Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 590/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     590 /2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από το Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……….. κατόχου ιταλικού ΑΦΜ … ……., άνευ ελληνικού φορολογικού μητρώου ως αλλοδαπής κατοίκου εξωτερικού ατομικά ενεργούσης και ως νομίμου εκπροσώπου της ανήλικης θυγατέρας της. ……………. κατόχου ιταλικού Α.Φ.Μ. ………., αμφότερων κατοίκων ……. Ιταλίας (……….), η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου, Γρηγόριου Μισκεδάκη, με AM. ΔΣ. Σύρου ……… (με δήλωση κατ ‘άρθρο 242  παρ.2 ΚΠολΔ).

ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο  Βασίλειο Παπαχαράλαμπο.

Η ενάγουσα και ήδη καλούσα – εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15.7.2021 με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2021 αγωγή της κατά του εναγόμενου και ήδη εφεσίβλητου – καθ’ υ η κλήση και του μη διαδίκου στη παρούσα δίκη έτερου εναγομένου …………. κατοίκου ………. Ιταλίας. Η αγωγή, η οποία θεωρήθηκε ως μηδέποτε ασκηθείσα ως προς τον προαναφερθέντα έτερο δεύτερο εναγόμενο, δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, και επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1616/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή  ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού η εκκαλούσα – ενάγουσα με την από 30.1.2023 (υπ΄αριθ. κατάθ……../2023 πρωτ. Πειρ./………/2023 Εφετ. Πειρ.) έφεση, η οποία προσδιορίστηκε αρχικά να εκδικαστεί κατά τη δικάσιμο της 11.1.2024 οπότε και ματαιώθηκε. Ήδη η εκκαλούσα – ενάγουσα με την από 12.1.2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/12.1.2024 κλήση του επανέφερε προς συζήτηση την έφεσή της.  Για την συζήτηση της έφεσης ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο με αριθμό 22 και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων οι οποίοι παραστάθηκαν,  όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, ενώπιον αυτού του παρόντος Δικαστηρίου,  αναφέρθηκαν στους ισχυρισμούς που ανέπτυξαν με τις προτάσεις που ο μεν πρώτος από αυτούς προκατέθεσε, ο δε έτερος από αυτούς κατέθεσε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα επαναφέρεται δυνάμει της από 12.1.2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2024 κλήσης της εκκαλούσας ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η από 30.1.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2023) έφεση της εκκαλούσας κατά της υπ΄ αριθ. 2860/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την από 15.7.2021 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2021 αγωγή της κατά του εναγόμενου και ήδη εφεσίβλητου – καθ’ ου η κλήση, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, την οποία απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Η υπό κρίση έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 30.1.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………./2023), ήτοι πριν την πάροδο της νόμιμης καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, η οποία δημοσιεύτηκε την 15.9.2022 και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ. α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα με την αγωγή της ισχυρίσθηκε ότι ήταν σύντροφος του ………… με τον οποίο διατηρούσε μακροχρόνια σχέση και είχαν αποκτήσει ένα ανήλικο τέκνο, την …………… η οποία γεννήθηκε στην ……… της Ιταλίας στις 4.7.2017. Ότι ο σύντροφος της ήταν πλοηγός σκαφών αναψυχής (skipper), από δε το 2013 μέχρι τον θάνατο του, στις 29.7.2017και κατά τους θερινούς μήνες και δη από τον Μάιο έως τα τέλη Σεπτεμβρίου εργαζόταν για τον πρώτο εναγόμενο με ιστιοφόρα σκάφη στο Αιγαίο. Ότι ο θανών στις 14.7.2017 μετά την πρόσληψή του από τον πρώτο εναγόμενο ήλθε στην Αθήνα με έξοδα του πρώτου, για να εργασθεί ως ναυτικός στο σκάφος αναψυχής “E””, που ήταν νηολογημένο στη Ρώμη της Ιταλίας, με αριθμό νηολογίου …………, ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγομένου, ως προς τον οποίο η ενάγουσα παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής, το οποίο εκμεταλλευόταν οικονομικά ο πρώτος εναγόμενος.  