ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 570/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
2ο ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του εκκαλούντος : ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Σταύρου (ΑΜΔΣΑ: ……….).
Του εφεσίβλητου : ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ασημίνα Καούνη (ΑΜΔΣΑ : …….).
Επί της από 30-8-2019 με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …../2019 αγωγής του ενάγοντος κατά του εναγόμενου εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η με αριθμό 3741/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).
Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 31-3-2023 έφεσή του, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/2023 και ειδικό …/2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2023 και ειδικό …../2023 για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος παραστάθηκε στο ακροατήριο και αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος κατά του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και κατά της με αριθμό 3741/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 31-3-2023, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ καταχρηστικής προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, που έλαβε χώρα την 4-12-2020, καθότι κατ’ άρθρο 49 του Ν. 4963/2022 (ΦΕΚ Α΄ 149/30-7-2022), κατά την αληθή έννοια του πρώτου εδαφίου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 (Α΄48) ως προθεσμία άσκησης ενδίκου βοηθήματος και μέσου που ανεστάλη κατά το διάστημα από 7-11-2020 έως 5-4-2021 [κατά το οποίο χώρησε προσωρινή αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού COVID – 19], νοείται και η προθεσμία της παρ. 2 του άρθρου 518 ΚΠολΔ, όπως εν προκειμένω, το γεγονός δε αυτό δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Επίσης, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα, για το παραδεκτό της εφέσεως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (β) ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/31-3-2023 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό …………/2023 e-παράβολο ποσού 100,00 ευρώ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 30-8-2019 με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2019 αγωγή του ο ενάγων ισχυριζόταν ότι στον αναφερόμενο στο δικόγραφο τόπο και χρόνο και υπό τις περιγραφόμενες ειδικότερα περιστάσεις ο εναγόμενος εντελώς απρόκλητα και ενεργώντας με πρόθεση του επιτέθηκε και τον χτύπησε με γροθιές στο πρόσωπο και στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να του προξενήσει τα αναφερόμενα στην αγωγή σοβαρά τραύματα, καθώς και ότι προς αποκατάσταση βαριάς οφθαλμολογικής βλάβης αναγκάστηκε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει α) το ποσό των 430,94 ευρώ, ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που του προκάλεσε και β) το ποσό των 23.044,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που του προξένησε με την προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του, περιοριζόμενο κατά το ποσό των 44,00 ευρώ, το οποίο επιφυλάσσεται να ζητήσει από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγων κατά την εκδίκαση της σε βάρος του εναγόμενου κατηγορίας για επικίνδυνη σωματική βλάβη και συνολικά το ποσό των 23.430,94 ευρώ, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση μέχρι ένα (1) έτος σε βάρος του εναγόμενου λόγω της αδικοπραξίας, να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί, καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία την εκκαλουμένη με αριθμό 3741/2020 οριστική απόφασή του, δυνάμει της οποίας, αφού κρίθηκε η αγωγή επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, έγινε εν μέρει δεκτή αυτή (αγωγή) ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 7.366,30 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή ως προς την πιο πάνω καταψηφιστική της διάταξη κατά το ποσό των 4.000 ευρώ, απαγγέλθηκε προσωπική κράτηση σε βάρος του εναγόμενου διάρκειας τριών (3) μηνών και επιβλήθηκε σε βάρος του τελευταίου μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος ύψους 400,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής (3741/2020) ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την κρινόμενη έφεσή του, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η εναντίον του ασκηθείσα αγωγή.
