ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 577 /2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας……….. δι’αυτήν ατομικά και ως ασκούσης τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της …….. θυγατρός ………., κατοίκου ομοίως ως άνω, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Μπουλούκο (ΑΜ ΔΣΑ ………), που κατέθεσε την από 22-10-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Των εφεσιβλήτων: 1) Της ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία <<……….>> (……), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Κοθρή (ΑΜ ΔΣΑ …………) και 2) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<………>> που εδρεύει στο Ελληνικό Αττικής, οδός ………. με ΑΦΜ ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μάρκο Δάρα (ΑΜ ΔΣΑ ………).
Η εκκαλούσα, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δι’ αυτήν ατομικά και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας της ………, σε βάρος των εναγομένων, την από 14.04.2021 (με γεν.αριθ.κατάθ. …/2021 και αριθ.καταθ. δικογρ. …./2021) αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 3378/2022 απόφαση, με την οποία παρέπεμψε την ανωτέρω αγωγή και την ασκηθείσα από την δεύτερη εναγομένη, από 12.05.2021 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2021) ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή, στο αρμόδιο τμήμα εργατικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς προκειμένου να συζητηθούν κατά την προσήκουσα διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών. Με την από 26-01-2023 και υπ’αριθ. κατάθ. ……../2023 κλήση, η ενάγουσα επανέφερε προς συζήτηση την ως άνω αγωγή της. Επίσης η δεύτερη εναγομένη, με την από 15-05-2023 και υπ’αριθ.κατάθ. ………./2023 κλήση, επανέφερε προς συζήτηση την ανωτέρω ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή. Το Δικαστήριο εκείνο, συνεκδικάζοντας την αγωγή και την ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή, κατ’αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την υπ’αριθ. 173/2024 οριστική απόφαση, με την οποία απέρριψε αυτές και καταδίκασε α) την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων και β) την παρεμπιπτόντως ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της παρεμπιπτόντως εναγομένης.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 06-02-2024 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/14-02-2024 και ειδ.αριθ.καταθ. ../14-02-2024 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./14-02-2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …/14-02-2024) έφεση, την οποία άσκησε δι’αυτήν ατομικά και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας της …… ……, η οποία (έφεση) προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’αριθ. 173/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του δικογράφου της, στις 14-02-2024, στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, εντός της γνήσιας προθεσμίας των τριάντα [30] ημερών, η οποία άρχεται από την επομένη της επίδοσης της εκκαλουμένης [άρθρα 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 518 ισχύει, λόγω του χρόνου άσκησής της, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 σε συνδ. με άρθρο 1 του ένατου άρθρου παρ. 4 του Ν. 4335/2015], καθόσον, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας η δεύτερη εναγομένη – ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, επέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση στην ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, στις 24-01-2024 (βλ. την από 24-01-2024 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή …………., επί του σώματος της εκκαλουμένης, νομίμως προσκομιζόμενης με επίκληση από την εκκαλούσα). Πρέπει συνεπώς η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρ. 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρ. 522, 524 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό ……../2024, έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου.
Η ενάγουσα, στην προαναφερθείσα αγωγή της, που άσκησε ατομικά και για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας της ……, εξέθετε ότι ο σύζυγός της και πατέρας του ανηλίκου τέκνου της, συνήψε με την πρώτη εναγομένη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού τουριστικού πλοίου Η, την από 1.12.2019 σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, στο πλαίσιο της οποίας ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, προκειμένου να εργασθεί σε αυτό με την ειδικότητα του Πλοιάρχου, για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών, ήτοι από 1.12.2019 έως 30.11.2020, έναντι μηνιαίου ακαθάριστου μισθού 3.823 ευρώ. Οτι την 11.11.2020 και ενώ το πλοίο είχε ναυλωθεί στην δεύτερη εναγομένη, για το χρονικό διάστημα από 9.3.2019 έως 9.3.2021, η οποία είχε ασφαλίσει το πλήρωμα του πλοίου για την περίπτωση θανάτου, ατυχήματος ή ασθένειας, ο συγγενής τους, αφού ολοκλήρωσε την εργασία του επί του πλοίου, που ήταν πρυμνοδετημένο στη Μαρίνα Αλίμου και ξεκίνησε κατερχόμενος, μόλις πάτησε στην αποβάθρα έμπροσθεν του πλοίου, έπεσε αναίσθητος στο έδαφος. Οτι μεταφέρθηκε, με όχημα του ΕΚΑΒ, στο <<ΤΖΑΝΕΙΟ>> νοσοκομείο, όπου απεβίωσε την 15.35 της ίδιας ημέρας, του θανάτου του οφειλομένου στην προσβολή του από τον ιό SARS – COV -2 (κορωνοϊός 2019), από τον οποίο προκλήθηκε καρδιοαναπνευστική ανακοπή λόγω θρομβώσεων στην κυκλοφορία του αίματος. Οτι οι εναγόμενες ευθύνονται για το θάνατο του συγγενούς τους, ο οποίος συνιστά εργατικό ατύχημα, διότι δεν είχαν επιβάλει, άλλως παρέλειψαν υπαιτίως ως εργοδότριες, την υποχρεωτική λήψη μέτρων προστασίας και διενέργειας προληπτικού. τακτικού ελέγχου διάγνωσης SARS – COV -2 στο πλήρωμα του πλοίου, δεδομένης της ιδιαιτερότητας της εργασίας του και των πολλαπλών επαφών με επιβάτες και αρχές των λιμένων προσέγγισης του πλοίου κατά τους πλόες του στη Μεσόγειο. Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν νομότυπης τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις προτάσεις της, η ενάγουσα ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατο του συγγενούς τους α) το ποσό των 70.000 ευρώ στην ανήλικη θυγατέρα του, β) το ποσό των 40.000 ευρώ στην ίδια (ενάγουσα σύζυγό του) καθώς και το ποσό των 40.000 ευρώ ως ασφαλιστική αποζημίωση κατά το λόγο της εξ αδιαθέτου κληρονομικής μερίδας εκάστης αυτών στην κληρονομία του αποβιώσαντος, ήτοι κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου στην ανήλικη θυγατέρα του και κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου στην ενάγουσα συζυγό του, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την 12.11.2020, ήτοι την επομένη της επελεύσεως του θανάτου, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Επίσης ζητούσαν να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.
