ματαιώθηκε, δικαιούται να ζητήσει τη διαφορά του τιμήματος της αγοράς που απέκρουσε από το μεγαλύτερο, λόγω ανατίμησης, τίμημα μεταγενέστερης αγοράς του ή αυτό που απώλεσε από την απόκρουση άλλης ευκαιρίας για σύναψη όμοιας σύμβασης, με τους ίδιους ή ευνοϊκότερους όρους (ΑΠ 280/2013 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, για την πληρότητα κατ’ άρθρο 216 του ΚΠολΔ της αγωγής αποζημίωσης λόγω ευθύνης από διαπραγματεύσεις, αρκεί να μνημονεύεται στο αγωγικό δικόγραφο η ύπαρξη σχέσης διαπραγματεύσεων, η αντισυναλλακτική συμπεριφορά του εναγόμενου, η υπαιτιότητά του, η ζημία καθώς και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ συμπεριφοράς και ζημίας. Τέλος, αν κάποιος κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων επιδείξει συμπεριφορά αντίθετη με τα χρηστά ήθη, τότε παράλληλα με την ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις θεμελιώνεται κατ’ αυτού και αξίωση από αδικοπραξία, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις των άρθρων 919 και 914 επ. του ΑΚ (ΑΠ 920/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 223/2016 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 919 του ΑΚ όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 10/1991 ΝΟΜΟΣ), για την κρίση δε της υπάρξεως ή μη υπάρξεως αντιθέσεως της συγκεκριμένης συμπεριφοράς προς τα χρηστά ήθη εκτιμάται όχι μεμονωμένο στοιχείο, όπως το αίτιο ή ο σκοπός του δράστη, αλλά το σύνολο των συνθηκών και περιστάσεων που συνοδεύουν την προσβαλλόμενη ως επιλήψιμη συμπεριφορά. Προϋποθέσεις εφαρμογής της πιο πάνω διάταξης είναι: α) ανθρώπινη συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη αναγόμενη σε άσκηση δικαιώματος), β) αντίθεση της συμπεριφοράς αυτής στα χρηστά ήθη, γ) πρόθεση επαγωγής ζημίας, δ) να προκλήθηκε πράγματι η ζημία και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας, τέτοια δε συμπεριφορά υπάρχει, όταν, κατ’ αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, η συγκεκριμένη συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο (ΑΠ 1586/2022 ΝΟΜΟΣ). Η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική, εξετάζεται αντικειμενικά και σύμφωνα με την αντίληψη του υγιώς κατά το δίκαιο σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η πρόθεση (δόλος) έχει την έννοια ότι ο ζημιώσας ήξερε ότι με τη συμπεριφορά του θα ζημιωνόταν κάποιος άλλος και ήθελε την πρόκληση της ζημίας. Εκτός όμως από τον άμεσο δόλο, που υπάρχει όταν ο υπαίτιος ενήργησε με αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλο, αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος (ΟλΑΠ 10/1991 ΝΟΜΟΣ), δηλαδή αρκεί ο υπαίτιος να γνώριζε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρά ταύτα να μην απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη. Η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς και της ζημίας που επήλθε στον παθόντα, έχει την έννοια ότι η πράξη ή παράλειψη του υπαιτίου, ενόψει των ειδικών περιστάσεων και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ήταν πρόσφορη αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος. Δηλαδή, για την ύπαρξη ευθύνης από τις διαπραγματεύσεις, απαιτείται συμπεριφορά αντίθετη στην καλή πίστη και στα συναλλακτικά ήθη, ενώ για να θεμελιωθεί παράλληλα και ευθύνη από αδικοπραξία θα πρέπει να υφίσταται πλέον των λοιπών προϋποθέσεων των άρθρων 919 και 914 του ΑΚ και συμπεριφορά αντίθετη με τα χρηστά ήθη, δεδομένου ότι η αντίθεση της συμπεριφοράς προς τα συναλλακτικά ήθη αρκεί για τη θεμελίωση της ευθύνης από διαπραγματεύσεις, όχι όμως και για την ευθύνη από το άρθρο 919 του ΑΚ, για την εφαρμογή του οποίου απαιτείται και συμπεριφορά αντίθετη στα χρηστά ήθη (ΑΠ 59/2024 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1523/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 920/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 223/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 159, 166, 180, 369, 513 και 1033 του ΑΚ προκύπτει ότι η σύμβαση για την πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου, καθώς και το περί αυτής προσύμφωνο, υπόκεινται στο συστατικό τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται την απόλυτη ακυρότητα της συμβάσεως ή του προσυμφώνου, που θεωρούνται σαν να μην έγιναν. Αν σε εκτέλεση του άκυρου κατά τα ανωτέρω προσυμφώνου καταβλήθηκε ολόκληρο ή μέρος του προσυμφωνηθέντος τιμήματος, αυτό αναζητείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΟλΑΠ 2/1987 ΝοΒ 36. 