Αριθμός 530/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «……..», η οποία εδρεύει στον Πειραιά (……..) (ΑΦΜ ……..) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Κίμωνα Γκιουλιστανη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………… ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο καθ΄ ου η κλήση-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 7-9-2006 (με αριθμ κατάθ ……../8-9-2006) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2134/2010 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγόμενη και ήδη καλούσα-εκκαλούσα με την από 16.1.2013 (αριθ εκθ καταθ στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …/2013 και αριθμός προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιώς …./2013) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 20η.2.2014, μετά δε από διαδοχικές αναβολές οι δικάσιμοι των 15ης.1.2015, 4ης.2.2016 και 16ης.3.2017, ημερομηνία κατά την οποία ματαιώθηκε.
Με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 22.3.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …../2022) κλήση της καλούσας-εκκαλούσας η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου αρχικά στη δικάσιμο της 8ης.12.2022, μετά δε από αναβολή στη δικάσιμο που αναφερεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας-εκκαλουσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 22-3-2022 και με ΓΑΚ και ΕΑΚ …../29-3-2022 κλήση της εδρεύουσας στον Πειραιά και νόμιμα εκπροσωπούμενης ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία «……..» και τον διακριτικό τίτλο «………», νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, μετά την ματαίωση της συζήτησής της κατά την μετά από διαδοχικές αναβολές, δικάσιμο της 16-3-2017, η από 16-1-2013, με αριθμ.κατάθ…./2013 έφεσή της κατά του ………….. και κατά της με αριθμ. …../2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατ’αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ. 663 επ.ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 108,110 § 2, 524 § § 1 και 3 και 271 §§ 1,2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι υπό την προϋπόθεση ότι προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση, η ερημοδικία του εκκαλούντος στην έφεση συνεπάγεται την απόρριψη της έφεσης και σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σα να ήταν και αυτός παρών (ΕφΑθ7780/2004 ΕλΔνη46, 557).
Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά του οικείου πινακίου, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ο εφεσίβλητος δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ η επίσπευση της συζήτησης της έφεσης, μετά την ματαίωση αυτής, κατά την μετ’αναβολήν δικάσιμο της 16-3-2017, γίνεται με επιμέλεια της καλούσας-εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας, η οποία αποδεικνύει την κλήτευση του απολιπόμενου εφεσίβλητου για την ως άνω δικάσιμο(βλ. με αριθμ………./20-7-2022 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, ……).Πρέπει, επομένως, λόγω της ερημοδικίας του νομίμως κλητευθέντος εφεσιβλήτου να προχωρήσει η διαδικασία σα να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 § 4 ΚΠολΔ), χωρίς η πρόοδος της δίκης να εμποδίζεται από το γεγονός της μη προσκομιδής εκ μέρους της εκκαλούσας των πρωτόδικων προτάσεων του αντιδίκου της, αφού τούτο οφείλεται στην καταστροφή τους, που επήλθε νόμιμα δια πολτοποιήσεως, με πράξη της Επιτροπής του άρθρου 13 Ν.4290/1963 και άρθρ. 1 Β.Δ. 120/1966 «Περί τρόπου καταστροφής αχρήστων αρχείων των Δικαστικών Υπηρεσιών» (ΦΕΚ Α 30/14.2.1966), όλων των προτάσεων και των σχετικών των δικογραφιών του έτους 2010, όπως προκύπτει από την από 1-11-2023 βεβαίωση της Γραμματέα του Πολιτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 § § 1,2, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517, 518 § 2 του ΚΠολΔ), δηλαδή εντός της νόμιμης προθεσμίας από την δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης, καθώς δεν προκύπτει επίδοση αυτής, μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου, κατ’άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 § 1 του ΚΠολΔ).
Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την από 7-9-2006 (με αριθμ κατάθ …../8-9-2006) αγωγή του υποστήριξε ότι απασχολήθηκε με την ειδικότητα του λιμενεργάτη από την εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου, που συνήψε μαζί της από το έτος 1988, παρέχοντας την εργασία του κατά τους αναφερόμενους νόμιμους όρους και σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και, επικαλούμενος εσφαλμένο εκ μέρους της υπολογισμό των αποδοχών άδειας και του επιδόματος άδειάς του, κατά τα έτη 2001-2005, ζήτησε με βάση κυρίως, μεν, την εργασιακή του σύμβαση και επικουρικώς, κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις του ΑΚ να υποχρεωθεί η αντίδικός του να του καταβάλει για τις παραπάνω αιτίες, δηλαδή για μισθολογικές διαφορές των αποδοχών άδειας και του επιδόματος αδείας, οι οποίες δυνάμει των διατάξεων του ανωτέρω Κανονισμού και της εργατικής νομοθεσίας, υπολογίζονται επί του πραγματικού βασικού ημερομισθίου που προκύπτει από την απόδοσή του και από την επικρατέστερη απασχόληση του, κατά το τελευταίο τρίμηνο πριν από τη λήψη της άδειας, το συνολικό χρηματικό ποσό των τριάντα οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και εικοσιτεσσάρων λεπτών (38.587,24 €), όπως, ειδικότερα, τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στο αγωγικό δικόγραφο αλλά και θα εξειδικευθούν πιο κάτω στην παρούσα, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση όμοιας προγενέστερης αγωγής τους και επικουρικότερα από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και επιδίκασε στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων διακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (2.234,85€), νομιμοτόκως από την ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα – εναγομένη και με την επίκληση εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, ζητεί με την κρινόμενη έφεσή της την εξαφάνισή της, προκειμένου η εναντίον της αγωγή να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν.
Κατά το άρθρο πρώτο § 1 του Ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «………», που ιδρύθηκε με το Ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον ΑΝ 1559/1950, που κυρώθηκε με το Ν. 1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «……..», η οποία είναι ιδιωτικό νομικό πρόσωπο κοινής ωφέλειας, που σκοπό έχει την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και την περί ανωνύμων εταιριών εκάστοτε ισχύουσα ειδική εμπορική νομοθεσία και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Ν. 2414/1996, καθώς και του ΑΝ 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν (ΑΠ 225/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, ΑΠ 512/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από την διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπόμενη ήδη από τη διάταξη του άρθρου 680 § 3 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 § 2 του Ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας [ΣΣΕ], κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 26/2007, Δνη 2007/1010, ΑΠ 378/2012, ΔΕΕ 2013/399). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση ΣΣΕ ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης και της ατομικής σύμβασης εργασίας και, γενικότερα, κατά τη συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς τη συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 § 1 του Ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση, όμως, περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας, δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 § 3 του Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει τη σχέση νόμου και ΣΣΕ) αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται όταν ρυθμίζουν το ίδιο κατά βάση θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για τη συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους κανονισμούς εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του ΝΔ 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, οι οποίες, λαμβανόμενες στο σύνολό τους, είναι ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους. Η κατίσχυσή τους οφείλεται στο ότι είναι διατάξεις βαθμίδας ανώτερης από τις διατάξεις των κανονισμών του ΝΔ 3789/1957, που έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των κανονισμών εργασίας, εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντιστοίχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας (ΟλΑΠ 5/2011, ΝοΒ 2011/1867 = Δνη 2011/684 = ΠειρΝ 2011/310 = ΧρΙΔ 2012/103, ΑΠ 247/2020, ΑΠ 316/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα άδειας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζομένους, το ρυθμιστικό πλαίσιο συγκροτεί ο ΑΝ 539/1945, όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί, ο οποίος περιλαμβάνει ρυθμίσεις που διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ των εργαζομένων εγγυήσεις και αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο, λόγω του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται απόκλιση, παρά μόνο για την ισχύ ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, κατ’ εφαρμογή της προαναφερθείσας αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών (ΑΠ 557/2020, ΑΠ 691/2019, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 3 §§ 1 και 2 αυτού, κατά τη διάρκεια της άδειας ανάπαυσης, ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα δικαιούταν εάν απασχολούταν στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση αποδοχές, για δε τους αμειβόμενους κατ’ αποκοπή ή με άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών μισθωτούς, οι αποδοχές άδειας εξευρίσκονται με τον πολλαπλασιασμό του μέσου όρου των ημερησίων αποδοχών του διαστήματος από τη λήξη της άδειας του προηγουμένου έτους μέχρι την έναρξη της νέας άδειας, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών που περιλαμβάνονται στην άδειά τους, ενώ, κατά την § 3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των τακτικών αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κλπ). Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζομένου, που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε με τη διάταξη του άρθρου 3 § 16 του Ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το «επίδομα άδειας», το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών άδειας, με τον περιορισμό ότι αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου για όσους αμείβονται με μηνιαίο μισθό και τα δεκατρία [13] ημερομίσθια για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο ή με ποσοστά ή κατ’ άλλον τρόπο, και καταβάλλεται μαζί με τις αποδοχές άδειας. Από, δε, το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με αυτές των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το Ν. 3248/1955, υπ’ αριθμ. 95/1949, Διεθνούς Σύμβασης «περί προστασίας του ημερομισθίου» και των άρθρων 2 της κυρωθείσας με το Ν. 133/1975 από 26.2.1975 ΕΓΣΣΕ, 1 § 1 του Ν. 435/1976, 1 § 2 του Ν. 1082/1980 και 2 των κατά καιρούς εκδοθεισών Υπουργικών Αποφάσεων για τη χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, συνάγεται ότι ως «συνήθεις αποδοχές», ταυτιζόμενες εννοιολογικά με τις «τακτικές αποδοχές», με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα άδειας, καθώς και τα εορταστικά επιδόματα και εξευρίσκεται το ωρομίσθιο και η προσαύξηση για την παρεχόμενη υπερωριακή εργασία, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΑΠ 1194/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν αποτελούν, όμως, βάση υπολογισμού αποδοχές που οφείλονται σε έκτακτες διακυμάνσεις του χρόνου εργασίας (έκτακτες υπερωρίες, έκτακτη απασχόληση), αφού αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τακτικές. Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγουμένου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης άδειας μέχρι την έναρξη της νέας άδειας (ΑΠ 164/2019, ΑΠ 864/2019, ΑΠ 1266/2019, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με την 45058/7/1971 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β 579/22.7.1971), εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (με τον προσαρτημένο σε αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε τόνους ή κυβικά μέτρα), με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμου και έκτακτου), που συνδέεται με τον ………… (και ήδη την ………), πάντοτε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 και 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του εν λόγω λιμένα (άρθρο 1 § 1). Ο Κανονισμός αυτός, που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του ΝΔ 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με την προαναφερθείσα έννοια και με αυτόν ορίζονται ειδικότερα, σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών άδειας και του επιδόματος άδειας του ως άνω προσωπικού, σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών (ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ), τα ακόλουθα: 1] Σύμφωνα με το άρθρο 35 § 1β’, οι αποδοχές άδειας του εργατικού προσωπικού ισούνται προς το γινόμενο των ημερών άδειας, που δικαιούται κάθε μισθωτός, επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως, δε, διευκρινίζεται με την § 1 εδαφ. δ’ του ίδιου άρθρου, ως «βασικό ημερομίσθιο» για τον υπολογισμό των αποδοχών άδειας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από τη χορήγηση της άδειας τρίμηνο και προκειμένου για εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων, το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για την απασχόληση αυτή. Κατά τις §§ 3 και 4 του ίδιου άρθρου του Κανονισμού, με τις αποδοχές της κανονικής άδειας του εργατικού προσωπικού καταβάλλεται και το ιδιαίτερο επίδομα άδειας, ειδικά δε για τους εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος άλλοτε, μεν, με ημερομίσθιο άλλοτε, δε, επί αποδόσει και εφόσον δεν καθίσταται δυνατή η εξεύρεση του μέσου όρου ημερομισθίου χωριστά για καθένα εξ αυτών, οι καταβαλλόμενες σε αυτούς αποδοχές άδειας προσαυξάνονται κατά ποσοστό 20% (το οποίο ακολούθως αυξήθηκε σε 25%). Ως «επικρατέστερη απασχόληση» νοείται, κατά την ως άνω διάταξη της § 1 εδαφ. δ’ του άρθρου 35, η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά τη μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από τη λήψη της άδειας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών άδειας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω απόδοσης (για τους εργαζομένους «επί αποδόσει») ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολουμένους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες, δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτό αποδοχές άδειας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό ήδη 25%. 2] Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ) εργατών της ……… το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος άδειας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 § 1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους, κατά τις διακρίσεις του άρθρου 12 § 1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 § 1), είναι δε αυτές: α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ, β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις των λοιπών εν γένει εμπορευμάτων επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαίθριων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η «επί αποδόσει», αφού αυτή κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο «τρόπος διεξαγωγής της εργασίας», προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Η αμοιβή για την «επί αποδόσει» εργασία έχει προβλεφθεί στο άρθρο 27 και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρου 12 § 1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθρου 23 § 1. Εξάλλου, με το άρθρο 26 του εν λόγω Κανονισμού προβλέπονται οι καθοριζόμενες σε αυτό έκτακτες αμοιβές για την «επί ημερομισθίω» εργασία, ενώ με τα άρθρα 28 και 29 αυτού προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την «επί αποδόσει» εργασία. Τέλος, κατά το άρθρο 30 § 1 του ίδιου Κανονισμού, το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο», που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος, λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 § 1 εδαφ. γ’, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί, δηλαδή, το «ασφαλιστικό» ημερομίσθιο το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλά αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες, ενώ κατά το άρθρο 31 § 1, σε περιπτώσεις ματαίωσης προγραμματισμένης εργασίας, καταβάλλεται το βασικό ημερομίσθιο. Με τα άρθρα τέταρτο § 3 και πέμπτο εδαφ. τελευταίο του Ν. 2688/1999, ο ως άνω Κανονισμός εργασίας διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά την προαναφερθείσα μετατροπή του …. σε ανώνυμη εταιρία, ενώ με την 5115.01/02/2004 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών – Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β’ 390/26.2.2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς, στο πλαίσιο και κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων τέταρτου, δωδέκατου και δέκατου τρίτου του ως άνω Ν. 2688/1999, Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της …. ΑΕ (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, κατά το άρθρο 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σε αυτήν. Σύμφωνα με αυτόν, το προσωπικό της εν λόγω εταιρίας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και, δη, οι λιμενεργάτες (άρθρο 5 §§ 1α, 2, 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος άδειας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται, δηλαδή, παραπομπή στον ΑΝ 539/1945), σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που εφαρμόζονται στην ………. και τις διατάξεις του άρθρου 55 του Κανονισμού (ΟλΑΠ 5/2011, ο.π., ΑΠ 1488/2019, ΑΠ 227/2018, ΑΠ 916/2018, ΑΠ 415/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την ένδικη αγωγή του, ο ενάγων εξέθεσε, κατ’ εξειδίκευση των προαναφερθέντων ισχυρισμών του, ότι οι όροι εργασίας, οι αμοιβές, οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών του ως λιμενεργάτη, απασχολούμενου στην εναγόμενη, ρυθμίζονταν από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (και από την 1η.3.2004 από τον Γενικό Κανονισμό Προσωπικού της ………….), καθώς και από τις ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΕΣΣΕ), που ρύθμιζαν τους ειδικότερους όρους εργασίας των λιμενεργατών. Ότι, ως λιμενεργάτης, εκτελούσε στο λιμάνι του Πειραιά κάθε λιμενεργατική δραστηριότητα, σχετιζόμενη με τη φορτοεκφόρτωση και διακίνηση φορτίων (όπως επίσης και άλλες εργασίες εντός του λιμανιού), στις