ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 554/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα E.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων – εναγόντων: 1 έως και 6……………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κυριακόπουλο (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Της εφεσίβλητης – εναγόμενης: της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» που προέρχεται από τον μετασχηματισμό δια μετατροπής του πιστωτικού συνεταιρισμού με την επωνυμία «………», η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Δημήτριο Τσιμπανούλη (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών) και Κωνσταντίνα Καμηλάκη (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 30.07.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …../2019 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3652/2020 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Οι εκκαλούντες – ενάγοντες προσέβαλαν την απόφαση αυτή με την από 15.11.2022 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/16.11.2022 και ειδικό …./16.11.2022, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/31.05.2023 και ειδικό …../31.05.2023, για τη δικάσιμο της 11.01.2024 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 3652/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού δικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, απορρίφθηκε η από 30.07.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …/2019 αγωγή των εκκαλούντων – εναγόντων. Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 15.11.2022 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 16.11.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./16.11.2022 και ειδικό …../16.11.2022 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 25.11.2020. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες–ενάγοντες το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Οι ενάγοντες στην από 30.07.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …./2019 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθεταν ότι συνδέονται μεταξύ τους με συγγενική σχέση και ότι τυγχάνουν μέλη του εναγόμενου πιστωτικού συνεταιρισμού με την επωνυμία «……….», που μετασχηματίσθηκε δια μετατροπής σε ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………..», της οποίας καθολική διάδοχος λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση, κατέστη η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….», ότι ειδικότερα απέκτησαν ο πρώτος των εναγόντων 762 συνεταιριστικές μερίδες, ο δεύτερος των εναγόντων 762 συνεταιριστικές μερίδες, ο τρίτος των εναγόντων 416 συνεταιριστικές μερίδες, ο τέταρτος των εναγόντων 1.499 συνεταιριστικές μερίδες, η πέμπτη των εναγόντων 762 συνεταιριστικές μερίδες και η έκτη των εναγόντων 1.500 συνεταιριστικές μερίδες, ότι ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγόντων ενεργώντας ως νόμιμοι εκπρόσωποι της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» συνήψαν με τον εναγόμενο πιστωτικό συνεταιρισμό την υπ’ αριθ. …………/29.07.2001 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό ποσού 352.164,34 ευρώ, ενώ υπέρ της πιστούχου εταιρείας εγγυήθηκαν ο τέταρτος και η πέμπτη των εναγόντων, ότι ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγόντων ενεργώντας ως νόμιμοι εκπρόσωποι της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» συνήψαν με τον εναγόμενο πιστωτικό συνεταιρισμό την υπ’ αριθ. …………../26.04.2012 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό ποσού 390.000,00 ευρώ, ενώ υπέρ της πιστούχου εταιρείας εγγυήθηκαν ο πρώτος, ο δεύτερος, ο τέταρτος, η πέμπτη και η έκτη των εναγόντων, ότι το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2012 άπαντες οι ενάγοντες υπέβαλαν τις από 27.09.2012 και από 28.09.2012 έγγραφες δηλώσεις οικειοθελούς αποχώρησης από τον εναγόμενο πιστωτικό συνεταιρισμό, αιτούμενοι τη διαγραφή τους από μέλη και την απόδοση της αξίας των συνεταιριστικών τους μερίδων, η οποία καθορίσθηκε στο ποσό των 100,00 ευρώ ως ελάχιστη αξία διάθεσης κάθε μερίδας, δυνάμει της υπ’ αριθ. 33/09.07.2012 απόφασης του διοικητικού συμβουλίου του εναγόμενου πιστωτικού συνεταιρισμού, ότι σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 7, 25 και 43 του καταστατικού του εναγόμενου πιστωτικού συνεταιρισμού, αλλά και στο άρθρο 2 παρ. 7 και 9 του Ν. 1667/1986, είχαν δικαίωμα να λάβουν την αξία των συνεταιριστικών τους μερίδων εντός τριμήνου από την υποβολή των έγγραφων δηλώσεων περί οικειοθελούς αποχώρησής τους, άλλως μετά τη γενική συνέλευση έγκρισης