ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 564/2024
ΤΟ MONOΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Δ.Π..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………, 2) …….. και 3) …………οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Λάμπρου Παπαϊωάννου.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στα …….. Κρήτης (…………) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στις 4-12-2023 συγχωνεύθηκε δι’ απορρόφησης από την καθολική της διάδοχο εταιρία με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην ………. Αττικής (……..) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Αικατερίνης Πρωτόπαπα, μέλους της δικηγορικής εταιρίας «ΜΑΡΙΑ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Οι εκκαλούντες άσκησαν κατά της εφεσίβλητης την από 24-8-2020 και με Γ.Α.Κ. … και ΕΑΚ …./24-8-2020 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 2322/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Την ανωτέρω απόφαση πρόσβαλαν οι ενάγοντες με την από 10-5-2023 και με Γ.Α.Κ./ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ../…/11-5-2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ …./…/11-5-2023 έφεσή τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (21-3-2024), κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων, αφού έλαβε το λόγο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, η οποία παραστάθηκε με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Η υπό κρίση από 10-5-2023 και με Γ.Α.Κ./ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ …/…/11-5-2023 και Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ΕΦΕΤΕΙΟΥ …/…/11-5-2023 έφεση των ηττηθέντων πρωτοδίκως εναγόντων 1) ………, 2) ………. και 3) ………., κατά της με αριθ. 2322/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 24-8-2020 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …../24-8-2020 αγωγής των ανωτέρω εναγόντων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 2, 496, 498, 511, 513 παρ. 1β’, 516 παρ. 1, 517 περ. α’, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 και 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, ενόψει του ότι κατατέθηκε στη γραμματεία του άνω πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 11-5-2023 και από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, κάτι που ούτε οι διάδικοι ισχυρίζονται, ενώ, μέχρι την κατάθεση της έφεσης δεν παρήλθε η προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 του άρθρου 518 Κ.Πολ.Δ. προθεσμία δυο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης (26-10-2021). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ενόψει και του ότι για το παραδεκτό της καταβλήθηκε το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 εδ. Α.β. Κ.Πολ.Δ. παράβολο ποσού 100,00 ευρώ (βλ. το ισόποσο υπ’ αριθ. ………. e-παράβολο ΓΓΠΣ Υπουργείου Δικαιοσύνης).
2. Με την άνω αγωγή τους, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες εξέθεσαν ότι οι δυο πρώτοι απ’ αυτούς είναι σύζυγοι και ο τρίτος ενήλικο τέκνο αυτών και άτομο με αναπηρία 95% (ΑμεΑ) και σημαντικά κινητικά προβλήματα. Ότι στις 28-8-2018 και περί ώρα 21:00’, στα πλαίσια ταξιδιού τους με το με αριθ. κυκλ. ………. E.I.X. αυτοκίνητο ιδιοκτησίας και κατοχής του πρώτου απ’ αυτούς, από τη Θεσσαλονίκη όπου κατοικούν στα Χανιά Κρήτης όπου επρόκειτο να συμμετάσχουν σε χορευτική εκδήλωση, ενόψει του ότι ο πρώτος απ’ αυτούς είναι πρόεδρος και χοροδιδάσκαλος του χορευτικού συλλόγου Θεσσαλονίκης «…….», επιβιβάστηκαν, όπως είχε ήδη προγραμματιστεί με την έκδοση των αντίστοιχων εισιτηρίων για τον καθένα τους, επί του ευρισκόμενου στο λιμένα του Πειραιά υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «ΕΒ», με προορισμό το λιμένα Χανίων Κρήτης, όπου το άνω πλοίο θα κατέπλεε περί ώρα 07:00 της επομένης. Ότι το άνω πλοίο ανήκει στην κυριότητα της εναγόμενης εταιρίας «………….», η οποία και το εκμεταλλεύεται, τυγχάνει δηλαδή η πλοιοκτήτρια αυτού και κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο δραστηριοποιείτο στη δρομολογιακή γραμμή Πειραιάς– Χανιά–Πειραιάς. Ότι καθ’ υπόδειξη και υπό τις οδηγίες των υπαλλήλων της εναγόμενης ο πρώτος απ’ αυτούς στάθμευσε στο υπόγειο γκαράζ του πλοίου το άνω αυτοκίνητό του, στο οποίο βρίσκονταν οι αποσκευές τους και ειδικότερα ο ρουχισμός τους και προσωπικά τους αντικείμενα/είδη καθημερινής χρήσης για προγραμματισμένες διακοπές τους 12 ημερών, παραδοσιακές στολές του πρώτου απ’ αυτούς που θα χρησιμοποιούσε ο άνω χορευτικός σύλλογος στην άνω χορευτική εκδήλωση, καθώς και μουσικά όργανα που του ανήκαν. Ότι περί ώρα 22:00 της ίδιας ημέρας το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά και οι ίδιοι μετέβησαν στην καμπίνα τους προς ανάπαυση και ύπνο. Ότι δυο περίπου ώρες αργότερα και ενώ το πλοίο ταξίδευε, προκλήθηκε φωτιά στο χώρο του γκαράζ, η οποία επεκτάθηκε και έτσι οι ίδιοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την καμπίνα τους και να συγκεντρωθούν στο σημείο που τους υπέδειξε το πλήρωμα, στη συνέχεια δε οδηγήθηκαν στο κατάστρωμα, όπου φόρεσαν σωσίβια και παρέμειναν μαζί με τους υπόλοιπους επιβάτες για αρκετές ώρες όρθιοι και εκτεθειμένοι στον αέρα και στο κρύο, καθώς δεν τους επιτρεπόταν να γυρίσουν στην καμπίνα τους. Ότι τελικά το πλοίο, συνοδεία πλωτών σκαφών του Λιμενικού Σώματος και της Ελληνικής Ακτοφυλακής, καθώς και φρεγάτας του Πολεμικού Ναυτικού, επέστρεψε στο λιμάνι του Πειραιά, όπου κατέπλευσε περί ώρα 04:00 της 29ης-08-2018, οπότε ξεκίνησε η επιχείρηση εκκένωσης των επιβατών. Ότι περί ώρα 06:30 της ίδιας ημέρας αποβιβάστηκαν οι ίδιοι από μια ασταθή σκάλα αποβίβασης, που επέτρεπε να εξέρχονται οι επιβάτες ένας – ένας, χωρίς να δίνεται καμία προτεραιότητα σε άτομα με αναπηρία, όπως ο τρίτος απ’ αυτούς. Ότι εξαιτίας του ιδιαιτέρως υψηλού θερμικού φορτίου (περί τους 500o C) που αναπτύχθηκε στο γκαράζ του πλοίου όπου εκδηλώθηκε η φωτιά, αλλά και της περιορισμένης πρόσβασης στο χώρο αυτό, η κατάσβεση της φωτιάς επετεύχθη μόλις μετά από πέντε ημέρες και δη τις βραδινές ώρες της 2ας-9-2018. Ότι την επομένη αποβιβάστηκε στο λιμάνι του Πειραιά το άνω αυτοκίνητο του πρώτου απ’ αυτούς και διαπιστώθηκε ότι ήταν κατεστραμμένο ολοσχερώς από την πλημμύρα που προκλήθηκε στο γκαράζ κατά την επιχείρηση κατάσβεσης της φωτιάς με θαλασσινό νερό με συνεχή λειτουργία του συστήματος πυρόσβεσης Drencher του πλοίου. Ότι αποκλειστικά υπαίτια για το άνω ναυτικό ατύχημα, ήτοι την πυρκαγιά και την πλημμύρα που δημιουργήθηκε στα πλαίσια της προσπάθειας κατάσβεσής της, τυγχάνει η εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία, καθώς η φωτιά στο γκαράζ προκλήθηκε από βραχυκύκλωμα και θα μπορούσε να αποφευχθεί η εξάπλωσή της στα παρακείμενα φορτηγά οχήματα που βρίσκονταν στο συγκεκριμένο χώρο, κυρίως λόγω των κοντινών αποστάσεων κατά τη φόρτωσή τους, αν η εναγόμενη είχε αποφύγει, ως όφειλε και μπορούσε, τη στοιβασία οχημάτων και φορτηγών σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους λόγω του είδους του φορτίου που μετέφεραν (εύφλεκτα υλικά, πλαστικά, ξύλινα προϊόντα) και λόγω των κανόνων φορτώσεως ή εάν κατά το χρόνο εκδήλωσης της φωτιάς υπήρχε έστω ένα μέλος του πληρώματος στο χώρο του γκαράζ και τούτο ανεξαρτήτως της υπαιτιότητας της εναγόμενης σχετικά με την πρόκληση του βραχυκυκλώματος. Ότι εξαιτίας του άνω ατυχήματος οι ενάγοντες υπέστησαν περιουσιακή ζημία, συνιστάμενη στην απώλεια, λόγω ολοσχερούς καταστροφής τους εκ της ως άνω πυρκαγιάς, του άνω αυτοκινήτου του πρώτου απ’ αυτούς και των αποσκευών τους που βρισκόταν εντός αυτού. Ότι το ύψος της περιουσιακής ζημίας ανέρχεται συνολικά α) για τον πρώτο απ’ αυτούς στο ποσό των 17.937,00 ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνεται ποσό 3.968,00 ευρώ για κατεστραμμένες παραδοσιακές φορεσιές, 6.400,00 ευρώ για κατεστραμμένα μουσικά όργανα, 3.545,00 ευρώ για κατεστραμμένα είδη ένδυσης και υπόδησης, 550,00 ευρώ για κατεστραμμένα προσωπικά αντικείμενα και 1.344,00 ευρώ για δαπάνες ταξί που αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει για τις μετακινήσεις του ιδίου και