εργασίες, δε, αυτές, που παρουσιάζουν ιδιομορφίες, απασχολούνταν εκ περιτροπής όλοι οι λιμενεργάτες, δηλαδή ορισμένες ημέρες στα χύδην φορτία, άλλες στις γερανογέφυρες, άλλες στην απόδοση και άλλες χωρίς απόδοση, η κύρια, δε, απασχόλησή τους ήταν στις γερανογέφυρες κατά ποσοστό 75-80%. Ότι για να προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο, που προέκυπτε από την απόδοσή του, έπρεπε να αθροίζονται όλοι οι τόνοι που εκφορτώνονταν απ’αυτόν, το άθροισμα να πολλαπλασιάζεται επί το προβλεπόμενο από τις εκάστοτε ισχύουσες ΕΣΣΕ ημερομίσθιο, που προσδιοριζόταν από το κατώτερο φορτίο που όφειλε να εκφορτώσει ως λιμενεργάτης επί το ποσό της αμοιβής του ανά τόνο και το γινόμενο να διαιρείται διά του αριθμού των ημερών της εργασίας του. Ότι, υπό τα δεδομένα αυτά, ο τρόπος της αμοιβής του ήταν ποικίλος, αφού αμείβονταν είτε με απόδοση (όταν εργαζόταν στις φορτοεκφορτώσεις χύδην φορτίων και λοιπών εν γένει εμπορευμάτων) είτε με συγκεκριμένο ποσό (τρία [3] βασικά ημερομίσθια λιμενεργάτη και επί πλέον διορθωτικό ποσό από 1.12.2005, όταν εργαζόταν στις γερανογέφυρες) είτε με το ασφαλιστικό ημερομίσθιο, όταν βρισκόταν σε εργασιακή ετοιμότητα. Ότι, μετά τον προσδιορισμό του βασικού ημερομισθίου, που ήταν κυμαινόμενο, έπρεπε να υπολογίζονται επ’ αυτού όλα τα επιδόματα, πλην όμως η εναγόμενη, ενώ υπολόγιζε επί του διαμορφωμένου βασικού ημερομισθίου με την απόδοση όλα τα επιδόματα, εσφαλμένα τις αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας υπολόγισε μόνο επί του ημερομισθίου βάσης των ΕΣΣΕ, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού, των ΕΣΣΕ και της εργατικής νομοθεσίας. Ακολούθως, με την παράθεση αυτούσιου του άρθρου 35 § 1β’, δ’ του Κανονισμού και του καθοριζόμενου με αυτό τρόπου υπολογισμού των αποδοχών άδειας και του επιδόματος άδειας, που δικαιούταν κάθε μόνιμος εργάτης (ήτοι επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, ως τέτοιου λογιζόμενου εκείνου της επικρατέστερης απασχόλησης κατά το τελευταίο τρίμηνο προ της χορήγησης της άδειας), εξέθετε ότι ο Κανονισμός, για τον υπολογισμό αποδοχών άδειας και επιδόματος άδειας έθετε ως βάση όχι το εκάστοτε προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ βασικό ημερομίσθιο, αλλά το ημερομίσθιο της επικρατέστερης απασχόλησης και ότι, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 539/1945 και του Ν. 4504/1966, οι αποδοχές και το επίδομα άδειας έπρεπε να υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή καταβαλλόμενη τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του. Ακολούθως, παραθέτοντας αριθμητικά τις σ’αυτόν καταβληθείσες μηνιαίες αποδοχές, κατά τα αναφερόμενα επιμέρους χρονικά διαστήματα, διαιρούσε αυτές (άθροισμα αποδοχών προηγουμένου τριμήνου) διά του αντιστοιχούντος σε μήνες αριθμού που προέκυπτε από τις ημέρες απασχόλησης του μισθωτού κατά το τελευταίο τρίμηνο και το προκύπτον πηλίκο (διαιρούσε) δια του αριθμού 25 για να εξεύρει έτσι το μέσο όρο ημερησίων αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, ενώ όσον αφορά το επίδομα άδειας του τελευταίου δωδεκαμήνου, διαιρούσε αυτές (άθροισμα αποδοχών δωδεκαμήνου) διά του αντιστοιχούντος σε μήνες αριθμού που προέκυπτε από τις ημέρες απασχόλησης του μισθωτού κατά το τελευταίο τρίμηνο (ο οποίος ανέρχεται σε 10,9 για τα έτη 2001, 2002, 2003 και 2004 και σε 10,3 για το έτος 2005) και το προκύπτον πηλίκο (διαιρούσαν) δια του αριθμού 25 για να εξεύρουν έτσι τον μηνιαίο μέσο όρο αποδοχών του τελευταίου τριμήνου. Το, δε, αιτούμενο ποσό ο ενάγων ζήτησε με βάση το πηλίκο αυτό, πολλαπλασιαζόμενο, αντιστοίχως, επί τον αριθμό των ημερών άδειας μετ’ αποδοχών που δικαιούτο κατά τις οικείες ΕΣΣΕ, για την εύρεση των αποδοχών άδειας, και επί 13, για την εύρεση του επιδόματος άδειας, από δε το γινόμενο αφαίρεσε τα ποσά που ήδη είχε λάβει για τις αιτίες αυτές.
Όμως, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα η υπό κρίση αγωγή, κρίνεται απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη. Ειδικότερα, αναφορικά με το αιτούμενο από τον ενάγοντα κονδύλιο των διαφορών αποδοχών αδείας, τις οποίες υπολογίζει με βάση τις πλήρεις αποδοχές του, δηλαδή τις αποδοχές που προκύπτουν από την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου αμοιβή απόδοσης, του τελευταίου όμως τριμήνου πριν από τη λήψη της άδειας και όχι του τελευταίου δωδεκαμήνου, επειδή με τον τρόπο αυτό επιδιώκει μη νομίμως εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του ΑΝ 539/1945, σύμφωνα με την οποία οι αποδοχές αδείας προσδιορίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του και της διάταξης του άρθρου 35 § 1 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, σύμφωνα με την οποία ως «βασικό ημερομίσθιο» για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από την χορήγηση της αδείας τρίμηνο. Σύμφωνα, ωστόσο, με τα προεκτεθέντα, για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση, μεταξύ τους, περισσότερων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μια ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μια πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή. Περαιτέρω νομικά αβάσιμη κρίνεται η αγωγή αναφορικά και με το αιτούμενο αγωγικό κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας, το οποίο, ναι μεν, ζητά να υπολογιστεί με βάση τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (άρθρο 3 § 16 του Ν. 4504/1966, 3 του ΑΝ 539/1945 και 1 § 3 του Ν. 4547/1966), σύμφωνα με την οποία το επίδομα αδείας προσδιορίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του, όμως, τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά που ο ενάγων προσδιορίζει ως μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν τη λήψη της ετήσιας άδειας και με βάση τα οποία γίνεται ο υπολογισμός του επίδικου επιδόματος, δεν εμπίπτουν στην έννοια των τακτικών-συνήθων αποδοχών, καθόσον περιέχουν, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, και έκτακτες, αποδοχές, λαμβανομένου υπόψη ότι πρόκειται για μισθωτό αμειβόμενο με κυμαινόμενο ημερομίσθιο, όπως και ο ίδιος υποστηρίζει, χωρίς μάλιστα να διευκρινίζει αν οι αναφερόμενες στην αγωγή αμοιβές του, επί των οποίων υπολογίζει τις ένδικες αποδοχές και επίδομα αδείας, είναι «τακτικές – συνήθεις», υπό την ανωτέρω έννοια, δηλαδή σταθερά καταβαλλόμενες κάθε μήνα. Περαιτέρω η αγωγή είναι απορριπτέα και για το λόγο ότι, προκειμένου να ανευρεθεί η εφαρμοστέα ευνοϊκότερη για τους εργαζόμενους ρύθμιση, ενόψει του ότι πρόκειται περί μισθωτού αμειβόμενου με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, έπρεπε πρώτα να ανευρεθούν οι ρυθμιζόμενες από τις δυο προαναφερόμενες πηγές αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας και μετά να γίνει μεταξύ τους σύγκριση ώστε να κριθεί ποια είναι η ευνοϊκότερη ρύθμιση, δηλαδή έπρεπε να παρατεθούν στην αγωγή, αφενός, τα ποσά που θα προέκυπταν από τις επιταγές του άρθρου 35 του ως άνω Κανονισμού (ήτοι, οι αξιώσεις με βάση το «βασικό ημερομίσθιο» κατά το τελευταίο προ της χορήγησης της αδείας τρίμηνο, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες κατά το ένδικο διάστημα ΕΣΣΕ) και, αφετέρου, τα ποσά που θα προέκυπταν από τις επιταγές της εργατικής νομοθεσίας (υπολογιζόμενα με βάση τις τακτικές αποδοχές του), ώστε δια της αντιπαραβολής τους να ανευρεθεί η ευνοϊκότερη για τους εργαζόμενους ρύθμιση, που θα ήταν και η εφαρμοστέα (ΤριμΕφΠειρ. 262/2023, 498/2022, 174/2018, 738/2017, 356/2016, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, 46/2021, ο.π.), όπως, όμως, δεν συμβαίνει. Τέλος, η επικουρική θεμελίωση της αγωγής στις διατάξεις των άρθρων 904 επομ. ΑΚ, την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν ερεύνησε, πρέπει να απορριφθεί, ανεξαρτήτως της νομικής της αβασιμότητας, που συνάγεται από το γεγονός ότι επιστηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία ερείδεται και η κύρια, συμβατική, αγωγική βάση (ΑΠ 61/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 449/2014, Ε7 2015/141), προεχόντως ως αόριστη, αφού δεν γίνεται από τον ενάγοντα επίκληση της ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εργασίας του, δεδομένου ότι αν η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την αίρεση δηλαδή της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση εργασίας, πρέπει για την πληρότητα της επικουρικής αυτής βάσης, να γίνεται επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας (ΟλΑΠ 23/2003, ΝοΒ 2004/1179 = ΧρΙΔ 2004/177 = ΕΔΚΑ 2003/620 = ΕΕΔ 2004/423, ΑΠ 43/2017, ΑΠ 438/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε σε διαφορετική κρίση και δέχθηκε την αγωγή κατά ένα μέρος της ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και, για το λόγο αυτό, πρέπει, κατά παραδοχή της έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφασή του και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και αναδικαστεί η αγωγή, να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ τους (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ), λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας που ανέκυψε κατά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου που κρίθηκαν εφαρμοστέοι.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 16-1-2013, με αριθμ.κατάθ…../2013 έφεση κατά της με αριθμ. 2134/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ερήμην του εφεσιβλήτου, τον οποίο δικάζει ωσεί παρόντα.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 2134/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.
Απορρίπτει την από 7-9-2006, με αριθμ. έκθ. κατάθ. …../8-9-2006 αγωγή.
Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 6 Νοεμβρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της καλούσας-εκκαλούσας.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