III. Α) Με τον τέταρτο λόγο έφεσης και κατά το πρώτο σκέλος του παραπονείται ο εκκαλών ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου η ένδικη αγωγή κρίθηκε ως ορισμένη, ενώ όφειλε να είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθότι δεν περιγράφονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα γεγονότα που θεμελιώνουν την ένδικη αγωγή. Ωστόσο, ο προβαλλόμενος αυτός λόγος έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός του εναγόμενου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, ο ενάγων επικαλείται με σαφήνεια στην ιστορική βάση της αγωγής του όλα τα γεγονότα, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου (άρθρα 914, 932 ΑΚ) θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια, ήτοι α) παράνομη συμπεριφορά προσώπου, δηλαδή ενέργεια ή παράλειψη, που αντίκειται σε συγκεκριμένο επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δίκαιου ή σε γενική επιταγή της έννομης τάξης και προσβάλλει δικαίωμα ή προστατευόμενο έννομο συμφέρον άλλου προσώπου, β) υπαίτια συμπεριφορά, δηλαδή ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενη σε δόλο ή αμέλεια, γ) επέλευση ζημίας άλλου προσώπου (παθόντος) και δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του υπόχρεου και της ζημίας του παθόντος (ΑΠ 10/2021, ΑΠ 810/2017 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο με σαφήνεια το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής κατά την έννοια του άρθρου 216 ΚΠολΔ, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά, που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, ήτοι οι συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε η ένδικη αδικοπραξία (επικίνδυνη σωματική βλάβη) σε βάρος του ενάγοντος, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγόμενου και της περιουσιακής και μη περιουσιακής ζημίας του ενάγοντος, ώστε να δύναται το Δικαστήριο να προβεί στη νομική θεμελίωση της αγωγής και να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο εναγόμενος δε να αμυνθεί (ΑΠ 29/2021, ΜονΕφΠειρ 375/2021 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Β) Επίσης, με τον τέταρτο λόγο έφεσης και κατά το δεύτερο σκέλος του ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου η ένδικη αγωγή κρίθηκε ως ορισμένη, ενώ όφειλε να είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθότι δεν αναφέρονται οι ηλικίες των διαδίκων, η οικονομική κατάσταση του ενάγοντος και αν η επελθούσα σωματική βλάβη είναι μόνιμη ή έχει αποκατασταθεί μετά από τόσα χρόνια, αναφορικά με το αιτούμενο κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ωστόσο, όπως γίνεται δεκτό, οι ειδικότεροι προσδιοριστικοί παράγοντες της ηθικής βλάβης δεν αποτελούν αυτοτελή στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής και δεν είναι απαραίτητο να εκτίθενται στην αγωγή με ακρίβεια όπως κατά κανόνα τούτο συμβαίνει στην αγωγή για περιουσιακή ζημία και δύνανται να προκύψουν και από τις αποδείξεις (ΑΠ 565/2018, ΑΠ 1046/2011 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε ομοίως, ορθά κατ’ αποτέλεσμα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν έσφαλε, έστω και με ανύπαρκτες αιτιολογίες, που παραδεκτά συμπληρώνονται με αυτές της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον ανωτέρω λόγο έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός του εναγόμενου, τυγχάνουν απορριπτέα, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης στο σύνολό του.
ΙV. Σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης». Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία της αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου – θύματος (τόσο της ηθικής βλάβης όσο και της ψυχικής οδύνης) και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου (ΑΠ 1414/2019, ΑΠ 838/2017). Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 10/2017, Ολ ΑΠ 9/2015). Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 34/2022, ΑΠ 736/2021, ΑΠ 525/2021, ΑΠ 1096/2020 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).
V. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), από τη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία (προανακριτικές μαρτυρικές καταθέσεις, ιατρικές βεβαιώσεις κ.α.) και από τις ποινικές αποφάσεις, που έχουν εκδοθεί σε προγενέστερες δίκες και προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους [με αριθμό ΑΤ848/3-3-2023 απόφαση του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και με αριθμό 185/8-12-2021 απόφαση του Μεταβατικού Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σαλαμίνας] και οι οποίες παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 681/2021, ΑΠ 1286/2003 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), καθώς και από τις φωτογραφίες των διαδίκων, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1 στοιχ. γ, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 30-8-2015 και περί ώρα 06:30 π.μ. ο ……….. (εναγόμενος) βρισκόταν μαζί με την παρέα του, αποτελούμενη από τους …………, ………… και δύο κοπέλες, στο κατάστημα με την επωνυμία «….» στη Σαλαμίνα στη συμβολή της ……….., όπου γευμάτιζαν μετά από νυκτερινή διασκέδαση. Μετά από λίγο, προσήλθε και κάθισε σε διπλανό τραπέζι μία άλλη παρέα αποτελούμενη από τον ………. (ενάγοντα), ………. και ………… Ο τελευταίος όμως, άρχισε να επιδεικνύει ανάγωγη και απρεπή συμπεριφορά προς την παρέα του εναγόμενου, καθώς άρχισε να κουνάει το τραπέζι τους, να ρεύεται και να τους κοιτάζει επίμονα. Ακολούθησε αρχικά λεκτικό επεισόδιο μεταξύ του ………. και του εναγόμενου, το οποίο όμως, εξελίχθηκε σε βίαιο επεισόδιο μεταξύ τους, κατά τη διάρκεια του οποίου ο εναγόμενος επιτέθηκε στον ………., χτυπώντας αυτόν με τα χέρια του στο πρόσωπο δύο (2) φορές, ο δε τελευταίος υπέστη οίδημα δεξιάς ζυγωματικής περιοχής, οίδημα πώγωνος δεξιά, εκχύμωση κάτω βλεφάρου αριστερού οφθαλμού και θλαστική εκχύμωση αριστερού κάτω χείλους. Σημειωτέον ότι οι σωματικές αυτές βλάβες (του …………) κρίθηκαν από το ποινικό δικαστήριο ότι αποτελούν απλή σωματική βλάβη, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από επικίνδυνη σωματική βλάβη, για την οποία έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος του εναγόμενου λόγω μη υποβολής έγκλησης, δυνάμει της με αριθμό 185/8-12-2021 απόφασης του Μεταβατικού Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σαλαμίνας. Στη συνέχεια, ο ενάγων, που καθόταν στο διπλανό τραπέζι, προσέτρεξε σε βοήθεια του ήδη τραυματισμένου φίλου του …….. . και απευθύνθηκε προς τον εναγόμενο, υβρίζοντας τα θεία. Τότε, ο εναγόμενος με μανία επιτέθηκε στον ενάγοντα και τον χτύπησε με γροθιές στο πρόσωπο και ενώ ο ενάγων έπεσε λόγω της σφοδρότητας της επίθεσης στο έδαφος, ο εναγόμενος συνέχισε να τον χτυπάει στο πρόσωπο και στο κεφάλι. Συνεπεία των ανωτέρω, ο ενάγων υπέστη θλαστική εκχύμωση δεξιού οφθαλμού με συνοδό οίδημα άνω – κάτω βλεφάρου και δεξιάς ζυγωματικής χώρας, υπόσφαγμα και ράμματα έσω γωνίας δεξιού οφθαλμού, εκχύμωση δεξιάς μετωπιαίας χώρας, οίδημα βρεγματοϊνιακής περιοχής αριστερά, εκδορά εκ προστριβής 3 Χ 1,5 εκ. περίπου στην έξω επιφάνεια κάτω τριτημορίου δεξιού βραχίονος, μικρό οίδημα αντίχειρα και δείκτη αριστεράς άκρας χείρας, εκχύμωση δεξιάς θωρακικής και μασχαλιαίας χώρας και μικροεκδορές έξω σφυρών κάτω άκρων άμφω, όπως προκύπτει από τη με αριθμό πρωτ. ……../1-9-2015 ιατροδικαστική έκθεση, που συνέταξαν οι Ιατροδικαστές της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιά ……… και …………, οι οποίοι συνέστησαν στον ως άνω παθόντα αποχή από κάθε ασχολία για χρονικό διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών. Εξάλλου, αμέσως μετά το επίδικο επεισόδιο ο ενάγων μεταφέρθηκε από τον …….. στο Κέντρο Υγείας Σαλαμίνας, για την παροχή σε αυτόν ιατρικής περίθαλψης και κατόπιν διακομίστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας «ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ», όπου