Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 552/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης   552 /2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Α) Των εκκαλούντων: 1) Της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία <<………..>>, πρώην <<………..>>, που εδρεύει στην ….. Αττικής (οδός …………) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …… ΔΟΥ Πλοίων, 2) ……………. και 3) ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Αρβανίτη (ΑΜ ΔΣΠ ….), που κατέθεσε την από 17-09-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Του εφεσίβλητου: ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο – Δημήτριο Καλαφάτη (ΑΜ ΔΣΑ ……. ΔΕ ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΔΣΑ ……….), που κατέθεσε την από 18-09-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Β) Του αντεκκαλούντος: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο – Δημήτριο Καλαφάτη (ΑΜ ΔΣΑ …. ΔΕ ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΔΣΑ ….), που κατέθεσε την από 18-09-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Των αντεφεσιβλήτων: 1) Της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία <<……..>>, πρώην <<…………>>, που εδρεύει στην ….. Αττικής (οδός …………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ……. ΔΟΥ Πλοίων, 2) ………… και 3) ………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Αρβανίτη (ΑΜ ΔΣΠ …….), που κατέθεσε την από 17-09-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Ο ενάγων – αντεκκαλών, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 30-07-2020 (με γεν.αριθ.κατάθ. …../2020 και ειδ.αριθ.καταθ. δικογρ. …./2020) αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.

Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 1904/2021 οριστική απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, διατάσσοντας τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν α) οι εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό εναγόμενοι, με την από 08-11-2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …../08-11-2022 και ειδ. αριθ.καταθ. …./08-11-2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./14-11-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …./14-11-2022) έφεση και β) ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων με την από 04-07-2024 ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (με γεν.αριθ.καταθ. …./04-07-2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …../04-07-2024) αντέφεση, οι οποίες προσδιορίστηκαν προς συζήτηση, η μεν έφεση αρχικά για τη δικάσιμο της 16-11-2023 και μετά από νόμιμη αναβολή, η έφεση και η αντέφεση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.

Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν στη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

  ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από  08-11-2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./08-11-2022 και ειδ. αριθ.καταθ. …/08-11-2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./14-11-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/14-11-2022) έφεση και β) η από 04-07-2024 ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (με γεν.αριθ.καταθ. …/04-07-2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …/04-07-2024) αντέφεση, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 1904/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία, κατ’αντιμωλία των διαδίκων, οι οποίες (έφεση και αντέφεση) πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον βάλλουν κατά της αυτής οριστικής αποφάσεως, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή  της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 246 και 524παρ.1 ΚΠολΔ, ΕφΑθ4299/2006 ΕλλΔνη 47 1508).

Η από 08-11-2022 έφεση κατά της υπ’αριθ. 1904/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατ’αντιμωλία των διαδίκων και έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 08-11-2022, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 10-09-2021. Πρέπει συνεπώς η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρ. 532 ΚπολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρ. 522, 524 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου, που μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό ………/08-11-2022 έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου. Επίσης η από 04-07-2024 αντέφεση κατά της ιδίας ως άνω οριστικής απόφασης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.1 στοιχ.ζ ΚΠολΔ, με το από 04-07-2024 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου αυθημερόν, συντάχθηκε έκθεση κάτω από αυτό (με γεν.αριθ.καταθ. ……/04-07-2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …………/04-07-2024) και κοινοποιήθηκε στους εκκαλούντες – εναγομένους και ήδη αντεφεσίβλητους εντός της προβλεπόμενης στην προαναφερθείσα διάταξη προθεσμίας, που ουδόλως αμφισβητήθηκε από τους τελευταίους. Με την αντέφεση αυτή, ο αντεκκαλών πλήττει κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης, που προσβάλλονται και με την έφεση των αντιδίκων του καθώς και κεφάλαια αναγκαία συνεχόμενα με τα εκκληθέντα, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω αναλυτικά.

Επομένως οι ένδικες έφεση και αντέφεση, οι οποίες αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

Ο ενάγων με την αγωγή του εξέθετε ότι στις 25-08-2018 και περί ώρα 01.00, κατά τη διάρκεια αποβίβασής του από το επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο <<ΝΜ>>, που βρισκόταν στην Πύλη 7 του λιμένα Πειραιώς, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, στο οποίο είχε επιβιβαστεί δυνάμει σχετικής σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς επιβατών που συνήψε με την τελευταία, υπέστη σοβαρό τραυματισμό στο αριστερό κάτω άκρο του, υπό τις ειδικότερα αναφερόμενες  στο δικόγραφο συνθήκες. Οτι εξαιτίας του τραυματισμού του παρέμεινε νοσηλευόμενος από 25.08.2018 έως 30.08.2018, ενώ κατά την έξοδό του από το νοσοκομείο, έλαβε οδηγίες για τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής και του συνεστήθη αποφυγή στήριξης του αριστερού άκρου, τακτικός επανέλεγχος και διενέργεια φυσιοθεραπείας προς αποκατάσταση της κίνησής του. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη, εις ολόκληρον με τους δεύτερο και τρίτο εναγομένους – προστηθέντες αυτής, υπό την ιδιότητα του πλοιάρχου και του υπάρχου αντίστοιχα, να του καταβάλουν, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή α) το ποσό των 375 ευρώ το οποίο αφορά σε πλασματική δαπάνη για την παροχή υπηρεσιών αποκλειστικής νοσοκόμας από τη σύντροφό του ………….. κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, 2) το ποσό των 7.200 ευρώ, το οποίο αφορά σε πλασματική δαπάνη για την παροχή υπηρεσιών αποκλειστικής νοσοκόμας από την ως άνω σύντροφό του, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην οικία του μετά τον τραυματισμό του, ήτοι από 30.08.2018 έως 30.02.2018, 3) το ποσό των 810 ευρώ για δαπάνη βελτιωμένης διατροφής, την οποία έλαβε κατόπιν ιατρικής σύστασης για το χρονικό διάστημα από 30.08.2018 έως 30.11.2018. 