Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 589/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  589/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

2ο ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Του εκκαλούντος : ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σωτηρία Νάκου  (ΑΜΔΣΑ: …….).

Της εφεσίβλητης : ……….. η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελευθερία Μητσακούλη (ΑΜΔΣΑ : ………..).

Επί της από 12-1-2022 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό …../2022 αγωγής της ενάγουσας κατά του εναγόμενου εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η με αριθμό 2427/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).

Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 2-8-2023 έφεσή του, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/2023 και ειδικό …../2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό …./2023 για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος παραστάθηκε στο ακροατήριο και αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται,  αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος κατά της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και κατά της με αριθμό 2427/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 4-8-2023, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στον εκκαλούντα με επιμέλεια της αντιδίκου του την 25-7-2023, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …/25-7-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………….., που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εφεσίβλητη (άρθρα 126 παρ. 1 στοιχ. α, 127 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενόψει και του ότι το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για την προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατ’ άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, το γεγονός δε αυτό δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Επίσης, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα, για το παραδεκτό της εφέσεως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (β) ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/4-8-2023 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό ……………../2023 e-παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ). Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 12-1-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2022 αγωγή της η ενάγουσα εξέθετε ότι σε εκτέλεση άτυπης σύμβασης εντολής, που καταρτίστηκε νόμιμα μεταξύ της ίδιας (ενάγουσας) και του εναγόμενου, με τον οποίο διατηρούσε ερωτικό δεσμό, συμβλήθηκε η τελευταία (ενάγουσα) ως εγγυήτρια σε σύμβαση επαγγελματικού δανείου με την τράπεζα με την επωνυμία «…………..», η οποία παρείχε πίστωση ποσού 60.000 ευρώ στον εναγόμενο πρωτοφειλέτη, με τους όρους και τις ειδικότερες συμφωνίες, που διαλαμβάνονται στην εν λόγω σύμβαση, ότι συνακόλουθα, η ίδια, κατόπιν εντολής του εναγόμενου, εγγυήθηκε άνευ αμοιβής την εκ μέρους του πρωτοφειλέτη τήρηση των όρων της δανειακής σύμβασης, ευθυνόμενη να καταβάλει εκείνη το τυχόν οφειλόμενο ποσό στη δανείστρια τράπεζα σε περίπτωση αθέτησης από τον εναγόμενο των συμβατικών υποχρεώσεών του, ότι επιπλέον και προς εμπράγματη εξασφάλιση της ένδικης απαίτησης της δανείστριας τράπεζας, ενεγράφη προσημείωση υποθήκης σε βάρος της περιγραφόμενης στην αγωγή ακίνητης περιουσίας της, καθώς και ότι ο εναγόμενος ήδη κατέστη υπερήμερος ως προς την εκπλήρωση των δανειακών υποχρεώσεών του, με αποτέλεσμα η δανείστρια τράπεζα να προβεί στην καταγγελία της ένδικης σύμβασης, ενώ ο εναγόμενος καθ’ όλο το προγενέστερο χρονικό διάστημα την διαβεβαίωνε ψευδώς ότι ήταν δήθεν συνεπής ως προς την τμηματική εξόφληση του δανείου του. Στη συνέχεια, ιστορούσε ότι, ενόψει της μη εξόφλησης της ένδικης οφειλής από τον εναγόμενο και λόγω του κινδύνου επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας της, η ενάγουσα αναγκάστηκε να εκποιήσει τα περιγραφόμενα στην αγωγή ακίνητα ιδιοκτησίας της, προκειμένου να καταβάλει το ποσό των 48.000 ευρώ, με αποτέλεσμα η απαίτηση από την ένδικη σύμβαση δανείου να εξοφληθεί ολοσχερώς. Τέλος, ισχυριζόταν ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το πιο πάνω ποσό (48.000 ευρώ), μετά την, εκ μέρους της, άσκηση, εναντίον του εναγόμενου πρωτοφειλέτη, του δικαιώματος αναγωγής απορρέοντος από την ένδικη σύμβαση εντολής, άλλως λόγω της σε βάρος της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του αντιδίκου της, άλλως με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθότι ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της άνευ νόμιμης αιτίας. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει α) το ποσό των 48.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής του ποσού αυτού (19-2-2021) στη δανείστρια τράπεζα, άλλως από την επομένη της επίδοσης (14-7-2021) της από 2-7-2021 εξώδικης πρόσκλησής της προς τον εναγόμενο, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και β) το ποσό των 5.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που της προξένησε η πιο πάνω αδικοπρακτική συμπεριφορά του αντιδίκου της, με το νόμιμο τόκο κατά τις ίδιες ως άνω επιμέρους διακρίσεις και να καταδικαστεί ο τελευταίος στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία την εκκαλουμένη με αριθμό 2427/2023 οριστική απόφασή του, δυνάμει της οποίας, αφού κρίθηκε η αγωγή ορισμένη και εν μέρει νόμιμη, απορρίπτοντας το σωρευόμενο εκ της επικαλούμενης αδικοπραξίας αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, όπως και την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως νόμω αβάσιμα, έγινε κατά τα λοιπά εν μέρει δεκτή αυτή (αγωγή) ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 48.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 19-2-2021 και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και καταδικάστηκε ο τελευταίος (εναγόμενος) στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας ύψους 2.300,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής (2427/2023) ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την κρινόμενη έφεσή του, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να απορριφθεί η εναντίον του ασκηθείσα αγωγή καθ’ ολοκληρίαν.

