Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 542/2024

Αριθμός   542/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια και Μαριάννα Μπέη, Εφέτη   και από τη Γραμματέα K.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Σωτήριο Λίβα.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………… ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 7.5.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθ  297/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από  18.2.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ………./2021-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………./2023) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο εφεσίβλητος, παραστάς αυτοπροσώπως, με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  με  αριθμό κατάθεσης στην γραμματεία του  Εφετείου Πειραιώς ………../2023  έφεση  κατά της υπ΄αριθμόν  297/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική   διαδικασία  αντιμωλία των διαδίκων  έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  καθώς η εκκαλουμένη απόφαση  δημοσιεύτηκε  στις  21-1-2020 και  η  έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του  Πρωτοδικείου Πειραιά  στις  19-4-2021,  δίχως να προηγηθεί επίδοση της εκκαλουμένης  (άρθρα  495,  511,  513,  516  παρ 1, 517 εδαφ  α,  518  παρ 1  και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής  κατά την  αυτή  διαδικασία  δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με κωδικό  ………./2021  παράβολο).

Με την αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση ο ενάγων  ο οποίος είναι δικηγόρος  ιστορούσε ότι  ο εναγόμενος κατέθεσε έγκληση σε βάρος του στην οποία ανέφερε ότι στα πλαίσια χειρισμού ποινικής υπόθεσης εντολέα του προέβη (ο ενάγων) σε πολλαπλές παραβάσεις καθήκοντος, άλλως ψευδούς βεβαιώσεως επικαλούμενος ψευδή και συκοφαντικά γεγονότα, κατά τα ειδικότερα σ΄αυτήν εκτιθέμενα,  και ως εκ τούτου προσέβαλε  βάναυσα την επαγγελματική και προσωπική του τιμή  πέραν του  ότι  κατέστησε  αυτόν  υπόδικο στον χώρο που παρέχει τις υπηρεσίες του ως δικηγόρος. Συνεπεία της εγκλήσεως αυτής υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας ζήτησε, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει σ΄αυτόν   χρηματική ικανοποίηση  300.000 ευρώ καθώς και  ν΄απαγγελθεί σε βάρος του  προσωπική κράτηση μέχρις ενός έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως της απόφασης   και τέλος, να καταδικαστεί  στα δικαστικά του έξοδα. Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του εναγόμενου περί καταβολής στον ενάγοντα   του ποσού των 2000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις ολοσχερούς  εξοφλήσεως πλέον δικαστικών εξόδων 150 ευρώ.

Ήδη, κατά της απόφασης αυτής βάλλει ο εναγόμενος παραπονούμενος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την  καθ΄ ολοκληρίαν απόρριψη της αγωγής του αντιδίκου του.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914, 932 ΑΚ και των άρθρων 361, 362, 363 και 367 ΠΚ συνάγεται ότι εκείνος του οποίου προσβάλλεται η προσωπικότητα α) με τη διατύπωση γι’ αυτόν, γραπτώς ή προφορικώς, λέξεων ή φράσεων που κατά την κοινή αντίληψη περιέχουν είτε αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του, είτε περιφρόνηση για το πρόσωπό του από το δράστη, ο οποίος γνωρίζει ότι με τέτοια οικειοθελή ενέργειά του προσβάλλεται η τιμή του άλλου και β) με ισχυρισμό ή διάδοση δυσφημιστικού γεγονότος, δηλαδή συμβάντος ή περιστατικού του παρόντος ή του παρελθόντος που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, το οποίο (δυσφημιστικό γεγονός) δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, δικαιούται, εκτός άλλων, και την καταδίκη του υπαιτίου της δυσφημιστικής διαδόσεως ή του εξυβριστικού ισχυρισμού στην καταβολή χρηματικού ποσού προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή (Ολ.