4) το ποσό των 1.050 ευρώ που αφορά δαπάνη φυσιοθεραπειών στις οποίες υποβλήθηκε, 5) το ποσό των 10.650 ευρώ, που απαιτείται για τη χειρουργική επέμβαση στην οποία πρέπει να υποβληθεί και τις φυσιοθεραπείες μετά από αυτό, 6) το ποσό των 13.500 ευρώ (ήτοι 300 ευρώ/έτος επί 45 έτη), που αφορά σε δαπάνη για την κατασκευή ειδικών ορθοτικών πάτων βάδισης, τους οποίους θα φοράει εφ’όρου ζωής του, 7) το ποσό των 6.000 ευρώ (ήτοι 600 ευρώ/εξάμηνο επί πέντε έτη) που αφορά σε κόστος εγχύσεων PRP σε συνδυασμό με υαλουρονικό νάτριο για την αντιμετώπιση πρώϊμης αρθρίτιδας, 8) το ποσό των 4.980 ευρώ που αφορά σε απώλεια εισοδήματος επί έξι (6) μήνες, 9) το ποσό των 7.200 ευρώ που αφορά σε δαπάνες οικιακής βοηθού για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών, που απαιτείται για την αποθεραπεία του, 10) το ποσό των 810 ευρώ που αφορά σε δαπάνη βελτιωμένης διατροφής, την οποία θα πρέπει να λαμβάνει για χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών, για την αντιμετώπιση της εξασθένησης του οργανισμού του από την επέμβαση και 11) το ποσό των 100.000 ευρώ που αφορά σε χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την τελεσθείσα σε βάρος του, από τους εναγόμενους, αδικοπραξία και συνολικά το ποσό των 152.575 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Επίσης ζητούσε να απαγγελθεί κατά των εναγομένων και κατά του – κατά την 25-08-2018 – νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας, προσωπική κράτηση διάρκειας δώδεκα (12) μηνών, ως μέσον εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης καθώς και την καταδίκη των εναγομένων στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθ. 1904/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε την αγωγή νόμιμη και ορισμένη πλην α) του αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε  βάρος του – κατά το χρόνο του ατυχήματος – νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, για το λόγο ότι αυτός δεν κατονομάζεται στην αγωγή και δεν περιγράφεται η αδικοπρακτική του συμπεριφορά και β) του αιτήματος περί επιδίκασης του ποσού των 4.980 ευρώ που αφορά στην απώλεια εισοδήματος λόγω αοριστίας του κονδυλίου αυτού, ακολούθως έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, υποχρεώνοντας τους εναγομένους να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 30.943,90 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των 15.000 ευρώ και επέβαλε σε βάρος των εναγομένων τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, οριζόμενης αυτής στο ποσό των 1.300 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι διάδικοι, οι μεν εναγόμενοι με την έφεσή τους, ο δε ενάγων με την αντέφεσή του, που έχουν εισαχθεί στο παρόν Δικαστήριο προς κρίση, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο κάθε δικόγραφο λόγους, οι οποίοι στο σύνολό τους εκτιμώμενοι, ανάγονται σε σχέση με την έφεση των εναγομένων σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και σε κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ως προς ι) το συμβάν του τραυματισμού του ενάγοντος, ο οποίος, κατά τους ισχυρισμούς τους, έλαβε χώρα μετά την αποβίβασή του από το πλοίο, ιι) τα κεφάλαια της εκκαλουμένης που αφορούν τα κονδύλια α) της αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης, β) της δαπάνης για αμοιβή ιατρού και γ) της αμοιβής για παροχή φροντίδας κατ’οίκον και ιιι) την απόρριψη της ενστάσεώς τους περί μερικής εξόφλησης και δη ως προς το ποσό των 16.000 ευρώ που επιδικάστηκε στον ενάγοντα δυνάμει απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, με την επισήμανση ότι με την αντέφεση του ενάγοντος παραδεκτά πλήττεται, με το μοναδικό λόγο αυτής, το ήδη εκκληθέν κονδύλιο της αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 523 παρ.1 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΑΠ 732/2022 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 673/2020, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου), ζητώντας, αμφότερα τα μέρη, την ουσιαστική παραδοχή της έφεσης (οι εκκαλούντες – εναγόμενοι) και της αντέφεσης (ο αντεκκαλών – ενάγων), την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υπόθεσης από το παρόν Δικαστήριο και την εν συνόλω απόρριψη οι εκκαλούντες και παραδοχή της αγωγής ως προς το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ο αντεκκαλών αντίστοιχα καθώς και την καταδίκη των αντιδίκων τους στην καταβολή της δικαστική τους δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Ι. Η σύμβαση εθνικής θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη εντάσσεται, σύμφωνα με το άρθρο 107 ΚΙΝΔ, στην έννοια της latu sensu ναύλωσης, και ως εκ τούτου, ρυθμίζεται, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 174-189 ΚΙΝΔ, συμπληρωματικά και από όσες διατάξεις των άρθρων 107-173 ΚΙΝΔ προσαρμόζονται στη φύση της σχέσης (I. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τ. 2ος, εκδ. 2005, άρθρο 107, § 4.1, σελ. 100, Ά. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, παρ. 1500, σελ. 768). Ήδη, διέπεται  από τον Κανονισμό (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος» [καθώς έχουν παρέλθει αμφότερες οι ημερομηνίες των τεσσάρων ετών από την ημερομηνία εφαρμογής του για τα πλοία κατηγορίας Α` και της 31ης-12- 2018 για τα πλοία κατηγορίας Β` (άρθρο 11), μέχρι τις οποίες η Ελλάδα είχε διατηρήσει τη δυνατότητα αναβολής της εφαρμογής του], ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, θεσπίζει το ενωσιακό καθεστώς σχετικά με την ευθύνη και την ασφάλιση για τις θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, όπως ορίζουν οι συναφείς διατάξεις: α) της Σύμβασης των Αθηνών του 1974, σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο του 2002 και β) των επιφυλάξεων και των κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, που υιοθέτησε η νομική επιτροπή του ΙΜΟ στις 19 Οκτωβρίου 2006 (άρθρο 1 παρ. 1), ενώ επεκτείνει την εφαρμογή αυτών των διατάξεων στις θαλάσσιες μεταφορές εντός ενός και μόνο κράτους μέλους με πλοία κατηγορίας Α` και Β`, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 98/18/ΕΚ και θεσπίζει ορισμένες πρόσθετες απαιτήσεις (άρθρα 1 παρ. 2 και 2). Έτσι, το καθεστώς ευθύνης, ως προς τους επιβάτες, διέπεται από τον εν λόγω κανονισμό, καθώς και από τα άρθρα 1 και 1α, 2 παρ. 2, 3 έως 16, 18, 20 και 21 της Σύμβασης των Αθηνών, που ενσωματώνονται σε αυτόν ως παράρτημα I (άρθρο 3 παρ. 1). Δοθέντος, όμως, ότι η Σύμβαση των Αθηνών δεν αποσκοπεί στη ρύθμιση της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς στο σύνολό της, αλλά αποκλειστικό αντικείμενό της είναι η ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα επιβατών και αποσκευών, για την πλήρωση των κενών, που ανακύπτουν, εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου και όταν αυτό είναι το ελληνικό, οι διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΑΚ (Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου Ναυτικό Δίκαιο, ό.π.). Στο μέτρο δε, που συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, ο επιβάτης μπορεί να στηρίξει τις αξιώσεις του για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στις διατάξεις των άρθρων 914 επ. Και 932 ΑΚ (βλ. I. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, ό.π., άρθρο 174, παρ. 3, σελ. 471-472, ΜονΕφΠειρ 207/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 53/2012 Δημ. Νόμος). Τούτο συμβαίνει όταν η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22, 505, ΑΠ 345/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 207/2015 ό.π.), στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου (ΑΠ Ολ 967/1973, ΑΠ 920/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1636/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1115/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 680/2020 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, EA 980/2014 Δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία, όμως, φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημιώσεως μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον (ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1636/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 ό.π., ΑΠ 1500/2014 Δημ. Νόμος, Μον.Εφ.Πειρ. 184/2021, ΜονΕφΠειρ 207/2015 ό.π.).