του ΑΜΕΑ υιού του τρίτου ενάγοντος σε δραστηριότητές του (κολυμβητήριο, σχολή όπου φοιτά, ιππικό όμιλο όπου κάνει ιπποθεραπεία), όπως τα άνω ποσά ζημίας του αναφέρονται αναλυτικά στην αγωγή και β) για τη δεύτερη απ’ αυτούς στο ποσό των 3.297,00 ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνεται ποσό 2.572,00 ευρώ για κατεστραμμένα είδη ένδυσης και υπόδησης και ποσό 725,00 ευρώ για διάφορα κατεστραμμένα προσωπικά είδη της, όπως τα άνω ποσά ζημίας του αναφέρονται αναλυτικά στην αγωγή. Ότι για τον τρίτο απ’ αυτούς, ο οποίος πάσχει από εγκεφαλική παράλυση, σπαστική τετραπάρεση και υψηλού βαθμού σχολίωση, δεν είναι σε θέση να εργαστεί και στερείται προσωπικών εισοδημάτων, η ζημία που υπέστη από την καταστροφή των προσωπικών του αντικειμένων βαρύνει στην πραγματικότητα τον πρώτο απ’ αυτούς, γι’ αυτό και έχει συμπεριληφθεί στην ανωτέρω εκτεθείσα θετική ζημία του. Ότι όλοι τους υπέστησαν και ηθική βλάβη, λόγω του τρόμου και της ανασφάλειας που βίωσαν, της ανησυχίας και της μακράς αναμονής σε δύσκολες συνθήκες αναμένοντας την έκβαση του συμβάντος, αλλά και λόγω του κλονισμού της ψυχικής υγείας του τρίτου απ’ αυτούς, ο οποίος, εξαιτίας της αναπηρίας του, βίωσε το ένδικο συμβάν με ιδιαίτερα μεγάλη ένταση και τρόμο, σύμφωνα με όσα αναφέρονται αναλυτικά στην αγωγή. Ότι προς αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης απαιτείται για τον πρώτο απ’ αυτούς τουλάχιστον το ποσό των 20.000,00 ευρώ, για τη δεύτερη απ’ αυτούς τουλάχιστον το ποσό των 15.000,00 ευρώ και για τον τρίτο απ’ αυτούς τουλάχιστον το ποσό των 40.000,00 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες, επικαλούμενοι κυρίως ευθύνη της εναγόμενης με βάση τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974 «σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους», όπως αυτή τροποποιήθηκε με τα πρωτόκολλα που υπογράφηκαν στο Λονδίνο την 19-11-1976 και την 1-11-2002 και κυρώθηκαν με το άρθρο πρώτο του ν. 1922/1991 και ν. 4195/2013 και ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (στο εξής: Σύμβαση Αθηνών 2002), άλλως ευθύνη της κατά τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 «προστασία των καταναλωτών», ζήτησαν, αφού περιόρισαν παραδεκτά από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό το αίτημα της αγωγής με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον πρώτο απ’ αυτούς το συνολικό ποσό των 37.937,00 ευρώ (17.937,00 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική και αποθετική περιουσιακή ζημία του και το ποσό των 20.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη), στη δεύτερη απ’ αυτούς το συνολικό ποσό των 18.297,00 ευρώ (3.297,00 ευρώ για τη θετική και αποθετική περιουσιακή ζημία της και το ποσό των 15.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη) και στον τρίτο απ’ αυτούς το ποσό των 40.000,00 ευρώ (για ηθική του βλάβη), τα δε άνω ποσά με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζήτησαν να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά τους έξοδα.
3. Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 2322/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), με την οποία αυτό, αφού έκρινε εαυτό αρμόδιο καθ’ ύλη, κατά τόπο και λειτουργικά προς εκδίκαση της υπόθεσης [σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1 13 και 14 παρ, 2 Κ.Πολ.Δ, 51 παρ. 2 εδάφ. β’ ν. 2172/1993, σε συνδ. με άρθρα 51 παρ. 1α’, 2, 3Α, 3Β περ. β’ του ιδίου νόμου και άρθρο 17 παρ. 1 της Σύμβασης Αθηνών 2002], στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς την παθητική νομιμοποίηση της εναγόμενης (ρητά κατά την κύρια βάση της από τη Σύμβαση Αθηνών 2002 και σιωπηρά κατά την επικουρική βάση της κατά τις διατάξεις του Ν. 2251/1994). Επίσης, καταδίκασε τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων, τα οποία όρισε στο ποσό των 1.500,00 ευρώ. Κατά της άνω οριστικής απόφασης παραπονούνται οι ενάγοντες, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως ηττηθέντες διάδικοι, με την κρινόμενη έφεσή τους, ζητώντας για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται, κατ’ εκτίμησή τους, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή της έφεσής τους και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης στο σύνολό της, ώστε ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικαστεί εξαρχής η αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή καθ’ ολοκληρία.
4. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (Α.Π. 1424/2017). Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (Α.Π. 1235/2023, Α.Π. 119/2018, Α.Π. 1004/2017, www.areiospagos.gr).
5. Για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί κατ’ αρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της ένδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, ότι δηλαδή ο ίδιος είναι φορέας του ασκούμενου ένδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης. Ποια πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής. Περαιτέρω, η νομιμοποίηση του διαδίκου, όπως και το έννομο συμφέρον, αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας και η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων αυτών ελέγχεται αναιρετικά με το λόγο αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. (Ολ.Α.Π. 18/2005, Α.Π. 90/2017, Α.Π. 233/2016). Αν, όμως, ο ενάγων δεν επικαλείται τα στοιχεία νομιμοποίησης σύμφωνα με το νόμο, η αγωγή απορρίπτεται, ως απαράδεκτη (αόριστη) και ο σχετικός αναιρετικός λόγος στηρίζεται στο άρθρο 559 αρ.14 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 657/2020, Α.Π. 2149/2020, Α.Π. 380/2017, Α.Π. 1582/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
6. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111, 216 παρ. 1, 223 και 224 Κ.Πολ.Δ, συνάγεται ότι το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που αναφέρονται σε αυτή, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος-υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, νοείται, κατά την έννοια του άρθρου 216 παρ. 1α Κ.Πολ.Δ, το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών), τα οποία θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής (Ολ.Α.Π. 2/1994) και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (Α.Π. 837/2019, Α.Π. 1087/2014, Α.Π. 460/2013). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το κατά τα ανωτέρω απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση, εφόσον έτσι μεταβάλλεται και το αντικείμενο της δίκης, κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 Κ.Πολ.Δ. αρχής της τήρησης προδικασίας (Ολ.Α.Π. 2/1994, Α.Π. 1241/2021, Α.Π. 321/2020, Α.Π. 1152/2017, Α.Π. 1183/2015). Η κατά το άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ., απαγόρευση της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας. Έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, διευκρινίσει και διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η απαγόρευση μεταβολής της βάσεως της αγωγής αφορά μόνο την ιστορική της βάση και όχι τη νομική της βάση, ήτοι τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου (Α.Π. 910/2017, Α.Π. 778/2011). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ, «με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 525 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. «είναι απαράδεκτη η υποβολή νέας αίτησης, ακόμα και αν συναινεί ο αντίδικος. Το απαράδεκτο λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη». Σύμφωνα δε με το άρθρο 526 Κ.Πολ.Δ, είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Επιτρέπεται εξαιτίας γεγονότων που επήλθαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης να ζητηθεί αντί για το αντικείμενο που ζητήθηκε αρχικά άλλο ή η αξία του ή το διαφέρον. Από τις συνδυασμένες πιο πάνω διατάξεις προκύπτει, ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικανικής πιο πάνω αξίωσης με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (Ολ.Α.Π. 12/1989, Α.Π. 1594/2023, Α.Π. 128/2023, Α.Π. 1859/2023, Α.Π. 1241/2021, Α.Π. 749/2020, Α.Π. 143/2019, Α.Π. 621/2012, www.areiospagos.gr).