III. Σύμφωνα με το άρθρο 858 ΑΚ ο εγγυητής, εφόσον ικανοποίησε το δανειστή και έχει δικαίωμα αναγωγής εναντίον του πρωτοφειλέτη, υποκαθίσταται στα δικαιώματα του δανειστή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς ότι, για να υπάρξει υποκατάσταση του εγγυητή στα δικαιώματα του δανειστή, πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) ο εγγυητής πρέπει να ικανοποίησε το δανειστή, είναι δε φανερό ότι πριν από την ικανοποίηση του δανειστή δεν υπάρχουν τα αναγκαία, σύμφωνα με το νόμο, περιστατικά για τη γέννηση του δικαιώματος της υποκατάστασης (Καυκά, Ενοχ. Δ., υπ’ αρθρ. 858 παρ. 2, Αποστολίδη, Ενοχ. Δ., υπ’ αρθρ. 858, Γεωργιάδη – Σταθόπουλο ΑΚ, IV, αρθρ. 858) και β) ο εγγυητής πρέπει να έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του πρωτοφειλέτη (ΑΠ 1633/2013, ΕφΑθ 6989/2003 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Το δικαίωμα αναγωγής εξαρτάται όχι από τη συναπτόμενη μεταξύ δανειστή και εγγυητή σύμβαση εγγύησης, αλλά από την έννομη σχέση που υπάρχει και συνδέει τον εγγυητή με τον πρωτοφειλέτη, η οποία και προσδιορίζει την έκταση και το περιεχόμενο της υποκατάστασης (Ζέπος, Ερμ ΑΚ αρθρ. 858 αρ. 2, Φίλιος, Ειδ. ΕνοχΔικ. αρθρ. 858 σελ. 408, Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, Ειδ. Ενοχ. Δικ. αρ. 858, σελ. 391). Δηλαδή αν ο εγγυητής ικανοποιήσει, τελικώς, το δανειστή του πρωτοφειλέτη, η δυνατότητα ή μη αναγωγής του πρώτου κατά του πρωτοφειλέτη εξαρτάται από την έννομη σχέση που τους συνδέει κατά τα ανωτέρω, οπότε και η δυνατότητα αναγωγής καταφάσκεται μεν στην περίπτωση π.χ. της σύμβασης εντολής, αφού ο εγγυητής-εντολοδόχος αναζητεί ουσιαστικώς την απόδοση των δαπανών, στις οποίες υπεβλήθη κατά την κανονική εκτέλεση της εντολής (άρθρα 713 και 722 ΑΚ), αποκρούεται όμως, στην περίπτωση της δωρεάς ως αιτίας ανάληψης της υποχρέωσής του εκ της εγγύησης (ΑΠ 1829/2011, ΑΠ 668/2007, ΑΠ 200/2007, ΑΠ 1614/1999, ΕφΘεσ 1050/2005, ΕφΑθ 6989/2003 ο.π., ΕφΠατρ 691/2003, ΜονΕφΛαμ 31/2023 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος II, 2007, σελ. 514).

IV. Από την εκτίμηση της με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΣΑ_…………2022 από 9-5-2022 ένορκης βεβαίωσης της ………. και της με αριθμό πρωτοκόλλου ………..2022 από 26-5-2022 ένορκης βεβαίωσης του …….. ενώπιον της δικηγόρου Αθηνών ………… (ΑΜΔΣΑ : ……..) [άρθρο 74 παρ. 6 του Ν. 4690/2020], που λήφθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου της (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ,), όπως προκύπτει από τη με αριθμό …… Ζ/4-5-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …….. με συνημμένη την από 3-5-2022 κοινοποιηθείσα στον εναγόμενο σχετική κλήση – γνωστοποίηση εξέτασης μάρτυρα και από τη με αριθμό ……. Α/23-5-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …….. με συνημμένη την από 20-5-2022 κοινοποιηθείσα στον εναγόμενο σχετική κλήση – γνωστοποίηση εξέτασης μάρτυρα, αντίστοιχα, που μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα, των με αριθμό ……./10-5-2022 και ………../10-5-2022 ένορκων βεβαιώσεων του ………… και της …………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια του εναγόμενου μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου του (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……../5-5-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………… με συνημμένη την από 4-5-2022 κοινοποιηθείσα στην ενάγουσα σχετική εξώδικη κλήση γνωστοποίησης μαρτύρων, που μετ’ επικλήσεως προσκομίζει ο εναγόμενος, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι γνωρίστηκαν περί το έτος 1998 και συνήψαν ερωτικό δεσμό. Κατά την περίοδο εκείνη ο εναγόμενος διατηρούσε στη …. Αττικής ατομική επιχείρηση με ηλεκτρονικά συστήματα (ηχοσυστήματα, συναγερμούς κ.α.). Δυνάμει δε της με αριθμό …………/15-2-2005 σύμβασης παροχής πίστωσης, που καταρτίστηκε μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «………..» και του εναγόμενου, χορηγήθηκε στον τελευταίο ως πρωτοφειλέτη πίστωση για κεφάλαιο κίνησης ποσού 60.000,00 ευρώ, ενώ στην εν λόγω σύμβαση συμβλήθηκε και η ενάγουσα ως εγγυήτρια, με τους όρους και τις ειδικότερες συμφωνίες, που διαλαμβάνονται σε αυτή (σύμβαση). Ειδικότερα, αναφορικά με την εις ολόκληρον ευθύνη της ενάγουσας ρητά συμφωνήθηκε ότι η εγγυήτρια εγγυάται προς την τράπεζα την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση του κεφαλαίου, τόκων, προμηθειών, εξόδων κλπ. και γενικά κάθε ληξιπρόθεσμου και απαιτητού ποσού από τον πρωτοφειλέτη και γενικότερα την εκπλήρωση από τον τελευταίο όλων των υποχρεώσεών του προς την τράπεζα, ενεχόμενη ως αυτοφειλέτης και παραιτούμενη ανεπιφύλακτα από το ευεργέτημα της δίζησης (άρθρο 855 ΑΚ) και από κάθε σχετική, προβλεπόμενη στα οικεία άρθρα του ΑΚ, ένσταση [όρος 9]. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ανέλαβε την ένδικη εγγυητική ευθύνη έναντι της δανείστριας τράπεζας σε εκτέλεση σχετικής άτυπης σύμβασης εντολής, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων. Εξάλλου, προς εμπράγματη εξασφάλιση της απορρέουσας από την ένδικη σύμβαση πίστωσης απαίτησης της δανείστριας τράπεζας και δυνάμει της με αριθμό 1543/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), ενεγράφη συναινετική προσημείωση υποθήκης δεύτερης τάξης ποσού 78.000,00 ευρώ, στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας στον τόμο … και αριθμό ….. και σε βάρος των κάτωθι περιγραφόμενων ακινήτων ιδιοκτησίας της ενάγουσας, κείμενων στο Δήμο …. Αττικής στην οδό ………. και συγκεκριμένα : α) επί του υπό στοιχεία ΑΛΦΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ (Α-1) διαμερίσματος του πρώτου (Α) υπέρ το ισόγειο – πυλωτή ορόφου οικοδομής, επιφάνειας 85,67 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου 192,60/1000 εξ αδιαιρέτου, το οποίο έχει στην αποκλειστική χρήση του την υπό στοιχεία ΘΗΤΑ ΣΙΓΜΑ ΠΕΝΤΕ (Θ.