ΑΠ 812/1980, ΑΠ 271/2012, ΑΠ 1735/2009, ΑΠ 1599/2000). Προσβολή της προσωπικότητος με αδικοπραξία πραγματώνεται και με ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ (ΑΠ 848/2019, ΑΠ 521/2018). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, ισχυρίζεται ή διαδίδει, για κάποιον άλλο, γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της απλής δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση με την έννοια, που προαναφέρθηκε και για το άρθρο 920 του ΑΚ, από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, το οποίο στη συκοφαντική δυσφήμηση πρέπει να είναι και ψευδές, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερομένη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια και προσβάλλει την τιμή και υπόληψη του προσώπου στα στοιχεία της προσωπικότητάς του. Εξάλλου, για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του δράστη να ισχυρισθεί ενώπιον τρίτου ή να διαδώσει το βλαπτικό γεγονός, για δε τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Ωστόσο, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος, που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, παραμένει όμως η απλή δυσφήμηση, ως προσβάλλουσα επίσης την προσωπικότητα σε βαθμό μη ανεκτό, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες από το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ περιπτώσεις, οι οποίες αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως. Έτσι, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 367 ΠΚ, ο άδικος χαρακτήρας της δυσφημιστικής εκδήλωσης, κατ’ αρχήν, αίρεται και όταν αυτή γίνεται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη [προστασία] δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις. Κατ’ εξαίρεση, όμως, το αποτέλεσμα αυτό δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 367 ΠΚ, και παραμένει η ποινική ευθύνη, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης, που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του και περιφρόνηση αυτού. Ειδικός σκοπός εξύβρισης υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν, κατ’ αντικειμενική κρίση, αναγκαίος για την ακριβή και πρέπουσα απόδοση των στοχασμών του προσβολέα, ο οποίος μολονότι τελούσε σε επίγνωση τούτου, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλει την τιμή και την υπόληψη του άλλου (ΑΠ 756/2011). Όπως προαναφέρθηκε, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α’ – δ’ ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις, που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ’ και δ’). Η τελευταία αυτή διάταξη (άρθρο 367 ΠΚ), για την ενότητα της έννομης τάξης, εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57 – 59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, αιρομένου του αδίκου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων [με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της ΠΚ 367 παρ. 2], αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις, που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κ.λ.π. και, συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση, κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της ΠΚ 367 παρ. 2, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης των άρθρων 363-362 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση, που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου (ΑΠ 109/2012), περιστατικά που προτείνονται κατ’ αντένσταση από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγομένου από τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ (ΑΠ 1533/2022, ΑΠ 605/2021, AΠ 474/2020, ΑΠ 560/2020, ΑΠ 149/2020, AΠ 169/2019, ΑΠ 15/2018, ΑΠ 2089/2017, ΑΠ 265/2015).

Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 15-9-2014 ο εναγόμενος κατέθεσε στην Εισαγγελεία Πλημμελειοδικών Χανίων  την με στοιχεία ΑΒΜ ………….. αναφορά απευθυνόμενη στον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Πειραιά και κοινοποιούμενη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου,  στην  οποία, μεταξύ άλλων, ανέγραψε   ότι  ο ενάγων, ο οποίος είναι δικηγόρος, στα πλαίσια ποινικής δίκης επί της οποίας εξεδόθη η με αριθμό 684/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά  με κατηγορούμενους  τους εντολείς του, α) ……….. και β) …………., για τις πράξεις της ψευδορκίας κατ΄εξακολούθηση, της ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατά συναυτουργία  η πρώτη (……………) και  της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ΄εξακολούθηση κατά συναυτουργία και παραβίασης  επαγγελματικής εχεμύθειας κατ΄εξακολούθηση και μη και κατά συναυτουργία και μη ο δεύτερος (………….),  προσκόμισε  ως αποδεικτικό στοιχείο  έγγραφη  απάντηση δικηγόρου δικηγορικής εταιρείας του ………. στην αγγλική γλώσσα μεταφρασμένη από τον ίδιο (ενάγοντα) με την βεβαίωση  ότι αποτελεί πιστή μετάφραση του  εις την αγγλική γλώσσα γραμμένου κειμένου  προκειμένου να πείσει το Δικαστήριο ότι ήταν σχεδόν αδύνατη  η εύρεση στοιχείων αποδεικτικών των σχέσεων που είχε ο εναγόμενος …………  με την αλλοδαπή εταιρεία  στο ……. «………..» λόγω των κληρονομικών αξιώσεων που, κατά τους ισχυρισμούς των εντολέων του,  είχε   κατά της  εταιρείας  αυτής , την ικανοποίηση  των οποίων είχε αναλάβει αντί αμοιβής, ως δικηγόρος, ο πρώτος των εντολέων, ………… Πρέπει να σημειωθεί ότι η συκοφαντική δυσφήμηση που αποδίδονταν στους εντολείς του ενάγοντος  συνίστατο στο ότι είχαν υποστηρίξει με δικόγραφο  Προτάσεων προς αντίκρουση αγωγής του ………… ενώπιον Πολυμελούς  Πρωτοδικείου  ότι ο τελευταίος  εξαπάτησε τα δικαστήρια  προσκομίζοντας ψευδές έγγραφο από δημόσια υπηρεσία του …… περί μη υπάρξεως της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “………..” έναντι της οποίας, κατά τους ισχυρισμούς τους, είχε, όπως προαναφέρθηκε, ο ………… κληρονομικές αξιώσεις, τις οποίες είχε διεκπεραιώσει, έναντι αμοιβής, ο  δεύτερος  εξ αυτών (………….), καθώς ο  εναγόμενος  (……….)  ισχυριζόταν  ότι   ουδέποτε ανέθεσε στον  ……………  τέτοια υπόθεση, ούτε υπήρξε, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα   αλλοδαπή  εταιρεία στο ………….. με την επωνυμία “……..” αλλά πρόκειται για φανταστική υπόθεση και αφήγημα από μέρους των εντολέων του ενάγοντος προκειμένου να συμψηφιστεί  το ποσό των 20.000.000 δραχμών με το οποίο είχε δανειοδοτήσει τον  ………. και το οποίο διεκδικούσε ο ………….., με το  δήθεν ποσό της αμοιβής του ώστε  ν΄απαλλαγεί  εν΄ολω ή εν μέρει  από  την επιστροφή του σ΄αυτόν. Προς  ανταπόδειξη του ισχυρισμού αυτού του ………….. προσκομίστηκε στο ποινικό δικαστήριο από τον συνήγορο των κατηγορουμένων (ενάγοντα)  το ανωτέρω  αγγλικό κείμενο μεταφρασμένο από τον ίδιο, το οποίο είχε αποστείλει   δικηγορική εταιρεία του …… κατόπιν αιτήματος του ……….  προκειμένου  να  καταδειχθεί  στο δικαστήριο ότι  ήταν αδύνατη  η  από μέρους των εντολέων του  προσκόμιση στο Δικαστήριο  αποδεικτικών  εγγράφων των κληρονομικών αξιώσεων του  ………….   για το λόγο ότι  ήταν  αδύνατη η εύρεση στοιχείων από τα αρχεία της εταιρείας «……………..» στο …………..  αποδεικτικών της μεταξύ τους συνεργασίας  λόγω λύσης της εταιρίας αυτής και παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από την λύση της. Ως εκ τούτου μεταξύ των θεμάτων απόδειξης του ποινικού δικαστηρίου  περιλαμβανόταν  τόσο η  υπόσταση  της ανωτέρω εταιρείας  εκείνο το χρονικό διάστημα  όσο και η δυνατότητα  συλλογής στοιχείων αποδεικτικών των κληρονομικών αξιώσεων του …………. έναντι της εταιρείας αυτής.  Στην ανωτέρω αναφορά ο ενάγων υπό τον τίτλο «πολλαπλές παραβάσεις καθήκοντος, άλλως ψευδούς βεβαιώσεως  εκ μέρους  του …………..»  