ΙΙ. Με τη διάταξη του άρθρου 84 εδ. β` του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 3816/1958, ορίζεται ότι “ο πλοιοκτήτης ευθύνεται ωσαύτως εκ των αδικοπραξιών, τας οποίας διέπραξεν ο πλοίαρχος, το πλήρωμα ή ο πλοηγός κατά την εκτέλεσιν των ανατεθειμένων εις αυτούς καθηκόντων”. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 914 και 922 του ΑΚ, συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης (προστήσας) ευθύνεται, όταν η αδικοπραξία του πλοιάρχου ή μέλους του πληρώματος (προστηθέντος) δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την υπηρεσία αυτή, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 360/2020, ΑΠ 1653/2010, ΑΠ 380/2008, ΑΠ 957/2003, ΑΠ 799/2001). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 104 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ΚΔΝΔ), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. Διατάγματος 187/1973, ορίζεται ότι “ο πλοίαρχος έχει την εν γένει διοίκησιν εν τω πλοίω και ασκεί εξουσίαν επί των επιβαινόντων, λαμβάνων παν αναγκαίον μέτρον εντός των υφισταμένων κανονισμών προς τον σκοπόν τηρήσεως της τάξεως, της πειθαρχίας και της υγιεινής και δια την ασφάλειαν του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου”.

ΙΙΙ. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας, όταν στην τελευταία αυτή περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν κατέβαλλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς προσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος και έτσι αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 811/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αναγκαιότητα της ύπαρξης αυτής της προϋπόθεσης για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση δεν ορίζεται μεν ρητά στο νόμο, προκύπτει όμως από τη γενική θεώρηση των διατάξεων που καθιερώνουν αυτή την ευθύνη (Α.Π. 1284/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης αυτής είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, που αυτός υπέστη λόγω της αδικοπραξίας, ήτοι για την μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία που υφίσταται ο παθών από την προσβολή των μη περιουσιακών αγαθών του (ζωής, υγείας, ελευθερίας, τιμής κλπ), η οποία είναι ανεξάρτητη από την κατά τα άρθρα 297 και 298 του ΑΚ ζημία σε περιουσιακά αγαθά αυτού, ώστε αυτός να απολαύσει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, η οποία άλλωστε δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτό αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα κριτήρια που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης αυτής. Τέτοια κριτήρια είναι ιδίως το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι όλες ειδικότερες συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος. Τα κριτήρια αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης, λόγω αδικοπραξίας, του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, αποφασίζεται (κατ` αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ.1 και 25 του Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται στην συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον παθόντα), τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μία ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του (ΑΠ 2029/2017, Μον.Εφ.Πειρ. 297/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από τις υπ’ αριθ. …/04-12-2020, …/04-12-2020 και …./04-12-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …………, ……….. και …….. αντίστοιχα, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία του ενάγοντος, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως των εναγομένων (βλ. υπ’ αριθ. ………./30-11-2020, …………/30-11-2020 και ……./30-11-2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………, αντίστοιχα), από τις υπ’ αριθ. ………/02-12-2020 και …./04-12-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………. και …….., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………., οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία των εναγομένων, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως του ενάγοντος (βλ. υπ’αριθ. …/27-11-2020 και …/01-12-2020 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά ………), οι οποίες (άπασες οι ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις) λαμβάνονται υπόψη ως ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1312/2019, ΝΟΜΟΣ), από τις υπ’ αριθ. …/06-09-2018, …/06-09-2018, …/06-09-2018, …/06-09-2018 και …/06-09-2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………. ………., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς ………, οι οποίες στην παρούσα δίκη λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, αφού δόθηκαν στο πλαίσιο άλλης δίκης (ΑΠ 777/2020, ΝΟΜΟΣ), από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες (ΑΠ 354/2017), η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αριθ. 2, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς επιβατών που καταρτίστηκε στις 24-08-2018, μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης, ο πρώτος επιβιβάστηκε από το λιμάνι Εύδηλο Ικαρίας, στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο <<ΝΜ>>, με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ….., με προορισμό το λιμάνι του Πειραιά. Το ανωτέρο πλοίο ανήκει