ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
3ο ΤΜΗΜΑ
Αριθμός αποφάσεως 546/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: Του Ν.Π.Δ.Δ. (Πρωτοβάθμιου ΟΤΑ) με την επωνυμία «Δήμος Κορυδαλλού», νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Δήμαρχό του, που εδρεύει στον Κορυδαλλό Αττικής, …………, με ΑΦΜ ………, ως καθολικού διαδόχου του (πρώην) Οργανισμού Άθλησης και Πολιτισμού Δήμου Κορυδαλλού, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Γρηγόριο Καλαποθαράκο και Κωνσταντίνο Πενταγιώτη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του εφεσίβλητου: ……………………….Ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τoν πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βερβεσό, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 20-5-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2021 αγωγή του, κατά του ήδη καταργηθέντος ν.π.δ.δ., με την επωνυμία «Οργανισμός Άθλησης και Πολιτισμού Δήμου Κορυδαλλού» ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1558/2024 απόφαση, με την οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε το εκκαλούν, ως καθολικός διάδοχος του ως άνω εναγομένου, με την από 5-8-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ………../2024 έφεσή του (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, ………./2024), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 62 εδαφ. α΄ του ΚΠολΔ «όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος». Κατά δε το άρθρο 61 του ΑΚ, το νομικό πρόσωπο αποκτά προσωπικότητα αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, ενώ η διάλυση του νομικού προσώπου δεν θίγει την ικανότητά του να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά και της έννομης σχέσης της δίκης, αφού κατά το άρθρο 72 του ΑΚ μόλις το νομικό πρόσωπο διαλυθεί βρίσκεται αυτοδικαίως σε εκκαθάριση, εωσότου δε περατωθεί η εκκαθάριση και για της ανάγκες της θεωρείται ότι υπάρχει. Εξάλλου, κατά το άρθρο 73 του ΚΠολΔ το Δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως αν συντρέχει η κατά το άρθρο 62 εδαφ. α΄ του ίδιου Κώδικα προϋπόθεση, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 313 παρ. 1 εδαφ. δ΄ αυτού, κατά την οποία «μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας μιας δικαστικής απόφασης, αν εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατά ανυπάρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου», κατά δε το άρθρο 517 εδαφ. α΄ του ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, έφεση που ασκήθηκε σε βάρος ανύπαρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου είναι απαράδεκτη και απορριπτέα, διότι η ιδιότητα του να είναι κάποιος διάδικος αποτελεί απαραίτητη διαδικαστική προϋπόθεση για τη δυνατότητα έκδοσης δικαστικής απόφασης επί της ουσίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ν. 5056/2023 «Νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που συστήθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο από Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (O.T.A.) α` βαθμού και λειτουργούν σύμφωνα με τα άρθρα 239 έως 242 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων [ν. 3463/2006 (Α` 114)], καταργούνται αυτοδικαίως την 31-12-2023 και οι αρμοδιότητές τους ασκούνται από την 1-1-2024 από τον οικείο δήμο. Με πράξη του Γραμματέα της οικείας αποκεντρωμένης διοίκησης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εντός ενός (1) μηνός από την ως άνω ημερομηνία διαπιστώνεται η κατάργησή τους». Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή προεπισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προς το σκοπό έρευνας του παραδεκτού της, φερόμενης προς κρίση, έφεσης και δη από απόψεως νομιμοποιήσεως, ενεργητικής και παθητικής, των διαδίκων, η οποία (έρευνα) προηγείται αυτής του παραδεκτού κι εν συνεχεία, του κατ’ ουσίαν βάσιμου, εκάστου επιμέρους λόγων αυτών [ΑΠ 598/2022, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Α.Π και όμοια ΑΠ 599/2022, δημοσιευμένη στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ», Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (- Μαργαρίτης), Εισαγ. 495 – 590 αριθμ. 8 και 532, αριθμ. 1], προκύπτουν, τα εξής: Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, …………., άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 20-5-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2021, αγωγή του, την οποία έστρεφε κατά του ν.π.δ.δ., με την επωνυμία «Οργανισμός Άθλησης και Πολιτισμού Δήμου Κορυδαλλού». Επί της αγωγής αυτής, που εκδικάσθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3- 621 ΚΠολΔικ), εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1558/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν. Ακολούθως, η ανωτέρω απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προσβλήθηκε στις 5-8-2024, από το εκκαλούν ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Δήμος Κορυδαλλού», διά της από 5-8-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά …………/2024 έφεσή του. Ενόψει των ως άνω, δοθέντος ότι ήδη δημοσιεύτηκε η σχετική διαπιστωτική πράξη του Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης (ΦΕΚ Β΄131/9-1-2024), το εκκαλούν ν.π.δ.δ., έχει πλέον υπεισέλθει στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του (πρώην) Οργανισμού Άθλησης και Πολιτισμού Δήμου Κορυδαλλού και συνεχίζει, αυτοδικαίως κι άνευ άλλης διατύπωσης, την προκείμενη εκκρεμή δίκη, ως καθολικός διάδοχος του αρχικώς εναγόμενου Οργανισμού.
