Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 573/2024

Αριθμός     573/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4°

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τη Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΙΤΟΥΣΑΣ: ……………, η οποία εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Μαριόλη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

 και ΚΑΘ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  Εταιρίας με την επωνυμία «………..», με Α.Φ.Μ. ………, που εδρεύει στη …… (…………) και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εδρεύουσας στο ……. Ιρλανδίας εταιρίας με την επωνυμία «……………»  (……………) δυνάμει του άρθρου 10 παρ. 14 ν. 3156/2003,  η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» και το διακριτικό τίτλο «……….», με έδρα την Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενη, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια της Δικηγόρο Θεσσαλονίκη Χριστοδουλίδη,  η οποία κατέθεσε προτάσεις.

Η εκκαλούσα  άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  10-7-2023  και με αρ. καταθ. ………/ 2023 ανακοπή κατά της καθής η ανακοπή-εφεσίβλητης, που απορρίφθηκε με τη αριθμό 3706/2023 οριστική απόφαση του. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ακολούθως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  με την από 2-1-2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../ 2024) έφεση της, με την οποία αιτείται και την αναστολή της σε βάρος της επισπευδόμενη διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι  πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αφού έλαβε το λόγο από την Δικαστή  αναφέρθηκαν   στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ  ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η ένδικη έφεση κατά της με αριθμό 3706/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία  των περιουσιακών διαφορών  με την παρουσία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, στις 2-1-2024, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, διότι δεν προέκυψε ότι  έλαβε χώρα  επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ κατατέθηκε  και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό   ……………./ 2024 e- παράβολο). Πρέπει, συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και  να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της .

