ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
4ο τμήμα
Περίληψη
πίνακας κατάταξης, αναγκαία ομοδικία αυτοτελούς προσθέτως παρεμβαίνουσας καθ΄ής η ανακοπή. Απαραδέκτη συζήτηση (β) έφεσης λόγω μη κλήτευσης κυρίας διαδίκου. (α) έφεση : Δεκτός λόγος ανακοπής άρθρο 977 ΚΠολΔ 10 % ως προς ιδιότητα εγχειρόγραφη δανείστριας (δεν συνιστούν οι δανειστές που έχουν προνόμιο και δεν ικανοποιήθηκαν εν όλω). Εκκαλεί απόφαση
Αριθμός απόφασης : 579/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(4ο τμήμα)
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε στο ακροατήριό του την ………….., για να δικάσει τις υποθέσεις, μεταξύ :
Α) ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ …….), ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ήδη από την 1-1-2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), με ΑΦΜ ………, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτής, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και στην προκειμένη περίπτωση, από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Δικαστικό Πληρεξούσιο Ν.Σ.Κ. Ηλία Βασιλειάδη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «………», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ……. (ΑΦΜ …….), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «………….» (Α.ΦΜ ……….), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Βεατρίκη Μπεκιάρη.
Β) της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία «………..» και διακριτικό τίτλο «…………», που εδρεύει στη ………, ΑΦΜ ………., υπό την ιδιότητά της ως Εταιρία Διαχείρισης απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, εντολοδόχος, ειδικός πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….»,), με έδρα το ……… Ιρλανδίας (………….) όπως νομίμως εκπροσωπείται, δυνάμει του από 17.12.2021 ιδιωτικού συμφωνητικού Διαχείρισης Απαιτήσεων (αντίγραφο του οποίου καταχωρίσθηκε νόμιμα στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, σύμφωνα με το άρθ. 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003, με αριθμό πρωτοκόλλου …/6-12-2019 (τόμος …/αυξ. αρ. ….) και της από 5.12.2019 συμφωνίας των μερών περί των ειδικών όρων παροχής των υπηρεσιών του διαχειριστή, και ενεργούσα στην παρούσα με την ιδιότητα της εντολοδόχου, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της δικαιούχου των απαιτήσεων εταιρείας δυνάμει του από 3 Δεκεμβρίου 2019 πληρεξουσίου που επικυρώθηκε από τον Συμβολαιογράφο Δουβλίνου ……. και φέρει την από 4.12.2019 επισημείωση της Σύμβασης της Χάγης (Apostille) με αριθμό ……., της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» η οποία εδρεύει στην Αθήνα, με αριθμό ΓΕΜΗ ………. (πρώην ΑΡ. ΜΑΕ …….) και ΑΦΜ ……….., Δ.Ο.Υ Φ.Α.Ε. Αθηνών, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, δυνάμει της από 26 Ιουλίου 2019 σύμβασης αγοραπωλησίας και της από 6 Δεκεμβρίου 2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από επιχειρηματικά δάνεια και τα σχετικά παρεπόμενα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων και τυχόν εγγυήσεων και τυχόν άλλων ενοχικών και εμπράγματων εξασφαλίσεων (αντίγραφο της οποίας σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίσθηκε νόμιμα σύμφωνα με το άρθ. 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003 στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …../06-12-2019 (τόμος …/αυξ.αρ. …), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Αλεξία-Μιχαέλα Μακρή.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ ….) οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ήδη από την 1-1-2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), με ΑΦΜ ….., η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτής, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και πιο ειδικά, στην προκειμένη περίπτωση, από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Δικαστικό Πληρεξούσιο Ν.Σ.Κ. Ηλία Βασιλειάδη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ : 1) Την ανώνυμη τραπεζική εταιρίας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «. ….» (Α.ΦΜ ….) 2) Την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………….» και διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στη ……. Αττικής, ΑΦΜ …….., ως Εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ως διαδίκου μη δικαιούχου δυνάμει των Διατάξεων του Νο 4354/2015 (Άρθρο 2 παρ. 4) της ανώνυμης τραπεζική εταιρίας με την επωνυμία «……..» και τον διακριτικό τίτλο «…….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ΑΦΜ ………, υπό την ιδιότητά της ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» (και ήδη μετονομασθείσας σε «……………), ΑΦΜ ………, κατόπιν διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρία — πιστωτικό ίδρυμα, υπό της ιδιότητά της ως δικαιοπαρόχου. 2) Συμβολαιογράφο Αθηνών, …………., κάτοικο Αθηνών.