Περαιτέρω, η φερόμενη προς συζήτηση και κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου, καθ’ ύλην και κατά τόπον, Δικαστηρίου (άρθρα 19, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), παραπάνω έφεση, ασκήθηκε από τον, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, πρωτοδίκως ηττηθέντα διάδικο νομίμως και εμπροθέσμως με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 5-8-2024 και εντός προθεσμίας δύο ετών από την έκδοση της εκκαλουμένης (14-5-2024), καθότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση αυτής (άρθρα 495 – 499, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 518 παρ. 2 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 εδαφ. α’ και 7 εδαφ. α’ του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το παραδεκτό και βάσιμο των επιμέρους λόγων της, κατά την ειδική διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 614 αρ.3, 621-622 ΚΠολΔ). Επισημαίνεται, ότι για το παραδεκτό της υπό κρίση έφεσης, δεν απαιτείται η καταβολή παράβολου, λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρα 495 παρ. 3 και 614 αρ. 3 ΚΠολΔ), επιπλέον ο εκκαλούν Δήμος δεν υποχρεούται στην καταβολή του και σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 του κ.δ. από 26-6/10-7-1944, το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998, εφαρμόζεται και επί των ν.π.δ.δ.., τα οποία απαλλάσσονται, όπως και το Δημόσιο, από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παράβολου, τέλους, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση ή την εκδίκαση αγωγών, ενδίκου μέσου ή βοηθήματος ή για την διενέργεια οποιοσδήποτε δικαστικής πράξης ενώπιον όλων των δικαστηρίων ή δικαστικών ή άλλων αρχών. Ακόμη, προσκομίζεται η υπ’ αριθμ. 174/3-7-2024 απόφαση της δημοτικής επιτροπής του εκκαλούντος Δήμου, με θέμα την άσκηση του υπό κρίση ένδικου μέσου, σύμφωνα με τα επιτασσόμενα από το άρθρο 72 παρ. 1 περ. ι’ του ν. 3852/2010, όπως το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε με το άρθρο 31 του ν. 5013/2023, σε συνδυασμό με το άρθρο 74 Α παρ. 1 του ιδίου ν. 3852/2010 που προστέθηκε με το άρθρο 9 του ν. 5056/2023, με την οποία ανατέθηκε η εκπροσώπηση του εκκαλούντος στους παραστάντες δικηγόρους.
Με την από 20-5-2021 αγωγή του, ο ενάγων, ……….., και ήδη εφεσίβλητος, εκθέτει, όπως παραδεκτά διορθώθηκε κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ότι στις 4-9-2007 συνδέθηκε με το ν.π.ι.δ. με την επωνυμία «………….» με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί ως ……………… Ότι κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης εγκρίθηκε η μετατροπή της εργοδότριας, αμιγούς δημοτικής επιχείρησης σε δημοτική κοινωφελή επιχείρηση με την επωνυμία «……………..». Ότι κατόπιν της λήξης της διάρκειας ισχύος της προαναφερθείσας σύμβασης, συνήψε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες αναλυτικά αναφέρονται στην αγωγή, δυνάμει των οποίων παρείχε τις υπηρεσίες του έως τις 13-10-2014. Ότι, διαρκούσης της τελευταίας σύμβασης, κλήθηκε να υπογράψει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου με το ν.π.δ.δ. «Οργανισμός Άθλησης και Πολιτισμού Δήμου Κορυδαλλού» (ήτοι, το εναγόμενο), δεδομένου ότι η λειτουργία του ….. μεταφέρθηκε σε αυτό και υποκαταστάθηκε στη θέση του αρχικού του εργοδότη. Ότι στη συνέχεια απασχολήθηκε από το εναγόμενο, βάσει διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που αναλυτικά αναφέρονται, έως τις 18-9-2020, οπότε το τελευταίο αρνήθηκε την αποδοχή των υπηρεσιών του, παρόλο που ο ίδιος δήλωσε την πρόθεσή του να εργασθεί. Ότι, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του, παρείχε τις υπηρεσίες του με την ιδιότητα του ……………, έχοντας ως αντικείμενο εργασίας τη διοίκηση και τον συντονισμό της εκπαιδευτικής δραστηριότητας και λειτουργίας του … αλλά και με την ιδιότητα του ……….., της δημοτικής επιχείρησης για μουσικές κι εκπαιδευτικές εκδηλώσεις. Ότι η καθημερινή παρουσία του ήταν απαραίτητη για τη νόμιμη λειτουργία του ……… Ότι ενώ η χρονική διάρκεια των περισσότερων από τις συναφθείσες συμβάσεις έληγε τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο, εξακολουθούσε να εργάζεται και τον μήνα Ιούλιο και εν συνεχεία από τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου, χωρίς να λαμβάνει αμοιβή για την εργασία αυτή. Ότι το σύνολο των συμβάσεων αποτελούσε εν τοις πράγμασι μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς παρείχε τις υπηρεσίες του υπό τις οδηγίες κι εντολές του εναγομένου για την εξυπηρέτηση μόνιμων και πάγιων αναγκών του, εργαζόμενος καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, όντας ο μοναδικός …….. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και κατόπιν νομότυπης εν μέρει τροπής του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, αιτήθηκε: α) να αναγνωρισθεί ότι συνδέεται με το εναγόμενο νομικό πρόσωπο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την αρχική του πρόσληψη, στις 4-9-2007 άλλως από την πρώτη ανανέωση αυτής, στις 4-9-2008, β) να υποχρεωθεί το εναγόμενο νομικό πρόσωπο ν’ αποδέχεται τις υπηρεσίες του, καταδικαζόμενο σε χρηματική ποινή 100 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης με το διατακτικό της απόφασης, γ) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 19-9-2020 έως 18-9-2021 -πιθανή ημερομηνία συζήτησης της αγωγής- το ποσό των 13.698 ευρώ, δ) επικουρικώς, σε περίπτωση που κριθεί ότι δεν συνδέεται με αυτό με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου άλλως σε περίπτωση, που κριθεί ότι η καταγγελία ήταν έγκυρη, το ποσό των 11.985,75 ευρώ, ως αποζημίωση απόλυσης, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ε) επικαλούμενος τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης άλλως περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει, ως μη καταβληθείσες δεδουλευμένες αποδοχές των χρονικών διαστημάτων από 8-7-2015 έως 31-10-2015 και από 1-7-2016 μέχρι 12-10-2016, το ποσό των 7.716,54 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, στ) επικαλούμενος τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης άλλως περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει ως δεδουλευμένες αποδοχές των λοιπών χρονικών διαστημάτων, που αναλυτικά αναφέρονται στην αγωγή, το ποσό των 16.665,90 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ζ) να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και, τέλος, η) να καταδικασθεί το εναγόμενο στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1558/2024 απόφασή του, με την οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή. Ειδικότερα, με την εκκαλουμένη κρίθηκε ότι πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα: α) το ποσό των 12.632,60 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, που αφορά στις δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Ιουλίου 2018 έως Ιανουαρίου 2019, Αυγούστου 2019 έως Οκτωβρίου 2019 και Ιουλίου 2020 έως Σεπτεμβρίου 2020 και β) το ποσό των 11.985,75 ευρώ, για την αποζημίωση του άρθρου 7 παρ. 2 εδ.β και γ του π.δ. 164/2004, καθώς μεταξύ των διαδίκων μερών συνήφθησαν περισσότερες από τρεις διαδοχικές συμβάσεις με την ίδια ειδικότητα και με τους ίδιους όρους εργασίας. Συνολικά δε, επιδικάστηκε στον ενάγοντα το ποσό των 24.618,35 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη το εκκαλούν, καθολικός διάδοχος του εναγομένου κατά τα προαναφερθέντα, και ζητεί με τους λόγους έφεσής του, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε, εν τέλει, να απορριφθεί εν συνόλω η ένδικη αγωγή.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 669 ΑΚ, 1, 3 του ν. 2112/1920 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία, γνωστοποιητέα σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται. Η καταγγελία μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, συναγόμενη από ορισμένη συμπεριφορά εκείνου που καταγγέλλει τη σύμβαση και δεν χρήζει αποδοχής, πλην όμως, αποκτά νομική ενέργεια αφότου εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται λάβει γνώση αυτής ή προσδοκάται από τον ίδιο κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ότι θα λάβει γνώση αυτής. Σιωπηρή καταγγελία από την πλευρά του εργοδότη συνιστά και η άρνησή του να δεχθεί την εργασία την οποία ο εργαζόμενος του προσφέρει προσηκόντως, όταν η άρνηση συνοδεύεται από περιστάσεις από τις οποίες αναμφίβολα προκύπτει η δήλωσή του για λύση της σύμβασης (ΑΠ 913/2008). Από την πλευρά του εργαζομένου σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας μπορεί να συνιστά με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες και η αδικαιολόγητη αποχή του από την εργασία, η οποία δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας, ή λοχεία ή στην κατά το ν. 3514/1928 στράτευσή του. Στην περίπτωση αυτή, με βάση τις αρχές της καλής πίστης, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, μετά από εκτίμηση, της αιτίας της αποχής, της διάρκειάς της, της υπαιτιότητας ή ανυπαιτιότητας του μισθωτού και γενικά των συνθηκών, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, απόκειται στο δικαστή να κρίνει αν αυτή η αποχή, κατά αντικειμενική κρίση, δηλαδή ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού για λύση ή μη της σύμβασης, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία της σύμβασης, δηλαδή, ως σιωπηρή δήλωση βούλησης του μισθωτού για τη λύση από αυτόν της εργασιακής σύμβασης (βλ. ΟλΑΠ 32/1988, ΑΠ 983/2013, ΑΠ 1219/2005, ΑΠ 1375/2003 ΤΝΠ «Νόμος, Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο-Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Γ` έκδ., παρ. 2312 επ.). Εάν δε κριθεί ότι, με βάση το αντικειμενικό κριτήριο της καλής πίστης, η αποχή του εργαζόμενου από την εργασία του συνιστά σιωπηρή από πλευράς του καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης, αυτή λύεται αυτόματα και ο εργοδότης δεν έχει ανάγκη να καταγγείλει ο ίδιος τη σύμβαση τηρώντας τις νόμιμες διατυπώσεις, δηλαδή τον έγγραφο τύπο και την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης (ΑΠ 1594/2017, ΑΠ 641/2008 ΤΝΠ Νόμος).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, που νομότυπα εξετάστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, των εγγράφων που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους, της υπ’ αριθ. ………./6-4-2022 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Χαλανδρίου, …………., η οποία λήφθηκε κατόπιν νόμιμης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγομένου (βλ. την υπ’ αριθ. ………./1-4-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, ……..) και, τέλος, των διδαγμάτων της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται αμέσως κατωτέρω. Επισημαίνεται ότι δεν λαμβάνεται υπόψη η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, καθώς αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, λόγω της ιδιότητας αυτού ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου. Ειδικότερα, από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης προκύπτει ότι η Πρόεδρος του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ανέφερε: «…Λοιπόν, ο κ. …………… Ορκίζεστε στην τιμή και στη συνείδησή σας, να πείτε την αλήθεια. Εσείς εδώ αναγράφεται ότι είστε … και ….. του Νομικού Προσώπου …………..», ο δε μάρτυρας απάντησε: «Μάλιστα». Στη συνέχεια της διαδικασίας, όταν ανέκυψε ζήτημα με την ιδιότητα του μάρτυρα ως μέλους του Δ.