ΙΙ. Με την από  10-7-2023  και με αρ. καταθ. …………./ 2023 ανακοπή  η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ζητούσε την ακύρωση της υπ’ αριθμ. ……../ 31-5-2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, . ………., με την οποία η καθής και ήδη εφεσίβλητη επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στο ειδικότερα περιγραφόμενο ακίνητο της (διώροφη οικία μετά κλειστού χώρου στάθμευσης στο δήμο Κορυδαλλού), για το ποσό των 49.108,40 ευρώ, προς ικανοποίηση  απαίτησης της, απορρέουσας από την  υπ’αριθμ. ……/ 2009 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ποσού 48.961,60 ευρώ, πλέον εξόδων και τόκων.  Επι της ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία αυτή απορρίφθηκε. Ήδη η ανακόπτουσα με την κρινόμενη έφεση της παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή της να γίνει κατ’ουσίαν δεκτή, ενώ περαιτέρω αιτείται την αναστολή της σε βάρος της εκτελεστικής διαδικασίας κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ μέχρις εκδόσεως οριστικής απόφασης επι της έφεσης.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 933 παρ. 1 εδ. γ` ΚΠολΔ νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση και κοινοποιείται στον αντίδικο οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν τη συζήτηση και επομένως λόγοι, που δεν περιέχονται στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν με τρόπο διαφορετικό, όπως με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας δίκης (ΑΠ 531/2022 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ενόψει του ότι ως λόγος έφεσης μπορεί να προταθεί παραδεκτά, όχι οποιοδήποτε σφάλμα της εκκαλουμένης απόφασης, αλλά μόνον εκείνο στο οποίο θεμελιώνεται το διατακτικό της, στο πλαίσιο της δίκης περί την εκτέλεση αποκλείεται η προβολή για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό λόγου ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξης της εκτελεστικής διαδικασίας, που δεν είχε προταθεί και ως λόγος ανακοπής, κύριος ή πρόσθετος (ΑΠ 1297/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3078/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΚρητ 13/2021 ΝΟΜΟΣ, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας [Π. Μάζης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας – Αναγκαστική Εκτέλεση, 2021, άρθρο 933, αριθ. 24, σελ. 217, ττρβλ. ΑΠ686/2018 ΧρίΔ 2019. 371), καθώς στην περίπτωση αυτή ο λόγος της έφεσης θα είναι αλυσιτελής, δεδομένου ότι η πλημμέλεια, που με αυτόν αποδίδεται στην εκκαλουμένη απόφαση, αποκλείεται να επέδρασε στο διατακτικό της, αφού επ’ αυτού, ως μη προταθέντος, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν απεφάνθη. Αυτό ισχύει ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 527 ΚΠολΔ, ασχέτως δηλαδή του εάν ο λόγος είναι οψιγενής ή προαποδεικνύεται, καθόσον ο λόγος ανακοπής επέχει θέση ιστορικής βάσης αγωγής και η βραδεία προβολή του δεν αντιμετωπίζεται από την προαναφερόμενη διάταξη, αλλά από εκείνες των άρθρων 216 παρ. 1 εδ. α και 224 ΚΠολΔ. Επιπροσθέτως η δυνατότητα καθυστερημένης πρότασης νέου λόγου ανακοπής για πρώτη φορά στην έκκλητη δίκη θα παραβίαζε α) τις δικονομικές αρχές των δύο βαθμών δικαιοδοσίας και της τήρησης προδικασίας, που θεμελιώνονται αντίστοιχα στις διατάξεις των άρθρων 12 και 111 ΚΠολΔ (Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, 2015, σελ. 463), β) τη διάταξη του άρθρου 525 ΚΠολΔ, που αποτελεί εκδήλωση της πρώτης από τις ανωτέρω αρχής (Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, σελ. 717) και κατά την οποία αντικείμενο της κατ’ έφεση δίκης δεν μπορεί να αποτελέσει αίτηση, που δεν υποβλήθηκε στον πρώτο βαθμό, γ) τη διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 εδαφ. β ΚΠολΔ, που προσδιορίζει τον τρόπο παραδεκτής προβολής νέων λόγων ανακοπής και δ) τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ, που καθιερώνει την αρχή της συγκέντρωσης των λόγων ανακοπής ως ειδική έκφανση της αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι (Μιχαηλίδου, Η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 2017, σελ. 217 επ.). Η τελευταία διάταξη, που οφείλει την ύπαρξή της, αφενός, στην πλειονότητα των ελαττωμάτων, που ενδέχεται να βαρύνουν την ίδια πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης και, αφετέρου, στον περιορισμό των αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου σε μόνους τους ισχυρισμούς (αντιρρήσεις), που προτάθηκαν με ανακοπή κατ’ αυτής και κρίθηκαν, καθιστά υποχρεωτική την αντικειμενική σώρευση στο ίδιο δικόγραφο των περισσότερων λόγων ανακοπής, που αποτελούν ταυτόχρονα και περισσότερα αντικείμενα δίκης, αφού καθένας τους συνιστά κατ’ ουσίαν ιδιαίτερη και αυτοτελή ανακοπή. Ως εκ τούτου η διάταξη της απόφασης, που αποφαίνεται για κάθε συγκεκριμένο λόγο ανακοπής, συνιστά ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης και αν ο λόγος δεν προταθεί με την ανακοπή ή με δικόγραφο προσθέτων αυτής λόγων δεν δημιουργείται κεφάλαιο, ώστε να μεταβιβαστεί στο δεύτερο βαθμό με την έφεση (ΜΕφΑθ 8/ 2023, ΜΕφΠειρ 425/2021 ΝΟΜΟΣ).  Εν προκειμένω, με το μοναδικό λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται για την εσφαλμένη απόρριψη  του πρώτου λόγου της ανακοπής της, με τον οποίο προβάλλει την ακυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης εκτέλεσης (κατάσχεση ακίνητης περιουσίας),  διατεινόμενη ότι, η καθής η ανακοπή ενήργησε καταχρηστικά κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, επισπεύδοντας σε βάρος της διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης  με την κατάσχεση της κύριας κατοικίας της, εκτιμηθείσας αξίας 208.000 ευρω, που αποτελεί και το μοναδικό ακίνητο, που δύναται να καλύψει τις στεγαστικές της ανάγκες, ενώ η ίδια είναι ήδη 74 ετών και συνταξιούχος από το έτος 2009,  έχει δε  ανυπαιτίως περιέλθει σε δυσχερή οικονομική  κατάσταση, ήτοι σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της, μεταξύ των οποίων και η ένδικη, που δημιουργήθηκε από την εκ μέρους της εγγύηση της τραπεζικής σύμβασης δανείου της εταιρίας με την επωνυμία «……………..», στην οποία, ωστόσο, τυπικά  και μόνον είχε την ιδιότητα της διευθύνουσας συμβούλου.  