Το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την (i) από 6.11.2019 και με αριθμ. κατ. δικ. ……../2019 ανακοπή, το ΝΠΔΔ με την επωνυμία ΕΦΚΑ με την επωνυμία (ii) την από 8-11-2019 αριθμ. καταθ. δικογρ. ……./2019 ανακοπή του και η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα την (iii) την από 5-3-2020 και με αριθ. καταθ. δικογρ. ……../2020 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση. Οι άνω υποθέσεις συνεκδικάσθηκαν, επί των οποίων εκδόθηκε η με αρ. 3096/2020 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Κατά της τελευταίας απόφασης το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο και ήδη εκκαλούν άσκησε την (α) από 10.3.2023 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2023 έφεση, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Η εκκαλούσα προσθέτως παρεμβαίνουσα ………….» άσκησε την (β) από 4.4.2022 και με αρ. καταθ. ……../2022 έφεση, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο της 6.4.2023 και μετά από αναβολή γι΄αυτήν που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση των άνω υποθέσεων, αφού εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, ο Δικαστικός πληρεξούσιος του ΝΣΚ αναφέρθηκε στις προτάσεις που είχε προκαταθέσει και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των λοιπών διαδίκων στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στο Δικαστήριο αυτό εκκρεμούν οι εφέσεις : α) από 10.3.2023 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2023 του Ελληνικού Δημοσίου η β) η από 4.4.2022 και με αρ. καταθ. ……../2022 της εκκαλούσας ανώνυμης εταιρίας «…………». Η (α) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, καθώς δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, αφού το Δημόσιο απαλλάσσεται της προκαταβολής των τελών της δίκης [19 § 1 του του Κωδ. Δ/τος της 26-6/10.7.1944 “περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου σε συνδυασμό με άρθρο 36 ΠΔ 28/1931 (ΦΕΚ α’ 239/1931)]. Ομοίως η (β) έφεση της εκκαλούσας έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ επίσης, έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. τα με αρ. ………….. € e – paravolo).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78 KΠολΔ. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών, που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης.. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατ’ αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1564/2017 ό.π., ΑΠ 1731/2011, ΜΕφΘεσ 982/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ` του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ»: Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015: Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον, οι άνω εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης (ΑΠ 368/2019 ό.π, ΑΠ 877/2019, ΜΕφΘεσ 982/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και έπεται ότι η πρόσθετη παρέμβαση που ασκούν υπέρ της δικαιοπαρόχου του δικαιούχου της απαίτησης Τραπεζικής εταιρίας, έχει το χαρακτήρα αυτοτελούς. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 177/2017, ΑΠ 1485/2006 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος, κατά την απουσία του, από τον υπέρ ού η παρέμβαση και αντιστρόφως (ΕφΘεσ 78/2017, Αρμ. 2017, σελ. 1156, ΕφΠειρ 111/2016 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1250/2009 ΕλλΔ/νη 2012, σελ. 790). Προϋπόθεση είναι όμως να έχει κληθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα ο απολιπόμενος διάδικος, είτε ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβάς, είτε ο υπερ’ ού η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, άλλως σε διαφορετική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση. Περαιτέρω, στην παρ. 4 του άρθρου 76 Κ.Πολ.Δ. ορίζεται ότι η άσκηση ενδίκων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους της παρ.1 έχει αποτελέσματα και για τους άλλους. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος άσκησε ένδικο μέσο, θεωρούνται από το νόμο ως ασκήσαντες αυτό και οι ομόδικοί του, αν και αδρανούν αυτοί. (ΑΠ 1046/2020, Α.Π 613/2020, Α.Π 1697/2017, ΑΠ 2179/2014 www.areiospagos.gr). Περαιτέρω από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 76 και 517 ΚΠολΔ, καθώς και των άρθρων 77, 110 παρ.2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, ο εκκαλών πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να απευθύνει την έφεσή του εναντίον όλων των ομοδίκων που ήταν αντίδικοι του κατά την πρωτόδικη δίκη, όχι όμως και εναντίον των ιδίων αυτού ομοδίκων (Α.Π 1076/2019, Α.