7. Η διεθνής μεταφορά επιβατών διέπεται στην Ελλάδα από τη Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974 «σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους», όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της 19ης Νοεμβρίου 1976 και το Πρωτόκολλο της 1ης Νοεμβρίου 2002, που κυρώθηκαν με τους Ν. 1922/1991 (Φ.Ε.Κ. Α’ 15/15-2.1991) και 4195/2013 (Φ.Ε.Κ. Α’ 211/10-10-2013) αντίστοιχα, καθώς και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος», ο οποίος, με βάση το άρθρο 2, ισχύει από την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι από την 29-5-2009, η δε εφαρμογή του αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της Σύμβασης των Αθηνών, όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, όχι όμως αργότερα από την 31-12-2012. Ειδικότερα, ο παραπάνω Κανονισμός θεσπίζει – μεταξύ άλλων – το ενωσιακό καθεστώς σχετικά με την ευθύνη και την ασφάλιση για τις θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, όπως ορίζουν οι συναφείς διατάξεις: α) της Σύμβασης των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο του 2002 και β) των επιφυλάξεων και των κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, που υιοθέτησε η νομική επιτροπή του ΙΜΟ στις 19 Οκτωβρίου 2006 (άρθρο 1 παρ. 1). Ο Κανονισμός [και η με αυτόν διαμορφούμενη Σύμβαση των Αθηνών (εφεξής «Σύμβαση των Αθηνών 2002»)] εφαρμόζεται – μεταξύ άλλων – σε οποιαδήποτε διεθνή μεταφορά, κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 9 της άνω Σύμβασης, δηλαδή σε κάθε μεταφορά, της οποίας, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού βρίσκονται σε δύο διαφορετικά κράτη ή σε ένα μόνο κράτος εάν, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς ή το προγραμματισμένο δρομολόγιο, υπάρχει ενδιάμεσο λιμάνι προσέγγισης σε άλλο κράτος, εφόσον: α) το πλοίο φέρει σημαία κράτους μέλους ή είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος ή β) η σύμβαση μεταφοράς έχει συναφθεί σε κράτος μέλος ή γ) ο τόπος αναχώρησης ή προορισμού, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς βρίσκεται σε κράτος μέλος. Κατά ρητή πρόβλεψη του Κανονισμού, το καθεστώς ευθύνης ως προς τους επιβάτες, τις αποσκευές τους και τα οχήματά τους διέπεται από τον Κανονισμό, καθώς και από τα άρθρα 1 και 1α, 2 παράγραφος 2, 3 έως 16, 18, 20 και 21 της Σύμβασης που παρατίθενται στο παράρτημα Ι και τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ που παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙ (άρθρο 3 παρ. 1). 1α’. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. α’ της άνω Σύμβασης, ως «μεταφορέας» ορίζεται το πρόσωπο το οποίο έχει συνάψει σύμβαση μεταφοράς ή για λογαριασμό του οποίου έχει συναφθεί η σύμβαση μεταφοράς, ανεξαρτήτως του εάν η μεταφορά εκτελείται όντως από το πρόσωπο αυτό ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του. Έκδηλο είναι ότι ο παραπάνω εννοιολογικός προσδιορισμός υπαινίσσεται τον συμβατικό μεταφορέα. Συνεπώς, συμβατικός μεταφορέας είναι το πρόσωπο που καταρτίζει στο όνομά του τη σύμβαση μεταφοράς με τον επιβάτη, χωρίς απαραιτήτως να εκτελεί και ο ίδιος τη μεταφορά. Συνακόλουθα, κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του συμβατικού μεταφορέα αποτελεί η κατάρτιση της σύμβασης με τον επιβάτη· αντίθετα, η ενδεχόμενη εκτέλεση της μεταφοράς απ’ αυτόν δεν αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της έννοιάς του. Από τη διατύπωση της παραπάνω διάταξης συνάγεται ότι για την κατάρτιση της σύμβασης χωρεί και αντιπροσώπευση του συμβατικού μεταφορέα. Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β’ της Σύμβασης ορίζονται τα εξής: «Πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα» σημαίνει το διαφορετικό από το μεταφορέα πρόσωπο, που είναι ο πλοιοκτήτης, ο ναυλωτής ή διαχειριστής ενός πλοίου και το οποίο εκτελεί όντως όλη τη μεταφορά ή μέρος της. Ο όρος «performing carrier», τον οποίο χρησιμοποιεί το αυθεντικό αγγλικό κείμενο της Σύμβασης, στο οποίο στηρίχθηκε η ελληνική μετάφραση, αποδίδεται περιφραστικά ως «πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα». Με βάση τα παραπάνω, δύναται να οριστεί ως «πραγματικός μεταφορέας» το διαφορετικό από τον συμβατικό μεταφορέα πρόσωπο, που είναι ο πλοιοκτήτης, ναυλωτής ή διαχειριστής ενός πλοίου, και το οποίο εκτελεί το σύνολο ή μέρος της μεταφοράς για λογαριασμό του συμβατικού μεταφορέα. Συνεπώς, αυτό εκτελεί τη μεταφορά που συμφώνησε ο συμβατικός μεταφορέας με τον επιβάτη, η οποία (συμβατική μεταφορά) αποδεικνύεται με την έκδοση του εισιτηρίου. Έτσι, καθοριστικό στοιχείο της έννοιας του πραγματικού μεταφορέα αποτελεί το πραγματικό γεγονός της εκτέλεσης της μεταφοράς, ενώ δεν αποκλείεται ο συμβατικός μεταφορέας να φέρει και την ιδιότητα του πραγματικού μεταφορέα, στο μέτρο που αυτός εκτελεί πράγματι τη μεταφορά, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 2 παρ. 1 περ. γ’ του Πρωτοκόλλου 2002. 1β’. Εξάλλου, ο όρος «πλοιοκτήτης», που περιλαμβάνεται μεταξύ των προσώπων που αναφέρονται στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β’ της άνω Σύμβασης, αποτελεί απόδοση του όρου «owner of a ship», που χρησιμοποιείται στο αγγλικό αυθεντικό κείμενο αυτής (βλ. Γκολογκίνα – Οικονόμου Ε., Αστική Ευθύνη στη Διεθνή Θαλάσσια Μεταφορά Επιβατών και Αποσκευών, 2007, σ. 66 έως 73). Στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού, όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 Κ.Ι.Ν.Δ. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε, όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται, να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό (Α.Π. 689/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 269/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). 1γ’. Περαιτέρω, ο όρος «ναυλωτής», που περιλαμβάνεται μεταξύ των προσώπων που αναφέρονται στην παραπάνω αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β’ της άνω Σύμβασης, αποτελεί απόδοση του όρου «charterer», ο οποίος χρησιμοποιείται στο αγγλικό αυθεντικό κείμενο αυτής και κατονομάζεται χωρίς περαιτέρω εννοιολογικό προσδιορισμό. Στο εθνικό δίκαιο ναυλωτής γενικώς θεωρείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται η χρήση του πλοίου έναντι ανταλλάγματος. Στη σύμβαση ναύλωσης σε στενή έννοια, με βάση το άρθρο 107 Κ.Ι.Ν.Δ, υπάγονται τρεις βασικές μορφές ναύλωσης, ανάλογα με το είδος και τον βαθμό εξουσιών που παραχωρούνται σχετικά με το πλοίο. Ειδικότερα, όταν το πλοίο παραχωρείται «γυμνό», χωρίς επάνδρωση και εξοπλισμό, πρόκειται για ναύλωση γυμνού σκάφους (bareboat charter ή charter by demise). Με τη ναύλωση γυμνού πλοίου ο «γυμνός» ναυλωτής (disponent owner) αποκτά τον πλήρη έλεγχο της θαλάσσιας αποστολής (ναυτική διεύθυνση και εμπορική διαχείριση), με την πρόσληψη του πλοιάρχου και του πληρώματος. Στη μεν έννοια της ναυτικής διεύθυνσης υπάγεται η διακυβέρνηση του πλοίου διά του πλοιάρχου και των μελών του πληρώματος, τα οποία συνδέονται συμβατικά μαζί του, ενώ στην έννοια της εμπορικής διαχείρισης υπάγεται η οικονομική εκμετάλλευση του πλοίου, την οποία ο ναυλωτής ασκεί στο δικό του όνομα, επωμιζόμενος τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Στην περίπτωση αυτή, ο πλοίαρχος και το πλήρωμα αποτελούν βοηθούς εκπλήρωσης και αντίστοιχα προστηθέντες του «γυμνού» ναυλωτή. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι κατά το ημεδαπό δίκαιο η σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου καθιστά το «γυμνό» ναυλωτή, εφοπλιστή, κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 Κ.Ι.Ν.