Επιπλέον, αυτή για πρώτη φορά προβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προς περαιτέρω θεμελίωση του ισχυρισμού της περι καταχρηστικής συμπεριφοράς της εφεσίβλητης -καθ΄ής η ανακοπή :α) ότι η τελευταία με την με αριθμό …………/ 26-4-2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας προχώρησε σε κατάσχεση έτερου  περιουσιακού της στοιχείου, ήτοι εξ αδιαιρέτου ποσοστού συγκυριότητας 60/100 επι ενός οικοπέδου εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Δήμου Σαρωνικού, Δημοτικής Ενότητας Αναβύσσου, εκτιμηθείσας αξίας 183.000 ευρώ, για άλλη οφειλή της, απορρέουσας ομοίως από εγγύηση υπέρ της ως άνω ανώνυμης εταιρίας, γεγονός που αποδεικνύει ότι η εφεσίβλητη θα μπορούσε εξαρχής να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησης της με ηπιότερα μέσα, ήτοι την κατάσχεση του ως άνω περιουσιακού της στοιχείου, αντί της μοναδικής της κατοικίας, και β)  ότι μετά τη συζήτηση της ανακοπής σε πρώτο βαθμό και μέχρι σήμερα προσπαθεί να έρθει σε εξώδικο διακανονισμό της οφειλής της με την εφεσίβλητη με συγκεκριμένες προτάσεις για τμηματική καταβολή αυτού, πλην όμως, η τελευταία αρνείται αδικαιολόγητα να συμπράξει εμμένοντας στη καταχρηστική της συμπεριφορά. Ο λόγος αυτός,  απαραδέκτως συμπληρώνεται με το δικόγραφο της έφεσης  με επιπλέον στοιχεία καταχρηστικότητας,  και είναι κατά τούτο απορριπτέος, καθόσον οι λόγοι της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ ασκούνται αποκλειστικά με το δικόγραφο της ανακοπής ή των προσθέτων λόγων,  και δη ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 527 ΚΠολΔ, ασχέτως δηλαδή του εάν ο λόγος είναι οψιγενής ή προαποδεικνύεται, καθόσον ο λόγος ανακοπής επέχει θέση ιστορικής βάσης αγωγής και η βραδεία προβολή του δεν αντιμετωπίζεται από την προαναφερόμενη διάταξη, αλλά από εκείνες των άρθρων 216 παρ. 1 εδ. α και 224 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με τη προπαρατιθέμενη νομική σκέψη. Περαιτέρω, σε κάθε περίπτωση επισημαίνεται, ότι η εκκαλούσα όχι μόνον δεν αναφέρει στην ανακοπή της την ύπαρξη έτερου περιουσιακού της στοιχείου, ήτοι του εξ αδιαιρέτου ποσοστού επι οικοπέδου (η  επιβολή κατάσχεσης στο οποίο, σημειωτέον, είχε ήδη επιβληθεί πριν τον χρόνο κατάσχεσης της κατοικίας της και επομένως ήταν γνωστή σε αυτήν κατά τον χρόνο σύνταξης της ανακοπής), αλλά  αντιθέτως, αυτή  διατεινόταν ότι η κατασχεθείσα κατοικία της αποτελούσε το μοναδικό της περιουσιακό της στοιχείο (σελ. 7 ανακοπής).  Ομοίως, και το επικαλούμενο από αυτήν  γεγονός, ότι η εφεσίβλητη δεν αποδέχθηκε τις προτεινόμενες απο την ίδια προτάσεις περί ρύθμισης της οφειλής της (το περιεχόμενο των οποίων εξειδικεύεται για πρώτη φορά στις κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις και φέρεται να αφορά σε  καταβολή  ποσού  100 ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα 240 μηνών, ήτοι 20 ετών, και διαγραφή του υπόλοιπου ποσού της οφειλής) δεν δύναται σε κάθε περίπτωση να αξιολογηθεί ως καταχρηστική εκ μέρους της εφεσίβλητης άσκηση δικαιώματος, δεδομένου ότι η τελευταία δεν υποχρεούται να δεχθεί τυχόν προτεινόμενη μεγάλη μείωση της απαίτησής της, ούτε εξαιρετικά μακρύ χρόνο αποπληρωμής του, ενώ τέλος, αυτή, δεν φέρεται να είχε δημιουργήσει σχετική πεποίθηση στην εκκαλούσα, ότι θα κάνει αποδεκτή κάποια πρόταση για ρύθμιση, ώστε η μετέπειτα συμπεριφορά της που εντάσσεται στο πλαίσιο του δικαιώματός της για διαχείριση και προστασία της περιουσίας της, να παρίσταται τυχόν ως αιφνίδια μεταβολή της μέχρι τότε στάσης  της και ανατροπή μιας κατάστασης που η ίδια είχε δημιουργήσει (ΜονΕφΠειρ54/2024, ΜονΕφΑνΚρ 19/2024 ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω, κατά τα λοιπά, ήτοι τον λόγο της ανακοπής περί καταχρηστικότητας, όπως εξειδικεύεται με το δικόγραφο της ανακοπής και επαναφέρεται με τον εξεταζόμενο λόγο της ανακοπής,  αυτός ορθώς  απορρίφθηκε ως μη νόμιμος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διότι τα επικαλούμενα για τη στοιχειοθέτηση του περιστατικά, ακόμη και εάν υποτεθούν αληθινά, δεν επαρκούν προς τούτο, καθόσον η προβαλλόμενη καταχρηστικότητα ανάγεται αποκλειστικώς στην αδυναμία της εκκαλούσας να  εξοφλήσει την οφειλή της λόγω της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης στην οποία, κατα τους ισχυρισμούς της, έχει περιέλθει ανυπαιτίως. Συνεπώς, ο λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

ΙV. Μετά ταύτα η υπο κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη,  ενώ ομοίως πρέπει να απορριφθεί και η  σωρευόμενη αίτηση αναστολής. Τέλος, πρέπει  να καταδικασθεί η εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρο 176 παρ.1, 191 παρ.2 και 183 ΚΠολΔ), και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει  την έφεση με την παρουσία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.

Απορρίπτει την αίτηση αναστολής.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο  του με αριθμό   ……………./ 2024 παραβόλου.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ .

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 27-11 -2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

H ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