ισολογισμών που έλαβε χώρα την 22.05.2013, ήτοι οκτώ μήνες μετά την αποχώρησή τους, πλην όμως την 03.09.2014 έλαβαν ενημερωτική επιστολή από τον εναγόμενο πιστωτικό συνεταιρισμό, με την οποία τους γνωστοποιήθηκε ότι μετά την τροποποίηση του ισχύοντος καταστατικού, κατ’ εφαρμογή του Ν. 4261/2014, προκειμένου να τους αποδοθεί η αξία των συνεταιριστικών τους μερίδων, έπρεπε πρώτα να εγκριθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος και ότι σε κάθε περίπτωση τούτο εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρεια των καταστατικών οργάνων του εναγόμενου πιστωτικού συνεταιρισμού, ότι κατά την ημερομηνία υποβολής των από 27.09.2012 και 28.09.2012 έγγραφων δηλώσεων περί οικειοθελούς αποχώρησής τους, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που ορίζονταν στα άρθρα 7, 25 και 43 του καταστατικού του εναγόμενου πιστωτικού συνεταιρισμού, αλλά και στο άρθρο 2 παρ. 7 και 9 του Ν. 1667/1986, για την απόδοση της αξίας των συνεταιριστικών τους μερίδων, τυχόν δε μεταγενέστερη μεταβολή των διατάξεων του καταστατικού και της νομοθεσίας δεν επηρέασε το κεκτημένο ενοχικό τους δικαίωμα, ότι ο εναγόμενος πιστωτικός συνεταιρισμός, ενεργώντας κατά παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων που απορρέουν από τα άρθρα 7 και 25 του καταστατικού του, δεν τους κατέβαλε την αξία των συνεταιριστικών τους μερίδων, ανερχόμενη στο ποσό των 76.200,00 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα, στο ποσό των 76.200,00 ευρώ για τον δεύτερο ενάγοντα, στο ποσό των 41.600,00 ευρώ για τον τρίτο ενάγοντα, στο ποσό των 149.900,00 ευρώ για τον τέταρτο ενάγοντα, στο ποσό των 76.200,00 ευρώ για την πέμπτη ενάγουσα και στο ποσό των 150.000,00 ευρώ για την έκτη ενάγουσα, ότι επικουρικώς η ανωτέρω αντισυμβατική συμπεριφορά του εναγόμενου πιστωτικού συνεταιρισμού συνιστά και αδικοπραξία, κατ’ άρθρο 914 του ΑΚ, αφού αποτελεί παραβίαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο των τραπεζικών συναλλαγών, ενώ η εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων απόκρυψη προς τους πελάτες ουσιωδών πληροφοριών συνιστά αντίθετη στα χρηστά ήθη συμπεριφορά, κατ’ άρθρο 919 του ΑΚ, ότι εξαιτίας αυτής της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγόμενου πιστωτικού συνεταιρισμού έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία κατά τα ανωτέρω ποσά που αντιστοιχούν στην αξία των συνεταιριστικών τους μερίδων, αλλά και ηθική βλάβη, λόγω της στεναχώριας που δοκίμασαν και της ταλαιπωρίας στην οποία υποβλήθηκαν, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησαν, κυρίως με βάση τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης του εναγόμενου πιστωτικού συνεταιρισμού, επικουρικώς δε με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 76.200,00 ευρώ, πλέον του ποσού των 7.260,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, ήτοι το συνολικό ποσό των 83.820,00 ευρώ, στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 76.200,00 ευρώ, πλέον του ποσού των 7.260,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, ήτοι το συνολικό ποσό των 83.820,00 ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 41.600,00 ευρώ, πλέον του ποσού των 4.160,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, ήτοι το συνολικό ποσό των 45.760,00 ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 149.900,00 ευρώ, πλέον του ποσού των 14.990,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, ήτοι το συνολικό ποσό των 164.890,00 ευρώ, στην πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 76.200,00 ευρώ, πλέον του ποσού των 7.620,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, ήτοι το συνολικό ποσό των 83.820,00 ευρώ, και στην έκτη ενάγουσα το ποσό των 150.000,00 ευρώ, πλέον του ποσού των 15.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, ήτοι το συνολικό ποσό των 165.000,00 ευρώ, τα ανωτέρω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3652/2020 οριστική απόφασή του, αφού απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη κατά την επικουρική βάση της και αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 345, 361 του ΑΚ, των άρθρων 7 και 25 του καταστατικού του εναγόμενου πιστωτικού συνεταιρισμού, του άρθρου 2 παρ. 7 και 9 του Ν. 1667/1986 και των άρθρων 70, 176 του ΚΠολΔ, στη συνέχεια απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά την κύρια βάση της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – ενάγοντες με την κρινόμενη από 15.11.2022 έφεσή τους για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή τους στο σύνολό της.