Σ.5) θέση στάθμευσης αυτοκινήτου στον πίσω ακάλυπτο χώρο της οικοδομής, με ΚΑΕΚ ……… και β) επί της με αριθμό ΠΕΝΤΕ (5) ΑΠΟΘΗΚΗΣ του υπογείου, επιφάνειας 11,23 τ.μ., με ΚΑΕΚ ………. Αν και ο εναγόμενος εισέπραξε από τη δανείστρια τράπεζα το ποσό των 60.000,00 ευρώ, εντούτοις κατέστη υπερήμερος ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών του, χωρίς να προκύπτει ότι έλαβε χώρα καταγγελία της σύμβασης από την τράπεζα. Ειδικότερα, σύμφωνα με το από 26-4-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό ρύθμισης οφειλής, που καταρτίστηκε μεταξύ της δανείστριας τράπεζας και των διαδίκων, η οφειλή του εναγόμενου πιστούχου προς την τράπεζα ανερχόταν την 22-4-2010 στο ποσό των 62.984,93 ευρώ, ποσό το οποίο αναγνώρισαν ως ακριβές οι διάδικοι, ενώ παράλληλα συμφωνήθηκε η ρύθμιση της ένδικης οφειλής με την αποπληρωμή της σε δόσεις προς διευκόλυνση των διαδίκων, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτό. Ακολούθως, η ανώνυμη εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «……….», ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..», οι οποίες (απαιτήσεις) είχαν μεταβιβαστεί στην τελευταία από την πιο πάνω δανείστρια τράπεζα στα πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δήλωσε στον εναγόμενο, με το με αριθμό πρωτ. ………. από 31-8-2020 έγγραφό της, ότι προτίθεται να συναινέσει στην άρση της ένδικης προσημείωσης υποθήκης, που ενεγράφη προς εξασφάλιση της ένδικης απαίτησης σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της ενάγουσας, υπό την προϋπόθεση α) ότι θα καταβληθεί ποσό 48.000,00 ευρώ προερχόμενο από την πώληση των βεβαρημένων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει πλήρης και ολοσχερής εξόφληση κάθε απαίτησης, που απορρέει από την ένδικη σύμβαση δανείου και διαγραφή του υπολοίπου της οφειλής από το δάνειο και β) ότι το συνολικό ποσό του τιμήματος, που θα αναγράφεται στο πωλητήριο συμβόλαιο των ακινήτων, θα ανέρχεται σε 115.000,00 ευρώ. Στη συνέχεια, δυνάμει της από 25-2-2021 πρόσθετης πράξης, που καταρτίστηκε μεταξύ της ως άνω εταιρίας ειδικού σκοπού «…………», ενεργώντας δια της ως άνω ανώνυμης εταιρίας «……….» ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της τελευταίας, και της ενάγουσας, συμφωνήθηκε ότι η απορρέουσα από την ένδικη δανειακή σύμβαση συνολική οφειλή ανήλθε την 25-2-2021 στο ποσό των 80.045,64 ευρώ, ποσό το οποίο η τελευταία (ενάγουσα) αποδέχτηκε ως ακριβές, καθώς και ότι μέρος της οφειλής αυτής θα αποπληρωθεί το αργότερο μέχρι την 25-4-2021, με εφάπαξ καταβολή ποσού 46.535,28 ευρώ κατ’ ελάχιστον, προερχόμενο από το τίμημα πώλησης των βεβαρημένων ακινήτων και εφόσον προσκομιστεί συμβόλαιο αγοραπωλησίας αυτών με τίμημα 115.000 ευρώ, προς το σκοπό ολικής αποπληρωμής του ένδικου δανείου και με διαγραφή του υπολοίπου οφειλόμενου ποσού, ενώ το υπόλοιπο ποσό που θα προέκυπτε από την αγοραπωλησία των ακινήτων θα εξοφλούσε οφειλή στεγαστικού δανείου. Η δε ενάγουσα μεταβίβασε λόγω πώλησης κατά πλήρη κυριότητα τα πιο πάνω ακίνητα ιδιοκτησίας της στον αγοραστή ………, αντί αναγραφόμενου στον τίτλο κτήσης τιμήματος ποσού 115.000 ευρώ, δυνάμει του με αριθμό ………../19-2-2021 συμβολαίου τροποποίησης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και αγοραπωλησίας οριζοντίων ιδιοκτησιών της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού ………, το οποίο καταχωρήθηκε στα Κτηματολογικά Βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων με αριθμό καταχώρισης ………. την 29-6-2021. Επίσης, η ενάγουσα κατέβαλε την 19-2-2021 το ποσό των 48.000,00 ευρώ, προκειμένου να εξοφλήσει την απορρέουσα από την ένδικη σύμβαση δανείου οφειλή, ενώ σύμφωνα με την από 12-3-2021 βεβαίωση της εταιρίας «………..», ήδη από την 26-2-2021 επήλθε η πλήρης και ολοσχερής εξόφληση της απαίτησης από την επίδικη δανειακή σύμβαση (………/2005) και παρέχεται η έγκριση εξάλειψης της σχετικής προσημείωσης υποθήκης. Πράγματι, δυνάμει της με αριθμό 370/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), που καταχωρήθηκε στα Κτηματολογικά Βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων με αριθμό καταχώρισης …….. την 29-6-2021, διατάχθηκε η ανάκληση της πιο πάνω με αριθμό 1543/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) και επήλθε η ολοσχερής εξάλειψη της ένδικης προσημείωσης υποθήκης. Επομένως και με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές προκύπτει ότι η ενάγουσα ως εγγυήτρια, που προέβη σε εξόφληση της ένδικης οφειλής, διατηρεί κατ’ αρχήν δικαίωμα αναγωγής κατά του εναγόμενου πρωτοφειλέτη, το οποίο ασκεί με την κρινόμενη αγωγή της εναντίον του και συνεπώς, ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, για την προρρηθείσα αιτία, το ποσό των 48.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημερομηνίας καταβολής αυτού από την ενάγουσα (19-2-2021), καθότι, όπως αποδείχθηκε, α) η εσωτερική έννομη σχέση που συνδέει την ενάγουσα εγγυήτρια με τον εναγόμενο πρωτοφειλέτη, είναι εκείνη της εντολής (άρθρα 722, 858 ΑΚ), σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη, β) η υποκατάσταση της ενάγουσας στα δικαιώματα της δανείστριας τράπεζας καλύπτει κάθε ποσό που κατέβαλε η εγγυήτρια στην άνω δανείστρια και που έπρεπε να είχε καταβάλει ο πρωτοφειλέτης και γ) μετά τον εξώδικο συμβιβασμό της ενάγουσας με την άνω δανείστρια, η ενάγουσα υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της δανείστριας κατά του εναγόμενου πρωτοφειλέτη μόνο μέχρι το ποσό που κατέβαλε με το συμβιβασμό, δηλαδή των 48.000,00 ευρώ [βλ. Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλο, Αστικός Κώδικας, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος ΙV, υπό άρθρο 858, παρ. 5-7, 10 και 13, σελ. 391-393]. Έτι περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα οι διάδικοι είχαν αναλάβει και άλλες δανειακές υποχρεώσεις. Συγκεκριμένα, δυνάμει της με αριθμό ……. από 6-8-2004 σύμβασης στεγαστικού δανείου, που καταρτίστηκε μεταξύ της τράπεζας με την επωνυμία «……………» και της ενάγουσας ως πρωτοφειλέτριας και στην οποία ο εναγόμενος συμβλήθηκε ως εγγυητής, χορηγήθηκε στην ενάγουσα στεγαστικό δάνειο ύψους 90.000 ευρώ, για την απόκτηση του ένδικου διαμερίσματος στη …….. Αττικής. Για δε την εμπράγματη εξασφάλιση της απορρέουσας από τη σύμβαση στεγαστικού δανείου απαίτησης της τράπεζας και δυνάμει της με αριθμό 6020/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), ενεγράφη συναινετική προσημείωση υποθήκης πρώτης τάξης ποσού 117.000,00 ευρώ, στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας στον τόμο … και αριθμό … και σε βάρος των προπεριγραφόμενων ακινήτων ιδιοκτησίας της ενάγουσας. Ακολούθως, δυνάμει της με αριθμό …… από 14-7-2006 σύμβασης στεγαστικού δανείου, που καταρτίστηκε μεταξύ της τράπεζας με την επωνυμία «…………» και της ενάγουσας ως πρωτοφειλέτριας και στην οποία ο εναγόμενος συμβλήθηκε ως εγγυητής, χορηγήθηκε στην ενάγουσα δεύτερο στεγαστικό – επισκευαστικό δάνειο ύψους 55.000 ευρώ. Το δάνειο αυτό, αν και φαινομενικά χορηγήθηκε για τη βελτίωση της ως άνω κατοικίας, στην πραγματικότητα λήφθηκε προκειμένου να καλυφθούν οικονομικές υποχρεώσεις του εναγόμενου προς τρίτους, οι οποίες είχαν ανακύψει στο πλαίσιο άσκησης της επιχείρησής του και με την ειδικότερη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων για την αποπληρωμή του από τον εναγόμενο, προς όφελος του οποίου άλλωστε αναλώθηκε. Ενισχυτικό αυτής της κρίσης του Δικαστηρίου είναι, πέραν της σχετικής ένορκης βεβαίωσης του αδελφού της ενάγουσας ……. (ΔΣΑ_……….._2022), που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα, το γεγονός ότι το δεύτερο στεγαστικό δάνειο χορηγήθηκε σε σύντομη χρονική απόσταση και συγκεκριμένα σχεδόν δύο (2) ετών από το πρώτο και ενώ δεν υπήρχε προφανώς ανάγκη ούτε αποπεράτωσης ούτε βελτίωσης του ακινήτου, καθότι, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, το διαμέρισμα ήταν, κατά το χρόνο αγοράς του, νεόδμητο, αλλά και σε κάθε περίπτωση, δεν προέκυψε η διενέργεια τέτοιων επισκευαστικών εργασιών στην εν λόγω κατοικία. Για δε την εμπράγματη εξασφάλιση της απορρέουσας από τη δεύτερη σύμβαση στεγαστικού δανείου απαίτησης της τράπεζας και δυνάμει της με αριθμό 7642/2006 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), ενεγράφη συναινετική προσημείωση υποθήκης τρίτης τάξης ποσού 71.500,00 ευρώ, η οποία καταχωρήθηκε στα Κτηματολογικά Βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων με αριθμό καταχώρισης ….. την 25-7-2006 και σε βάρος των προπεριγραφόμενων ακινήτων ιδιοκτησίας της ενάγουσας. Επίσης, δυνάμει της με αριθμό ………….. από 26-10-2005 σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που καταρτίστηκε μεταξύ της «…………..» και του εναγόμενου ως πιστούχου και στην οποία συμβλήθηκε η ενάγουσα ως εγγυήτρια (χωρίς εμπράγματη εξασφάλιση), παρασχέθηκε στον εναγόμενο πίστωση μέχρι του ποσού των 24.000,00 ευρώ, πιστωτικό όριο που αργότερα (31-3-2016) αυξήθηκε σε 35.000 ευρώ, με την έγγραφη συναίνεση της ενάγουσας ως εγγυήτριας. Σημειωτέον ότι η ενάγουσα κατάφερε να ελευθερωθεί από την πιο πάνω εγγυητική ευθύνη της με την εφάπαξ καταβολή ποσού 2.000 ευρώ την 28-9-2021, προς την εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «………………», με την ιδιότητα της τελευταίας ως διαχειρίστριας της ανωτέρω απαίτησης. Εξάλλου, από το χρόνο κτήσης (2004) της πιο πάνω κατοικίας της ενάγουσας, οι διάδικοι συμβίωναν εντός αυτής με την προοπτική τέλεσης γάμου και κατέβαλαν μαζί τις δόσεις του στεγαστικού δανείου και ο εναγόμενος, όπως άλλωστε είχαν συμφωνήσει, κατέβαλε εξ ολοκλήρου τις δόσεις του επισκευαστικού δανείου, με χρήματα που είτε αποκόμιζαν από την επαγγελματική τους απασχόληση είτε προέρχονταν από τις αποταμιεύσεις τους, καθόσον ο εναγόμενος διατηρούσε την προρρηθείσα ατομική επιχείρησή του και η ενάγουσα εργαζόταν ως ιδιωτικός υπάλληλος κυρίως σε ιατρικά και διαγνωστικά κέντρα (βλ. το βιογραφικό της σημείωμα και τις βεβαιώσεις εργοδοτών, που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως). Επιπρόσθετα, η ενάγουσα εισέπραξε την 16-12-2003 το ποσό των 9.116,60 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης από την εταιρία «………..» και κατά το έτος 2008 έλαβε ως αντάλλαγμα από τη δια συμβολαιογραφικού εγγράφου πώληση ποσοστού εξ αδιαιρέτου επί της οικογενειακής ακίνητης περιουσίας της κείμενης στον ……… Αττικής το ποσό των 29.721,38 ευρώ. Κατά δε το έτος 2004 (έτος σύναψης του πρώτου στεγαστικού δανείου) η ενάγουσα εισέπραξε ως επίδομα ανεργίας το συνολικό ποσό των 3.651,55 ευρώ (304,29 ευρώ μηνιαίως) και κατά το έτος 2010 – 2011 εισέπραξε για την ίδια αιτία (επίδομα ανεργίας) το ποσό των 454,00 ευρώ περίπου μηνιαίως. Ακόμα, η προσωπική σχέση των διαδίκων δεν είχε ομαλή εξέλιξη και από το έτος 2015 αναπτύχθηκαν έριδες μεταξύ τους και τελικά επήλθε οριστικός χωρισμός. Άλλωστε, προέκυψε ότι από την 1-7-2016 η ενάγουσα αποχώρησε από την κείμενη στη …. κατοικία ιδιοκτησίας της και μίσθωσε άλλη κατοικία στην περιοχή του ……….. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ανέλαβε την εκμετάλλευση σχολικού κυλικείου, μετά τη με αριθμό 30/2014 απόφαση περί κατακύρωσης διαγωνισμού, υπογράφοντας με την Ενιαία Σχολική Επιτροπή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης …… την από 15-10-2014 σχετική σύμβαση, διάρκειας έξι (6) ετών, με αναγραφόμενη σε αυτήν έναρξη λειτουργίας την 5-10-2014, όρος όμως, που μεταγενέστερα τροποποιήθηκε σε 1-3-2016, δυνάμει της από 18-2-2016 τροποποιητικής σύμβασης ανάθεσης εκμετάλλευσης κυλικείου, διότι προέκυψε επιτακτική ανάγκη επισκευών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το προγενέστερο χρονικό διάστημα, από το μήνα Νοέμβριο 2010 έως το μήνα Φεβρουάριο 2016, η ενάγουσα ήταν άνεργη, ενώ από το μήνα Μάρτιο 2016 η ίδια ξεκίνησε να λειτουργεί το ως άνω σχολικό κυλικείο. Κατά δε το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ενάγουσα είχε περιορισμένα εισοδήματα (2010-2016), κυρίως λόγω της ανεργίας της, ανάλωσε το κεφάλαιο των 38.837,98 ευρώ, που είχε αποταμιεύσει ιδίως από την προαναφερόμενη αποζημίωση απόλυσης και την ως άνω πώληση οικογενειακού ακινήτου της, τόσο για τη συμμετοχή της από κοινού με τον εναγόμενο για την κάλυψη των μηνιαίων δόσεων του πρώτου στεγαστικού δανείου της (ενώ οι δόσεις του δεύτερου στεγαστικού – επισκευαστικού δανείου της καλύπτονταν από τον εναγόμενο), όσο και για τη συμμετοχή της στην αντιμετώπιση των λοιπών αναγκών της κοινής διαβίωσής τους. Εξάλλου, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2010 – 2016, λόγω της οικονομικής δυσχέρειας, στην οποία περιήλθαν αμφότεροι οι διάδικοι εξαιτίας της μείωσης των εισοδημάτων τους, αφενός λόγω της ανεργίας της ενάγουσας και αφετέρου λόγω της συρρίκνωσης των κερδών της εμπορικής επιχείρησης του εναγόμενου ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης, που επικρατούσε στη χώρα, οι καταβληθείσες δόσεις έναντι των στεγαστικών δανείων ήταν μειωμένες σε σχέση με τις χρονικά προγενέστερες, ιδίως αναφορικά με το επισκευαστικό δάνειο. Σε κάθε περίπτωση, μεσολάβησε και διάστημα κατά το οποίο τα δύο αυτά δάνεια έμειναν απλήρωτα από τους διαδίκους. Ενδεικτικά, στο λογαριασμό εξυπηρέτησης του πρώτου στεγαστικού δανείου κατατέθηκε το ποσό των 410 ευρώ την 9-10-2014 και η επόμενη δόση ποσού 410 ευρώ καταβλήθηκε την 20-8-2015, δηλαδή ήταν απλήρωτο το δάνειο αυτό για 9 μήνες και στο λογαριασμό εξυπηρέτησης του επισκευαστικού δανείου κατατέθηκε το ποσό των 175 ευρώ δύο (2) φορές την 11-8-2014 και η επόμενη δόση ποσού 101 ευρώ καταβλήθηκε την 3-10-2016, δηλαδή ήταν απλήρωτο το δάνειο αυτό για 25 μήνες (βλ. τα αντίγραφα της κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών). Στη συνέχεια και μετά τη λήξη της προσωπικής σχέσης τους, οι διάδικοι προέβησαν σε ρύθμιση των οφειλών τους από τις ως άνω συμβάσεις στεγαστικών δανείων με τις από 11-8-2016 πρόσθετες πράξεις ρύθμισης οφειλών, που καταρτίστηκαν με τη δανείστρια τράπεζα «……..» και με τις οποίες οι τελευταίοι αναγνώρισαν ότι η οφειλή τους από τη με αριθμό …. δανειακή σύμβαση ανερχόταν στο ποσό των 69.558,63 ευρώ και από τη με αριθμό ….. δανειακή σύμβαση ανερχόταν στο ποσό των 28.931,48 ευρώ. Αποτέλεσμα των ρυθμίσεων αυτών ήταν η σημαντική μείωση του ύψους της μηνιαίας δόσης κάθε σύμβασης, η οποία διαμορφώθηκε στο ποσό των 100,00 ευρώ για την καθεμία, από το αρχικό ποσό των 700-900 ευρώ για αμφότερες. Ακολούθως και μετά την πώληση των ακινήτων ιδιοκτησίας της ενάγουσας, η τελευταία προέβη σε ολική εξόφληση, όχι μόνο της απαίτησης από το επίδικο επαγγελματικό δάνειο του εναγόμενου με την «…..», στο οποίο η ίδια είχε συμβληθεί ως εγγυήτρια, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, αλλά και των απαιτήσεων από τα δύο στεγαστικά δάνεια της, την 10-3-2021 και την 17-3-2021, αντίστοιχα, όπως προκύπτει από τις από 21-4-2021 και από 19-3-2021 βεβαιώσεις της «…………» και της εταιρίας «……………», αντίστοιχα, με τις οποίες παρασχέθηκε στην ενάγουσα η έγκριση της εξάλειψης των ανάλογων προσημειώσεων υποθήκης. Πράγματι, δυνάμει των με αριθμό 560/2021 και 371/2021 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), που καταχωρήθηκαν στα Κτηματολογικά Βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων με αριθμό καταχώρισης ………. και 6.530 την 29-6-2021, αντίστοιχα, διατάχθηκε η ανάκληση των πιο πάνω με αριθμό 6020/2004 και 7642/2006 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) και επήλθε η ολοσχερής εξάλειψη των ανάλογων προσημειώσεων υποθήκης, αντίστοιχα. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ο εναγόμενος, στα πλαίσια αιτιολογημένης άρνησης της ένδικης αγωγής, ότι δεν υφίσταται δικαίωμα αναγωγής στο πρόσωπο της ενάγουσας. Και τούτο διότι η ενάγουσα δεν ήταν ποτέ οικονομικά ανεξάρτητη, την οποία εκείνος στήριζε και συνέδραμε διαρκώς, ο ίδιος επί δεκαεπτά (17) συναπτά έτη ήταν ο μοναδικός χρηματοδότης της επένδυσης, που αφορούσε στην κτήση του ένδικου ακινήτου στη ….., κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας η κυριότητα του ακινήτου περιήλθε αποκλειστικά στο όνομα της ενάγουσας για λόγους σχετιζόμενους με την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, ο ίδιος κατέβαλε το επιπρόσθετο ποσό των 30.000 ευρώ στον πωλητή του ακινήτου, χωρίς να αναγράφεται στο συμβόλαιο αγοράς, για την αποπληρωμή του οποίου εξοφλούσε μηνιαίως συναλλαγματικές, επιπλέον κατέβαλε το ποσό των 20.000 ευρώ για την αγορά