Επί της άνω αγωγής, η οποία συνεκδικάστηκε με την ασκηθείσα, από την δεύτερη εναγομένη, από 12.05.2021 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2021) ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή, το Δικαστήριο εξέδωσε αρχικά την υπ’αριθ. 3378/2022 απόφαση, με την οποία παρέπεμψε αυτές στο αρμόδιο τμήμα εργατικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς προκειμένου να συζητηθούν κατά την προσήκουσα διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών και ακολούθως, μετά τη γενομένη συζήτηση, την υπ’αριθ. 173/2024 οριστική απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη και την ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή, ως αλυσιτελή λόγω ελλείψεως αντικειμένου.
Κατά της άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεση, ζητώντας, για τον αναφερόμενο σε αυτήν λόγο, που ανάγεται, στο σύνολό του και κατά τα επιμέρους σκέλη αυτού, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή της έφεσής της και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, με σκοπό να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή.
Ι. Στις διατάξεις των άρθρων 1 και 14 του ν. 4256/2014 «Τουριστικά πλοία και άλλες διατάξεις …» (Α΄ 22), όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση και συμπλήρωση του άρθρου 14 με τις διατάξεις του άρθρου 55 παρ. 2 περ. στ΄ και ζ΄ και της παραγράφου 3 περ. β΄ του ν. 4276/2014 (Α΄ 155), ορίζονται τα εξής: Άρθρο 1 – Ορισμοί «1.Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, οι όροι που χρησιμοποιούνται έχουν την ακόλουθη έννοια: α. Πλοίο αναψυχής: είναι κάθε σκάφος ολικού μήκους άνω των επτά (7) μέτρων ιστιοφόρο ή μηχανοκίνητο, το οποίο μπορεί από τη γενική κατασκευή του να χρησιμοποιείται για την εκτέλεση ταξιδιών αναψυχής. β. …, γ. …, δ. …, ε. Ιδιωτικό πλοίο αναψυχής: είναι το πλοίο αναψυχής το οποίο δεν είναι επαγγελματικό. στ. Μικρό σκάφος: είναι κάθε σκάφος ολικού μήκους έως και επτά (7) μέτρων, ιστιοφόρο ή μηχανοκίνητο. ζ. Επαγγελματικό Τουριστικό Ημερόπλοιο: είναι το μικρό σκάφος ή το πλοίο αναψυχής ή το επιβατηγό τουριστικό πλοίο, το οποίο εκτελεί ημερήσιο θαλάσσιο ταξίδι, όπως ορίζεται στο άρθρο 12. ….. Άρθρο 14 – Αντικείμενο – Τελικές διατάξεις 1.α. … 4.α. Η μετακίνηση και κυκλοφορία των πλοίων αναψυχής, «και των επαγγελματικών τουριστικών ημερόπλοιων του Πρώτου Μέρους» του παρόντος νόμου, καθώς και των μικρών σκαφών ή άλλων θαλάσσιων μέσων αναψυχής τα οποία θεωρούνται ταχύπλοα, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς λιμένα, επιτρέπεται μόνον αν αυτά είναι ασφαλισμένα. Ειδικότερα: αα. Πλοία με ολική χωρητικότητα ίση ή μεγαλύτερη των 300 gt υποχρεούνται να διαθέτουν ασφάλιση σε ισχύ, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 6/2012 (Α` 7). ββ. Πλοία με ολική χωρητικότητα μικρότερη των 300 gt υποχρεούνται να είναι ασφαλισμένα για: ί) Αστική ευθύνη για σωματικές βλάβες ή θάνατο επιβαινόντων και τρίτων από πρόσκρουση, σύγκρουση, ναυάγιο ή οποιαδήποτε άλλη αιτία. Το ασφαλιστικό ποσό καθορίζεται σε πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ ανά «πρόσωπο» και δεν μπορεί να είναι κατώτερο από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ ανά συμβάν. ιι) Αστική ευθύνη για υλικές ζημίες επιβαινόντων και τρίτων από πρόσκρουση, σύγκρουση, ναυάγιο ή οποιαδήποτε άλλη αιτία. Το ασφαλιστικό ποσό καθορίζεται σε εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ. ………. 7. Στις διατάξεις των άρθρων 1, 2 3, 4, 5 και 6 του π.δ. 6/2012 «Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2009/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 σχετικά με την ασφάλιση των πλοιοκτητών για ναυτικές απαιτήσεις» (Α΄ 7) ορίζονται τα εξής: «Άρθρο 1 Σκοπός (άρθρο 1 της Οδηγίας) Σκοπός του παρόντος είναι η προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2009/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 και ο καθορισμός των κανόνων που εφαρμόζονται ως προς ορισμένες πτυχές των υποχρεώσεων των πλοιοκτητών σε θέματα ασφάλισής τους για ναυτικές απαιτήσεις. Άρθρο 2 Πεδίο Εφαρμογής (άρθρο 2 της Οδηγίας) 1. Το παρόν εφαρμόζεται στα πλοία με ολική χωρητικότητα ίση ή μεγαλύτερη των 300 «Ο.