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1667/1986 «Αστικοί συνεταιρισμοί και άλλες διατάξεις» ορίζονται τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 1 παρ. 2 «Οι συνεταιρισμοί είναι ιδίως παραγωγικοί, καταναλωτικοί, προμηθευτικοί, πιστωτικοί, μεταφορικοί και τουριστικοί. Κατά την παράγραφο 3 και 4 του ίδιου άρθρου 1, για τη σύσταση συνεταιρισμού απαιτείται η σύνταξη καταστατικού το οποίο μεταξύ άλλων πρέπει να περιέχει: α , β……, γ , δ , ε , στ , ζ) Την μέθοδο αποτίμησης για την αναπροσαρμογή της αξίας των συνεταιριστικών μερίδων που εξοφλούνται ή αποδίδονται σε συνεταίρους που αποχωρούν ή αποκλείονται από πιστωτικούς συνεταιρισμούς του παρόντος νόμου, που έχουν λάβει άδεια ίδρυσης και λειτουργείας ως πιστωτικό ίδρυμα, κατόπιν έγκρισης από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το Ν. 3601/2007, καθώς και τη μέθοδο αποτίμησης της εισφοράς που υποχρεούνται να καταβάλουν οι νέοι συνεταίροι κατά την είσοδό τους στους ως άνω πιστωτικούς συνεταιρισμούς, όπως η περίπτωση ζ’ προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 28 του Ν. 4141/2013 (ΦΕΚ Α’ 81/05.04.2013). Επίσης, το άρθρο 2 παρ. 7 του ίδιου νόμου, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 παρ. 2α του Ν. 4141/2013, ορίζει ότι «Ο συνεταίρος μπορεί να αποχωρήσει από το συνεταιρισμό με γραπτή δήλωσή του που υποβάλλεται στο διοικητικό συμβούλιο τρεις μήνες τουλάχιστον πριν από το τέλος της οικονομικής χρήσης. Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ελάχιστο χρόνο παραμονής του συνεταίρου στον συνεταιρισμό, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια. Η απόδοση της αξίας της συνεταιριστικής μερίδας κατά την αποχώρηση ή τον αποκλεισμό των συνεταίρων ή, καθώς και κάθε άλλη περίπτωση εξόφλησης των συνεταιριστικών μερίδων από πιστωτικούς συνεταιρισμούς του παρόντος νόμου, που έχουν λάβει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα, κατόπιν έγκρισης από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το Ν. 3601/2007, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των καταστατικών οργάνων τους, τα οποία μπορούν επίσης να επιμερίζουν σε όλους τους συνεταίρους που έχουν σχετικό δικαίωμα και ανάλογα με τις μερίδες του καθενός, το ποσό που η Τράπεζα της Ελλάδος έχει εγκρίνει να διατεθεί για εξόφληση της αξίας τους, εφόσον περιλαμβάνεται σχετική ρήτρα στο καταστατικό τους». Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 παρ. 9 του Ν. 1667/1986, όπως τροποποιήθηκε διαδοχικά με το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 3156/2003, το άρθρο 6 του Ν. 3483/2006 και το άρθρο 28 παρ. 2β του Ν. 4141/2013 και πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 76 παρ. 1 του Ν. 4583/2018 (ΦΕΚ A’ 212/18.12.2018), «Στο συνεταίρο που αποχωρεί ή αποκλείεται από το συνεταιρισμό αποδίδεται η συνεταιριστική μερίδα που εισέφερε το αργότερο τρεις μήνες από την έγκριση του ισολογισμού της χρήσης μέσα στην οποία έγινε η αποχώρηση ή ο αποκλεισμός. Ειδικά στον συνεταίρο που αποχωρεί ή αποκλείεται από πιστωτικούς συνεταιρισμούς του παρόντος νόμου, που έχουν λάβει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα, κατόπιν έγκρισης από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το Ν. 3601/2007 ή σε κάθε περίπτωση που εξοφλείται από το συνεταιρισμό συνεταιριστική μερίδα αποδίδεται η αξία της, που αναλογεί στην καθαρή περιουσία του πιστωτικού συνεταιρισμού, όπως αυτή προκύπτει από τον ελεγμένο από νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο, κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου του Ν. 3693/2008, ισολογισμό της τελευταίας χρήσης. Η αξία αυτή μπορεί να αναπροσαρμόζεται με μέθοδο αποτίμησης, η οποία αναφέρεται στο καταστατικό, στο οποίο προβλέπεται επίσης ότι ο υπολογισμός της πιστοποιείται από νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο. Η σύμφωνα με την ανωτέρω απόδοση της αξίας της συνεταιριστικής μερίδας τελεί υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγονται οι υποχρεώσεις του πιστωτικού συνεταιρισμού που συναρτώνται με το ύψος των ιδίων κεφαλαίων του βάσει των εκάστοτε ισχυόντων κανόνων εποπτείας και επιφυλασσόμενης της εφαρμογής του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου 2». Επίσης, κατά το άρθρο 6 του Ν. 1667/1986 «1. Η γενική Συνέλευση είναι το ανώτατο όργανο και αποφασίζει για όλα τα θέματα του συνεταιρισμού (παρ. 1). Στην αποκλειστική αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης υπάγονται ιδίως:… «θ) Η έγκριση αιτήσεων συνεταίρων για την απόδοση της αξίας