Ότι κατά τα συμφωνηθέντα ο θανών σύντροφος της θα μετέβαινε στην Πάρο για τη ναυτολόγηση του ως πλήρωμα για την πραγματοποίηση ταξιδιών αναψυχής με αφετηρία και άφιξη το νησί της Πάρου, έναντι μηνιαίας αμοιβής, ανερχόμενης στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400,006) Ότι στις 29.7.2017 επήλθε ο θάνατος του συντρόφου της λόγω καρδιακού επεισοδίου και πνευματικού οιδήματος. Ότι, ειδικότερα, στις 02.00 π.μ„ όταν το σκάφος βρισκόταν “αρόδο” πλησίον στην περιοχή Λιβάδια της Πάρου, ο σύντροφος της ξύπνησε τον κυβερνήτη του σκάφους, …………., διότι ένιωθε δυνατούς πόνους στο στέρνο και έντονο πόνο στα άκρα. Ότι μαζί με τον κυβερνήτη επιβιβάστηκαν στο φουσκωτό (tender) στις 03.00 π.μ. και ξεκίνησαν για το λιμάνι, ώστε να μεταβούν στο κέντρο υγείας του νησιού. Ότι λίγο πριν φθάσουν στο λιμάνι, ο σύντροφος της έχασε τις αισθήσεις του κι έπεσε μέσα στη θάλασσα, ο δε κυβερνήτης τον έσυρε στο φουσκωτό μέχρι τη μέση και με τη βοήθεια δύο αγνώστων στοιχείων Ιταλών, που είδαν το συμβάν, τον ανέσυραν στο φουσκωτό. Ότι, ακολούθως, έφθασε ασθενοφόρο και με τη βοήθεια τους τον μετέφεραν λιπόθυμο στην ξηρά στις 03.17 π.μ. και στη συνέχεια τον μετέφεραν στο Κέντρο Υγείας, όπου οι ιατροί διαπίστωσαν τον θάνατο του. Ότι σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιά ο θάνατος επήλθε συνεπεία “έντονης ισχαιμίας του μυοκαρδίου – εντόνου οιδήματος πνευμόνων”. Ότι από τα ανωτέρω προκύπτει ότι υπήρξε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, άνω της μίας (1) ώρας, ανάμεσα στο σημείο, που ο σύντροφος της ενημέρωσε τον κυβερνήτη του σκάφους, μέχρι ο τελευταίος να ενημερώσει το ΕΚΑΒ και να μεταφερθεί ο ασθενής στο κέντρο υγείας. Ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στην ιατρική βεβαίωση του Κέντρου Υγείας Πάρου αναφέρεται ότι “ο στοματοφάρυγγας και η τραχεία ήταν πλήρεις υγρού το οποίο και αναρροφήθηκε” Ότι συνάγεται πως εξαιτίας του μεγάλου χρονικού διαστήματος, που μεσολάβησε από την εκδήλωση του επεισοδίου μέχρι τη μεταφορά του στο λιμάνι, η κατάσταση της υγείας του παθόντος επιδεινώθηκε, γεγονός που οδήγησε αφενός στην πτώση του στη θάλασσα και στην αναρρόφηση ύδατος και αφετέρου στην απώλεια κρίσιμου χρόνου για την αντιμετώπιση του επεισοδίου. Ότι από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι αν ο θανών είχε μεταφερθεί άμεσα στο κέντρο υγείας, θα είχε αποφευχθεί η κατάληξή του, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι δεν θα είχε λάβει χώρα ούτε η πτώση του στη θάλασσα και η αναρρόφηση θαλασσινού ύδατος. Ότι ο θανών δεν αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα υγείας. Ότι οι συνθήκες εργασίας ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικές, διότι ο θανών εργαζόταν αδιαλείπτως με μικρά διαλείμματα και δεν διέθετε δίκη του κλίνη αλλά αναπαυόταν στον καναπέ του σκάφους. Ότι ο πρώτος εναγόμενος, ως εφοπλιστής, ευθύνεται για τις πράξεις του πληρώματος και του πλοιάρχου και στη συγκεκριμένη περίπτωση ευθύνεται για τη βαριά αμέλεια, που επέδειξε ο κυβερνήτης του σκάφους. Ότι ο θάνατος του συντρόφου της με τον οποίο συγκατοικούσαν στην ίδια οικογενειακή στέγη και συνδέονταν με ισχυρό δεσμό και αμοιβαία αγάπη, προκάλεσε τόσο στην ίδια όσο και στην ανήλικη θυγατέρα της βαθύτατη θλίψη και οδύνη, ώστε δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Ότι η μηνιαία συνεισφορά του θανόντος στις ανάγκες της ανήλικης θυγατέρας του ανερχόταν στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300), μηνιαίως, ώστε ο πρώτος εναγόμενος πρέπει να καταβάλει το ποσό των  14.000 ευρώ για το χρονικό διάστημα από τον θάνατο έως τον χρόνο άσκησης της αγωγής και το ποσό των τριακοσίων 300 ευρώ, μηνιαίως, από την επίδοση της αγωγής και για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών και συνολικά το ποσό των 24.800 ευρώ με την επιφύλαξη αναπροσαρμογής του ποσού της μελλοντικής αποζημίωσης διατροφής μετά το πέρας της διετίας λόγω αύξησης των αναγκών. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και κατόπιν νομότυπης τροπής του ποσού των 24.800 από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, που έλαβε χώρα με το δικόγραφο των προτάσεων και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρο 223 εδ. β’ ΚΠολΔ) του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ζητεί να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής  οδύνης της ιδίας το ποσό των 150.000 ευρώ καθώς και το ποσό των 200.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης της ανήλικης θυγατέρας της, ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει ως αποζημίωση λόγω διατροφής για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας της το ποσό των 24.800 ευρώ, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και, τέλος, να καταδικασθεί ο αντίδικος στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έκρινε ορθώς ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα και συνεπώς διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 4, 16 παρ. 2, 25 και 22 του ΚΠολΔ και 51 παρ. 3α του ν. 2172/1993 σε συνδυασμό με τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 21 παρ. 1 α και 62 του κανονισμού του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου 1215/2012 “για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις” κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ. 3 και 621 του ΚΠολΔ). Έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο με βάση το άρθρο 8 παρ. 2 του κανονισμού 593/2008 του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και του συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) ως το δίκαιο της χώρας παρείχε την εργασία του ο θανών, που καταρτίσθηκε η ένδικη σύβαση ναυτικής εργασίας και εφαρμοστέες τις διατάξεις του Ν. 551/1915 κατά το άρθρο 9 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008, ως κανόνες της χώρας του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά την ένδικη υπόθεση ακολούθως η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, πλην του αιτήματος περί κήρυξης της εκδοθησομένης απόφασης προσωρινώς εκτελεστής λόγω της προηγούμενης τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, εν συνέχεια απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και καταδίκασε την ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη του εναγόμενου την οποία όρισε στο ποσό των 5.700 ευρώ.  Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο κάθε δικόγραφο λόγους, οι οποίοι, στο σύνολό τους εκτιμώμενοι, ανάγονται το μεν σε κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού το δε σε εσφαλμένη ερμηνεία εφαρμογή των περί δικαστικών εξόδων νομικών διατάξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου να γίνει δεκτή στο σύνολο της ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η αγωγή της.

Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ.της 24-7/25.08.1920, διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 38 εδ. α` ΕισΝΑΚ) και ισχύει και επί ναυτικής εργασίας (άρθρα 2 του άνω νόμου και 66 εδ. β` του κυρωθέντος με το ν. 3816/1958 Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του πρώτου ως άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 1987.1605, ΑΠ 804/2008, ΑΠ 792/2008, ΑΠ 73/2007). Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 Ν.551/1915, υπόχρεος προς αποζημίωση για εργατικό ατύχημα του παθόντος και των εξ αυτού δικαιουμένων προσώπων είναι «ο κύριος της επιχείρησης». Στο πλαίσιο του ναυτεργατικού δικαίου, κύριος της ναυτικής επιχείρησης είναι ο πλοιοκτήτης, εκτός δε αυτού και ο εφοπλιστής, καθώς και ο απλός κύριος του πλοίου, που δεν έχει τον εφοπλισμό (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), ο οποίος ευθύνεται μόνο με το πλοίο (άρθρα 84, 105 και 106 του ΚΙΝΑ, ΕφΠειρ 482/2008 ΕΝαυτΔ 2008 401). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 16 ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα, σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με την μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί ν` ασκήσει μόνο την αγωγή από το ν. 551/1915. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικά προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995 ΕλλΔνη 37.38, ΑΠ 274/2000 ΕλλΔνη 39.105, ΑΠ 1858/2011, ΑΠ 11/2012, ΕφΠειρ 281/2011 δημ. νόμος).