Χ.» (“gross tonnage”)………………..Άρθρο 6 Πιστοποιητικά ασφάλισης (άρθρο 6 της Οδηγίας) 1. Η ύπαρξη της αναφερόμενης στο άρθρο 4 ασφάλισης αποδεικνύεται από ένα ή περισσότερα Πιστοποιητικά, που έχουν εκδοθεί από τον πάροχό της και φέρονται επί του πλοίου.» Από τις προαναφερθείσες διατάξεις, ερμηνευόμενες αυτοτελώς αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, ενόψει και όλου του νομικού πλαισίου, εντός του οποίου εντάσσονται και του σκοπού που εξυπηρετούν, συνάγονται τα ακόλουθα: Με το νόμο 4256/2014 (Α΄ 92) επιδιώκεται η συνολική αναμόρφωση του πλαισίου δραστηριοποίησης των τουριστικών πλοίων, ώστε να αξιοποιηθεί το συγκριτικό πλεονέκτημα που προσφέρουν στη χώρα μας το φυσικό κάλλος της σε συνδυασμό με την ιστορία και τον πολιτισμό της (βλ. Αιτιολογική έκθεση του ν. 4256/2014). Για την υλοποίηση του σκοπού αυτού καθιερώνεται, μεταξύ άλλων, με τις διατάξεις της παραγράφου 4α του άρθρου 14 του ν. 4256/2014, πλαίσιο υποχρεώσεων σχετικά με την ασφάλιση για αστική ευθύνη των πλοίων αναψυχής και των τουριστικών επαγγελματικών ημερόπλοιων, καθώς και μικρών σκαφών ή άλλων θαλάσσιων μέσων αναψυχής τα οποία θεωρούνται ταχύπλοα, κατά την μετακίνηση και κυκλοφορία τους, με κριτήριο την ολική τους χωρητικότητα. Ειδικότερα, με τις εν λόγω διατάξεις, και προς εναρμόνιση με τα ισχύοντα στη θαλάσσια μεταφορά, προβλέπεται ότι πλοία ολικής χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 300 gt έχουν την υποχρέωση να διαθέτουν ασφάλιση σε ισχύ, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του π.δ. 6/2012 (Α΄ 7), ενώ πλοία ολικής χωρητικότητας μικρότερης των 300 gt υποχρεούνται να είναι ασφαλισμένα για : (ι) Αστική ευθύνη, για σωματικές βλάβες ή θάνατο επιβαινόντων και τρίτων από πρόσκρουση, σύγκρουση, ναυάγιο ή οποιαδήποτε άλλη αιτία, με ασφαλιστικό ποσό ύψους 50.000 ευρώ ανά «πρόσωπο» και όχι μικρότερο των 500.000 ευρώ ανά συμβάν. (ιι) Αστική ευθύνη, για υλικές ζημίες επιβαινόντων και τρίτων από πρόσκρουση, σύγκρουση, ναυάγιο ή οποιαδήποτε άλλη αιτία, με ασφαλιστικό ποσό ύψους 150.000 ευρώ. Εξ άλλου, η θαλάσσια μεταφορά και, ειδικότερα, η ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 (ΕΕ L 131, 6. 24), ο οποίος ενσωματώνει στο ενωσιακό δίκαιο το πρωτόκολλο του 2002 και τη Σύμβαση των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους. Με τις διατάξεις δε του π.δ. 6/2012, στο οποίο άλλωστε παραπέμπει η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του ν. 4256/2014 και με το οποίο ενσωματώθηκε στο εσωτερικό δίκαιο η Οδηγία 2009/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009, καθιερώνεται πλαίσιο υποχρεώσεων όλων των φορέων εκμετάλλευσης εμπορικών πλοίων, που αποσκοπεί στη διασφάλιση μιας κατ΄ ελάχιστον απαιτουμένης ασφαλιστικής κάλυψής τους έναντι ναυτικών απαιτήσεων που δημιουργούνται σε βάρος τους. Το πλαίσιο αυτό εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση, εφόσον συγκεκριμένος φορέας εκμετάλλευσης δεν υπάγεται σε ειδικότερο καθεστώς ασφάλισης για τις ως άνω απαιτήσεις σε βάρος του (ΣτΕ 1855/2013). Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2009/20 και του ως άνω π.δ. 6/2012 υπάγονται, με την επιφύλαξη της εφαρμογής τυχόν ειδικοτέρων και πλέον αυστηρών καθεστώτων ασφάλισης, όλα ανεξαιρέτως τα εμπορικά πλοία, με ελληνική σημαία, που εκτελούν θαλάσσιους πλόες, οπουδήποτε και αν δραστηριοποιούνται, καθώς και τα υπό ξένη σημαία πλοία υπό τους όρους του άρθρου 4 παρ. 2 του ως άνω προεδρικού διατάγματος, υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα ανωτέρω πλοία έχουν ελάχιστη χωρητικότητα ίση προς 300 μονάδες «ολικής χωρητικότητας» και δεν ανήκουν σε κάποια από τις κατηγορίες πλοίων που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του ίδιου προεδρικού διατάγματος (ήτοι στα πολεμικά και βοηθητικά πολεμικά πλοία, καθώς και σε άλλα κρατικά ή υπό