επεσήμανε  παραλείψεις του μεταφραστή ως προς το ονοματεπώνυμο και την διεύθυνση του παραλήπτη,  τον τόπο σύνταξης του πρωτοτύπου, τα στοιχεία του συντάκτη, το θέμα του πρωτοτύπου και τα στοιχεία της εταιρείας και των συνεργατών της εταιρείας  του συντάκτη του πρωτοτύπου κειμένου, τα οποία ενώ υπήρχαν στο κείμενο που μεταφράστηκε δεν περιλήφθηκαν στο μεταφρασμένο κείμενο. Στη συνέχεια, παρέθεσε  φράσεις  του αγγλικού κειμένου, ακολούθως, την μετάφραση αυτών στην ελληνική γλώσσα όπως αποδόθηκε από τον ενάγοντα και  τέλος,  την μετάφραση αυτών όπως αποδόθηκε  από την αρμόδια υπηρεσία  του Υπουργείου Εξωτερικών στην οποία  είχε απευθυνθεί  ο  εναγόμενος  ώστε να καταφανεί η διαφορά στο αποδιδόμενο νόημα. Μετά από κάθε φράση ή παράγραφο ο εναγόμενος σχολίαζε την απόδοση του νοήματος της μετάφρασης   του ενάγοντος εν αντιθέσει με την μετάφραση της  αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών  συσχετίζοντας το με τα περιστατικά  της υπόθεσης   ώστε  να καταφανεί  η   σκοπιμότητα  και  η  πρόθεση  του ενάγοντος  να εμφανιστεί ότι είναι σχεδόν αδύνατη η εύρεση στοιχείων αποδεικτικών των κληρονομικών αξιώσεων του ……………. έναντι της αλλοδαπής αυτής εταιρείας και να δικαιολογηθεί ο  από μέρους των εντολέων του  μη εφοδιασμός  τους με σχετικά έγγραφα.   Επί της αναφοράς αυτής η οποία διαβιβάστηκε στην αρμόδια εισαγγελία πλημμελειοδικών Πειραιά  εξεδόθη  η  υπ΄αριθμόν ……/16-2-2015 (ΑΒΜ ………..) Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά με την οποία αφού κρίθηκε ότι η αναφορά αυτή επέχει θέση έγκλησης, απορρίφθηκε  ως προς τα ανωτέρω θέματα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι όσα ανέφερε ο εναγόμενος περί ελλείψεων ως προς το ονοματεπώνυμο και την διεύθυνση του παραλήπτη,  τον τόπο σύνταξης του πρωτοτύπου, τα στοιχεία του συντάκτη, το θέμα του πρωτοτύπου και τα στοιχεία της εταιρείας και των συνεργατών της εταιρείας  του συντάκτη του πρωτοτύπου κειμένου,  είναι αληθή καθώς πράγματι δεν έχουν περιληφθεί στο μεταφρασμένο κείμενο, ενώ αναφέρονται στο προσκομισθέν εις την αγγλική γλώσσα  γραμμένο κείμενο. Αποδεικνύεται, επίσης, ότι  οι φράσεις του αγγλικού κειμένου  καθώς και η αποδοθείσα από τον ενάγοντα  μετάφραση αυτών στην ελληνική γλώσσα που περιέχονται στην ανωτέρω αναφορά πράγματι περιέχονται στο έγγραφο που προσκομίστηκε στην ως άνω ποινική δίκη  ως αποδεικτικό στοιχείο υπέρ των εντολέων του ενάγοντος. Επίσης,  η μετάφραση των αυτών φράσεων από την μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών  περιέχεται στην αναφορά αυτή με ακρίβεια.  Ειδικότερα,  το αγγλικό κείμενο «The Company has been put into liquidation on 17 January 1994 and the liquidation proceedings have been terminated on 27 July 1994 on which date the Company was deleted from the registry. To get access to the registrars file, we would need to have a power of attorney of the former directors of “…………” we would have to inspect the registrar΄s file and the company΄s  business records»  μεταφράστηκε από τον ενάγοντα ως εξής: «Η εταιρεία διαλύθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1994 και οι διαδικασίες εκκαθάρισης ολοκληρώθηκαν στις 27 Ιουλίου του 1994 όπου και η εταιρεία διαγράφηκε από το επιμελητήριο. Για να υπάρξει πρόσβαση στα αρχεία, απαιτείται η συμβολή δικηγόρου των τέως διευθυντικών στελεχών της εταιρείας «………..». Θα πρέπει να γίνει ενδελεχής έλεγχος των αρχείων της επιχείρησης».  Σύμφωνα δε με την μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών το ανωτέρω κείμενο μεταφράζεται ως εξής: « Η εταιρεία τέθηκε σε εκκαθάριση στις 17 Ιανουαρίου 1994 και οι διαδικασίες  εκκαθάρισης έληξαν την 27 Ιουλίου 1994 ημερομηνία κατά την οποία η εταιρεία διαγράφηκε από το μητρώο. Για να αποκτήσουμε πρόσβαση στον φάκελλο του μητρώου θα χρειαστούμε να έχουμε πληρεξούσιο των τέως διευθυντών της εταιρείας  «………….». Θα πρέπει να εξετάσουμε τον φάκελλο του μητρώου και τα βιβλία – στοιχεία της εταιρείας». Σχολίασε δε,  ο εναγόμενος συγκρίνοντας τις δυο μεταφράσεις ότι:  «αποκρύπτει, δηλαδή, ότι αρκούσε ένα πληρεξούσιο και εμφανίζει ότι τάχα απαιτείται η σύμπραξη δήθεν δικηγόρου των διευθυντικών στελεχών – άλλ΄αντί άλλων ή τρέχα γύρευε, κατά το κοινώς λεγόμενο. Επίσης, αποκρύπτει παντελώς ότι δεν απαιτείτο σώνει και καλά έλεγχος των αρχείων της επιχείρησης όπως αναληθώς και δημιουργώντας παντελώς εσφαλμένες εντυπώσεις  