69, ΑΠ 1709/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 828/2003 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 460/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 685/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 54/2007 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά τις τελευταίες διατάξεις του άρθρου 904 του ΑΚ αναγνωρίζεται αξίωση προς απόδοση της ωφελείας που αποκτήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου και όταν η παροχή έγινε σε εκτέλεση της σύμβασης, για την οποία ο νόμος απαιτεί την τήρηση ορισμένου τύπου και ο τύπος αυτός δεν τηρήθηκε. Στην περίπτωση αυτή η σύμβαση, για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου, θεωρείται ως μη γενόμενη, και επομένως δεν υπάρχει νόμιμη αιτία που να δικαιολογεί τη διατήρηση της παροχής στο λήπτη (ΑΠ 1709/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 653/2011 ΝοΒ 2011. 2121, ΑΠ 852/2000 ΕλλΔνη 41. 1654, ΕφΠειρ 738/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 399/2012 ΕΦΑΔ 2012. 718, ΜονΕφΠειρ 330/2020 ΝΟΜΟΣ). Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), κατ’ άρθρο 219 του ΚΠολΔ, της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, λόγω του επιβοηθητικού χαρακτήρα της ως άνω α­γωγής, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, τούτο δε διότι, ε­φόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σε αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βά­ση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Όταν, όμως, η εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για την νο­μική πληρότητα της άνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση των τεσσάρων προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α’ του ΑΚ, δηλαδή α) πλουτι­σμός του υπόχρεου, β) επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) έλλειψη νόμιμης αιτίας, και συγκεκριμένα ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές οι προϋποθέσεις θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισ­μό, πλην όμως είναι αναγκαία στην περίπτωση αυτή η απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κυρία αγωγική βάση ασκούμενων αξιώσεων από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1325/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1480/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1450/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 170/2016 ΝΟ­ΜΟΣ, ΑΠ 2019/2007, ΕΕργΔ 2009. 255). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 402 και 403 του ΑΚ συνάγεται ότι αρραβώνας είναι η παρεπόμενη συμφωνία κάποιας τελείας συμβάσεως, όπως και το προσύμφωνο, που θεμελιώνεται δια δόσεως ορισμένου περιουσιακού στοιχείου (re), με σκοπό εκπτώσεως ή αποδόσεως διπλάσιου αυτού σε περίπτωση κατά την οποία δεν θα εκπληρωθεί υπαιτίως η κυρία σύμβαση (ΕφΠειρ 685/2013 ΝΟΜΟΣ). Πάντως, ενόψει της φύσης του αρραβώνα ως εκποιητικής πράξης, δυνάμει της οποίας επέρχεται άμεση μεταβίβαση της κυριότητας του δοθέντος πράγματος, αυτός διακρίνεται, πλην των άλλων, από την προκαταβολή μέρους της κυρίας συμβατικής παροχής. Η ανάγκη αυτής της διάκρισης ανακύπτει οσάκις το διδόμενο αντικείμενο είναι ομοειδές προς το αντικείμενο της κυρίας συμβατικής παροχής του δίδοντος, προκρίνεται δε, σε περίπτωση αμφιβολίας, η επιεικέστερη λύση, ότι δηλαδή το δοθέν είναι προκαταβολή και όχι αρραβώνας. Επομένως, κατά μείζονα λόγο, όταν προκαταβάλλεται μέρος της κυρίας συμβατικής παροχής, το ως προκαταβολή δοθέν δεν μπορεί να συμφωνηθεί ταυτοχρόνως και ως αρραβώνας, αφού η έννοια του αρραβώνα προϋποθέτει «δόση» πράγματος επιφέρουσα μετάθεση της κυριότητας αυτού, ενώ το δοθέν ως προκαταβολή εκφεύγει πλέον της εξουσίας του δίδοντος και δεν μπορεί εκ νέου να «δοθεί» στον αντισυμβαλλόμενο, αυτή τη φορά ως αρραβώνας (ΕφΠειρ 685/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1847/2010 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑιγ 34/2020 ΝΟΜΟΣ).