της συνεταιριστικής τους μερίδας κατά την αποχώρησή τους από το συνεταιρισμό, υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 9 του άρθρου 2, εφόσον πρόκειται για πιστωτικό συνεταιρισμό του παρόντος νόμου, που έχει λάβει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα, κατόπιν έγκρισης από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το Ν. 3601/2007» (όπως η περίπτωση θ’ προστέθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 28 του Ν. 4141/2013). Περαιτέρω, στο άρθρο 27 παρ. 5 του προϊσχύσαντος Ν. 3601/2007, όπως η παρ. 5 είχε προστεθεί με την παρ. 3 του άρθρου 169 του Ν. 4099/2012 και πριν την κατάργηση του Ν. 3601/2007 με το άρθρο 166 παρ. 1 και 2 του Ν. 4261/2014 (ΦΕΚ Α’ 107/05.05.2014), με τον οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία 2013/36/ΕΕ, οριζόταν ότι «για την εξόφληση συνεταιριστικών μερίδων, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων αποχώρησης ή αποκλεισμού συνεταίρων, η οποία συνεπάγεται μείωση, εντός της οικονομικής χρήσης, μεγαλύτερη του 2% των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος που έχει μορφή συνεταιρισμού του Ν. 1667/1986, όπως ορίζονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 28 του παρόντος, απαιτείται προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε κάθε περίπτωση η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να απαγορεύει την εξόφληση συνεταιριστικών μερίδων, εάν τίθεται σε κίνδυνο η βιωσιμότητα του πιστωτικού ιδρύματος που λειτουργεί με την μορφή του πιστωτικού συνεταιρισμού», ενώ και στο άρθρο 149 του μεταγενέστερου Ν. 4261/2014, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 23 περ. 3 του Ν. 4701/2020, οριζόταν ότι «για την εξόφληση συνεταιριστικών μερίδων, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων αποχώρησης ή αποκλεισμού συνεταίρων, η οποία συνεπάγεται μείωση, εντός της οικονομικής χρήσης, μεγαλύτερη του 2% των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος που έχει μορφή συνεταιρισμού του Ν. 1667/1986, όπως ορίζονται στο άρθρο 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και στο άρθρο 65 του παρόντος νόμου, απαιτείται προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε κάθε περίπτωση η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να απαγορεύει την εξόφληση συνεταιριστικών μερίδων, εάν τίθεται σε κίνδυνο η βιωσιμότητα του πιστωτικού ιδρύματος που λειτουργεί με την μορφή του πιστωτικού συνεταιρισμού». Ειδικότερα, η άδεια της Τράπεζας πρέπει να έχει ληφθεί πριν από την καταβολή σε συνεταίρους, λόγω εξόφλησης συνεταιριστικών μερίδων, ποσών, τα οποία κατά τη διάρκεια μιας χρήσης υπερβαίνουν το παραπάνω όριο. Δεδομένου ότι δεν επιτρέπεται η εξόφληση συνεταιριστικών μερίδων πριν από την έγκριση του ισολογισμού της οικονομικής χρήσης κατά την οποία υποβλήθηκε το σχετικό αίτημα αποχώρησης (εξαγοράς των συνεταιριστικών μερίδων), από την συνδυαστική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 7, του άρθρου 2 παρ. 9, του άρθρου 6 παρ. 2 στοιχ. στ’ και θ’ του Ν. 1667/1986, προκύπτει ότι η συνεταιριστική τράπεζα υποχρεούται αμέσως μετά την έγκριση του ισολογισμού, να γνωστοποιήσει στην Τράπεζα της Ελλάδος τυχόν ύπαρξη αιτήσεων που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής χρήσης, για την οποία εγκρίθηκε ο εν λόγω ισολογισμός (συμπεριλαμβανομένου του τελευταίου τριμήνου της αμέσως προηγούμενης χρήσης), οι οποίες ικανοποιούμενες, θα οδηγούσαν κατά την χρονική στιγμή της εξόφλησής τους σε μείωση των ιδίων κεφαλαίων της συνεταιριστικής τράπεζας μεγαλύτερης του 2% των ιδίων κεφαλαίων κατά την τελευταία ημέρα της παρελθούσας οικονομικής χρήσης (κατά την οποία υποβλήθηκαν και οι σχετικές αιτήσεις). Η εξόφληση δε, κατά την περίπτωση αυτή, των συνεταιριστικών μερίδων δεν επιτρέπεται να γίνει πριν από την χορήγηση σχετικής άδειας της Τράπεζας της Ελλάδος, εφόσον η εξόφληση θα οδηγούσε σε μείωση των ιδίων κεφαλαίων της συνεταιριστικής τράπεζας μεγαλύτερης του 2% των ιδίων κεφαλαίων κατά την οικονομική χρήση κατά την οποία γίνεται η εξόφληση βάσει της καθαρής θέσης της συνεταιριστικής τράπεζας την τελευταία ημέρα της προηγούμενης οικονομικής χρήσης. Η απαγόρευση αυτή ισχύει, αν η αξία του συνόλου των συνεταιριστικών μερίδων που πρόκειται να εξοφληθούν, κατόπιν υποβληθεισών κατά τα ανωτέρω αιτήσεων, σε μία οικονομική χρήση υπερβαίνει το ποσοστό του 2% των ιδίων κεφαλαίων της κατά την οικονομική χρήση κατά την οποία γίνεται εξόφληση (ΕφΑθ 238/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 5184/2020 αδημοσίευτη, Δ. Τσιμπανούλη «Το οικονομικό περιβάλλον ως παράγων εξελικτικής διαμόρφωσης εταιρικών μορφών. Η περίπτωση του πιστωτικού συνεταιρισμού» σε «Αναμνηστικός Τόμος Λεωνίδα Γεωργακόπουλου», τόμος II, Τράπεζα της Ελλάδος, έκδ. 2016, σελ. 1113 επ.). Εξάλλου, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι δε νοείται πρωτότυπη απόκτηση συνεταιριστικών μερίδων από συνεταίρο, και συναφώς καταβολή από αυτόν στον συνεταιρισμό του τιμήματος απόκτησής τους, μη υπαγόμενη στις διατάξεις του Ν. 1667/1986. Αποκτώντας τις συνεταιριστικές μερίδες, ο συνεταίρος αποκτά τα διοικητικής και περιουσιακής φύσης δικαιώματα, τα οποία απορρέουν από αυτές και τα οποία παρέχει ο Ν. 1667/1986, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος προς ρευστοποίηση των συνεταιριστικών μερίδων, το οποίο διέπεται από τις προεκτεθείσες, αναγκαστικού δικαίου, χάριν του δημοσίου συμφέροντος τεθείσες, διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 9 του Ν. 1667/1986, υπό τους περιορισμούς του άρθρου 2 παρ. 7 του ίδιου νόμου και της τραπεζικής νομοθεσίας (άρθρο 149 του Ν. 4261/2014 που αντικατέστησε το ταυτόσημο άρθρο 27 παρ. 5 του Ν. 3601/2007). Το δικαίωμα κάθε συνεταίρου να ζητήσει τη ρευστοποίηση των συνεταιριστικών του μερίδων είναι σύμφυτο της αρχής της ελεύθερης συμμετοχής στο συνεταιρισμό, που σημαίνει νομική και πραγματική δυνατότητα κτήσης και λήξης της ιδιότητας του συνεταίρου κατά την επιλογή του, δηλαδή δυνατότητα ελεύθερης εισόδου και ελεύθερης εξόδου των συνεταίρων από το συνεταιρισμό. Το εν λόγω δικαίωμα ούτε περιορίσθηκε, ούτε εθίγη από τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 «σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων». Η συνεταιριστική συμμετοχή μπορεί να λυθεί και στη διάρκεια της παραγωγικής λειτουργίας του συνεταιρισμού, μεμονωμένα για κάποιο συνεταίρο, μεταξύ άλλων, λόγω οικειοθελούς αποχώρησής του. Στο δε συνεταίρο που αποχωρεί από συνεταιριστική Τράπεζα αποδίδεται η αξία της συνεταιριστικής μερίδας, που αναλογεί στην καθαρή περιουσία του πιστωτικού συνεταιρισμού, όπως αυτή προκύπτει από τον ελεγμένο από νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο ισολογισμό της τελευταίας χρήσης. Η αξία αυτή μπορεί να αναπροσαρμόζεται με μέθοδο αποτίμησης, που αναφέρεται στο καταστατικό, ενώ οι προεκτεθείσες διατάξεις με τους ενισχυμένους κανόνες για τον περιορισμό του δικαιώματος ρευστοποίησης, επιβλήθηκαν από λόγους δημοσίου συμφέροντος, για την ενίσχυση της ευστάθειας και της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας. Το γεγονός ότι η ρευστοποίηση συνεταιριστικών μερίδων εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των καταστατικών οργάνων του συνεταιρισμού, δεν παρέχει, βεβαίως, στο συνεταιρισμό το δικαίωμα να ασκήσει αυθαίρετα αυτή τη διακριτική ευχέρεια για την άρνηση της ρευστοποίησης των συνεταιριστικών μερίδων. Αντιθέτως, είναι υποχρεωμένος να αιτιολογήσει την απόφασή του να αρνηθεί τη ρευστοποίηση των συνεταιριστικών μερίδων, βάσει των αρχών της καλής πίστης και της ισότιμης μεταχείρισης των συνεταίρων. Επομένως, η διακριτική ευχέρεια που προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. 7 τελευταίο εδάφιο του Ν. 1667/1986, συνδεόμενη και με την αποδοχή ή μη της σχετικής αίτησης ρευστοποίησης, συρρικνούται κατ’ ουσίαν και δύναται να ασκηθεί μόνο εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που επιβάλει ο νόμος, δηλαδή (α) να μη θίγονται με τη ρευστοποίηση οι υποχρεώσεις του πιστωτικού συνεταιρισμού που συναρτώνται με το ύψος των ιδίων κεφαλαίων του βάσει των εκάστοτε ισχυόντων κανόνων εποπτείας (άρθρο 2 παρ. 9 εδ. τελευταίο του Ν. 1667/1986, όπως προστέθηκε με την παράγραφο 2β του άρθρου 28 του Ν. 4141/2013) και (β) να έχει δοθεί προηγούμενη άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος σε περίπτωση που η εξόφληση οδηγεί σε εκροή ιδίων κεφαλαίων της συνεταιριστικής τράπεζας, η οποία εκροή συνεπάγεται μείωση, εντός της οικονομικής χρήσης, μεγαλύτερη του 2% των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος (άρθρο 149 του Ν. 4261/2014). Ο δε προεκτεθείς Κανονισμός (ΕΕ) 575/2013, ειδικώς ως προς το θέμα της άρνησης εξόφλησης (μη αποδοχής αιτήματος ρευστοποίησης) των συνεταιριστικών μερίδων από την εκδότριά τους συνεταιριστική εταιρεία, ορίζει ότι ρυθμίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της οικείας εθνικής νομοθεσίας και ότι εφόσον η συνεταιριστική εταιρεία δικαιούται να αρνείται αίτημα συνεταίρου για ρευστοποίηση των συνεταιριστικών του μερίδων, η άρνηση αυτή αποτελεί νόμιμη πράξη και δεν θεωρείται