στην πλοιοκτησία της πρώτης εναγομένης, ενώ κατά τον ένδικο χρόνο οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων υπηρετούσαν σε αυτό ως πλοίαρχος και ύπαρχος αντίστοιχα. Το πλοίο κατέπλευσε στον Πειραιά περί ώρα 01.00 της 25-08-2018 και πλαγιοδέτησε στην προβλήτα της Πύλης 7 του λιμένος. Μετά από μικρή καθυστέρηση, ξεκίνησε η αποβίβαση των επιβατών μέσω της δεξιάς πρυμναίας ράμπας, στην οποία είχε τοποθετηθεί – προσαρμοστεί, εξωτερικά του πλοίου, και σε συνέχεια αυτής, μετακινούμενη ράμπα – σκάλα, η οποία βρίσκεται σε μόνιμη βάση στο συγκεκριμένο σημείο της προβλήτας και χρησιμοποιείται από το πλήρωμα του πλοίου για την επιβίβαση και αποβίβαση των επιβατών. Αρχικά επιβιβάστηκαν η σύντροφος του ενάγοντος …….., ο αδελφός της ……. και η μητέρα τους …………, οι οποίοι στάθηκαν πλησίον της εξόδου του πλοίου, αναμένοντας τον ενάγοντα που ακολουθούσε πίσω από άλλους αποβιβαζόμενους. Κατεβαίνοντας τη ράμπα εξόδου επιβατών και πριν φτάσει στο τέλος της, ήτοι ευρισκόμενος κοντά στο σημείο που αυτή ακουμπούσε στο έδαφος, ο ενάγων γλίστρησε κατά το βηματισμό του, λόγω ολισθηρότητας της ράμπας στο συγκεκριμένο σημείο με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του, να πέσει στη ράμπα και να τραυματίσει το αριστερό του πόδι, στο ύψος της κνήμης. Αμεσα προσέτρεξαν για να τον βοηθήσουν η σύντροφός του, ο αδελφός της και η μητέρα τους, που βρίσκονταν στην έξοδο του πλοίου καθώς και η αδελφή του ενάγοντος, που βρισκόταν μαζί τους στο σημείο, αναμένοντας να τους παραλάβει με το αυτοκίνητό της και ένας άνδρας ονόματι ……., ο οποίος βρισκόταν έξωθεν του καταπέλτη του πλοίου, προκειμένου να παραλάβει συγγενικό του πρόσωπο, ενώ  ουδείς από το πλήρωμα βρισκόταν κοντά στο σημείο της πτώσης του. Σημειωτέον ότι ο ανωτέρω ………, κατά τη διάρκεια της αναμονής του στο σημείο, είχε αντιληφθεί ότι η επιφάνεια της ράμπας από όπου εξέρχονταν οι επιβάτες ήταν ολισθηρή, καθώς είχε ήδη δει άλλα τρία (3) άτομα να γλιστρούν πριν από τον ενάγοντα, γεγονός για το οποίο διαμαρτυρήθηκε σε μέλος του πληρώματος (ναύτη), που προσήλθε στο σημείο για να δει τι συνέβη, με τον τελευταίο να του απαντά επί λέξει <<Τα παράπονά σας στον Υπαρχο>> (βλ. την από 06.09.2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα …………. ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς ……..), χωρίς να ενημερώσει ο ίδιος (ναύτης) τον Υπαρχο ή τους λιμενοφύλακες για το συμβάν. Η μαρτυρία του ανωτέρω κρίνεται  αξιόπιστη καθώς ήταν αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού, ενώ δεν συνδέεται με τον ενάγοντα με οποιαδήποτε σχέση. Πράγματι ο …………. κατάφερε να σηκώσει τον ενάγοντα και να τον απομακρύνει από το σημείο της πτώσης του, προκειμένου να διευκολυνθεί η έξοδος των υπόλοιπων επιβατών, μεταφέροντάς τον σε μικρή απόσταση από το πλοίο και στη συνέχεια αποχώρησε,  ενώ ο ενάγων με τη βοήθεια της συντρόφου του, του αδελφού της, της μητέρας τους και της αδελφής του, επιβιβάστηκε, με μεγάλη δυσκολία βάδισης, στο αυτοκίνητο της τελευταίας και μεταφέρθηκε από αυτήν στο τμήμα επειγόντων περιστατικών του γενικού νοσοκομείου Αθηνών <<ΚΑΤ>> στην Κηφισιά, που εφημέρευε, χωρίς να ενημερώσει για τον τραυματισμό του τον Πλοίαρχο ή τον Υπαρχο ή κάποιο από τα λιμενικά όργανα που εκτελούσαν υπηρεσία στον ευρύτερο χώρο της Πύλης 7 του λιμένος. Στο νοσοκομείο υποβλήθηκε σε ακτινολογική και ορθοπεδική εξέταση, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί κάταγμα έξω σφυρού και έσω σφυρού (αμφισφύριο) με υπεξάρθρημα αριστερής ποδοκνημικής. Στη συνέχεια εισήχθη στην Ορθοπεδική Κλινική του ανωτέρω νοσοκομείου και μετά από ενδελεχή απεικονιστικό έλεγχο, υποβλήθηκε σε ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση με πλάκα και βίδες στο έξω σφυρό και με μία (1) βίδα στο έσω σφυρό, ενώ τοποθετήθηκε και γυψονάρθηκας κνημοποδικός αριστερά. Ο ενάγων εξήλθε του νοσοκομείου την 30-08-2018 με συστάσεις για χειρουργική θεραπεία, βάδιση χωρίς φόρτιση, λήψη αντιπηκτικής αγωγής για ένα (1) μήνα, γενικές εξετάσεις αίματος κάθε δέκα (10) ημέρες και αφαίρεση ραμμάτων σε τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημέρες, ενώ του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια ενός (1) μηνός. Επίσης πραγματοποίησε φυσιοθεραπείες για τέσσερις (4) περίπου μήνες μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο (βλ. από 01.06.2020 ιατρική γνωμάτευση του Ορθοπεδικού Χειρουργού – Αρθροσκόπου Ιατρού, ………., σε συνδ. με υπ’αριθ. ……./30.08.2018 εξιτήριο του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής <<ΚΑΤ>>). Κατόπιν εξέτασης του ενάγοντος από τον Ιατροδικαστή Πειραιά, …….., στο πλαίσιο της διενεργηθείσας προανάκρισης, ο ως άνω τραυματισμός του κρίθηκε ως βαρειά σωματική βλάβη, κατ’επικίνδυνο τρόπο προκληθείσα (βλ. σχετ. υπ’αριθ. …………./12.09.2018 ιατροδικαστική έκθεση του ανωτέρω Ιατροδικαστή).   