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης που νομότυπα εξετάσθηκε ενώπιον του ακροατηρίου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την παρουσία διερμηνέα, ο οποίος νομίμως ορκίσθηκε ότι θα μεταφράσει πιστά όσα κατατίθενται από την ιταλική γλώσσα στην ελληνική και αντιστρόφως και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όλων των εγγράφων ανεξαιρέτως, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν δεν γίνεται μνεία σε καθένα από αυτά χωριστά, προκειμένου να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ.β΄, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα ήταν σύντροφος του ………., με τον οποίο διαβιούσε και είχαν αποκτήσει μαζί ένα τέκνο, την ……., γεννηθείσα στις 4.7.2017 (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. ………/2.5.2022 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου …… Ιταλίας και το από 10.7.2017 πιστοποιητικό του ληξιαρχείου της …. Ιταλίας, τα οποία προσκομίζονται στην ιταλική γλώσσα και σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική). Ο ανωτέρω είχε συνάψει προφορική σύμβαση ναυτικής εργασίας με τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος εκμεταλλευόταν οικονομικά τη θαλαμηγό σημαίας Ιταλίας, με αριθμό νηολογίου Ρώμης Ιταλίας …………. κυριότητας του …………. “E” (βλ. το δελτίο κίνησης πλοίου αναψυχής της λιμενικής αρχής Λέρου), προκειμένου ν’ ασκήσει τα καθήκοντα του ναύτη στο ανωτέρω σκάφος. Ο εναγόμενος – εφεσίβλητος ωστόσο αρνείτο τη σχέση εργασίας που επικαλείται η ενάγουσα για τη θεμελίωση της αγωγής της ισχυριζόμενος ότι ο άνω ………….  ουδεμία εργασιακή υποχρέωση είχε αναλάβει επί του πλοίου όπου εκεί μόνο συνεισέφερε την αφιλοκερδή συνεισφορά του στις εργασίες καθημερινότητας του σκάφους, όπως το μαγείρεμα καθώς οποιοδήποτε ναυτική εργασία εκτελούνταν από τον ίδιο τον εναγόμενο. Ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδείχθηκε ως βάσιμος κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι η συμβατική σχέση εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του ανωτέρω και του πρώτου εναγομένου  προκύπτει από την από 22.7.2017 κατάσταση επιβατών και πληρώματος του επίδικου σκάφους, στην οποία ο …………  ρητά αναφέρεται ως ναύτης. Επιπλέον η κρίση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο ίδιος ο εναγόμενος είχε καταβάλει τα έξοδα μετάβασης αυτού από την Μπαλόνια στην Αθήνα (σχετικό το από 3.7.2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Εξάλλου  και οι καταβολές μέσω τραπεζικού συστήματος που έλαβαν χώρα στις 2.10.2015, 28.10.2016, και 21.12.2016 από τον πρώτο εναγόμενο προς τον τραπεζικό λογαριασμό, που διατηρούσε ο ίδιος από κοινού με την ενάγουσα στην Ιταλία, ποσού 1.300, 1.000 και 2.000 ευρώ με αναγραφόμενη αιτιολογία “κάλυψη εξόδων” αποδεικνύει ότι ο …………….. είχε και στο παρελθόν εργασθεί για τον εναγόμενο. Τέλος ισχυρισμός του εναγόμενου ότι ο άνω ναυτικός δεν εργαζόταν στο σκάφος αλλά τον συνόδευε λόγω της φιλικής τους σχέσης, δεν κρίνεται απορριπτέος και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι κατά το επίδικο ταξίδι ο εναγόμενος δεν είχε επιβιβαστεί στο σκάφος, όπου κυβερνήτης ήταν ο ……….. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι ο …………… επιβιβάστηκε στο σκάφος στις 14.7.2017, προκειμένου να παράσχει την εργασία του σε αυτό, καθώς είχε ναυλωθεί για να εκτελέσει προγραμματισμένη κρουαζιέρα στη Σχοινούσα, στα Κουφονήσια, στην Αμοργό, στο Δεσποτικό στην Αντίπαρο με επιστροφή στην Πάρο.  Στις 29.7.2017, περί ώρα 02.00 π.