ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 568/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στην ………… Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξουσία δικηγόρος της Μαρία Αρβανίτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………… τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξουσία δικηγόρος του Άννα Κοντοσέα [Γ. ΚΟΝΤΟΣΕΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ], με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Ο εφεσίβλητος, ……….., ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 30.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………./30.12.2021 αγωγή, σε βάρος της ήδη εκκαλούσας εταιρείας, επί της οποίας, συζητήσεως γενομένης την 06.10.2022, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθμό 3109/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.
Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγομένη, μονοπρόσωπη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «……….», με την από 25.10.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………/25-10-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …………/31-10-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.
Κατά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, η οποία εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη 25.10.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………./25-10-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………./31-10-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης, που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 3109/19.09.2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 30.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου …………/30.12.2021 αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η ανωτέρω αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από της δημοσιεύσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως στις 19.09.2023, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε, η ένδικη έφεση, αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ. α΄ του N.2172/1993), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.
ΙΙ. Ο ενάγων, ………….., με την ένδικη αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 224 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ, διορθώθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις του, ισχυρίσθηκε ότι, κατόπιν συμβάσεων ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία «……….», ναυτολογήθηκε τρεις (3) φορές με την ειδικότητα της Θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, χρονικά διαστήματα, εντός της χρονικής περιόδου από 2.12.2019 έως 29.1.2021, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο «ΝΣ» κοχ 13902,04, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής των προβλεπομένων αποδοχών (μηνιαίου μισθού και επιδομάτων) από τη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) για τα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019. Ο ίδιος ισχυρίσθηκε περαιτέρω ότι, ενόψει των ανωτέρω συμβάσεων, ναυτολογήθηκε και εργάσθηκε καθόλα τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, με την ανωτέρω ειδικότητα, παρείχε δε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά, κατά τον ένδικο χρόνο, τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο δρομολόγια μεταξύ ελληνικών λιμένων, εργαζόμενος επί δέκα πέντε (15) ώρες ημερησίως, πλην των ημερών αργίας 1.1.2020 και 6.1.2020, οπότε εργάσθηκε επί δέκα έξι (16) ώρες καθ’ εκάστη. Με βάση τα περιστατικά αυτά και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι, απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των συμφωνημένων αποδοχών του, που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις ημέρες Κυριακής, Σαββάτου και αργιών, το σύνολο των αναλογούντων στον χρόνο εργασίας του επιδομάτων εορτών, χωρίς να λάβει αποζημίωση απολύσεως λόγω της μονομερούς, εκ μέρους του πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου, καταγγελίας της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεών του, συνεπεία διακοπής των πλόων του ανωτέρω πλοίου λόγω της ετήσιας επιθεωρήσεώς του και τη μη επαναυτολόγησή του εντός προθεσμίας εξήντα ημερών, ανερχομένης στις αποδοχές είκοσι δύο ημερών ημερών, σύμφωνα με τις διατάξεις της ανωτέρω ΣΣΝΕ που κατά συμφωνία των διαδίκων εφαρμόζονταν στην εν λόγω σύμβαση ναυτικής εργασίας, καθώς επίσης χωρίς να λάβει τις συνολικά δέκα τρεις άδεις διανυκτερεύσεως που εδικαιούτο με βάση την ίδια ΣΣΝΕ, ζήτησε να του επιδικαστεί, δι’ αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, το ποσό των ευρώ 20.058,86, νομιμότοκα από της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του την 28.1.2021, άλλως από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής και να υποχρεωθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 3109/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αφού η ένδικη αγωγή έγινε δεκτή, ως νόμιμη και δη ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648 επ. ΑΚ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 57, 60, 75, 82 και 84 του Κ.Ι.Ν.Δ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ ΒΊ/1982), ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2019, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12-8-2019), άρθρα 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε’ ΚΠολΔ, ακολούθως αυτή (ένδικη αγωγή), έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της και επιδικάσθηκε στον ενάγοντα καταψηφιστικώς το ποσό των ευρώ 14.468,53, αφού απορρίφθηκε ως αόριστη η περί καταβολής ένσταση της εναγομένης και δη επιδικάσθηκε (α) το ποσό των ευρώ 8.491,36, ως υπόλοιπο οφειλομένης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις εκατόν ογδόντα πέντε [185] καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, είκοσι εννέα [29] ημέρες Σαββάτου και επτά [7] ημέρες αργίας, που εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο, διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ενάγων εργαζόταν επί δέκα τρεις [13] ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, απορριφθείσας της αγωγής ως αβάσιμης στην ουσία της καθό μέρος ο ενάγων αξίωνε αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση δέκα πέντε [15] ωρών ημερησίως και δέκα έξι [16] ημερών ημερησίως ειδικώς τις ημέρες αργίας 1.1.2020 και 6.1.2020, (β) το ποσό των ευρώ 196,08, ως υπόλοιπο αναλογίας επιδόματος εορτών Πάσχα έτους 2020, (γ) το ποσό των ευρώ 1.444,28 ως υπόλοιπο αναλογίας επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2020, (δ) το ποσό των ευρώ 235,41 ως υπόλοιπο αναλογίας επιδόματος εορτών Πάσχα 2021, (ε) το ποσό των ευρώ 657,12 ως υπόλοιπο αποζημιώσεως για μη χορηγηθείσες δέκα τρεις άδειες διανυκτέρευσης και (ζ) το ποσό των ευρώ 3.444,28, ως αποζημίωση για την απόλυσή του, την 24.1.2020, λόγω διακοπής των πλόων του ανωτέρω πλοίου και μη επαναυτολόγησής του. Τα ανωτέρω ποσά, επεδίκασε με το νόμιμο τόκο από την 30.1.2021, ήτοι την επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεως του ενάγοντος, κήρυξε δε την απόφαση εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των ευρώ 5.000 και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα μέρος της δικαστικής του δαπάνης, το ύψος της οποία όρισε στο ποσό των ευρώ εξακοσίων (700). Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η εναγομένη, ως εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό, έχουσα έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη της, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως, με την ένδικη έφεσή της, με την οποία πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αναφορικά με την κρίση του α) επί του κονδυλίου της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον πρώτο λόγο έφεσης το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως πλήττεται και για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής, ισχυριζόμενη ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά οι αποδείξεις θα είχε γίνει δεκτό ότι αυτός (ενάγων) δεν εργαζόταν υπερωριακά, πλην κατ’ εξαίρεση ορισμένες ημέρες, οπότε εργάσθηκε επί δέκα (1ο) ώρες ημερησίως, β) επί του κονδυλίου αναλογίας δώρων εορτών, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, υπολογίσθηκαν εσφαλμένα επί τη βάσει αυξημένων, έναντι των πράγματι δικαιουμένων υπ’ αυτού τακτικών αποδοχών, αφού ελήφθη υπόψη μέσος όρος αμοιβής για υπερωριακή του απασχόληση ανώτερη από αυτήν που πράγματι εδικαιούτο, γ) επί του κονδυλίου διαφοράς οφειλόμενης αποζημίωσης λόγω μη χορήγησης δέκα τριών αδειών διανυκτερεύσεως, καθόσον όπως ισχυρίζεται ο ενάγων έλαβε όλες τις δικαιούμενες υπ’ αυτού άδειες διανυκτέρευσης και (δ) επί του κονδυλίου αποζημίωσης απολύσεως λόγω καταγγελίας της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, διότι υπολογίσθηκαν εσφαλμένα επί τη βάσει αυξημένων, έναντι των πράγματι δικαιουμένων υπ’ αυτού τακτικών αποδοχών, αφού ελήφθη υπόψη μέσος όρος αμοιβής για υπερωριακή του απασχόληση ανώτερη από αυτήν που πράγματι εδικαιούτο, κονδύλιο το οποίο πλήττει και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων τα άρθρα 173 και 175 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ν.δ. 187/1973), διότι ο δεξαμενισμός του πλοίου τυγχάνει υποχρεωτικός, με αποτέλεσμα να μη δικαιούται ο ενάγων αποζημίωση απολύσεως για την αποναυτολόγησή του την 24.1.2020, διότι αυτή έλαβε χώρα για λόγους ανωτέρω βίας. Ζήτησε δε, με την εν λόγω έφεσή της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ένδικη αγωγή του ενάγοντος και να καταδικασθεί αυτός στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
ΙΙΙ. Από την εκτίμηση της, περιεχομένης στη με αριθμό ……../7.7.2022 ένορκη βεβαίωση η οποία ελήφθη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών ……., του ενόρκως βεβαιούντος ………., η οποία ελήφθη με επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλητεύσεως της αντιδίκου του, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ……./4.7.2022 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, ……., την περιεχομένη στη με αριθμό ……../5-10-2022 ένορκη βεβαίωση που ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, του ενόρκως βεβαιούντος ……., η οποία ελήφθη με επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης της υπογράφουσας την ένδικη αγωγή πληρεξουσίας δικηγόρου του ενάγοντος και εκ του νόμου αντικλήτου του, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ……./28-9-2022 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, ……….., καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ, αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), απεδείχθησαν, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με τρεις συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν μεταξύ του ενάγοντος ………., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό …….. ναυτικού φυλλαδίου και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «………….», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «ΝΣ» κοχ 13902,04, ο ενάγων απασχολήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου στο πλοίο αυτό, εντός της χρονικής περιόδου από 2.12.2019 έως και 29.1.2021. Η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 2.12.2019 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο ανωτέρω πλοίο μέχρι την 24η.1.2020, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιά, επειδή το πλοίο ακινητοποιήθηκε, προκειμένου να υποβληθεί στην ετήσια επιθεώρησή του. Επαναπροσλήφθηκε δε στο ίδιο πλοίο και στον ίδιο λιμένα την 1η.6.2020 και απασχολήθηκε με την ίδια ειδικότητα έως την 2.11.2020, οπότε και αποναυτολογήθηκε στο λιμένα του Πειραιώς, «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του Πλοιάρχου του πλοίου. Τέλος, ο ενάγων επαναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο στον Πειραιά με την ίδια ειδικότητα την 16.12.2020 και παρείχε τις υπηρεσίες του στο ανωτέρω πλοίο μέχρι την 29η.1.2021, οπότε και αποναυτολογήθηκε στο λιμένα του Πειραιώς, «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του Πλοιάρχου του πλοίου. Όσον αφορά, στις αποδοχές του ενάγοντος, στα πλαίσια της πρώτης και δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, δυνάμει της από 2.12.2019 και από 1.6.2020 έγγραφης σύμβασης ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, προβλέφθηκε ότι ο ενάγων θα λαμβάνει μεικτές αποδοχές μηνιαίως εκ ποσού ευρώ 2.831,80 ποσό στον οποίο θα περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ. Έγγραφη σύμβαση δεν καταρτίσθηκε στα πλαίσια της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων. Με συμφωνία των διαδίκων επομένως, άπασες οι ένδικες συμβάσεις ως προς τους όρους αμοιβής και στους εν γένει όρους παροχής της εργασίας του ενάγοντος, προβλέφθηκε ότι θα ισχύει η ΣΣΝΕ των μελών των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, η οποία υπεγράφη την 8.7.2019 και κυρώθηκε την 24.7.2019, με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 3170/2019). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ως άνω εφαρμοζομένης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα, ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά την Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜΕΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 735/2006 ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005 ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ίδιας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά τη ΣΣΝΕ του έτους 2019 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2), η οποία εφαρμόζεται επί των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του Θαλαμηπόλου ορίστηκε σε χίλια διακόσια τέσσερα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτά (1.204,77 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, δηλαδή σε διακόσια εξήντα πέντε ευρώ και πέντε λεπτά (265,05 €), το ημερήσιο αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (19,98 €), δηλαδή σε πεντακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτά (19,98 € Χ 30 ημέρες = 599,40 €) μηνιαίως, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα έξι ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά του ευρώ (36,64 €), οι αποδοχές της αδείας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια τέσσερα ευρώ και τέσσερα λεπτά {(1.204,77 € + 265,05 + 599,40 €: 22 Χ 5 ημέρες = 470,28 € (κατόπιν στρογγυλοποίησης)}, το ωρομίσθιο του Θαλαμηπόλου καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (6,96 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και εβδομήντα λεπτά (8,70 €) και σε δέκα ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (10,44 €), αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος, κατά τις ένδικες ναυτολογήσεις του, στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης, ανέρχονταν σε (1.204,77 € + 265,05 € + 599,40 € + 36,64 € + 470,28 =) δύο χιλιάδες πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και δέκα τέσσερα λεπτά (2.576,14 ευρώ), πλην όμως, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του προσδιορίζει το επίδομα αδείας σε ευρώ 433,95 μηνιαίως, με αποτέλεσμα, κατά την αγωγή, οι ελάχιστες νόμιμες αποδοχές αυτού (ενάγοντος), κατά το επίδικο διάστημα, να ανέρχονται σε (1.204,77 € + 265,05 € + 599,40 € + 36,64 € + 433,95 =) δύο χιλιάδες πεντακόσια τριάντα εννέα ευρώ και ογδόντα ένα λεπτά (2.539,81 ευρώ), επί του οποίου ποσού υπολογίσθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση και οι επίδικες απαιτήσεις (άρθρο 106 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, τα γενικά καθήκοντα των θαλαμηπόλων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του οποίου, οι θαλαμηπόλοι διακρίνονται ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσης στην οποία ανήκουν και τον βοηθούν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντήρησης και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Ειδικότερα, στη διάταξη του άρθρου 118 του ιδίου ως άνω β.δ./τος, που επίσης αναφέρεται στα ειδικότερα καθήκοντα των θαλαμηπόλων ενδιαιτημάτων, εστιατορίων, και κυλικείων, προβλέπεται ότι: «1…2. Οι θαλαμηπόλοι εστιατορίων βοηθούμενοι υπό επικούρων και υπό την άμεσον εποπτείαν και διεύθυνσιν του Αρχιθαλαμηπόλου επιμελούνται του ευπρεπισμού των αιθουσών των επιβατών (φαγητού, υποδοχής, χορού, μουσικής, αναγνωστηρίου, καπνιστηρίου κ.λ.π.) και της κοινωνικής προετοιμασίας των τραπεζών διά το πρωϊνόν ρόφημα, πρόγευμα, γεύμα, πρόδειπνον και δείπνον και εξυπηρετούσι τους εν αυταίς επιβάτας μετά προθυμίας και συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. 3. Οι θαλαμηπόλοι κυλικείων βοηθούμενοι υπό επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού του κυλικείου και εξυπηρετούσι τους επιβάτας, παρέχοντες αυτοίς κατά την παραγγελίαν των αφεψήματα, ποτά και είδη κυλικείου, εις την κεκανονισμένην ποσότητα και τιμήν, βάσει τιμολογίου μονίμως ανηρτημένου εις πινακίδα. 4. Οι θαλαμηπόλοι ενδιαιτημάτων βοηθούμενοι υπό επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού των κοιτωνίσκων των επιβατών και τίθενται προθύμως, και ανελλιπώς εις την διάθεσίν των διά την αρτιωτέραν εξυπηρέτησίν των κατά την διάρκειαν του ταξειδίου εξασφαλίζουσι την ησυχίαν κατά την νυκτερινήν φυλακήν των, και επιμελούνται της παραλαβής και μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών από του καταστρώματος εις τας θέσεις και τανάπαλιν κατά την επιβίβασιν και αποβίβασίν των». Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων αποδείχθηκε ότι το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε τα ακόλουθα δρομολόγια [α] κατά τη διάρκεια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων και δη κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 24.1.2020: Κάθε Δευτέρα, απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 20.00, όπου είχε καταπλεύσει την ίδια ημέρα ώρα 06.30, για Χίο (αφ. την επομένη ημέρα Τρίτη ώρα 04.15 – αναχ. 04.45), Μυτιλήνη (αφ. 07.40– αναχ. 18.00), Χίο (αφ. 21.00 – αναχ. 21.30), Οινούσσες (αφ. 22.00 – αν. 22.10), Ψαρά (αφ. 00.10 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αν. 00.20), Πειραιά, όπου κατέπλεε την ίδια ημέρα Τετάρτης ώρα 06.55 και απέπλεε εκ νέου ώρα 20.00 για Χίο (αφ. την επομένη ημέρα Πέμπτης ώρα 04.15 – αναχ. 04.45), Μυτιλήνη (αφ. 07.45) απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα Πέμπτη και ώρα 19.00 για Χίο (αφ. 22.00 – αναχ. 22.30), Πειραιά, όπου κατέπλεε την επομένη ημέρα Παρασκευή ώρα 06.30 και απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα ώρα 20.00 για Ψαρά (αφ. 02.40 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αν. 02.50), Οινούσσες (αφ. 04.45 – αν. 04.55), Χίο (αφ. 05.25 – αναχ. 05.55), Μυτιλήνη (αφ. 08.50), όπου διανυκτέρευε και απέπλεε την επομένη ημέρα Κυριακής ώρας 19.00 για Χίο (αφ. 22.00– αναχ. 22.30), Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 06.30 της επομένης ημέρας Δευτέρας και εκτελούσε ακολούθως το ανωτέρω δρομολόγιο. Το εν λόγω πλοίο την 31.12.2019 απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 20.00 για Χίο (αφ. 04.15 την επομένη ημέρα Τετάρτη 1.1.2020 – αναχ. 04.45), Μυτιλήνη (αφ. 07.45 της ίδιας ημέρας) και παρέμεινε σε αυτό έως την ημέρα Παρασκευή 3.1.2020 οπότε απέπλευσε ώρα 10.00 για Χίο (αφ. 13.00 – αναχ. 13.30), Πειραιά όπου κατέπλευσε την ίδια ημέρα Παρασκευή ώρα 21.30 και απέπλευσε εκ νέου ώρα 23.59 για Ψαρά (αφ. 06.40 της επομένης ημέρας Σαββάτου 4.1.2020 – αν. 06.50), Οινούσσες (αφ. 08.45 – αν. 08.55), Χίο (αφ. 09.25 – αναχ. 09.55), Μυτιλήνη (αφ. 12.50 – αν. 19.00), Χίο (αφ. 22.00 – αναχ. 22.30), Πειραιά, όπου κατέπλευσε ώρα 06.30 της επομένης ημέρας Κυριακής 5.1.2020, όπου παρέμεινε έως την ημέρα Τετάρτη 8.1.2020, οπότε συνέχισε το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο. [β] κατά τη διάρκεια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων και δη κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2020 έως 2.11.2020: (i) κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2020 έως 13.6.2020, όπως προκύπτει από τα εγκεκριμένα δρομολόγια του εν λόγω πλοίου: Κάθε Δευτέρα απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 20.00, όπου είχε καταπλεύσει την ίδια ημέρα ώρα 06.30, για Χίο (αφ. την επομένη ημέρα Τρίτη ώρα 04.15 – αναχ. 04.45), Μυτιλήνη (αφ. 07.45 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 22.00 – αναχ. 22.30), Πειραιά, όπου κατέπλεε την επομένη ημέρα Τετάρτη ώρα 06.30 και απέπλεε εκ νέου ώρα 20.00, για Χίο (αφ. την επομένη ημέρα Πέμπτη ώρα 04.15 – αναχ. 04.45), Μυτιλήνη (αφ. 07.45 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 22.00 – αναχ. 22.30), Πειραιά, όπου κατέπλεε την επομένη ημέρα Παρασκευή ώρα 06.30 και απέπλεε εκ νέου ώρα 20.00, για Χίο (αφ. την επομένη ημέρα Σάββατο ώρα 04.15 – αναχ. 04.45), Μυτιλήνη (αφ. 07.45) απ’ όπου απέπλεε την επομένη ημέρα Κυριακής και ώρα 19.00 για Χίο (αφ. 22.00 – αναχ. 22.30), Πειραιά, όπου κατέπλεε την επομένη ημέρα Δευτέρας ώρα 06.30 και απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα και ώρα 20.00, εκτελώντας το ίδιο ως άνω δρομολόγιο. Κατά τον πίνακα δρομολογίων το πλοίο δεν θα εκτελούσε δρομολόγιο την ημέρα Κυριακής 7.6.2020 και θα αναχωρούσε την επομένη ημέρα Δευτέρα 8.6.2020 από Μυτιλήνη ώρα 10.00 για Χίο (αφ. 13.00 – αναχ. 13.30) Πειραιά (αφ. 21.15 – αναχ. 23.30), Χίο (αφ. 07.15 της επομένης ημέρας Τρίτης 9.6.2020 – αναχ. 07.45), Μυτιλήνη (αφ. 10.45) και ακολούθως θα εκτελόυσε το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο. (ii) κατά το χρονικό διάστημα από 14.6.2020 έως 7.9.2020: Κάθε Δευτέρα, απέπλεε από το λιμάνι των Ψαρών, όπου είχε καταπλεύσει ώρα 00.10, ώρα 00.20 για το λιμάνι του Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.55 της ίδιας ημέρα και απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα ώρα 20.00, για Χίο (αφ. την επομένη ημέρα Τρίτη ώρα 04.15 – αναχ. 05.00), Μυτιλήνη (αφ. 08.00– αναχ. 18.00), Χίο (αφ. 21.00 – αναχ. 21.30), Οινούσσες (αφ. 22.00 – αν. 22.10), Ψαρά (αφ. 00.10 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αν. 00.20), Πειραιά, όπου κατέπλεε την ίδια ημέρα Τετάρτης ώρα 06.55 και απέπλεε εκ νέου ώρα 20.00 για Ψαρά (αφ. 02.40 της επομένης ημέρας Πέμπτης – αν. 02.50), Οινούσσες (αφ. 04.45 – αν. 04.55), Χίο (αφ. 05.25 – αναχ. 05.55), Μυτιλήνη (αφ. 08.50) απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα Πέμπτη και ώρα 18.00 για Χίο (αφ. 21.00 – αναχ. 21.30), Πειραιά, όπου κατέπλεε την επομένη ημέρα Παρασκευή ώρα 05.45 και απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα ώρα 20.00 για Ψαρά (αφ. 02.40 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αν. 02.50), Οινούσσες (αφ. 04.45 – αν. 04.55), Χίο (αφ. 05.25 – αναχ. 08.10), Μυτιλήνη (αφ. 09.05), όπου διανυκτέρευε και απέπλεε την επομένη ημέρα Κυριακής ώρας 18.00 για Χίο (αφ. 21.00– αναχ. 21.30), Οινούσσες (αφ. 22.00 – αν. 23.10), Ψαρά (αφ. 00.10 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 00.20) Πειραιάς, όπου κατέπλεε ώρα 06.55 της ίδιας ημέρας Δευτέρας και εκτελούσε ακολούθως