Ο ενάγων στην από 18.11.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …/2019 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε, κατά προσήκουσα εκτίμηση του δικογράφου, ότι το μήνα Οκτώβριο του έτους 2018 η πρώτη εναγόμενη εκπροσωπούμενη από τον δεύτερο εναγόμενο, σύζυγό της,  προσυμφώνησε άτυπα με τον ενάγοντα και κατόπιν μεσολάβησης του μεσίτη αστικών ακινήτων στη νήσο ……., ……………, να του πωλήσει δύο όμορα οικόπεδα, που είχαν περιέλθει στην κυριότητά της δυνάμει των υπ’ αριθ. …/2011 και ……../2011 συμβολαίων της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., επιφάνειας 1.675,35 τ.μ. έκαστο και συνολικής επιφάνειας 3.350,70 τ.μ., που βρίσκονται στη νήσο …, στο Δήμο …, στη Δημοτική Ενότητα ……. και στην περιοχή …….., αντί τιμήματος 400.000,00 ευρώ, ότι την 30.11.2018 προκατέβαλε δια χειρός του ……….., με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις, στον δεύτερο εναγόμενο, που ενεργούσε ως πληρεξούσιος και για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, έναντι του συμφωνηθέντος ως άνω τιμήματος το ποσό των 20.000,00 ευρώ και ακολούθως συντάχθηκε η από 30.11.2018 έγγραφη απόδειξη είσπραξης του εν λόγω ποσού, επί της οποίας βεβαιώθηκε από το Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών του Δήμου Πειραιώς το γνήσιο της υπογραφής του εισπράξαντος δεύτερου εναγόμενου, ότι η πρώτη εναγόμενη καθυστερούσε να προσκομίσει στη συμβολαιογράφο τα απαιτούμενα για τη σύνταξη της συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης έγγραφα, και για τον λόγο αυτό διαμαρτυρήθηκε έντονα το μήνα Αύγουστο του έτους 2019 ζητώντας από την πρώτη εναγόμενη είτε να προσέλθει άμεσα για την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας των ακινήτων, είτε να του επιστρέψει το ανωτέρω ποσό των 20.000,00 ευρώ που έλαβε ως προκαταβολή του τιμήματος, ότι ο δεύτερος εναγόμενος ενώ αναγνώρισε την υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης και υποσχέθηκε να επιστρέψει το ποσό της προκαταβολής το συντομότερο δυνατό, ουδέν έπραξε, και για τον λόγο αυτό απέστειλε στους εναγόμενους την από 15.10.2019 εξώδικη δήλωση με την οποία τους κάλεσε να προσκομίσουν στη συμβολαιογράφο ….. Κυκλάδων …………. όλα τα έγγραφα που απαιτούνταν για τη σύνταξη της συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης των ακινήτων, εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την επίδοση σ’ αυτούς της εξώδικης δήλωσης, άλλως να του επιστρέψουν το ανωτέρω ποσό των 20.000,00 ευρώ που έλαβαν ως προκαταβολή του τιμήματος, καθώς και κάθε ποσό που δαπάνησε ενόψει της προσυμφωνηθείσας αγοραπωλησίας, για τη ματαίωση της οποίας ευθύνονταν αποκλειστικά οι εναγόμενοι, η μεν πρώτη εναγόμενη ως πωλήτρια των ακινήτων, ο δε δεύτερος εναγόμενος ως πληρεξούσιος αυτής, ότι παρά την πάροδο της ταχθείσας με την από 15.10.2019 εξώδικη δήλωση προθεσμίας, οι εναγόμενοι αρνήθηκαν να του επιστρέψουν το ανωτέρω ποσό που έλαβαν ως προκαταβολή του τιμήματος, ότι το ανωτέρω χρονικό διάστημα από την αρχική επαφή του με τους εναγόμενους και τη σύνταξη της από 30.11.2018 έγγραφης απόδειξης είσπραξης του ποσού των 20.000,00 ευρώ που έλαβαν ως προκαταβολή του τιμήματος έως την ματαίωση της κατάρτισης της οριστικής συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης των ακινήτων, ήταν διάστημα διαπραγματεύσεων, κατά το οποίο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, οι εναγόμενοι επέδειξαν συμπεριφορά αντίθετη στην καλή πίστη και στα χρηστά συναλλακτικά ήθη, καθόσον παρά τη δοθείσα υπόσχεσή τους, από αποκλειστική τους υπαιτιότητα, ματαίωσαν την κατάρτιση της προσυμφωνηθείσας αγοραπωλησίας των ακινήτων, καίτοι προσκλήθηκαν επανειλημμένως προς τούτο, ότι αυτή η υπαίτια συμπεριφορά των εναγόμενων στοιχειοθετεί ταυτόχρονα την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων της υπεξαίρεσης και της απάτης, και συνιστά αδικοπραξία, αφού οι εναγόμενοι τον εξαπάτησαν παραπλανώντας τον με απατηλά μέσα, υποσχόμενοι ότι θα προχωρήσουν στη σύναψη της συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης των ακινήτων, προκειμένου να του αποσπάσουν το ανωτέρω ποσό