ο ενάγων εξετάστηκε στα εξωτερικά ιατρεία (ορθοπεδικό, νευροχειρουργικό, οφθαλμολογικό) και πραγματοποιήθηκε συρραφή με δύο (2) ράμματα 6,0 silk στο δεξιό οφθαλμό και διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι λόγω της πτώσης του στο έδαφος είχε υποστεί και εξάρθρημα (ΑΡ) ώμου και έγινε ανάταξη, τέθηκε περιλαίμιο και ανάρτηση αριστεράς χειρός (βλ. την ως άνω ιατροδικαστική έκθεση, σε συνδυασμό και με την από 30-8-2015 ιατρική βεβαίωση του ως άνω Κέντρου Υγείας και τα με αριθμό πρωτ. ……… από 15-9-2015, 15-9-2015, 12-10-2015 και 20-10-2015 πιστοποιητικά εξέτασης του ως άνω δημόσιου Νοσοκομείου). Περαιτέρω, την 31-8-2015 ο ενάγων προσήλθε στο Αστυνομικό Τμήμα Σαλαμίνας, όπου υπέβαλε έγκληση κατά του εναγόμενου και σχηματίστηκε η με ΑΒΜ : ……. ποινική δικογραφία σε βάρος του τελευταίου για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (άρθρο 309 ΠΚ) κατά συρροή (σε βάρος του ……….. και του ……….). Έπειτα, σε εκτέλεση σχετικής παραγγελίας του ως άνω Αστυνομικού Τμήματος, ο ενάγων παραπέμφθηκε για κλινική ιατροδικαστική εξέταση από Ιατροδικαστή της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιά, όπερ και έγινε την επόμενη ημέρα, την 1-9-2015 (βλ. την πιο πάνω ιατροδικαστική έκθεση). Ακολούθως, ο ενάγων εισήλθε την 11-9-2015 στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί κάταγμα εδάφους του κόγχου δεξιού οφθαλμού και υποβλήθηκε σε χειρουργική αποκατάσταση της ανωτέρω βλάβης την ίδια ημέρα (11-9-2015) και εξήλθε την επόμενη ημέρα (12-9-2015), με φαρμακευτική αγωγή (βλ. την από 17-9-2019 ιατρική γνωμάτευση του χειρούργου οφθαλμίατρου ………, την από 12-9-2015 βεβαίωση του Διευθυντή της Οφθαλμολογικής Κλινικής του ως άνω Νοσοκομείου ….. ., το σχετικό φύλλο νοσηλείας και το εξιτήριο). Έτι περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω σωματικές βλάβες τελέστηκαν με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα ……… βαριά σωματική βλάβη και ειδικότερα λόγω του ευπαθούς του πληγέντος τμήματος του σώματος του παθόντος, ήτοι του προσώπου και του κεφαλιού του. Επιπρόσθετα, ο εναγόμενος με τις προτάσεις του προβάλλει τον ισχυρισμό περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης του σε βάρος του ……… λόγω νόμιμης άμυνας, επικαλούμενος ειδικότερα ότι ο …….. τον γρονθοκόπησε στο πρόσωπο και στη συνέχεια τον χτύπησε εκ νέου στο στομάχι με μπουνιά, ότι τότε αυτός (εναγόμενος), μην έχοντας άλλο τρόπο να αποκρούσει την απρόκλητη, αναίτια και βάναυση επίθεση που δεχόταν, τον χτύπησε στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να πονέσει και να σταματήσει τα χτυπήματα σε βάρος του, ότι πριν προλάβει να βγει από το κατάστημα και να φύγει, ο ενάγων, αγριεμένος από την απόκρουση της επίθεσης του ……….., πέταξε σε αυτόν (εναγόμενο) και ειδικότερα στο πρόσωπο το σάντουιτς που έτρωγε, υβρίζοντας τα θεία και έπεσε με φορά επάνω του, ότι στη συνέχεια, πριν προλάβει αυτός (εναγόμενος) να τον αποφύγει, ο ενάγων τον έπιασε με τα δυο του χέρια από το λαιμό πιέζοντας τον με δύναμη για να του προκαλέσει ασφυξία, ότι τότε εντελώς ενστικτωδώς αυτός (εναγόμενος), γνωρίζοντας ότι η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο, προσπάθησε με όλη του τη δύναμη να τραβήξει τα χέρια του από το λαιμό του, χωρίς αποτέλεσμα όμως, ότι μην έχοντας άλλο τρόπο να αποφύγει την ασφυξία, που μετά βεβαιότητας θα του προκαλούσε ο επιτιθέμενος, τον χτύπησε με τις γροθιές του στο σώμα και στο πρόσωπο για να τον αναγκάσει να πάρει τα χέρια του που έσφιγγαν με δύναμη το λαιμό του και ότι εν τέλει, κατάφερε να αναγκάσει τον ενάγοντα να πάρει τα χέρια του από πάνω του και να αποφύγει τον πνιγμό. Ωστόσο, ο ανωτέρω ισχυρισμός του εναγόμενου περί νόμιμης άμυνας (άρθρα 284 ΑΚ, 22 ΠΚ), που συνιστά καταλυτικό της αγωγής ισχυρισμό, ο οποίος