κρατική εκμετάλλευση πλοία που χρησιμοποιούνται για την παροχή δημόσιας μη εμπορικής υπηρεσίας). Η ασφάλιση μπορεί να διαρκεί για ένα προσδιορισμένο στο ασφαλιστήριο χρονικό διάστημα (κατά χρόνο ασφάλιση) ή για ένα ταξίδι (κατά πλου) ενώ η υποχρεωτική αυτή ασφαλιστική κάλυψη, που προσδιορίζεται στην ως άνω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4α του ν. 4256/2014, επεκτείνεται προφανώς και στις περιπτώσεις που τα σκάφη είναι ελλιμενισμένα προσωρινά είτε στον αφετήριο λιμένα, προς επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών, είτε σε ενδιάμεσους λιμένες ή όρμους στους οποίους προσεγγίζουν στα πλαίσια της κατά προορισμό δραστηριοποίησής τους (βλ. σχετ. Γνωμοδότηση ΝΣΚ 102/2019, δημ. Νόμος)
ΙΙ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2496/19971 “Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση ….”, με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συμβαλλόμενο της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτον, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του (ασφαλιστική περίπτωση), κατά δε τη διάταξη του άρθρου 25 του ίδιου νόμου, η ασφάλιση αστικής ευθύνης περιλαμβάνει τις δαπάνες, που προέρχονται άμεσα από την απόκρουση και ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλήψεις του για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη, και, τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 του αυτού νόμου, όταν η ασφάλιση αστικής ευθύνης είναι κατά νόμο υποχρεωτική, ο τρίτος έχει ευθεία αξίωση και πέρα από τα ασφαλιστικό ποσό, μέχρι το όριο για το οποίο η ασφάλιση είναι υποχρεωτική. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι επί προαιρετικής ασφαλίσεως, όπως είναι αυτή της αστικής ευθύνης για την περίπτωση ατυχήματος κατά την εκτέλεση ενός δημόσιου ή ιδιωτικού έργου, ο ζημιωθείς τρίτος δεν έχει ευθεία αξίωση έναντι του ασφαλιστή παρά μόνο κατά του λήπτη της ασφαλίσεως από τις υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις του οποίου γεννήθηκαν οι αξιώσεις του. Ο τρίτος μπορεί να στραφεί κατά του ασφαλιστή μόνο πλαγιαστικώς, καθώς και στην περίπτωση που οι ιδιότητες ασφαλισμένου και λήπτη της ασφαλίσεως συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο αλλά η ασφάλιση συνάπτεται για λογαριασμό άλλου, οπότε πρόκειται για γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (άρθρ. 410 επ. του ΑΚ) (σχετ. ΑΠ 441/2010, δημ.ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Επίσης κατά την έννοια του άρθρου 1 ν. 551/1915 που ισχύει και επί ναυτικής εργασίας, κατ` άρθρο 2 του ίδιου νόμου και 66§ 2 Κ.Ι.Ν.Δ (ν. 3816/1958), ως ατύχημα από βίαιο συμβάν που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της κάτω από τις δεδομένες περιστάσεις (ΑΠ 1072/2018, ΑΠ 1616/2003 Επ.Εργ.Δ 2004, 623, Εφ.Πειρ. 109/2019, ΕΝΔ 2019, 112). Ατύχημα από συμβάν κατά την ως άνω έννοια θεωρείται και η ασθένεια που προκλήθηκε στον παθόντα ναυτικό, όχι από βαθμιαία εξασθένηση του οργανισμού του λόγω του είδους και τη φύσης της αναληφθείσας απ` αυτόν εργασίας και των σύμφυτων με αυτήν δυσμενών όρων παροχής της, αλλά λόγω της (στη δεδομένη περίπτωση) επέλευσης αυτής κάτω από εντελώς εξαιρετικές και μη κανονικές συνθήκες, οι οποίες υπήρξαν και η κύρια αφορμή, από την οποία εκδηλώθηκε ή αναπτύχθηκε ή και επιδεινώθηκε η ασθένεια (ΑΠ 1690/2013, ΕΝΔ 2013, 813, Εφ.Πειρ. 94/2009, ΕΝΔ 2009, 188, Μ.Εφ.Πειρ. 102/2015, ΕλλΔνη 2015, 1726). Περαιτέρω, ως ατύχημα, το οποίο επήλθε εξ αφορμής της εργασίας, θεωρείται, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις και εκείνο που δεν αποτελεί άμεση συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας, συνδέεται όμως με αυτήν αιτιωδώς, όπως η μετά την εκδήλωση της νόσου εξακολούθηση της παραμονής του ναυτικού στο πλοίο, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, χωρίς όμως να παρέχεται σ` αυτόν η προσήκουσα ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και μάλιστα από οποιαδήποτε αιτία, εάν η παράλειψη αυτή, ως πρόσφορη