το ανωτέρω δρομολόγιο. Την ημέρα Παρασκευή της 1.8.2020 και 8.8.2020 το δρομολόγιο εκτελέσθηκε ως ακολούθως: Μυτιλήνη (αν. 12.00), Καβάλα (αφ. 20.30 – αναχ. 23.00), Λήμνος (αφ. 02.50 της επομένης ημέρας Σαββάτου 2.8.2020 και 9.8.2020 – αναχ. 03.20), Μυτιλήνη (αφ. 08.20). (ii) κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 30.9.2020: Κάθε Δευτέρα απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 20.00 (στο οποίο είχε καταπλεύσει την ίδια ημέρα ώρα 06.30), για Χίο (αφ. την επομένη ημέρα Τρίτη ώρα 04.15 – αναχ. 04.45), Μυτιλήνη (αφ. 07.45 – αναχ. 18.00), Χίο (αφ. 21.00 – αναχ. 21.30), Οινούσσες (αφ. 22.00 – αν. 22.10), Ψαρά (αφ. 00.10 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 00.20) Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 06.55 της ίδιας ημέρας Τετάρτης και αναχωρούσε εκ νέου ώρα 20.00 για Ψαρά (αφ. 02.40 της επομένης ημέρας Πέμπτης – αν. 02.50), Οινούσσες (αφ. 04.45 – αν. 04.55), Χίο (αφ. 05.25 – αναχ. 05.55), Μυτιλήνη (αφ. 08.50 – αναχ. 18.00), Χίο (αφ. 21.00– αναχ. 21.30), Οινούσσες (αφ. 22.00 – αν. 23.10), Ψαρά (αφ. 00.10 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 00.20) Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 06.55 της ίδιας ημέρας Παρασκευής και αναχωρούσε εκ νέου ώρα 20.00 για Ψαρά (αφ. 02.40 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αν. 02.50), Οινούσσες (αφ. 04.45 – αν. 04.55), Χίο (αφ. 05.25 – αναχ. 08.10), Μυτιλήνη (αφ. 09.05) όπου διανυκτέρευε και αναχωρούσε εκ νέου ώρα 19.00 της επομένης ημέρας Κυριακής για, Χίο (αφ. 22.00– αναχ. 22.30), Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 06.30 της επομένης ημέρας Δευτέρα και αναχωρούσε εκ νέου ώρα 20.00 προς εκτέλεση του ανωτέρω (τακτικού) δρομολογίου. (iii) κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2020 έως 2.11.2020: Κάθε Δευτέρα απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 20.00 (στο οποίο είχε καταπλεύσει την ίδια ημέρα ώρα 06.30), για Χίο (αφ. την επομένη ημέρα Τρίτη ώρα 04.15 – αναχ. 04.45), Μυτιλήνη (αφ. 07.45 – αναχ. 18.00), Χίο (αφ. 21.00 – αναχ. 21.30), Οινούσσες (αφ. 22.00 – αν. 22.10), Ψαρά (αφ. 00.10 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 00.20) Πειραιάς, όπου κατέπλεε ώρα 06.55 της ίδιας ημέρας Τετάρτης και αναχωρούσε εκ νέου ώρα 20.00 για Χίο (αφ. την επομένη ημέρα Πέμπτη ώρα 04.15 – αναχ. 04.45), Μυτιλήνη (αφ. 08.00– αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 22.00 – αναχ. 22.30), Πειραιά στο οποίο κατέπλε ώρα 06.30 της επομένης ημέρας Παρασκευής, κι απέπλεε εκ νέου ώρα 20.00 για Ψαρά (αφ. 02.40 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αν. 02.50), Οινούσσες (αφ. 04.45 – αν. 04.55), Χίο (αφ. 05.25 – αναχ. 06.10), Μυτιλήνη (αφ. 09.05) όπου διανυκτέρευε και αναχωρούσε την επομένη ημέρα Κυριακής ώρα 19.00 για Χίο (αφ. 22.00– αναχ. 22.30), Πειραιά όπου κατέπλεε την επομένη ημέρα Δευτέρα ώρα 06.30 και συνέχιζε το ανωτέρω δρομολόγιο. [γ] κατά τη διάρκεια της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων και δη κατά το χρονικό διάστημα από 16.12.2020 έως 29.1.2021 εκτελούσε το ανωτέρω δρομολόγιο το οποίο εκτελούσε και κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2020 έως 2.11.2020. Ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίζεται ότι, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεών του στο ανωτέρω πλοίο, εργαζόταν με την ειδικότητα που προσελήφθη και δη αυτή του θαλαμηπόλου επί δέκα πέντε [15] ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο, πλην των ημερών 1.1.2020 και 6.1.2020, οπότε εργάσθηκε επί δέκα έξι ώρες [16] καθ’ εκάστη. Ειδικότερα, ο ενάγων υποστήριξε ότι καθημερινά, ξεκινούσε την εργασία του μία ώρα προ της αφίξεως του εν λόγω πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού και εργαζόταν επί 6,50 ώρες απασχολούμενος στις εργασίες αποβίβασης των επιβατών και ακολούθως στον καθαρισμό των καμπινών των επιβατών και των κοινόχρηστων χώρων του πλοίου. Ακολούθως, ισχυρίζεται ότι αναπαύονταν και ξεκινούσε την εργασία του περί ώρας 15.30, όταν το πλοίο ευρίσκετο στο λιμάνι του Πειραιά και ώρα 14.30, όταν το πλοίο ευρίσκετο στο λιμάνι της Μυτιλήνης, απασχολούμενος αρχικά στην επιθεώρηση και τακτοποίηση των καμπινών και ακολούθως στην υποδοχή των επιβατών. Ακολούθως, απασχολείτο στο εστιατόριο self service του πλοίου έως ώρας 23.00, οπότε ολοκληρώνονταν και οι εργασίες καθαριότητας αυτού, πλην των ημερών Τρίτης, Πέμπτης και Κυριακής, οπότε εργαζόταν έως ώρας 24.00, διότι η λειτουργία του εστιατορίου κατά τις ημέρες αυτές, διαρκούσε μία ώρα επιπλέον, προς εξυπηρέτηση των επιβατών από τη νήσο Χίο. Τέλος, ισχυρίσθηκε ότι, καθόν χρόνο το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι της Μυτιλήνης μετείχε σε εργασίες γενικής καθαριότητας και απολύμανσης ολόκληρου του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου. Η εναγομένη, με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αρνήθηκε την αγωγή και ισχυρίσθηκε ότι, λόγω της πλήρους οργανικής συνθέσεως του πληρώματος ενδιαιτήσεως του εν λόγω πλοίου, δεν ήταν απαραίτητη η παροχή υπερωριακής εργασίας, ο ενάγων ουδέποτε παρείχε τοιαύτη και σε κάθε περίπτωση, η κατ’ εξαίρεση παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερωριακή εργασία δεν ξεπερνούσε τις 9 – 10 ώρες ημερησίως. Σχετικά με τις συνθήκες και τους όρους εργασίας του ενάγοντος εξετάσθηκε ένας μάρτυρας από κάθε διάδικη πλευρά και δη με επιμέλεια του ενάγοντος ο ………….., ο οποίος υπηρέτησε στο ένδικο πλοίο, με την αυτή ειδικότητα του θαλαμηπόλου από μηνός Σεπτεμβρίου 2019 έως μηνός Οκτωβρίου 2020 με ενδιάμεσα διαλείμματα, με επιμέλεια δε της εναγομένης ο ……….., ο οποίος εργάσθηκε ως αρχιθαλαμηπόλος στο ίδιο πλοίο, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 29.1.2021. Σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος, το επίδικο πλοίο, τυγχάνει ένα από τα μεγαλύτερα πλοία της ακτοπλοΐας, έχει ολική χωρητικότητα 13.900 κόρους και μεταφορική ικανότητα, σύμφωνα με το θερινό πρωτόκολλο, περίπου 2.300 επιβατών. Κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του, μετέφερε σε έκαστο ταξίδι πλέον των 700 επιβατών και πολλαπλάσιους κατά τη θερινή περίοδο. Το ξενοδοχειακό του τμήμα εκτείνεται σε τρεις ορόφους, έκαστος των οποίων έχει επιφάνεια πάνω από 5.000 τ.μ., διαθέτει 110 καμπίνες επιβατών και συνολικά 368 κρεβάτια, ένα εστιατόριο, τέσσερα μπαρ, αίθουσες με καθίσματα αεροπορικού τύπου, κοινόχρηστους χώρους και wc, ο ενάγων δε απασχολείτο ως διαμεριστής θαλαμηπόλος και είχε υπό την ευθύνη του 43 κλίνες. Κατά τον μάρτυρα που εξετάσθηκε με επιμέλεια της εναγομένης, πράγματι το πλοίο διέθετε 110 καμπίνες πλην όμως οι κλίνες του ανέρχονται σε 340, περαιτέρω δε το έτος 2020, λόγω της πανδημίας, σε κάθε καμπίνα επιτρεπόταν μόνον ένας επιβάτης, επιπλέον δε η επιβατική κίνηση ήταν σημαντικά μειωμένη, με αποτέλεσμα ο ενάγων κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του να απασχολείται με τον καθαρισμό 25 περίπου κρεβατιών. Αμφότεροι οι μάρτυρες κατέθεσαν ότι, όταν το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά, ο ενάγων ξεκινούσε την εργασία του ώρα 06.30. Κατά την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος που εξετάσθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, αυτός (ενάγων) για τον καθαρισμό των ανωτέρω 43 κλινών απασχολείτο έως ώρας 12.00, κατά τον μάρτυρα που εξετάσθηκε με επιμέλεια της εναγομένης ο ενάγων για τον καθαρισμό περίπου 25 κλινών, εργαζόταν έως ώρας 09.30, με ένα διάλειμμα μισής ώρας για πρωινό. Κατά τον μάρτυρα του ενάγοντος, αυτός (ενάγων) ξεκινούσε την εργασία του ώρα 06.30 και καθόν χρόνο το ανωτέρω πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι της Μυτιλήνης, απασχολούμενος έως ώρας 13.00. Ο μάρτυρας που εξετάσθηκε με επιμέλεια της εναγομένης κατέθεσε ότι, καθόν χρόνο το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι της Μυτιλήνης ο ενάγων αναλάμβανε υπηρεσία ώρα 08.00 και εργαζόταν έως ώρας 10.00, με διάλειμμα μισής ώρας για πρωινό, απασχολούμενος με τον καθαρισμό και την τακτοποίηση των καμπινών. Ο μάρτυρας που εξετάσθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος κατέθεσε επίσης ότι τα πρωινά ο ενάγων απασχολείτο και στην αποβίβαση των επιβατών, περαιτέρω δε ότι το απόγευμα ο ενάγων ξεκινούσε την εργασία του πριν την έναρξη της επιβίβασης, οπότε ήλεγχε τις καμπίνες και ολοκλήρωνε τις εργασίες καθαριότητας που δεν είχε ολοκληρώσει κατά την πρωινή του απασχόληση και ακολούθως απασχολείτο στην υποδοχή των επιβατών, κατά την επιβίβασή τους, που ξεκινούσε τρεις ώρες πριν την αναχώρηση του πλοίου από κάθε λιμάνι. Μετά το πέρας της εργασίας του αυτής, μετέβαινε προκειμένου να εργασθεί στο εστιατόριο self service του πλοίου. Ο μάρτυρας που εξετάσθηκε με επιμέλεια της εναγομένης κατέθεσε ότι το απόγευμα, όταν το πλοίο απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά, ο ενάγων ξεκινούσε την εργασία του ώρα 17.00, οπότε ήλεγχε τις καμπίνες του πλοίου, ακολούθως δε, μετέβαινε στο εστιατόριο self service του πλοίου. Όταν το πλοίο απέπλεε από το λιμάνι της Μυτιλήνης, ο ενάγων ξεκινούσε την απασχόλησή του ώρα 15.30 στην εξυπηρέτηση των επιβατών. Ακολούθως, μετά από διάλειμμα μισής ώρας για φαγητό, εργαζόταν στο εστιατόριο self service του πλοίου. Ο μάρτυρας του ενάγοντος σχετικά με την εργασία του ενάγοντος στο ανωτέρω εστιατόριο κατέθεσε ότι αυτός εργαζόταν και στην προετοιμασία λειτουργίας, προ της ενάρξεως λειτουργίας του και δη, στην προετοιμασία του μπουφέ και των τραπεζιών, ακολούθως δε έως πέρατος λειτουργίας του και επί τριάντα λεπτά ακολούθως, στον καθαρισμό του χώρου αυτού. Κατά τον ίδιο μάρτυρα, το σερβίρισμα του δείπνου ξεκινούσε ώρα 19.00, πλην των ημερών που το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά, οπότε η λειτουργία του εστιατορίου ολοκληρώνονταν ώρα 22.30, καθώς επίσης και εκάστη των ημερών Τρίτης, Πέμπτης και Κυριακής, οπότε το πλοίο προσέγγιζε τις νήσους Χίο ή Οινούσσες, το εστιατόριο παρέμενε ανοιχτό τουλάχιστον έως τις 23.30. Κατά τον ίδιο μάρτυρα, αυτός (ενάγων), τις ημέρες που το πλοίο διανυκτέρευε στο λιμάνι της Μυτιλήνης, μετείχε στις εργασίες γενικής καθαριότητα του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου. Σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση αμφοτέρων των μαρτύρων ο ενάγων μετείχε και σε βάρδιες πυρασφάλειας. Κατά τον μάρτυρα του ενάγοντος, αυτός μετείχε στις εν λόγω βάρδιες μία φορά κάθε τρεις ημέρες, αλλά και τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακής μία φορά την εβδομάδα. Κάθε βάρδια, διαρκούσε επί 3,5 ώρες, οπότε ο ενάγων παρέμενε στη ρεσεψιόν του πλοίου και ήταν υπεύθυνος για την είσοδο του ξενοδοχειακού τμήματος, για το τηλεφωνικό κέντρο, για την τήρηση της καθαριότητας στο χώρο, επιμελείτο δε και για τα ροφήματα και το φαγητό των μελών του πληρώματος που υπηρετούσαν στη γέφυρα του πλοίου. Σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που εξετάσθηκε με επιμέλεια της εναγομένης, ο ενάγων εκτελούσε τρίωρη βάρδια φυλακής μία φορά την εβδομάδα. Εν τέλει, κατά την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης, η συνολική ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος δεν ξεπερνούσε σε καμία περίπτωση τις 9-10 ώρες κατά μέσο όρο, κατά δε την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που εξετάσθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, αυτός (ενάγων) εργαζόταν τουλάχιστον επί 15 ώρες την ημέρα. Σχετικά με την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, αποδεικνύεται ότι, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, για έκαστο μήνα πλήρους απασχόλησής του, το ποσό των ευρώ 476,96 για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 147,99 για αμοιβή για υπερωριακή αυτού απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές, αναλογία δε των ποσών αυτών κατά τους μήνες κατά τους οποίους ο ενάγων εργάσθηκε χρονικό διάστημα μικρότερο του μηνός. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δεν εργάσθηκε υπερωριακά (α) την 5.1.2020 ημέρα Κυριακής, διότι το πλοίο με την άφιξή του στο λιμάνι ώρα 06.30 δεν απέπλευσε εκ νέου, (β) την 7.1.2020 ημέρα Τρίτη, διότι το πλοίο με την άφιξή του στο λιμάνι του Πειραιά αντίστοιχα, την προηγουμένη ημέρα, δεν εκτέλεσε δρομολόγιο και (γ) την 2.11.2020, ημέρα αποναυτολόγησης του ενάγοντος. Περαιτέρω, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδείχθηκε ότι, ο ενάγων απασχολείτο (α) στην αποβίβαση των επιβατών στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού και ακολούθως στον καθαρισμό των καμπινών των επιβατών και δη περίπου τριάντα κλινών, (β) μισή ώρα προ της ενάρξεως της επιβίβασης των επιβατών ήλεγχε τις καμπίνες του πλοίου και ακολούθως επί τρεις ώρες απασχολείτο στην επιβίβαση των επιβατών, (γ) εργάζονταν στο εστιατόριο σελφ σέρβις του πλοίου, το οποίο λειτουργούσε έως ώρας 22.30, όταν το πλοίο απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά και έως ώρας 23.30, όταν το πλοίο απέπλεε από το λιμάνι της Μυτιλήνης προς εξυπηρέτηση και των επιβιβαζομένων στη νήσο Χίο, πλέον μισής ώρας μετά το πέρας λειτουργίας του, για τον καθαρισμό του χώρου, (δ) στις εργασίες γενικού καθαρισμού του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου, όταν αυτό παρέμενε στο λιμάνι της Μυτιλήνης προς διανυκτέρευση και (ε) τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα εκτελούσε τρίωρη βάρδια στη ρεσεψιόν του πλοίου. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, αλλά επιπλέον και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, δεδομένου ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ενάγοντος στο πλοίο δεν θα μπορούσαν εξ ορισμού να χαρακτηρισθούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής αυτού στο πλοίο κατά τον ημερήσιο πλου, να μην ταυτίζεται αναγκαίως με χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’ αυτό, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι, πλην των ανωτέρω ειδικώς μνημονευομένων ημερών κατά τις οποίες απεδείχθη ότι λόγω της μη εκτέλεσης δρομολογίων, ο ενάγων δεν εργάσθηκε υπερωριακά, κατά τις υπόλοιπες ημέρες κατέστη απαραίτητο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, να εργαστεί υπερωριακώς [Α] στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων (α) κατά τις ημέρες αργίας 1.1.2020 και 6.1.2020, την πρώτη εκ των οποίων με την άφιξή του στο λιμάνι της Μυτιλήνης παρέμεινε σε αυτό και δεν απέπλευσε εκ νέου και την δεύτερη εκ των οποίων παρέμεινε στο λιμάνι μετά την άφιξή του σε αυτό την προηγούμενη ημέρα επί εννέα (9) ώρες, σύμφωνα και με το προσκομιζόμενο από την εναγομένη αρχείο ωρών ανάπαυσης ναυτικού, (β) την ημέρα Τετάρτης 8.1.2020, οπότε το πλοίο απέπλευσε, μετά από την παραμονή του στο λιμάνι από 5.1.2020 ώρα 20.00 και την 24.1.2020 ημέρα Παρασκευή, οπότε απολύθηκε ο ενάγων στο λιμάνι του Πειραιά, επί εννέα (9) ώρες, σύμφωνα και με το προσκομιζόμενο από την εναγομένη αρχείο ωρών ανάπαυσης ναυτικού, (γ) την 2.1.2020, ημέρα Πέμπτη, οπότε το πλοίο δεν εργάσθηκε αλλά παρέμεινε στο λιμάνι της Μυτιλήνης επί εννέα (9) ώρες, σύμφωνα και με το προσκομιζόμενο από την εναγομένη αρχείο ωρών ανάπαυσης ναυτικού, (δ) καθ’ εκάστη των ημερών Σαββάτου (4.1.2020, 11.1.2020 και 18.1.2020) και καθ’ εκάστη των ημερών Κυριακής (12.1.2020 και 19.1.2020) επί δέκα (10) ώρες, (ε) καθ’ εκάστη των ημερών Δευτέρας (13.1. και 20.1), Τετάρτης (15.1 και 22.1) και τις ημέρες Παρασκευής 10.1 και 17.1 επί ένδεκα (11) ώρες και (στ) την ημέρα Παρασκευής 3.1, καθ’ εκάστη των ημερών Πέμπτης (9.1., 16.1 και 23.1) και Τρίτης (14.1. και 21.1) επί δώδεκα (12) ώρες. [Β] στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων: [ι] Κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2020 έως 13.6.2020: (α) Τις ημέρες Σαββάτου (6.6 και 13.6) επί δέκα (10) ώρες καθ’ εκάστη, (β) επί ένδεκα (11) ώρες την ημέρα Δευτέρας 1.6, καθ’ εκάστη των ημερών Τετάρτης 3.6. και 10.6 και Παρασκευής 5.6 και 12.6, και (γ) επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη των ημερών Τρίτης 2.6 και 9.6., την ημέρα Δευτέρας 8.6 και τις ημέρες Πέμπτης 4.6 και 11.6. [ιι] κατά το χρονικό διάστημα από 14.6.2020 έως 7.9.2020: (α) επί δέκα (10) ώρες καθ’ εκάστη των ημερών Σαββάτου και Κυριακής, (β) επί ένδεκα (11) ώρες καθ’ εκάστη των ημερών Δευτέρας, Τετάρτης και Παρασκευής και (γ) επί δώδεκα (12) ώρες καθ’ εκάστη των ημερών Τρίτης και Πέμπτης. [ιιι] κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.2020 έως 31.10.2020: (α) επί δέκα (10) ώρες καθ’ εκάστη των ημερών Σαββάτου και Κυριακής, (β) επί ένδεκα (11) ώρες καθ’ εκάστη των ημερών Δευτέρας, Τετάρτης και Παρασκευής και (γ) επί δώδεκα (12) ώρες καθ’ εκάστη των ημερών Τρίτης και Πέμπτης. [Γ] Στα πλαίσια της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων: (α) επί δέκα (10) ώρες καθ’ εκάστη των ημερών Σαββάτου και Κυριακής, (β) επί ένδεκα (11) ώρες καθ’ εκάστη των ημερών Δευτέρας, Τετάρτης και Παρασκευής και (γ) επί δώδεκα ώρες (12) καθ’ εκάστη των ημερών Τρίτης και Πέμπτης. Η ανάγκη παροχής εργασίας, της ανωτέρω αποδειχθείσας πέραν των νομίμων, κατά τα άνω, χρονικών ορίων, δεν αποκλείεται εκ του γεγονότος ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση πληρώματος, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη με τον πρώτο εφέσεώς της, διότι αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο, αλλά και στις αποδείξεις μισθοδοσίας του χωρίς επιφύλαξη, όπως επίσης και το γεγονός ότι δεν διαμαρτύρονταν για την μη καταβολή υπερωριακής αμοιβής κατά τη διάρκεια της εργασίας του και δεν διετύπωνε επιφυλάξεις κατά την είσπραξη της μηνιαίας αμοιβής του, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π., ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ανωτέρω ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του πρώτου λόγου της έφεσής της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, επί δέκα τρεις (13) ώρες, καθ’ εκάστη, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο πρώτο λόγο έφεσης της εναγομένης. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο ενάγων εδικαιούτο αμοιβή για την υπερωριακή απασχόλησής του: [Α] Στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 24.1.2020 που τυγχάνει επίδικο, το ποσό των ευρώ 927,42 και συγκεκριμένα: α) Για 15 ημέρες καθημερινές και 2 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 426,30 {[(6 ημέρες καθημερινές Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως =) 18 + (6 ημέρες καθημερινές Χ 4 ώρες εργασίας του ημερησίως =) 24 + (3 ημέρες καθημερινές Χ 1 ώρα εργασίας του ημερησίως =) 3 + (2 ημέρες Κυριακής Χ 2 ώρες ημερησίως=) 4=] 49 ώρες επί Χ 8,70 που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά καθημερινές και Κυριακές =} και (β) για 3 ημέρες Σαββάτου και 2 ημέρες αργίας (1.1 και 6.1), το ποσό των 501,12 ευρώ {[(3 Σάββατα Χ 10 ώρες εργασίας του την ημέρα=) 30 + (2 ημέρες αργίας Χ 9 ώρες εργασίας του την ημέρα=) 18 =] 48 ώρες Χ 10,44 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες =}. [β] Στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2020 έως 2.11.2020, το ποσό των ευρώ 6.102,18 και συγκεκριμένα: α) Για 108 ημέρες καθημερινές και 21 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 3.575,70 {[(63 ημέρες καθημερινές Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως =) 189 + (45 ημέρες καθημερινές Χ 4 ώρες εργασίας του ημερησίως) 180 + (21 ημέρες Κυριακής Χ 2 ώρες ημερησίως=) 42 =] 411 ώρες επί Χ 8,70 =} και (β) για 21 ημέρες Σαββάτου και 3 ημέρες αργίας (15.8, 14.9 και 28.10), το ποσό των 2.526,48 ευρώ {[(21 Σάββατα Χ 10 ώρες εργασίας του την ημέρα=) 210 + (2 ημέρες αργίας (14.9 και 28.10) Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα=) 22 + (1 ημέρες αργίας (15.8) Χ 10 ώρες εργασίας =) 10 =] 242 ώρες Χ 10,44 ευρώ =}. [Γ] Στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα από 16.12.2020 έως 29.1.2021, το ποσό των ευρώ 2.070,60 (779.52 + 1.291,08 =) και συγκεκριμένα: [ι] κατά το χρονικό διάστημα από 16.12.2020 έως 31.12.2020, το ποσό των ευρώ 779,52 και συγκεκριμένα: α) Για 10 ημέρες καθημερινές και 2 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 330,60 {[(6 ημέρες καθημερινές Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως =) 18 + (4 ημέρες καθημερινές Χ 4 ώρες εργασίας του ημερησίως) 16 + (2 ημέρες Κυριακής Χ 2 ώρες ημερησίως=) 4 =] 38 ώρες επί Χ 8,70 =} και (β) για 2 ημέρες Σαββάτου και 2 ημέρες αργίας (25.12 και 26.12), το ποσό των 448,92 ευρώ {[(2 Σάββατα Χ 10 ώρες εργασίας του την ημέρα=) 20 + (1 ημέρα αργίας (25.12) Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα=) 11 + (1 ημέρα αργίας (26.12) Χ 12 ώρες εργασίας =) 12 =] 43 ώρες Χ 10,44 ευρώ =}. [ιι] κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2021 έως 29.1.2021, το ποσό των ευρώ 1.291,08 και συγκεκριμένα: α) Για 20 ημέρες καθημερινές και 3 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 643,80 {[(12 ημέρες καθημερινές Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως =) 36 + (8 ημέρες καθημερινές Χ 4 ώρες εργασίας του ημερησίως) 32 + (3 ημέρες Κυριακής Χ 2 ώρες ημερησίως=) 6 =] 74 ώρες επί Χ 8,70 =} και (β) για 4 ημέρες Σαββάτου και 2 ημέρες αργίας (1.11 και 6.11), το ποσό των 647,28 ευρώ {[(4 Σάββατα Χ 10 ώρες εργασίας του την ημέρα=) 40 + (1 ημέρα αργίας (1.1) Χ 12 ώρες εργασίας του την ημέρα=) 12 + (1 ημέρα αργίας (6.1) Χ 10 ώρες εργασίας =) 10 =] 62 ώρες Χ 10,44 ευρώ =}. Συνολικά, για την υπερωριακή του απασχόληση, στα πλαίσια των τριών ενδίκων ναυτολογήσεών του, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ [927,42 + 6.102,18 + 2.070,60 =] 9.100,20 και όχι το ποσό των ευρώ (4.885,92 + 8.047,50=) 12.933,42, όπως κατά τον εν μέρει βάσιμο πρώτο λόγο έφεσης, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Έσφαλε, επομένως, κατά τούτο, η εκκαλουμένη απόφαση και πρέπει να εξαφανισθεί, αφού δε το παρόν Δικαστήριο κρατήσει, πρέπει να δικάσει κατά τούτο την ένδικη αγωγή (άρθρο 535 ΚΠολΔ). Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο ενάγων, για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεών του εδικαιούτο, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, το ποσό των ευρώ 9.100,20. Έναντι του ποσού αυτού, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του περί μερικής καταβολής ισχυρισμό της εναγομένης, τον οποίο παραδεκτώς επαναφέρει με τις έγγραφες προτάσεις της κατόπιν της εξαφάνισης της εκκαλουμένης αποφάσεως, αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα συνολικά το ποσό των ευρώ 4.603,80 απορριπτομένου του περί καταβολής ισχυρισμού, κατά το επιπλέον ποσό των ευρώ [( 3.952,96 + 1.226,49=) 5.179,45 μείον 4.603,80 =] 575,65, ως αβασίμου στην ουσία του. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη ως σχετικό 3, από 24.1.2020 απόδειξη πληρωμής του ενάγοντος, η οποία φέρει τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή αυτού (ενάγοντος), η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, τον μήνα Ιανουάριο 2020, το ποσό των ευρώ (381,57 ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας αυτού για τις ημέρες Σαββάτου και αργιών + 118,39 ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας αυτού για τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής=) 499,96. Τον μήνα Ιούνιο 2020, κατέβαλε το ποσό των ευρώ (476,96 ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας αυτού για τις ημέρες Σαββάτου και αργιών + 147,99 ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας αυτού για τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής=) 624,95, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη ως σχετικό 4, από 30.6.2020 απόδειξη πληρωμής του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τα επισυναπτόμενα σε αυτή την απόδειξη αποδεικτικά κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό αυτού (ενάγοντος), σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση του ενάγοντος ότι κατεβλήθησαν τα αναφερόμενα στην εν λόγω απόδειξη μισθοδοσίας του ποσά στον τραπεζικό του λογαριασμό. Τον μήνα Ιούλιο 2020, κατέβαλε ομοίως το ποσό των ευρώ (476,96 ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας αυτού για τις ημέρες Σαββάτου και αργιών + 147,99 ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας αυτού για τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής=) 624,95, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη ως σχετικό 5, από 31.7.2020 απόδειξη πληρωμής του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τα επισυναπτόμενα σε αυτή την απόδειξη αποδεικτικά κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό αυτού (ενάγοντος), σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση του ενάγοντος ότι κατεβλήθησαν τα αναφερόμενα στην εν λόγω απόδειξη μισθοδοσίας του ποσά στον τραπεζικό του λογαριασμό. Τον μήνα Αύγουστο 2020, κατέβαλε ομοίως το ποσό των ευρώ (476,96 ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας αυτού για τις ημέρες Σαββάτου και αργιών + 147,99 ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας αυτού για τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής=) 624,95, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη ως σχετικό 6, από 31.8.2020 απόδειξη πληρωμής του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τα επισυναπτόμενα σε αυτή την απόδειξη αποδεικτικά κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό αυτού (ενάγοντος), σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση του ενάγοντος ότι κατεβλήθησαν τα αναφερόμενα στην εν λόγω απόδειξη μισθοδοσίας του ποσά στον τραπεζικό του λογαριασμό. Τον μήνα Σεπτέμβριο 2020, κατέβαλε ομοίως το ποσό των ευρώ (476,96 ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας αυτού για τις ημέρες Σαββάτου και αργιών + 147,99 ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας αυτού για τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής=) 624,95, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη ως σχετικό 8, από 30.9.2020 απόδειξη πληρωμής του ενάγοντος, που φέρει τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή του. Τον μήνα Οκτώβριο 2020, κατέβαλε ομοίως το ποσό των ευρώ (476,96 ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας αυτού για τις ημέρες Σαββάτου και αργιών + 147,99 ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας αυτού για τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής=) 624,95, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη ως σχετικό 9, από 31.10.2020 απόδειξη πληρωμής του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τα επισυναπτόμενα σε αυτή την απόδειξη αποδεικτικά κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό αυτού (ενάγοντος), σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση του ενάγοντος ότι κατεβλήθησαν τα αναφερόμενα στην εν λόγω απόδειξη μισθοδοσίας του ποσά στον τραπεζικό του λογαριασμό. Τον μήνα Νοέμβριο 2020, κατέβαλε το ποσό των ευρώ (31,80 ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας αυτού για τις ημέρες Σαββάτου και αργιών + 9,86 ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας αυτού για τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής=) 41,66, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη ως σχετικό 10, από 2.11.2020 απόδειξη πληρωμής του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τα επισυναπτόμενα σε αυτή την απόδειξη αποδεικτικά κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό αυτού (ενάγοντος), σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση του ενάγοντος ότι κατεβλήθησαν τα αναφερόμενα στην εν λόγω απόδειξη μισθοδοσίας του ποσά στον τραπεζικό του λογαριασμό. Τον μήνα Δεκέμβριο 2020, κατέβαλε το ποσό των ευρώ (254,38 ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας αυτού για τις ημέρες Σαββάτου και αργιών + 78,93 ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας αυτού για τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής=) 333,31, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη ως σχετικό 11, από 31.12.2020 απόδειξη πληρωμής του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τα επισυναπτόμενα σε αυτή την απόδειξη αποδεικτικά κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό αυτού (ενάγοντος), σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση του ενάγοντος ότι κατεβλήθησαν τα αναφερόμενα στην εν λόγω απόδειξη μισθοδοσίας του ποσά στον τραπεζικό του λογαριασμό. Και τον μήνα Ιανουάριο 2021, κατέβαλε το ποσό των ευρώ (461,07 ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας αυτού για τις ημέρες Σαββάτου και αργιών + 143,05 ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας αυτού για τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής=) 604,12, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη ως σχετικό 12, από 29.1.2021 απόδειξη πληρωμής του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τα επισυναπτόμενα σε αυτή την απόδειξη αποδεικτικά κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό αυτού (ενάγοντος), σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση του ενάγοντος ότι κατεβλήθησαν τα αναφερόμενα στην εν λόγω απόδειξη μισθοδοσίας του ποσά στον τραπεζικό του λογαριασμό. Συνολικά, αποδεικνύεται ότι, έναντι της εν λόγω απαίτησης, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ [499,96 + 624,95 + 624,95 + 624,95 + 624,95 + 624,95 + 41,66 + 333,31 + 604,12 =] 4.603,80 και συνεχίζει να του οφείλει το ποσό των ευρώ (9.100,20 μείον 4.603,80 =) 4.496,40.
ΙΙ. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, για τον υπολογισμό της αναλογίας των δώρων εορτών που ο ενάγων εδικαιούτο κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεών του, ενόψει του ότι αυτός (μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής) υπολογίζεται, λόγω των διαφορετικών ναυτολογήσεων, ανά ναυτολόγηση και επιπλέον, για τον υπολογισμό των Δώρων Χριστουγέννων, το διάστημα απασχόλησης του ενάγοντος από 1.5 έως 31.12 κάθε έτους και του Δώρου Πάσχα, το χρονικό διάστημα από 1.1 έως 30.4 κάθε έτους και όχι ο μέσος όρος ανά έτος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 3 σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 1 της ΥΑ 19040/1981 (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], αποδείχθηκε ότι ανήρχετο (α) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 24.1.2020, ήτοι στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, επί τη βάσει του οποίου πρέπει να υπολογισθεί το αναλογούν στην εν λόγω ναυτολόγηση Δώρο Πάσχα 2020, στο ποσό των ευρώ (927,42 αναλογούσα αποδειχθείσα υπερωριακή εργασία εν λόγω χρονικού διαστήματος : 24 ημέρες εργασίας κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 24.1.2020 Χ 30=) 1.159,27 και όχι στο ποσό των ευρώ 1.540,97, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, (β) κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2020 έως 2.11.2020, ήτοι στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, επί τη βάσει του οποίου πρέπει να υπολογισθεί το αναλογούν στην εν λόγω ναυτολόγηση Δώρο Χριστουγέννων 2020, στο ποσό των ευρώ (6.102,18 αναλογούσα αποδειχθείσα υπερωριακή εργασία εν λόγω χρονικού διαστήματος : 155 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα Χ 30=) 1.181,07 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι στο ποσό των ευρώ 1.540,97, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, (γ) κατά το χρονικό διάστημα από 16.12.2020 έως 30.12.2020 ήτοι στα πλαίσια της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, επί τη βάσει του οποίου πρέπει να υπολογισθεί το αναλογούν στην εν λόγω ναυτολόγηση Δώρο Χριστουγέννων 2020, στο ποσό των ευρώ (779,52 αναλογούσα αποδειχθείσα υπερωριακή εργασία εν λόγω χρονικού διαστήματος : 16 ημέρες εργασίας κατά το ίδιο χρονικό διάστημα Χ 30=) 1.461,60 και όχι στο ποσό των ευρώ 1.540,97, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και (δ) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2021 έως 29.1.2021, ήτοι στα πλαίσια της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, επί τη βάσει του οποίου πρέπει να υπολογισθεί το αναλογούν στην εν λόγω ναυτολόγηση Δώρο Πάσχα 2021, στο ποσό των ευρώ (1.291,08 αναλογούσα αποδειχθείσα υπερωριακή εργασία εν λόγω χρονικού διαστήματος : 29 ημέρες εργασίας κατά το ίδιο χρονικό διάστημα Χ 30=) 1.335,60 και όχι στο ποσό των ευρώ 1.540,97, όπως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτός ως εν μέρει βάσιμος στην ουσία του, κατά τούτο, ο δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης της εναγομένης, με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση διότι, κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έλαβε υπόψη της για τον υπολογισμό των εν λόγω δώρων εορτών, μέσο όρο αμοιβής του ενάγοντος υπέρτερο του πράγματι υπ’ αυτού δικαιουμένου. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι, ο ενάγων εδικαιούτο: (Ι) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2020 στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεών του το ποσό των ευρώ: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μηνιαία αναλογία αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης 1.159,27 € =] 3.699,08 δια 2 επί 1/15 επί (24 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 3,00 οκταήμερα=} 369,91 ευρώ (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 408,08, όπως κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως και πρέπει, κατά τούτο, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει να δικάσει την ένδικη αγωγή (άρθρο 535 ΚΠολΔ). Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο ενάγων, στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεών του εδικαιούτο, ως αναλογία Δώρου εορτών Πάσχα 2020, το ποσό των ευρώ 369,91. Έναντι του ποσού αυτού, κατά τον παραδεκτώς, κατόπιν της εξαφάνισης της εκκαλουμένης αποφάσεως, δια των εγγράφων προτάσεων της εναγομένης υποβληθέντα και βάσιμο κατά τούτο στην ουσία του ισχυρισμό, αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (146,99 + 3,66 + 47,70 + 14,80=) 213,15, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη ως σχετικό 3 απόδειξη μισθοδοσίας του ενάγοντος και όχι μόνον το ποσό των ευρώ 212,00κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς και την εκκαλουμένη απόφαση και επομένως, για την εν λόγω αιτία η εναγομένη συνεχίζει να του οφείλει το ποσό των ευρώ (369,91 μείον 213,15 =) 156,76. (ΙΙ) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020, (α) στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησής του: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μηνιαία αναλογία αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης 1.181,07 =] 3.720,88 επί 2/25 επί (155 ημέρες εργασίας κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2020 έως 2.11.2020 δια 19=) 8,1578 δεκαεννιαήμερα=} 2.428,33 ευρώ. (β) στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησής του: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μηνιαία αναλογία αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης 1.461,60 =] 4.001,41 επί 2/25 επί (16 ημέρες εργασίας κατά το χρονικό διάστημα από 16.12.2020 έως 30.12.2020 δια 19=) 0,8421 δεκαεννιαήμερα=} 269,57 ευρώ (κατόπιν στρογγυλοποίησης). Συνολικά, για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020, στα πλαίσια της δεύτερης και της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, ο ενάγων εδικαιούτο να λάβει το ποσό των ευρώ (2.428,33 + 269,57 =) 2.697,90 και όχι το ποσό των ευρώ 2.918,57, όπως κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως. Πρέπει, επομένως, κατά τούτο, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει να δικάσει την ένδικη αγωγή (άρθρο 535 ΚΠολΔ). Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο ενάγων, στα πλαίσια της δεύτερης και τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεών του, εδικαιούτο ως αναλογία Δώρου εορτών Χριστουγέννων 2020, το ποσό των ευρώ 2.697,90. Έναντι του ποσού αυτού, κατά τον παραδεκτώς, κατόπιν της εξαφάνισης της εκκαλουμένης αποφάσεως, δια των εγγράφων προτάσεων της εναγομένης υποβληθέντα, και βάσιμο κατά τούτο στην ουσία του ισχυρισμό, αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα, το ποσό των ευρώ {(183,73 + 4,58 + 59,63 + 18,50=) 266,44 + (183,73 + 4,58 + 59,63 + 18,50=) 266,44 + (183,73 + 4,58 + 59,63 + 18,50=) 266,44 + (183,73 + 4,58 + 59,63 + 18,50=) 266,44 + (183,73 + 4,58 + 59,63 + 18,50=) 266,44 + (12,25 + 0,31 + 3,98 + 1,24=) 17,78 + (97,99 + 2,44 + 31,80 + 9,86=) 142,09 =} 1.492,07, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τις αποδείξεις κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό αυτού και όχι μόνον το ποσό των ευρώ 1.474,29, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς και την εκκαλουμένη απόφαση και επομένως, για την εν λόγω αιτία η εναγομένη συνεχίζει να του οφείλει το ποσό των ευρώ (2.697,90 μείον 1.492,07 =) 1.205,83, και όχι το ποσό των ευρώ 1.444,28, όπως κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως. (ΙΙΙ) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2021 στα πλαίσια της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεών του το ποσό των ευρώ: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μηνιαία αναλογία αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης 1.335,60 € =] 3.875,41 δια 2 επί 1/15 επί (29 ημέρες εργασίας κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2021 έως 29.1.2021 δια 8=) 3,62, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς και την εκκαλουμένη απόφαση, οκταήμερα=} 467,63 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 492,41, όπως κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως. Πρέπει, επομένως, κατά τούτο, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει να δικάσει την ένδικη αγωγή (άρθρο 535 ΚΠολΔ). Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο ενάγων, στα πλαίσια της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεών του, εδικαιούτο ως αναλογία Δώρου εορτών Πάσχα 2021 το ποσό των ευρώ 467,63. Έναντι του ποσού αυτού, κατά τον παραδεκτώς, κατόπιν της εξαφάνισης της εκκαλουμένης αποφάσεως, δια των εγγράφων προτάσεων της εναγομένης υποβληθέντα και βάσιμο κατά τούτο στην ουσία του ισχυρισμό, αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη ως σχετικό 12 απόδειξη μισθοδοσίας αυτού, σε συνδυασμό με τα επισυναπτόμενα σε αυτό έγγραφα κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, το ποσό των ευρώ (177,85 + 4,43 + 57,71 + 17,91 =) 257,90 και όχι μόνον το ποσό των ευρώ 257,00, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς και την εκκαλουμένη απόφαση και επομένως, για την εν λόγω αιτία η εναγομένη συνεχίζει να του οφείλει το ποσό των ευρώ (467,63 μείον 257,90 =) 209,73.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω, κατά συμφωνία των διαδίκων, Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε την 8.7.2019, κυρώθηκε την 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/ 2019) την 12.8.2019, υπό του τίτλου «Διανυκτέρευση εις λιμένα» «1. Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. 2. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1. 3. Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή.». Η μνεία στο ημερολόγιο γέφυρας των χορηγούμενων στα μέλη του πληρώματος αδειών διανυκτέρευσης, συνιστά νόμιμη υποχρέωση του πλοιάρχου κάθε ακτοπλοϊκού πλοίου, που θεσπίστηκε όχι μόνο για λόγους ασφάλειας των πλόων του, δια της συμμετοχής σ’ αυτούς επαρκούς για την αξιοπλοΐα του αριθμού ναυτικών, αλλά και για αποδεικτικούς λόγους (ΕΠ 464/2021 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Εν προκειμένω, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίσθηκε ότι, η εναγομένη, δεν του χορήγησε, όπως προβλέπεται κατά τους ορισμούς του άρθρου 16 της εφαρμοζόμενης, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, εν προκειμένω ΣΣΝΕ, δέκα τρεις [13] διανυκτερεύσεις και δη μία άδεια διανυκτέρευσης για έκαστο των μηνών Ιουλίου, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου του έτους 2020 και δύο άδειες διανυκτέρευσης για έκαστο των μηνών Ιανουαρίου, Ιουνίου, Οκτωβρίου και Ιουλίου 2020 και Ιανουαρίου 2021. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ως βάσιμους στην ουσία του τους αγωγικούς ισχυρισμούς του ενάγοντος ότι δηλαδή δεν του παρασχέθηκαν οι δικαιούμενες, με τις ανωτέρω διατάξεις δέκα τρεις [13] συνολικά άδειες διανυκτέρευσης, αφού, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ενάγων εδικαιούτο δύο άδειες διανυκτέρευσης για τους μήνες από Οκτώβριο έως και Ιούνιο και μία άδεια διανυκτέρευσης για τους μήνες από Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο. Ακολούθως δε, επεδίκασε για την εν λόγω αιτία στο ενάγοντα, για έκαστη μη χορηγηθείσα άδεια διανυκτέρευσης αποζημίωση, ανερχόμενη σε ποσοστό 1/22 του μισθού ενεργείας της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ και δη το ποσό των ευρώ 657,12, αφού αφήρεσε από το ποσό των ευρώ 54,76, το οποίο ο ενάγων ανέφερε ήδη στην αγωγή του ότι έλαβε για την εν λόγω αιτία. Η εναγομένη, πλήττει το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως, με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής της, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδεικνύεται ότι, ο ενάγων εργάσθηκε με την ανωτέρω ειδικότητα στο προαναφερόμενο πλοίο της εναγομένης στα πλαίσια της πρώτης συμβάσεως ναυτολογήσεως κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 24.1.2020, στα πλαίσια της δεύτερης σύμβασης ναυτολόγησης κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2020 έως 2.11.2020 και στα πλαίσια της τρίτης συμβάσεως ναυτολογήσεως κατά το χρονικό διάστημα από 16.12.2020 έως 29.1.2021. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 16 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, ο ενάγων εδικαιούτο μία άδεια διανυκτέρευσης για έκαστο των μηνών Ιανουαρίου 2020, Δεκεμβρίου 2020 και Ιανουαρίου 2021, εφόσον επρόκειτο για μήνες που εδικαιούτο δύο άδειες διανυκτέρευσης καθ’ έκαστο εξ αυτών και ο ενάγων, κατά τους εν λόγω μήνες, εργάσθηκε επί είκοσι τέσσερις ημέρες, δέκα έξι ημέρες και είκοσι εννέα ημέρες, αντίστοιχα, ήτοι για διάστημα πλέον του ημίσεως των εν λόγω μηνών, με αποτέλεσμα, κατά την αληθή έννοια της ανωτέρω διατάξεως, εφόσον για τους εν λόγω μήνες εδικαιούτο δύο άδειες διανυκτερεύσεως να έχει θεμελιώσει δικαίωμα για μία άδεια διανυκτέρευσης για έκαστο εξ αυτών. Κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση περί των εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία δέχθηκε ότι και τους ανωτέρω μήνες ο ενάγων εδικαιούτο δύο άδειες διανυκτέρευσης, αν και δεν εργάσθηκε ολόκληρους τους ανωτέρω μήνες. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, ο ενάγων εργάσθηκε ολόκληρους τους μήνες Ιούνιο 2020 και Οκτώβριο 2020 και ως εκ τούτου, εδικαιούτο δύο άδειες διανυκτέρευσης για έκαστο των ανωτέρω μηνών. Τέλος, μία άδεια διανυκτέρευσης ο ενάγων εδικαιούτο και κατά τους μήνες Ιούλιο 2020, Αύγουστο 2020 και Σεπτέμβριο 2020. Επομένως, ο ενάγων κατά την εργασία του στο ανωτέρω πλοίο στα πλαίσια των τριών ενδίκων ναυτολογήσεών του εδικαιούτο όπως λάβει συνολικά δέκα [10] άδειες διανυκτέρευσης. Έσφαλε, συνεπώς, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης, η εκκαλουμένη απόφαση, περί την εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία έκρινε ότι ο ενάγων εδικαιούτο δέκα τρεις [13] άδειες διανυκτερεύσεως, ήτοι τρεις επιπλέον από τις ανωτέρω αποδειχθείσες. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά τα χρονικά διαστήματα της υπηρεσίας του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, δεν του χορηγήθηκαν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 16 παρ. 1 της οικείας ΣΣΝΕ, ανωτέρω αποδειχθείσες δέκα [10] άδειες διανυκτέρευσης. Σαφής περί τούτου είναι η ένορκη κατάθεση του μάρτυρος που εξετάσθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος ………….., ο οποίος στην προμνημονευθείσα ένορκη βεβαίωση κατέθεσε «… Ούτε άδεια διανυκτέρευσης παίρναμε, όπως προβλέπει η συλλογική σύμβαση ….». Η εναγομένη, με τις έγγραφες προτάσεις της, ισχυρίσθηκε ότι ο ενάγων ελάμβανε άδειες διανυκτέρευσης στο λιμάνι του Πειραιά, όταν το πλοίο διανυκτέρευε, όπου ευρίσκεται και η κατοικία του. Ο εξετασθείς δε με επιμέλεια της εναγομένης ανωτέρω μάρτυρας, ουδέν περί τούτου κατέθεσε. Επιπλέον, η εναγομένη δεν προσκομίζει αντίγραφα του ημερολογίου γέφυρας από τα οποία να προκύπτουν καταχωρήσεις περί χορήγησης άδειας διανυκτερεύσεως στον ενάγοντα. Από τη συνεκτίμηση, επομένως, του συνόλου των αποδείξεων, αποδεικνύεται ότι, η εναγόμενη δεν είχε ρυθμίσει τις υπηρεσίες των μελών του πληρώματος, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η διανυκτέρευση του ενάγοντος στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά τους ανωτέρω μήνες που απεδείχθη ότι ο ενάγων εδικαιούτο άδειας διανυκτέρευσης. Εκ του λόγου τούτου, οφείλεται σ΄ αυτόν (ενάγων) η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης (άρθρο 16 παρ. 2 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε.) για τις ανωτέρω αποδειχθείσες δέκα [10] ημέρες που ο ενάγων εδικαιούτο άδειας διανυκτέρευσης, τις οποίες απεδείχθη ότι δεν έλαβε. Ειδικότερα, ο ενάγων εδικαιούτο για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ [(μισθός ενεργείας 1.204,77 επί 1/22 επί 10 =) 547,62. Περαιτέρω, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, σύμφωνα με τον αγωγικό ισχυρισμό, έναντι της εν λόγω απαίτησης, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 54,76. Επομένως, η εναγομένη για την εν λόγω αιτία συνεχίζει να οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (547,62 μείον 54,76 =) 492,86. Έσφαλε, επομένως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης, η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτό ότι, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα, για την εν λόγω αιτία, το ποσό των ευρώ 657,12, ενώ κατά τα άνω, απεδείχθη ότι, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 492,86.