αίρει τον άδικο και παράνομο χαρακτήρα της αξιόποινης συμπεριφοράς του εναγόμενου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, καθόσον δεν επιβεβαιώθηκε από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αντίθετα μάλιστα προέκυψε ότι πρώτος ο εναγόμενος επιτέθηκε, ασκώντας σωματική βία, και στους δύο παθόντες, …… και …….., τον οποίο (………) συνέχισε να χτυπάει κι όταν είχε πέσει στο έδαφος, προκαλώντας σε αυτόν τις ανωτέρω εκτεταμένες σωματικές βλάβες (πρβλ : δεν μπορεί να επικαλεστεί άμυνα αυτός που είχε πρώτος επιτεθεί, Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία – Εφαρμογή, εκδ. 2014, υπό άρθρο 22, παρ. 20, σελ. 90). Ενισχυτικό της ως άνω κρίσης του Δικαστηρίου είναι το γεγονός ότι ο εναγόμενος δεν προσκόμισε κάποια ιατρική βεβαίωση, από την οποία να προκύπτει ότι υπέστη κάποια σωματική βλάβη από τη φερόμενη βάναυση επίθεση του ενάγοντος, ούτε κατέθεσε έγκληση σε βάρος του ενάγοντος επιδιώκοντας την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του τελευταίου και τη νόμιμη τιμωρία του, εφόσον, όπως αβασίμως διατείνεται ο εναγόμενος, ο …….. σχεδόν του προκάλεσε ασφυξία και άμεσα κινδύνευσε η ζωή του. Άλλωστε, η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι προηγήθηκε χρονικά λεκτική πρόκληση του ενάγοντος, στην οποία όμως, ο εναγόμενος αντέδρασε κατά τρόπο υπερβολικό και δυσανάλογο, δεδομένου ότι υπερέβαινε σαφώς το αναγκαίο για την απόκρουση μέτρο και δη ασκώντας με πρόθεση σωματική βία και μάλιστα τέτοιας έντασης και διάρκειας, όπως αυτή που εκτέθηκε ανωτέρω, προσβάλλοντας βάναυσα με τον τρόπο αυτό τη σωματική ακεραιότητα και την υγεία του παθόντος …………, η δε έκταση και η σοβαρότητα των σωματικών βλαβών του ενάγοντος είναι ενδεικτική της έντασης της βιαιότητας, με την οποία ενήργησε ο εναγόμενος. Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, ο τρόπος της συμπεριφοράς του ενάγοντος, η ένταση και ο βαθμός επικινδυνότητας αυτής, σε συνδυασμό και με το είδος της απειλούμενης βλάβης (ενδεχομένως προσβολή της τιμής) και με τις λοιπές επικρατούσες συνθήκες και περιστάσεις, δεν δικαιολογούσαν την, δια άσκησης ωμής σωματικής βίας, επίθεση του εναγόμενου, η οποία προφανώς υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, καθότι προξένησε στον ενάγοντα βλάβη βαρύτερη από εκείνη που ήταν πρακτικά αναγκαία προς απόκρουση της λεκτικής και μόνο πρόκλησης (ενδεχομένως με χρήση από τον εναγόμενο άλλου, διαφορετικού και ηπιότερου μέσου, όπως επίκληση της αστυνομικής αρχής), με αποτέλεσμα να μην συντρέχουν στην κρινόμενη περίπτωση οι όροι της νόμιμης άμυνας (ΑΠ 1356/2018, ΑΠ 535/2002 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Κατ’ ακολουθίαν, τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται πρωτοδίκως προβληθείς περί άμυνας ισχυρισμός, τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης στο σύνολό του. Κατά συνέπεια και δοθέντος ότι βάση της αστικής αξίωσης για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του πιο πάνω ποινικού αδικήματος, όπως προεκτέθηκε (επικίνδυνη σωματική βλάβη), συντρέχει αστική αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου. Εξάλλου, ο εναγόμενος καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών για το έγκλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης σε βάρος του ενάγοντος (με αναγνώριση στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου σύννομου βίου), δυνάμει της με αριθμό ΑΤ848/3-3-2023 απόφασης του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ έφεση της με αριθμό 185/8-12-2021 ομοίως καταδικαστικής απόφασης του Μεταβατικού Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σαλαμίνας. Από την άλλη μεριά όμως, με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν ο προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός περί συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος στην πρόκληση της ζημίας (άρθρο 300 ΑΚ), δεδομένου ότι η προπεριγραφόμενη συμπεριφορά του ενάγοντος προς τον εναγόμενο σαφώς συνδέεται αιτιωδώς με την προκληθείσα ζημία και να προσδιοριστεί το ποσοστό συνυπαιτιότητας του ενάγοντος σε 15% και του εναγόμενου σε 85%, απορριπτόμενου ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν του ανάλογου ισχυρισμού του εναγόμενου περί συντρέχοντος πταίσματος του αντιδίκου του κατά το υπερβάλλον (μέχρι 95%). Επομένως, τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται πρωτοδίκως προβληθείς περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος σε ποσοστό 95% ισχυρισμός, τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης στο σύνολό του. Επιπλέον, για την αποκατάσταση της υγείας του ο ενάγων αναγκάστηκε να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις και σε χειρουργική επέμβαση, όπως άλλωστε προαναφέρθηκε, με αποτέλεσμα να δαπανήσει τα παρακάτω χρηματικά ποσά. Συγκεκριμένα, κατέβαλε α) για τη διενέργεια ακτινολογικού ελέγχου (αριστερού ώμου) το ποσό των 40,00 ευρώ, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………./7-9-2015 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ιατρού ακτινολόγου ………., β) για την υποβολή του σε αξονική τομογραφία CT σπλαχνικού κρανίου το ποσό των 71,00 ευρώ, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………./8-9-2015 απόδειξη παροχής υπηρεσιών της Γενικής Κλινικής Σαλαμίνας «Ο ΓΛΥΚΥΣ ΙΗΣΟΥΣ», γ) για τη διενέργεια ιατρικών και παρακλινικών εξετάσεων στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών το ποσό των 39,94 ευρώ, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……/10-9-2015 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του Νοσοκομείου και δ) για την ως άνω χειρουργική αντιμετώπιση της οφθαλμολογικής βλάβης το ποσό των 280,00 ευρώ, όπως προκύπτει από το με αριθμό ………/20-10-2015 δελτίο παροχής υπηρεσιών του Ναυτικού Νοσοκομείου Αθηνών σε συνδυασμό με σχετικές αποδείξεις καταβολής και συνολικά για την παραπάνω αιτία ο ενάγων κατέβαλε το ποσό των 430,94 ευρώ (40,00 +71,00 + 39,94 + 280,00 ευρώ). Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της συνυπαιτιότητας του ενάγοντος (15%) στην πρόκληση της ζημίας, το ποσό που ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας του, η οποία προκλήθηκε σε βάρος του και συνδέεται αιτιωδώς με την τελεσθείσα αδικοπραξία, πρέπει να μειωθεί σε (430,94 ευρώ Χ 85%) 366,30 ευρώ. Τέλος, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα σε βάρος του ενάγοντος η προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου, του βαθμού της υπαιτιότητας του τελευταίου, της συνυπαιτιότητας του παθόντος, του είδους της προσβολής, της βαρύτητας της σωματικής βλάβης του ενάγοντος, της έκτασης της ζημίας, της στενοχώριας και της θλίψης, που προκλήθηκε στον ενάγοντα, καθώς και της κοινωνικής, οικονομικής και περιουσιακής κατάστασης των διαδίκων, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι με βάση την αρχή της αναλογικότητας πρέπει ο εναγόμενος να υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ύψος της οποίας πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 7.000,00 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο (άρθρα 914, 932 ΑΚ), σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Άρα, ο τρίτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών – εναγόμενος παραπονείται ότι κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας επιδικάστηκε λόγω ηθικής βλάβης το ως άνω υπερβολικό ποσό, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Κατά συνέπεια, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.366,30 (366,30 + 7.000) ευρώ (δεν υποβλήθηκε με την αγωγή ούτε με τις πρωτόδικες προτάσεις του ενάγοντος αίτημα τοκοδοσίας).
VΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524, 525, 526 και 536 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, (μόνο) κατά τα καθοριζόμενα με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους όρια. Το Εφετείο επιλαμβανόμενο της διαφοράς εξετάζει εάν, κατ’ ορθή εφαρμογή του νόμου, το κατώτερο δικαστήριο αποφάσισε προσηκόντως ή όχι, τηρώντας την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο, διαδικασία. Συνεπώς, έχει ως προς την αγωγή (εισαγωγικό δικόγραφο), την αυτή όπως και εκείνο εξουσία, δυνάμενο και χωρίς υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει οίκοθεν το νόμω βάσιμο αυτής και να την απορρίψει, αν ελλείπουν τα κατά νόμο απαιτούμενα για τη θεμελίωσή της στοιχεία. Ειδικότερα, εάν νόμω αβάσιμη ή αόριστη αγωγή έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία εν όλω ή εν μέρει, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς ειδικό παράπονο, να εξετάσει το νόμω βάσιμο και ορισμένο αυτής και να την απορρίψει για τις τυπικές αυτές πλημμέλειες, αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της, έστω για άλλους λόγους. Και τούτο γιατί με την απόφαση αυτή καθίσταται επωφελέστερη η θέση του εκκαλούντος. Στην περίπτωση δε αυτή, εφόσον επέρχεται αλλαγή του διατακτικού, εξαφανίζεται προηγουμένως η προσβαλλομένη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1420/2023, ΑΠ 347/2020, ΑΠ 1216/1997, ΜονΕφΑθ 5209/2022 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, το σωρευόμενο αίτημα της αγωγής για απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγόμενου για απαίτηση εκ αδικοπραξίας συνολικού ποσού 23.430,94 ευρώ είναι μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο, διότι δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση μικρότερη από 30.000 ευρώ (άρθρο 1047 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως εν προκειμένω. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του (3741/2020) έκρινε την αγωγή εν όλω νόμιμη, έκανε εν μέρει δεκτή αυτή (αγωγή) κατά το αίτημα αυτό ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και απήγγειλε προσωπική κράτηση σε βάρος του εναγόμενου διάρκειας τριών (3) μηνών, ενώ το σχετικό περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης αίτημα ήταν μη νόμιμο, έσφαλε. Πρέπει συνεπώς, το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 522 ΚΠολΔ, εφόσον ο εκκαλών – εναγόμενος ζητεί την απόρριψη της αγωγής, έστω για άλλους λόγους, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως χωρίς ειδικό προς τούτο παράπονο τη νομιμότητα αυτής, να την απορρίψει εν μέρει ως μη νόμιμη, αφού πρώτα εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, διότι δεν επιτρέπεται αντικατάσταση αιτιολογίας, δεδομένου ότι άγει σε διάφορο κατ’ αποτέλεσμα διατακτικό και στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ και δικαστεί, πρέπει η ένδικη αγωγή να απορριφθεί εν μέρει ως μη νόμιμη και δη κατά το ως άνω αίτημα απαγγελίας προσωπικής κράτησης και κατά τα λοιπά να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.366,30 ευρώ, κατά τα προεκτεθέντα. Τέλος, πρέπει μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου – ενάγοντος, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, να επιβληθεί σε βάρος του εκκαλούντος – εναγόμενου, λόγω της μερικής ήττας του τελευταίου και ανάλογο με την έκταση αυτής (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ πρέπει και να διαταχθεί η επιστροφή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./31-3-2023 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στον τελευταίο, καθότι η ένδικη έφεσή του έγινε δεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 3741/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 3741/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 30-8-2019 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό ……/2019 αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων εξήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτών (7.366,30 ευρώ).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στον εκκαλούντα.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος – εναγόμενου μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου – ενάγοντος, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 25η Νοεμβρίου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