αιτία, επέφερε την επιδείνωση της υπάρχουσας ασθένειας του, η οποία διαφορετικά, με την παροχή της δέουσας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, τόσο με την μορφή της άμεσης, άλλως έγκαιρης, έναρξης της προσήκουσας θεραπευτικής αγωγής, θα ήταν δυνατόν, εν όψει των συγχρόνων ιατρικών μεθόδων και μεσών, να αποφευχθεί ή να περιοριστούν οι συνέπειες της (ΑΠ 1014/2003, ΕλλΔνη 2004, 151), καθ’ όσον η εξακολούθηση της ίδιας εργασίας μετά την εξασθένιση των δυνάμεων του εργαζομένου δημιουργεί συνθήκες που, αν και προηγουμένως ήταν κανονικές, γίνονται μετά τον κλονισμό της υγείας του ασυνήθιστες και εξαιρετικές (σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 288 και 662 ΑΚ, που επιβάλλουν στον εργοδότη να εκπληρώνει τις συμβατικές υποχρεώσεις του, όπως απαιτεί η καλή πίστη και ιδιαίτερα να ρυθμίζει την εργασία κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του μισθωτού), με την προϋπόθεση, όμως, ότι ο εργοδότης γνωρίζει τον κλονισμό της υγείας του και τον κίνδυνο που ενέχει για τον μισθωτό η συνέχιση της εργασίας του (Eφ. Πειρ 482/2008, ΕΝΔ 2008, 401, Εφ.Πειρ. 352/2007, ΕΝΔ 2007, 312, Κοροτζής Ι. Ναυτικό Δίκαιο, τ.1ος, σελ. 354). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 του ΑΚ, πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του, ή όταν έλαβε χώρα, σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να ασκήσει μόνο την αγωγή από τον ν. 551/1915. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικά προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη αυτής (ασφαλείας των εργαζομένων). Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτουμένη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (με αναφορα σε Ολ.ΑΠ 26/1995 ΕλλΔνη 1996, 38, ΑΠ 274/2000 ΕλλΔνη 2000, 1342, Μ.Εφ.Πειρ. 109/2019, ΕΝΔ 2019,112, Μον.Εφ.Πειρ. 20/2023, δημ. Νόμος).
IV. Περαιτέρω από τις διατάξεις των αρ. 105 και 106 ΚΙΝΔ προκύπτει, ότι ο Κώδικας διακρίνει τρία πρόσωπα, των οποίων το ενδιαφέρον αναφέρεται στο πλοίο και ειδικότερα στο πλοίο που ενεργεί ναυτιλιακές «επί κέρδει» εργασίες: 1) τον κύριο του πλοίου, που απλώς έχει την κυριότητα, χωρίς συγχρόνως και να εκμεταλλεύεται το πλοίο, 2) τον πλοιοκτήτη, στο πρόσωπο του οποίου συμπίπτουν κυριότητα και εκμετάλλευση του πλοίου και 3) τον εφοπλιστή, δηλαδή εκείνον, που εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του πλοίο, που ανήκει σε άλλον (ΑΠ 48/1988). Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται είτε σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική πάντως προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί όντως για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις ο εφοπλιστής οφείλει να δηλώσει στη λιμενική αρχή του τόπου νηολόγησης από κοινού με τον κύριο του πλοίου, ότι ο πρώτος θα εκμεταλλεύεται τούτο για δικό του λογαριασμό. Εάν δεν γίνει η δήλωση αυτή, παράγεται μαχητό τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, ότι δηλαδή είναι πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο όμως αυτό είναι, όπως προαναφέρθηκε, μαχητό και δύναται να αποκρουσθεί από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον, αν αυτός αποδείξει την εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτον. Είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος. (ΟλΑΠ 5/1996, ΑΠ 5/2009). Στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι δηλαδή άμεσος αντιπρόσωπος του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (αρ. 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή, αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν (ΑΠ 57/2002, ΑΠ 476/1991, ΑΠ 1382/1989), καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, ο οποίος εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομά του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών. Οι διατάξεις των αρ. 211, 212, 216 ΑΚ εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω έλλειψης ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο (βλ. σχετ. ΑΠ 1988/2014 δημ. Νόμος).