Περαιτέρω, τις πρωϊνές ώρες της 25-08-2018, ήτοι λίγες ώρες μετά το συμβάν, η πληρεξούσια δικηγόρος του ενάγοντος, επικοινώνησε, κατόπιν εντολής του, με τους υπευθύνους της πρώτης εναγομένης και ανέφερε το περιστατικό του τραυματισμού του, ωστόσο η τελευταία αρνήθηκε ότι έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, επικαλούμενη ότι αυτό δεν είχε καταγραφεί στο ημερολόγιο του πλοίου και ότι η μεταφορά του ενάγοντος στο νοσοκομείο δεν έγινε με το ΕΚΑΒ από το λιμάνι του Πειραιά. Την 29-08-2018, ο ενάγων προέβη σε καταγγελία, μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, προς το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, το οποίο ακολούθως διαβίβασε αυτήν στην Διεύθυνση Λιμενικής Αστυνομίας. Επίσης την 30-08-2018, η πληρεξούσια δικηγόρος του ενάγοντος απέστειλε στην πρώτη εναγομένη, μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, με το οποίο της καταλόγιζε υπαιτιότητα (δια των προστηθέντων της) για την ολισθηρότητα της ράμπας εξόδου επιβατών και την καλούσε να φυλάξει το βιντεοληπτικό υλικό που λήφθηκε από τις κάμερες του πλοίου κατά τον ένδικο χρόνο, προς απόδειξη του τραυματισμού του ενάγοντος καθώς και του γεγονότος ότι και άλλοι αποβιβαζόμενοι επιβάτες είχαν προηγουμένως γλυστρήσει στην προαναφερθείσα ράμπα του πλοίου.  Από τα ανωτέρω αναφερθέντα πραγματικά περιστατικά, αποδείχθηκε ότι ο τραυματισμός του ενάγοντος οφείλεται σε υπαιτιότητα του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων – προστηθέντων της πρώτης εναγομένης – οι οποίοι αν και ήταν υπεύθυνοι, έχοντας ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, ως εκ του επαγγέλματός τους, ο μεν  δεύτερος ως πλοίαρχος του πλοίου, για την ασφάλεια όλων των επιβατών, ο δε τρίτος ως ύπαρχος του πλοίου, για την τήρηση όλων των μέτρων για την ασφαλή αποβίβαση των επιβατών, από αμέλειά τους δεν φρόντισαν να εξασφαλίσουν την ασφαλή αποβίβαση αυτών από την πρυμναία πλαϊνή ράμπα και την προσαρμοσθείσα, σε συνέχεια αυτής, μετακινούμενη ράμπα και ειδικότερα δεν έλαβαν τα αναγκαία μέτρα ώστε η επιφάνεια της ράμπας να είναι καθαρή, χωρίς σημεία ολισθηρότητας, ή ρυπαρά στοιχεία ικανά να δημιουργήσουν γλοιώδες επίστρωμα, τόσο κατά την έναρξη όσο και κατά τη διάρκεια της αποβίβασης, ούτε είχαν δώσει εντολή σε μέλη του πληρώματος του πλοίου να εποπτεύουν τη διαδικασία αποβίβασης και την κατάσταση της ράμπας για την αποτροπή της πιθανότητας ατυχήματος. Αυτή δε η παράλειψή τους κρίνεται υπαίτια, δεδομένου ότι τα πρόσωπα αυτά δεν κατέβαλαν την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές και την οποία οι επιβάτες των πλοίων ευλόγως αναμένουν ότι θα επιδειχθεί έναντι αυτών εκ μέρους των μελών του πληρώματος, σύμφωνα με τη συναλλακτική πίστη, μέσα στον κύκλο των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των τελευταίων (βλ. σχετ. ΑΠ 811/2021, δημ. ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός των εναγομένων που προβλήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, ότι το ένδικο ατύχημα δεν συνέβη εντός του πλοίου αλλά μετά την αποβίβαση του ενάγοντος, διότι η πλάγια πρυμναία ράμπα αποβίβασης ευρέθη ασφαλής και χωρίς προβλήματα, σύμφωνα με την από 26-09-2018 έκθεση έκτακτης ναυπηγικής επιθεώρησης που διενήργησε στο πλαίσιο της προανάκρισης ο επιθεωρητής Ν/Γ ………., δεν οδηγεί το παρόν Δικαστήριο σε διαφορετική κρίση από αυτήν του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και τυγχάνει απορριπτέος, καθόσον τόσο η κατάσταση της ολισθηρότητας της ράμπας όσο και η πτώση του ενάγοντος ενόσω βρισκόταν πάνω σε αυτήν, επιβεβαιώνεται από τις ένορκες καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων ……………., ενώ η ως άνω έκτακτη επιθεώρηση, η οποία διενεργήθηκε μετά την πάροδο ενός μηνός από το ένδικο συμβάν, δεν παρέχει πληροφορίες για την κατάσταση της ράμπας κατά τον κρίσιμο χρόνο. Επίσης το γεγονός ότι ο ενάγων δεν ενημέρωσε άμεσα το πλήρωμα του πλοίου ή τις λιμενικές αρχές που βρίσκονταν στο χώρο του λιμένα για τον τραυματισμό του, δεν άγει άνευ άλλου στο συμπέρασμα ότι αυτός δεν συνέβη και πάντως αντισταθμίζεται από την άμεση, ήτοι εντός λίγων ωρών από το ατύχημα, τηλεφωνική επικοινωνία της πληρεξουσίας δικηγόρου του με τους υπευθύνους της πρώτης εναγομένης, τους οποίους ενημέρωσε για το συμβάν. Περαιτέρω οι εναγόμενοι, με τον ίδιο (πρώτο) λόγο της έφεσής τους, αποδίδουν στην εκκαλουμένη την πλημμέλεια ότι εσφαλμένα κρίνοντας, δεν εκτίμησε την, περιεχόμενη στο από 30-08-2018 ηλεκτρονικό μήνυμα της πληρεξουσίας δικηγόρου του ενάγοντος προς την εναγομένη, εξώδικη ομολογία του, με την οποία υποδεικνύει ως αιτία της πτώσης του την ολισθηρότητα της ράμπας λόγω κατασκευαστικού ελλατώματός της, αλλά δέχθηκε ότι η πτώση του ενάγοντος και ο συνεπεία αυτής τραυματισμός του, οφείλεται στην ύπαρξη γλιστερής ουσίας στο συγκεκριμένο σημείο της ράμπας. Ο λόγος αυτός, καθ’ό μέρος πλήττει την εκκαλουμένη για την ανωτέρω πλημμέλεια τυχγάνει απορριπτέος, διότι από το ως άνω ηλεκτρονικό μήνυμα όπου επί λέξει αναφέρεται <<…ο εντολέας μου τραυματίστηκε………. συνεπεία της ολισθηρότητάς της …>> και σε άλλο σημείο αναφέρεται <<…. που αποδεικνύει ότι τραυματίστηκε στην ράμπα εξόδου των επιβατών συνεπεία της ολισθηρότητάς της, κατά την έξοδό του από το πλοίο, καθώς και το γεγονός ότι γλύστρησαν σε αυτήν και έπεσαν συνεπεία της ολισθηρότητας της εν λόγω ράμπας και άλλοι επιβάτες>> ουδόλως συνάγεται ότι ο ενάγων αιτιάται για την πτώση του κατασκευαστικό ελλάτωμα της ράμπας, όπως εσφαλμένα διαλαμβάνουν οι εναγόμενοι με τον εξεταζόμενο λόγο της έφεσής τους.  