αναγράφει, αλλά αρκουσε η επιβεβλημένη έρευνα στον δημόσιο φάκελο του μητρώου της εταιρείας». Στη συνέχεια, επόμενη παράγραφος του αγγλικού κειμένου μεταφράζεται από τον ενάγοντα ως εξής: «Παρόλα αυτά, ακόμη κι αν αποκτήσουμε πρόσβαση σε αυτά τα αρχεία, είναι αδύνατο να φανεί η ταυτότητα των προσώπων που έλαβαν εισπράξεις από την εκκαθάριση (εάν υπήρξαν τέτοιες), ενώ η μεταφραστικη υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών μετέφρασε την παράγραφο αυτή ως εξής: «Παρ΄όλα αυτά ακόμη κι αν αποκτήσουμε πρόσβαση στον φάκελο του μητρώου είναι λίαν απίθανο στον φάκελο του μητρώου να φαίνεται η ταυτότητα των προσώπων που έλαβαν τα προϊόντα της εκκαθάρισης  (εάν υπήρξαν τέτοια καθόλου)».  Σχολίασε δε, ο εναγόμενος συγκρίνοντας τις δύο μεταφράσεις ότι « Εσκεμμένα, δηλαδή, ψεύδεται και παριστάνει σαν τάχα αδύνατον, όπως ψευδώς αναγράφει να βρεθούν τα στοιχεία των προσώπων που έλαβαν (τυχόν) προϊόν εκκαθάρισης  της εν λόγω εταιρείας, ενώ αντίθετα το αγγλικό κείμενο ουδόλως αναφέρει κατι τέτοιο, αντιθέτως επισημαίνει την δυσκολία και το αβέβαιο της προσπάθειας εξεύρεσής των». Επιπρόσθετα, έτερη παραγραφος του αγγλικού κειμένου μεταφράστηκε από τον ενάγοντα ως εξής : «Για περισσότερες λεπτομέρειες  όσον αφορά στις εισπράξεις από την εκκαθάριση θα πρέπει να υποβληθεί σχετική αίτηση στο δικαστήριο του ……., προκειμένου να δοθεί πρόσβαση στα αρχεία της εταιρείας. Κάτι τέτοιο βέβαια προϋποθέτει χρονοβόρες και πολυδάπανες διαδικασίες, μη αμφισβητήσιμες. Ωστόσο, οι τέως διευθυντές ή ο εκκαθαριστής  υποχρεούται να κρατήσει  τα αρχεία της εταιρείας  μόνο για 10 χρόνια μετά τη διαγραφή της εταιρείας. Το πιθανότερο είναι να έχουν καταστραφεί». Σύμφωνα δε με την μεταφραστική υπηρεσία του ανωτέρω Υπουργείου η αυτή παραγραφος μεταφράζεται ως εξής: «Για να αποκτήσουμε λεπτομερείς πληροφορίες  σχετικά με το προϊόν της εκκαθάρισης, θα πρέπει να υποβάλλουμε αίτηση στο δικαστήριο του ……. προκειμένου να αποκτήσουμε πρόσβαση στα βιβλία – στοιχεία της εταιρείας. Τούτο απαιτεί αρκετά χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία  εκούσιας δικαιοδοσίας. Ωστόσο, οι  τέως διευθυντές  ή ο εκκαθαριστής  υποχρεούται να κρατήσει τα επιχειρηματικά αρχεία  της εταιρείας μόνο για μία περίοδο 10 ετών  μετά την διαγραφή της εταιρείας. Πιθανότατα τα βιβλία – στοιχεία έχουν ήδη πολτοποιηθεί.» Σχολίασε δε ο εναγόμενος συγκρίνοντας τις δύο μεταφράσεις τα εξής: «Εσκεμμένα, ομοίως, αποκρύπτει ότι αρκούσε να καταβάλουν το κόστος ενασχόλησης ενός από τους συνεργάτες  τους δικηγόρους για να κάνει μία εκούσια πλην προτίμησαν, βεβαίως την αυθαιρεσία – ελευθεριότητα των ρητορικών αιτιάσεων από την σαφήνεια των απτών αποδείξεων (με τις οποίες καταρρίπτονται οι έωλοι προσχηματικοί ισχυρισμοί)».  Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι  τα γεγονότα που περιέλαβε στην αναφορά του ο εναγόμενος είναι αληθή αφού η μετάφραση του ενάγοντος  αναγράφηκε όπως είχε  υπογραφεί από τον ίδιο και η μετάφραση από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών αναγράφηκε όπως είχε  δοθεί από τον αρμόδιο υπάλληλο του Υπουργείου Εξωτερικών.  Ο σχολιασμός  δε,  στον οποίο προέβη ο εναγόμενος   περιέχει   δυσμενείς  κρίσεις  και  εκφράσεις  για τον ενάγοντα.  Ωστόσο, έλαβε   χώρα   στα πλαίσια  προστασίας   δικαιώματος  του και συγκεκριμένα προκειμένου ν΄αποδείξει  ότι από την απαντητική αυτή επιστολή της  δικηγορικής  εταιρείας  του ……….  προκύπτει ότι υπήρχε  πιθανότητα να βρεθούν στοιχεία όσων έλαβαν μέρος από το προϊόν της εκκαθάρισης της εταιρείας αυτής  επομένως, και του ιδίου αν πράγματι είχε συναλλαχθεί με την εταιρεία αυτή δυνάμει των επικαλούμενων από τους εντολείς του ενάγοντος  κληρονομικών αξιώσεων αυτού  και δεν ήταν αδύνατη η εύρεση  τέτοιων στοιχείων όπως εμφανιζόταν από την μετάφραση του ενάγοντος. Ως εκ τούτου δεν δικαιολογούνταν η απροθυμία των κατηγορουμένων  και του δικηγόρου τους  να εξαντλήσουν και την δυνατότητα αυτή για ν΄αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους παρά μόνο αν γνώριζαν ότι πράγματι δεν υπήρχε καμία συναλλαγή του εναγόμενου με την ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία. Πρέπει, δε να επισημανθεί ότι με την υπ΄αριθμόν  788/2005  απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κρίθηκε  ότι  ουδεμία ανάμειξη είχε ο ενάγων κατ΄εντολή του εναγόμενου σε υπόθεση με  την  εταιρεία «…………» με έδρα το  ………. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι κατ΄αντικειμενική κρίση δικαιολογημένα ανέγραψε στην αναφορά του ο εναγόμενος ότι ο ενάγων εσκεμμένα  μετέφρασε  το αγγλικό κείμενο κατά τον συγκεκριμένο τρόπο προκειμένου να ωφελήσει τους εντολείς του καθόσον η μετάφραση παραδείγματος χάριν  της φράσης «To get access to the registars file, we wouid need to have a power of the former directors of “……….”  ως εξής: « Για να υπάρξει πρόσβαση στα αρχεία, απαιτείται η συμβολή δικηγόρου των τέως διευθυντικών στελεχών της εταιρείας “………..”  ενώ σύμφωνα με την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών μεταφράζεται ως εξής: « Για να αποκτήσουμε πρόσβαση στον φάκελλο του μητρώου, θα χρειαστούμε να έχουμε πληρεξούσιο των τέως διευθυντών της εταιρείας “………..”  δικαιολογεί,  κατ΄αντικειμενική,  λόγω  της απόδοσης διαφορετικού νοήματος  την  κρίση, έστω και αν ήταν εσφαλμένη, περί εσκεμμένης ενέργειας, δεδομένου ότι η μετάφραση ξενόγλωσσου κειμένου στην ελληνική γλώσσα από μέρους δικηγόρου προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σε δικαστήριο εμπεριέχει την βεβαίωση ότι ο δικηγόρος έχει επαρκή γνώση της ξένης γλώσσας και  συνακόλουθα, δεν δικαιολογείται η νοηματική αυτή απόκλιση του κειμένου. Ως εκ τούτου αίρεται στην συγκεκριμένη περίπτωση ο άδικος χαρακτήρας  της δυσφημιστικής, μέσω των  δυσμενών κρίσεων και εκφράσεων που περιέλαβε  στην  αναφορά του,  εκδήλωσης του εναγόμενου, καθώς έγινε για την διαφύλαξη του προαναφερόμενου δικαιώματός του χωρίς να προκύπτει από τον τρόπο εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα  η δυσφημιστική αυτή εκδήλωση σκοπός  εξύβρισης  του ενάγοντος. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η σχετική ένσταση που προέβαλε ο εναγόμενος ως βάσιμη και κατ΄ουσιαν. Κρίνεται δε, απορριπτέο το αίτημα περί επίδειξης από μέρους του ενάγοντος των τίτλων γνώσεων της αγγλικής γλώσσας καθώς και το αίτημα περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης προς διακρίβωση της ικανότητας του εναγόμενου να κατανοεί την αγγλική γλώσσα καθώς  αποσκοπούν σε εκτός του αντικειμένου της δίκης  θέματα. Απορριπτέο, επίσης, κρίνεται το αίτημα περί εξέτασης του ενάγοντος στο ακροατήριο του δικαστηρίου καθόσον από τα προσκομισθέντα στοιχεία δύναται να σχηματιστεί δικανική πεποίθηση περί της ουσιαστικής  βασιμότητας ή μη της αγωγής. Περαιτέρω, στην ανωτέρω αναφορά ο εναγόμενος υπό τον τίτλο πλημμελής εκτέλεση δικηγορικών καθηκόντων, πλημμελείς βεβαιώσεις γνησίου υπογραφής  σχολίασε   σχετικά με  την με ημερομηνία 7-2-2013  εξουσιοδότηση που  φέρεται ότι  είχε χορηγηθεί από τον ………… στον ενάγοντα  ότι βεβαίωσε ο ενάγων το γνήσιο της υπογραφής  χωρίς  ν΄αναφέρει  το  όνομα και το επώνυμο  του υπογράφοντος του οποίου το γνήσιο της υπογραφής βεβαίωνε, το τόπο και τον χρόνο κατά τον  οποίο έλαβε χώρα η βεβαίωση αυτή, καθώς και την ιδιότητα  υπό την οποία βεβαίωνε την γνησιότητα της υπογραφής. Επίσης, για την  εξουσιοδότηση με ημερομηνία 22-10-2012  που φέρεται ότι χορήγησαν ο ……….. και η …………  στον ενάγοντα σχολίασε ο εναγόμενος, στην αυτή αναφορά, ότι δεν αναγραφόταν  το όνομα  και το επώνυμο των υπογραφόντων  των  οποίων  το γνήσιο της υπογραφής βεβαίωνε,  ούτε ο τόπος,  ούτε ο  χρόνος  κατά τον οποίο  έγινε  η βεβαίωση αυτή.  