Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 487/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Aπόφασης  487/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Πρέντζα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα  Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

1]Της εκκαλούσας: Ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στο ….. Αττικής, επί ………….και  εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Διονύσιου Αμπάτη [ΑΜ ΔΣΠ ……], με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε το με αρ. ………/20.09.2023 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.

Του εφεσίβλητου: Τελούντος υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, πιστωτικού ιδρύματος, με την επωνυμία «……………», με ΑΦΜ ……….., που εδρεύει στην Αθήνα, ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή, ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «……….» με ΑΦΜ ……, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Ευαγγελίας Ξυπνητού [ΑΜ ΔΣΝαυπλ ………], δικηγόρου της ΔΕ ΞΥΠΝΗΤΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (με ΑΜ000002), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε το με αρ. ………./20.09.2023 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.

2] Του εκκαλούντος: ……….., σε ανώνυμη οδό, άνευ αριθμού και άνευ ΑΦΜ, που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Χρήστου Μόσχου, [ΑΜ ΔΣΑ ………],  δικηγόρου της ΔΕ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΥΛΑΚΗΣ – ΜΟΣΧΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ (με ΑΜ ….), με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε το με αρ. ……../23.09.2024 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.

Του εφεσίβλητου: Τελούντος υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, πιστωτικού ιδρύματος, με την επωνυμία «……….», με ΑΦΜ ….., που εδρεύει στην Αθήνα, …….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή, ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «……….» με ΑΦΜ …….., που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Ευαγγελίας Ξυπνητού [ΑΜ ΔΣΝαυπλ ……..], δικηγόρου της ΔΕ ΞΥΠΝΗΤΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (με ……), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε το με αρ. ……./20.09.2023 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.

Το εφεσίβλητο πιστωτικό ίδρυμα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την με ΓΑΚ/ΕΑΚ αντίστοιχα ……../21.2.2019, από 20.2.2019 ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης (άρθ. 979 παρ. 2 ΚΠολΔ) εναντίον, μεταξύ άλλων και καθενός από τους εκκαλούντες. Επί της ανακοπής, εκδόθηκε με την παρουσία των εν λόγω διαδίκων, η υπ΄ αριθμ. 3711/2020 οριστική απόφαση (του τμήματος Ναυτικών Διαφορών) που δέχτηκε την ανακοπή και μεταρρύθμισε, κατά τα στο διατακτικό της αναφερόμενα, τον πίνακα κατάταξης. Την απόφαση προσέβαλαν με το ένδικο μέσο της έφεσης οι εν μέρει ηττηθέντες εκκαλούντες. Ειδικότερα: 1] Η (υπό 1) εκκαλούσα και 2η εκ των καθ΄ ων η ανακοπή άσκησε την από 19.9.2022 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με ΓΑΚ και ΕΑΚ ……./21.9.2022 και για προσδιορισμό δικασίμου, με την επιμέλεια της ίδιας, στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με ΓΑΚ και ΕΑΚ ……./12.10.2022, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αρχικά η 21.9.2023 (πιν. …) και κατόπιν της με αρ. 75/27.9.2023 Πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, με αυξ. αριθμ. ….. και 2] Ο (υπό 2) εκκαλών και 3ος εκ των καθ΄ ων η ανακοπή άσκησε την από 20.9.2022 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με ΓΑΚ και ΕΑΚ …../20.9.2022 και για προσδιορισμό δικασίμου, με την επιμέλεια του ίδιου, στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με ΓΑΚ και ΕΑΚ ……./12.10.2022, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αρχικά η 21.9.2023 (πιν. …..) και κατόπιν της με αρ. 75/27.9.2023 Πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αυξ. αριθμ. ………. Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού συζήτηση των υποθέσεων, που συνεκφωνήθηκαν, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση, αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπέρβαση από τα πολιτικά δικαστήρια της δικαιοδοσίας τους ιδρύει τον λόγο αναίρεσης από την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 4 ΚΠολΔ, κατά την έννοια της οποίας υφίσταται υπέρβαση δικαιοδοσίας και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν τα πολιτικά δικαστήρια επιλαμβάνονται υπόθεσης, η οποία, κατά το νόμο, ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου δικαστηρίου, ποινικού ή διοικητικού ή στη δικαιοδοσία διοικητικής αρχής (ΟλΑΠ 5/1995). Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν τα πολιτικά δικαστήρια επιλαμβάνονται υπόθεσης, που, κατά το νόμο, δεν ανήκει στη δικαιοδοσία τους, ενώ, όταν το δικαστήριο, αν και έχει δικαιοδοσία για την έρευνα της υπόθεσης, απορρίπτει την αίτηση δικαστικής προστασίας για έλλειψη δικαιοδοσίας (αρνητική υπέρβαση δικαιοδοσίας), υποπίπτει στην πλημμέλεια τής, παρά το νόμο, κήρυξης απαραδέκτου, του αριθ. 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 2/1999, ΑΠ 1980/17, ΑΠ 741/17). Στην περίπτωση υπέρβασης της δικαιοδοσίας του πολιτικού δικαστηρίου δεν ιδρύεται ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται στην πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, διότι οι περί δικαιοδοσιών διατάξεις είναι όχι του ουσιαστικού αλλά του δικονομικού δικαίου, τούτο, δε, δεν αλλάζει εκ του ότι το δικαστήριο την περί δικαιοδοσίας κρίση του έχει τυχόν στηρίξει σε παρεμπίπτουσα κρίση, σχετική με ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 11/2000, 475/2019, 741/2017). Περαιτέρω, το άρθρο 24 του Συντάγματος ορίζει στην παράγραφο 1, ότι η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και στην παράγραφο 3, ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές. Σε εφαρμογή των παραπάνω συνταγματικών ορισμών, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 9 του ν. 1406/1983, όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, υπάγονται, από 11-6-1985, στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ενώ, ατ` άρθρο 1 περ. α΄ ΚΠολΔ, ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια και κατ` άρθρο 2 ΚΠολΔ, τα πολιτικά δικαστήρια απαγορεύεται να επεμβαίνουν σε διοικητικές διαφορές που υπάγονται σε διοικητικά δικαστήρια και επιτρέπεται μόνο να εξετάζουν ζητήματα που ανακύπτουν παρεμπιπτόντως. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι οι διαφορές οι οποίες προκύπτουν από τη διατάραξη εννόμων σχέσεων ή καταστάσεων διεπομένων από κανόνες του δημοσίου δικαίου και ειδικότερα οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή από ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημα του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο (ΑΕΔ 2/1993, ΑΕΔ 10/1989). Στις διαφορές αυτές υπάγονται και εκείνες που προκύπτουν από υλικές ενέργειες που τελέσθηκαν σε συνάρτηση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξ αιτίας της και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα του οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (ΑΕΔ 5/1995). Τέλος, κατά το άρθρο 4 ΚΠολΔ, η έλλειψη δικαιοδοσίας ερευνάται αυτεπαγγέλτως από τα Δικαστήρια, συνεπώς σε κάθε στάση της δίκης και ενώπιον του Εφετείου, κατά δε το δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου, αν το δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία, η αγωγή (αίτηση/ανακοπή) απορρίπτεται ως απαράδεκτη [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νίκας), ΚΠολΔικ I άρθρο 4 αριθ. 1]. Ειδικότερα, εφόσον το Εφετείο κρίνει παραδεκτή την έφεση και υπάρχει λόγος επί της ουσίας, με την παραδοχή του οποίου, ζητείται από τον εκκαλούντα η εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, ερευνά και αυτεπαγγέλτως, χωρίς λόγο έφεσης, τη δικαιοδοσία και αν ακόμη η έφεση ασκείται από τον ενάγοντα και εφόσον διαπιστώσει έλλειψη αυτής απορρίπτει την αγωγή, χωρίς τούτο να συνιστά χειροτέρευση της θέσης του εκκαλούντα [ΕφΠατρ 236/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 540/2018, ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 209/2017 ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο» εκδ. 1994 Τ. Α` άρθρο 1 αριθ. 101, άρθρο 4 αριθ. 11, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (- Νίκας, Μαργαρίτης) ΚΠολΔικ I αρ. 4 αριθ. 1 και 522 αριθ. 3, αντίστοιχα, Σαμουήλ «Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔικ» παρ. 855 & 856 σελ. 265 – 266].

Εξάλλου, στα άρθρα 933 επ., 974-980 και 1006 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ρυθμίζονται ο τρόπος και η έκταση ικανοποίησης των δανειστών και η άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, ο οποίος συντάσσεται σε πλειστηριασμό, διενεργούμενο κατά την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η διαδικασία κατάταξης των δανειστών στον πλειστηριασμό αποτελεί τμήμα της όλης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, οι δε διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την διαδικασία αυτή, περιλαμβανομένων και των διαφορών από τον πίνακα κατάταξης, υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, εφόσον η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο αποτελών το θεμέλιο της εκτέλεσης τίτλος, είναι δημοσίου δικαίου. Άλλως, αν δηλαδή η υποκείμενη σχέση είναι ιδιωτικού δικαίου, οι διαφορές οι οποίες γεννώνται από την σύνταξη του πίνακα κατάταξης υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ασχέτως της ειδικότερης φύσης της απαίτησης, η οποία αναγγέλλεται προς κατάταξη στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, ανεξαρτήτως, δηλαδή, αν η εν λόγω απαίτηση, καθ` εαυτή, προέρχεται από σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, (βλ. ΣτΕ 297/2011, 3061/2008 και Α.Ε.Δ. 18/93). Εξάλλου, αν η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδεται βάσει τίτλου, ο οποίος στηρίζεται σε υποκείμενες ετεροειδείς σχέσεις, δηλαδή τόσο σε σχέσεις δημοσίου, όσο και σε σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, θα πρέπει να αναζητηθεί η προέχουσα απαίτηση στον εν λόγω τίτλο, δηλαδή εκείνη, η οποία υπερτερεί ποσοτικά και βάσει αυτής να καθοριστεί τελικά το δικαστήριο, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται η διαφορά, δηλαδή το διοικητικό δικαστήριο, όταν η μεγαλύτερη απαίτηση προέρχεται από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου και το πολιτικό δικαστήριο, όταν η μεγαλύτερη αυτή απαίτηση προέρχεται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου (ΣτΕ 5111/2012). Επομένως, με βάση τα παραπάνω, όταν η αναγκαστική εκτέλεση άρχισε κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ και επί τη βάσει τίτλου αναφερόμενου σε χρηματική απαίτηση προερχόμενη από σχέση ιδιωτικού δικαίου, οι διαφορές οι οποίες γεννώνται από την σύνταξη του πίνακα κατάταξης υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ασχέτως της ειδικότερης φύσης της απαίτησης, η οποία αναγγέλλεται προς κατάταξη στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, ανεξαρτήτως, δηλαδή, αν η εν λόγω απαίτηση, καθ` εαυτή, προέρχεται από σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου (βλ. Α.Ε.Δ. 18/1993, 23/1999, ΣτΕ 5111/2012). Τούτο, δε, επιβάλλεται χάριν της ενιαίας εκδίκασης όλων των ανακοπών, που ασκήθηκαν στο πλαίσιο της ίδιας εκτελεστικής διαδικασίας κατά του αυτού πίνακα κατάταξης και προς αποφυγή του κατακερματισμού των δικών από την αναγκαστική εκτέλεση μεταξύ δύο δικαιοδοσιών που λειτουργούν με διαφορετικούς κανόνες (ΑΠ 210/1996 ΔΕΕ1996.999).