της οικοσκευής, για την εν γένει αγορά και τη συντήρηση του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου, αλλά και την πληρωμή των επίδικων στεγαστικών δανείων της αντιδίκου του προς την τράπεζα είχε καταβάλει, για λογαριασμό της, τουλάχιστον το ποσό των 130.000 ευρώ, καθότι η ενάγουσα ως μακροχρόνια άνεργη δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει τις δόσεις, ο ίδιος, ακόμα και μετά την αποχώρηση της ενάγουσας από την κοινή οικία τους και τη ρύθμιση των οφειλών τους με την τράπεζα κατά το έτος 2016, εξακολούθησε να πληρώνει τις δόσεις των στεγαστικών δανείων της ενάγουσας, χωρίς καμία δική της συμμετοχή, κατά το μήνα Μάρτιο 2020 του ζήτησε να σταματήσει να πληρώνει τα δάνειά της, διότι συμφώνησαν από κοινού να πωληθεί το επίδικο διαμέρισμα, ώστε με το τίμημα πώλησης, που θα αποκόμιζαν, να προβούν σε εξόφληση όλων των δανειακών υποχρεώσεών τους, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης από το επίδικο επαγγελματικό δάνειο του εναγόμενου, με την ταυτόχρονη παρακράτηση από την ενάγουσα του υπερβάλλοντος (εκτός συμβολαίου) τιμήματος και παραίτηση της ενάγουσας από το αναγωγικό δικαίωμά της να αναζητήσει από τον εναγόμενο το ποσό εξόφλησης του επιχειρηματικού του δανείου, καθότι η ενάγουσα αναγνώριζε με τον τρόπο αυτό τη δική του επί μακρόν οικονομική επιβάρυνση για λογαριασμό της, ήτοι πρακτικά σε συμψηφισμό με τα χρηματικά ποσά που ο εναγόμενος είχε καταβάλει σε εκπλήρωση δικών της οικονομικών υποχρεώσεων επί σειρά ετών και ιδίως των δικών της στεγαστικών δανείων. Ωστόσο, η επικαλούμενη, κατά τη δέουσα εκτίμηση, παραίτηση από το δικαίωμα αναγωγής της ενάγουσας ουδόλως αποδείχθηκε από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ενόψει του ότι η εν γένει συμπεριφορά της ενάγουσας ιδίως μετά την επικαλούμενη από τον εναγόμενο φερόμενη συμφωνία τους (2020-2021), ουδόλως καταδεικνύει τέτοια βούληση, όπως αβασίμως ο εναγόμενος διατείνεται. Στην εν λόγω κρίση του άγεται το Δικαστήριο τούτο με βάση τα παρακάτω αποδειχθέντα περιστατικά. Συγκεκριμένα, προέκυψε ότι η ενάγουσα σε σύντομο χρόνο μετά την ελευθέρωσή της από το ένδικο επαγγελματικό δάνειο και μετά τη φερόμενη παραίτησή της από το δικαίωμα αναγωγής, επιδίωξε την καταβολή του ποσού των 48.000,00 ευρώ από τον εναγόμενο, στον οποίο κοινοποίησε την 14-7-2021 την από 2-7-2021 σχετική εξώδικη πρόσκληση και δήλωσή της, με την οποία τάχθηκε στον εναγόμενο προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη λήψη αυτής προς καταβολή του αιτούμενου ποσού. Επίσης, η ίδια (ενάγουσα) αρνείται ρητά και κατηγορηματικά τέτοια παραίτηση ως δήθεν εκ μέρους της αναγνώριση της έντονα αποκρουόμενης οικονομικής προσφοράς του εναγόμενου, πέραν του ότι η ίδια η άσκηση της ένδικης αγωγής είναι ενδεικτική της έλλειψης παραίτησης. Ενισχυτικό της παραπάνω κρίσης του Δικαστηρίου περί μη παραίτησης από το αναγωγικό δικαίωμα, είναι και το γεγονός ότι η ενάγουσα, εκτιμώντας τους πιο πάνω περί του αντιθέτου ισχυρισμούς, τους οποίους ο αντίδικός της συμπεριέλαβε στην από 28-3-2022 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2022 αίτησή του για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων (επίδειξη εγγράφων) κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..» ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως ψευδείς και συκοφαντικούς σε βάρος της προσωπικότητάς της, έχει καταθέσει την από 13-4-2022 μηνυτήρια αναφορά της εναντίον του εναγόμενου ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών. Επιπρόσθετα, η ύπαρξη τέτοιας παραίτησης από την ενάγουσα με βάση τη μεταξύ τους επικαλούμενη συμφωνία κατά το έτος 2020-2021 δεν συνάδει και με την εν γένει έντονη ρήξη των σχέσεων των διαδίκων, που επήλθε μετά το τέλος του προσωπικού δεσμού τους, η οποία αποδεικνύεται, πέραν από τις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις αμφοτέρων των διαδίκων, και από το γεγονός ότι α) στον αυτό χρόνο της φερόμενης παραίτησης της ενάγουσας, δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν στην επιλογή του μεσιτικού γραφείου, που θα αναλάμβανε την πώληση του ένδικου ακινήτου, το οποίο τελικά ήταν αποκλειστικής επιλογής της ενάγουσας, μολονότι αρχικά (Ιανουάριος 2020) είχε ασχοληθεί με αυτό μεσίτης από την περιοχή της Γλυφάδας προερχόμενος από τον κύκλο γνωριμιών του εναγόμενου (βλ. σχετική ηλεκτρονική αλληλογραφία) και β) η ενάγουσα έχει ξεκινήσει δικαστικό αγώνα κατά του εναγόμενου, καθότι, εκτός από την προλεχθείσα μήνυσή της και την ένδικη αγωγή της, έχει ασκήσει και άλλες αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα έχει ασκήσει και i) την από 13-11-2023 με αριθμό κατάθεσης ……/2023 αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νίκαιας για καταβολή μισθώματος άλλως αποζημίωσης χρήσης για το επίδικο διαμέρισμα για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως την 17-9-2020, δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η 2-4-2024, παραιτούμενη από την προηγούμενη από 1-4-2022 αγωγή της, και ii) προφορική πρόσθετη παρέμβαση εναντίον του και υπέρ της «……………» στην πιο πάνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία δικάστηκε κατ’ αντιμωλίαν των εκεί διαδίκων την 8-4-2022 και επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3073/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων). Ωσαύτως, ουδόλως αποδείχθηκε απόλυτη οικονομική αδυναμία της ενάγουσας και μάλιστα τέτοια που να χρειάζεται τη διαρκή στήριξη του εναγόμενου, αφού υπό τέτοιες συνθήκες δεν θα είχε δανειοδοτηθεί από την τράπεζα