Ωστόσο, τα ανωτέρω είναι αληθή καθώς πράγματι υφίστανται στις εξουσιοδοτήσεις αυτές  οι ανωτέρω ελλείψεις,  οι οποιες, δύναται  να  καλυφθούν   από το συνολικό περιεχόμενο αυτών. Τέλος, στην  αυτή αναφορά  ο εναγόμενος «υπό τον τίτλο πλημμελής εκτέλεση καθηκόντων, εκτέλεση δικηγορικών καθηκόντων υπό την εσκεμμένη μεταμφίεση σε, δήθεν, μάρτυρα, αποφυγή, ούτω, καταβολής των νόμιμων εισφορών» ο εναγόμενος εξέθεσε ότι στις 28-4-2010 ο ενάγων παρουσιάστηκε στον Πταισματοδίκη του 6ου Τμήματος του Πταισματοδικείου Πειραιώς και έδωσε ένορκη κατάθεση μάρτυρα προκειμένου να καταθέσει έγγραφα του μηνυόμενου τον οποίο εκπροσωπούσε ως πληρεξούσιος δικηγόρος αυτού, παρακάμπτοντας την υποχρέωσή του για καταβολή εισφορών (ταμείου νομικών, ταμείου προνοίας,  μεγαρόσημο)  για την παράστασή του ως δικηγόρος. Στην ένορκη αυτή κατάθεση περιέλαβε τα εξής: «προσέρχομαι ενώπιον σας και ως πληρεξούσιος του μηνυόμενου σας προσκομίζω τρείς εγκλήσεις και ένα κλητήριο θέσπισμα σε φ/α». Ακολούθως, ο εναγόμενος  στα πλαίσια κριτικής της στάσης αυτής ανέγραψε στην  επίδικη αναφορά του:  “πρόκειται για κοινωνικά, ιδιαίτερα επικίνδυνο φαινόμενο, διότι, με τον τρόπο αυτό, εμφανίζεται ένα νέο είδος «δικηγόρου» που αντί να τηρεί τις επαγγελματικές υποχρεώσεις του, εκτελεί επαγγελματικές  πράξεις  χωρίς  εισφορές,  υπό τον μανδύα «μάρτυρα»“.  Ωστόσο, πράγματι τα ανωτέρω είναι αληθή καθώς ο ενάγων στις 28-4-2020 κατέθεσε ένορκα ως μάρτυρας  στον Πταισματοδίκη του 6ου Τμήματος του Πταισματοδικείου Πειραιά προκειμένου να προσκομίσει έγγραφα του εντολέα του μολονότι είχε  διορισθεί πληρεξούσιος δικηγόρος αυτού και ως εκ τούτου  θα έπρεπε να  προσκομίσει τα έγγραφα αυτά  καταθέτοντας υπόμνημα του  εγκαλούμενου και καταβάλλοντας  τις προβλεπόμενες από το νόμο για την κατάθεση υπομνήματος εισφορές (άρθρο 61 του ν 4194/2013).  Ανέφερε δε, το γεγονός αυτό  στα πλαίσια διαφύλαξης δικαιώματός του καθώς ήταν  διάδικος στην ποινική αυτή υπόθεση και είχε έννομο συμφέρον  να καυτηριάσει  την συμπεριφορά αυτή.  Περαιτέρω, δεν στόχευσε  τον ενάγοντα ατομικά, αλλά άσκησε κριτική  στη μεθόδευση αυτή  ως γενικότερη συμπεριφορά των δικηγόρων αναφέροντας «πρόκειται για, κοινωνικά, ιδιαίτερα επικίνδυνο φαινόμενο διότι με τον τρόπο αυτό εμφανίζεται ένα νέο είδος δικηγόρου…». Από το  σχόλιο αυτό δεν προκυπτει σκοπός εξύβρισης του ενάγοντος  καθώς η διατύπωση και το ύφος του   δεν υπερβαίνει  το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο προς τούτο μέτρο  για την ακριβή και πρέπουσα απόδοση του στοχασμού του. Κατόπιν αυτών, δεν στοιχειοθετείται αδικοπρακτική συμπεριφορά από μέρους του εναγόμενου και συνακόλουθα δεν δικαιούται χρηματικής ικανοποιήσεως  λόγω ηθικής βλάβης ο ενάγων. Συνεπώς,  πρέπει ν΄απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι ο εναγόμενος  προσέβαλε παράνομα την προσωπικότητα του ενάγοντος  και αναγνώρισε την υποχρέωσή του να καταβάλει σ΄αυτόν το ποσό των 2000 ευρώ νομιμοτόκως  από της επιδόσεως της αγωγής  εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις κατά παραδοχή των σχετικών περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων λόγων της έφεσης, η οποία, κατ΄ακολουθίαν, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν.  Περαιτέρω, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ν΄απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν. Πρέπει, επίσης, κατά παραδοχή του τελευταίου λόγου έφεσης με  τον οποίο ο εναγόμενος παραπονείται σχετικά με το ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο άφησε αδίκαστο το αίτημα του περί διαγραφής από το δικόγραφο των προτάσεων   που κατέθεσε ο ενάγων  στο  πρωτοβάθμιο δικαστήριο της  φράσης   «εμετικά»  που αναγράφεται  στον  6ο στίχο της  2ης   σελίδα  αυτών,  να διαταχθεί κατ΄ άρθρο 206 ΚΠολΔ η  διαγραφή  της λέξης  αυτής  ως ανάρμοστης για δικόγραφο. Τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος- εναγόμενου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του  εφεσίβλητου – ενάγοντος λόγω της ήττας αυτού (άρθρα 183,190,191 παρ 2,176 ΚΠολΔ). Λαμβανομένου δε,  υπόψη του πίνακα εξόδων που περιλήφθηκε στις προτάσεις του