Επειδή, εξάλλου, ο ν. 2881/2001 “Ρύθμιση θεμάτων ανέλκυσης ναυαγίων και άλλες διατάξεις” (Α` 16) ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 2 ότι με τον όρο “Οργανισμός” στις διατάξεις του νόμου “νοείται το κατά περίπτωση αρμόδιο νομικό πρόσωπο του δημόσιου τομέα ή η δημόσια υπηρεσία, που ασκεί τη διοίκηση και διαχείριση λιμένα, …..”, στο άρθρο 3, με τον τίτλο “Επικίνδυνα και επιβλαβή πλοία σε λιμένες, …..”, ότι “1. Ο κύριος ή ο εφοπλιστής πλοίου, το οποίο παραμένει στην περιοχή λιμένα, ….. και η όλη κατάστασή του δημιουργεί κίνδυνο βύθισής του ή κίνδυνο στην ναυσιπλοΐα ή προσβάλλει ή απειλεί να προσβάλλει το περιβάλλον, υποχρεούται να το απομακρύνει εκτός λιμένα, ….. ή, αν επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να το εξουδετερώσει με οποιονδήποτε τρόπο σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. 2. Ο Οργανισμός προσκαλεί εγγράφως τον κύριο ή και τον εφοπλιστή να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, ορίζοντας εύλογη αρχική προθεσμία, ….. και δηλώνοντας συγχρόνως, ότι σε διαφορετική περίπτωση θα αναλάβει να προβεί στην απομάκρυνση ή εξουδετέρωση του πλοίου με ευθύνη και με δαπάνες τους, ….. 5. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου. 6. …..” και στο άρθρο 5, με τον τίτλο “Επιβλαβή πλοία λόγω ακινησίας”, ότι “1. Ο κύριος ή ο εφοπλιστής πλοίου, το οποίο παραμένει στην περιοχή λιμένα, ….. χωρίς άδεια και εμποδίζει ….. γενικά τη λειτουργία τους ή την ελεύθερη ναυσιπλοΐα … υποχρεούται να το απομακρύνει χωρίς καθυστέρηση ….. 2. Αν ο υπόχρεος αδρανήσει, ο Οργανισμός ….., μπορεί να το μετακινήσει προσωρινά σε άλλη θέση … 3. Αν το πλοίο παραμείνει στην κατά την προηγούμενη παράγραφο προσωρινή θέση περισσότερο από έξι (6) μήνες, χωρίς ο κύριος ή ο εφοπλιστής να το χρησιμοποιήσει κατά τον προορισμό του ή να ενεργήσει εμφανείς υλικές πράξεις, πρόσφορες για τη χρησιμοποίησή του αυτήν και την απομάκρυνσή του, αν και η θέση που καταλαμβάνει είναι αναγκαία για την εξυπηρέτηση άλλων πλοίων ή για την ικανοποίηση άλλων αναγκών του λιμένα, ….. ή της ναυσιπλοΐας ….., ο Οργανισμός … τον κύριο ή … και τον εφοπλιστή, να το απομακρύνει …, ορίζοντας εύλογη κατά περίπτωση προθεσμία, ….. και δηλώνοντας συγχρόνως ότι σε διαφορετική περίπτωση θα προβεί για λογαριασμό του στην εκποίησή του πλοίου με ανοικτό πλειοδοτικό διαγωνισμό, για να απομακρυνθεί αυτό από τον πλειοδότη. 4. Στις κατά την προηγούμενη παράγραφο ενέργειες μπορεί να προβεί ο Οργανισμός … και όταν η προσωρινή μετακίνηση από την ίδια, σύμφωνα με την παράγραφο 2, κρίνεται, λόγω των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, αδύνατη, απρόσφορη ή ασύμφορη. 5. … 6. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 6 και 8 του άρθρου 2 …..”. Το εν λόγω άρθρο 2, το οποίο αφορά τα ναυάγια, μεταξύ άλλων, σε λιμάνια, ορίζει στις παραγράφους 4 και 5 τα εξής: “4. Αν ο κύριος δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του, ο Οργανισμός μπορεί, ως νόμιμος εντολοδόχος του, να εκτελέσει τις πράξεις που αναγράφονται στην πρόσκληση είτε με ίδια αυτού μέσα και προσωπικό είτε με ανάθεση των σχετικών εργασιών σε τρίτο. 5. Αν η εκτέλεση των πράξεων αυτών από τον Οργανισμό κρίνεται, λόγω των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, αδύνατη ή απρόσφορη ή ασύμφορη, ο Οργανισμός μπορεί να εκποιήσει το ναυάγιο ή τμήματα αυτού, με ανοικτό πλειοδοτικό διαγωνισμό. …. Ο Οργανισμός αφαιρεί από το τίμημα τις δαπάνες εκποίησης, αυξημένες κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) και καταθέτει το υπόλοιπο στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ του κυρίου, ο οποίος και καλείται να παραλάβει το οικείο γραμμάτιο παρακαταθήκης. Για την κατάθεση ειδοποιείται ….. αν είχε επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση στο ναυάγιο, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού. Στην τελευταία περίπτωση η κατάθεση γίνεται με τον όρο να αποδοθεί το τίμημα ύστερα από εντολή του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. …..”