Σ. του εναγομένου, η Πρόεδρος απευθύνθηκε σε εκείνον λέγοντας: «….Ανωμοτί επομένως εξετάζεστε υπό την ιδιότητά σας αυτή», πλην όμως ο μάρτυρας δεν απάντησε καταφατικά, ούτε ανακάλεσε τον όρκο που προηγουμένως είχε δώσει. Κατά συνέπεια, κρίνεται ότι δεν εξετάστηκε ανωμοτί, αλλά ενόρκως με αποτέλεσμα η κατάθεση του να αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, κατ’ άρθρα 62, 64 παρ. 2, 339, 409 παρ. 1 και 2, 410 και 415 έως 420 ΚΠολΔ, 61, 65, 67 και 70 ΑΚ. (ΑΠ 1325/2017 ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, τυγχάνει απορριπτέος, ο σχετικός δεύτερος λόγος υπό στοιχείο 1 της υπό κρίση έφεσης, με την οποία το εκκαλούν διαμαρτύρεται διότι δεν ελήφθη υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η παραπάνω κατάθεση. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι δυνάμει των από 4-9-2007, 4-9-2008 και 7-9-2009 συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνήφθησαν μεταξύ της μη διαδίκου, Δημοτικής Επιχείρησης με την επωνυμία «……… (…………)» και του ενάγοντος, ο τελευταίος προσλήφθηκε, για να παρέχει τις υπηρεσίες του ως …………. του Δήμου Κορυδαλλού και ως ………… της εργοδότριας για μουσικές εκδηλώσεις, κατά τα χρονικά διαστήματα από 4-9-2007 έως 3-9-2008, από 4-9-2008 μέχρι 3-9-2008 και από 7-9-2009 έως 7-6-2010, έναντι μηνιαίου μισθού ποσού 1.350 ευρώ. Διαρκούσης της ισχύος της τελευταίας σύμβασης και δη στις 5-1-2010 και σε συνέχεια αυτής, ο ενάγων προέβη στην υπογραφή του με ίδια ημερομηνία προσαρτήματος από κοινού με τη νέα εργοδότρια, Κοινωφελή Δημοτική Επιχείρηση με την επωνυμία «………..», προκειμένου να παρέχει τις ίδιες υπηρεσίες, με τους ίδιους όρους και με μηνιαίο μισθό ποσού 1.600 ευρώ. Ακολούθως, με τις από 7-9-2010, 1-11-2011 και 27-3-2014 συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνήφθησαν μεταξύ του ενάγοντος και της ……… (…), ο πρώτος παρείχε τις υπηρεσίες του με το προαναφερθέν αντικείμενο εργασίας, κατά τα χρονικά διαστήματα από 7-9-2010 έως 6-9-2011, από 1-11-2011 μέχρι 30-8-2012 και από 27-3-2014 έως 27-11-2014, έναντι μηνιαίου μισθού ποσού 1.600 ευρώ και σύμφωνα με την τελευταία συμφωνία ποσού 1.300 ευρώ. Τέλος, δυνάμει των από 13-10-2014, 14-10-2015, 13-10-2016, 3-10-2017, 3-1-2019 και 15-10-2019 συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που υπεγράφησαν με συμβαλλόμενους τον ενάγοντα και το εναγόμενο νομικό πρόσωπο, ο πρώτος παρείχε τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του Διευθυντή Ορχήστρας και Ανωτέρων Θεωρητικών κατά τα χρονικά διαστήματα από 13-10-2014 μέχρι 7-7-2015, από 14-10-2015 έως 30-6-2016, από 13-10-2016 μέχρι 12-6-2017, από 3-10-2017 μέχρι 30-6-2018, από 3-1-2019 έως 30-7-2019 και από 15-10-2019 έως 30-6-2020. Επισημαίνεται, ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. 369/2009 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Κορυδαλλού η Αμιγής Δημοτική Επιχείρηση με την επωνυμία «……… (……..)» μετατράπηκε σε Κοινωφελή Δημοτική Επιχείρηση με την επωνυμία «……….», που ως καθολική διάδοχος της πρώτης υπεισήλθε στα δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτής και η οποία, με τη σειρά της, λύθηκε με την υπ’ αριθμ. 37/2015 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Κορυδαλλού, το προσωπικό της μεταφέρθηκε στον Δήμο με σύσταση νέων θέσεων, οι οφειλές της αναλήφθηκαν από αυτόν, το δε έργο της συνεχίστηκε από το εναγόμενο νομικό πρόσωπο. Ήδη, όπως αναφέρθηκε στην αρχή την παρούσας, το εκκαλούν υπεισήλθε στη θέση του εναγομένου ως καθολικός διάδοχος αυτού. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων του, ήταν υπεύθυνος για θέματα διοίκησης του ….. και την παρακολούθηση του εκπαιδευτικού έργου, για τη διενέργεια των ετήσιων προαγωγικών, απολυτήριων και κατατακτήριων εξετάσεων, καθώς και για την εποπτεία και τον συντονισμό των εκπαιδευτικών και καλλιτεχνικών δράσεων κι εκδηλώσεων, που διενεργούνταν τουλάχιστον δύο φορές ετησίως (Χριστούγεννα, καλοκαίρι). Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι, προκειμένου να εγκριθεί η σύμβαση εργασίας του και να καλυφθεί η μισθοδοσία του, αυτός υπέβαλε αίτηση ετησίως και συμμετείχε σε διαδικασία συνέντευξης, μετά το τέλος της οποίας κατατασσόταν σε πίνακα κατάταξης ανάλογα με τα προσόντα του και την παρουσία του. Το εκκαλούν, με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης, ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα έκρινε ότι έλαβε χώρα καταγγελία της σύμβασης εργασίας, ενώ ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του, λόγω μη εμφάνισής του στην προγραμματισμένη για τις 23-9-2020 συνέντευξη για την κάλυψη της θέσης του Διευθυντή για την εκπαιδευτική περίοδο 2020-2021. Καταρχάς, ο εν λόγω ισχυρισμός του εκκαλούντος, ο οποίος συνιστά ένσταση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από τον εργαζόμενο, προβάλλεται