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της δεύτερης εναγομένης, …………, στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (με την επισήμανση ότι όσον αφορά τον προβαλλόμενο με την προσθήκη αντίκρουση των προτάσεων της δεύτερης εναγομένης – εφεσίβλητης ισχυρισμό, περί απαραδέκτου επαναφοράς των ισχυρισμών της εκκαλούσας – ενάγουσας, καθόσον, όπως ισχυρίζεται η επίκλησή τους γίνεται με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, χωρίς μνεία των αντιστοίχων σελίδων, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον τα ανωτέρω ισχύουν για τους ισχυρισμούς του εναγομένου (άρθρο 240 ΚΠολΔ, ο δε ενάγων δεν προβάλλει ισχυρισμούς και η αγωγή επαναφέρεται προς κρίση στο Δεύτερο Δικαστήριο μέσα στα όρια της έφεσης και των προσθέτων λόγων αυτής (Εφ.Δωδ. 66/2014 με αναφορά σε ΑΠ 1417/2002 [πρβλ. ΑΠ 30/2012 Ελλ.Δνη 53.1007] Ελλ.Δνη 44.177, ΑΠ 433/1988 Ελλ.Δνη 39.1316, ΑΠ 1328/2006), για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε μερικά των οποίων θα γίνει ειδική μνεία παρακάτω, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις υπ’αριθ. …/06-07-2021, …/01-09-2021 και …../01-09-2021 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………., ………. και ……… αντίστοιχα, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία της δεύτερης εναγομένης, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της ενάγουσας, δυνάμει της υπ’αριθ. ……/01-07-2021 εκθέσεως επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………. (για την υπ’αριθ. …../06-07-2021 ένορκη βεβαίωση) και της υπ’αριθ. …./27-08-2021 εκθέσεως επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ……. (για τις υπ’αριθ. ……/01-09-2021 και ………./01-09-2021 ένορκες βεβαιώσεις) όπως προκύπτει από σχετική μνεία στο περιεχόμενο αυτών, την υπ’αριθ. …../16-09-2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ……. ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία της δεύτερης εναγομένης, προς αντίκρουση των περιεχόμενων, στις από 23-07-2021 προτάσεις, ισχυρισμών της ενάγουσας, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της τελευταίας, δυνάμει της υπ’αριθ. ………/13-09-2021 εκθέσεως επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς . ………., όπως προκύπτει από σχετική μνεία στο περιεχόμενο αυτής, άπασες οι ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τη δεύτερη εναγομένη και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ………, σύζυγος της ενάγουσας και πατέρας του εκπροσωπούμενου από την ίδια θήλεος ανήλικου τέκνου τους ……….., κατήρτισε με την πρώτη εναγομένη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού τουριστικού πλοίου Η, με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ……., την από 01.12.2019 ατομική σύμβαση εργασίας, δυνάμει της οποίας αυτός ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, με την ειδικότητα του Πλοιάρχου, για χρονικό διάστημα 12 μηνών, ήτοι από 01.12.2019 έως 30.11.2020, αντί κλειστού μηνιαίου μισθού, ανερχόμενου στο ποσό των 3.628 ευρώ. Με το από 10.01.2020 συμφωνητικό διαχείρισης, που καταρτίστηκε μεταξύ των εναγομένων, ήδη εφεσιβλήτων, η δεύτερη εναγομένη ανέλαβε την τεχνική και οικονομική διαχείριση του ως άνω πλοίου, για χρονικό διάστημα δύο ετών, ήτοι από 15.01.2020 έως 14.01.2022. Εκ του ανωτέρω συμφωνητικού, που δεν αντικρούεται από άλλο αποδεικτικό μέσο, σαφώς προκύπτει ότι η δεύτερη εναγομένη, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, ήταν διαχειρίστρια του πλοίου Η, ιδιότητα που αδιαμφισβήτητα διακρίνεται από αυτήν της εφοπλίστριας που της αποδίδει η ενάγουσα με την αγωγή, διότι η ίδια δεν προβαίνει σε εκμετάλλευση του ως άνω πλοίου, με συνέπεια να μην γεννάται ευθύνη της στο πλαίσιο της προαναφερθείσας σύμβασης ναυτικής εργασίας. Ούτε όμως την ιδιότητα της ναυλώτριας του ένδικου πλοίου, είχε η δεύτερη εναγομένη κατά τον κρίσιμο χρόνο, όπως αβάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα – ενάγουσα, διατεινόμενη, στα πλαίσια του λόγου έφεσής της, ότι η εκκαλουμένη πλημμελώς εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό και δη τα υπ’αριθ. ……./2019 και ……../2020 ασφαλιστήρια συμβόλαια που είχε συνάψει αυτή (δεύτερη εναγομένη) με την εταιρεία <<…….>> και αφορούσαν ομαδική ασφάλιση του πληρώματος του πλοίου Η από ατύχημα και ασθένεια καθώς και το συμβόλαιο που συνήψε με την εταιρεία <<………..>> προς ασφάλιση της ευθύνης της από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου του ατυχήματος και της ασθενείας του πληρώματος του ως άνω πλοίου. Και τούτο διότι από τα ανωτέρω ασφαλιστικά συμβόλαια μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών <<……….