δύο (2) φορές, προς λήψη στεγαστικού και επισκευαστικού δανείου, κατά τα έτη 2004 και 2006 αντίστοιχα, δοθέντος του ότι προφανώς ελέγχθηκε η πιστοληπτική ικανότητα αυτής και αξιολογήθηκε από την τράπεζα ως επαρκής. Τέλος, κατά τη διάρκεια της συμβίωσης των διαδίκων, όπως προαναφέρθηκε, η ενάγουσα συνέβαλε στην καταβολή των δόσεων του πρώτου στεγαστικού δανείου της είτε με τα εισοδήματά της ως εργαζόμενη είτε με την ανάλωση των αποταμιεύσεών της κατά την περίοδο της ανεργίας της και ως εκ τούτου, ουδόλως αποδείχθηκε ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του ο επικαλούμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός του ότι εκείνος είχε επιβαρυνθεί εξ ολοκλήρου με την αποπληρωμή των στεγαστικών δανείων της ενάγουσας, χωρίς καμία δική της συμμετοχή, αναφορικά με το πρώτο στεγαστικό δάνειο, ενώ επιπλέον, όπως αποδείχθηκε κατά τα προεκτεθέντα, κατά τη συμφωνία τους το δεύτερο στεγαστικό – επισκευαστικό δάνειο λήφθηκε προς εξυπηρέτηση αποκλειστικά και μόνο οικονομικών αναγκών του εναγόμενου, ο οποίος ανέλαβε να το αποπληρώνει ατομικά. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους πρώτο και δεύτερο συναφείς λόγους έφεσης, με τους οποίους ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επαναφέροντας [μετά τη σιωπηρή απόρριψή του πρωτοδίκως] τον προρρηθέντα ισχυρισμό του αναφορικά με την επικαλούμενη ανυπαρξία δικαιώματος αναγωγής στο πρόσωπο της ενάγουσας, τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν, όπως και οι πιο πάνω σχετικοί λόγοι έφεσης στο σύνολό τους.

V. Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ, το διαπλαστικό δικαίωμα της προτάσεως συμψηφισμού δημιουργείται από τότε που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Από το χρονικό αυτό σημείο, παρέχεται κατά νόμο η δυνατότητα αφενός στο δικαιούχο της (αντ)απαιτήσεως να αποσβέσει μονομερώς την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, αφετέρου στους δανειστές και οφειλέτες να προβούν σε συμβατικό συμψηφισμό. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων αναδρομικά, δηλαδή από τότε που συνυπήρξαν. Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 262 §1 και 221 §2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού πρέπει να γίνεται αναφορά, με τρόπο σαφή και ορισμένο, των περιστατικών που θεμελιώνουν κατά νόμο την προβλεπόμενη σε συμψηφισμό ληξιπρόθεσμη και ομοειδή ανταπαίτηση του οφειλέτη κατά του δανειστή, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα αναπλήρωσης, και κατ’ ακολουθία θεραπείας της, για το λόγο αυτόν, αοριστίας της ένστασης, με αναφορά σε άλλα έγγραφα, όπου αναφέρονται τα περιστατικά αυτά, με ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή των όσων ισχύουν για το ορισμένο της αγωγής. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού, πρέπει να διαλαμβάνεται σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, δηλαδή ιστορική περιγραφή, χρόνος γένεσης και το ποσό της αμοιβαίας απαίτησης, που προτείνεται σε συμψηφισμό (ΑΠ 697/2022, ΑΠ 575/2022, ΑΠ 695/2020, ΑΠ 1057/2019 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός εάν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στους αριθμούς 1 έως και 6 αυτού. Έτσι, ο εναγόμενος, ως εκκαλών, μπορεί να προτείνει με την έφεσή του οποιαδήποτε ένσταση καταλυτική ή διακωλυτική του δικαιώματος, που κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, εφόσον η πρότασή της ενώπιον του εφετείου εμπίπτει σε κάποια από τις εξαιρέσεις του ανωτέρω άρθρου, ακόμη και ισχυρισμούς που προτάθηκαν απαραδέκτως στο πρωτόδικο δικαστήριο ή απορρίφθηκαν ως αόριστοι (ΑΠ 1682/2022). Μεταξύ των αναφερόμενων στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ εξαιρέσεων από την απαγόρευση προβολής νέων ισχυρισμών στο δεύτερο βαθμό, στην περίπτωση 6 του άρθρου αυτού, περιλαμβάνονται και οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Η έγγραφη απόδειξη αυτή πρέπει να προκύπτει παραχρήμα και άμεσα, δηλαδή όλα τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το νέο ισχυρισμό, πρέπει να αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια. Επίσης, στην περίπτωση 3 του ανωτέρω άρθρου 527 ΚΠολΔ, στην κατ’ εξαίρεση προβολή ισχυρισμού για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη από τον εκκαλούντα – εναγόμενο περιλαμβάνονται και οι ισχυρισμοί που μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης (ΑΠ 1393/2019, ΑΠ 1281/2014). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 442 ΑΚ, συνδυαζόμενη με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 527 αριθ. 3 και 6 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η ένσταση συμψηφισμού, αν η ανταπαίτηση αποδεικνύεται αμέσως, μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης, ακόμα και στο Εφετείο. Η κατ’ εξαίρεση προβολή της ένστασης αυτής για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη από τον εκκαλούντα – εναγόμενο γίνεται μόνο με τη μορφή κύριου ή πρόσθετου λόγου έφεσης και όχι με τις έγγραφες προτάσεις του (ΑΠ 1780/2023, ΑΠ 1199/2023, ΑΠ 460/2020, ΑΠ 1481/2018 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εκκαλών επικουρικά ισχυρίζεται ότι διατηρεί ανταπαίτηση κατά της αντιδίκου του για διάφορα ποσά, τα οποία κατέβαλε για λογαριασμό της ή ως δάνειο στα επικαλούμενα χρονικά σημεία και συγκεκριμένα για ποσό 1) 10.000 ευρώ, που, κατά τους ισχυρισμούς του, κατέβαλε σε μετρητά στον εργολάβο κατά την αγορά του επίδικου διαμερίσματος στη Νίκαια, 2) 20.000 ευρώ, με την αποδοχή συναλλαγματικών ποσού 1.000 ευρώ έκαστη, για