της προκαταβολής του τιμήματος ύψους 20.000,00 ευρώ, το οποίο στη συνέχεια ιδιοποιήθηκαν παράνομα, αρνούμενοι να το επιστρέψουν σ’ αυτόν, ότι εξαιτίας αυτής της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγόμενων έχει υποστεί περιουσιακή ζημία κατά το ανωτέρω ποσό των 20.000,00 ευρώ, αλλά και ηθική βλάβη, λόγω της στεναχώριας που δοκίμασε και της ταλαιπωρίας στην οποία υποβλήθηκε, ότι επικουρικώς οι εναγόμενοι με την είσπραξη του ποσού των 20.000,00 ευρώ που καταβλήθηκε ως προκαταβολή για την επίδικη αγοραπωλησία με βάση προσύμφωνο για την πώληση ακινήτων, το οποίο ήταν άκυρο, αφού δεν τηρήθηκε ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου, κατέστησαν αδικαιολόγητα πλουσιότεροι σε βάρος της περιουσίας του, καθόσον δεν υφίσταται νόμιμη αιτία που να δικαιολογεί τη διατήρηση της ανωτέρω παροχής στο πρόσωπο των ληπτών – εναγόμενων. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, κυρίως με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών και ευθύνης από τις διαπραγματεύσεις, επικουρικώς δε με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να του καταβάλουν το ανωτέρω ποσό των 20.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση της ταχθείσας με την από 15.10.2019 εξώδικη δήλωση προθεσμίας των πέντε (5) ημερών, ήτοι από την 22.10.2019, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και το ποσό των 2.000,00 ευρώ, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτώς εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 2 και 22 του ΚΠολΔ) να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή, κατά την τακτική διαδικασία, είναι δε αόριστη ως προς την κύρια βάση της κατά το μέρος που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, καθόσον τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφό της πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν να θεμελιώσουν το δικαίωμα του ενάγοντος για αποζημίωση και ηθική βλάβη με βάση την αδικοπραξία, αφού δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των αναφερόμενων στη μείζονα σκέψη διατάξεων των άρθρων 147-149, 914, 919 του ΑΚ και 386 του ΠΚ. Ειδικότερα, δεν εκτίθενται στην αγωγή συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά συμπεριφοράς της πρώτης εναγόμενης, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, που να ενέχουν αντίθεση στα χρηστά ήθη, με πρόθεση επαγωγής ζημίας του αντιδίκου της, αφού η υπαίτια συμπεριφορά που της αποδίδει ο ενάγων, ήτοι η άρνηση να προσέλθει για την κατάρτιση της οριστικής μεταβιβαστικής σύμβασης των ακινήτων, την πώληση των οποίων είχαν προσυμφωνήσει, συναρτάται κατ’ ανάγκη με τη μη εκπλήρωση των προσυμβατικών υποχρεώσεων αυτής, των επιβαλλομένων από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, και δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την ύπαρξη της ειδικής αυτής εκ του νόμου ενοχής. Αντιθέτως γίνεται αόριστη αναφορά στο δικόγραφο περί εξαπάτησης του ενάγοντος με τη χρήση απατηλών μέσων, χωρίς, όμως, να εξειδικεύεται σε τι συνίσταται η φερόμενη ως παραπλανητική συμπεριφορά της πρώτης εναγόμενης–πωλήτριας, και συγκεκριμένα εάν αυτή προέβη σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών, τα οποία αναφέρονται είτε στο παρόν, είτε στο μέλλον, και των οποίων η αποκάλυψη στον ενάγοντα-αγοραστή που τα αγνοούσε, ήταν επιβαλλόμενη από την καλή πίστη και από την υφιστάμενη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ πωλήτριας και αγοραστή, με αποτέλεσμα να προκληθεί η δήλωση βούλησης του ενάγοντος–αγοραστή προς σύναψη του προσυμφώνου πώλησης των ακινήτων. Σημειωτέον ότι για να αποτελέσει αδικοπραξία η αποδιδόμενη στην πρώτη εναγόμενη συμπεριφορά, θα έπρεπε να παρίσταται ως άδικη και χωρίς το προκαταρκτικό στάδιο των διαπραγματεύσεων, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση που η πρώτη εναγόμενη απέκρυπτε με πρόθεση από τον ενάγοντα συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία εάν γνώριζε ο τελευταίος, θα μπορούσαν να τον επηρεάσουν στην κατάρτιση της σύμβασης. Είναι δε πλήρως ορισμένη η αγωγή ως προς την κύρια βάση της κατά το μέρος που θεμελιώνεται