Δ, ευθυνόμενο για τις υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις των προστηθέντων του (πλοιάρχου και λοιπών μελών του πληρώματος). Επίσης, όταν το πλοίο παραχωρείται επανδρωμένο και εξοπλισμένο για ορισμένο χρόνο ή ταξίδι, πρόκειται, αντίστοιχα, για ναύλωση κατά χρόνο ή χροναύλωση (time charter) ή ναύλωση κατά ταξίδι ή κατά πλου (voyage charter). Με τη χρονοναύλωση το πλοίο τίθεται στη διάθεση του ναυλωτή, πλήρως εξοπλισμένο, μαζί με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος, ώστε αυτός να μπορεί να το χρησιμοποιήσει για την άσκηση της εμπορικής του δραστηριότητας για το χρονικό διάστημα που έχει συμφωνηθεί. Έτσι, στο χρονοναυλωτή παραχωρείται το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται το πλοίο, ως οργανωμένη επιχείρηση, ενώ η ναυτική (τεχνική) διαχείριση του πλοίου παραμένει στον εκναυλωτή, όμως, το γεγονός ότι ο εκναυλωτής παρέχει τον πλοίαρχο και το πλήρωμα δεν αρκεί για την ύπαρξη της ναυτικής διεύθυνσης εκ μέρους του, αφού οι παραπάνω μπορεί να τίθενται υπό τις αποκλειστικές εντολές του ναυλωτή, και αυτό αποτελεί το κριτήριο για τη διάκριση ανάμεσα στη «γυμνή» ναύλωση και την εφοπλιστική χρονοναύλωση (Κιάντου – Παμπούκη Α, Ναυτικό Δίκαιο, 2007, Τόμος Δεύτερος, παρ. 114 έως 115, 117 έως 119, Ρόκα Ι./Θεοχαρίδη Γ, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, παρ. 247 έως 251). Με βάση τα παραπάνω, στο πλαίσιο της άνω Σύμβασης των Αθηνών 2002, πραγματικός μεταφορέας είναι και ο χρονοναυλωτής, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι πρόκειται για εφοπλιστική χρονοναύλωση, δηλαδή για ναύλωση στην οποία ο ναυλωτής διατηρεί την εκμετάλλευση και τη ναυτική (τεχνική) διαχείριση του πλοίου, χορηγώντας στον πλοίαρχο και το πλήρωμα τις σχετικές εντολές και οδηγίες (βλ. Γκολογκίνα – Οικονόμου Ε., ό.α, σελ. 77 – 78, π.ρ.β.λ. ως προς την έννοια της εφοπλιστικής χρονοναύλωσης Α.Π. 777/2015, Εφ.Πειρ. 375/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). 1δ’. Προσέτι, το άρθρο 1 παρ. 5 της άνω Σύμβασης ορίζει ότι «Αποσκευές» σημαίνει: «Κάθε αντικείμενο ή όχημα που μεταφέρεται από το μεταφορέα βάσει συμβάσεως μεταφοράς, με εξαίρεση: α) τα αντικείμενα και οχήματα που μεταφέρονται βάσει ναυλοσυμφώνου, φορτωτικής ή άλλης σύμβασης που αφορά πρωταρχικά τη μεταφορά αγαθών και β) τα ζώντα ζώα», ενώ η παράγραφος 6 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι: «Αποσκευές καμπίνας σημαίνει αποσκευές που έχει ο επιβάτης στην καμπίνα του ή που βρίσκονται με άλλον τρόπο στην κατοχή του, υπό την επιτήρηση ή τον έλεγχό του. Στις αποσκευές καμπίνας περιλαμβάνονται και οι αποσκευές που έχει ο επιβάτης μέσα ή πάνω στο όχημά του, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες εφαρμόζονται η παράγραφος 8 του παρόντος άρθρου και το άρθρο 8». 1ε’. Περαιτέρω, τα άρθρα 3 και 4 της άνω Σύμβασης ορίζουν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Άρθρο 3 – Ευθύνη του μεταφορέα 1) Ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα θανάτου ή σωματικής βλάβης επιβάτη, που προξενήθηκαν από ναυτικό συμβάν, κατά το βαθμό που η ζημία αυτή ως προς τον εν λόγω επιβάτη δεν υπερβαίνει σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση τις 250.000 μονάδες υπολογισμού, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν: α) ήταν αποτέλεσμα πολεμικής πράξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης ή φυσικού φαινομένου, έκτακτου, αναπόφευκτου και ακαταμάχητου χαρακτήρα ή β) προξενήθηκε εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη τρίτου με σκοπό την προξένηση του συμβάντος. Εφόσον και κατά το βαθμό που η ζημία υπερβαίνει το ανωτέρω όριο, ο μεταφορέας είναι περαιτέρω υπεύθυνος, εκτός αν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν που προξένησε τη ζημία δεν οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια…… 3) Για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα της απώλειας ή φθοράς αποσκευών καμπίνας, την ευθύνη φέρει ο μεταφορέας, εφόσον το συμβάν που προξένησε τη ζημία οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια. Το πταίσμα ή η αμέλεια του μεταφορέα τεκμαίρονται για τη ζημία που προξενήθηκε από ναυτικό συμβάν… 5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου: α) «ναυτικό συμβάν» σημαίνει ναυάγιο, ανατροπή, σύγκρουση ή προσάραξη του πλοίου, έκρηξη ή πυρκαγιά στο πλοίο ή ελάττωμα του πλοίου, β) με τους όρους «πταίσμα ή αμέλεια του μεταφορέα» νοούνται το πταίσμα ή η αμέλεια του προσωπικού του μεταφορέα, το οποίο ενεργεί στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας του, γ) «ελάττωμα του πλοίου» σημαίνει οποιαδήποτε δυσλειτουργία, αστοχία ή μη συμφωνία με τους ισχύοντες κανονισμούς ασφαλείας, η οποία αφορά οποιοδήποτε μέρος του πλοίου ή του εξοπλισμού του, όταν χρησιμοποιείται για τη διαφυγή, εκκένωση, επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών ή όταν χρησιμοποιείται για την ώθηση, πηδαλιούχηση, ασφαλή πλεύση, πρόσδεση, αγκυροβόληση, άφιξη ή αναχώρηση από προκυμαία ή αγκυροβόλιο, ή έλεγχο βλάβης έπειτα από κατάκλυση, ή όταν χρησιμοποιείται για την καθέλκυση σωστικών μέσων και δ) ο όρος «ζημία» δεν περιλαμβάνει αποζημιώσεις ποινικού ή παραδειγματικού χαρακτήρα. 6) Η βάσει του παρόντος άρθρου ευθύνη του μεταφορέα αφορά μόνο τη ζημία η οποία προκύπτει από συμβάντα τα οποία έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς. Ο ενάγων πρέπει να αποδείξει ότι το συμβάν που προξένησε τη ζημία έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, καθώς και την έκταση της ζημιάς»· Άρθρο 4 «Πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα» 1) Εάν η διενέργεια της μεταφοράς ή μέρος αυτής έχει ανατεθεί σε πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, ο μεταφορέας εξακολουθεί παρά ταύτα να φέρει την ευθύνη για το σύνολο της μεταφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης. Επιπλέον, το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα υπόκειται στις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, αλλά και δύναται να τις επικαλεσθεί, για το μέρος της μεταφοράς που έχει ο ίδιος εκτελέσει. 2) Ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος, σε σχέση με τη μεταφορά που έχει εκτελεσθεί από πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, για τις πράξεις και παραλείψεις του τελευταίου και των υπαλλήλων και πρακτόρων του που ενεργούν στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας τους. (3)… (4)— (5)…». 1στ’. Επιπλέον, κατά το άρθρο 5 της άνω Σύμβασης «Ο μεταφορέας δεν είναι υπεύθυνος για απώλεια ή ζημία σε χρήματα, διαπραγματεύσιμα αξιόγραφα, χρυσό, ασημικά, κοσμήματα, διακοσμητικά αντικείμενα, έργα τέχνης ή άλλα τιμαλφή, εκτός εάν αυτά παραδόθηκαν στο μεταφορέα με συμφωνία για τη φύλαξή τους, οπότε ο μεταφορέας ευθύνεται μέχρι του ορίου που προβλέπει το άρθρο 8 παράγραφος 3, εκτός εάν συμφωνήθηκε υψηλότερο όριο ευθύνης σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1». 1ζ’. Ακόμη, κατά το άρθρο 14 της άνω Σύμβασης «Καμία αγωγή αποζημίωσης για τον θάνατο ή τις σωματικές βλάβες επιβάτη, ή για την απώλεια ή φθορά αποσκευών δεν εγείρεται κατά μεταφορέα ή προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα με άλλο τρόπο εκτός από αυτόν που προβλέπεται από την παρούσα Σύμβαση». 1η’. Επιπλέον, κατά το άρθρο 15 της άνω Σύμβασης «1. Ο επιβάτης ενημερώνει εγγράφως το μεταφορέα ή τον πράκτορά του: α) Σε περίπτωση προφανούς ζημίας σε αποσκευές: (i) για αποσκευές καμπίνας, πριν ή κατά το χρόνο αποβίβασης του επιβάτη. (ii) για όλες τις άλλες αποσκευές, πριν ή κατά το χρόνο της επαναπαράδοσής τους. (β) Σε περίπτωση ζημίας σε αποσκευές που δεν είναι καταφανής, ή απώλειας αποσκευών, εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία αποβίβασης ή επαναπαράδοσης ή από το χρόνο που η επαναπαράδοση αυτή θα έπρεπε να είχε γίνει. 