απαραδέκτως στο παρόν δικονομικό στάδιο, δοθέντος ότι δεν προτάθηκε προφορικά κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ούτε περιέχονταν στις κατατεθείσες προτάσεις ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου (άρθρα 591, 614 αρ. 3 και 527 ΚΠολΔ). Ωστόσο, σε κάθε περίσταση, τον Σεπτέμβριο του 2020, τα αρμόδια όργανα του εναγομένου είχαν καταστήσει σαφές στον ενάγοντα ότι δεν προτίθενται να ανανεώσουν τη σύμβασή του για την εκπαιδευτική περίοδο 2020-2021. Τούτο προκύπτει και από το προσκομιζόμενο από τον εναγόμενο δημοσίευμα με ημερομηνία 3-9-2020 του ενημερωτικού site ………… με τίτλο «Θέλουν “Ψαρωκώσταινα” τον Κορυδαλλό. Απέλυσαν τον .. ………..». Η υποβολή δε εκ μέρους αίτησης στις 17-9-2020 προκειμένου να συμμετάσχει στη συνέντευξη για τη θέση του Διευθυντή συνηγορεί στο γεγονός ότι ο ίδιος επιθυμούσε την ανανέωση της σύμβασης εργασίας του, ενώ η μη προσέλευσή στην προγραμματισμένη για τις 23-9-2020 συνέντευξη, δεν δύναται, δίχως την ύπαρξη άλλων στοιχείων, να οδηγήσει στο συμπέρασμα περί οικειοθελούς αποχώρησης από την εργασία του (βλ. και προηγηθείσα νομική σκέψη). Συνεπώς, καθίσταται απορριπτέο το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης. Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχτηκε ότι ο ενάγων εργάζονταν όχι μόνο κατά τη χρονική περίοδο που αναφέρονταν στις συμβάσεις εργασίας, αλλά και σε χρονικές περιόδους που δεν περιλαμβάνονταν σε αυτές και ιδίως κατά τους μήνες Ιούλιο και Σεπτέμβριο. Ειδικότερα, κατά τον μήνα Ιούλιο διενεργούνταν οι απολυτήριες εξετάσεις των μαθητών του ….. με επιτροπή οριζόμενη από το Υπουργείο Πολιτισμού, στην οποία αυτός (ενάγων) κατείχε τη θέση του ……. Επίσης, εργαζόταν κανονικά κατά τον μήνα Σεπτέμβριο εκάστου έτους για την προετοιμασία των κατατακτήριων εξετάσεων που διενεργούνταν τον Οκτώβριο (π.χ. συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής) και τη διευθέτηση διοικητικής φύσεως εργασιών. Τα ως άνω αποδεικνύονται, πέρα από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και την ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα …….. και από τα υπ’ αριθμ. πρωτ. …/4-7-2016, υπ’ αριθμ. πρωτ. …./20-9-2016, από 16-9-2016, υπ’ αριθμ. πρωτ. …./4-7-2017 και 16-9-2017, από 16-9-2018, από 29-10-2018, υπ’ αριθμ. πρωτ. …/2-11-2018, υπ’ αριθμ. πρωτ. …./5-11-2018, από 17-12-2018, από 18-9-2019, υπ’ αριθμ. πρωτ. …/24-9-2019, υπ αριθμ. πρωτ. …./7-7-2020, υπ’ αριθμ. πρωτ. …/8-7-2020, υπ’ αριθμ. πρωτ. …/14-9-2020 και υπ’ αριθμ. πρωτ. ……/18-9-2020 έγγραφα του Δημοτικού …… Κορυδαλλού, που υπογράφει ο ενάγων και, συνεπώς, αποδεικνύουν ότι αυτός εργάζονταν στις αναφερόμενες στα ανωτέρω έγγραφα ημερομηνίες. Επίσης, στην από 28-9-2020 βεβαίωση της προϊσταμένης της Διεύθυνσης Καλλιτεχνικής Εκπαίδευσης του Υπουργείου Πολιτισμού βεβαιώνεται ότι ο ενάγων εργάστηκε ως Διευθυντής στο Δημοτικό Αρχείο Κορυδαλλού από το σχολικό έτος 2007-2008 ανελλιπώς. Κατόπιν, τούτων καθίσταται σαφές ότι ο ενάγων απασχολήθηκε τα χρονικά διαστήματα που αναφέρονται στην εκκαλουμένη, για τους μήνες δε που δεν υπήρξε απασχόληση ολόκληρο τον μήνα, αλλά τμήμα αυτού, επιδικάστηκε μειωμένο χρηματικό ποσό (ήτοι, για τους μήνες Οκτώβριο του 2019 και Σεπτέμβριο του 2020), βάσει του ύψους των μικτών μηνιαίων αποδοχών του. Επομένως, τυγχάνει απορριπτέο και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης, με το οποίο το εκκαλούν διαμαρτύρεται, ισχυριζόμενο ότι ήταν δικαιολογημένη η κατάρτιση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου κατ’ έτος, ενώ στην εκκαλουμένη δεν προσδιορίζεται εάν η απασχόληση του ενάγοντος ήταν πλήρης ή όχι. Εν συνεχεία, με τον δεύτερο υπό στοιχείο 2 λόγο έφεσης, το εκκαλούν αναφέρει ότι εσφαλμένα με την εκκαλουμένη αξιολογήθηκε και λήφθηκε υπόψη η ενώπιον συμβολαιογράφου δοθείσα ένορκη βεβαίωση της ……………., η οποία είχε αποχωρήσει από τον εναγόμενο Οργανισμό από τον Ιούνιο του έτους 2018, στην εκκαλουμένη δε επιδικάζονται χρηματικά ποσά από τον Ιούλιο του 2018 και στο εξής. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, η ως άνω μάρτυρας εργάστηκε στο ….. ως μουσικός – καθηγήτρια ….. από τον Οκτώβριο του έτους 2015 έως τον Ιούνιο του έτους 2018, ήτοι απολύτως επαρκές χρονικό διάστημα ώστε να σχηματίσει προσωπική άποψη και γνώση, αναφορικά με το αντικείμενο και τα χρονικά διαστήματα εργασίας του ενάγοντος. Το γεγονός ότι αποχώρησε από το ….. τον Ιούνιο του 2018, δεν δύναται να θεωρηθεί λόγος που καθιστά αναξιόπιστη ή άνευ σημασίας τη μαρτυρία της, καθώς σε συνδυασμό και με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται ανωτέρω, αποδείχτηκε ότι δεν υπήρξε μεταβολή στις συνθήκες εργασίας του ενάγοντος, το επόμενο χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα, δεν υπήρξε περιορισμός των καθηκόντων του ενάγοντος, δεν προσλήφθηκε δεύτερος διευθυντής, ώστε να περιοριστούν οι αρμοδιότητες του, ούτε καταργήθηκαν οι εξετάσεις ώστε να δικαιολογείται η απασχόλησή του ορισμένους μήνες και όχι καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Εν συνεχεία, με το υπό στοιχείο 3 δεύτερο λόγο έφεσης, το εκκαλούν διαμαρτύρεται ότι η εκκαλουμένη δεν έλαβε υπόψη τον συμβιβασμό που επιτεύχθη μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου (δικαιοπάροχου του εκκαλούντος), κατά την εκδίκαση της από 29-12-2017 αγωγής του ενάγοντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ειδικότερα, στις 15-1-2019, οπότε