στην προσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης, διότι, όπως προκύπτει από το προαναφερθέν περιεχόμενο του δικογράφου, εκτίθενται σ’ αυτήν συγκεκριμένα περιστατικά διαπραγματεύσεων μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγόμενης, καθώς και περιστατικά συμπεριφοράς αντίθετης προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατά το ανωτέρω στάδιο. Ειδικότερα εκτίθεται ότι η πρώτη εναγόμενη εκπροσωπούμενη από τον δεύτερο εναγόμενο, σύζυγό της, προσυμφώνησε άτυπα με τον ενάγοντα και κατόπιν μεσολάβησης του μεσίτη αστικών ακινήτων στη νήσο …………….., ………….., να του πωλήσει δύο όμορα ακίνητα ιδιοκτησίας της, αντί τιμήματος 400.000,00 ευρώ, ότι την 30.11.2018 καταβλήθηκε από τον ενάγοντα στον δεύτερο εναγόμενο, που ενεργούσε ως πληρεξούσιος και για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, έναντι του συμφωνηθέντος ως άνω τιμήματος, το ποσό των 20.000,00 ευρώ, συνταχθείσας προς τούτο της από 30.11.2018 έγγραφης απόδειξης είσπραξης, και ότι ενώ ο ενάγων είχε τις διαβεβαιώσεις αμφότερων των εναγόμενων για την υλοποίηση της συμφωνίας από μέρους της πρώτης εναγόμενης και για τη σύναψη της συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης των ακινήτων, η πρώτη εναγόμενη ματαίωσε αυθαίρετα την υπογραφή αυτής της σύμβασης, μη τηρώντας τη συμπεριφορά, που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, με αποτέλεσμα να προξενήσει στον ενάγοντα ζημία ύψους 20.000,00 ευρώ, εξαιτίας του ανωτέρω τιμήματος που προκατέβαλε ως επακόλουθο του προσυμβατικού πταίσματος της πρώτης εναγόμενης, επειδή πίστεψε στην κατάρτιση της οριστικής σύμβασης μεταβίβασης των ακινήτων. Τα περιστατικά αυτά, αληθή υποτιθέμενα, επαρκούν για το ορισμένο της αγωγής κατά την ως άνω κύρια βάση της και για την κατάφαση της ευθύνης της πρώτης εναγόμενης από τις διαπραγματεύσεις, αφού αρκεί να εκτίθεται ότι έλαβαν χώρα μεταξύ των διαδίκων διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση σύμβασης, η κατάρτιση της οποίας ματαιώθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο είχαν ουσιαστικώς περατωθεί οι διαπραγματεύσεις με συμφωνία των ενδιαφερομένων επί όλων των αφορώντων τη σύμβαση σημείων και η αντίθεση της συμπεριφοράς αυτής προς τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη. Αναφορικά με την επικουρική βάση της αγωγής που θεμελιώνεται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, είναι πλήρως ορισμένη, αφού περιέχονται σ’ αυτή όλα τα στοιχεία που τη θεμελιώνουν κατά νόμο, δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά της πρώτης εναγόμενης και απαιτούνται για την ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, ώστε να παρέχεται στη μεν πρώτη εναγόμενη η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου της νομικής βασιμότητάς της. Συγκεκριμένα, αναφέρονται σ’ αυτή ότι μεσολάβησε παροχή εκ μέρους του ενάγοντος ύψους 20.000,00 ευρώ για την εκπλήρωση οφειλής προς την πρώτη εναγόμενη και ότι η οφειλή αυτή ήταν ανύπαρκτη, καθόσον η σύμβαση από την οποία απέρρεε ήταν μη ισχυρή, λόγω μη τήρησης του συμβολαιογραφικού τύπου. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη κατά την κύρια βάση της στις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 197 και 198 του ΑΚ και κατά την επικουρική βάση της στις διατάξεις των άρθρων 158, 159, 166, 180, 369, 513, 1033, 904, 910 του ΑΚ, των άρθρων 345, 346 του ΑΚ και των άρθρων 176, 907-908 του ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει η αγωγή να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. κωδικού ……….. ηλεκτρονικό παράβολο σε συνδυασμό με την από 20.02.2021 απόδειξη της Τράπεζας ………..), ενώ δεν απαιτείται να προσκομισθεί έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, αφού η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019 εφαρμόζεται για τις αγωγές που έχουν κατατεθεί μετά τις 30.11.2019, η δε κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε την 26.11.2019, όπως προκύπτει από την πράξης κατάθεσης δικογράφου με αριθμό γενικό …./2019 και ειδικό ……/2019 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη αγωγή.