. Τέλος, το άρθρο 9 του ίδιου ως άνω ν. 2881/2001, με τον τίτλο “Γενικές διατάξεις”, ορίζει στην παράγραφο 2, μεταξύ άλλων, τα εξής: “….. Αν εκποιείται από τον Οργανισμό ….. το πλοίο και έχει επιβληθεί σε αυτό αναγκαστική κατάσχεση, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που αφορούν την αναγγελία και τη διανομή του πλειστηριάσματος, μετά τη δημόσια κατάθεση του τιμήματος και την πιστοποίηση ….. της απομάκρυνσης του πλοίου, …..”. Από το συνδυασμό των προαναφερθέντων προκύπτει ότι σε περίπτωση που, πριν από την εκποίηση πλοίου κατ` εφαρμογή των διατάξεων του νόμου 2881/2001, είχε επιβληθεί σε βάρος του εκποιηθέντος πλοίου αναγκαστική κατάσχεση [γεγονός που δεν συντρέχει στην ένδικη υπόθεση] η υποκείμενη σχέση στην οποία στηρίζεται ο τίτλος που αποτέλεσε το θεμέλιο για την επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης αποτελεί το κριτήριο για τον καθορισμό των δικαστηρίων που έχουν δικαιοδοσία για να δικάσουν τις διαφορές, οι οποίες αναφύονται από την άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης των δανειστών για τη διανομή του τιμήματος που προέκυψε από την εκποίηση. Συνεπώς, οι διαφορές αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων αν η υποκείμενη σχέση του τίτλου, στον οποίο στηριζόταν η αναγκαστική κατάσχεση που είχε επιβληθεί πριν από την εκποίηση του πλοίου, είναι δημοσίου δικαίου. Αν, αντιθέτως, η σχέση αυτή είναι ιδιωτικού δικαίου, οι ανωτέρω διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 7/2021).

Σύμφωνα με τα παραπάνω, τα Διοικητικά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης που συντάχθηκε από τον οριζόμενο στην διάταξη του άρθρου 9§2 ν. 2881/2001 συμβολαιογράφο για την διανομή του προϊόντος της αναγκαστικής εκποίησης πλοίου θεωρηθέντος, κατ` εφαρμογήν των άρθρων 3 και 5 του ως άνω νόμου ως επικίνδυνου και επιβλαβούς. Και τούτο διότι η εκποίηση του πλοίου την διανομή του προϊόντος της οποίας αφορά ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, δεν γίνεται προς τον σκοπό ικανοποίησης κάποιας απαίτησης δανειστή του κυρίου αυτού (πλοίου) αλλά προς αποτροπή κινδύνων που εγκυμονεί το εν λόγω πλοίο για την ναυσιπλοΐα και το περιβάλλον για την εξυπηρέτηση δηλαδή σκοπών δημόσιου συμφέροντος. Με άλλα λόγια η ιδιότητα υπό την οποία ενεργεί εν προκειμένω ο εκάστοτε οργανισμός λιμένος που προβαίνει στην αναγκαστική εκποίηση του επικίνδυνου και επιβλαβούς πλοίου, στο πλαίσιο της σχετικής αρμοδιότητας που του έχει ανατεθεί με τον ν. 2881/2001, είναι αυτή του φορέα άσκησης δημόσιας εξουσίας, ήτοι ως διοικητικής αρχής. Το ποσό δε για την διανομή του οποίου συντάσσεται από τον οριζόμενο στην διάταξη του άρθρου 9§2 του ανωτέρω νόμου συμβολαιογράφο πίνακας κατάταξης, αποτελεί το προϊόν ακριβώς των πράξεων στην διενέργεια των οποίων προβαίνει ο οργανισμός λιμένος στο πλαίσιο άσκησης δημόσιας εξουσίας. Εφόσον, επομένως, η διαδικασία της κατάταξης αποτελεί τμήμα της διαδικασίας τής ως άνω αναγκαστικής εκποίησης, όπως αντίστοιχα συμβαίνει και στην αναγκαστική εκτέλεση, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι διαφορές που γεννώνται από την κατάταξη των δανειστών στο προϊόν της αναγκαστικής εκποίησης του επικίνδυνου και επιβλαβούς πλοίου είναι διοικητικές και υπάγονται στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με την πρόβλεψη της διάταξης του άρθρου 1 § 1 ν. 1406/1983 (με την σημείωση ότι η απαρίθμηση των διοικητικών διαφορών ουσίας στην διάταξη της §2 του ίδιου άρθρου είναι ενδεικτική, όπως προκύπτει από την χρήση του όρου “ιδίως”). Θα ήταν, άλλωστε, αντιφατικό, οι διαφορές που δημιουργούνται από την άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης που συντάσσεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης να υπάγονται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όταν η υποκείμενη σχέση στην οποία στηρίζεται ο τίτλος που αποτελεί το θεμέλιο της εκτέλεσης είναι σχέση δημόσιου δικαίου και οι διαφορές που δημιουργούνται από την άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης που συντάσσεται από τον οριζόμενο στην διάταξη του άρθρου 9§2 ν. 2881/2001 συμβολαιογράφο, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στον ανωτέρω νόμο διαδικασίας αναγκαστικής εκποίησης πλοίου, η οποία διενεργείται από τον εκάστοτε οργανισμό λιμένος προς εξυπηρέτηση σκοπών δημόσιου συμφέροντος στο πλαίσιο της ανατεθείσας σ` αυτόν άσκησης δημόσιας εξουσίας να υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΠ 259/2023 ΝΟΜΟΣ).

Οι ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά της υπ΄ αριθμ. 3711/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) συνεκφωνηθείσες από το πινάκιο εκκρεμείς εφέσεις για τις οποίες αυτεπαγγέλτως πρέπει να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκασή τους, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων κατ ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, για, δε, το παραδεκτό τους έχει κατατεθεί από έκαστο των υπό 1 και 2 εκκαλούντων το αναλογούν e-παράβολο, υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ, ποσού εκατό (100) ευρώ, έκαστο (άρθρο 495 παρ. 1 και 3, όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και συγκεκριμένα από την εκκαλούσα κατατέθηκε το με αρ. ……./2022, σε συνδυασμό με την από 20.9.2022 επιτυχής εκτέλεση πληρωμής της ALPHA BANK και από τον εκκαλούντα το με αρ. …………./2022 σε συνδυασμό με την από 20.9.2022 επιτυχής εκτέλεση πληρωμής της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, καθένα από τα οποία προσαρτώνται στην έκθεση κατάθεσης του ένδικου μέσου. Ειδικότερα:1] Η από 19.9.2022 έφεση της εκκαλούσας {που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με ΓΑΚ και ΕΑΚ ……./21.9.2022 και για προσδιορισμό δικασίμου, με την επιμέλεια της ίδιας, στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με ΓΑΚ και ΕΑΚ ……./12.10.2022, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αρχικά η 21.9.2023 (πιν. ……) και κατόπιν της με αρ. 75/27.9.2023 Πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, με αυξ. αριθμ. …..} αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 19 περ. α` ΚΠολΔ, αφού αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 21.9.2022, σύμφωνα με τα άρθρα 511, 513 αρ. 1β`, 516 αρ. 1, 517 εδ. α`, 518 αρ. 1 εδ. α ΄ και γ`,  δηλαδή εντός τριάντα (30) ημερών από την επομένης (άρθ. 144 ΚΠολΔ) της επίδοσης την 25-07-2022 ακριβές αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι την κατάθεση της έφεσης την 21-09-2022 [δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ το διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν προσμετράται στην προθεσμία για την άσκηση της έφεσης], όπως αποδεικνύεται από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα υπ’ αριθμ. …./25-7-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …….., μέλους της Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …………….και εκπροσωπείται νόμιμα και 2] Η από 20.9.2022 έφεση του εκκαλούντος [που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με ΓΑΚ και ΕΑΚ ……../20.9.2022 και για προσδιορισμό δικασίμου, με την επιμέλεια του ίδιου, στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με ΓΑΚ και ΕΑΚ ……../12.10.2022, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αρχικά η 21.9.2023 (πιν. 18…….. και κατόπιν της με αρ. 75/27.9.2023 Πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αυξ. αριθμ. …..] αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 19 περ. α` ΚΠολΔ, αφού αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 20.9.2022, σύμφωνα με τα άρθρα 511, 513 αρ. 1β`, 516 αρ. 1, 517 εδ. α`, 518 αρ. 1 εδ. α ΄ και γ`,  δηλαδή εντός τριάντα (30) ημερών από την επομένης (άρθ. 144 ΚΠολΔ) της επίδοσης την 22-07-2022 ακριβές αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι την κατάθεση της έφεσης την 20-09-2022 [δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ το διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν προσμετράται στην προθεσμία για την άσκηση της έφεσης], όπως αποδεικνύεται από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εκκαλούντα υπ’ αριθμ. …/22-7-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, ……., μέλους της Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ……………. και εκπροσωπείται νόμιμα. Πρέπει, επομένως, οι ανωτέρω εφέσεις, οι οποίες παραδεκτά φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή τους [άρθρο 19 ΚΠολΔ και 51 παρ. 6 υπό α΄ ν. 2172/1993 σύμφωνα με το οποίο συνιστάται  στο  Εφετείο  Πειραιά  ειδικό  τμήμα  στο  οποίο εκδικάζονται  οι εφέσεις κατά των αποφάσεων του Μονομελούς ή Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που κρίνουν ναυτικές διαφορές και υποθέσεις (τμήμα ναυτικών διαφορών)] να γίνουν τυπικά δεκτές και να διερευνηθούν, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων που διαλαμβάνονται στο κάθε δικόγραφο, κατά την αυτή (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την ασκηθείσα ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 20.2.2019 (με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/21.2.2019) ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης εκ του άρθ. 979 παρ. 2 ΚΠολΔ η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη εξέθετε ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις του N. 2881/2001, άρθρο 5 «ρύθμιση θεμάτων ανέλκυσης ναυαγίων και άλλες διατάξεις», η εταιρεία με την επωνυμία «…………..» κατόπιν διακήρυξής της προκήρυξε ανοικτό και στη συνέχεια επαναληπτικό πλειοδοτικό διαγωνισμό, με σφραγισμένες προσφορές για την εκποίηση και απομάκρυνση εκτός λιμένα Πειραιά του αλιευτικού πλοίου με το όνομα «Σ» (προηγούμενη ονομασία «Δ»), Ν.Π. ….. Ότι κατόπιν κατακύρωσης των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού παρακατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ του πλοιοκτήτη του επιβλαβούς πλοίου, …….., με το υπ’ αριθ. ………/10.11.2015 Γραμμάτιο Συστάσεως Παρακαταθήκης το ποσό των 48.019,95€, το οποίο απέμεινε από το καθαρό τίμημα, ποσού 51.501,00€, μετά την αφαίρεση του ποσού των 3.481,05€, που αντιστοιχούσε στα έξοδα της εκποιήσεως, προσαυξημένα κατά 10%, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ν. 2881/2001. Ότι η εταιρεία ………. με εξώδικη γνωστοποίηση – δήλωσή της γνωστοποίησε στην ανακόπτουσα ότι σε εκτέλεση των διατάξεων του ν. 2881/2001 και της υπ΄ αριθμ. 42348/727/4.11.2015 Απόφασης του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ………… κατατέθηκε στο ΤΠΔ υπέρ του οφειλέτη της και δυνάμει του προαναφερόμενου γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης το ποσό της κατακύρωσης. Ότι, κατόπιν αυτών, η ανακόπτουσα προέβη την 21.2.2018 σε κατάσχεση εις χείρας τρίτου, ήτοι του ΤΠΔ – κατάστημα Πειραιά τού ως άνω χρηματικού ποσού, ήτοι του υπολοίπου του τιμήματος της εκποίησης που διενήργησε ο ….., με εκτελεστό τίτλο την υπ’ αριθ. …../2016 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατόπιν της από 21.6.2016 αίτησης της ανακόπτουσας, ακριβές, δε, αντίγραφο του α΄ εκτελεστού απογράφου της οποίας (διαταγής πληρωμής), μετά της από 1.9.2016 επιταγής προς πληρωμή και εκ νέου μετά της από 13.12.2017 επιταγής προς πληρωμή επιδόθηκε νόμιμα στον καθ’ ου, ………., το δε Τ.Π.Δ. κατέθεσε στο Ειρηνοδικείο Πειραιά την υπ΄ αριθ. …../2018 δήλωσή του, ότι υφίστατο ανεξόφλητο το ως άνω Γραμμάτιο Σύστασης Παρακαταθήκης. Ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. 36/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), επί αιτήσεως της δεύτερης των καθ’ ων και ήδη εκκαλούσας, ορίστηκε η συμβολαιογράφος Πειραιά, Ελένη Βασιλειάδου, για τη διανομή του παρακατατεθέντος ποσού εις χείρας του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, υποκαταστήματος Πειραιώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2881/2001. Ότι η ανακόπτουσα ανήγγειλε την απαίτησή της κατά του πρώην πλοιοκτήτη του πλοίου, τέταρτου των καθ’ ων στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και κατέθεσε σ’ αυτή το σύνολο των εγγράφων, των αποδεικτικών της απαιτήσεώς της. Ότι από την υπάλληλο του πλειστηριασμού συντάχθηκε o υπ΄ αριθ. ……./5.2.2019 πίνακας κατασχεθέντος εις χείρας τρίτου χρηματικού ποσού και πρόσκληση δανειστών, o οποίος της γνωστοποιήθηκε νόμιμα. Ότι η υπάλληλος του πλειστηριασμού προαφαίρεσε από το ανωτέρω ποσό αυτό των 784,40€, για έξοδα εκτελέσεως και στο  εναπομείναν ποσό των 47.235,55€ κατέταξε το πρώτο των καθ’ ων, ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «…………… [μη διάδικος στην παρούσα δίκη] προνομιακά, για ποσό 11.118,53€, τη δεύτερη των καθ’ ων ανώνυμη εταιρεία και ήδη εκκαλούσα, για ποσό 28.298,72, τον τρίτο των καθ’ ων και ήδη εκκαλών, για ποσό 6.100€ και τον τέταρτο των καθ’ ων, οφειλέτη, …………. (μη διάδικος στην παρούσα δίκη) για το απομένον ποσό των 2.502,70€, ενώ δεν κατέταξε την ίδια – ανακόπτουσα. Ότι ανακόπτει τον συνταγέντα πίνακα κατασχεθέντος εις χείρας τρίτου χρηματικού ποσού της ως άνω υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου, προς τον σκοπό της κατατάξεως της αναγγελθείσας απαιτήσεώς της, ποσού 1.497.820,82€ και 64.208,35€, νομιμοτόκως, το οποίο προέρχεται από τις νόμιμες αιτίες που αναφέρονται στην από 30.4.2018 αναγγελία της και αφορά οφειλές του πλοιοκτήτη ………………. δυνάμει δύο (2) δανειακών συμβάσεων, και δη προνομιακώς ως ενυπόθηκης δανείστριας, λόγω της ναυτικής υποθήκης, ποσού 705.000€ πλέον τόκων και εξόδων που είχε εγγράψει επί του πλοίου την 14.7.2008 και επικουρικά ως κατασχούσας δανείστριας. Ζήτησε, δε, για τους εκτιθέμενους στην ανακοπή της λόγους, να γίνει αυτή δεκτή και να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθ. ………/5.2.2019 πίνακας κατασχεθέντος εις χείρας τρίτου χρηματικού ποσού της ως άνω συμβολαιογράφου, προκειμένου να καταταγεί η ίδια προνομιακά στο ποσό των 34.519,74€, επικουρικά δε στο ποσό των 21.041,78€, με ισόποση αποβολή των καθ’ ων η ανακοπή, κατά τα ειδικότερα στην ανακοπή εκτιθέμενα και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα σε βάρος των καθ΄ ων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η ανακοπή παραδεκτά εισάγεται ενώπιόν του, έχοντος δικαιοδοσία, ενόψει του ιδιωτικού χαρακτήρα της υπό κρίση διαφοράς, που αφορά στην αστικής φύσεως απαίτηση της ανακόπτουσας τράπεζας σε βάρος του καθ’ ου, πρώην πλοιοκτήτη και καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου, λόγω του τόπου όπου έλαβε χώρα η ένδικη εκτελεστική διαδικασία (άρθρα 584, 585, 933 παρ. 1-3, 937 και 979 παρ. 2 ΚΠολΔ), για να δικαστεί κατά την προκείμενη  διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 937 παρ. 3, 614 επ. ΚΠολΔ). Ότι η ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτήν και απέρριψε την ανακοπή καθ΄ ο μέρος στρεφόταν εναντίον του πρώτου των καθ΄ων, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης. Στη συνέχεια, δικάζοντας ερήμην του τέταρτου των καθ’ ων η ανακοπή και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, έκανε δεκτή την ανακοπή ως προς την δεύτερη και ήδη εκκαλούσα, τον τρίτο και ήδη εκκαλούντα και, τέλος, τον τέταρτο των καθ’ ων, μεταρρύθμισε τον επίδικο πίνακα κατασχεθέντος εις χείρας τρίτου χρηματικού ποσού και πρόσκληση δανειστών της ως άνω συμβολαιογράφου Πειραιά και διέταξε να καταταχθεί η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη μετά το πρώτο των καθ’ ων, ……………, ως ενυπόθηκη δανείστρια, για το ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων δεκαεννιά ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (34.519,74€), αφού αποβληθούν απ’ αυτόν κατά το ισόποσο μέρος οι καθ’ ων η ανακοπή και στη συνέχεια να καταταχθούν η δεύτερη και ο τρίτος των καθ’ ων, που επέβαλαν κατάσχεση εις χείρας του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ως τρίτου, η μεν δεύτερη των καθ’ ων για το ποσό των χιλίων τριακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και τριών λεπτών (1.314,03€), ο δε τρίτος των καθ΄ων για το ποσό των διακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (283,25€) και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων στο σύνολό τους. Πλην, όμως, από το περιεχόμενο της ανακοπής σαφώς προκύπτει ότι η ένδικη διαφορά ανέκυψε κατά την σύνταξη πίνακα κατάταξης κατασχεθέντος εις χείρας τρίτου χρηματικού ποσού και πρόσκλησης δανειστών από τον οριζόμενο στην διάταξη του άρθρου 9§2 ν. 2881/2001 συμβολαιογράφο, για την διανομή του προϊόντος της αναγκαστικής εκποίησης πλοίου, θεωρηθέντος, κατ` εφαρμογή των άρθρων 3 και 5 του ως άνω νόμου ως επικίνδυνου και επιβλαβούς και δυνάμει της προαναφερόμενης Απόφασης του Προέδρου και Δ/ντος Συμβούλου του …………., σε εκτέλεση των διατάξεων του ν. 2881/2001. Συνεπώς, σύμφωνα και με όσα λέχθηκαν παραπάνω, στην οικεία μείζονα σκέψη της παρούσας, τα τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την ανακοπή κατά του ένδικου πίνακα και όχι τα πολιτικά και τούτο διότι η εκποίηση του ως άνω πλοίου, την διανομή του προϊόντος της οποίας αφορά ο προσβαλλόμενος πίνακας, δεν έλαβε χώρα προς τον σκοπό ικανοποίησης κάποιας απαίτησης δανειστή του κυρίου αυτού (πλοίου) αλλά προς αποτροπή κινδύνων που εγκυμονεί το εν λόγω πλοίο για την ναυσιπλοΐα και το περιβάλλον για την εξυπηρέτηση δηλαδή σκοπών δημόσιου συμφέροντος. Η ιδιότητα επομένως υπό την οποία ενήργησε εν προκειμένω ο ………………. και που προέβη στην αναγκαστική εκποίηση του επικίνδυνου και επιβλαβούς πλοίου, στο πλαίσιο της σχετικής αρμοδιότητας που του έχει ανατεθεί με τον ν. 2881/2001, είναι αυτή του φορέα άσκησης δημόσιας εξουσίας, ήτοι ως διοικητικής αρχής. Το ποσό δε για την διανομή του οποίου συντάχθηκε από τον οριζόμενο στην διάταξη του άρθρου 9§2 του ανωτέρω νόμου συμβολαιογράφο ο υπ΄αριθμ. ……./5.2.2019 πίνακας κατασχεθέντος εις χείρας τρίτου χρηματικού ποσού αποτελεί το προϊόν ακριβώς των πράξεων στην διενέργεια των οποίων προέβη ο ………… στο πλαίσιο άσκησης δημόσιας εξουσίας και επομένως η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο αποτελών το θεμέλιο της εκτέλεσης τίτλος, είναι δημοσίου δικαίου. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η κατάσχεση που επέβαλε η ανακόπτουσα, εις χείρας του τρίτου, στηριζόμενη στην διαταγή πληρωμής που προαναφέρθηκε, έπεται χρονικά της εκποίησης του πλοίου δυνάμει του ν. 2881/2001 από τον …………. κατ` εφαρμογή των διατάξεων του νόμου 2881/2001 και συνεπώς δεν συντρέχει η περίπτωση του άρθρου 9 του ν. 2881/2001. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο έκρινε ότι η ένδικη διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ενόψει του ιδιωτικού χαρακτήρα αυτής, που αφορά στην αστικής φύσεως απαίτηση της ανακόπτουσας τράπεζας σε βάρος του καθ’ ου, πρώην πλοιοκτήτη του επιβλαβούς πλοίου και ακολούθως εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή, έσφαλε και πρέπει να εξαφανιστεί, αφού το μεν, η έλλειψη δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων ερευνάται και εξ επαγγέλματος και όταν αυτή (η έλλειψη) διαπιστώνεται, απορρίπτεται ως απαράδεκτη η ανακοπή (άρθρο 4 ΚΠολΔ), το δε, όταν με την έφεση ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης για πλημμέλειες αναφερόμενες σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, το Εφετείο, αυτεπαγγέλτως, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, υποχρεούται να ερευνήσει, άνευ παραπόνου διατυπωμένου ως λόγου είτε της έφεσης, είτε αντίθετης έφεσης, ή αντέφεσης του εναγόμενου, μεταξύ άλλων και την δικαιοδοσία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συνακόλουθα και του ιδίου (Εφετείου) και αφού διαπιστώσει την έλλειψη της δικαιοδοσίας του πολιτικού Δικαστηρίου, οφείλει να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και να απορρίψει την αγωγή/ανακοπή ως απαράδεκτη, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα παραπάνω στην οικεία θέση της νομικής σκέψης που εκτέθηκε. Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω, πρέπει να γίνουν δεκτές και ως ουσιαστικά βάσιμες οι εφέσεις και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 3711/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Στη συνέχεια, πρέπει, αφού κρατηθεί και δικαστεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο να απορριφθεί η ανακοπή ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών Δικαστηρίων και τα δικαστικά έξοδα και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179, 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες των παραβόλων που κατέθεσαν για την άσκηση από καθένα από αυτούς της ένδικης έφεσής του, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν τις εφέσεις.

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες των e- παραβόλων που κατέθεσαν για την άσκηση της έφεσής τους και ειδικότερα στην μεν εκκαλούσα του με αρ. ……………./2022 στον δε εκκαλούντα του με αρ. ……………/2022, ποσού έκαστου εκατό (100) ευρώ.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 3711/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί και δικάζει την ανακοπή και απορρίπτει αυτήν.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 14 Οκτωβρίου 2024.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