VI. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 72, 75 εδαφ. δ΄ και 76 του Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως του Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄ 32/28.2.1958), όπως ίσχυσαν από της εισαγωγής του ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι, στον ναυτικό του οποίου, χωρίς να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται από τον πλοίαρχο, οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του. Μειωμένη αποζημίωση, πάντως όχι κατώτερη του μισθού δεκαπέντε (15) ημερών, προέβλεπε και η διάταξη του άρθρου 77 του ΚΙΝΔ, για την περίπτωση, μεταξύ άλλων και του, επί δεκαπενθήμερο τουλάχιστον, παροπλισμού του πλοίου, ο οποίος (παροπλισμός) έχει την έννοια της παραμονής του πλοίου αργού στο λιμένα, είτε ελλείψει συμφέροντος ναύλου, είτε προς διενέργεια επισκευών για τη διατήρηση ή ανανέωση της κλάσης του (ΕφΠειρ. 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011/271, ΕφΠειρ. 929/2001, ΕΝαυτΔ 2001/15, ΕφΠειρ. 1252/1997, ΕΝαυτΔ 1997/461, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 77, σελ. 389, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 359, ο ίδιος, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, άρθρο 77, σελ. 268). Στις περιπτώσεις παροπλισμού του πλοίου, έχει γίνει νομολογιακώς δεκτό ότι, υπάγεται και η υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση, διενεργούμενη προς ανανέωση των πιστοποιητικών της αξιοπλοΐας του και η, για την αιτία αυτή, διακοπή των πλόων του (ΜονΕφΠειρ. 429/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 440/2006, ΕΝαυτΔ 2006/367). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η παύση (οριστική ή προσωρινή) των δρομολογίων του πλοίου, δηλαδή η ακινητοποίησή του, συνιστά ανυπαίτιο για το ναυτικό λόγο καταγγελίας της σύμβασής του, εφόσον αυτή δεν είχε συμφωνηθεί κατά πλου ή για ορισμένο αριθμό ταξιδιών, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η παραπάνω αποζημίωση. Με τη διάταξη του άρθρου 174 § 3 του μεταγενέστερου Ν.Δ. 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), που αναφέρεται στην επιτρεπτή διακοπή [μεταξύ άλλων και] των τακτικών δρομολογίων του πλοίου, εκείνων δηλαδή που έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη για ορισμένη χρονική περίοδο, ορίστηκε ότι, δεν δικαιούνται της, κατά τα άρθρα 75 και 76 ΚΙΝΔ, αποζημιώσεως, οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής των δρομολογίων αυτών, εφόσον ναυτολογηθούν στο ίδιο πλοίο ή δεν αποδεχθούν την προσφερόμενη από τον εργοδότη επαναναυτολόγησή τους υπό τους αυτούς, όπως και προηγουμένως, όρους, εντός ορισμένης προθεσμίας από της απόλυσής τους. Η εν λόγω διάταξη αφορούσε μόνο στις περιπτώσεις διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων, δηλαδή της προσωρινής παύσης εκτέλεσής τους, μολονότι υφίσταται δυνατότητα επανάληψής τους. Η δε νομοθετική αποστέρηση του δικαιώματος της αποζημίωσης των άρθρων 75 και 76 του ΚΙΝΔ αλλά, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και της διάταξης του άρθρου 77 του ιδίου Κώδικα, όταν ο παροπλισμός του πλοίου οφείλεται στην υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση, θεμελιώθηκε στην αντίληψη ότι, στις προβλεπόμενες από το άρθρο 173 του ΚΔΝΔ περιπτώσεις διακοπής των τακτικών δρομολογίων και, συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου για χρονικό διάστημα μέχρι εξήντα [60] ημερών, δυνάμενο υπό τους νομίμους όρους να παραταθεί επί τριάντα [30] ακόμη ημέρες, της ανάγκης αποκατάστασης ζημίας ή βλάβης και της συνδρομής εξαιρετικών αναγκών ή ανώτερης βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η απόλυση του ναυτικού δεν πρέπει να αποδοθεί σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αφού η μεν υποβολή του πλοίου σε ετήσια επιθεώρηση αποτελεί νόμιμη υποχρέωσή του, οι δε λοιπές περιστάσεις που επιβάλλουν τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων του πλοίου, δεν προκαλούνται από τον ίδιο, ούτε ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης του. Για το λόγο αυτό, ορίστηκε με την ανωτέρω διάταξη ότι, ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου για τις αιτίες αυτές ναυτικού, μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει εντός σαράντα [40] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία, είτε της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του, είτε της επέλευσης των λοιπών γεγονότων, αν και μετά την πάροδο του προσωρινού κωλύματος ναυσιπλοΐας, το πλοίο δύναται να επαναλάβει τα δρομολόγιά του, σύμφωνα με την εγκριτική αυτών διοικητική πράξη. Αν η διάταξη αυτή δεν είχε θεσπιστεί, θα παραγόταν υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον απολυόμενο ναυτικό, κατά τα άρθρα 75 εδαφ. δ΄ και 77 του ΚΙΝΔ, σε κάθε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο λόγω παύσης των δρομολογίων του πλοίου, εγκεκριμένων ή μη, οριστικής ή ακόμα και προσωρινής, διαρκούσης βέβαια, στη δεύτερη περίπτωση, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες. Αντιθέτως, με την εν λόγω διάταξη του ΚΔΝΔ, ο απολυόμενος ναυτικός αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου από την απόλυσή του και με τη συνδρομή μιας αρνητικής προϋποθέσεως, της μη επαναπρόσληψής του μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και, επιπλέον, εφόσον τα δρομολόγια που εκτελούσε πριν την απόλυσή του ήταν διοικητικώς εγκεκριμένα. Ειδικώς, επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ, που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους, περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27), η οποία επαναλήφθηκε και στη ΣΣΝΕ 2019, ορίζουσα ότι: «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82). Εν τούτοις, όπως ορίζεται και στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4948/2022, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 173 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973), καταργήθηκε σιωπηρά με τις διατάξεις του άρθρου δεύτερου παρ. 4 και άρθρου έκτου παρ. 1 έως και 5 του Ν. 2932/2001, καθώς επίσης καταργήθηκε και η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 174 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973) με τις διατάξεις του άρθρου τετάρτου α παρ.6 και άρθρου έκτου παρ.6 έως 8 του Ν. 2932/2001, διατάξεις (άρθρα πρώτο έως ένατο, ενδέκατο και εικοστό όγδοο παρ.1 του Ν. 2932/2001), οι οποίες ήδη καταργήθηκαν με το άρθρο 48 περ. γ του Ν. 4948/2022. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου πρώτου του Ν. 2932/2001, υπό του τίτλου «Θαλάσσιες μεταφορές από ή προς λιμένες νησιών», προβλέφθηκε ότι «1. Από την 1η Νοεμβρίου 2002 είναι ελεύθερη η παροχή υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών που: α) παρέχονται έναντι αμοιβής από πλοιοκτήτη Κράτους – Μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Ε.Κ.) ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.) ή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (Ε.Ζ.Ε.Σ.), εκτός από την Ελβετία, και β) εκτελούνται μεταξύ λιμένων της ηπειρωτικής χώρας και νησιών ή μεταξύ λιμένων νησιών, από επιβατηγά και οχηματαγωγά πλοία, επιβατηγά ή φορτηγά, δρομολογημένα σε τακτική γραμμή επιβατικών μεταφορών και πορθμείων, καθώς και από πλοία που έχουν ολική χωρητικότητα μέχρι εξακόσιες πενήντα μονάδες υπολογισμού, σύμφωνα με τη διεθνή σύμβαση “Για την καταμέτρηση της χωρητικότητας των πλοίων του 1969″, την οποία κύρωσε ο ν, 1373/1983 (ΦΕΚ 92 Α), εφόσον τα πλοία αυτά είναι νηολογημένα στην Ελλάδα ή άλλο Κράτος – Μέλος της Ε.Κ. ή του Ε.Ο.Χ. ή της Ε,Ζ,Ε,Σ” εκτός από την Ελβετία, και φέρουν τη σημαία του.». Κατά τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου Τρίτου του ιδίου Νόμου υπό τον τίτλο «Τακτική δρομολόγηση – Προϋποθέσεις», προβλέφθηκε ότι «1. Η δρομολόγηση επιβατηγού και οχηματαγωγού, επιβατηγού ή φορτηγού πλοίου γίνεται για περίοδο ενός έτους, που αρχίζει την 1η Νοεμβρίου (τακτική δρομολόγηση).». Κατά τις διατάξεις του άρθρου έκτου του ιδίου Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 Ν. 4676/2020 (ΦΕΚ A 67/19.3.2020) υπό τον τίτλο «Εκτέλεση και διακοπή δρομολογίων» « Η εκτέλεση των δρομολογίων που ανακοινώνονται είναι υποχρεωτική. 2. Ο πλοιοκτήτης ή περισσότεροι πλοιοκτήτες από κοινού δεν μπορούν να μεταβάλουν μονομερώς τα δρομολόγια, ούτε τον προγραμματισμένο χρόνο διακοπής τους. Η μεταβολή των δρομολογίων, συμπεριλαμβανομένης της δρομολογιακής γραμμής και του προγραμματισμένου χρόνου διακοπής τους, επιτρέπεται αν υποβάλλουν σχετικό αίτημα και κριθεί, με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από γνώμη του Σ.Α.Σ., ότι δεν διαταράσσεται η εξυπηρέτηση της γραμμής, ούτε δημιουργούνται διακρίσεις σε βάρος άλλων πλοιοκτητών, με την αποδοχή του αιτήματος. Για τη διατύπωση της γνώμης προς το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, το Σ.Α.Σ. δεσμεύεται από τις αρχές που προβλέπονται στον Κανονισμό Αρχών και Λειτουργίας του Σ.Α.Σ. … 3. Διακοπή εκτέλεσης των δρομολογίων επιτρέπεται: α) Για χρονικό διάστημα μέχρι 60 ημέρες εντός του οποίου διενεργείται υποχρεωτικά, εφόσον απαιτείται, και η ετήσια επιθεώρηση του πλοίου. Το χρονικό αυτό διάστημα δύναται: i) Να αυξηθεί με απόφαση των αρμόδιων αρχών για λόγους ανωτέρας βίας, όπως γενική ή μερική απεργία, εμπορικός αποκλεισμός εισαγωγής ή μεταφοράς αναγκαίων υλικών, φυσικές καταστροφές, που επηρεάζουν άμεσα την πρόοδο και την αποπεράτωση των εργασιών του πλοίου, για ίσο χρονικό διάστημα διάρκειας των λόγων αυτών, ύστερα από αίτημα του πλοιοκτήτη από το οποίο προκύπτει επαρκώς και τεκμηριωμένα η επέλευση και η διάρκεια των λόγων ανωτέρας βίας. ii) Να κατανεμηθεί ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού ημερών ανά πλοίο ως ακολούθως: … β) Για αποκατάσταση ζημίας ή βλάβης και για χρονικό διάστημα που κρίνεται αναγκαίο γι` αυτήν. γ) Για εκτέλεση μετασκευών ή διαρρυθμίσεων ή αντικατάσταση των κύριων μηχανών πρόωσης ή εργασιών ευρείας έκτασης συντήρησης του πλοίου. Οι εργασίες αυτές πρέπει να εκτελούνται μόνο κατά τη διάρκεια της προγραμματισμένης ακινησίας για ετήσια επιθεώρηση και κατά παράταση αυτής για τριάντα (30) ακόμα ημέρες, αν κρίνεται αναγκαία η συνέχιση τους και εφόσον οι συγκοινωνιακές ανάγκες της γραμμής το επιτρέπουν. Το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να αυξηθεί με απόφαση των αρμόδιων αρχών για λόγους ανωτέρας βίας, όπως γενική ή μερική απεργία, εμπορικός αποκλεισμός εισαγωγής ή μεταφοράς αναγκαίων υλικών, φυσικές καταστροφές, που επηρεάζουν άμεσα την πρόοδο και την αποπεράτωση των εργασιών του πλοίου, για ίσο χρονικό διάστημα διάρκειας των λόγων αυτών, ύστερα από αίτημα του πλοιοκτήτη από το οποίο προκύπτει επαρκώς και τεκμηριωμένα η επέλευση και η διάρκεια των λόγων ανωτέρας βίας. δ) Λόγω εξαιρετικής ανάγκης ή ανωτέρας βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως δυσμενών καιρικών συνθηκών ή έκτακτης επιθεώρησης. Αμέσως μετά την άρση του γεγονότος το πλοίο εκτελεί τα δρομολόγια του κατά τον ενδεδειγμένο σύμφωνα με τις περιστάσεις τρόπο. 4. Για την ακινησία του πλοίου στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, απαιτείται εγγραφή στο ημερολόγιο του πλοίου και θεώρηση αυτής από τη λιμενική αρχή. Για τις περιπτώσεις β` και γ` απαιτείται και αίτηση του πλοιοκτήτη, καθώς και έγκριση του Υπουργείου, η οποία δίνεται ύστερα από γνωμάτευση του Κλάδου Ελέγχου Εμπορικών Πλοίων ότι συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την ακινησία. 5. Με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από αίτηση του πλοιοκτήτη και γνώμη του Σ.Α.Σ., μπορεί να ορίζεται ειδικότερα η διακοπή εκτέλεσης δρομολογίων: α) μέχρι σαράντα πέντε συνεχόμενες ημέρες, εφόσον οι συγκοινωνιακές ανάγκες της γραμμής καλύπτονται από τα ήδη δρομολογημένα πλοία, β) σε γραμμή ή γραμμές μικρών αποστάσεων με εποχιακή μόνο κίνηση. Το αίτημα διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων της περίπτωσης α` της παραγράφου αυτής και μέχρι τη σύγκληση του Σ.Α.