εκδικάστηκε η πιο πάνω αγωγή, οι διάδικοι κατέθεσαν κοινές προτάσεις, ο δε ενάγων με δήλωσή του περιόρισε την αγωγική του απαίτηση στο ποσό των 20.000 ευρώ, παραιτούμενος ρητά και δια παντός από οποιαδήποτε άλλη οικονομική απαίτηση (συμπεριλαμβανομένων τόκων και δικαστικών εξόδων), παρούσα ή μελλοντική κατά του εναγομένου. Καταρχάς, η ως άνω υπόθεση αφορούσε την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών για το χρονικό διάστημα από 1-9-2012 μέχρι 26-3-2014 για την εργασία του ενάγοντος στη δικαιοπάροχο του εναγομένου …………., με καθεστώς απλής (de facto) εργασιακής σχέσης και όχι με έγγραφη σύμβαση εργασίας. Επιπλέον, από τη διατύπωση της δήλωσης του ενάγοντος που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά και αναφέρεται ανωτέρω, σε συνδυασμό με τη διάταξη 173 ΑΚ, προκύπτει ότι η δήλωσή του αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τις δεδουλευμένες αποδοχές, για τις οποίες άσκησε την ως άνω από 29-12-2017 αγωγή του, ήτοι τις αποδοχές του χρονικού διαστήματος 2012-2014 και όχι άλλες αξιώσεις εκ της εργασιακής του σχέσης με τον αντίδικό του. Ουσιαστικά, η δήλωση είχε την έννοια ότι από το συνολικά απαιτούμενο με την αγωγή του ποσό των 35.752 ευρώ περιόριζε τις απαιτήσεις του στο ποσό των 20.000 ευρώ. Επίσης, το γεγονός ότι στην πιο πάνω αγωγή δεν είχαν συμπεριληφθεί αξιώσεις για την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών για το χρονικό διάστημα 2014-2017, οπότε ασκήθηκε και η αγωγή, ουδόλως μπορεί να συνταχθεί ότι παραιτήθηκε από την διεκδίκηση των αποδοχών του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος. Σε κάθε περίπτωση, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν θα ήταν δυνατόν ο ενάγων να παραιτηθεί από οποιεσδήποτε μελλοντικές αξιώσεις ενόσω διαρκούσε η εργασιακή του σχέση και για απρόβλεπτο (τη στιγμή εκείνη) χρονικό διάστημα. Άλλωστε, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, που συνάγεται από τα άρθρα 3, 174 και 679 του ΑΚ, 8 του ν. 2112/1920, 5 παρ.1 του ΑΝ 539/1945 και 8 παρ. 4 του ν. 4020/1959, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο, η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμά του να λάβει τις νόμιμες αποδοχές του είναι άκυρη, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων με τη μορφή της αφέσεως χρέους (αρθρ. 454 ΑΚ.). Η ακυρότητα αυτή αφορά στα ελάχιστα όρια των μισθών και αποζημιώσεων που προβλέπονται από το νόμο, τις Σ.Σ.Ε. ή άλλες κανονιστικές διατάξεις και συνεπώς η παραίτηση από συμβατικές εργατικές αξιώσεις είναι έγκυρη, κατά το μέρος που οι αξιώσεις αυτές υπερβαίνουν τα ως άνω ελάχιστα όρια. Και στην τελευταία περίπτωση, πάντως, η (επιτρεπτή) παραίτηση από τις εργατικές αξιώσεις πρέπει να είναι ειδική και σαφής (ΑΠ 1089/2006 ΤΝΠ Νόμος), κάτι που στην υπό κρίση περίπτωση δεν προέκυψε. Συνεπώς, τυγχάνει απορριπτέος ο σχετικός λόγος έφεσης.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε αξιώσεις για την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, που χρονολογούνται από τον Ιούλιο του έτους 2018, καθώς είχαν υποπέσει στη διετή παραγραφή του άρθρου 140 παρ. 3 ν. 4316/2014 (ταυτόσημη με την προγενέστερη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 ν. 2362/1995) και, συνεπώς, ουδέν ποσό έπρεπε να επιδικαστεί για χρονικό διάστημα προγενέστερο του Νοεμβρίου του 2018. Επί του λόγου αυτού λεκτέα είναι τα εξής: Το εναγόμενο αποτελεί ν.π.δ.δ., και για τις κατ’ αυτών απαιτήσεις του ενάγοντος για δεδουλευμένες αποδοχές, δεν εφαρμόζονται οι περί παραγραφής διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις», [που ίσχυε έως τις 28-6-2014 και ακολούθως η ταυτοσήμου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 140 παρ. 3 του ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α` 143/28-6-2014) που την αντικατέστησε], αλλά οι ειδικότερες περί παραγραφής διατάξεις του ν.δ. 496/1975 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου», οι οποίες δεν έχουν θιγεί με την τροποποίησή του, με το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 4337/2015. Οι ως άνω διατάξεις του ν. 4270/2014 και οι προϊσχύσασες του ν. 2362/1995, ρυθμίζουν τα της παραγραφής μισθολογικών αξιώσεων των υπαλλήλων έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, όπου δεν περιλαμβάνονται αξιώσεις υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου [(ΑΠ 308/2020, ΤΝΠ Νόμος), καθώς και τα της παραγραφής υπαλλήλων έναντι ΟΤΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 56 του ν.δ. 496/1974, 3 του ν.δ. 31/1968 και 304 του κυρωθέντος με το π.δ. 410/1995 Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (ΑΠ 920/2022, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, το άρθρο 48 του ν.δ. 496/1974 ορίζει ότι: «1. Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π.δ.δ. είναι πέντε ετών, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υπό του παρόντος. 2. … . 