Π 812/2013 www.areiospagos.gr). Στην περίπτωση δε αυτή (της πλασματικής άσκησης του ένδικου μέσου) πρέπει οι μη ασκήσαντες ομόδικοι να καλούνται, σε όλες τις συζητήσεις αυτού (άρθρα 76 παρ. 3 και 110 παρ. 2 ΚΠολΔ, αλλιώς, σε περίπτωση μη εμφάνισης τούτων, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση του ενδίκου μέσου ως προς όλους του διαδίκους (ΑΠ 2024/2022, Α.Π 197/2020, Α.Π 1288/2019, ΑΠ 947/2018, ΑΠ 1697/2017, ΑΠ 1870/2017, ΑΠ 816/2015 www.areiospagos.gr). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων άρθρων 972 § 1 και 974 έως 979 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα κατάταξης προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατάταξης, που μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαίτησης του καθού η ανακοπή, η οποία έχει αναγγελθεί, είτε στο δικονομικό δίκαιο και αναφέρονται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατάταξης. Έννομο συμφέρον, για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει, ότι προηγείται του τελευταίου, που κατατάχθηκε στον πίνακα, και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στην θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη (άρθρ. 972 § 2 εδ. β’ ΚΠολΔ). Το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλομένη απαίτηση και την κατάταξη του καθ’ ού η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετάσχοντες της δίκης άλλους δανειστές. Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής, που δεν άσκησε ανακοπή. Κατά συνέπεια όταν ασκείται ανακοπή κατά περισσότερων αναγγελθέντων και καταταγέντων δανειστών, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της παθητικής ομοδικίας (ΚΠολΔ 74 περ.1), έναντι των οποίων προβάλλεται το υπαρκτό και η προνομιακή κατάταξη της απαίτησης του ανακόπτοντος, οι τελευταίοι, ως καθών η ανακοπή συνδέονται με τον δεσμό της απλής ομοδικίας (ΚΠολΔ 74 περ.2) και τούτο για τον λόγο ότι το υπαρκτό της απαίτησης του ανακόπτοντος και ο προνομιακός της χαρακτήρας κατά την κατάταξη συγκρίνεται ως προς καθένα από τους καθ’ ών, χωρίς να επηρεάζονται από αυτό οι μεταξύ τους σχέσεις αναφορικά με το ποσό της κατάταξης, δοθέντος ότι, όπως προαναφέρθηκε, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελούνται οι καθών, ώστε να παρίσταται ανάγκη σύγκρισης μεταξύ τους ως προς τις απαιτήσεις τους για τις οποίες αναγγέλθηκαν και κατατάχθηκαν (ΑΠ 264/2020, ΑΠ 2117/2014). Tα ίδια ισχύουν και σε περίπτωση συνεκδίκασης ανακοπών δανειστών κατά του ιδίου πίνακα. Όμως αν οι περισσότεροι δανειστές βάλλουν κατά της κατάταξης της ίδιας απαίτησης και ο καθ΄ού αποβάλλεται, τότε επιβάλλεται αναμόρφωση αυτού με συνεκτίμηση όλων των απαιτήσεων, οπότε τότε υπάρχει σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας. Αντίστοιχα το ένδικο μέσο ασκείται κατά του αντιδίκου και δεν απευθύνεται κατά όλων των δανειστών που συμμετείχαν ως ομόδικοι, ούτε όταν ασκείται από ένα από τους ομόδικους δανειστές πρέπει να στρέφεται κατά των άλλων, εκτός αν η απόφαση περιέχει επιβλαβή διάταξη για κάποιον από από τους ομοδίκους ή απέρριψε την αίτησή που υπέβαλε κάποιος από τους ομοδίκους κατά άλλου (ΑΠ 1467/2009, Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, ο ο.π. αρ7 και 8).
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα εξής : Το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 6.11.2019 και με αριθμ. κατ. δικ. ………/2019 ανακοπή του κατά του με αρ. ……./2019 πίνακα κατάταξης δανειστών που συνέταξε η συμβολαιογράφος Αθηνών ………., με την οποία ζήτησε την μεταρρύθμιση άνω πίνακα ως προς τις απαιτήσεις των τραπεζικών ανωνύμων εταιριών α) ……. β) ………..» και γ) ………… σε ΕΤΑΙΡΙΑ» για την οποία απηύθυνε το δικόγραφο σε βάρος της διαχειρίστριας «…….» της ειδικής διαδόχου αυτής. Υπέρ της δεύτερης καθ΄ής η ανακοπή ……..», άσκησε την από 5-3-2020 και με αριθ. καταθ. δικογρ. ………/2020 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση η εταιρία με την επωνυμία «……..» ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ………..» ειδικής διαδόχου της άνω Τράπεζας, η οποία έχοντας κληθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα δεν εμφανίστηκε καθόλου στην πρωτοβάθμια δίκη, χωρίς η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα να αναλάβει τη δίκη κατά τη διάταξη του άρθρου 85 του ΚΠολΔ. Oι άνω υποθέσεις συνεκδικάσθηκαν και με την από 8-11-2019 (αριθμ. καταθ. δικογρ. ………/2019) ανακοπή του ΝΠΔΔ ΕΦΚΑ, επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό 3096/2020 οριστική απόφαση του, Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ήδη εκκαλούμενη. Το Δικαστήριο με την άνω απόφασή του, αφού απέρριψε την ανακοπή του ΕΦΚΑ κι έκρινε παραδεκτή την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου, μεταρρύθμισε τον πίνακα κατάταξης ως προς το ποσό των εξόδων και περαιτέρω απέβαλλε την ……… . (2η καθ’ ής η ανακοπή), ως προς το ποσό των 24.9783,38 € και την ……… ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της …… από το ποσό των 7.945,10 €. Κατά της άνω απόφασης το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την (α) έφεση ως προς το κεφάλαιο απόφασης της που απέρριψε την ανακοπή του ως προς την 1η των καθ΄ών. Κατά της ίδιας απόφασης και η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα ……..» ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ………..» άσκησε (πριν από Δημόσιο) την (α) έφεση (από 4.4.2022 και με αρ. καταθ. ………/2022) παραπονούμενη ως προς άνω το κεφάλαιό της κατά το οποίο αποβλήθηκε η δικαιοπάροχος της άνω ειδικής διαδόχου, ………… Την έφεσή της, ορθώς η εκκαλούσα – προσθέτως παρεμβαίνουσα έχει στρέψει κατά του Ελληνικού Δημοσίου και όχι κατά της …………, υπέρ της οποίας είχε ασκήσει την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, αφού μεταξύ τους υπάρχει υπάρχει δεσμός αναγκαίας ομοδικίας. Ενώ όμως η άνω εκκαλούσα έχει κοινοποιήσει το δικόγραφο, εκτός από το αντίδικό της Ελληνικό Δημόσιο και στους λοιπούς διαδίκους στην πρωτοβάθμια δίκη (βλ. επικεφαλίδα του δικογράφου «……κοινοποιούμενη προς» και προσκομιζόμενες εκθέσεις επιδόσεως), το οποίο θα ήταν απαραίτητο μόνον αν αντιδικούσε ως προς την κατάταξη αυτών, δεν προκύπτει ότι στη συζήτηση της παρούσας έφεσης έχει κληθεί και η άνω αναγκαία ομόδικος της εκκαλούσας «……….», η οποία εξακολουθεί να έχει την ιδιότητα του κυρίου διαδίκου, αφού η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα δεν ανέλαβε αυτή τη δίκη ως κύριος διάδικος, κατά τη κατά τη διάταξη του άρθρου 85 ΚΠολΔ, Συνεπώς η κλήτευση της άνω Τράπεζας, υπέρ ής η αυτοτελής πρόσθετης παρέμβαση, στη συζήτηση της έφεσης είναι απαραίτητη, με βάση τη διάταξη του άρθρου 517 παρ.2 σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 76 παρ.4 ΚΠολΔ, προκειμένου να εκπροσωπηθεί στην κατ΄έφεση δίκη από την από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα υπέρ αυτής ………….., λόγω της πλασματικής άσκησης του ενδίκου μέσου υπέρ της πρώτης. Κατόπιν αυτών, η συζήτηση της άνω (β) έφεσης πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους. Το Δικαστήριο παραδεκτά θα χωρήσει στη συζήτηση της (α) έφεσης, αφού διατάξει το χωρισμό των υποθέσεων, που αφορά διάφορο κεφάλαιο της απόφασης, την απόρριψη του τρίτου λόγου της ανακοπής του, αναφορικά με την κατάταξη της Τράπεζας ……………. στο ποσό των 46.208,50 € ως εγχειρόγραφης δανείστριας. Επισημαίνεται ότι ορθά η έφεση έχει στραφεί μόνο κατά της αντιδίκου ως προς την οποία η εκκαλούμενη απόφαση περιέχει επιβλαβή διάταξη για το ανακόπτον. Πρέπει, επομένως να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με το άρθρο 977 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, και ίσχυε πριν την τροποποίηση με το άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021, «αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρου 975 κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου […]». Σημαντική τομή στο σύστημα του ΚΠολΔ, αναφορικά με τη διανομή του πλειστηριάσματος, αποτελεί η κατάταξη των μη προνομιούχων απαιτήσεων σε ποσοστό 10%, όταν αυτές συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικά και ειδικά προνόμια. Σκοπός του νομοθέτη με την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, 2ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4335/2015, σελ. 23, άρθρο 977). Αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διάταξης αναπτύχθηκαν στη θεωρία και τη νομολογία τρεις θέσεις και συγκεκριμένα : Α) Κατά μία άποψη από το 10% του πλειστηριάσματος ικανοποιούνται όχι μόνον οι μη προνομιούχοι πιστωτές, όπως προβλέπει η γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, αλλά και αυτοί των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, δεν ικανοποιήθηκαν όμως με βάση αυτό, διότι προηγούνταν άλλοι προνομιούχοι στους οποίους αναλώθηκε το ποσοστό κάθε κατηγορίας και αυτό διότι εκείνοι οι μη ικανοποιηθέντες δανειστές ταυτίζονται κατ’ αποτέλεσμα με τους μη προνομιούχους. Η παραπάνω άποψη υποστηρίζεται τόσο υπό την εκδοχή ότι ως μη προνομιούχες απαιτήσεις για την κατάταξη στο 10% του πλειστηριάσματος θεωρούνται και αυτές που είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, πλην όμως, δεν κατέστη δυνατό να καταταγούν καθ’ ολοκληρίαν στα ποσοστά που