Σ. μπορεί να γίνεται αποδεκτό από υφιστάμενα όργανα, εξουσιοδοτημένα με απόφαση του Υπουργού. 6. Ο πλοιοκτήτης υποχρεούται να έχει το πλοίο στελεχωμένο, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί οργανικής σύνθεσης πληρώματος κατά το χρόνο δραστηριοποίησης του, εκτός από το χρονικό διάστημα διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων της παραγράφου 5, των περιπτώσεων α` και γ` της παραγράφου 3 και της περίπτωσης β` της παραγράφου 3 μετά την πάροδο τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημερών και εφόσον διαρκεί η βλάβη ή η ζημία. 7. Εάν ο πλοιοκτήτης παραβεί τις πιο πάνω υποχρεώσεις, ανεξάρτητα από την επιβολή άλλων κυρώσεων, επιβάλλεται κάθε μήνα στον πλοιοκτήτη, με απόφαση της Λιμενικής Αρχής του αφετήριου λιμένα δρομολογίων του πλοίου, πρόστιμο ίσο προς τη μισθοδοσία, που θα καταβαλλόταν με βάση την οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, στους ελλείποντες από την οργανική σύνθεση πληρώματος ναυτικούς, προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%). Από το ποσό του προστίμου ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) αποδίδεται στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.) υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθένειας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.). 8. Οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων δεν δικαιούνται την προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις αποζημίωση, αν ναυτολογηθούν στο πλοίο αμέσως μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων ή αν δεν αποδεχθούν την επαναυτολόγησή τους με τους ίδιους, όπως πριν την απόλυση τους, όρους.». Με την αμέσως ανωτέρω διάταξη επομένως, σε περίπτωση διακοπής των πλόων δρομολογημένου πλοίου, όπως εν προκειμένω, ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου, μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει αμέσως μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος για το οποίο ενεκρίθη, κατόπιν αιτήσεώς του, η διακοπή των πλόων του.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίσθηκε ότι, η πρώτη των ενδίκων ναυτολογήσεών του στο ανωτέρω πλοίο, ελύθη χωρίς υπαιτιότητά του και δη λόγω διακοπής των δρομολογίων του ανωτέρω πλοίου, συνεπεία της ετήσιας επιθεωρήσεώς του, αξίωσε δε όπως η εναγομένη του καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των ευρώ 4.072,51, ως αναλογούν στις τακτικές αποδοχές του είκοσι δύο [22] ημερών, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 27 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω, κατά συμφωνία των διαδίκων, ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2019. Με την εκκαλουμένη απόφαση, έγινε δεκτό ότι, το εν λόγω αίτημα τυγχάνει νόμιμο, ως θεμελιούμενο στις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων 75 του ΚΙΝΔ, καθώς επίσης και στις διατάξεις του άρθρου 27 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, ακολούθως δε, το αίτημα αυτό έγινε δεκτό ως εν μέρει βάσιμο και στην ουσία του, καθόσον κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, πράγματι η εν λόγω (πρώτη) των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος λύθηκε χωρίς υπαιτιότητα αυτού (ενάγοντος ναυτικού), ενόψει δε του ότι η εναγομένη δεν απέδειξε ότι επαναπροσέλαβε τον ενάγοντα ή ότι εκάλεσε αυτόν προς επαναυτολόγησή του και αυτός αρνήθηκε και αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος, ανήρχοντο σε ευρώ 4.696,75, επεδίκασε το αναλογούν σε είκοσι δύο ημέρες ποσό των ευρώ 3.444,28. Εν προκειμένω, πράγματι απεδείχθη ότι, άνευ υπαιτιότητος του ενάγοντος, ελύθη η πρώτη ένδικη σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος και αυτός (ενάγων) αποναυτολογήθηκε την 24.1.2020, δίχως να επαναπροσληφθεί με το πέρας της προθεσμίας διακοπής των δρομολογίων του ανωτέρω πλοίου και σε κάθε περίπτωση εντός εξήντα ημερών από την αποναυτολόγησή του, εφόσον με συμφωνία των διαδίκων ετύγχανε εν προκειμένω εφαρμογής η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 27 της ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2019, όπως επίσης δεν απεδείχθη ότι η εναγομένη εκάλεσε τον ενάγοντα προς επαναυτολόγησή του εντός της αυτής προθεσμίας και αυτός αρνήθηκε, παρά τα αντίθετα υπ’ αυτής υποστηριζόμενα με τις έγγραφες προτάσεις της, εφόσον καμία σχετική απόδειξη δεν προσεκόμισε, ο εξετασθείς δε με επιμέλειά της μάρτυρας, ουδέν περί τούτου κατέθεσε. Ο ενάγων, επομένως, κατά το νόμιμο αίτημά του, δικαιούται αποζημιώσεως ανερχομένη, κατά τις διατάξεις 27 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, που κατά συμφωνία των διαδίκων εφαρμόζεται εν προκειμένω, στις τακτικές αποδοχές του είκοσι δύο (22) ημερών, απορριπτομένων των, περί του αντιθέτου περιεχομένων στον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης, ισχυρισμών της εναγομένης. Για τον υπολογισμό της εν λόγω αποζημιώσεως λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και δη ο μισθός ενέργειας, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, καθώς επίσης και το αντίτιμο τροφής και η αποζημίωση άδειας, η υπερωριακή αμοιβή του και τα επιδόματα εορτών, καθώς και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1224/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Όπως απεδείχθη, η αναλογούσα αμοιβή του ενάγοντος για τον έναν μήνα πλήρους απασχόλησής του, σύμφωνα με τις προβλέψεις της εφαρμοζόμενης, κατά συμφωνία των διαδίκων, εν προκειμένω ΣΣΝΕ 2019, ανήρχετο στο ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € =] 2.539,81. Επιπλέον, απεδείχθη ότι, κατά τον τελευταίο μήνα απασχόλησή της στα πλαίσια της ένδικης πρώτης ναυτολόγησής του και δη κατά τον μήνα Ιανουάριο 2020, εφόσον προγενέστερα στοιχεία δεν προσκομίσθηκαν, ο ενάγων πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία για την οποία εδικαιούτο αμοιβής εκ ποσού ευρώ 927,42. Επομένως, οι τακτικές αποδοχές του ενάγοντος έναν μήνα προ της απολύσεώς του, ανήρχοντο μηνιαίως, στο ποσό των ευρώ (2.539,81 + 927,42=) 3.467,23 και όχι στο ποσό των ευρώ 4.696,75, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του, κατά τούτο, τέταρτο λόγο έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ως εκ τούτου, ο ενάγων ως αποζημίωση απολύσεως για την ανωτέρω αποναυτολόγηση του την 24.1.2020, χωρίς υπαιτιότητά του, συνεπεία διακοπής των πλόων του πλοίου συνεπεία της ετήσιας επιθεωρήσεως του πλοίου και χωρίς να επαναυτολογηθεί από την εναγομένη στο ανωτέρω πλοίο ή να κληθεί προς τούτο, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (3.467,23 δια 30 επί 22=) 2.542,63 και όχι το ποσό των ευρώ 3.444,28, όπως κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τέταρτο λόγο έφεσης, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου εφέσεως προς διερεύνηση, πρέπει να γίνει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της η ένδικη έφεση της εναγομένης, ως ειδικότερα αναλύεται στο σκεπτικό της παρούσας και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με αριθμό 3109/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αφού δε κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 535 παρ.1 ΚΠολΔ, προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις ως άνω μνημονευόμενες διατάξεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων 53, 54, 60 ΚΙΝΔ, 648, 653, 655, 341, 345, 346 ΑΚ άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς» και επαρκώς ορισμένη, να γίνει μερικώς δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα, κατά τα προεκτεθέντα, το συνολικό ποσό των ευρώ 9.104,21 [ευρώ 4.496,40 ως υπόλοιπο αμοιβής υπερωριακής του απασχόλησης + ευρώ 156,76 ως υπόλοιπο αναλογίας Δώρου εορτών Πάσχα 2020 + ευρώ 1.205,83 ως υπόλοιπο αναλογίας Δώρου εορτών Χριστουγέννων 2020 + ευρώ 209,73 ως υπόλοιπο αναλογίας Δώρου εορτών Πάσχα 2021 + ευρώ 492,86 ως αποζημίωση για μη ληφθείσες άδειες διανυκτέρευσης + ευρώ 2.542,63 ως αποζημίωση απολύσεως]. Ενόψει του ότι, με την ένδικη κρινόμενη έφεση της εναγομένης, όπως το δικόγραφο αυτής εκτιμάται, αφού με αυτή ζητείται η απόρριψη της ένδικης αγωγής του ενάγοντος στο σύνολό της, με αποτέλεσμα να κρίνεται ότι προσβάλλεται και το κεφάλαιο των τόκων (όμοια ΑΠ 15/2020 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου), τα ως άνω επιδικαζόμενα ποσά, η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο, από της επομένης ημέρας της τελευταίας αποναυτολογήσεως αυτού (ενάγοντος), ήτοι από την 30.1.2021, πλην του ποσού των ευρώ 2.542,63 που αφορά την οφειλόμενη σε αυτόν (ενάγοντα) αποζημίωση, λόγω της απολύσεώς του την 24.1.2020, το οποίο πρέπει να επιδικασθεί με το νόμιμο τόκο από της επομένης ημέρας της επιδόσεως της ένδικης αγωγής. Τούτο διότι, η αποζημίωση απολύσεως δεν θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής, αλλά ο τόκος άρχεται από της οχλήσεως και κατά πάσα περίπτωση από της επιδόσεως της αγωγής (ΕφΠειρ 8/2023, Εφ.Πειρ. 743/2022 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, ΕφΠειρ 19/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013, 220, ΕφΠειρ 66/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011, 271, ΕφΠειρ 676/2010, ΕΝαυτΔ 2011, 105, ΕφΠειρ 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009, 102), ενόψει του ότι οι διατάξεις του άρθρου 74 του Ν. 3863/2010, με την οποία ορίζεται προθεσμία καταβολής της αποζημιώσεως απολύσεως στις χερσαίες συμβάσεις εργασίας, δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω, αντίστοιχη δε διάταξη δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ. Επιπλέον δε, με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 27 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, δεν ορίζεται δήλη ημέρα καταβολής της εν λόγω αποζημίωσης, η διάταξη δε της παραγράφου 1 του άρθρου 10 της ίδιας ΣΣΝΕ, κατά την οποία, υπό τον τίτλο «Εξόφληση μισθού και λοιπών αποδοχών» «Η εξόφληση του μισθού και των πάσης φύσεως αποδοχών των ναυτικών γίνεται στο τέλος κάθε ημερολογιακού μηνός …» δεν ρυθμίζει και την περίπτωση του χρόνου καταβολής της αποζημίωσης απολύσεως. Εξάλλου, εν προκειμένω, δεν απεδείχθη προηγούμενη της επιδόσεως της ένδικης αγωγής όχληση της εναγομένης προς καταβολή της εν λόγω απαίτησης υπό του ενάγοντος. Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας ο ανωτέρω, που νίκησε εν μέρει, υπέβαλε σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσε, ανάλογο με την έκταση της νίκης και της ήττας των διαδίκων της αγωγής πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης, η οποία, παρά την παραδοχή της έφεσής της, ηττήθηκε εν μέρει στην ουσία της υπόθεσης (άρθρα 106, 178 παρ.1, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ και άρθρα 63, 68 και 69 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν. 4194/2017), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την ένδικη έφεση τυπικά και εν μέρει στην ουσία της, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, υπ’ αριθμ. 3109/2023, απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.
Κρατεί και δικάζει, την ένδικη από 30.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………./30.12.2021 αγωγή.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται, κατά τα λοιπά, την ένδικη αγωγή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της.
Υποχρεώνει την εναγομένη, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εννέα χιλιάδων εκατόν τεσσάρων ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (ευρώ 9.104,21), νομιμοτόκως το ποσό των έξι χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα ενός ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (6.561,58 ευρώ) από την 30-1-2021 και το υπόλοιπο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα δύο ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (2.542,63 ευρώ), νομιμοτόκως από της επομένης ημέρας της επιδόσεως της ένδικης αγωγής.
Καταδικάζει την εναγομένη στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 21.11.2024.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