2. Ο επιβάτης, που δεν συμμορφούται με τη διαδικασία αυτού του άρθρου, θεωρείται ότι έχει παραλάβει τις αποσκευές χωρίς βλάβη, εκτός αν αποδείξει το αντίθετο. 3. Η έγγραφη γνωστοποίηση δεν χρειάζεται να γίνει αν η κατάσταση των αποσκευών κατά το χρόνο της παραλαβής τους ελέγχθηκε ή επιθεωρήθηκε από κοινού». Από τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών 2002 συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Α) Ότι η ρύθμιση της Δ.Σ. Αθηνών 2002 αφορά πρωτίστως την ευθύνη του συμβατικού μεταφορέα, δηλαδή του προσώπου από ή για λογαριασμό του οποίου έχει συναφθεί μια σύμβαση μεταφοράς, ανεξαρτήτως αν η μεταφορά εκτελείται πράγματι από το πρόσωπο αυτό ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του (άρθρο 1 παρ. 1α). Αφορά επίσης την ευθύνη του πραγματικού μεταφορέα (άρθρο 4 παρ. 1 εδ. β), δηλαδή του προσώπου που εκτελεί πραγματικά ολόκληρη ή μέρος της μεταφοράς, ενεργώντας για λογαριασμό του συμβατικού μεταφορέα (άρθρο 1 παρ. 1β και γ. Αφορά ακόμη την ευθύνη των βοηθών εκπλήρωσης / προστηθέντων τόσο του συμβατικού όσο και του πραγματικού μεταφορέα, υπό την επιπρόσθετη προϋπόθεση ότι είναι σε θέση να αποδείξουν ότι έδρασαν εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων τους (άρθρο 11) (Αντ. Αντάπαση / Λίας Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2020, παρ. 31.ΙΑ, αριθ. 1503, σ. 771). Β) Ότι η ευθύνη του πραγματικού και του συμβατικού μεταφορέα έναντι του επιβάτη είναι εις ολόκληρο (άρθρο 4 παρ. 4), ενώ σε περίπτωση που κάποιος εξ αυτών αποκαταστήσει τη ζημιά που υπέστη ο επιβάτης, διατηρεί δικαίωμα αναγωγής έναντι του έτερου συνυπεύθυνου προσώπου (άρθρο 4 παρ. 5). Ακόμη, ότι δεν υπάρχει αντίστοιχη ρύθμιση για τους προστηθέντες/βοηθούς εκπλήρωσης, εφόσον όμως εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, η ευθύνη τους θα είναι και πάλι εις ολόκληρο (Α.Κ. 926) (Αντ. Αντάπαση/Λίας Αθανασίου, ό.α Ναυτικό Δίκαιο, 2020, παρ. 31.ΙΑ, αριθ. 1503, σ. 772). · Γ) Ότι καλύπτεται η ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης του επιβάτη, η οποία δεν εξειδικεύεται με τη Σύμβαση. Επιπλέον, από την ευρεία διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της Σύμβασης αναφορικά με την αποκαταστατέα ζημία ως αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης, η οποία στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο αποδίδεται με τον όρο «for the damage suffered as a result of personal injury to a passenger» (βλ. σε αντιπαραβολή τη Σύμβαση του Μόντρεαλ της 28ης Μαΐου 1999 για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων για τις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, που κυρώθηκε στη χώρα με το Ν. 3006/2002, η οποία στην αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 17 αναφέρεται σε ζημία που προκλήθηκε σε περίπτωση σωματικού τραυματισμού επιβάτη, όρος που στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο αποδίδεται ως «bodily injury of a passenger»), συνάγεται ο σκοπός του διεθνούς νομοθέτη να συμπεριλάβει υπό τον όρο «personal injury to a passenger» κάθε ζημία που απορρέει από προσωπική βλάβη του επιβάτη· άρα ο όρος επεκτείνεται και στη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα της ψυχικής βλάβης του επιβάτη, είτε αυτή συναρτάται με τη σωματική του βλάβη είτε έχει επέλθει ανεξάρτητα απ’ αυτήν [Εφ.Πειρ. 638/2020, www.efeteio-peir.gr, Γκολογκίνα – Οικονόμου Ε, ό.α, σελ. 129 έως 131, την ίδια σε «Η Διεθνής και Ευρωπαϊκή Νομική Διάσταση του Τουρισμού, Πρακτικά», 2ο Συνέδριο Δικαίου του Τουρισμού, Καρπενήσι 3-5 Νοεμβρίου 2011, σ. 29, Ελένη Ι. Αξιόγλου, Αποκατάσταση ζημιών από ατυχήματα στον ανθρώπινο παράγοντα στην επιβατηγό ναυτιλία, 2010, σ. 48, δημοσιευμένη στο διαδίκτυο, π.ρ.β.λ., ως προς το άνω συμπέρασμα, με διασταλτική ερμηνεία της άνω διάταξης, Λία Αθανασίου, Ευθύνη Θαλάσσιου Μεταφορέα προς Αποζημίωση Επιβαινόντων σε περίπτωση ναυαγίου του πλοίου, Νο.Β. 51 (2003), 1582 επ, ιδίως σελ. 1590 – 2592, καθώς και Ι. Κοροτζή, Η Νέα Διεθνής Σύμβαση των Αθηνών 2002 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, 2008, σ. 28, κατά τον οποίο, από την παράλειψη να περιληφθούν στο Πρωτόκολλο 2002 οι ζημιές που προκαλούνται από τη «καθαρά συγκινησιακή απόγνωση, εφόσον απουσιάζει κάθε σωματική βλάβη («purely emotional distress in the absence of any physical injury»), παρά την υποβολή αντίθετης έγγραφης πρότασης στις προκαταρτικές συζητήσεις για το άνω Πρωτόκολλο από την αντιπροσωπεία της παρατηρήτριας I.S.C, ενισχύεται η τελολογικά ενδεδειγμένη άποψη ότι «η περιουσιακή ζημία του παθόντος από τις βλάβες στη διανοητική ή ψυχική του υγεία συνιστά ζημία η οποία αποκαθίσταται κατά τις διατάξεις της Σύμβασης, όπως τροποποιείται με το πρωτόκολλο του 2002, έστω και αν οι βλάβες αυτές δεν συντρέχουν με σωματική βλάβη’ contra Α.Π. 296/2022, κατά την οποία η προβλεπόμενη από το ελληνικό δίκαιο αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης έχει παραδειγματικό–προσωπικό χαρακτήρα και δεν αποκαθίσταται κατ’ άρθρο 3 παρ. 5 περ. δ της Σύμβασης των Αθηνών 2002]· Δ1) Ότι η ευθύνη του μεταφορέα για ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης επιβάτη λόγω ναυτικού (συλλογικού) ατυχήματος στην άνω Σύμβαση των Αθηνών 2002 είναι αντικειμενική, μέχρι το ανώτατο όριο των 250.000 μονάδων υπολογισμού σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση επιβάτη, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει προς απαλλαγή του ότι το συμβάν α) ήταν αποτέλεσμα πολεμικής πράξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης ή φυσικού φαινομένου, έκτακτου, αναπόφευκτου και ακαταμάχητου χαρακτήρα ή β) προξενήθηκε εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη τρίτου με σκοπό την προξένηση του συμβάντος· Δ2) Ότι ως προς το ποσό της αποζημίωσης που υπερβαίνει τις 250.000 μονάδες υπολογισμού και μέχρι το ανώτατο όριο ευθύνης των 400.000 μονάδων υπολογισμού, η ευθύνη του μεταφορέα είναι νόθος αντικειμενική, δηλαδή υποκειμενική, με τεκμήριο πταίσματός του και επομένως για την απαλλαγή από την ευθύνη του πρέπει ο ίδιος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι το συμβάν που προξένησε τη ζημία δεν οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια (Γκολογκίνα–Οικονόμου, ό.α, σ.σ. 174 έως 178) και Δ3) Ότι, εφόσον το άρθρο 14 της Σύμβασης εμποδίζει άλλη βάση των απαιτήσεων, διάκριση σε συμβατική ευθύνη και αδικοπραξία δεν έχει νόημα και συνακόλουθα στον άνω περιορισμό του ποσού της συνολικής ευθύνης υπόκεινται και απαιτήσεις που δυνατόν να απορρέουν από παράβαση της σύμβασης, από αδικοπραξία ή από αναγωγή ή οποιαδήποτε αιτία, αρκεί να πηγάζουν από «απώλεια ζωής ή σωματικές βλάβες» και μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, στις απαιτήσεις αυτές συγκαταλέγονται και οι αφορούσες προσωπική βλάβη του επιβάτη, άρα τόσο σωματική όσο και ψυχική του βλάβη, αφού δεν αποκλείεται επιβάτης, μετά από το ναυτικό (συλλογικό) ατύχημα και την ανέλπιστη διάσωσή του, μολονότι δεν εμφανίζει σωματική βλάβη, εν τούτοις να υποφέρει από αϋπνίες, κατάθλιψη, φοβίες, ως συνέπεια του νευρικού κλονισμού του στη διάρκεια του ατυχήματος (Εφ.Πειρ. 638/2020, ό.α, Ελένη Ι. Αξιόγλου, ό.α, σ. 48, π.ρ.β.λ. και Ι. Κοροτζή, ό.α, σ. 28)· Και Ε) Ότι σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για συμβατική είτε για εξωσυμβατική ευθύνη, οι σχέσεις του επιβάτη διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς και του μεταφορέα ρυθμίζονται από τους διεθνείς κανόνες που περιλαμβάνονται στην άνω Σύμβαση (Α.Π. 1016/2023, Α.Π. 282/2022, Α.Π. 296/2022, www.areiospagos.gr).
8. Σύμφωνα με το άρθρο 293 του Ν. 4072/2012, η κοινοπραξία είναι εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα. Εφόσον καταχωρισθεί στο ΓΕΜΗ ή εμφανίζεται προς τα έξω, αποκτά, ως ένωση προσώπων, ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα (παρ. 1). Στην κοινοπραξία που συστήθηκε με σκοπό το συντονισμό της δραστηριότητας των μελών της εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την αστική εταιρία (παρ. 2 εδ. α’). Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται και στις ειδικά ρυθμιζόμενες κοινοπραξίες, εκτός αν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στην ειδική ρύθμιση (παρ. 4). Η σύμβαση κοινοπραξίας μπορεί να προβλέπει ότι για τις υποχρεώσεις της κοινοπραξίας έναντι τρίτων, τα κοινοπρακτούντα μέλη θα ευθύνονται εις ολόκληρο (παρ. 2 εδ. β’). Στις υποχρεώσεις αυτές περιλαμβάνονται και οι εξωδικαιοπρακτικές, δηλαδή εκείνες που προέρχονται από αδικοπραξίες των διαχειριστών της κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους ή άλλον, πλην της συμβάσεως, γενεσιουργό λόγο (Α.Π. 1016/2023, A.Π. 261/2001, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εφόσον, όμως, η κοινοπραξία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο ΓΕΜΗ και εφαρμόζονται ως προς αυτήν αναλόγως οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρία (παρ. 3). Το δε άρθρο 249 του Ν. 4072/2012 ορίζει ότι ομόρρυθμη είναι η εταιρία με νομική προσωπικότητα που επιδιώκει εμπορικό σκοπό και για τα χρέη της οποίας ευθύνονται παράλληλα όλοι οι εταίροι απεριόριστα και εις ολόκληρο (παρ. 1). Εφόσον δεν υπάρξει ειδική ρύθμιση, εφαρμόζονται στην ομόρρυθμη εταιρία οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εταιρία, με εξαίρεση τις διατάξεις των άρθρων 758 και 761 του Αστικού Κώδικα (Εφ.Πειρ. 638/2020, ό.α, Εφ.Ναυπλ. 222/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
9. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’, 914 και 932 Α.Κ. προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, όπως ιδίως, επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, όταν ο υπαίτιος δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε τρίτους από την κατάσταση αυτή. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλλε – με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του – θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Εξάλλου, βαριά αμέλεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται, όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματά της (Α.Π. 1668/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 Α.Κ.) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (Ολ.Α.Π. 2/2019, Ολ.Α.Π. 8/2018, Α.Π. 1/2019, Α.Π. 398/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, στοιχεία της σχετικής αγωγής προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, προκειμένου αυτή να είναι, κατά το άρθρ. 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, ορισμένη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, δηλαδή, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η πρόκληση ζημίας ή, αναλόγως, ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης και της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν. Όσον αφορά στην υπαιτιότητα, ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί υπαίτια συμπεριφορά με το χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, το δε δικαστήριο προβαίνει στον ειδικότερο προσδιορισμό της υπαιτιότητας στην συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να επέρχεται μεταβολή της βάσης της αγωγής (Ολ.Α.Π. 2/2019, Ολ.Α.Π. 8/2018, Ολ.Α.Π. 967/1973, Α.Π. 123/2019, Α.Π. 59/2019, Εφ.Αθ. 1466/2023, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, το άρθρο 922 Α.Κ. προβλέπει την ευθύνη του προστήσαντος για τη ζημία που ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα, κατά την υπηρεσία του, ενώ το άρθρο 926 Α.Κ. καθορίζει την εις ολόκληρον ενοχή από ζημία, που προκλήθηκε από περισσότερους (Α.Π. 1110/2020, Α.Π. 123/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 922 του Α.Κ, που ορίζει ότι ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του, συνάγεται ότι η ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από αδικοπραξία του προστηθέντος προϋποθέτει: 1) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του και να τον ελέγχει ή επιβλέπει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανέθεσε (Α.Π. 797/2014, 1021/2012, ΑΠ 936/2011 Τ.Ν.Π. «Νόμος»), 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια που να καλύπτει τους όρους του άρθρου 914 Α.Κ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμη δε και κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέστηκε μεν εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της ανατεθείσας σ’ αυτόν υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (Α.Π. 1110/2020, Α.Π. 1359/2019, Α.Π. 1621/2018, Α.Π. 1440/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Προστήσας μπορεί να είναι και ο πλοιοκτήτης, ο οποίος κατά το άρθρο 84 εδ. β1 Κ.Ι.Ν.Δ. (ν. 3816/1958) ευθύνεται από τις αδικοπραξίες που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί.
10. Με τη διάταξη του άρθρου 1 ν. 2251/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 ν. 3587/2007, ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών τελούν υπό την προστασία του Κράτους. 2. Το Κράτος μεριμνά ιδίως για: α) την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, …. 3. … 4. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος νόμου νοούνται: α) Καταναλωτής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. …. β) Προμηθευτής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του, προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή.…». Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 του ίδιου νόμου (2251/1994), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 ν. 3587/2007 (ΦΕΚ Α 152/10.7.2007), ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη, που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. 4. Ο παρέχων υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης για την έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητάς του. Για την έλλειψη υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδίως: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης που καταλείπεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος αυτήν. 5. Η ύπαρξη ή η δυνατότητα παροχής τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν θεμελιώνει χωρίς άλλο λόγο υπαιτιότητα» (Α.Π. 1295/2019, Α.Π. 1359/2018, Α.Π. 1849/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Από τη δεύτερη ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες είναι οι παρακάτω: α) Παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. β) Υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται διότι εισάγεται νόθος αντικειμενική ευθύνη (Ολ.Α.Π. 18/1999, Α.Π. 1849/2017, ό.α.) και ο παρέχων έχει το βάρος απόδειξης της έλλειψής της. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της ύπαρξης υπαιτιότητας αναφέρονται στο νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών. γ) Παράνομο. Η συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες θα πρέπει ν’ ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του. δ) Ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης. Και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας. Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προβλεπόμενες από το άρθρο 8 προϋποθέσεις, ο βλαπτόμενος και υφιστάμενος ζημία δύναται με αγωγή κατά του παρέχοντος τις υπηρεσίες (η οποία δεν αποκλείει την κοινή αδικοπρακτική ούτε την ενδοσυμβατική ευθύνη κατά τον Α.Κ.) ν’ αξιώσει την αποκατάστασή της (Α.Π. 1295/2019, ό.α, Α.Π. 1849/2017, ό.