εκκαλούντος  εναγόμενου  ανέρχονται  σε :  α) 30 ευρώ για εξοδα χαρτοσήμανης των έγγραφων  προτάσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου   και φωτοτύπηση των αναγκαίων αποδεικτικών μέσων,  β) 5500 ευρώ για σύνταξη και κατάθεση προτάσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατ΄εφαρμογή του άρθρου 63 του ν 4194/2013  καθόσον είναι μεν  το αιτηθέν ποσό  υπέρογκο, μπορούσε,  ωστόσο,   ν΄αξιολογηθεί ως τέτοιο  από τον ενάγοντα λόγω της ιδιότητας του  ως δικηγόρου   και να περιορισθεί στο προσήκον ποσό (άρθρο 58 παρ 5 του ν 4194/2013),  γ) 79,44 ευρώ για ΦΠΑ που κατεβλήθη για το γραμμάτιο  προείσπραξης, δ) 43,40 ευρώ για επίδοση της έφεσης, ε)1000  ευρώ  για σύνταξη προτάσεων ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (το ποσό αυτό ζητείται  από τον εκκαλούντα) και  στ) 20 ευρώ  για έξοδα φωτοτύπησης των αναγκαίων σχετικών ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου  και συνολικά το ποσό των  6.672,84  ευρώ.  Κρίνονται  δε, απορριπτέα 1) το αίτημα περί  καταβολής εξόδων δακτυλογράφησης και φωτοτύπησης των έγγραφων προτάσεων που κατατέθηκαν στο  πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθόσον η δακτυλογράφηση και φωτοτύπηση αποτελούν αναγκαίες  ενέργειες για την σύνταξη του δικογράφου των προτάσεων  και  περιλαμβάνονται στην αμοιβή του δικηγόρου για την εργασία αυτή, 2) το αίτημα περί καταβολής του αναλογούντος στο ποσό των 5500 ευρώ ΦΠΑ ύψους  1320 ευρώ καθόσον δεν απεδείχθη ότι κατεβλήθη, πλην του ποσού των 79,44 ευρώ το οποίο κατεβλήθη για το γραμμάτιο προείσπραξης, όπως προαναφέρθηκε, 3) το αίτημα περί καταβολής της αξίας του γραμματίου προείσπραξης ποσού 331 ευρώ καθώς το ποσό αυτό αποτελεί μέρος της αμοιβής του δικηγόρου για την σύνταξη των προτάσεων   και περιλαμβάνεται σ΄αυτήν, 4) το αίτημα περί καταβολής  αμοιβής για την παραγγελία προς επίδοση του δικογράφου της έφεσης καθώς δεν προβλέπεται  ειδική αμοιβή για την παραγγελία  προς  επίδοση  5)το αίτημα περί καταβολής του ποσού των 510 ευρώ για γραμμάτιο προείσπραξης για την παράσταση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου καθώς το ποσό αυτό περιλαμβάνεται στην αμοιβή του δικηγόρου  για την σύνταξη των προτάσεων, όπως προαναφέρθηκε. Τέλος, πρέπει, ενόψει της παραδοχής της εφέσης,  να επιστραφεί στον  εκκαλούντα  και  το  κατατεθέν παράβολο άσκησης έφεσης (αρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ  την υπ΄αριθμόν  297/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ  την  με  αριθμό καταθ.  ………../2018 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  την αγωγή ως αβάσιμη κατ΄ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ  τον εφεσίβλητο – ενάγοντα  στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών  δικαιοδοσίας   του εκκαλούντος-  εναγόμενου τα οποία ορίζει στο ποσό των εξ χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα δυο ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών  (6.672,84  ευρώ).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την διαγραφή της φράσης «εμετικά»   από το δικόγραφο των με ημερομηνία 17-9-2018  προτάσεων που κατέθεσε ο εφεσίβλητος – ενάγων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο  κατά την εκδίκαση της ένδικης αγωγής,  η οποία (φράση)  έχει αναγραφεί στον 6ο στίχο της δεύτερης σελίδας του δικογράφου των προτάσεων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την επιστροφή  του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης  στον εκκαλούντα.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις    24 Οκτωβρίου 2024.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 11η Νοεμβρίου 2024, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Εφέτου Μαριάννας Μπέη, αποτελούμενη από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσή Φυντριλάκη και Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτες και τη Γραμματέα Κ.Σ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