αδυναμία παροχής ή υπερημερία. Άλλωστε, οι περιορισμοί στη ρευστοποίηση των συνεταιριστικών μερίδων δεν εισήχθησαν με τον Κανονισμό (ΕΕ) 575/2013, αλλά προϋπήρχαν στο ελληνικό δίκαιο ήδη από το έτος 2006, αφού είχαν τεθεί με το άρθρο 6 του Ν. 3483/2006 που τροποποίησε το άρθρο 2 παρ. 9 του Ν. 1667/1986, θέτοντας τον κανόνα ότι η αποδιδόμενη στον συνεταίρο αξία των συνεταιριστικών του μερίδων, κατά την εξόφλησή τους (δηλαδή κατά τη ρευστοποίησή τους), καταβάλλεται υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγονται οι υποχρεώσεις του συνεταιρισμού που συναρτώνται με το ύψος των ιδίων κεφαλαίων του. Οι κανόνες αυτοί εξειδικεύθηκαν και ενισχύθηκαν περαιτέρω με νεότερα νομοθετήματα, και ειδικότερα, με το άρθρο 28 παρ. 2β του Ν. 4141/2013 που διαμόρφωσε τα εδάφια 2-4 της παρ. 9 του άρθρου 2 του Ν. 1667/1986, καθώς και με τις διατάξεις της τραπεζικής νομοθεσίας, ήτοι με το Ν. 4099/2012, με τον οποίο εισήχθη η αναγκαστικού δικαίου διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 27 του Ν. 3601/2007, η οποία επαναλήφθηκε με το ίδιο περιεχόμενο στο άρθρο 149 του Ν. 4261/2014 που κατήργησε το Ν. 3601/2007 (ΑΠ 1160/2024 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του ΑΠ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούντες – ενάγοντες με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης εκθέτουν ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την κύρια βάση της αγωγής τους κρίνοντας ότι μετά τη νομοθετική μεταβολή που επήλθε με το Ν. 4099/2012, με έναρξη ισχύος από 20.12.2012 (άρθρο 170), και στη συνέχεια με το Ν. 4141/2013, με έναρξη ισχύος από 05.04.2013 (άρθρο 48), οι καταβολές προς τους συνεταίρους γίνονται υπό προϋποθέσεις, ήτοι κατόπιν άδειας της Τράπεζας της Ελλάδος προς διασφάλιση της επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων, και συνεπώς ότι όταν πραγματοποιήθηκε την 29.06.2013 η τακτική γενική συνέλευση του εναγόμενου πιστωτικού συνεταιρισμού που ενέκρινε τη διαχειριστική χρήση 01.01.2012 έως 31.12.2012 ίσχυαν οι ανωτέρω διατάξεις, που επέβαλαν την ύπαρξη έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος για την εξόφληση συνεταιριστικών μερίδων, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, αφού έκρινε ότι η εξέταση των από 27.09.2012 και από 28.09.2012 έγγραφων δηλώσεων οικειοθελούς αποχώρησης των εναγόντων από τον εναγόμενο πιστωτικό συνεταιρισμό, δεν έπρεπε να γίνει σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο που ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής τους (τον Σεπτέμβριο του 2012), αλλά αυτό που ίσχυε κατά το χρόνο της τακτικής γενικής συνέλευσης (τον Ιούνιο του 2013), παραβιάζοντας ευθέως την προβλεπόμενη στο άρθρο 2 του ΑΚ αρχή περί μη αναδρομικής ισχύος των νόμων, δοθέντος ότι η διάταξη του άρθρου 28 του Ν. 4141/2013, που τροποποίησε το άρθρο 2 παρ. 9 του Ν. 1667/1986, δεν έχει αναδρομική ισχύ, αλλά ισχύει από τη δημοσίευση του Ν. 4141/2013, ήτοι από την 05.04.2013, και επομένως δεν μπορεί να ρυθμίσει έννομες σχέσεις του παρελθόντος. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, από την ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 1667/1986, σε συνδυασμό με τις βασικές αρχές που διέπουν το συνεταιρισμό, ως εμπορική εταιρία, προκύπτει ότι το δικαίωμα του αποχωρούντος συνεταίρου να λάβει τη συνεταιριστική μερίδα που είχε εισφέρει κατά την είσοδό του στον συνεταιρισμό, διέπεται από τις ανωτέρω, αναγκαστικού δικαίου, χάριν του δημοσίου συμφέροντος τεθείσες, διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 9 του Ν. 1667/1986, υπό τους περιορισμούς του άρθρου 2 παρ. 7 του ίδιου νόμου και της τραπεζικής νομοθεσίας (άρθρο 149 του Ν. 4261/2014 που αντικατέστησε το ταυτόσημο άρθρο 27 παρ. 5 του Ν. 3601/2007). Αυτοί οι περιορισμοί στη ρευστοποίηση των συνεταιριστικών μερίδων δεν εισήχθησαν με το Ν. 4141/2013, αλλά προϋπήρχαν στο ελληνικό δίκαιο ήδη από το έτος 2006, αφού είχαν τεθεί με το άρθρο 6 του Ν. 3483/2006 που τροποποίησε το άρθρο 2 παρ. 9 του Ν. 1667/1986, θέτοντας τον κανόνα ότι η αποδιδόμενη στον συνεταίρο αξία των συνεταιριστικών του μερίδων, κατά την εξόφλησή τους (δηλαδή κατά τη ρευστοποίησή τους), καταβάλλεται υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγονται οι υποχρεώσεις του συνεταιρισμού που συναρτώνται με το ύψος των ιδίων κεφαλαίων του. Οι κανόνες αυτοί εξειδικεύθηκαν και ενισχύθηκαν περαιτέρω με νεότερα νομοθετήματα, και ειδικότερα, με το άρθρο 28 παρ. 2β του Ν. 4141/2013 που διαμόρφωσε τα εδάφια 2-4 της παρ. 9 του άρθρου 2 του Ν. 1667/1986, καθώς και με τις διατάξεις της τραπεζικής νομοθεσίας, ήτοι με το Ν. 4099/2012, με τον οποίο εισήχθη η αναγκαστικού δικαίου διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 27 του Ν. 3601/2007, η οποία επαναλήφθηκε με το ίδιο περιεχόμενο στο άρθρο 149 του Ν. 4261/2014 που κατήργησε το Ν. 3601/2007. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι δεν τίθεται ζήτημα αναδρομικότητας του Ν. 4141/2013, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες – ενάγοντες, δεδομένου ότι ο χρόνος καταβολής της αξίας των συνεταιριστικών τους μερίδων προβλεπόταν ρητά στο καταστατικό του εναγόμενου πιστωτικού συνεταιρισμού, μετά την πρώτη τακτική γενική συνέλευση που ακολουθούσε την αποχώρησή τους, και ως εκ τούτου οι ένδικες απαιτήσεις των εναγόντων προς ρευστοποίηση των συνεταιριστικών τους μερίδων δεν ήταν ληξιπρόθεσμες, κατά το χρόνο που επήλθαν οι ανωτέρω νομοθετικές μεταβολές, αλλά τελούσαν υπό την αναβλητική αίρεση της προηγούμενης λήψης της οικείας απόφασης της γενικής συνέλευσης του εναγόμενου πιστωτικού συνεταιρισμού και της σχετικής έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ο εναγόμενος δεν παραβίασε καταστατικές διατάξεις, συμμορφούμενος στις ανωτέρω νομοθετικές επιταγές αναγκαστικού δικαίου, διότι η απαίτηση των εναγόντων προς καταβολή της αξίας των συνεταιριστικών τους μερίδων δεν ήταν δικαστικώς επιδιώξιμη, αφού δεν είχαν τηρηθεί οι ανωτέρω διατάξεις, απορρίπτοντας τους αντίθετους ισχυρισμούς των εκκαλούντων – εναγόντων, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.
Υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται σύμβαση μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να επιστηρίζει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον να μην ζημιώνει κανείς υπαιτίως άλλον. Και ναι μεν, κατ’ αρχήν, μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία, είναι όμως δυνατό μια υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό κανόνα που επιβάλλει το άρθρο 914 του ΑΚ, να μην προκαλεί κάποιος σε άλλον υπαιτίως ζημία, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22. 505, ΑΠ 1120/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 212/2000 ΕΔΠολ 2000. 258, ΑΠ 555/1999 ΕλΔνη 41. 87, ΕφΑθ 302/2006 ΔΕΕ 2006. 513). Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημίωσης αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία όμως φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημίωσης μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον. Όμως, για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης θα πρέπει ο ενάγων να περιλαμβάνει, κατ’ άρθρο 216 του ΚΠολΔ, στο δικόγραφο της αγωγής του όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν προϋποθέσεις της αποζημίωσης, και κυρίως την παράνομη ενέργεια του υπόχρεου, την υπαιτιότητά του, τη ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της υπαίτιας συμπεριφοράς και της ζημίας. Ειδικότερα, θα πρέπει να διαλαμβάνει στο δικόγραφο της αγωγής του τα περιστατικά που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου, ήτοι τις πράξεις ή παραλείψεις που προκάλεσαν τη ζημία, την αποκατάσταση της οποίας επιδιώκει. Αόριστη αναφορά στο δικόγραφο της αγωγής ότι η ζημία οφείλεται σε αντισυμβατικές ενέργειες του εναγόμενου ή σε αθέτηση των συμβατικών του υποχρεώσεων δεν αρκεί προκειμένου να θεμελιώσει την αδικοπρακτική ευθύνη του τελευταίου. Κατά συνέπεια, όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο με την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας (ΑΠ 345/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 292/2000 ΕΔΠ 2000. 258, ΕφΠειρ 156/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 256/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑιγ 43/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής δεν βρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, καθόσον τα ιστορούμενα στο δικόγραφο πραγματικά περιστατικά δεν δύνανται να επιστηρίξουν αποζημιωτική από αδικοπραξία πρωτογενή ευθύνη του εναγόμενου πιστωτικού συνεταιρισμού, εφόσον οι σχετικές ενέργειες του, διαπραττόμενες χωρίς τη σύμβαση που διέπει το συνεταιρισμό, ως εμπορική εταιρία, δεν θα ήταν παράνομες, ως αντικείμενες στο επιβαλλόμενο από το δίκαιο (άρθρο 914 του ΑΚ) γενικό καθήκον του να μη ζημιώνεται άλλος υπαίτια. Όσον αφορά στην επιχειρούμενη θεμελίωση της επικουρικής βάσης της αγωγής στη διάταξη του άρθρου 919 του ΑΚ, δεν γίνεται επίκληση στο δικόγραφο των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την επικαλούμενη, αντίθετη στα χρηστά ήθη, απόκρυψη ουσιωδών πληροφοριών από τον εναγόμενο πιστωτικό συνεταιρισμό προς τους ενάγοντες πελάτες. Σημειωτέον ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω οι διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 και του άρθρου 3 του Ν. 3606/2007, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η Οδηγία 2004/39/ΕΚ, «για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων κ.