Επίσης το γεγονός ότι ο τραυματισμός του ενάγοντος δεν έγινε αντιληπτός από τα όργανα του λιμενικού δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ένδικο ατύχημα δεν συνέβη, εφόσον τα όργανα αυτά βρίσκονταν σε σχετικά μακρινή απόσταση από τη ράμπα του πλοίου, εκτελώντας τροχονομική υπηρεσία στον ευρύτερο χώρο της Πύλης 7 για τη διευκόλυνση της απομάκρυνσης των οχημάτων και των επιβατών από το χώρο του λιμένος, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθούν το συμβάν (βλ. σχετ. από 13-09-2018 ένορκες καταθέσεις των ……., Λιμενοφύλακα, …………, Αρχικελευστή, …….., Ανθυπασπιστή Λ/Σ και την από      03-10-2018 ένορκη κατάθεση του ………….. ., Κελευστή Λ/Σ). Ενόψει των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κρίνοντας τις συνθήκες τραυματισμού του ενάγοντος, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Για τους ίδιους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω, απορριπτέος τυγχάνει και ο τρίτος λόγος της έφεσης κατά το πρώτο σκέλος αυτού, με το οποίο οι εκκαλούντες – εναγόμενοι, βάλλουν κατά του κονδυλίου της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, επικαλούμενοι ότι αυτό δεν οφείλεται εφόσον ο τραυματισμός του ενάγοντος έλαβε χώρα μετά την αποβίβασή του από το πλοίο. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής <<ΚΑΤ>>, από τις 25-08-2018 έως τις 30-08-2018, λόγω της αδυναμίας του να αυτοεξυπηρετηθεί, έχρηζε συνδρομής τρίτου προσώπου και ειδικότερα είχε την ανάγκη των υπηρεσιών αποκλειστικής νοσοκόμας, επί 12ωρο ημερησίως, ήτοι από τις 08.00 έως τις 20.00, τις οποίες του προσέφερε η σύντροφός του ……………, η οποία τον συνόδευσε κατά τη μετάβασή του στο νοσοκομείο και παρέμεινε πλησίον του καθ΄όλο το διάστημα της νοσηλείας του, παρέχοντάς του την απαιτούμενη βοήθεια και φροντίδα που αυτός χρειαζόταν, καθ’υπέρβαση των συντροφικών υποχρεώσεών της. Εάν ο ενάγων απασχολούσε τρίτο πρόσωπο, θα του κατέβαλε το ποσό των εβδομήντα πέντε (75) ευρώ ημερησίως, το οποίο καταβάλλεται συνήθως σε ανάλογες περιπτώσεις για την προσφορά ίδίων υπηρεσιών, για δώδεκα (12) – κατά μέσο όρο – ώρες ημερησίως.  Συνεπώς ο ενάγων δικαιούται για την ανωτέρω αιτία κατ’άρθρο 930 παρ.3 ΑΚ, το ποσό των (75 ευρώ χ 5 ημέρες =) 375 ευρώ, παρά το γεγονός ότι δεν υποβλήθηκε πράγματι σε τέτοια δαπάνη, δεδομένου ότι οι παρασχεθείσες υπηρεσίες της συντρόφου του δεν δόθηκαν προς αποτροπή της σχετικής υποχρέωσης των αντιδίκων του, η δε προσφορά αυτή των υπηρεσιών δεν μπορεί να οδηγήσει σε ωφέλεια των υπόχρεων εναγομένων και σε αποφυγή καταβολής από αυτούς της σχετικής αποζημίωσης στον ενάγοντα (Μον.Εφ.Αθ. 1205/2024, Μον.Εφ.Αθ.1187/2014, δημ. ΝΟΜΟΣ). Ομοίως ο ενάγων, από την επομένη ημέρα της εξόδου του από το νοσοκομείο, δηλαδή από τις 31-08-2018 έως τις 30-11-2018 είχε ανάγκη από τη συνδρομή αποκλειστικού νοσοκόμου – βοηθού επί 12ωρο ημερησίως, ήτοι από τις 08.00 έως τις 20.00 προκειμένου να μεριμνά για τις καθημερινές ανάγκες του, όπως ατομική καθαριότητα, αγορά προϊόντων, προετοιμασία φαγητού, καθαρισμός οικίας, βοήθεια στη μετακίνηση κλπ, υπηρεσίες τις οποίες του παρείχε η σύντροφός του ………….., καθ’υπέρβαση των συντροφικών υποχρεώσεών της. Εάν ο ενάγων απασχολούσε τρίτο πρόσωπο, θα του κατέβαλε το ποσό των τριάντα πέντε (35) ευρώ ημερησίως, το οποίο καταβάλλεται συνήθως σε ανάλογες περιπτώσεις για την προσφορά ίδίων υπηρεσιών, για δώδεκα (12) – κατά μέσο όρο – ώρες ημερησίως.  Συνεπώς ο ενάγων δικαιούται για την ανωτέρω αιτία, κατ’άρθρο 930 παρ.3 ΑΚ, το ποσό των (35 ευρώ χ 92 ημέρες =) 3.220 ευρώ, παρά το γεγονός ότι δεν υποβλήθηκε πράγματι σε τέτοια δαπάνη, δεδομένου ότι οι ανωτέρω παρασχεθείσες υπηρεσίες της συντρόφου του δεν δόθηκαν προς αποτροπή της σχετικής υποχρέωσης των αντιδίκων του, η δε προσφορά αυτή των υπηρεσιών δεν μπορεί να οδηγήσει σε ωφέλεια των υπόχρεων εναγομένων και σε αποφυγή καταβολής από αυτούς της σχετικής αποζημίωσης στον ενάγοντα (Μον.Εφ.Αθ.1205/2024, Μον.Εφ.Αθ.1187/2014, ο.π ).  Τα ανωτέρω ποσά δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης ή αντέφεσης από τους διαδίκους. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εξερχόμενος από το νοσοκομείο έλαβε οδηγίες από τον θεράποντα ιατρό του για λήψη βελτιωμένης διατροφής, ούτε οι προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. κάνουν μνεία για λήψη ιδιαίτερης διατροφής, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό κονδύλιο, κρίση η οποία δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης ή αντέφεσης από τους διαδίκους. Άλλωστε, στις σύγχρονες συνθήκες διαβιώσεως η καθημερινή διατροφή του μέσου ανθρώπου είναι ήδη εμπλουτισμένη με θρεπτικά συστατικά (βιταμίνες, πρωτεΐνες, αμινοξέα μέταλλα, ιχνοστοιχεία κλπ), ώστε να μην παρίσταται ανάγκη περαιτέρω βελτιώσεώς της (Μον.Εφ.Πειρ. 42/2024, δημ. ΝΟΜΟΣ, με παραπομπή σε ΜονΕφΑθ. 