α.). Ειδικότερα, η παράνομη συμπεριφορά του παρέχοντος δεν συναρτάται με το πραγματικό περιεχόμενο της υποχρέωσής του, προς αποφυγή των κινδύνων, αλλά με την έλλειψη ασφάλειας των υπηρεσιών που θεμιτά δικαιούται να αναμένει ο καταναλωτής, καθώς και με την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης του στη συγκεκριμένη αγορά υπηρεσιών, δηλαδή με την παραβίαση της υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, που όφειλε κατά το νόμο ή τη σύμβαση ή την καλή πίστη κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και μπορούσε να λάβει μέσα στη σφαίρα επιρροής του, κάτω από ομαλές προβλέψιμες συνθήκες, σε τρόπο ώστε οι παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες, χρησιμοποιούμενες από τον καταναλωτή, να μη θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα του τελευταίου και ιδίως την ακεραιότητα της πίστης και της ασφαλούς παροχής υπηρεσιών, που τελικά είναι το προστατεύσιμο δικαίωμα (Α.Π. 1295/2019, ό.α., Α.Π. 1849/2017, ό.α.). Οι προϋποθέσεις εξάλλου εφαρμογής του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 ταυτίζονται με τις προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης του άρθρου 914 Α.Κ, ώστε να μη μπορεί να γίνει λόγος για αυτοτελή νόμιμο λόγο ευθύνης, αλλά για εξειδικευμένη ρύθμιση αδικοπρακτικής ευθύνης (Α.Π. 1295/2019, ό.α, Α.Π. 1849/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), με τη διαφορά ότι με το άρθρο αυτό καθιερώνεται νόθος αντικειμενική ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, το κύριο αποδεικτικό βάρος του ενάγοντος ζημιωθέντος δεν συνίσταται στην απόδειξη υπαιτιότητας του εναγόμενου, η οποία τεκμαίρεται, αλλά στην απόδειξη παροχής της υπηρεσίας, της ζημίας και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παρέχοντος την υπηρεσία και ζημίας (Α.Π. 1295/2019, ό.α, Α.Π. 865/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το περιεχόμενο της συναλλακτικής υποχρέωσης της ασφάλειας, ως αόριστης νομικής έννοιας, προσδιορίζεται στο ναυτικό πεδίο από ένα πλέγμα εθνικών και διεθνών κανόνων, που αφορούν την αξιοπλοΐα του πλοίου, την ικανότητα των προσώπων που χρησιμοποιεί ο μεταφορέας και την ασφαλή διαχείριση της επιχείρησής του. Υπηρεσία που δεν πληροί τους κανόνες αυτούς και, συνεπώς, δεν ανταποκρίνεται στην ασφάλεια που ευλόγως δικαιούται να αναμένει ο μέσος ταξιδιώτης – αποδέκτης της υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη και των ειδικότερων συνθηκών, κρίνεται ως υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά και μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη του φορέα της. Η πρακτική χρησιμότητα της νομικής αυτής βάσης είναι προφανής, διότι επιτρέπει στον ζημιωθέντα ν’ απαιτήσει την αποκατάσταση «κάθε ζημίας» και, συνεπώς, και της ηθικής βλάβης, χωρίς, όμως, να φέρει το βάρος της απόδειξης της υπαιτιότητας του μεταφορέα, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, τεκμαίρεται (Εφ.Πειρ. 184/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Λ. Αθανασίου, Ευθύνη θαλάσσιου μεταφορέα προς αποζημίωση επιβαινόντων σε περίπτωση ναυαγίου του πλοίου, Νο.Β. 2003, 1582 επ., ιδίως παρ. 26-29, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία).
11. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 534 Κ.Πολ.Δ., «αν το αιτιολογικό της απόφασης που έχει προσβληθεί με έφεση κρίνεται εσφαλμένο αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση». Και τούτο, διότι ουσιώδες μέρος της απόφασης είναι, κατά κανόνα, το διατακτικό της και όχι οι αιτιολογίες, χωρίς μάλιστα να είναι αναγκαίο το Εφετείο να προσδιορίζει ποιες αιτιολογίες του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ήταν εσφαλμένες και τις αντικατέστησε και ποιες ήταν ορθές (Α.Π. 456/2018, Α.Π. 1717/2009, www.areiospagos.gr). Αν συνεπώς η αγωγή πρωτοδίκως απορρίφθηκε ως αόριστη χωρίς αναφορά κάποιου λόγου ή για λόγο που δεν προβλέπεται από το νόμο, ενώ είναι απορριπτέα ως αόριστη για άλλο λόγο, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ακωλύτως παραθέτει την αιτιολογία ή αντικαθιστά την εσφαλμένη με την ορθή (αν εκ τούτου δεν μεταβάλλεται το αντικείμενο του δεδικασμένου της εκκαλούμενης απόφασης και δεν παραβιάζει την αρχή της μη επιδείνωσης της θέσεως του εκκαλούντος) και απορρίπτει την έφεση, γιατί κρίσιμο είναι το ορθό διατακτικό (Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 2018, υπ’ άρθρο 534, αριθ. 3, σ. 867, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, Ι, 2000, υπ’ άρθρο 534, αριθ. 4, σ. 960, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, αριθ. 2349, σ. 585, Α.Π. 1279/2004, ΕλλΔνη 2005, 141, Εφ.Αθ. 8511/2005, ΕλλΔνη 2006, 533, Εφ.Αθ. 4485/1993, ΕλλΔη 1995, 217, Εφ.Αθ. 6251/1986, ΕλλΔνη 1987, 1061, π.ρ.β.λ. και Α.Π. 364/2017, Α.Π. 1472/2012, www.areiospagos.gr). Επίσης, αν η εκκαλούμενη απόφαση παρέλειψε αίτηση ή πρόταση του εκκαλούντος αδίκαστη και εκκαλεί αυτός για το λόγο τούτο, αν η αίτηση ή η πρότασή του είναι αβάσιμη κατ’ ουσία ή απαράδεκτη, αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (Β. Βαθρακοκοίλη, ό.α, υπ’ άρθρο 534, αριθ. 2348, σ. 585, π.ρ.β.λ. και Α.Π. 1296/2022, Α.Π. 909/2014, A.Π. 1472/2012, www.areiospagos.gr). Μετά δε την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης από την απόφαση του Εφετείου, οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης παύουν να ισχύουν και, κατά συνέπεια, δεν δημιουργείται από την τελευταία δεδικασμένο (Α.Π. 456/2018, www.areiospagos.gr, Α.Π. 1127/2008, Α.Π. 1512/1990, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, ως πράγματα, η μη λήψη υπόψη των οποίων από το δικαστήριο της ουσίας, ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθμ. 8 Κ.Πολ.Δ. προβλεπόμενο αναιρετικό λόγο, νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστανσης, όχι δε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (Ολ.Α.Π. 14/2004, Α.Π. 421/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
12. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από την εκκαλουμένη απόφαση ως προς τα αναγκαία στοιχεία που απαιτούνται για το ορισμένο της αγωγής τους ως προς την παθητική νομιμοποίηση της εναγόμενης κατά την κύρια βάση της αγωγής τους από τη Σύμβαση Αθηνών 2002. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι για το ορισμένο της αγωγής τους κατά την άνω Σύμβαση δεν χρειαζόταν να αναφέρουν ρητά ότι η εναγόμενη ετύγχανε θαλάσσια μεταφορέας είτε ως αντισυμβαλλόμενή τους στις συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς τους ως επιβατών είτε ως πραγματική θαλάσσια μεταφορέας τους (στα πλαίσια ναύλωσης γυμνού πλοίου ή εφοπλιστικής χρονοναύλωσης, όπως έκρινε η εκκαλουμένη, αλλά αρκούσε η αναφορά τους ότι το πλοίο στο οποίο επέβαιναν «ανήκει στην κυριότητα της εναγόμενης η οποία και το εκμεταλλεύεται, τυγχάνει δηλαδή η πλοιοκτήτρια του πλοίου και κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο δραστηριοποιείτο στη δρομολογιακή γραμμή Πειραιάς–Χανιά–Πειραιάς», διότι με τον τρόπο αυτό επί τοις ουσίας αναφέρουν ότι η εναγόμενη ήταν η πραγματική θαλάσσια μεταφορέας τους και υπόχρεη προς αποζημίωσή τους κατά τη Σύμβαση. Ο άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής των εκκαλούντων προκύπτει ότι δεν αναφέρεται με σαφήνεια η ιδιότητα με την οποία εμπλέκεται η εναγόμενη στις επίδικες συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς επιβατών και ως εκ τούτου καθίσταται αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης η αγωγή ως προς την εκ του επίδικου ναυτικού συμβάντος πηγάζουσα ευθύνη της κατά την άνω Σύμβαση. Ειδικότερα, καίτοι κατά την άνω Σύμβαση, υπεύθυνοι προς αποζημίωση των επιβατών είναι ο συμβατικός μεταφορέας (άρθρο 1 παρ. 1α) και ο πραγματικός μεταφορέας (άρθρο 4 παρ. 1 εδάφ. β’), καθώς και οι βοηθοί εκπλήρωσης/προστηθέντες του συμβατικού και του πραγματικού μεταφορέα που δρουν εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων τους (άρθρο 11), σύμφωνα με τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην παρ. 7 