3. Ο χρόνος παραγραφής των κατά του νομικού προσώπου αξιώσεων των υπαλλήλων τούτου των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου μετ’ αυτού συνδεομένων, εκ καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαυών ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι δύο ετών. 4. … », το άρθρο 49 ότι: «Η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους καθ’ ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι οι αξιώσεις των εργαζομένων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαβές οποιασδήποτε φύσεως ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό, οι οποίες ορίζονται και οφείλονται απευθείας από το νόμο και των οποίων την πληρωμή αρνείται ή καθυστερεί το νομικό πρόσωπο για οποιονδήποτε λόγο, σύμφωνα με την έννοια την οποία προσδίδουν τα όργανά του στο νόμο, από την οποία, όμως, άρνηση ή καθυστέρηση δεν παρακωλύεται η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης, υπόκεινται σε διετή παραγραφή, που αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη (βλ. Α.Ε.Δ. 9/2009, Α.Π. 972/2009 ΤΝΠ Νόμος). Βάσει των αναφερομένων, η ένσταση του εκκαλούντος είναι μη νόμιμη, αναφορικά με τις επικαλούμενες διατάξεις των ν. 2362/1995 και 4270/2014, καθώς οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος έναντι του εναγομένου ν.π.δ.δ., δεν υπόκεινται στη διετή παραγραφή από την γένεσή τους, σύμφωνα με τις ανωτέρω επικαλούμενες διατάξεις, αλλά στην ειδικότερη διετή παραγραφή από το τέλος του έτους που γεννήθηκαν, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 48 παρ. 1 και 3 και 49 του ν.δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου». Εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της αναστολής των πάσης φύσεως προθεσμιών από 13-3-2020 μέχρι 31-5-2020 (βάσει της διάταξης του άρθρου 74 παρ. 1 ν. 4690/2020) και από 7-11-2020 μέχρι 5-4-2021 και δέκα ακόμη ημέρες μετά τη λήξη της (βάσει των άρθρων 83 παρ. 1 περ. α’ του ν. 4790/2021 και 25 του ν. 4792/2021), οι υπό κρίση αξιώσεις του ενάγοντος από 1-1-2018 και εφεξής δεν έχουν παραγραφεί, δοθέντος ότι η αγωγή επιδόθηκε στο εναγόμενο ν.π.δ.δ. στις 21-5-2021. Το Πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την ένσταση παραγραφής του εναγομένου, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2018 και εφεξής, αν και με εσφαλμένη αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, και, συνεπώς, ο τρίτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως νόμω και ουσία αβάσιμος κατά τα προεκτεθέντα.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 103 Σ, 8 του ν. 2112/1920, άρθρο 21 του ν. 2190/1994 και 669 ΑΚ επιδίκασε στον ενάγοντα αποζημίωση απόλυσης, ως εάν εργαζόταν με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ενώ κάτι τέτοιο δεν είναι επιτρεπτό. Ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει απορριπτέος. Ειδικότερα: Mε το άρθρο 5 παρ. 1 του π.δ. 164/2004, ορίστηκε ότι απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, ενώ με το άρθρο 5 παρ. 2 του ίδιου π.δ. ορίστηκε ότι η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής σύμβασης συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. Με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου ορίστηκε ότι σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επομένου άρθρου (που δεν αφορά την ένδικη υπόθεση). Με το άρθρο 6 παρ. 1 του ίδιου π.δ. ορίστηκε, επίσης, ότι συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογή του προηγουμένου άρθρου είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογή άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας. Τέλος, με το άρθρο 7 παρ. 1 και 2 του εν λόγω π.δ ορίστηκε ότι οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 αυτού είναι αυτοδικαίως άκυρη (παρ. 1) και ότι σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέστηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά και ότι δεν αναζητούνται τυχόν καταβληθέντα, ο δε εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για τον χρόνο που εκτελέστηκε η άκυρη σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του, εάν δε οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου προβλέφθηκαν ποινικές και πειθαρχικές κυρώσεις σε βάρος του παραβαίνοντος τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του εν λόγω π.δ., ενώ με το τελευταίο εδάφιο της προηγούμενης παρ. 2 ορίστηκε ότι τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονται στον υπαίτιο. Ενόψει δε του γεγονότος, ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ή μίσθωσης έργου ορισμένου χρόνου που συνάπτονταν με το Δημόσιο, κατά παράβαση του ν. 2190/1994 και του άρθρου 6 του ν. 2527/1997, δεν μπορούσαν, σε κάθε περίπτωση, να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου υπό το κράτος της ισχύος του άρθρου 103 του Συντάγματος μετά την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α’ 85/18-4-2001), οπότε προστέθηκαν οι περί τούτου παράγραφοι 7 και 8, έχοντας υποχρεωτικά, κατά τις ως άνω συνταγματικές και άλλες διατάξεις, καταρτιστεί ως συμβάσεις ορισμένου χρόνου (ΟλΑΠ 7/2011, ΟλΑΠ 19/2007), και του γεγονότος ότι το π.δ. 164/2004 άρχισε να ισχύει από 19 Ιουλίου 2004, ήτοι μετά το πέρας της περιόδου προσαρμογής της εσωτερικής νομοθεσίας προς τις ρυθμίσεις της άνω Οδηγίας 1999/70 (10 Ιουλίου 2002), περιελήφθησαν σε αυτό, ως μεταβατικές διατάξεις, ρυθμίσεις οι οποίες εξασφαλίζουν την επιβαλλόμενη προσαρμογή στην παραπάνω Οδηγία και για τον ενδιάμεσο χρόνο. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 11 του ως άνω π.