3719/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου και περαιτέρω σχετικές παραπομπές στη νμλγ). Επίσης αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, στις 10-11-2020 εισήλθε στην Κεντρική Κλινική Αθηνών όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση αρθροσκοπικής αποκατάστασης χόνδρινης βλάβης αστραγάλου, αφαίρεσης οστεοφύτου και αφαίρεσης των υλικών οστεοσύνθεσης, παρέμεινε δε νοσηλευόμενος έως την 11-11-2020 (βλ. σχετ. από 11-11-2020 εξιτήριο της ανωτέρω Κλινικής). Για την ανωτέρω επέμβαση ο ενάγων κατέβαλε, μεταξύ άλλων, το ποσό των 4.000 ευρώ για αμοιβή του ιατρού – ορθοπεδικού ………. (βλ. σχετ. υπ’αριθ. ………/11-11-2020 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ανωτέρω ιατρού). Οι εναγόμενοι με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με εσφαλμένο σκεπτικό, απέρριψε τον προβληθέντα με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών τους, ισχυρισμό, με τον οποίο αμφισβήτησαν την αποδεικτική αξία της ανωτέρω απόδειξης παροχής υπηρεσιών, επικαλούμενοι ότι αντιπροσωπεύει πλασματική, δηλαδή ανύπαρκτη αμοιβή, για το λόγο ότι στην υπ’αριθ. Β/………/11-11-2020 απόδειξη παροχής υπηρεσιών της Κεντρικής Κλινικής Αθηνών περιλαμβάνεται ήδη κονδύλιο αμοιβής  ιατρού – ορθοπεδικού ύψους 1.000 ευρώ. H ανωτέρω απόδειξη, η οποία συνιστά ενυπόγραφο ιδιωτικό έγγραφο, παράγει, εφόσον δεν αμφισβητείται η γνησιότητα της υπογραφής, αμάχητο τεκμήριο περί της γνησιότητας του υπερκείμενου της υπογραφής και καλυπτόμενου  από αυτήν περιεχομένου του εγγράφου, το οποίο (στην περίπτωση αυτή της ως άνω αναγνώρισης της γνησιότητας της υπογραφής ή της απόδειξης αυτής, εφόσον αμφισβητηθεί) ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (άρθ. 457§§2-3, βλ. σχετ.ΑΠ 614/2022, δημ. στην ιστοσελίδα Αρείου Πάγου www.areiospagos.gr). Δεδομένου ότι, στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι αμφισβητούν μεν την αποδεικτική αξία της εν λόγω απόδειξης, επιφυλασσόμενοι των νομίμων δικαιωμάτων τους, χωρίς ωστόσο να την προσβάλουν ως πλαστή, αυτή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, απολαμβάνει της αποδεικτικής αξίας που της προσδίδει ο νόμος, και λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης. Συνεπώς ο τέταρτος λόγος της έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, το κόστος της χειρουργικής επέμβασης του ενάγοντος ανήλθε στο ποσό των 6.870,46 ευρώ, επιδικαζόμενου ωστόσο του ποσού των 6.748,90 ευρώ, κονδύλιο το οποίο δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης ή αντέφεσης από τους διαδίκους. Επίσης με την εκκαλουμένη επιδικάστηκαν στον ενάγοντα α) το ποσό των 2.000 ευρώ για σαράντα (40) φυσικοθεραπείες με τον Φυσικοθεραπευτή ……….., β) το ποσό των 600 ευρώ για προμήθεια ειδικών ορθοδοτικών πάτων βάδισης, τους οποίους θα φορά για τα επόμενα δύο έτη (300 ευρώ χ 2 έτη) και γ) το ποσό των 2.400 ευρώ για θεραπεία με εγχύσεις PRP (Platelet rich plasma) σε συνδυασμό με υαλουρονικό νάτριο ύψους 600 ευρώ ανά εξάμηνο για δύο έτη (600 ευρώ χ 4 εξάμηνα). Ολα τα ανωτέρω ποσά δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης ή αντέφεσης από τους διαδίκους. Εξαιτίας της ανωτέρω χειρουργικής επέμβασης, ο ενάγων χρειάστηκε, μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, κατ’οίκον φροντίδα για ένα μήνα, που του παρείχε η σύντροφός του ……….., στην οποία κατέβαλε πράγματι το ποσό των 600 ευρώ (βλ. σχετ. απόδειξη της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος – σχετ. 50). Η συνδρομή της ανωτέρω θεραπενίδος ήταν αναγκαία για την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών του ενάγοντος (ατομική καθαριότητα και οικίας, αγορά προϊόντων, μαγείρεμα κλπ), ο οποίος, προκειμένου να αναρρώσει πλήρως και να αποκατασταθεί η υγεία του, έλαβε αναρρωτική άδεια τριών (3) μηνών (βλ. σχετ. από 11-11-2020 εξιτήριο της Κεντρικής Κλινικής Αθηνών). Ενόψει αυτών, ο τέταρτος λόγος της έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, λόγω του ανωτέρω τραυματισμού του και της ψυχικής ταραχής και της ταλαιπωρίας που δοκίμασε ο ενάγων, εκτός από την περιουσιακή ζημία, υπέστη και ηθική βλάβη, για την ικανοποίηση της οποίας, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη του, το είδος, την έκταση και τη σοβαρότητα του κατά τα ανωτέρω τραυματισμού του, τις προαναφερθείσες συνθήκες επελεύσεως του ατυχήματος, το βαθμό του πταίσματος και την ευθύνη του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, προστηθέντων της πρώτης εναγομένης, καθώς και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών, κρίνει με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής ότι αυτός δικαιούται ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 15.000 ευρώ, το οποίο είναι εύλογο (άρθρο 932 του ΑΚ) και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2,9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ), όπως αυτή (η αρχή) εξειδικεύεται με την διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην υπό στοιχ. ΙΙΙ νομική σκέψη. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση επίσης έκρινε ότι το εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης που δικαιούται ο ενάγων για την ηθική βλάβη που υπέστη, ανέρχεται στο ίδιο ως άνω ποσό (15.000 ευρώ), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προμνημονευόμενες διατάξεις, συνεκτιμώντας και αξιολογώντας επιμελώς όλα ανεξαιρέτως τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους με τις έγγραφες προτάσεις τους αποδεικτικά μέσα, μη υποπίπτοντας σε καμία πλημμέλεια σχετικά με τις αποδείξεις και, κατά συνέπεια, όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι διάδικοι και δη οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με τον τρίτο λόγο της έφεσης, κατά δεύτερο σκέλος αυτού και ο αντεκκαλών – ενάγων με τον μοναδικό λόγο της αντέφεσής του, κρίνονται απορριπτέα στο σύνολό τους ως ουσιαστικά αβάσιμα.