λπ.», γνωστή ως MIFID, καθόσον οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται μεν και επί αστικών συνεταιρισμών, που λειτουργούν ως πιστωτικά ιδρύματα, αποκλειστικά, όμως, στις περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών και χρηματοοικονομικών προϊόντων στα πλαίσια της άσκησης της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, και όχι στην υπό κρίση περίπτωση της απόκτησης από τους ενάγοντες της ιδιότητας των μελών του εναγόμενου πιστωτικού συνεταιρισμού με την καταβολή της αξίας των συνεταιριστικών τους μερίδων, διαδικασία που ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις διατάξεις των άρθρων 2 επ. του Ν. 1667/1986 και του καταστατικού του εναγόμενου πιστωτικού συνεταιρισμού, εφόσον η απόκτηση της συνεταιριστικής ιδιότητας δεν είναι νοητό, κατά τις διατάξεις του Ν. 1667/1986, του Ν. 3606/2007 και του Ν. 2551/1994 και της Π.Δ.Τ.Ε. 2501/2002, να αποτελέσει αντικείμενο επαγγελματικής δραστηριότητας του ίδιου του συνεταιρισμού. Ειδικότερα, η απόκτηση συνεταιριστικών μερίδων δεν αποτελεί συναλλαγή αφορώσα «κινητές αξίες» ώστε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3606/2007, δοθέντος ότι αυτές δεν είναι δεκτικές διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά, αλλά το μέσο απόκτησης της ιδιότητας του συνεταίρου και της συμμετοχής στη λειτουργία του συνεταιρισμού. Ομοίως η υπ’ αριθ. 2501/31.10.2002 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ουδόλως εφαρμόζεται στο ζήτημα της αγοράς συνεταιριστικών μερίδων, καθόσον το ρυθμιστικό πεδίο της εν λόγω Πράξης εκτείνεται σε συγκεκριμένο κατάλογο των τραπεζικών εργασιών που αναφέρει (καταθέσεις, χορηγήσεις, πιστωτικές κάρτες, παράγωγα, νομική θέση και δικαιώματα των συναλλασσόμενων), ενώ η αγορά συνεταιριστικών μερίδων δεν υπάγεται σε καμία εκ των ανωτέρω περιπτώσεων, ως έχουσα αποκλειστικά μορφή εταιρικής πράξης και όχι επένδυσης. Τέλος, η απόκτηση και η ρευστοποίηση συνεταιριστικών μερίδων είναι ζήτημα που άπτεται της ιδιότητας του συνεταίρου και της σχέσης αυτού με τον πιστωτικό συνεταιρισμό, η οποία είναι σχέση εταιρικού δικαίου, ρυθμίζεται από το καταστατικό του συνεταιρισμού και το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, και δεν είναι σχέση παρέχοντος τραπεζικές υπηρεσίες και καταναλωτή, ώστε να συνιστά καταναλωτική διαφορά και να τυγχάνει εφαρμογής ο Ν. 2251/1994 (βλ. ΑΠ 314/2024 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 484/2024 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 529/2024 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του ΑΠ, ΑΠ 1160/2024 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του ΑΠ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε ως μη νόμιμη την επικουρική βάση της αγωγής, έστω και με διάφορη αιτιολογία που αντικαθίσταται από αυτή της παρούσας (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και συνεπώς ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες – ενάγοντες παραπονούνται για την απόρριψη ως νόμω αβάσιμης της επικουρικής βάσης της αγωγής τους, πρέπει να απορριφθεί.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 15.11.2022 έφεση κατ’ ουσίαν, ενώ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – εναγόμενης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων – εναγόντων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 106, 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό. Επίσης, δεδομένου ότι η ένδικη έφεση απορρίπτεται, πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ, το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλαν οι εκκαλούντες – ενάγοντες, λόγω της ήττας τους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 15.11.2022 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3652/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλει σε βάρος των εκκαλούντων – εναγόντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης-εναγόμενης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες – ενάγοντες κατά την άσκηση της έφεσής τους με το υπ’ αριθ. …………./2022 ηλεκτρονικό παράβολο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 15.11.2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