Στο άρθρο 444 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι «Ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και α) …, β) … και γ) φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση» και στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ότι «Μηχανική απεικόνιση, κατά την έννοια της παραγράφου 1, είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία». Επίσης, στο άρθρο 19 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. 2 Νόμος ορίζει τα σχετικά με την συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α». Ακόμη, η συνταγματική προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας ολοκληρώνεται με τη θέσπιση ποινικών κυρώσεων σε βάρος των παραβατών, με το άρθρο 370Α του ΠΚ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κατοχυρώνεται απολύτως η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας με οποιοδήποτε τρόπο, όχι μόνον έναντι των δημοσίων οργάνων και επιχειρήσεων, αλλά και έναντι των ιδιωτών, εφόσον, κατά την έννοια των συνταγματικών αυτών διατάξεων της παραγράφου 2, με αυτές θεσπίζεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεως του απορρήτου της επικοινωνίας και έναντι των ιδιωτών. Επιπλέον, στην έννοια του απορρήτου εμπίπτει κατ’ αρχήν το περιεχόμενο της επικοινωνίας, με όποιο τρόπο και αν αυτή διεξάγεται. Αντικείμενο της συνταγματικής προστασίας δεν είναι το μήνυμα καθ’ εαυτό (αυτό προστατεύεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ελευθερία έκφρασης και διάδοσης της γνώμης), αλλά το απόρρητο του περιεχομένου του μηνύματος. Η προστασία του απορρήτου αφορά όχι μόνο στα γραπτά μηνύματα (επιστολές), αλλά και σε οποιαδήποτε μορφή ιδιωτικής, δηλαδή μη δημόσιας επικοινωνίας, όπως τηλεγραφήματα, τηλεφωνήματα, τηλεομοιοτυπικά μηνύματα, μηνύματα sms, ηλεκτρονικά μηνύματα (e-mails), που είναι η σύγχρονη μορφή των επιστολών. Ως προς το ίδιο ζήτημα ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, το αποδεικτικό μέσο που αφορά σε παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων, αποτελεί απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί σε πολιτική δίκη, ενόψει του ότι η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγόρευσης των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού (ΟλΑΠ 1/2017 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 1/2001 ΕλλΔνη 2001. 374, ΑΠ 996/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 981/2009 ΧρΙΔ 2010. 283, ΑΠ 1718/2001 ΕλλΔνη 2002. 1464, ΜονΕφΑθ 2393/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 562/2020 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στην ειδική διάταξη του άρθρου 4 «Στοιχεία επικοινωνίας» του π.δ. 47/2005 «Διαδικασίες – εγγυήσεις άρσης απορρήτου επικοινωνιών και διασφάλιση του», το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 9 του ν. 3115/2003, ορίζεται ότι «1. Τα συγκεκριμένα στοιχεία επικοινωνίας, στα οποία είναι δυνατόν να αναφέρεται μία διάταξη άρσης του απορρήτου εξαρτώνται από το είδος της επικοινωνίας και εξειδικεύονται κατά περίπτωση ως εξής: … γ. Τηλεφωνική επικοινωνία: Επί συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, που είναι συνδρομητής ή χρήστης παρόχου υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας, είναι δυνατόν να ζητηθούν τα ακόλουθα συγκεκριμένα στοιχεία εισερχόμενων και απερχόμενων κλήσεων, αα. Καλών και καλούμενος αριθμός κλήσης και στις αναπάντητες κλήσεις, ββ. Καλών και καλούμενος συνδρομητής και πελάτης και στις αναπάντητες κλήσεις, γγ. Ώρα έναρξης και ώρα λήξης της επικοινωνίας, δδ. Γεωγραφικός εντοπισμός καλούντος και καλούμενου (στις κινητές επικοινωνίες) είτε ομιλούν, είτε πρόκειται για SMS, είτε είναι σε θέση stand by, είτε πραγματοποιούν αναπάντητη κλήση, εε. Περιεχόμενο επικοινωνίας (φωνή, εικόνα κ.λπ.)». Στην προκειμένη περίπτωση, ο εφεσίβλητος – ενάγων προσκομίζει σε φωτοαντίγραφα τις αποτυπώσεις μηνυμάτων κινητής τηλεφωνίας (SMS) μεταξύ του ιδίου και του εκκαλούντος, καθώς και μεταξύ του ιδίου και τρίτου προσώπου (του …………), χωρίς όμως να προκύπτει ότι έχει λάβει προς τούτο τη συναίνεση των προσώπων αυτών, ούτε ότι υφίσταται σχετική δικαστική άδεια περί της χρήσης των ανωτέρω αποτυπώσεων. Ως εκ τούτου αυτές, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, συνιστούν απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα και δεν μπορούν να συναξιολογηθούν αποδεικτικώς με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα.