την εξόφληση του μη αναγραφέντος στο συμβόλαιο τιμήματος αγοράς του διαμερίσματος, τις οποίες ήδη έχει αποπληρώσει μετά τη σύναψη του συμβολαίου κτήσης, 3) 15.000 ευρώ, που κατέβαλε για την αγορά οικιακού εξοπλισμού, 4) 3.000 ευρώ, που κατέβαλε για την αγορά του επαγγελματικού εξοπλισμού του κυλικείου στις αρχές του έτους 2016, 5) 1.500 ευρώ, που κατέβαλε για τα έξοδα μετακόμισης στη νέα οικία της ενάγουσας τον Ιούλιο 2017, 6) 2.500 ευρώ και 2.300 ευρώ, που κατέβαλε για εργασίες επισκευής του ακινήτου τον Ιούλιο 2018 και τον Ιούλιο 2020 αντίστοιχα και 7) 73.812,77 ευρώ, που κατέβαλε για την αποπληρωμή των στεγαστικών δανείων της ενάγουσας κατά τα έτη 2004-2020, ήτοι α) 55.898,49 ευρώ για το στεγαστικό δάνειο και β) 19.898,84 ευρώ για το επισκευαστικό δάνειο και συνεπώς, διατηρεί ανταπαίτηση συνολικού ποσού, κατά τους υπολογισμούς του, 125.812,77 ευρώ, το οποίο προσδιόρισε με ακρίβεια μετά τη χορήγηση στον εναγόμενο από την «……………….» των αντιγράφων από τις κινήσεις λογαριασμών προς εξυπηρέτηση των δανείων της ενάγουσας και το οποίο (ποσό) προτείνει σε συμψηφισμό με την ένδικη απαίτηση της ενάγουσας. Ακόμα, ο ίδιος επικαλείται ότι η ένδικη ανταπαίτησή του κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή μετά την επίδοση στην ενάγουσα την 2-8-2021 της από 29-7-2021 εξώδικης διαμαρτυρίας, πρόσκλησης και απάντησής του, με την οποία της δήλωσε μηδενική οφειλή του. Πλην όμως, ο ισχυρισμός περί συμψηφισμού είναι αόριστος ως προς όλα τα παραπάνω σκέλη του, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη, και ως εκ τούτου απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν γίνεται σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, δηλαδή περιγραφή και μνεία του χρόνου γένεσης της σύμβασης ή της εν γένει έννομης σχέσης, από την οποία απορρέει η ανταπαίτηση του εναγόμενου, που προτείνεται σε συμψηφισμό, καθότι δεν εξειδικεύονται με σαφήνεια και πληρότητα τα παραγωγικά της ανταπαιτήσεως πραγματικά περιστατικά (εντολή, διοίκηση αλλοτρίων, αδικαιολόγητος πλουτισμός κ.α.), με βάση τα οποία ο εναγόμενος δικαιούται να αξιώσει από την ενάγουσα την καταβολή του ανωτέρω συνολικού χρηματικού ποσού ή και των επιμέρους ποσών, χωρίς να αρκεί για το ορισμένο της κρινόμενης ένστασης η γενικόλογη αναφορά σε δάνειο. Σε κάθε περίπτωση, η προβαλλόμενη ένσταση συμψηφισμού τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη και ως μη αποδεικνυόμενη αμέσως, ήτοι με δικαστική ομολογία της αντιδίκου του ή εγγράφως, εφόσον, ενόψει του ότι με το παραπάνω περιεχόμενο προβάλλεται για πρώτη φορά στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο [μετά την απόρριψή της πρωτοδίκως λόγω αοριστίας], ο εκκαλών, κατά παράβαση της σχετικής δικονομικής του υποχρέωσης, δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει έγγραφα δημόσια ή ιδιωτικά με πλήρη απόδειξη, από τα οποία να αποδεικνύονται τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το νέο ισχυρισμό, κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια, σύμφωνα και με τις σχετικές προπαρατιθέμενες νομικές σκέψεις. Πρέπει επομένως, ο λόγος αυτός της έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται η εν λόγω ένσταση, να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

VI. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο εκκαλών επαναφέρει το πρωτοδίκως υποβληθέν αίτημά του περί επίδειξης εγγράφων και συγκεκριμένα των εκκαθαριστικών (φορολογικών) σημειωμάτων της ενάγουσας για τα έτη 2005–2020. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του ότι το παρόν Δικαστήριο κατέληξε στο σχηματισμό πλήρους και ασφαλούς δικανικής πεποίθησης με βάση τα προσκομισθέντα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους λοιπά αποδεικτικά μέσα, εκ τούτου παρέπεται ότι απορριπτέο ως αλυσιτελές τυγχάνει το αίτημα αυτό, όπως απορριπτέος είναι και ο σχετικός λόγος έφεσης στο σύνολό του. Κατά συνέπεια και με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 48.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημερομηνίας καταβολής αυτού από την ενάγουσα (19-2-2021) και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

VΙΙ. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του (2427/2023) έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 48.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 19-2-2021 και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, ορθά κατ’ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά κατ’ αποτέλεσμα εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και δεν έσφαλε, έστω και με ανύπαρκτες ή και εν μέρει ελλιπείς αιτιολογίες, οι οποίες παραδεκτά συμπληρώνονται και αντικαθίστανται με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Κατ’ ακολουθίαν, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα με τους πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν, κατά τα προεκτεθέντα, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματός της, να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του τελευταίου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ πρέπει και να διαταχθεί η εισαγωγή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………./4-8-2023 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στο Δημόσιο Ταμείο, διότι η ένδικη έφεσή του απορρίφθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 2427/2023  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των  εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 4η Δεκεμβρίου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