>> και <<……….>> αντίστοιχα και της δεύτερης εναγομένης, προκύπτει ότι αυτά συνήφθησαν στο πλαίσιο της διαχειριστικής εξουσίας της τελευταίας, πηγάζουσας από το ως άνω συμφωνητικό διαχείρισης και ουδόλως ότι αυτή ενεργούσε ως ναυλώτρια του ένδικου πλοίου. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ως αβάσιμη την αγωγή ως προς την δεύτερη εναγομένη, σε ουδεμία πλημμέλεια υπέπεσε ως προς την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον λόγο της έφεσής της, κατά τα σχετικά ειδικότερα σκέλη αυτού, που αφορούν την ανωτέρω κρίση, κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα. Επίσης κατ’ορθή κρίση το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε, ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, το αγωγικό κονδύλιο των 40.000 ευρώ που αιτείται η ενάγουσα (ατομικά και υπό την ιδιότητά της ως ασκούσης τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της) ως ασφαλιστική αποζημίωση, κατά το λόγο της εξ αδιαθέτου κληρονομικής μερίδας εκάστης στην κληρονομία του αποβιώσαντος συγγενούς τους, καθόσον από το δικόγραφο της αγωγής δεν προκύπτει σαφώς αν για τη θεμελίωσή του η ενάγουσα επικαλείται την, κατά τη διάταξη του άρθρου 14 του Ν.4256/2016 (ως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο με το Ν.4926/2022), υποχρεωτική ασφάλιση του πλοίου έναντι επιβαινόντων, στην έννοια των οποίων περιλαμβάνεται και ο κυβερνήτης του πλοίου (βλ. σχετική αναφορά στην σελίδα 3 και 4 της αγωγής όπου επισημαίνεται ότι <<..Λόγω της συναφθείσης χρονοναυλώσεως, η εκ του νόμου προβλεπόμενη υποχρεωτική ασφάλιση των μελών του πληρώματος επαγγελματικού πλοίου για την περίπτωση προκληθησόμενου ατυχήματος ή ασθένειας σε αυτό που φέρει ο δι’ίδιον λογαριασμό εκμεταλλευόμενος πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, η υποχρέωση αυτή μεταφέρεται – μετατίθεται – επιβάλλεται στο ναυλωτή του πλοίου. Ως εκ τούτου η δεύτερη των εναγομένων προέβη στην γενική ασφάλιση του πληρώματος του εν λόγω επαγγελματικού – τουριστικού πλοίου …..>>) ή την περίπτωση ομαδικής ασφάλισης του πληρώματος, ως εργαζομένων, με προαιρετικό χαρακτήρα, που κρίνεται κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχ. ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας (βλ. σχετ. αναφορά στη σελίδα 10 της αγωγής όπου επισημαίνεται ότι << …Ομως οι εναγόμενες αρνούνται ….. κάθε υποχρέωση αποζημίωσης …….. καίτοι συντρέχουν σωρευτικώς συνομολογημένες προϋποθέσεις της από 26.03.2020 σύμβασης γενικής – ομαδικής ασφάλισης του πληρώματος του πλοίου “Η” που καταρτίστηκε και υπογράφηκε μεταξύ της δευτέρας των εναγομένων και της αναφερθείσης ασφαλιστικής εταιρείας…>>. Επομένως όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα – ενάγουσα με τον λόγο της έφεσής της, κατά τα σχετικά ειδικότερα σκέλη αυτού, που αφορούν την ανωτέρω κρίση, κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την 11.11.2020, ενώ το πλοίο Η ναυλοχούσε στη μαρίνα Αλίμου, όπου διενεργούνταν επ’αυτού εργασίες συντήρησης, με την παρουσία του …….., Υποπλοιάρχου και του ……….., Μηχανικού, ο ως άνω Πλοίαρχος …………., βρισκόταν στη μαρίνα Φλοίσβου, όπου ναυλοχούσε έτερο σκάφος με Πλοίαρχο τον ………., συνάδελφό του, με τον οποίο διατηρούσε φιλικές και κοινωνικές σχέσεις. Αιφνιδίως, ο συγγενής των εναγουσών, ενώ περπατούσε στην ως άνω μαρίνα και αφού αντάλλαξε χαιρετισμό με τον Πλοίαρχο ……….., έχασε τις αισθήσεις του και έπεσε στο έδαφος. Κατόπιν κινητοποίησης των εργαζομένων στην μαρίνα Φλοίσβου, οι οποίοι ενημέρωσαν το αρμόδιο λιμενικό τμήμα (Φλοίσβου), στελέχη του οποίου έσπευσαν στο σημείο, ο ανωτέρω Πλοίαρχος διακομίστηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά ΤΖΑΝΕΙΟ, άσφυγμος, απνοϊκός με κόρες σε μυδρίαση σε καρδιοαναπνευστική ανακοπή, όπου παρά τις προσπάθειες εξειδικευμένης καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης από το ιατρικό προσωπικό, απεβίωσε τις μεσημβρινές ώρες της ίδιας ημέρας. Δεδομένου ότι η μοριακή ανίχνευση SARS – COV -2 , στην οποία υποβλήθηκε ο ανωτέρω, αμέσως μετά τη διακομιδή του στο Νοσοκομείο, ήταν θετική, δεν πραγματοποιήθηκε νεκροτομή, για την αποφυγή διασποράς της μολυσματικής νόσου. Από δε τον νεκροψιακό έλεγχο, που διενεργήθηκε από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών, παροουσία και του διορισθέντος από την οικογένεια του θανόντος τεχνικού συμβούλου, διαπιστώθηκε ότι ο θάνατος του ανωτέρω Πλοιάρχου οφείλεται σε παθολογικά