μ., ενώ το σκάφος βρισκόταν “αρόδο” πλησίον της περιοχής Λιβάδια της Πάρου, ο ανωτέρω ναυτικός ειδοποίησε τον κυβερνήτη του σκάφους, στον οποίο ανέφερε τους δυνατούς πόνους που αισθανόταν στο στέρνο και έντονο άλγος στα άκρα. Την ίδια στιγμή ο εν λόγω κυβερνήτης αναζήτησε μέσω του διαδικτύου να πληροφορηθεί αν υπάρχει νοσοκομειακό κέντρο στο νησί της Πάρου και αμέσως επιβιβάστηκε με τον ναυτικό στο φουσκωτό (tender), που διέθετε το σκάφος, για να προσεγγίσουν τον μόλο. Λίγο πριν φθάσουν, ο τελευταίος απώλεσε τις αισθήσεις του κι έπεσε στη θάλασσα, ο δε κυβερνήτης τον έσυρε στο φουσκωτό σκάφος μέχρι τη μέση και στη συνέχεια με τη βοήθεια έτερων ιταλών, αγνώστων λοιπών στοιχείων, που τύχαινε να βρίσκονται επί τόπου και αντελήφθησαν το συμβάν, τον ανέσυραν στο φουσκωτό. Περί ώρα 03.01 π.μ ειδοποιήθηκε το λιμεναρχείο της Πάρου από στελέχη του αστυνομικού Τμήματος Πάρου ότι αποβιβάστηκε από το πλοίο “E” ο μετέπειτα θανών [βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. …………../2017 απόσπασμα ημερολογίου συμβάντων του Λιμεναρχείου Πάρου], ενώ περί ώρα 03.17 π.μ. ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ παρέλαβε τον ανωτέρω, ο οποίος δεν είχε σφυγμό ούτε αναπνοή, εμφάνιζε δε μυδρίαση άμφω (διεσταλμένες κόρες οφθαλμών). Αμέσως του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες, δηλαδή καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση (βλ. τις από 18.10.2019 ένορκες εξετάσεις των μαρτύρων ………. και ……….. οι οποίες ελήφθησαν στα πλαίσια σχηματισμού της ποινικής δικογραφίας) και ακολούθως, μεταφέρθηκε στο Κέντρο Υγείας Πάρου, όπου διαπιστώθηκε όχι ο προαναφερθείς ήταν κλινικά νεκρός με ασυστολία, μυδρίαση άμφω μη αντιδρώσες κόρες, χωρίς αναπνευστική και καρδιακή λειτουργία. Διενεργήθηκε καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση (ΚΑΡΠΑ) και του χορηγήθηκε αδρεναλίνη χωρίς αποτέλεσμα ανανήψεως. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι ο στοματοφάρυγγας και η τραχεία ήταν πλήρης υγρού, το οποίο είχε αναρροφηθεί (βλ. την από 29.7.2017 ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του Κέντου Υγείας Πάρου) Κατόπιν η σωρός διεκομίσθη στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία, προκειμένου να υποβληθεί σε νεκροψία – νεκροτομή, σύμφωνα με τα πορίσματα της οποίας ο θάνατος επήλθε συνεπεία εντόνου ισχαιμίας μυοκαρδίου – εντόνου οιδήματος πνευμόνων (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. ……/9.5.2018 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκτροτομής της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιά). Επιπλέον σύμφωνα με την υπ’ αριθ. ……/4.9.2017 εργαστηριακή έκθεση τοξικολογικής εξέτασης διαπιστώθηκε ότι το αίμα του πτώματος περιείχε οινόπνευμα σε συγκέντρωση 44 χιλιοστόγραμμα ανά εκατό κυβικά εκατοστά αίματος. Με βάση τα ανωτέρω πλήρως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι ο θάνατος του ναυτικού ………….  δεν οφείλεται σε κάποιο απρόβλεπτο και αιφνίδιο γεγονός που να συνδέεται  με την παρεχόμενη εργασία του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής. Ειδικότερα ο αγωγικός ισχυρισμός, ο οποίος επαναλαμβάνεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης ότι ο επελθών θάνατος του ναυτικού επήλθε συνεπεία των κακών συνθηκών εργασίας, ήτοι της συνεχούς εργασίας του στο σκάφος χωρίς τους απαραίτητους χρόνους ανάπαυσης σε συνδυασμό με την έλλειψη ειδικού χώρου ανάπαυσης συντέλεσαν στην επιδείνωση της υγείας του και ακολούθως την πρόκληση του θανάτου του δεν αποδείχθηκε με βάση τα προσκομιζόμενα με επίκληση αποδεικτικά μέσα. Πλέον συγκεκριμένα δεν αποδείχθηκε ότι τόσο το