προβλέπονται για τις προνομιούχες απαιτήσεις, κάνοντας «χρήση» του προνομίου τους, με τη σκέψη ότι πλήρης αποκλεισμός από την κατάταξη προνομιούχου δανειστή θα τον καθιστούσε στη σειρά κατάταξης υποδεέστερο από ανέγγυο δανειστή, που δεν έχει δηλαδή ούτε γενικό ούτε ειδικό προνόμιο, αποτέλεσμα αντίθετο με τον σκοπό του νόμου, αλλά και τη φιλοσοφία του νέου συστήματος κατάταξης του ΚΠολΔ, όπου προηγούνται όσοι έχουν ειδικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 65% του πλειστηριάσματος, έπονται οι έχοντες γενικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 25% του πλειστηριάσματος και στο υπόλοιπο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι μη προνομιούχες απαιτήσεις. ¨Οσο και με την εκδοχή ότι μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες θα πρέπει να καταταγούν στο 10% του πλειστηριάσματος, εξομοιώνεται και το μέρος των προνομιούχων, οι οποίες συνυπολογίστηκαν κατά την προνομιακή κατάταξη στα υπόλοιπα ποσοστά του πλειστηριάσματος, όμως δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως, καθ’ όλη την έκταση του προνομίου τους, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος (βλ. ΜΕφΘεσ 2719/2018 στη sakkoulas online, Ευδ. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, Αρμ. 2016.12 -13 και Ν. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ.2 2018, σελ. 595,. Μηχιώτη, Σύγκρουση προνομίων και κατάταξη δανειστών κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος – Σκέψεις επί των διατάξεων των άρθρων 977 και 977Α ΚΠολΔ δημ. στη sakkoulas online). Β) Κατά άλλη άποψη γίνεται δεκτό ότι στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι προνομιούχες απαιτήσεις μόνο, όμως, εφόσον, δεν κατέστη δυνατή η, έστω μερική, κατάταξή τους με βάση το προνόμιό τους σε άλλο ποσοστό του πλειστηριάσματος. και Γ) Κατά τρίτη δε και μάλλον κρατούσα πλέον στη νομολογία άποψη, στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται μόνον οι μη προνομιούχες απαιτήσεις, ενώ οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία (βλ. αμέσως προηγούμενες απόψεις) έρχεται σε αντίθεση με τη γραμματική διατύπωση της διάταξης. Πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής αντλείται και από το εδ. γ΄ του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπου και ρητά προβλέπεται η εκ νέου κατάταξη των προνομιούχων δανειστών των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ στο πλειστηρίασμα που αντιστοιχεί στο 10%, στην περίπτωση που προκύπτει υπόλοιπο μετά την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών. Είναι σαφές ότι δεν θα υπήρχε λόγος να γίνεται η ως άνω μνεία στο νόμο, σε περίπτωση που χωρίς άλλο αντιμετωπίζονταν ως εγχειρόγραφοι οι ενέγγυοι πιστωτές αν δεν ικανοποιούνταν προνομιακά (εν όλω ή εν μέρει). Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποτελεί κανόνα η διπλή κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων θα το προέβλεπε ρητά, όπως άλλωστε έκανε στο άρθρο 160 του Πτωχευτικού Κώδικα, ειδικά και κατ’ εξαίρεση από το άρθρο 977 του ΚΠολΔ, το οποίο ισχύει κατά τα λοιπά και στην πτωχευτική διαδικασία (άρθρο 156 ΠτΚ). Πέρα όμως από το γράμμα της διάταξης, η παραπάνω ερμηνεία απολήγει στην καταστρατήγηση της βούλησης του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε, για πρώτη φορά, να αναλώνεται το ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων πιστωτών. Η τελολογία για τη θέσπιση της ως άνω ρύθμισης του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτή διατυπώνεται σαφώς στην αιτιολογική έκθεση του ν.4335/2015, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος. Η υλοποίηση της νομοθετικής αυτής ratio είναι αμφίβολη στην περίπτωση που αναγνωριζόταν η δυνατότητα κατάταξης των προνομιούχων πιστωτών στο υπόλοιπο 10%, κατά το μέτρο που δεν ικανοποιήθηκε ολικά ή εν μέρει η απαίτησή τους με βάση το προνόμιό της, αφού είναι επόμενο ότι δεν θα απέμεινε καθόλου ή ελάχιστο υπόλοιπο για τους εγχειρόγραφους δανειστές. Εξάλλου, σύμφωνη με τις ανωτέρω σκέψεις τυγχάνει και η πρόσφατη τροποποίηση της εν λόγω διάταξης του άρθρου 977 παρ.3 ΚΠολΔ, με την προσθήκη τελευταίου εδαφίου (άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021), όπου ρητά πλέον ορίζεται, προς άρση ερμηνευτικών αμφισβητήσεων (βλ. αιτιολογική έκθεση νόμου 4842/2021), ότι αν υπάρχουν και εγχειρόγραφοι δανειστές οι προνομιούχες απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 δεν συμμετέχουν στο δέκα τοις εκατό (10%) ακόμη και εάν δεν ικανοποιήθηκε η απαίτησή τους, η οποία (νέα διάταξη) εφαρμόζεται, όταν ο πίνακας κατάταξης αφορά σε πλειστηριασμό, που διενεργήθηκε μετά από τις 12-11-2021 (βλ. συνδυασμό διατάξεων περ. θ΄ παρ.6 του άρθρου 116 Ν.4842/2021, ΦΕΚ Α 190 και άρθρου 176 4855/ 2021). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διαθέσεως, αν κάποιος δανειστής επέλεξε να αναγγείλει την απαίτησή του ως προνομιούχο, θα πρέπει η απαίτηση αυτή να καταταχθεί στον πίνακα κατάταξης ως τέτοια. Ούτε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ούτε το δικαστήριο κατόπιν άσκησης σχετικής ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, μπορούν να προβούν σε μη προνομιακή κατάταξη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 972 παρ. 1 ΚΠολΔ, ουσιώδες στοιχείο του αναγγελτηρίου, μεταξύ άλλων, είναι το αίτημα κατάταξης και, όταν υπάρχει προνόμιο, σύμφωνα με ορθή άποψη, το αίτημα προνομιακής κατάταξης (βλ. ΑΠ 194/2018, ΑΠ 697/2008 www.areiospagos.gr Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ. ΙΙα, 2017, σελ. 381,390 και 726-727 με εκεί παραπομπές). Επομένως, με βάση όλα τα παραπάνω, τυχόν ερμηνεία, κατά την οποία οι μη ικανοποιηθείσες, εν όλω ή εν μέρει, αναγγελθείσες ως προνομιούχες απαιτήσεις, εξομοιώνονται κατ’ αποτέλεσμα προς τις εγχειρόγραφες και, συνεπώς, κατατάσσονται και στο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος, προσκρούει τόσο στη βούληση του νομοθέτη όσο και στο σαφές γράμμα του νόμου (ΕφΑθ 2574/2024, ΕφΑθ 2521/2024, ΕφΑιγ 64/2024, ΕφΠειρ 1/2023, ΕφΘεσ 768/2022, ΕφΘεσ 297/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1064/2023 ΤΝΠ ΔΣΑ, EφΠειρ 379/2023, EφΠειρ 363/2023, ΕφΠειρ 525/2022 σε https://www.efeteio-peir.gr/ Απαλαγάκη/Σταματόπουλος (Ρεντούλης) ο νέος ΚΠολΔ, 2022 άρθρο 977 αρ. 11. Αντ. Βαθρακοκοίλη- Γ,Πλαγάκου ο.π. σελ. 527-529, Π. Κολοτούρο, Συρροή δανειστών και σύγκρουσις δικαιωμάτων εις το πεδίον της αναγκαστικής εκτελέσεως, ΕΠολΔ 2019 σελ.138 και την άποψη αυτή φαίνεται να ακολουθεί και η ΑΠ 524/2023 www.areiospagos.gr). Στην περίπτωση αυτή και ο προνομιούχος δανειστής, ο οποίος δεν ικανοποιήθηκε πλήρως από την κατάταξή του στο 65% ή 25% του πλειστηριάσματος έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την αποβολή των καθ΄ών η ανακοπή των οποίων οι μη ικανοποιηθείσες πλήρως προνομιούχες απαιτήσεις εξομοιώθηκαν με μη προνομιούχες και κατετάγησαν στο 10 % αυτού, προκειμένου να καταταγεί ο ίδιος στο υπόλοιπο, κατά τη διάταξη του άρθρου 977 παρ.3 εδ.γ , 1 εδ.β ΚΠολΔ. (ΕφΑθ 1064/2023, ΕφΘεσ 768/2022 ό.π. )
Από τα έγγραφα τα οποία προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της καθ΄ής η ανακοπή ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «……….» και σε εκτέλεση του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθμ. ……../2015 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκπλειστηριάστηκε αναγκαστικά, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………. ένα ακίνητο ν κυριότητας της καθ ής η εκτέλεση οφειλέτριας «……………….», οικόπεδο άρτιο οικοδομήσιμο εμβαδου 258 τ.μ. με όλα τα συστατικά μέρη, παραρτήματα και παρακολουθήματά του με το επ’ αυτού πολυώροφο κτίριο, κείμενο στο στον Δήμο Πειραιά, εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως και στην οδό ….., ΄στον αριθμό …… Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. ……./18-12-2019 έκθεση πλειστηριασμού και κατακύρωσης της ανωτέρω επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, το εκλειστηριασθέν στις 18-12-2019 ακίνητο κατακυρώθηκε στην επισπεύδουσα, έναντι συνολικού ποσού 800.00,00 €, Στον εν λόγω πλειστηριασμό αναγγέλθηκαν: α) Το Ελληνικό Δημόσιο με την από 9.7.2018 και με αρ. πρωτ. …. αναγγελία του δια του Προϊστάμενου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά για απαιτήσεις συνολικού ποσού 657.288,54 €, από το οποίο για ΦΠΑ 560.938,50 €, β) το ΝΠΔΔ με την επωνυμία ΕΦΚΑ (πρώην ΙΚΑ) με την με αρ. πρωτ. …./24.4.2019 αναγγελία του για απαιτήσεις συνολικού ποσού 62.044,20 €, γ) η επισπεύδουσα δανείστρια Τράπεζα, πρώτη των καθ΄ών η ανακοπή, με την από 22.1.2018 αναγγελία της για συνολικό ποσό 2.591.283,84 € και ειδικότερα για ποσό 1.970.000 € ως ενυπόθηκη δανείστρια, λόγω προσημειώσεων υποθήκης που είχαν εγγραφεί έως το ποσό αυτό στο ακίνητο και το λοιπό ποσό των 621.283,84€ ως εγχειρόγραφη δανείστρια, δ) η καθ’ ης η ανακοπή με την επωνυμία: «…………» με την από 22.1.2018 αναγγελία της για απαιτήσεις της συνολικού ποσού 1.122.491,77 € ως εγχειρόγραφη δανείστρια, ε) «………….» ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ……….. με την από 15.1.2018 αναγγελία της για ποσό 357.112,83 € ως εγχειρόγραφη δανείστρια. Η απαίτηση του Δημοσίου, όπως προκύπτει από αναγγελία του αφορούσε εισόδημα, χρεωστικές δηλώσεις ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ και λοιπούς φόρους, έξοδα διοικητικής εκτέλεσης (Ε.Δ.Ε) και αμοιβές από επιχειρηματική δράση για κεφάλαιο και τόκους. Στην αναγγελία του είναι συνημμένοι οι αντίστοιχοι πίνακες χρεών, στους οποίους αναλύονται οι απαιτήσεις αυτού, για τις οποίες αναγγέλθηκε το τελευταίο, ως γενικός προνομιούχος δανειστής, σύμφωνα με τα άρθρα 61 ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974) και 975 αρ.3 και 5 ΚΠολΔ. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος (συνολικού ποσού 800.000 €) για την κάλυψη των απαιτήσεων των αναγγελθέντων πιστωτών, η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε τον προσβαλλόμενο με την παρούσα ανακοπή πίνακα κατάταξης. Αφού προαφαίρεσε, για τα έξοδα εκτέλεσης, το ποσό των 8.730,24 € απέμεινε καθαρό προς διανομή υπόλοιπο το ποσό των 791.269,76 €. Στον επίδικο πίνακα η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος κατέταξε τους ακόλουθους δανειστές με την εξής σειρά: Α) Στο 25% του πλειστηριάσματος (γενικώς προνομιούχοι δανειστές), προνομιακά, οριστικά και σύμμετρα : 1) Το Ελληνικό Δημόσιο δια της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, για ποσό 180.755,20 €, 2) Τον ΕΦΚΑ (πρώην ΙΚΑ – ΕΤΑΜ), για ποσό 17.062,24 €. Β) στο 65% του πλειστηριάσματος προνομιακά και τυχαία ως προσημειούχο δανείστρια 1ης σειράς, την επισπεύδουσα Τράπεζα για το ποσό των 514.325,34 €, Γ) στο 10% που αναλογεί κατά νόμο στους εγχειρόγραφους δανειστές τυχαία και σύμμετρα: 1) την «………», για ποσό των 24.973,38€, 2) την «…………..», ενεργούσα επ’ ονόματι και για λογαριασμό της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» για ποσό των 7.945,10€, 3) την ίδια ως άνω πρώτη των καθ΄ών τραπεζική εταιρία «…………», ως εγχειρόγραφη δανείστρια, στο συνολικό ποσό των 46.208,50 € για τις ίδιες ως άνω απαιτήσεις αυτής. Το ανακόπτον με τον τρίτο λόγο της ανακοπής του, τον οποίο επαναφέρει με την έφεσή του, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα κατετάγη η τελευταία και ως εγχειρόγραφη δανείστρια στο 10% του πλειστηριάσματος για τις ίδιες απαιτήσεις για τις οποίες είχε προνόμιο, κατά το μέρος που αυτές δεν ικανοποιήθηκαν από το 65 % του πλειστηριάσματος. Ζήτησε δε με την ανακοπή του να καταταγεί το ίδιο προνομιακά και οριστικά στο σύνολο του άνω ποσού, άλλως στο μέρος του ποσού που αντιστοιχεί στη σύμμετρη ικανοποίησή του. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος, καθώς στηρίζεται στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ και αποδεικνύεται και ως ουσιαστικά βάσιμος. Ειδικότερα όπως εκτέθηκε η άνω Τράπεζα με την από με την από 22.1.2018 αναγγελία της, ανήγγειλε τις εξής απαιτήσεις της : α) ποσού 2.384.856,21 € που απορρέει από την υπ’ αριθμ. …./3.8.2002 σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοιχτό λογαριασμό και τις πρόσθετες σε αυτήν πράξεις, η οποία είχε επιδικασθεί εν μέρει για το ποσό των 1.500.000 € (ενώ το χρεωστικό υπόλοιπο ανερχόταν σ΄αυτόν των 1.761.345,78 €) με την υπ’ αρ. …./2015 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, β) ποσού 177.794,23 € που απέρρεε από την υπ’ αριθ. …./09.2.2007 σύμβαση δανείου και τις πρόσθετες πράξεις, η οποία επιδικάσθηκε με την υπ’ αριθ ……/2015 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Για την εξασφάλιση των άνω απαιτήσεών της είχε εγγράψει προσημείωση υποθήκης στο εκπειστηριαζόμενο ακίνητο συνολικού ποσού 1.970.000 € και ειδικότερα ποσού 520.000 β’ τάξεως και και 1.200.000 € γ΄τάξης (με τις αρ. ……/2002, ……/2009 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) για την εξασφάλιση της απαίτησής από την με αρ. …../3.8.2002 σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοιχτό λογαριασμό και ποσού 250.000 € δ΄τάξης για την εξασφάλιση της απαίτησής της από την με αρ. …./09.2.2007 σύμβαση δανείου (με την με αρ,. ……/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά). Συνεπώς και οι 2 απαιτήσεις της καθ ής επισπεύδουσας Τράπεζας ήταν ασφαλισμένες με προνόμιο, προσημείωση υποθήκης (υπήρχαν και άλλα βάρη στο ακίνητο από το Δημόσιο και άλλους δανειστές μεταγενέστερης όμως τάξης από τις άνω προσημειώσεις), όπως δεν αμφισβητείται από αυτήν και κατέταξε αυτήν ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος. Εκτός όμως από την κατάταξή της στο 65 % του πλειστηριάσματος, όπως εκτέθηκε, κατέταξε αυτήν τυχαία και σύμμετρα και στο 10% του πλειστηριάσματος για ποσό 46.208,50 € αναφορικά με το λοιπό μέρος των απαιτήσεών της, (και