Από την υπ’ αριθ. ……../03.03.2020 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …… του μάρτυρος …….., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της πρώτης εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθ. ………./26.02.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………..), από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτός από τα προσκομιζόμενα από τον εφεσίβλητο – ενάγοντα φωτοαντίγραφα των αποτυπώσεων μηνυμάτων κινητής τηλεφωνίας (SMS), τα οποία συνιστούν συνταγματικά απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, κατά τα προαναφερθέντα, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη είναι ιδιοκτήτρια δύο όμορων οικοπέδων, επιφάνειας 1.675,35 τ.μ. έκαστο και συνολικής επιφάνειας 3.350,70 τ.μ. και κατόπιν νεότερης καταμέτρησης, σύμφωνα με το από Αυγούστου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……., επιφάνειας 1.732,485 έκαστο και συνολικής επιφάνειας 3.446,97 τ.μ., τα οποία βρίσκονται στη νήσο ………, στο Δήμο …, στη Δημοτική Ενότητα …….. και στην περιοχή …….. και τα οποία περιήλθαν στην κυριότητά της δυνάμει των υπ’ αριθ. …/2011 και ……/2011 συμβολαίων της συμβολαιογράφου Πειραιώς …… …., που μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …….. Το μήνα Οκτώβριο του έτους 2018, ο ενάγων, που είναι κάτοικος Γερμανίας, μετέβη στη νήσο … και απευθύνθηκε στο μεσίτη αστικών ακινήτων ……….., προκειμένου να του υποδείξει ακίνητα προς αγορά. Ακολούθως, ο εν λόγω μεσίτης του υπέδειξε τα ανωτέρω ακίνητα της πρώτης εναγόμενης, και κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ του ενάγοντος και του δεύτερου εναγόμενου που ενεργούσε ως πληρεξούσιος και για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, καταρτίσθηκε προφορική συμφωνία, με βάση την οποία η πρώτη εναγόμενη εκπροσωπούμενη από τον δεύτερο εναγόμενο, σύζυγό της, υποσχέθηκε να πωλήσει, να μεταβιβάσει κατά κυριότητα και να παραδώσει τα ανωτέρω ακίνητά της στον ενάγοντα, αντί τιμήματος 400.000,00 ευρώ. Η συμφωνία αυτή, με την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη προσυμφώνησαν να συνάψουν σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας των ανωτέρω ακινήτων και καθόρισαν τους όρους αυτής, δεν είχε περιβληθεί τον απαιτούμενο από το νόμο τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου για τις μεταβιβάσεις ακινήτων, και ως εκ τούτου δεν ήταν ισχυρή και θεωρείται ως μη γενόμενη, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι προς εκπλήρωση αυτής της συμφωνίας, την 30.11.2018, στον Πειραιά Αττικής και επί της οδού ……….., όπου διατηρούσε την κατοικία της η πρώτη εναγόμενη, ο ενάγων προκατέβαλε δια χειρός του . ….., με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις, στον δεύτερο εναγόμενο, που ενεργούσε ως πληρεξούσιος και για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, έναντι του συμφωνηθέντος ως άνω τιμήματος, το ποσό των 20.000,00 ευρώ. Ακολούθως, συντάχθηκε αυθημερόν η προσκομιζόμενη έγγραφη απόδειξη είσπραξης του ποσού των 20.000,00 ευρώ, η οποία απέκτησε βέβαιη χρονολογία την 30.11.2018, κατά την οποία βεβαιώθηκε το γνήσιο της υπογραφής του δεύτερου εναγόμενου από την υπάλληλο …………. του Κέντρου Εξυπηρέτησης Πολιτών του Δήμου Πειραιώς και στην οποία γινόταν ρητή αναφορά στη συμφωνία των διαδίκων περί μεταβίβασης στον ενάγοντα των ανωτέρω ακινήτων της πρώτης εναγόμενης, αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος των 400.000,00 ευρώ και ταυτόχρονα βεβαιωνόταν το νομικό γεγονός της προκαταβολής μέρους του τιμήματος ύψους 20.000,00 ευρώ. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η πρώτη εναγόμενη κωλυσιεργούσε να προσκομίσει στη συμβολαιογράφο …….., …….. όλα τα έγγραφα που απαιτούνταν για τη σύνταξη της συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης των ακινήτων, και για τον λόγο αυτό ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε, το μήνα Αύγουστο του έτους 2019, ζητώντας από την πρώτη εναγόμενη είτε να προσέλθει άμεσα για την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας των ακινήτων, είτε να του επιστρέψει το ανωτέρω ποσό των 20.000,00 ευρώ που έλαβε ως προκαταβολή του τιμήματος. Ακολούθησε τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των διαδίκων, κατά την οποία η πρώτη εναγόμενη, εκπροσωπούμενη από τον δεύτερο εναγόμενο, σύζυγό της, υποσχέθηκε να επιστρέψει το ποσό του προκαταβληθέντος τιμήματος το συντομότερο δυνατό, πλην όμως ουδέν έπραξε, και για τον λόγο αυτό ο ενάγων επέδωσε στην πρώτη εναγόμενη την 16.10.2019 (βλ. την υπ’ αριθ. …../16.10.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …………) την προσκομιζόμενη από 15.10.2019 εξώδικη δήλωση με την οποία την κάλεσε να προσκομίσει στη συμβολαιογράφο …….. Κυκλάδων ……….. όλα τα έγγραφα που απαιτούνταν για τη σύνταξη της συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης των πωλούμενων ακινήτων και να υπογράψει τις δηλώσεις φόρου μεταβίβασης ακινήτων, άλλως να του επιστρέψει το ανωτέρω ποσό των 20.000,00 ευρώ που έλαβε ως προκαταβολή του τιμήματος, καθώς και κάθε ποσό που δαπάνησε ενόψει της προσυμφωνηθείσας αγοραπωλησίας, εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την επίδοση σ’ αυτή της εξώδικης δήλωσης. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι παρά την πάροδο της ταχθείσας με την από 15.10.2019 εξώδικη δήλωση του ενάγοντος προθεσμίας, η πρώτη εναγόμενη δεν συνέπραξε για την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας των ανωτέρω ακινήτων, ενώ αρνήθηκε να επιστρέψει στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό που έλαβε ως προκαταβολή του τιμήματος. Η πρώτη εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η ματαίωση της σύναψης της προσυμφωνηθείσας αγοραπωλησίας των ακινήτων οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντος, που απαιτούσε τη συνένωση των δύο οικοπέδων, για την οποία απαιτούνταν χρονοβόρες και δαπανηρές διαδικασίες. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός της πρώτης εναγόμενης καταδεικνύεται αναληθής, καθόσον δεν ενισχύεται από κανένα αποδεικτικό μέσο. Αντιθέτως, οι αγωγικοί ισχυρισμοί επιβεβαιώνονται, μεταξύ άλλων, από την περιεχόμενη στην υπ’ αριθ. …./03.03.2020 ένορκη βεβαίωση κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης ……………., ο οποίος έχει ιδία αντίληψη των γεγονότων, αφού διατηρεί στενές φιλικές με τον ενάγοντα, και ήταν αυτός που κατέβαλε στον δεύτερο εναγόμενο, για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, το ανωτέρω ποσό της προκαταβολής του τιμήματος, ύψους 20.000,00 ευρώ. Από τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων μεταξύ των διαδίκων, το οποίο εκκίνησε από την αρχική επαφή της πρώτης εναγόμενης με τον ενάγοντα, συνεχίσθηκε μετά τη σύναψη του προσυμφώνου πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας των ανωτέρω ακινήτων που δεν είχε περιληφθεί τον απαιτούμενο νόμιμο τύπο και τη σύνταξη της από 30.11.2018 έγγραφης απόδειξης είσπραξης του ποσού της προκαταβολής του τιμήματος ύψους 20.000,00 ευρώ και διήρκησε έως την ματαίωση της κατάρτισης της συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης των ακινήτων και την οριστική διακοπή των διαπραγματεύσεων, για την οποία ευθύνεται αποκλειστικά η πρώτη εναγόμενη, κατά τα προαναφερθέντα, η τελευταία ενήργησε κατά τρόπο αντιτιθέμενο στην καλή πίστη και στα συναλλακτικά ήθη, αρνούμενη να συνεργασθεί για την υλοποίηση της συμφωνηθείσης αγοραπωλησίας, και ως εκ τούτου υπέχει έναντι του ενάγοντος ευθύνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 197-198 του ΑΚ, λόγω αθέτησης της ειδικής αυτής εκ του νόμου ενοχής. Υποχρεούται, επομένως, στην ανόρθωση της ζημίας, την οποία υπέστη ο διαπραγματευόμενος ενάγων, επειδή πίστεψε στην κατάρτιση της μεταξύ τους σύμβασης πώλησης, την οποία θα είχε αποφύγει, εάν από την αρχή τηρούσε αρνητική στάση (αρνητικό διαφέρον ή διαφέρον εμπιστοσύνης), και η οποία ανέρχεται στο ανωτέρω ποσό των 20.000,00 ευρώ, που κατέβαλε ως προκαταβολή έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος των 400.000,00 ευρώ, και όχι ως αρραβώνα, όπως αβασίμως υποστηρίζει η πρώτη εναγόμενη, αφού, σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, όταν προκαταβάλλεται μέρος της κυρίας συμβατικής παροχής, όπως εν προκειμένω, το ως προκαταβολή δοθέν δεν μπορεί να συμφωνηθεί ταυτόχρονα και ως αρραβώνας. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια βάση της που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 του ΑΚ, παρελκομένης της έρευνας της επικουρικής βάσης αυτής που στηρίζεται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την παρέλευση της ταχθείσας με την από 15.10.2019 εξώδικη δήλωση του ενάγοντος προθεσμίας των πέντε (5) ημερών, ήτοι από την 22.10.2019, και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επίσης, δεδομένου ότι η ένδικη έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα–πρώτη εναγόμενη. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εκκαλούσα – πρώτη εναγόμενη στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της (άρθρα 183 και 176 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων, την από 23.12.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2508/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της πρώτης εναγόμενης, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 2508/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 18.11.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …./2019 αγωγή.

Απορρίπτει ότι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο.

Δέχεται κατά τα λοιπά την αγωγή ως προς την κύρια βάση της που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 του ΑΚ.

Υποχρεώνει την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την παρέλευση της ταχθείσας με την από 15.10.2019 εξώδικη δήλωση του ενάγοντος προθεσμίας των πέντε (5) ημερών, ήτοι από την 22.10.2019, και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα – πρώτη εναγόμενη του παράβολου που κατατέθηκε στην Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με το υπ’ αριθ. …………/2021 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ.

Καταδικάζει την εκκαλούσα – πρώτη εναγόμενη στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 15.11.2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