αίτια (βλ. σχετ, την υπ’αριθ. ………/5-3-2021 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, όπου καταγράφεται ως αιτία θανάτου του συγγενούς των εναγουσών <<Μακροσκοπική εικόνα παθολογικού θανάτου>>). Από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, καταδεικνύεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι ο θάνατος του ……….. δεν οφείλεται σε βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή με αφορμή αυτήν, αλλά σε εκδήλωση ασθένειας οφειλόμενης στην πανδημία, χωρίς τη μεσολάβηση βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού προς τον οργανισμό του παθόντος αιτίου, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις. Η νόσος COVID -19, από την οποία έπασχε ο θανών, είναι γενικά ικανή να αποτελέσει αιτία ναυτεργατικού ατυχήματος, ωστόσο εν προκειμένω, η νόσησή του δεν ήταν γνωστή ούτε στον ίδιο τον πάσχοντα, ούτε στην εργοδότρια του, πλοιοκτήτρια εταιρεία, ώστε να θεωρείται ότι η εξακολούθηση της εργασίας του δημιούργησε συνθήκες εξαιρετικώς και ασυνήθως δυσμενείς για τον εργαζόμενο, που επιδείνωσαν την κατάσταση της υγείας του, με συνέπεια τον επελθόντα θάνατό του.. Επίσης δεν αποδείχθηκε αδιαφορία ή ολιγωρία εκ μέρους της εργοδότριας εταιρείας (πρώτης εφεσίβλητης) ως προς την λήψη μέτρων πρόληψης και προστασίας του πληρώματος του πλοίου ώστε να αποφευχθεί η διασπορά της νόσου, καθόσον είχε λάβει μέριμνα για τακτικό εργαστηριακό έλεγχο από ιατρό που επιβιβαζόταν στο πλοίο, πριν από την εκτέλεση κάθε ναύλου, διενεργώντας στο πλήρωμα μοριακό έλεγχο (PCR) (βλ. σχετ. υπ’αριθ. ……./1-9-2021 και …/1-9-2021 ένορκες βεβαιώσεις των μελών του πληρώματος …… … και ……… αντίστοιχα), ο δε αποβιώσας Πλοίαρχος, την προγενέστερη του θανάτου εβδομάδα βρισκόταν σε άδεια από την εργασία του. Εξάλλου ούτε ο ίδιος, ούτε άλλο μέλος του πληρώματος ή επιβάτης εμφάνισε κάποιο σύμπτωμα ασθένειας ώστε να ληφθούν τυχόν προληπτικά μέτρα απομόνωσης του ασθενούς. Υπο τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ο θάνατος του συγγενούς των εναγόντων, δεν δύναται να αποδοθεί σε αμέλεια της πλοιοκτήτριας εταιρείας, πρώτης εφεσίβλητης, ούτε πληρούνται οι όροι του άρθρου 1 του Ν. 551/1915 περί επελεύσεως εργατικού ατυχήματος. Προς τούτο συνεκτιμάται και το γεγονός ότι η σχηματισθείσα, σχετικά με το θάνατο του ……….., ποινική δικογραφία, τέθηκε στο αρχείο, καθόσον <<…δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ότι ο θάνατος……οφείλεται σε εγκληματική πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) τρίτου προσώπου…>> (βλ. σχετ. υπ’αριθ. πρωτ. ……/2021 έγκριση της σχετικής αναφοράς εκ μέρους του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών). Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την αγωγή και επέβαλε στην ενάγουσα, ως ηττηθείσα διάδικο, τη δικαστική δαπάνη των εναγομένων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προμνημονευόμενες διατάξεις, συνεκτιμώντας και αξιολογώντας επιμελώς όλα ανεξαιρέτως τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους με τις έγγραφες προτάσεις τους αποδεικτικά μέσα, μη υποπίπτοντας σε καμία πλημμέλεια σχετικά με τις αποδείξεις και, κατά συνέπεια, όσα αντίθετα υποστηρίζει η ενάγουσα με τον λόγο της έφεσής της, κατά τα σχετικά ειδικότερα σκέλη αυτού, κρίνονται απορριπτέα στο σύνολό τους ως ουσιαστικά αβάσιμα. Κατόπιν τούτου πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του υπ’ αριθ. ……………./2024 ηλεκτρονικού παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η αρχική παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012 και αναριθμήθηκε σε παρ. 3 με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015, ισχύοντος από 1.1.2016, και εν συνεχεία τροποποιήθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016). Τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας (άρθρα 191 παρ. 2, 176 εδ.α’, 183, 189 παρ. 1ΚΠολΔικ, ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 06-02-2024 (με γεν.αριθ.καταθ. …/14-02-2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …./14-02-2024) έφεση, κατά της υπ’αριθ. 173/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και .
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ΄ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του υπ.’ αριθ. ………./2024 παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας, τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει σε χίλια (1.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους στις 29 Νοεμβρίου 2024.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