ωράριο εργασίας όσο και οι εν γένει συνθήκες παροχής της εργασίας του ναυτικού ήταν τέτοιες ώστε αυτές να καταπονήσουν σωματικά και ψυχικά την υγεία του ναυτικού. Κατά συνέπεια το παρόν Δικαστήριο κρίνει, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη, ότι ο θάνατος του ναυτικού δεν αποτελεί εργατικό ατύχημα καθώς δεν αποδείχθηκε ότι οφείλεται σε κάποιο απρόβλεπτο και αιφνίδιο γεγονός, ως τέτοιου νοούμενου του πιεστικού εργασιακού περιβάλλοντος. Επιπλέον ο αγωγικός ισχυρισμός ότι ο επελθών θάνατος του ναυτικού προέκυψε  από την παράβαση του γενικότερου καθήκοντος πρόνοιας για την εξασφάλιση συνθηκών προστασίας της υγείας των εργαζομένων του και δη της μη έγκαιρης επέμβασης του κυβερνήτη του σκάφους να παράσχει άμεση ιατρική φροντίδα στο νοσούντα ναυτικό αμέσως μετά την πληροφόρησή του από τον τελευταίο για την κακή κατάσταση της υγείας του καθώς από το χρονικό σημείο αυτό μέχρι την μεταφορά του στο Κέντρο Υγείας Πάρου παρήλθε χρονικό διάστημα μιας ώρας  γεγονός το οποίο συνέτεινε αιτιωδώς στο θάνατο του ναυτικού. Ούτε όμως και ο ισχυρισμός αυτός προέκυψε ως βάσιμος κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι ο κυβερνήτης του σκάφους, όταν πληροφορήθηκε την κατάσταση της υγείας του ναυτικού δεν μπορούσε και δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει την αμεσότητα της παροχής ιατρικής περίθαλψης δεδομένου ότι αφενός ο θανών ναυτικός δεν αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα υγείας γνωστό τουλάχιστον στο κυβερνήτη του σκάφους, αφετέρου από τη σύντομη επαναναυτολόγηση του σκάφος δεν είχε εμφανίσει ενδείξεις κακής πορείας της υγείας του. Επιπλέον ο κυβερνήτης του σκάφους, μολονότι δεν είχε τις δέουσες ιατρικές γνώσεις για να εκτιμήσει τον κίνδυνο της κατάστασης της υγείας του ναυτικού, έκρινε ως την πλέον πρόσφορη λύση για την αντιμετώπιση της κατάστασης ανάγκης που είχες ανακύψει τη στιγμή εκείνη στο σκάφος  από πλευράς χρόνου τη μεταφορά του ασθενούς με το φουσκωτό του σκάφους καθώς η άμεση διακομιδή του  στη ξηρά θα διευκόλυνε την ταχύτερη μεταφορά του στο Κέντρο Υγείας του νησιού, οπότε και δικαιολογείται η παράλειψη του κυβερνήτη του σκάφους να ειδοποιήσει τις λιμενικές αρχές καθώς ο ίδιος θεωρούσε ως πιο σύντομη λύση τη μεταφορά του στη ξηρά.  Επιπλέον η αναρρόφηση ύδατος από πλευράς του ασθενούς κατά την πτώση του στη θάλασσα με βάση τα προαναφερθέντα ιατρικά έγγραφα δεν κρίνεται ότι συνέτεινε αιτιωδώς στο επελθόν θανατηφόρο αποτέλεσμα, μολονότι στην από 29.7.2017 ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του Κέντρου Υγείας Πάρου γίνεται λόγος περί υπάρξεως υγρού  στο στοματοφάρυγγα και στη τραχεία, το οποίο είχε αναρροφηθεί. Ωστόσο το εύρημα αυτό δεν κρίθηκε με βάση το πόρισμα της ιατροδικαστικής έκθεσης ότι συνέτεινε στον θάνατο του ναυτικού που θεωρεί ότι επήλθε συνεπεία εντόνου ισχαιμίας μυοκαρδίου – εντόνου οιδήματος πνευμόνων. Με βάση τα ανωτέρω πλήρως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι  ο κυβερνήτης του σκάφους δεν επέδειξε οιαδήποτε αμέλεια ή ολιγωρία κατά τη διαχείριση της έκτακτης κατάστασης που προκλήθηκε από την ξαφνική επιδείνωση της υγείας του ναυτικού και έδρασε όπως θα δρούσε κάθε μέσος συνετός άνθρωπος του ίδιου κύκλου επαγγελματικής δραστηριότητας κάτω από τις ίδιες επικρατούσες  συνθήκες. Ειδικότερα, μολονότι δεν εκτίμησε ορθά το πρόβλημα υγείας του ασθενούς, ως προς τη σοβαρότητα του και  δεν ειδοποίησε τις λιμενικές αρχές, κατά τον αγωγικό, εντούτοις παρείχε στον νοσούντα ναυτικό την  ιατρική περίθαλψη που θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε να λάβει υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η επιδείνωση της υγείας του τελευταίου, αφού τον μετέφερε στον μόλο, απ’ όπου τον παρέλαβε το ΕΚΑΒ εντός μίας ώρας και δεκαεπτά λεπτών από τον χρόνο, που εκείνος διαμαρτυρήθηκε για τα πρώτα συμπτώματα αδιαθεσίας. Τέλος πρέπει να αναφερθεί ότι και η ποινική διερεύνηση του υπό κρίση εργατικού ατυχήματος στο πλαίσιο της με αριθμό ……….. σχετικής μηνυτήριας αναφορά του Λιμεναρχείου Πάρου δεν απέδωσε οιαδήποτε ποινική ευθύνη στον κυβερνήτη του σκάφους ή σε οποιοδήποτε άλλο εμπλεκόμενο πρόσωπο καθώς η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Σύρου, εγκρίθηκε δε από τον Εισαγγελέα Εφετών Αιγαίου, ενώ επίσης, απορρίφθηκε από την Εισαγγελέα Πρωτοδικών Σύρου η αίτηση ανάσυρσης της δικογραφίας, που υπέβαλε ο αδελφός του θανόντος, …………… Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και δεν έσφαλε ενώ τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσης της πρέπει απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους (ΑΠ 2193/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜονΕφΑθ 118/2018, ΜονΕφΠειρ 672,2015, ΕφΑθ 3080/2010 δημ. «ΝΟΜΟΣ»). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως ουσία της υποθέσεως εννοείται κάθε θέμα, που κρίθηκε και  δεν  υπάγεται  στην  έννοια  των δικαστικών  εξόδων. Συνεπώς, και όταν το θέμα αυτό είναι «δικονομικό» η περί αυτών κρίση του δικαστηρίου αναφέρεται στην ουσία της  υποθέσεως (ΑΠ 1306/1990 δημ. «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, από τα άρθρα 176, 189, 190 παρ. 3 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, όπως όταν απορρίπτεται η αγωγή του, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε, δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 248/2019, ΑΠ 99/2019, ΑΠ 476/2017, ΑΠ 859/2002 ΕλλΔνη 44 1260, ΜονΕφΑθ 118/2018, ΜονΕφΠειρ 672/2015 δημ. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 39/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 798/2007 ΕλλΔνη 2008 239). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 63 Ν. 4194/2013, παρ. 1. «Η αμοιβή, σε περίπτωση μη ύπαρξης έγγραφης συμφωνίας, καθορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης ως εξής: i. Η αμοιβή για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της αγωγής όπως παρακάτω: α) 2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται μέχρι το ποσό των 200.000 ευρώ. β) 1,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 200.001 ευρώ μέχρι 750.000 ευρώ…». Περαιτέρω, κατ’ άρθρ. 68 Ν. 4194/2013 παρ. 1. «Για τη σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, η αμοιβή του δικηγόρου του εναγόμενου είναι ίση με την αμοιβή της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Κώδικα και του δικηγόρου του ενάγοντος ορίζεται στο μισό της αμοιβής αυτής». Με τον δεύτερο  λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα, ενάγουσα προσβάλλει τη διάταξη της εκκαλουμένης αναφορικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενη ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένως υπολόγισε αυτά σε τόσο υπέρογκο σε βάρος της ποσό και δη σε αυτό των 5.700 ευρώ. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι παραδεκτός, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 ΚΠολΔ) και νόμιμος (άρθρα 106, 176, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε την ενάγουσα, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου, ύψους 5.700 ευρώ. Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η αξία του αντικειμένου της διαφοράς ανέρχεται στο ποσό των 474.800 ευρώ, η αμοιβή για τη σύνταξη της αγωγής ορίζεται σε 2% μέχρι το ποσό των 200.000 ευρώ και σε 1,5 % από το ποσό των 200.001 ευρώ έως το ποσό των 374.800 ευρώ  και δη στο ποσό των [200.000 Χ 2% = 4.000 + (174.800 Χ1,5% =) 2.622 =] 6.622 ευρώ. Η αμοιβή δε του δικηγόρου του εναγομένου, ο οποίος νίκησε πρωτοδίκως, για τη σύνταξη προτάσεων είναι ίση με την αμοιβή της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Κώδικα, ήτοι εν προκειμένω στο ποσό των 6.622 ευρώ. Συνεπώς  η εκκαλουμένη που επιδίκασε σε βάρος της ενάγουσας το ποσό των 5.700 ευρώ, ήτοι μικρότερο από το οριζόμενο στο νόμο δεν όρισε δικαστική δαπάνη υπέρτερη της νόμιμης, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα.

Κατά, τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης. Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα. Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕΑ 3808/2014, ΕφΠειρ 24/2016 δημ. Νόμος). Στην προκειμένη με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται επειδή της επιβλήθηκε η δικαστική δαπάνη του άλλου διάδικου μέρους και ισχυρίζεται ότι η δικαστική δαπάνη θα έπρεπε να είχε συμψηφιστεί. Ο λόγος αυτός εφέσεως είναι παραδεκτός αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, κατά τα προαναφερόμενα, όμως τυγχάνει αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι δεν προσδιορίζεται στο δικόγραφο της εφέσεως, ως έπρεπε, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, ποιος νομικός κανόνας παραβιάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, που προσδιόρισε τη δικαστική δαπάνη σε βάρος του εδώ εκκαλούντος στο ποσό των 5.700 ευρώ συνεπεία της οποίας (παραβιάσεως) εσφαλμένα του επιδικάστηκε η προαναφερόμενη δικαστική δαπάνη. Να σημειωθεί βέβαια ότι σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 179 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4842/2021 (φεκ α 190) και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 4871/2021 φεκ α 246/10.12.2021 “Το δικαστήριο μπορεί επίσης να συμψηφίσει ένα μέρος των εξόδων, εάν, κατ` εκτίμηση των περιστάσεων, υπήρχε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης.» και αυτή η διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ. 1β του ν. 4842/2021 ισχύει από την 1η.1.2022, και εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις. Αυτό όμως αφορά τα έξοδα της παρούσας δίκης, ή και αυτά της πρωτοβάθμιας δίκης μόνο αν εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επέβαλε τα έξοδα σύμφωνα με το άρθρο 176 εδ. Α του ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο “ο διάδικος που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα”, και εκ περισσού να αναφερθεί ότι πριν το ν. 4842/2021 το άρθρο 179 του ΚΠολΔ όριζε ότι “τα έξοδα συμψηφίζονται μόνο σε διαφορές μεταξύ στενών συγγενών ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.”.

Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της η κρινόμενη έφεση ενώ τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν στην εκκαλούσα  λόγω της ήττας της, (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμολία των διαδίκων τη με αριθμό κατάθεσης ………./2023 Πρωτ. Πειραιώς έφεση κατά της με αριθμό 2860/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών επί της από 15.7.2021 με αριθμό κατάθεσης ………../2021 αγωγής.

Δέχεται τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ΄ ουσίαν.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) Ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  5  Δεκεμβρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