δ., η οποία ως εκ του μεταβατικού της χαρακτήρα τακτοποίησης εκκρεμών εργασιακών σχέσεων του Δημοσίου και φορέων του δημόσιου τομέα κρίθηκε συνταγματικά ανεκτή (ΟλΑΠ 16/2017), ορίστηκε στην παρ. 1 ότι «Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση. β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση … γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός. δ) Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση». Με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου ορίστηκε ότι «Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος, λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α’ της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης.». Επομένως, η ως άνω μεταβατικού χαρακτήρα ρύθμιση του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004 δεν βρίσκει έδαφος εφαρμογής, μεταξύ άλλων, και στην περίπτωση που κατά την έναρξη της ισχύος αυτού (19-7-2004) δεν είχε συμπληρωθεί ο κατά το εδάφιο α’ ελάχιστος χρόνος διάρκειας των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας στον ίδιο φορέα. Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, εκ των οποίων η πρώτη καταρτίστηκε με το Δημόσιο κλπ. μετά τις 18 Απριλίου 2001, οπότε τέθηκαν σε ισχύ οι ως άνω Συνταγματικές διατάξεις, και παράλληλα δεν συντρέχει κάποια ή κάποιες από τις προϋποθέσεις της μεταβατικού χαρακτήρα διάταξης του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου δεν μπορεί να γίνει. Ενόψει δε των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στις ρυθμίσεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, που δεν επιβάλλει τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920 δεν βρίσκει πλέον έδαφος εφαρμογής στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ούτε κατ` επιταγή της ως άνω Οδηγίας, για το μεσοδιάστημα από 10-7-2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας σε αυτήν) μέχρι την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 (19-7-2004), ούτε βεβαίως μετά την έναρξη ισχύος του τελευταίου (ΟλΑΠ 19/2007, ΑΠ 1029/2023 ΑΠ 142/2022, ΤΝΠ Νόμος). Εν προκειμένου, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω, όσον αφορά στις επίδικες συμβάσεις εργασίας (οι οποίες αναλυτικά αναφέρονται πιο πάνω) μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών (3) μηνών (άρθρο 5 παρ. 1), η συνολική χρονική διάρκεια αυτών υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες (άρθρο 6 παρ. 1), χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 6 παρ. 2 του εν λόγω π.δ. (ειδική από τη φύση και το είδος της εργασίας κατηγορία εργαζομένων). Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 του π.δ. 164/2004, ο ενάγων δικαιούται, για τον χρόνο που εκτελέσθηκαν οι ως άνω συμβάσεις του, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό που δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά εφάρμοσε τον νόμο και ο υπό κρίση λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος. Τέλος, με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου έφεσης το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη κατά την εξεύρεση του ποσού της αποζημίωσης εσφαλμένα συνυπολόγισε τα χρονικά διαστήματα που ο ενάγων εργάστηκε στην ………. και στην κοινωνική συνεταιριστική επιχείρηση «…….». Εν προκειμένου, αποδείχτηκε ότι αρχικός εργοδότης του ενάγοντος ήταν η ………….. Κορυδαλλού, η οποία στην εξέλιξη της εργασιακής του σχέσης μετατράπηκε στις 18-11-2009, με την υπ’ αριθμ. …… απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, σε δημοτική κοινωφελή επιχείρηση με την επωνυμία «………. (………….)». Εν συνεχεία, στις 10-6-2015 με την υπ’ αριθμ. 44336/24479 απόφαση της ασκούσας καθήκοντα Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, η πιο πάνω επιχείρηση οδηγήθηκε σε καθεστώς λύσης και εκκαθάρισης και το εναγόμενο και δικαιοπάροχος του εκκαλούντος «………….» ανέλαβε το σύνολο της δραστηριότητας της λυθείσας επιχείρησης, κατά πλήρη διαδοχή εργοδότη. Σύμφωνα δε με το άρθρο 4 παρ. 1 του π.δ. 178/2002 «Προστασία εργαζομένων σε μεταβιβαζόμενες επιχειρήσεις»: «Δια της μεταβιβάσεως και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας μεταβιβάζονται στο διάδοχο. Ο μεταβιβάζων και μετά τη μεταβίβαση ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διάδοχο για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος». Συνεπώς, μεταβιβάζεται το σύνολο των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων από τον παλαιό εργοδότη στον νέο. Έτσι, ο νέος εργοδότης οφείλει να προσμετρήσει τον χρόνο προϋπηρεσίας στον προηγούμενο εργοδότη, όχι μόνο για τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης, αλλά και σε κάθε περίπτωση που η γένεση ή η έκταση δικαιωμάτων του εργαζόμενου εξαρτάται από τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου απόλυσης (άδεια αναψυχής, κλπ) (ΑΠ 390/2008, ΑΠ 259/2006, ΤΝΠ Νόμος). Επομένως και αυτός ο λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε όσα και το παρόν, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τον νόμο, με αιτιολογίες που συμπληρώνονται με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ελλείψει δε άλλου λόγου έφεσης, πρέπει η τελευταία να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, στο σύνολό της. Τέλος, το εκκαλούν πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας του [άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, μειωμένα όμως, βάσει των άρθρων 22 παρ. 1, 3 του ν. 3693/1957, που διατηρείται σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, 5 παρ. 12 του ν. 1738/1987 και 2 της 134423/1992 Κ.Υ.Α και 281 παρ. 2 του ν. 3463/2006 (ΚΔΚ)], όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εκκαλούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις 13-11-2024
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓPAMMATEAΣ