ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 586/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, εφέτη, τον οποίο όρισε η πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη γραμματέα, Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………. για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» (ΑΦΜ ……….), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο, Ευαγγελία Ξαναλάτου [ΝΙΚΟΣ Κ. ΞΑΝΑΛΑΤΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ – ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ] (με δήλωση κατ’ άρθρ. 242 ΚΠολΔ).
Της εφεσίβλητης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» (ΑΦΜ ……….), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Παναγιώτα Λότσιου [ΣΦΗΚΑΚΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ] (με δήλωση κατ’ άρθρ. 242 ΚΠολΔ).
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αρ. κατ. ………../2021 ανακοπή κατά της εκτέλεσης. Το ως άνω δικαστήριο με την με αρ. 3009/2021 απόφαση απέρριψε αυτήν κατ’ ουσίαν.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε η ανακόπτουσα με την με αρ. κατ. ……../2022 έφεση προς το δικαστήριο τούτο, η οποία ορίστηκε να συζητηθεί (με την με αρ. ………../2022 εκθ.κατ. ΕφΠειρ) στη δικάσιμο 2.2.2023 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.
Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η έφεση ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 2, ηλεκτρ. παράβολο έφεσης …………../2022 ). Είναι λοιπόν τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Η εκκαλούσα, με την πρωτοδίκως κριθείσα ανακοπή της, ζήτησε να ακυρωθεί η επισπευδόμενη σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση βάσει της …./2019 διαταγής πληρωμής του δικαστή του ΜονΠρΑθηνών και ειδικότερα η επιταγή προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου αυτής και η επιβληθείσα βάσει αυτής αναγκαστικής κατάσχεσης επί ακινήτου ιδιοκτησίας της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απέρριψε την ανακοπή κατ’ ουσία. Με την υπό κρίση έφεσή της η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η ανακοπή. Από το σύνολο των εγγράφων που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι προέκυψαν τα ακόλουθα: Με βάση την …./2019 διαταγή πληρωμής του δικαστή του ΜονΠρΑθηνών, η εκκαλούσα υποχρεώθηκε να καταβάλει στην εφεσίβλητη το χρηματικό ποσό των 3.200.000 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων για απαίτηση από δάνειο. Με βάσει αυτόν τον εκτελεστό τίτλο η εφεσίβλητη επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση για μέρος του επιδικασθέντος κεφαλαίου, ήτοι για ποσό 200.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, επί ακινήτου ιδιοκτησίας της εκκαλούσας (…./14.6.2021 έκθ.αναγκ.κατασχ. του δικ. επιμ. …………..) και ορίστηκε ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός αυτού την 16.2.2021, ήτοι πέραν του οκταμήνου (οκτώ μήνες και μία ημέρα) από την κατάσχεση που συνομολογείται ότι ολοκληρώθηκε την 14.6.2021. Η εκκαλούσα εναντίον της ως άνω κατάσχεσης άσκησε την ένδικη ανακοπή της, με τον πρώτο λόγο της οποίας, τον οποίο επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, ισχυρίζεται ότι η επιβληθείσα κατάσχεση είναι άκυρη επειδή ορίστηκε ο πλειστηριασμός σε χρόνο πέραν των 8 μηνών που ορίζει ο νόμος (ΚΠολΔ 954 παρ. 2 και 993 παρ. 2). Ο λόγος αυτός ήταν μη νόμιμος και απορριπτέος, γιατί η εκκαλούσα δεν επικαλείται τη βλάβη που της επέφερε το γεγονός αυτό. Και αυτό γιατί ο ορισμός πλειστηριασμού σε χρόνο μετά την παρέλευση οκτώ μηνών από την κατάσχεση δεν καθιστά αυτοδικαίως άκυρη αυτήν, αφού ο περιορισμός του απώτατου χρόνου διενέργειας τούτου στους οκτώ μήνες δεν είναι επιτακτικός και αναγκαστικός, όπως συμβαίνει στον ορισμό του εγγύτερου χρόνου διενέργειάς του (επτά μήνες από την κατάσχεση), η παραβίαση του οποίου επιφέρει αυτοδίκαιη ακυρότητα της κατάσχεσης, όπως, άλλωστε διαφαίνεται και από τη γραμματική διατύπωση του νόμου, όπου στη διάταξη του άρθρου 933 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αναφέρεται ότι «ο πλειστηριασμός ορίζεται υποχρεωτικά 7 μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση 8 μηνών από την ημέρα αυτή». Από αυτήν τη διατύπωση συνάγεται ότι η παραβίαση του ελαχίστου χρονικού ορίου διενέργειας του πλειστηριασμού είναι αυτοδικαίως άκυρη, γιατί αυτό το όριο έχει τεθεί αποκλειστικά προς υπεράσπιση των συμφερόντων του οφειλέτη καθ’ ου η εκτέλεση προκειμένου αυτός να μπορέσει εγκύρως να αμυνθεί με την άσκηση ανακοπής και να εκδοθεί πρωτόδικη απόφαση επ’ αυτής πριν τη διενέργεια του πλειστηριασμού, ενόψει της κατάργησης της αναστολής της εκτέλεσης επί ακινήτων μετά την άσκηση της ανακοπής κατά της εκτέλεσης (άρθρο όγδοο του Ν.4335/2015). Αντίθετα ο ορισμός απώτατου χρόνου διενέργειας του πλειστηριασμού έχει τεθεί προς υπεράσπιση των συμφερόντων των δανειστών του οφειλέτη, οι οποίοι και έχουν έννομο συμφέρον να ικανοποιηθούν ταχέως εκ της αναγκαστικής κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη τους. Έτσι ανακοπή του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, με την οποία αυτός παραπονείται επειδή ο πλειστηριασμός της ακίνητης περιουσίας του ορίστηκε να γίνει σε ημερομηνία πέραν των 8 μηνών από την κατάσχεση, δηλαδή με άλλα λόγια επειδή καθυστέρησε η αναγκαστική, παρά τη θέληση του, εκποίηση της ακίνητης περιουσίας του, αυτός ο λόγος από μόνος του είναι διαμετρικά αντίθετος με τα συμφέροντά του και δεν μπορεί να οδηγήσει αυτοδικαίως σε ακυρότητα της κατάσχεσης, την οποία για να πετύχει θα έπρεπε να επικαλείται και να αποδεικνύει τη συγκεκριμένη βλάβη που ενδεχομένως να έχει ειδικά γι’ αυτόν ο ορισμός του πλειστηριασμού πέραν των 8 μηνών από την κατάσχεση. Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, που επαναφέρει με το σχετικό δεύτερο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι με την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης για μέρος της απαίτησής της, αυτή κατέστη ανεκκαθάριστη. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού η εφεσίβλητη επέβαλε κατάσχεση για μέρος του επιδικασθέντος με την διαταγή πληρωμής κεφαλαίου, ήτοι για ποσό 200.000 ευρώ που αποτελεί μέρος του κεφαλαίου των 3.200.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Ο περιορισμός αυτός είναι σύννομος, αναφέρεται στο κεφάλαιο της απαίτησης, χωρίς να χρειάζεται επί μέρους προσδιορισμό και δεν καθιστά ανεκκαθάριστη την απαίτηση για την οποία επισπεύδεται εκτέλεση (ΑΠ 442/2024 δημ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής της, που επαναφέρει με το σχετικό τρίτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη κατάσχεση είναι άκυρη επειδή ορίζει ότι διενέργεια του πλειστηριασμού του ακινήτου θα γίνει με ηλεκτρονικά μέσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 959 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με την με αριθμό 41756/2017 Υ.Α. του Υπουργού Δικαιοσύνης, οι οποίες είναι αντισυνταγματικές αντίθετες με τις διατάξεις των αρ. 5Α και 20 του Συντάγματος, αρ. 6 της ΕΣΔΑ και αρ. 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ), γιατί α) παρεμποδίζονται να λάβουν γνώση του πλειστηριασμού οι μη έχοντες πρόσβαση σε ηλεκτρονικά μέσα και στο διαδίκτυο ή τις γνώσεις να χρησιμοποιούν αυτά, β) ο οφειλέτης δεν έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί και να πληροφορείται για το τι γίνεται κατά τη διαδικασία του πλειστηριασμού, γ) ο οφειλέτης δεν λαμβάνει άμεσα γνώση του αποτελέσματος και του συνόλου της διαδικασίας, δ) η διαδικασία έχει αποβάλλει τον αναγκαίο δημόσιο χαρακτήρα της, ε) ο οφειλέτης και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν έχουν την δυνατότητα να ελέγξουν τη διαδικασία κατάθεσης προσφορών από τους πλειοδότες και αυτή γίνεται μόνο από την ιδιωτική εταιρεία που διαχειρίζεται το ηλεκτρονικό σύστημα πλειστηριασμών και στ) δεν διασφαλίζονται τα δικαιώματα του οφειλέτη και των δανειστών. Ο ισχυρισμός αυτός είναι μη νόμιμος για τους εξής λόγους: Ως προς το α’ σκέλος του, οι μη έχοντες πρόσβαση σε ηλεκτρονικά μέσα και στο διαδίκτυο ή τις γνώσεις να χρησιμοποιούν αυτά, δύνανται, εφόσον του επιθυμούν, να δώσουν εντολή σε τρίτους που έχουν τα μέσα και τις γνώσεις, να ενεργήσουν μέχρι και να συμμετέχουν στον πλειστηριασμό για λογαριασμό τους (άρθρ. 1003 παρ. 2 ΚΠολΔ, αρ. 6 παρ. α και γ της 41756/2017 Υ.Α. του Υπουργού Δικαιοσύνης). Ως προς το β’ σκέλος, ο οφειλέτης, σύμφωνα με την ως άνω υπουργική απόφαση, θεωρείται παρατηρητής και μπορεί και αυτός, αφού πιστοποιηθεί ηλεκτρονικά, να παρακολουθεί ηλεκτρονικά τη διαδικασία του πλειστηριασμού (αρθρ. 6 παρ. δ και αρθρ. 7 παρ. 2 τελευταίο εδφ. της ως άνω ΥΑ). Ως προς το γ’ σκέλος, ο οφειλέτης που παρακολουθεί ως παρατηρητής τη διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού λαμβάνει γνώση άμεσα του αποτελέσματος και σε κάθε περίπτωση στα ηλεκτρονικά συστήματα καταγράφονται όλες οι υποβληθείσες προσφορές και έτσι μπορεί και εκ των υστέρων να λάβει γνώση αυτών (άρθρ. 9 της ως άνω ΥΑ) και να ασκήσει τα δικαιώματά του. Ως προς το δ’ σκέλος, τη διαδικασία του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού δεν μπορεί να την παρακολουθήσει μόνο όποιος δεν είναι εγγεγραμμένος υποψήφιος πλειοδότης, δηλαδή πρόσωπο που δεν προτίθεται να πλειοδοτήσει σ’ αυτόν, ενώ οποιοσδήποτε δύναται να λάβει γνώση αυτού πριν τη διενέργειά του, ως επισκέπτης, στη οικεία σελίδα των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και αν θέλει μπορεί να συμμετάσχει ως υποψήφιος πλειοδότης. Επομένως εξασφαλίζεται πλήρως η αναγκαία δημοσιότητα του επιγενόμενου πλειστηριασμού για την εξασφάλιση μεγαλύτερης προσέλευσης σ’ αυτόν. Ως προς το ε’ σκέλος, όλες οι κατατεθείσες προσφορές καταγράφονται στο ηλεκτρονικό σύστημα και μπορεί να τις παρακολουθήσει τόσο ο υπάλληλος τους πλειστηριασμού όσο και ο οφειλέτης παρατηρητής. Η δε κυριότητα, διοίκηση και διαχείριση των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού ανήκει στους κατά τόπον αρμόδιους συμβολαιογραφικούς συλλόγους, η δε ιδιωτική εταιρεία κατασκευής του προγράμματος λειτουργίας και της ιστοσελίδας των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών είναι υπεύθυνη μόνο για την καλή λειτουργία αυτών και τη συντήρησή τους, συνεπώς η διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού δεν γίνεται από ιδιωτική εταιρεία αλλά από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα (δίκτυο και πρόγραμμα λειτουργίας), που έχει κατασκευάσει ιδιωτική εταιρεία, κυριότητας, διοίκησης και διαχείρισης των οικείων κατά τόπον αρμοδίων συμβολαιογραφικών συλλόγων (ΚΠολΔ 959 παρ. 2). Ως προς το σκέλος στ’, ενόψει των προαναφερομένων διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα του οφειλέτη και των δανειστών από τη διενέργεια των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Τα ίδια που δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση και απέρριψε την ανακοπή δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με την έφεσή της κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί η έφεση, να καταδικαστεί η εκκαλούσα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο
Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας που καθορίζει σε 500 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους και νομικούς παραστάτες, στον Πειραιά στις
4-12-2024.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