των δύο όπως αναφέρεται ρητά στον πίνακα κατάταξης), που δεν ασφαλίζονταν με προσημείωση υποθήκης. Η βούληση όμως του νομοθέτη, όπως εκτέθηκε δεν ήταν να κατατάσσονται διπλά στο 10% του πλειστηριάσματος σε βάρος των εγχειρόγραφων δανειστών, όσοι προνομιούχοι αναγγελθέντες δανειστές δεν μπόρεσαν να ικανοποιηθούν εν όλω από το 25% και 65% αυτού, απονέμοντας και σ’ αυτούς την ιδιότητα εγχειρόγραφου δανειστή εκ των υστέρων, καθώς αυτοί παραμένουν προνομιούχοι δανειστές. Σημειώνεται ότι στην αναγγελία της η επισπεύδουσα είχε ζητήσει την ικανοποίησή της ως ενυπόθηκη δανείστρια, χωρίς να υποβάλει επικουρικό αίτημα για κατάταξη και ως εγχειρόγραφη δανείστρια, ώστε και με βάση το αίτημά της, οι απαιτήσεις της διατηρούσαν το χαρακτήρα των προνομιούχων. Η απάντηση όμως δεν θα ήταν διάφορη και σε περίπτωση επικουρικού αιτήματος, χωρίς ρητή παραίτηση από το προνόμιο. Κατά συνέπεια, έπρεπε να μεταρρυθμισθεί ο επίδικος πίνακας δανειστών, να αποβληθεί η πρώτη των καθ΄ών η ανακοπή από το 10 % του πλειστηριάσματος που αναλογεί στους εγχειρόγραφους δανειστές και ειδικότερα ως προς το ποσό των 46.208,50 €. Σημειώνεται ότι το Δημόσιο έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την αποβολή της καθ΄ής από το άνω ποσό, αφού τόσο με το κύριο αίτημά του (κατάταξη στο άνω ποσό εξ ολοκλήρου) όσο και του επικουρικό (κατάταξη στο μέρος του ποσού των 46.208,50 €, που αντιστοιχεί στη σύμμετρη ικανοποίησή του) επικαλείται το προνόμιό του, δεν ζητά δηλαδή να καταγαγεί και το ίδιο στο 10 % ως εγχειρόγραφος δανειστής. Εξάλλου στο σύνολο του άνω ποσού/υπολοίπου, που απομένει μετά την αποβολή της πρώτης των καθ΄ών η ανακοπή θα καταταγεί το ανακόπτον, χωρίς να επωφελούνται άλλοι δανειστές, ούτε και η καθ΄ής η ανακοπή, η οποία δεν έπρεπε εξαρχής να καταταγεί καθόλου στο 10% του πλειστηριάσματος ως εγχειρόγραφη δανείστρια και δεν νοείται να καταταγεί στα 2/3 του υπολοίπου αυτού με την ιδιότητα πλέον της προνομιούχου (άρθρο 977 παρ.3 εδ. γ, παρ. 1 εδ β), ελλείψει δικού της αιτήματος (με άσκηση ανακοπής). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο απέρριψε τον άνω λόγω της ανακοπής ως ουσιαστικά αβάσιμο, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 977 παρ.3 του ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια θα πρέπει να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης έφεσης και να γίνει και αυτή δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το αντίστοιχο μέρος ως προς την πρώτη καθ’ ών η ανακοπή, να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να εκδικασθεί η ανακοπή, να γίνει αυτή δεκτή προς τον τρίτο λόγο αυτής και να μεταρρυθμισθεί ο πίνακας κατάταξης, όπως εκτέθηκε και ορίζεται το διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν στην πρώτη των καθ΄ών μειωμένα όμως, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις : α) από 10.3.2023 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2023 και β) από 4.4.2022 και με αρ. καταθ. …………../2022.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ το χωρισμό αυτών.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ τη συζήτηση απαράδεκτη της (β) από 4.4.2022 και με αρ. καταθ. ………../2022 έφεσης.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της (α) από 10.3.2023 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2023 έφεσης.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτή τυπικά και κατ΄ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη, με αρ. 3096/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς την 1η των καθ’ών η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……………».
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 06.11.2019 και με αριθμ. καταθ. …………/2019 ανακοπής.
ΔΕΧΕΤΑΙ τον τρίτο λόγο αυτής.
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον με αριθμό ………../2019 πίνακα κατάταξης δανειστών που συνέταξε η συμβολαιογράφος Αθηνών ………….., ως εξής :
ΑΠΟΒΑΛΛΕΙ την 1η των καθ’ ών η ανακοπή από το ποσό των σαράντα έξι χιλιάδων, διακοσίων οχτώ ευρώ και πενήντα λεπτών λεπτών (46.208,50) €, ως προς το οποίο είχε καταταγεί ως εγχειρόγραφη δανείστρια στο 10% του πλειστηριάσματος και κατατάσσει στο ανωτέρω απελευθερούμενο ποσό το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, προνομιακά και οριστικά, προς μερική εξόφληση της απαίτησής του.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της πρώτης των καθ΄ών η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) €.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 29.11.2024.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