ΙV. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 682 και 695 του ΚΠολΔ, η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, που διατάσσονται σε επείγουσες περιπτώσεις ή επικείμενου κινδύνου για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης, ισχύει προσωρινά και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση, ανακαλείται δε εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 696, 697 (δυνητική) και 698 (υποχρεωτική) του ΚΠολΔ. Η ανάκληση, αναφέρεται στη νομιμότητα διατήρησης του διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου και όχι στη νομιμότητα εκδόσεως του, δεν συνιστά ένδικο μέσο, αλλά ένδικο βοήθημα και γι` αυτό δεν ενεργεί αναδρομικά αλλά ex nunc (βλ. ΑΠολ 497/78 ΝοΒ 1978. 668, ΕφΑΘ 4309/92 Δνη 1993. 388, Τζίφρας Ασφ. Μετρ. 1985, 82, Νικολόπουλος, Η ανάκληση των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων 1997, 63-73). Ειδικότερα επί προσωρινής επιδίκασης απαιτήσεων (ΚΠολΔ728), η απόφαση που επιδικάζει προσωρινά την απαίτηση ή μεταρρυθμίζει προσωρινά τη σχετική απόφαση, παύει αυτοδικαίως να ισχύει α) αν μέσα σε τριάντα ημέρες από τη δημοσίευση της εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η προσωρινή επιδίκαση ή μεταρρύθμιση δεν ασκήσει αγωγή για την απαίτηση που επιδικάσθηκε ή για τη μεταρρύθμιση της απόφασης (ΚΠολΔ 729 παρ. 5) και β) αν δημοσιευθεί οριστική απόφαση για την ουσία της κύριας υπόθεσης (ΚΠολΔ 730 παρ. 1). Συνεπώς, η τυχόν καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού, που έγινε από τον οφειλέτη στο δανειστή σε εκτέλεση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία επιδικάστηκε προσωρινή απαίτηση εκ των αναφερομένων στο άρθρο 728 ΚΠολΔ, δεν μπορεί να προταθεί από αυτόν (οφειλέτη) στη δίκη που αφορά στην κύρια υπόθεση ως αποσβεστικός λόγος της οφειλής του, διότι η διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ εφαρμόζεται μόνο επί οικειοθελούς παροχής του οφειλέτη (βλ. Ι. Χαμηλοθώρης Ασφ. Μετρ. εκδ. 2010, σελ.291, πρβλ. Κρητικός, Αποζημίωση από τροχαία ατυχήματα, εκδ. 1998, § 2744, σελ. 909). Εξάλλου, εάν ο αιτών κερδίσει την κύρια δίκη, τυχόν καταβολές που έχουν γίνει προς αυτόν από τον καθ` ου θεωρούνται ως προκαταβολές έναντι της οριστικής επιδίκασης απαίτησης και πρέπει, κατά την ορθότερη γνώμη, να προαφαιρούνται κατά την εκτέλεση (ΕφΑΘ 3854/09 Δνη 2009. 196, ΕφΔωδ 329/06 Νόμος, ΕφΑΘ 8240/03 Δνη 2004. 1459, ΕφΑΘ 7548/02 Δνη 2003. 800, ΕφΑΘ 5949/01 Δνη 2002. 1442), ενώ το σχετικό αίτημα μπορεί να υποβληθεί στο δικαστήριο της κύριας δίκης (βλ. Τριανταφυλλίδης, Ασφ. Μετρ., Προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεως Δνη 1983. 934 επ.). Δηλαδή στην περίπτωση που επιδικάζεται προσωρινά απαίτηση με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και επακολουθήσει κανονικά έγερση τακτικής αγωγής για την υπόθεση και γίνει δεκτή ως κατ` ουσία βάσιμη, αν τυχόν έχει καταβληθεί ποσό στον αιτούντα, σε εκτέλεση της αποφάσεως των ασφαλιστικών μέτρων περί προσωρινής επιδίκασης, είναι φανερό ότι το ποσό που καταβλήθηκε προσωρινά, αποτελεί προκαταβολή της αποζημίωσης, η οποία ακολούθως του επιδικάζεται και ότι το ποσό που καταβλήθηκε δεν συμψηφίζεται με το επιδικαζόμενο στην κυρία δίκη, αλλά καταλογίζεται στην εκτέλεση (Εφ. Λαρ. 50/2013, δημ. ΝΟΜΟΣ). Συμφώνως προς τα ανωτέρω, η ένσταση της μερικής εξόφλησης της ένδικης απαίτησης, δια της καταβολής του επιδικασθέντος προσωρινά, δυνάμει της υπ’αριθ. 1365/2020 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, ποσού των 16.000 ευρώ, που προέβαλαν οι εκκαλούντες – εναγόμενοι πρωτοδίκως (κατ’εκτίμηση του σχετικού ισχυρισμού τους που περιέχεται στις προτάσεις τους και υποστηρίζεται με την επίκληση και προσκόμιση της από 27-10-2020 εξοφλητικής απόδειξης) και επαναφέρουν με το δεύτερο λόγο της έφεσης τους, είναι μη νόμιμη, διότι τυχόν καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού, που έγινε από τον οφειλέτη στο δανειστή σε εκτέλεση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, δεν μπορεί να προταθεί από αυτόν (οφειλέτη) στη δίκη που αφορά στην κύρια υπόθεση ως αποσβεστικός λόγος της οφειλής του, διότι η διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ εφαρμόζεται μόνο επί οικειοθελούς παροχής του οφειλέτη, οι δε καταβολές που έχουν γίνει προς τον εφεσίβλητο – ενάγοντα από αυτούς (εκκαλούντες – εναγομένους) θεωρούνται ως προκαταβολές έναντι της οριστικής επιδίκασης απαίτησης και πρέπει να προαφαιρεθούν κατά την εκτέλεση, απορριπτόμενου ως νόμω αβάσιμου του σχετικού λόγου εφέσεως. Κατόπιν τούτου, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει η κρινόμενη έφεση και η αντέφεση να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες και να διαταχθεί η εισαγωγή του υπ’ αριθ. ………./2022 ηλεκτρονικού παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η αρχική παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012 και αναριθμήθηκε σε παρ. 3 με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015, ισχύοντος από 1.1.2016, και εν συνεχεία τροποποιήθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016). Τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθέντων εκκαλούντων, ενώ τα δικαστικά έξοδα των αντεφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του ηττηθέντος αντεκκαλούντος (άρθρα 191 παρ. 2, 176 παρ. 1 και 178 παρ. 2, 183, 189 παρ. 1ΚΠολΔικ, ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 08-11-2022 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./14-11-2022) έφεση και την από 04-07-2024 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/04-07-2024) αντέφεση, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 1904/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και την αντέφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση και την αντέφεση κατ΄ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του υπ.’ αριθ. ………../2022 παραβόλου της έφεσης  στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων, τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του αντεκκαλούντος, τα δικαστικά έξοδα των αντεφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους στις 15 Νοεμβρίου 2024.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