της παρούσας, στην υπό κρίση αγωγή δεν αποδίδεται με σαφήνεια στην εναγόμενη κάποια από τις άνω ιδιότητες. Το μόνο που αναφέρεται είναι ότι η εναγόμενη ήταν η πλοιοκτήτρια του άνω πλοίου που είχε την κυριότητά της και το εκμεταλλευόταν, γεγονός που όμως δεν αρκεί από μόνο του κατά τη Σύμβαση για να της προσδώσει την ιδιότητα του πραγματικού μεταφορέα, καθώς δεν καλύπτει ούτε την περίπτωση παραχώρησης του πλοίου «γυμνού», χωρίς επάνδρωση και εξοπλισμό [οπότε πραγματικός μεταφορέας είναι ο «γυμνός» ναυλωτής, ως ασκών στο δικό του όνομα τη ναυτική διεύθυνση και εμπορική διαχείριση του πλοίου και επωμιζόμενος αυτός τον επιχειρηματικό κίνδυνο, με τον πλοίαρχο και το πλήρωμα να αποτελούν βοηθούς εκπλήρωσης και αντίστοιχα προστηθέντες αυτού («γυμνού» ναυλωτή)], ούτε την περίπτωση εκναύλωσης κατά χρόνο του πλοίου, με θέση του, πλήρως εξοπλισμένου, μαζί με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος, υπό τις αποκλειστικές εντολές του χρονοναυλωτή (εφοπλιστική χρονοναύλωση), οπότε μόνο ο τελευταίος έχει τη ναυτική διεύθυνση του πλοίου, σύμφωνα επίσης με τα εκτιθέμενα στην παρ. 7 της παρούσας. Την αοριστία αυτή ως προς την ιδιότητα με την οποία εμπλέκεται η εναγόμενη στην επίδικη μεταφορά τους δεν επιχείρησαν να συμπληρώσουν οι ενάγοντες με τις πρωτόδικες προτάσεις τους. Μάλιστα, την επέτειναν με την προσθήκη – αντίκρουσή τους, με την οποία ισχυρίστηκαν ότι συμβατική μεταφορέας ήταν η κοινοπραξία «…………» που αναγράφεται στο εισιτήριό τους και είχε ως μέλος την εναγόμενη, η οποία, εκ της ιδιότητός της αυτής, έχει ευθύνη παράλληλη με αυτή της κοινοπραξίας και ως εκ τούτου νομίμως η αγωγή τους στρέφεται κατ’ αυτής (ως μέλους της συμβατικής μεταφορέως κοινοπραξίας και ως παραλλήλως ευθυνόμενης με την τελευταία). Η σύγχυση για την ιδιότητα της ενάγουσας σε σχέση με την επίδικη θαλάσσια μεταφορά επιβατών μετά των αποσκευών τους επιτείνεται έτι περαιτέρω από το ότι στην έφεσή τους οι ενάγοντες μεταβάλουν εκνέου θέση και με τον πρώτο λόγο της εγκαταλείπουν τον άνω ισχυρισμό τους στην προσθήκη – αντίκρουσή τους ότι η αγωγή τους στρέφεται κατά της εναγόμενης ως μέλους της άνω κοινοπραξίας που εξέδωσε τα εισιτήριά τους και ισχυρίζονται το πρώτον ότι επί της ουσίας η εναγόμενη είναι υπόχρεη προς αποζημίωσή τους ως μεταφορέας και σε κάθε περίπτωση ως πραγματική μεταφορέας, γεγονός που προκύπτει με σαφήνεια από την αγωγή. Τούτο όμως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ουδόλως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής, ανεξαρτήτως του απαραδέκτου της επιχειρούμενης από τους ενάγοντες άνω συμπλήρωσης της ιστορικής βάσης της τόσο με την πρωτόδικη προσθήκη – αντίκρουση όσο και στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη (κατ’ άρθρα 224, 522, 525, 526 Κ.Πολ.Δ.). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε ως απαράδεκτη την κύρια βάση της αγωγής από την άνω Σύμβαση λόγω αοριστίας ως προς την παθητική νομιμοποίηση της εναγόμενης, κατά παραδοχή σχετικού ισχυρισμού της εναγόμενης, με συνοπτικότερη έστω αιτιολογία που αντικαθίσταται με αυτή της παρούσας (άρθρο 535 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτόμενου ως αβάσιμου κατ’ ουσία του πρώτου λόγου της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.
13. Με το δεύτερο και τελευταίο λόγο της έφεσης, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, οι εκκαλούντες – ενάγοντες παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου επειδή η εκκαλουμένη παρέλειψε να εξετάσει τις επικουρικά σωρευθείσες βάσεις της αγωγής, οι οποίες επιχειρούν θεμελίωση στις διατάξεις του ν. 2251/1994 «για την προστασία των καταναλωτών» και όλως επικουρικώς και στις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος στο σύνολό του για την ταυτότητα του λόγου που απορρίφθηκε ο πρώτος λόγος έφεσης, αφού ο μη σαφής καθορισμός στην αγωγή της ιδιότητος της εναγόμενης ως αντισυμβαλλόμενης των εναγόντων στις επίδικες συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς τους ή ως πραγματικού μεταφορέα που εκτέλεσε πράγματι τη θαλάσσια μεταφορά τους για λογαριασμό του θαλάσσιου μεταφορέα, προκαλεί αοριστία ως προς την παθητική νομιμοποίηση της εναγόμενης σε αμφότερες τις επικαλούμενες άνω επικουρικές βάσεις της αγωγής, οι οποίες δεν μπορεί να είναι ορισμένες χωρίς να αποδίδεται με σαφήνεια στον εναγόμενο η ιδιότητα του μεταφορέα (συμβατικού ή πραγματικού) και άρα παρέχοντος υπηρεσίες στους καταναλωτές και αδικοπρακτούντος αντίστοιχα. Σημειωτέον δε ότι, καθ’ ο μέρος αφορά την επικαλούμενη από τους εκκαλούντες βάση από αδικοπραξία, ο άνω λόγος έφεσης, είναι πρωτίστως απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι, από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής δεν προκύπτει ότι περιέχεται σ’ αυτή βάση από αδικοπραξία, αφού δεν γίνεται επίκληση τέτοιας βάσης, ούτε χαρακτηρίζεται η επικαλούμενη συμπεριφορά της εναγόμενης ως αδικοπρακτική, ούτε αναφέρονται σαφή και επαρκή περιστατικά που να στοιχειοθετούν παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της χωρίς τη σύμβαση, συνδεόμενη μάλιστα αιτιωδώς με τη ζημία των εναγόντων. Μόνη δε η γενικόλογη επίκληση ότι δεν μπόρεσε να αποφευχθεί η επέκταση της φωτιάς από βραχυκύκλωμα στο γκαράζ του πλοίου σε παρακείμενα φορτηγά οχήματα επειδή η εναγόμενη δεν απέφυγε, ως όφειλε και μπορούσε, τη στοιβασία οχημάτων και φορτηγών σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους και επειδή δεν υπήρχαν στο σημείο που εκδηλώθηκε η φωτιά μέλη του πληρώματος κατά τον πλου, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης, καθώς δεν γίνεται επίκληση ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης της εναγόμενης και των προστηθέντων της να ενεργήσουν με συγκεκριμένο διαφορετικό τρόπο υπό τις άνω συνθήκες και μάλιστα χωρίς να τους αποδίδεται ευθύνη για την πρόκληση της πυρκαγιάς. Η δε επίκληση το πρώτον ενώπιον του Εφετείου, με τον εξεταζόμενο λόγο έφεσης, της άνω βάσης από αδικοπραξία είναι απαράδεκτη (άρθρα 522, 525, 526 Κ.Πολ.Δ.), ως συνιστώσα ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στις παρ. 6 και 12 της παρούσας. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε σιωπηρά την επικουρική βάση της αγωγής κατά τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 και παρέλειψε να αναφερθεί σε βάση της από αδικοπραξία [η οποία, σημειωτέον, ως μη προταθείσα παραδεκτά στον πρώτο βαθμό και σε κάθε περίπτωση ως αόριστη κατά τα προαναφερθέντα, δεν ασκεί επίδραση την έκβαση της δίκης (π.ρ.β.λ. A.Π. 1296/2022, Α.Π. 909/2014, www.areiospagos.gr)], δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει, συμπληρουμένης της αιτιολογίας της εκκαλουμένης με αυτήν της παρούσας (άρθρο 535 Κ.Πολ.Δ.), να απορριφθεί ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της έφεσης των εναγόντων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.
14. Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθέντων εκκαλούντων (άρθρα 106, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες για την άσκηση της έφεσης (άρθρο 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 10-5-2023 και με Γ.Α.Κ./ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ………/11-5-2023 και Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ΕΦΕΤΕΙΟΥ …../11-5-2023 έφεση κατά της με αριθ. 2322/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά την άνω έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου με κωδικό …………., που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες για την άσκηση της έφεσης.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 19 Νοεμβρίου 2024.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε δε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2024, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρησης του Εφέτη Θεόκλητου Καρακατσάνη, αποτελούμενη από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